Alle Seiten
Erscheinungsbild
Diese Seite listet alle Seiten des deutschsprachigen Wiktionarys auf. (Mehr zum Thema „Suchen“)
- Sortiert wird alphabetisch; erst Zahlen, dann Großbuchstaben, Kleinbuchstaben und schließlich Sonderzeichen.
- Weiterleitungen auf andere Seiten sind im Wiktionary in aller Regel überflüssig und werden daher durchgestrichen dargestellt.
- κύνας
- κύνεσσιν
- κύριοι
- κύριος
- κύων
- κώμη
- κῆλα
- κῆλον
- κῆρ
- κῆρυξ
- λ
- λʹ
- λέγει
- λέγουσιν
- λέγω
- λέχος
- λέω
- λέων
- λίθος
- λίσσετο
- λίσσομαι
- λαδο
- λαδοβαρο
- λαμο
- λαμπρός
- λαοί
- λαογραφικός
- λαοῦ
- λαρσο
- λασο
- λαχμιγο
- λαόν
- λαός
- λαϸνο
- λείριον
- λειμών
- λευκός
- λευκόφαιος
- λευκώλενος
- λεωφορείο
- λιμήν
- λιστο
- λιστοβανδιγο
- λιστοβαρο
- λογδο
- λοιγόν
- λοιγός
- λοιμός
- λοχσο
- λρογο
- λυρικός
- λυσόμενος
- λόγος
- λόγχη
- λόγῳ
- λύκε
- λύκο
- λύκοι
- λύκος
- λύκου
- λύκους
- λύκων
- λύπη
- λύρα
- λύσαιτε
- λύσω
- λύχνος
- λύω
- μ
- μC
- μl
- μm
- μm²
- μm³
- μʹ
- μά
- μάγειρα
- μάγειρας
- μάγειρες
- μάθημα
- μάκαιραν
- μάκαρ
- μάλα
- μάλιστα
- μάντευμα
- μάντιν
- μάντις
- μάργαρον
- μάρμαρος
- μάχαιρα
- μάχεσθαι
- μάχη
- μάχομαι
- μέγα
- μέγας
- μέγεθος
- μέλι
- μέσον
- μέτρον
- μή
- μήν
- μήνα
- μήνας
- μήνες
- μήτηρ
- μαγείρων
- μαδο
- μαζί
- μαθηματικά
- μαθητής
- μαλαχο
- μανζιζάνιον
- μανο
- μαντεῖον
- μαντοσύνη
- μαντοσύνην
- μαργαρίτης
- μαριονέτα
- μας
- ματιζάνιον
- ματιτάνιον
- με
- μεγάλος
- μεγάνορος
- μεγάνωρ
- μεγαλομήτηρ
- μεγαλομανής
- μεγασθενής
- μεθίημι
- μελιτζάνα
- μετάφημι
- μετέειπεν
- μετέφη
- μετανοέω
- μετεβούλευσαν
- μετεωρία
- μετεῖπον
- μετοικεσία
- μετόπισθε
- μετόπισθεν
- μευ
- μηνών
- μηρία
- μητίεσσι
- μητροπάτωρ
- μητρός
- μικρός
- μιλανο
- μιλώ
- μιμητής
- μιμηταί
- μιργο
- μισέω
- μισθοφόρος
- μισθός
- μιυροναφρανο
- μνήμη
- μνεία
- μνημονεύοντες
- μνημονεύω
- μνηστευθείσης
- μνηστεύω
- μοι
- μολο
- μοναστήρι
- μορλο
- μου
- μουεζίνης
- μουσείο
- μουσεῖον
- μοῖρα
- μπήκα
- μπήκε
- μπαμπουίνε
- μπαμπουίνο
- μπαμπουίνοι
- μπαμπουίνος
- μπαμπουίνου
- μπαμπουίνους
- μπαμπουίνων
- μπουζούκι
- μυθέομαι
- μυθήσασθαι
- μυθήσατο
- μυλωνάς
- μυρίος
- μυρμήγκι
- μύριοι
- μύριοι καὶ χίλιοι
- μύρρα
- μῆκος
- μῆνιν
- μῆνις
- μῆτις
- μῦθος
- ν
- νʹ
- νάφθα
- νέηαι
- νέκυς
- νέομαι
- νέος
- νήεσσι
- νήπιοι
- νίκη
- ναι
- ναμαγγο
- ναμαγο
- ναμο
- ναυτικόν
- ναός
- ναύαρχος
- ναύτης
- ναῦλον
- ναῦς
- νεανίας
- νεκρός
- νεκύων
- νεφέλη
- νεῶν
- νηυσί
- νηόν
- νιϸαλμο
- νομίζει
- νομίζω
- νοῦσον
- νυκτί
- νυκτός
- νυχτών
- νωγο
- νωιο
- νόμος
- νόον
- νόσος
- νόστιμον
- νόστον
- νύκτα
- νύξ
- νύχτα
- νύχτας
- νύχτες
- νώ
- νῆας
- νῆσος
- νῶι
- νῶιν
- νῶτον
- νῷν
- ξ
- ξʹ
- ξένο
- ξένον
- ξένος
- ξέραμε
- ξέρανε
- ξέρατε
- ξέρε
- ξέρει
- ξέρεις
- ξέρετε
- ξέρουμε
- ξέρουν
- ξέρουνε
- ξέρω
- ξίφος
- ξενοδοχείο
- ξηρά
- ξηράν
- ξυλοφάγος
- ξυνέηκε
- ξυστός
- ο
- οʹ
- οαδο
- οαοαρο
- οαρο
- οαρσοχοανδο
- οασαρο
- οαυαγο
- οαϸο
- οδο
- οδοί
- οδός
- οιγνο
- οισλογδο
- οιστο
- ολο
- ουρά
- ουρανοξύστης
- ούζο
- ούρα
- ούρο
- οἰκία
- οἰωνοπόλος
- οἰωνοπόλων
- οἰωνοῖσι
- οἰωνός
- οἱ
- οἴδατε
- οἴκαδε
- οἴκῳ
- οἴομαι
- οἴχομαι
- οἶδα
- οἶκος
- οἶνος
- οἶσθα
- οὐ
- οὐ μόνον … ἀλλὰ καί
- οὐλομένην
- οὐλόμενος
- οὐρανοί
- οὐρανούς
- οὐρανοῦ
- οὐρανός
- οὐρῆας
- οὐσία
- οὕνεκα
- π
- πʹ
- πάγκρεας
- πάθεν
- πάθη
- πάθος
- πάλιν
- πάντες
- πάντοτε
- πάντων
- πάππος
- πάροδος
- πάσσαλος
- πάτρα
- πάτρης
- πέλτη
- πέντε
- πέπλος
- πέτρα
- πήγα
- πήρε
- πίθηκος
- πίστεως
- πίστις
- πίων
- παίζω
- παίζων