..............................................................
Σημειώσεις από το πουθενά
..............................................................
Σημειώσεις από το πουθενά
...............................................................
...............................................................
...............................................................
Τάκης Βαρβιτσιώτης (1916 -2011)
..........................................................
·
«Η
Ραχήλ λογαριάζεται με τον Θεό» διήγημα του Στέφαν Τσβάιχ (1881 – 1942) από τη συλλογή διηγημάτων «Τρεις θρύλοι
κι ένα παραμύθι» (μτφ. Δημήτρης
Δημοκίδης, εκδ. «Ροές / Λογοτεχνία»,
2003)
ΓΙΑ
ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ Ο ΣΤΕΝΟΜΥΑΛΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΑΤΟΣ όχλος στην Ιερουσαλήμ είχε αγνοήσει
τις Γραφές, για πολλοστή φορά είχε κουβαλήσει στα μπρούτζινα είδωλα του Τύρου
και του Άμμωνα αιματηρές προσφορές. Και σαν να μην ήταν αρκετή η ύβρις αυτή,
σαν να μην έφταναν οι καπνοί από τα λιβάνια και η τσίκνα από τα σφαχτά που
ανέβαιναν προς τους ψευτοθεούς από υψώματα και πέτρινους βωμούς – έστησαν
και στο ίδιο το σπίτι του Θεού, που του είχε χτίσει ο Σολομών, ο υπηρέτης του,
την εικόνα του Βάαλ και γέμισαν τις πλάκες του ναού με σφαχτάρια, μέχρι που ο
ιερός χώρος ταυτίστηκε από τη δυσωδία της κάπνας και του αίματος.
Σαν είδε τώρα ο Θεός να χλευάζεται με τέτοιο
τρόπο το όνομά του μέχρι τα μύχια του αγιαστηρίου του, η οργή του φούντωσε
άγρια. Τέντωσε την δεξιά του κι οι ουρανοί σείστηκαν από την κραυγή του: ως εδώ
ήταν η μακροθυμία του, θα την εξαφανίσει την αμαρτωλή πόλη και θα σκορπίσει τον
λαό της σαν άχυρο πάνω στη ράχη της γης. Ίδια αστροπελέκι έπεσε η αναγγελία και
αντήχησε από την μια μέχρι την άλλη άκρη της απεραντοσύνης του.
Συθέμελα σείστηκαν η δεσμώτρα γη και τα ουράνια ύψη, όταν η θεϊκή οργή έγινε
φωνή. Ξεστράτισαν από τις κοίτες τα ποτάμια κι οι θάλασσες αναδιπλώθηκαν
αλαφιασμένες, όμοια με μεθυσμένους τρικλίσαν τα βουνά κι οι βράχοι πέσανε στα
γόνατα. Από τον αέρα γκρεμίζονταν νεκρά στο χώμα τα πουλιά, ως κι οι άγγελοι
έκρυψαν έντρομοι με τα πελώρια φτερά την κεφαλή τους, αφού κι αυτοί, που δεν γνώριζαν αισθήματα, δεν άντεχαν να
αντικρίσουν την αστραπή στο οργισμένο βλέμμα του κι η τρομερή κραυγή τρυπούσε,
μπρούτζινη λόγχη το αυτί τους.
Μονάχα οι άνθρωποι, βαθιά κάτω στην
καταδικασμένη πολιτεία τους, κουφοί στην ουράνια φωνή, δεν ήξεραν ότι είχε
έρθει το τέλος τους. Αυτό ένιωσαν μόνο, ότι μονομιάς σείστηκαν οι κολώνες της
γης και το φως της μέρας σβήστηκε κι ανεμοθύελλα σφοδρή σηκώθηκε, που τσάκισε
στο διάβα της τους κέδρους σαν καλάμια και σάρωσε τους θάμνους σαν μικρά
ανήμπορα ζωάκια. Και πάνω στη ράχη της η θύελλα κουβάλησε σύννεφα, σύννεφα
βαριά που κρύψαν με το μαύρο τους τον ουρανό, όλεθρος φτερούγισε πάνω από τα
κεφάλια των ανθρώπων και κάτω από τα πόδια τους η γη κλονίστηκε, σαν να ‘τανε
νερό. Αλαφιασμένοι πετάχτηκαν οι άμοιροι από τα σπίτια τους, μην πέσει στα
κεφάλια τους η στέγη κι όταν σήκωσαν ψηλά τα μάτια, καινούργιος τρόμος τους
πλάκωσε, μια και τα σύννεφα κρέμονταν πάνω τους πιο φοβερά κι από βράχια κι ο
άνεμος ο σφυριχτός είχε καυτή την γεύση από θειάφι. Μάταια σκίζανε τώρα οι
άφρονες τα ρούχα τους και λούζανε με σκόνη τα μαλλιά τους, μάταια έριχναν το
πρόσωπο στη γη και εκλιπαρούσαν τον Κύριο για συγχώρεση – το σύννεφο θέριευε
μαύρο και έσβηνε το φως της ζωής πάνω από τη χώρα.
Τόσο βροντερή ήταν όμως η έκφραση της οργής
του Θεού, ώστε δεν άκουσαν μόνο οι ζωντανοί το άγγελμά του, αλλά ακόμα κι οι
νεκροί ξύπνησαν μέσα στους τάφους τους και οι ψυχές των πεθαμένων πετάχτηκαν
σκιαγμένες από τον μολυβένιο τους ύπνο. Αφού έτσι είναι γραμμένο και ορισμένο:
δεν έχουν το ελεύθερο οι νεκροί ν’ αντικρίσουν το πρόσωπο του Θεού – μόνο οι
άγγελοι μπορούν να αντέξουν τέτοιο
εκτυφλωτικό φως – τους έχει όμως δοθεί η χάρη να μπορούν να αντέξουν τέτοιο εκτυφλωτικό φως, - τους
έχει όμως δοθεί η χάρη να μπορούν να ακούσουν τις σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας και τη θεϊκή φωνή. Ορθώθηκαν λοιπόν οι νεκροί πάνω στα μνήματά
τους και οι ψυχές των προπατόρων, πεταρίζοντας σαν πουλιά σε μανιασμένο
αντίθετο άνεμο, συνέρευσαν από κάθε γωνιά σχηματίζοντας κύκλο, για να
ικετεύσουν ενωμένες τον Παντοδύναμο και να αποδιώξουν την εκδίκηση από τα
κεφάλια των γιων τους και τα ακρόστεγα της ιερής πόλης. Ο Ισαάκ και ο Ιακώβ και
ο Αβραάμ, οι Άγιοι Πατέρες, σφιχτοπλεγμένοι ο ένας με τον άλλο, βγήκαν μπροστά
με μεγαλόφωνη παράκληση. Όμως η βροντή σκόρπισε τη φωνή τους και ο λόγος του
Κυρίου σκέπασε το ψέλλισμά τους: πάρα πολύ καιρό ανέχτηκε την τόση αχαριστία,
τώρα θα συντρίψει τον Ναό, για να τον αναγνωρίσουν μέσα από την οργή του,
εκείνοι που αντιτάχτηκαν στην αγάπη του. Και καθώς οι προπάτορες έμειναν
άφωνοι, πρόβαλαν τώρα μπροστά οι προφήτες Μωυσής, Σαμουήλ, Ηλίας και Ελισαίος,
αυτοί που μιλούσαν με το στόμα του Θεού, πρόβαλλαν μπροστά, οι άντρες με την
φλογερή γλώσσα και έφεραν την καρδιά τους στα χείλη. Όμως ο Κύριος αγνόησε τα
λεγόμενά τους κι ο άνεμός του, αντιγύρισε στους σεβάσμιους γέροντες τα λόγια
τους, πετώντας τα μέσα στις μακριές γενειάδες τους. Και τα αστροπελέκια ετοίμαζαν
ήδη τις πύρινες λόγχες τους, για να τις ρίξουν πάνω στον Ναό.
Έτσι έγινε αέρας το κουράγιο των άγιων
ανδρών, σαν ποδοπατημένο χορτάρι έμειναν να τρεμουλιάζουν οι ψυχές τους κενές
μπροστά στον Κύριο, και κανένας λόγος δεν άντεχε την λαύρα της οργής του.
Καταπτοημένη σώπαινε τώρα κάθε γήινη φωνή – και τότε ξεπρόβαλε μόνη, μέσα από
δάσος του φόβου της, η Ραχήλ, η προπάτορας του Ισραήλ* (βλ.
Σημείωση στο τέλος του κειμένου). Είχε ακούσει κι αυτή
μέσα στον τάφο της στην Ραμά την οργισμένη φωνή του Κυρίου και τα δάκρυά της
έτρεχαν ποτάμι, καθώς αναλογιζόταν τα παιδιά των παιδιών της. Μάζεψε λοιπόν και
την τελευταία σταγόνα δύναμης μέσα στο κορμί της και στάθηκε στον Αθέατο.
Πεσμένη στα γόνατα ύψωσε τα χέρια, πεσμένη στα γόνατα ύψωσε τον λόγο της προς
τον Κύριο:
«Η καρδιά μου τρέμει μέσα στο κορμί μου και
μόνο που σου απευθύνω τον λόγο, Παντοδύναμε, όμως εσύ δε μου έπλασε την καρδιά αυτή μέσα στο κορμί
τέτοια που να τρέμει μπροστά σου, συ δε μου έδωσε το χείλι αυτό τέτοιο που να
κάνει το φόβο μου προσευχή; Από φόβο προς εσένα κραυγάζω και επικαλούμαι την
αγάπη σου, από λαχτάρα για τα παιδιά μου υψώνω τον ταπεινό μου λόγο προς την
απεραντοσύνη σου. Εξυπνάδα δεν μου έδωσες ούτε και πονηριά και δεν βρίσκω
τίποτα να πω που να καταπραΰνει την οργή σου, μπορώ μόνο να μιλήσω για τον
εαυτό μου, να πω πώς νίκησα κάποτε την δική μου οργή. Ξέρω βέβαια ότι γνωρίζεις
όσα θα πω πριν τα ξεστομίσω, μια και η
κάθε λέξη έχει υπάρξει πολύ πριν γίνει φθόγγος σε ανθρώπου χείλη, όπως και η
κάθε πράξη, πολύ πριν διαπραχτεί από το
γήινο χέρι μας. Κι ωστόσο σε ικετεύω να με ακούσεις υπομονετικά για χάρη των
αμαρτωλών».
Έτσι μιλώντας η Ραχήλ έσκυψε το κεφάλι της.
Ο Θεός είδε όμως την γονυπετούσα, είδε τα δάκρυά της. Και τότε κράτησε για μιαν
ανάσα τον θυμό του, να αφουγκραστεί την δυστυχισμένη.
Όταν όμως ο Θεός αφουγκράζεται στους ουρανούς
του, οι χώροι όλοι γεμίζουν με κενό κι ο χρόνος πεθαίνει. Έτσι και τώρα κανένας
άνεμος δεν τολμούσε να φυσήξει, η βροντή κούρνιασε, τα ερπετά έπαψαν να έρπουν,
τα πτηνά να πετούν, και καμιά πνοή δεν έβγαινε από κανένα στόμα. Σιωπηλές
στάθηκαν οι ώρες και τα χερουβείμ πέτρωσαν, όμοια μπρούτζινα αγάλματα. Γιατί
όταν αφουγκράζεται ο Θεός, σβήνει η ανάσα κάθε ζωής και σταματάει το θρόισμα
των ουρανών. Μέχρι κι ο ήλιος έμεινε καρφωμένος στην θέση του και το φεγγάρι
στάθηκε κι αυτό κι όλα τα ποτάμια βουβάθηκαν και στέρεψαν στην παρουσία του.
Κάτω στην γη όμως κούρνιαζαν οι άνθρωποι,
ανυποψίαστοι για την συνηγορία της Ραχήλ, ανυποψίαστοι για το θεϊκό αυτί που
αφουγκραζόταν. Επειδή αδαείς είναι εις τον αιώνα των αιώνων σε κάθε τι το
θεϊκό, και δε δύνανται ποτέ να μαντέψουν τι συμβαίνει στους ουρανούς. Μόνο αυτό
ένιωσαν, ότι ξαφνικά η καταιγίδα πάνω από τα κεφάλια τους σταμάτησε. Όταν όμως
έστρεψαν γεμάτα ελπίδα τα μάτια ψηλά, το σύννεφο ήταν ακόμα εκεί, μαύρο σαν
λείο καπάκι νεκρόκασας και η σκοτεινιά, άπνοη, τους έσφιγγε την καρδιά. Ξανά ο
τρόμος έκανε το αίμα τους να παγώσει, κι φοβερή σιγαλιά τους τύλιξε, όσο παγερά
τυλίγει το σάβανο το νεκρό κορμί.
Όμως η Ραχήλ, που αισθανόταν ότι ο Θεός
την αφουγκραζόταν, σήκωσε το πρόσωπο
μέσα από τα δάκρυά της και μίλησε με του φόβου την αποκοτιά:
«Τσομπάνισσα ήμουν, κόρη του Λαβάν – τα
ξέρεις – στη γη της Χαράν, που βρίσκεται προς την αυγή και φύλαγα τα πρόβατα
του πατέρα μου, με δική του προσταγή. Και όταν ένα πρωινό τα πήγαμε στην
ποτίστρα και οι δούλες δεν κάτεχαν πώς να κινήσουν την πέτρα του πηγαδιού, τότε
ξεπετάχτηκε ένα αγόρι να βοηθήσει, ξένο και καλοφτιαγμένο, κι εμείς μείναμε
άφωνες με την δύναμη του κορμιού του. Ο Ιακώβ ήταν, που εσύ μας είχες πέμψει,
γιος της αδελφής του πατέρα μου και μόλις ονομάτισε τον εαυτό του, τον πήρα και
τον πήγα στου πατέρα μου το υποστατικό. Μια ώρα δεν είχε καλά καλά περάσει από
την στιγμή που είχαμε δει για πρώτη φορά ο ένας τον άλλον, κι οι ματιές μας
είχαν βάλει φωτιά στα σπλάχνα μας και οι καρδιές μας ποθούσαν λιώνοντας η μία
την άλλη. Και την νύχτα ξύπνια στο στρώμα μου, σκλάβα στην πεθυμιά του – όμως
για δες, Κύριε, δεν ένιωθα καμιά ντροπή για το αίμα μου, αφού ποιος άλλος, αν
όχι εσύ, Κύριε, το έχει κάνει αυτό μέσα μας, να φουντώνει η καρδιά μας σαν την
φλεγόμενη βάτο του έρωτα; Από σένα, Κύριε, και μόνο από σένα είναι θελημένο, να
ανοίγει η παρθένα στον άντρα, το βλέμμα να χάνεται λιγωμένο μέσα στο βλέμμα και
το κορμί να αποζητά με περίσσιο πάθος το κορμί. Έτσι κι εμείς δεν αντιπαλέψαμε
την φλόγα μας, παρά δώσαμε αρραβώνα της ένωσής μας εκείνη την πρώτη κιόλας μέρα
που ο Ιακώβ αντίκρισε εμένα , την Ραχήλ.
Μα ο πατέρας μου ο Λαβάν – Κύριε εσύ
γνωρίζεις – ήταν άντρας σκληρός, σκληρός σαν την κακοτράχαλη γη που όργωνε με
το αλέτρι του, σαν το κέρας των ταύρων που έζευε στον ζυγό του. Και καθώς ο
Ιακώβ καιγόταν από την επιθυμία να με οδηγήσει στο σπίτι του, εκείνος αποφάσισε
να δοκιμάσει σοβαρά, αν ο άντρας αυτός είναι, σύμφωνα με τη δική του θέληση,
σκληρός στη δούλεψη και ατσάλι στην υπομονή. Αξίωσε λοιπόν από τον μνηστήρα –
Κύριε, εσύ γνωρίζεις – να τον υπηρετήσει πρώτα εφτά χρόνια για χάρη μου. Η ψυχή
μου σπαρτάρισε στο άκουσμα των λόγων αυτών και το αίμα του Ιακώβ στέρεψε στα
μάγουλά του, τόσο ατέλειωτα μακριά μας φάνηκε, στους ανυπόμονους, η διορία.
Γιατί εφτά χρόνια, Κύριε, το ξέρω, για σένα είναι μονάχα μια σταγόνα που πέφτει
στη γη, ένα βλεφάρισμα στο αιώνιο μάτι σου, αφού ο χρόνος περνάει σαν καπνός
μέσα από τον ουρανό της αιωνιότητάς σου. Όμως εφτά χρόνια, Κύριε, καταδέξου να
το σκεφτείς, για μας τους ανθρώπους είναι ένα δέκατο της ζωής, γιατί δεν
προκάνουμε ν’ ανοίξουμε τα μάτια από το σκοτάδι στο ιερό σου φως και μας τα
κλείνει κιόλας η νύχτα του θανάτου μας. Σαν ανοιξιάτικος χείμαρρος κυλάει αργά
η ζωή μας και κανένα κύμα δεν ξαναπερνάει από το ίδιο μέρος. Γι’ αυτό, εφτά
χρόνια, μια αιωνιότητα μας φάνηκαν στους ανυπόμονους, αδιάβατη, εφτά χρόνια
απόστασης, την στιγμή που το ένα κορμί βρισκόταν μια ανάσα από το άλλο και το
χείλι διψούσε για το φιλί του αγαπημένου. Και ωστόσο, Κύριε, υποτάχτηκε ο Ιακώβ
στο θέλημα, και ωστόσο υπάκουσα κι εγώ στην εντολή του πατέρα μου. Κι οι δυο
μας πήραμε στην φούχτα την καρδιά μας, να την ημερώσουμε, να την ορμηνέψουμε
για υπακοή και μεγάλη υπομονή.
Κύριε, πόσο βαρύ είναι όμως το φορτίο αυτής
της υπομονής για τα πλάσματά σου, αφού καυτή είναι η καρδιά που έβαλες στο
ζωντανό μας κορμί και βαθιά φύτεψες ένα γνώστη φόβο για την τόσο σύντομη γήινη προθεσμία μας. Το γνωρίζουμε,
Κύριε, από κοντά ακολουθεί το φθινόπωρο
την άνοιξή μας και το καλοκαίρι της ζωής μας, και αυτό λίγο κρατάει. Γι’ αυτό
και κοχλάζει τέτοια ανυπομονησία μέσα στο γήινο αίμα μας, γι’ αυτό και
απλώνεται τόσο λαίμαργα το χέρι μας να αδράξει χέρι αγαπημένο και να χαρεί με
βιάση το προσωρινό και (το) φθαρτό. Πώς είναι μπορετό να μάθουμε την καρτερική
προσμονή, εμείς, που γερνάμε στον χρόνο, πώς να υπομένουμε που σβήνουμε σε μια
νύχτα, πώς να μην αρπάζουμε φωτιά που ο χρόνος με σφυριχτή φλόγα μας
κατατρώγει, πώς να μην είμαστε βιαστικοί που το βήμα του θανάτου μας ακολουθεί
καταπόδι! Κι όμως, Κύριε, βάλαμε χαλινάρι στους εαυτούς μας και βγήκαμε νικητές
στον αγώνα με την επιθυμία μας. Η κάθε μέρα βαστούσε όσο χίλιες μέρες του πόθου
μας, τόσο πολύ αγαπιόμασταν. Και ωστόσο, όταν είχαν πια περάσει, μας φάνηκαν
αυτά τα εφτά χρόνια της προσμονής όχι περισσότερα από μια και μόνη μέρα. Έτσι
λοιπόν, Κύριε, περίμενα τον Ιακώβ, έτσι αγάπησε ο Ιακώβ εμένα.
Και όταν άλλαξε για έβδομη φορά ο χρόνος
έτρεξα γεμάτη χαρά στον Λαβάν, τον πατέρα μου, και αξίωσα την νυφική σκηνή.
Όμως ο Λαβάν, ο πατέρας μου, έριξε το βλέμμα μακριά, πέρα από την χαρά μου, το
φρύδι του ήταν σύννεφο σκοτεινό, ατσάλινο δρεπάνι το στόμα του. Και τότε με
πρόσταξε να πάω να φωνάξω την Λέα, την αδελφή μου.
Η Λέα, η αδελφή μου – εσύ γνωρίζεις, Κύριε –
ήταν η πρωτότοκη, δυο χρόνια πριν από μένα είχε βγει από τον κόρφο της μητέρας
μου. Άσχημη είχες πλάσει τη μορφή της – έτσι οι άντρες δε γύριζαν να την
κοιτάξουν και αυτό την πονούσε πολύ. Ακριβώς όμως γι’ αυτό το κακό ριζικό της μου ήταν αγαπητή.
Επειδή όμως ο πατέρας μου με έβαλε να την φέρω μπροστά μου και με πρόσταξε να
βγω από την σκηνή, μπήκε στο μυαλό μου η υποψία. Χώθηκα λοιπόν εκεί δίπλα για
να κρυφακούσω την συνομιλία τους. Και αυτά ήταν τα λόγια του πατέρα μου:
«Άκουσε, Λέα, ο γιος της αδελφής μου, ο
Ιακώβ ήρθε και έχει ήδη εφτά χρόνια που με υπηρετεί, για να πάρει την Ραχήλ.
Εγώ όμως αυτό δεν το εγκρίνω εξαιτίας σου, γιατί πώς είναι δυνατόν να φύγει η
μικρότερη από το σπίτι πριν από τη μεγάλη και η πρωτότοκη να μείνει χωρίς
άντρα, περίγελως για τις δούλες; Ενάντια στο θέλημα του Θεού, βλάσφημη και μωρή
θα ήταν η πράξη αυτή. Επειδή στις αρχές του κόσμου, στην αυγή της γης ο Κύριος
έγραψε την θέλησή του, να γεμίσουμε δηλαδή για χάρη του το σύμπαν με ανθρώπους
και μυριάδες να είναι κάποτε αυτοί που θα υμνούν το όνομά του. Δεν θέλησε
στέρφα να μένει η γη του κι αυτό που ζωντανό έπλασε στείρο να χάνεται χωρίς
καρπό να αφήνει. Κριάρι δεν υπάρχει στο στάβλο μου ούτε και δαμάλα που να μην
αυξάνονται και πληθύνονται – πώς θα μπορούσα εγώ λοιπόν να ανεχτώ να μείνει το
ίδιο μου το παιδί μέσα στο όνειδος και την αισχύνη; Γι’ αυτό στολίσου, Λέα,
πάρε το νυφικό πέπλο και φόρα το σφιχτά στο πρόσωπό σου για να σε οδηγήσω στον Ιακώβ, στη θέση της Ραχήλ».
Έτσι μίλησε ο πατέρας μου στην Λέα που
αναρίγησε φοβισμένη και σιώπησε. Μόλις άκουσα αυτά τα τόσο δόλια λόγια,
φούντωσε μέσα μου οργή μεγάλη για τον Λαβάν, τον πατέρα μου και για την Λέα,
την αδελφή μου – Κύριε, συγχώρα με! Όμως στοχάσου, Θεέ μου, στοχάσου το για
λίγο, εφτά χρόνια είχε υπηρετήσει εκείνος μόνο και μόνο για τη δική μου χάρη,
εφτά χρόνια είχαμε στερηθεί μέσα σε μεγάλη αγάπη ο ένας τον άλλον και τώρα θα
αγκάλιαζε την αδελφή μου αυτός, που ήταν για την ψυχή μου πιο κοντινός από το
ίδιο το κορμί μου; Το πνεύμα ξεσηκώθηκε ανταριασμένο και η αγανάκτηση για τον
πατέρα μου φούντωσε μέσα μου όπως φούντωσε η αγανάκτηση στα στήθη των παιδιών
μου ενάντια σ’ εσένα, τον αιώνιο πατέρα τους, αφού κι αυτό μας έχεις κάνει,
Κύριε, να πετρώνει δηλαδή ο σβέρκος μας από την οργή μόλις μας γίνει μια
αδικία. Πήγα λοιπόν κι εγώ κρυφά στον Ιακώβ και τον προειδοποίησα ψιθυριστά, να
έχει το νου του, να μην αφήσει να του βάλει μια άλλη στη θέση μου. Και για να μην υπάρχει φόβος να
εξαπατηθεί, του έδωσα ένα σημάδι αναγνώρισης. Και το σημάδι αυτό ήταν ότι η
νύφη θα τον φιλούσε τρεις φορές στο μέτωπο, προτού μπει στη σκηνή του. Κι αυτός
κατάλαβε και κράτησε στο μυαλό του το σημάδι.
Όταν ξημέρωσε, ο Λαβάν πρόσταξε να
ετοιμαστούν τα νυφικά πέπλα για την Λέα. Διπλοτύλιξε μ’ αυτά το πρόσωπό της για να μην την
αναγνωρίσει πρόωρα ο Ιακώβ, προτού αναγνωρίσει το κορμί της. Εμένα μ’ έκλεισε
στον αχυρώνα, μην τυχόν με δει κάποιος από τους υπηρέτες και ειδοποιήσει τον
ανύποπτο άντρα. Μια κουκουβάγια με συντρόφευε μέσα στο σκοτάδι και καθώς οι
ώρες πατούσαν τα μονοπάτια της νύχτας, θέριευε και η οργή στην καρδιά μου, έτσι
που έλεγα πως ο πόνος θα ξεχειλίσει από το τρεμάμενο στήθος μου, αφού – εσύ
γνωρίζεις, Κύριε – δεν έστεργα με τίποτα να ξαπλώσει η αδελφή μου στο πλάι του
Ιακώβ. Έμπηγα λοιπόν τα δόντια στις γροθιές μου, όταν ήχησαν χαρμόσυνα τα
κύμβαλα και ο πόνος και με την ζήλια ξέσκισαν σαν δυο λιοντάρια την ψυχή μου.
Φυλακισμένη και ξεχασμένη, ρουφούσα το
φαρμάκι της ίδιας της οργής μου, ενώ το σκοτάδι είχε τρυπώσει παντού, ίδιο με
το σκοτάδι μέσα μου, όταν ξαφνικά άνοιξε αθόρυβα η πόρτα. Και για δες, η Λέα, η
αδελφή μου, αυτή ήταν που είχε γλιστρήσει μέσα ξεστρατίζοντας από τον νυφικό
της δρόμο. Και μόνο από το βήμα την αναγνώρισα, μόνο που απέστρεψα χολωμένη το
πρόσωπο, σα να μην την είχα αναγνωρίσει, μια και η καρδιά μου έστεκε πετρωμένη
απέναντί της. Αυτή με πλησίασε ωστόσο απαλά, χάιδεψε με τα χέρια τρυφερά τα
μαλλιά μου και όταν ανασήκωσα τα μάτια είδα πως ένα σύννεφο φόβου έκρυβε το
αστέρι των ματιών της. Για δες, Κύριε – ναι, το ομολογώ ενώπιόν σου, - την
στιγμή εκείνη αγαλλίασε το Κακό μέσα μου. Μου γλύκαινε την καρδιά να βλέπω την
αγωνία της, ο φόβος της μου έκανε καλό και ήταν βάλσαμο μέσα μου η αίσθηση πως
η μέρα της δικής μου παντρειάς είχε γίνει γι’ αυτήν πίκρα φαρμακερή. Αυτή,
όμως, η δύσμοιρη, δεν ψυχανεμιζόταν ούτε στάλα από την μοχθηρή χαρά μου, αφού
το ίδιο γάλα είχαμε αδελφικά μοιραστεί από το μητρικό στήθος, αφού αδιάκοπα
αγαπιόμασταν οι δυο μας από τότε που ήμασταν παιδιά. Έπιασε λοιπόν στοργικά
τους ώμους μου. Τα χείλη τρεμούλιαζαν όμως, πανιασμένα ακόμη από τον φόβο, όταν
μίλησε:
«Τι θα γίνει τώρα, Ραχήλ, αδελφή μου; Δεν
ξέρεις πόσο με πονάει αυτό που έκανε ο πατέρας. Εσένα σου πήρε τον αγαπημένο
σου και μου τον έδωσε εμένα – εμένα όμως η ψυχή μου δεν το στέργει με τίποτα να
εξαπατήσω τον αθώο, γιατί πώς θα μπορούσα να πάω με καθαρό πρόσωπο κοντά του,
σε αυτόν που εσένα ποθεί, πώς μπορώ να τον συντροφέψω τον άμοιρο; Το νιώθω, το
βήμα μου δεν λέει να με πάει και η καρδιά μου με αποτρέπει, φοβάμαι, Ραχήλ,
φοβάμαι, γιατί πώς θα ήταν δυνατό να μη με αναγνωρίσει με την πρώτη ματιά; Και
δεν θα πέσει πάνω μου εφταπλό το όνειδος, αν απείραχτη με προγκήξει έξω από το
σπιτικό του; Μέχρι τρεις γενιές θα με χλευάζουν τα παιδιά. Για ιδέτε αυτή είναι
η Λέα, η ασκημόθωρη, που έτρεξε πεινασμένη σε άντρα που την πήρε μυρωδιά και
την κυνήγησε σαν ψωριασμένο ζωντανό. Τι να κάνω, Ραχήλ, για να μη με καταλάβει
πρόωρα ο Ιακώβ και πέσει πάνω μου, στην άμοιρη, το φοβερό ντρόπιασμα; Βοήθα με,
αδελφή μου Ραχήλ, βοήθα με σε ικετεύω στην χάρη του Πανεύσπλαχνου!»
Κύριε, η οργή ξεχείλιζε ακόμη στο κορμί μου
και παρόλο που την αγαπούσα, αγαλλίαζε μέσα μου το Κακό και ο φόβος της γινόταν
λιχουδιά εκλεκτή στον ουρανίσκο μου. Επειδή όμως επικαλέστηκε το ιερό σου
όνομα, Κύριε, το ιερότατό σου όνομα, το όνομα του Παντεύσπλαχνου – Κύριε σαν
πύρινη αχτίδα με διαπέρασε, η καρδιά μου ανασκίρτησε στο κορμί και της
καλοσύνης σου την εξουσία, την μεθυστική δύναμη της ευσπλαχνίας σου, Κύριε,
γλυκά την ένιωσα να εισχωρεί στην σκοτεινιασμένη μου ψυχή. Αφού αυτό είναι ένα
από τα αιώνια θαύματά σου, Κύριε, ότι ο τοίχος του κορμιού μας γκρεμίζεται
μόλις συναισθανθούμε τα βάσανα του πλησίον και μπούμε στο πονεμένο στήθος του.
Σαν δικό μου ένιωσα μονομιάς της αδελφής μου τον φόβο μέσα μου και το μυαλό μου
ξεστράτισε από τα δικά μου, μπροστά στην δική της αγωνία. Και, συμπονώντας της
αδελφής μου τη συμφορά, την σπλαχνίστηκα, εγώ η ταπεινή σου δούλη – Κύριε,
άκουσε καλά τώρα τα λόγια μου! – την σπλαχνίστηκα την ώρα εκείνη, γιατί με
δάκρυα στα μάτια στεκόταν μπροστά μου, όπως κι εγώ τώρα μπροστά σου στέκομαι.
Την σπλαχνίστηκα γιατί επικαλέστηκε την ευσπλαχνία μου, όπως εγώ επικαλούμαι με
πυρωμένο στόμα την δική σου. Και ενάντια στο δικό το καλό την δασκάλεψα πώς να
εξαπατήσει τον Ιακώβ και της φανέρωσα το συμφωνημένο σημάδι. Την ορμήνεψα να τον
φιλήσει τρεις φορές στο μέτωπο προτού μπει στη σκηνή του – με αυτόν τον τρόπο,
Κύριε, τσάκισα εγώ, η Ραχήλ, την ζήλια μου, έτσι πρόδωσα τον Ιακώβ και την ίδια
την αγάπη μου για χάρη της δικής σου αγάπης.
Σαν ένιωσε η Λία το νόημα της πράξης μου,
δεν είχε πια συγκρατημό, παρά έπεσε στα πόδια μου και μου φιλούσε τα χέρια και
τον ποδόγυρο του ρούχου μου, γιατί αυτό έχεις κάνει στους ανθρώπους, να τους
κυριεύει η ταπεινότητα και να τους πλημμυρίζει η ευγνωμοσύνη, μόλις αισθανθούν
ένα σημάδι της ιερής σου καλοσύνης. Κι αγκαλιαστήκαμε οι δυο μας και φιλιόμαστε
και βρέχαμε τα μάγουλα με το αλάτι των δακρύων μας. Τώρα η Λέα είχε παρηγορηθεί
κι ετοιμαζόταν να φύγει για τον γαμήλιο κοιτώνα. Όμως μόλις σηκώθηκε από
καταγής σκοτείνιασε ξανά το μάτι της από την έγνοια και το χείλι της άρχισε και
πάλι να τρεμουλιάζει ωχρό.
«Σ’ ευχαριστώ, πονετική μου αδελφή», μου
είπε. «Σ’ ευχαριστώ και θα ενεργήσω καθώς μου είπες. Όμως τι θα γίνει, αν κι
αυτό το σημάδι δεν τον ξεγελάσει; Συμβούλεψέ με κι άλλο, αδελφή. Ορμήνεψέ με τι
να κάνω αν με φωνάξει με το όνομά σου; Μπορώ να μείνω σιωπηλή αν μου απευθύνει
τον λόγο, ο γαμπρός στη νύφη, κι αν μιλήσω, πώς δεν θα καταλάβει πρόωρα την
απάτη; Τι να κάνω, αδελφή, αν μου
μιλήσει, πώς να του απαντήσω με την φωνή σου αν κάτι με ρωτήσει; Βόηθα με,
Ραχήλ, βόηθα με, εσύ που το μυαλό σου κόβει, βόηθα με εσύ που ξέρεις να
συμπονάς για χάρη του Παντεύσπλαχνου!»
Και ξανά, Κύριε, καθώς επικαλέστηκε το
ιερότερο από τα ονόματά σου, ξανά με διαπέρασε εκείνη η πύρινη αχτίδα και
διέλυσε κάθε σκληρότητα μέσα στην ψυχή μου για να την κάνει φωτεινή και ανοιχτή
στην απελπισμένη ικεσία εκείνης. Και ξανά έσφιξα την ματωμένη μου καρδιά, ξανά
την πάτησε με το πόδι στη γη. Κι όταν έσκυψα και την σήκωσα, ήταν ποτισμένη
στην συμπόνια και πρόθυμη για κάθε θυσία. Έτσι κι εγώ της απάντησα:
«Ησύχασε αδελφή μου και μη στεναχωριέσαι
καθόλου. Για χάρη του Παντεύσπλαχνου θα κανονίσω εγώ να μη σε καταλάβει ο Ιακώβ
προτού αναγνωρίσει το κορμί σου. Να τι θα κάνω λοιπόν: την ώρα που ο πατέρας θα
σε οδηγεί στον Ιακώβ τυλιγμένη στα πέπλα, εγώ θα γλιστρήσω αθόρυβα στο κονάκι
του κι εκεί θα κουρνιάσω αθόρυβα στα σκοτεινά πλάι στο νυφικό κρεβάτι σας. Κι
έτσι και σου απευθύνει τον λόγο, θα του απαντήσω στην θέση σου εγώ. Έτσι θα
υποχωρήσει η καχυποψία του και θα σ’ αγκαλιάσει και θα ευλογήσει το κορμί σου
με τον σπόρο του. Αυτό όμως, Λέα, θα το κάνω στο όνομα της αγάπης που τρέφαμε
από μικρά παιδιά η μία για την άλλη και στο όνομα του Παντεύσπλαχνου που εσύ
επικαλέστηκες για να δειχτεί κάποτε κι αυτός σπλαχνικός στα παιδιά μου, όταν κι
αυτά θα τον επικαλεστούν με το ιερότατο των ονομάτων του».
Κύριε, τότε με άρπαξε η Λέα, μου φίλησε τα
χείλη, διαφορετική, σαν καινούργια σηκώθηκε η πεσμένη μέχρι τότε στα γόνατα.
Ανέμελη κατηφόρισε τώρα, να πάει να δοθεί στον Ιακώβ, κρυμμένη στο πέπλο της.
Κι εγώ κίνησα για την πικρή αποστολή μου: τρύπωσα κρυφά στην σκηνή του Ιακώβ
και κρύφτηκα στο σκοτάδι πλάι στο στρώμα του. Σε λίγο ήχησαν τα κύμβαλα, να
συνοδέψουν νύφη και γαμπρό και να ‘τοι κιόλας οι δυο τους να στέκουν στη σκιά
της εισόδου. Πριν όμως σηκώσει ο Ιακώβ το χώρισμα για να δώσει στην
πεπλοφορούσα την ευλογία της εισόδου, κοντοστάθηκε λίγο, περιμένοντας το σήμα
μου. Και τότε η Λέα τον φίλησε, όπως την είχα ορμηνέψει, τρεις φορές στο
μέτωπο. Κι ο Ιακώβ, ικανοποιημένος με το σύνθημα, σήκωσε την Λέα στα χέρια,
περνώντας την για μένα και την οδήγησε στο κρεβάτι, μια ανάσα κοντά στο
τρεμάμενο χείλι μου. Όμως πριν την αγκαλιάσει, ξαναρώτησε: «Είσαι πραγματικά
εσύ Ραχήλ, αυτή που τώρα πάνω μου αισθάνομαι;» Και τότε, Κύριε, - πόσο σκληρό
για μένα, εσύ το γνωρίζεις, Παντογνώστη! – τότε ξερίζωσα από μέσα μου την φωνή,
σαν ένα καρφί που το τραβάς από την σάρκα και ψιθύρισα από κοντά: «Εγώ είμαι,
Ιακώβ, σύζυγέ μου». Αυτό έδιωξε και τον τελευταίο του δισταγμό και την έκανε
δική του με την ορμή του έρωτά του. Εγώ όμως – Κύριε, εσύ το ξέρεις, αφού όπως
η κόσα το χορτάρι, έτσι κόβει το βλέμμα σου στο σκοτάδι – εγώ όμως, Κύριε,
λούφαζα ένα δάχτυλο απόσταση από τους δυο τους κι ήταν σαν να κειτόμουν με το
κορμί μου ζωντανό μέσα στην φωτιά, καθώς εκείνος με περισσή αγάπη αγκάλιαζε τη
Λέα του που του δινόταν με όλη τη θέρμη του αίματός της, θαρρώντας πως
αγκάλιαζε εμένα. Κύριε, θυμήσου, πανταχού Παρόντα εσύ, θυμήσου την νύχτα
εκείνη, τότε που έμεινα κουρνιασμένη εφτά ώρες πλάι τους, με πονεμένα γόνατα
και πονεμένη ψυχή κι άκουγα αυτά που προορίζονταν για μένα και που εμένα μου
είχε απαγορευτεί να τα γευτώ! Εφτά ώρες, εφτά αιωνιότητες έμενα σκυμμένη
κρατώντας την ανάσα και αντιπάλευα την ίδια την κραυγή μου, όπως αντιπάλεψε
κάποτε ο Ιακώβ τον άγγελό σου, και εβδομήντα φορές μακρύτερες μου φάνηκαν οι
ώρες αυτές από τα εφτά χρόνια της αναμονής. Και δεν θα την είχα αντέξει την νύχτα
αυτή της μακροθυμίας μου, αν δεν φώναζα μέσα ξανά και ξανά το όνομά σου και δεν
έπαιρνα δύναμη από την δική μου αστείρευτη υπομονή.
Αυτή, Κύριε, ήταν η πράξη μου, η μοναδική
για την οποία έχω να καυχιέμαι σε τούτη τη γη, αφού μ’ αυτήν στάθηκα όμοια με
σένα σε μακροθυμία και ευσπλαχνία – αφού πάνω από κάθε ανθρώπινο μέτρο υπέφερε
η ψυχή μου, και δεν ξέρω αν έχεις ποτέ δοκιμάσει, Κύριε, άλλη γυναίκα πάνω στη
γη τόσο σκληρά όσο εμένα εκείνη την φοβερή νύχτα. Κι ωστόσο, Κύριε, την άντεξα
εκείνη τη νύχτα όλων των νυχτών, κι όταν τα κοκόρια λάλησαν, σηκώθηκα με
κατάκοπο κορμί, την στιγμή που εκείνοι αναπαύονταν μέσα σε γλυκιά χαύνωση από
την μεγάλη τους κούραση. Έτρεξα βιαστικά να κρυφτώ στο πατρικό μου σπίτι, μια
και γρήγορα θα φανερωνόταν η απάτη μας και τα σαγόνια έτρεμαν στο στόμα μου στη
σκέψη της οργής του Ιακώβ. Και αλίμονο, όπως τοπ είχα προαισθανθεί, έτσι και
έγινε. Δεν είχα ακόμα καλά καλά ησυχάσει, όταν τρύπησε τον αέρα ο βρυχηθμός του
εξαπατημένου, όμοιος με βρυχηθμό εξαγριωμένου ταύρου και συγχρόνως όρμησε ο
ίδιος έξαλλος στο σπίτι κραδαίνοντας στο χέρι έναν μπαλτά, να χτυπήσει τον
Λαβάν, τον πατέρα μου. Του γέροντα πατέρα μου, του κόπηκαν τα ήπατα σαν άκουσε
τον οργισμένο να έρχεται. Τρέμοντας έπεσε καταγής και φώναξε το ιερό σου όνομα.
Και για μια ακόμα φορά, Κύριε, ακούγοντας το ιερότατό σου όνομα, ένιωσα να με
κατακλύζει η δύναμη εκείνου του ιερού θάρρους και ρίχτηκα στον επιτιθέμενο, να
πάρω πάνω μου, αντί για τον πατέρα μου, όλη του την μανία. Τα μάτια όμως του
Ιακώβ ήταν πυρωμένα από το αίμα της οργής και μόλις με αντίκρισε μπροστά του,
εμένα που είχα βοηθήσει στην εξαπάτησή του, με χτύπησε με γροθιές στο πρόσωπο
και με γκρέμισε χάμω. Όμως, Κύριε, το υπέμεινα χωρίς παράπονο αφού ήξερα ότι
στη μανία του κρυβόταν μεγάλη αγάπη. Και αν τότε με είχε σκοτώσει, Κύριε, -
σήκωνε κιόλας ψηλά τον μπαλτά – δεν θα είχα σταθεί παραπονεμένη στον αιώνιο
θρόνο σου, αφού για χάρη ενός μεγάλου
πόνου τον είχα ξεγελάσει, ενώ ήξερα επίσης ότι για χάρη μιας μεγάλης αγάπης κόχλαζε
τώρα η οργή του.
Μόλις με είδε ο μαινόμενος πεσμένη στα πόδια
του, ματωμένη και με θαμπό το βλέμμα – για δες, Κύριε, τότε τον πλημμύρισε κι
αυτόν η ευσπλαχνία. Άτονο το χέρι του άφησε να πέσει το τσεκούρι το υψωμένο
καταγής, έσκυψε και φίλησε το αίμα από τα χείλη μου. Και δεν σπλαχνίστηκε μόνο
εμένα, αλλά και τον πατέρα μου, τον Λαβάν, συγχώρεσε για χάρη δική μου και την
αδελφή μου, την Λέα, δεν την έδιωξε από τη σκηνή του. Ο πατέρας μου με έδωσε
στον Ιακώβ μετά από εφτά χρόνια ως δεύτερη σύζυγο και αυτός μου έκανε παιδιά –
παιδιά που έθρεψα με το γάλα του κορμιού μου και με τον λόγο της επαγγελίας
σου. Παιδιά που τα ορμήνεψα, στην έσχατη ανάγκη να σε επικαλούνται θαρραλέα με
το μυστικό του άφθαρτου ονόματός σου. Και με αυτό το όνομά σου, το όνομα του
Παντεύσπλαχνου, Κύριε, σε προσφωνώ σήμερα μέσα από την έσχατη χρεία μου και σου
φωνάζω: πράξε αυτό που έπραξε εκείνος, άσε να πέσει χάμω ο πέλεκυς του μένους
σου και κάνε να διαλυθούν τα σύννεφα της οργής σου! Για χάρη της σπλαχνικότητας
της Ραχήλ, σπλαχνίσου για μια φορά ακόμη, Κύριε, δείξε υπομονή για την υπομονή
μου και λυπήσου την ιερή σου πόλη! Σπλαχνίσου, Κύριε, τα παιδιά και τα εγγόνια
μου, φανού επιεικής με την Ιερουσαλήμ!»
Η Ραχήλ είχε υψώσει την φωνή, σαν να ‘χε
εκατό ουρανούς να διαπεράσει. Έτσι, μετά την ικετευτική επίκληση της ψυχής της
, οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν. Έπεσε στα γόνατα, το αποκαμωμένο της κεφάλι
χαμήλωσε στην γη και σαν μαύρα ρυάκια νερού κολλούσαν τα μαλλιά της στο
τρεμάμενο κορμί της. – Έτσι έμεινε πεσμένη στα χώματα η Ραχήλ και ζούσε και
πρόσμενε την απάντηση του Θεού.
Ο Θεός - όμως –
σιωπούσε. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο φοβερό
πάνω στη γη και στους ουρανούς και στα σύννεφα που αιωρούνται ανάμεσά τους από
την σιωπή του Θεού. Όταν ο Θεός σιωπά, τότε τελειώνει ο χρόνος και χάνεται το
φως, η μέρα δεν ξεχωρίζει τότε από την νύχτα και σε όλους τους κόσμους
βασιλεύει πλέον μόνο το κενό της αρχής. Ό,τι έχει μέσα του ζωή παύει να
κινείται, ό,τι ρέει παγώνει στην ροή του, το άνθος δεν ανθίζει πια, η θάλασσα
χάνει το κύμα. Κανένα γήινο αυτί δεν την αντέχει αυτή τη βροντή της σιωπής,
καμιά γήινη καρδιά δεν την βαστάει αυτήν την ορμή του κενού που μέσα της είναι
μόνο ο Θεός και που ο ίδιος, όσο σιωπά κάνει κάθε ζωή να μην είναι ζωή.
Και ακόμα και η Ραχήλ, ακόμα κι αυτή, η
υπομονετικότερη των υπομονετικών, ακόμα κι αυτή δε μπορούσε να την αντέξει αυτή
την ατέρμονη σιωπή του Θεού πάνω στην κραυγή της απόγνωσής της. Σήκωσε και πάλι
τα μάτια προς τον Αόρατο, χτύπησε και πάλι τα μητρικά της χέρια πάνω από το
κεφάλι και η τσακμακόπετρα της οργής της έκανε τα λόγια να βγουν κόκκινα σαν
σπίθες από το στόμα της:
«Δεν με άκουσες λοιπόν, πανταχού Παρόντα,
δεν με κατάλαβες, εσύ που τα πάντα καταλαβαίνεις – ή μήπως πρέπει να σου
εξηγήσω τα λόγια μου, εγώ, η ταπεινή σου δούλη; Βάλ’το λοιπόν στο μυαλό σου,
ξεροκέφαλε, και εμένα με έτρωγε ζήλια φοβερή που ο Ιακώβ πότισε με τον πόθο του
την αδελφή μου σαν τη ζήλια που σε τρώει που τα παιδιά μου κάνουν σπονδές σε άλλους
θεούς αντί σ’ εσένα. Όμως εγώ, το αδύναμο γύναιο, εγώ τιθάσευσα την μανία μου,
φάνηκα σπλαχνική για χάρη σου που σε θεωρούσα σπλαχνικό, σπλαχνίστηκα τη Λέα
και ο Ιακώβ σπλαχνίστηκε εμένα, σκέψου Θεέ: όλοι εμείς που είμαστε απλώς
άνθρωποι, κακόμοιρα θνητά όντα, νικήσαμε το θηρίο της ζήλιας – συ όμως,
Παντοδύναμε, συ που δημιούργησες και έπλασες τα πάντα, συ όλων των πραγμάτων
αρχή και πλησμονή, συ, που το μάτι σου πιάνει όλη τη θάλασσα, ενώ εμείς μόνο
σταγόνες βλέπουμε – εσύ δεν έστερξες να συμπονέσεις; Το ξέρω καλά, αγύριστα
κεφάλια είναι τα παιδιά του λαού μου και ξεσηκώνονται πάντα ενάντια στον ιερό
ζυγό σου, όμως όπως είσαι Θεός και Κύριος κάθε πληρότητας, δεν πρέπει η
μακροθυμία σου να υπερακοντίσει την αλαζονεία τους και η φιλευσπλαχνία σου την
ατέλειά τους; Γιατί δεν επιτρέπεται να σε ντροπιάσει ένας άνθρωπος μπροστά
στους αγγέλους σου και αυτοί να λένε: ήταν κάποτε μια γυναίκα στην γη, μια
αδύναμη, θνητή γυναίκα, Ραχήλ το όνομά της, που έβαλε χαλινάρι στην οργή της.
Εκείνος όμως, ο Θεός, ο Κύριος των όλων και του όλου, υπηρέτησε σαν δούλος τον
θυμό του. Όχι, Θεέ, αυτό δεν μπορεί να γίνει, αφού αν η ευσπλαχνία σου δεν
είναι ατέλειωτη, τότε κι εσύ δεν είσαι άπειρος – τότε – δεν – είσαι – Θεός. Τότε
δεν είσαι εκείνος ο Θεός που έπλασα με τα δάκρυά μου και η φωνή του μου μίλησε
μέσα από την κραυγή της αγωνίας της αδελφής μου – Θεός ξένων είσαι τότε, Θεός
οργής, Θεός τιμωρίας, Θεός εκδίκησης, κι εγώ η Ραχήλ, εγώ που μόνο τον αγαπόντα
αγαπάω και μόνο τον ευσπλαχνικό υπηρετώ, εγώ, η Ραχήλ – σε εγκαλώ μπροστά στα
μάτια των αγγέλων σου! Μπορεί τούτοι εδώ, μπορεί οι εκλεκτοί και προφήτες σου
να σκύβουν – όμως δες, εγώ, η Ραχήλ, η μητέρα, εγώ δεν σκύβω – ολόρθη μένω και
πατώ στο μέσον σου, πατώ ανάμεσα σε εσένα και τον λόγο σου. Γιατί θέλω να
λογαριαστώ μαζί σου προτού λογαριαστείς εσύ με τα παιδιά μου και έτσι σε ψέγω:
ο λόγος σου, Θεέ, αντιβαίνει στην ύπαρξή σου και το οργισμένο στόμα σου αναιρεί
την ουσία της καρδιάς σου. Κρίνε λοιπόν, Θεέ, ανάμεσα σε σένα και τον λόγο σου:
Αν στ’ αλήθεια είσαι ο αλύπητος που δείχνεις, τότε ρίξε κι εμένα στο απέραντο
σκότος μαζί με τα τέκνα μου, αφού δεν θέλω να δω το πρόσωπό σου σαν το πρόσωπο
ενός Θεού της οργής και η μανία της ζήλιας σου μου είναι αποκρουστική. Αν όμως
είσαι ο φιλεύσπλαχνος που από την αρχή αγάπησα και με τα διδάγματά του έζησα –
τότε φανερώσου μου επιτέλους, κοίταξέ με
κατά πρόσωπο με την λάμψη της επιείκειάς σου και σώσε τα τέκνα, λυπήσου την
ιερή πόλη».
Και αφού έτσι έμπηξε η Ραχήλ το σπαθί του
λόγου της στους ουρανούς, η δύναμη της την εγκατέλειψε για μια ακόμη φορά.
Έπεσε στα γόνατα το κεφάλι ριγμένο πίσω προσμένοντας τον άνωθεν λόγο και τα
βλέφαρά της κλειστά, ίδια με εκείνα του νεκρού.
Σκιαγμένοι όμως υποχωρούσαν προπάτορες και
προφήτες από το πλάι της Ραχήλ, αφού περίμεναν να πέσει κάποιος κεραυνός πάνω
στην βέβηλη που τα είχε βάλει με τον Θεό. Με μάτι φοβισμένο ερευνούσαν τους
ουρανούς. Κανένα σημάδι ωστόσο δεν τους φανερώθηκε. Οι άγγελοι όμως που έκρυβαν
μέσα στις φτερούγες τους το κεφάλι από το σκυθρωπό φρύδι του Θεού και τρέμοντας
θωρούσαν την άμοιρη που είχε αψηφήσει την παντοδυναμία του Κυρίου τους, είδαν
να ξεχύνεται αίφνης ένα φως από το πρόσωπο της Ραχήλ και είδαν το μέτωπό της να
αστράφτει. Σαν από μέσα του φεγγοβολούσε το δέρμα της και τα δάκρυα στις
παρειές της, τις μητρικές, σπίθιζαν σαν τη ρόδινη πάχνη της αυγής. Κι αυτό
ένιωσαν οι άγγελοι, ότι ο Θεός αγαπούσε περισσότερο αυτή που αντιτάχτηκε στον
λόγο του, για την αδημονία και την παραφορά της πίστης της, παρά τους ευσεβείς
υπηρέτες του λόγου του, για την υποταγή τους. Τότε χάθηκε ο φόβος των αγγέλων,
σήκωσαν αναθαρρώντας το βλέμμα και είδαν: είχε ξαναγίνει φως και ευλογία Κυρίου
και το μακάριο γαλάζιο του θεϊκού χαμόγελου σκέπαζε τα πέρατα των ουρανών. Τότε
αναπετάρισαν τα χερουβείμ με χαρμόσυνο φτερούγισμα και ο άνεμος πήρε με ασημένιο
πόδι τις φτερούγες τους στο κυνήγι, έτσι που μια γλυκιά μελωδία διαπερνούσε το
ικρίωμα του ουρανού. Και το φέγγος στο πρόσωπο του Θεού αναλύθηκε σε απέραντη
λάμψη, μέχρι που τα ουράνια στερεώματα δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν τέτοια
πληρότητα κι άρχισαν να λυγίζουν μέσα σ’ αυτόν τον καταιγισμό του φωτός. Και οι
φωνές των αγγέλων μαζί με εκείνες των νεκρών και όλων εκείνων που ο Θεός δεν
τους είχε καλέσει ακόμα στην γη ενώθηκαν σε μια θεία αρμονία, ώσπου όλα ήταν
μια μακάρια πνοή και ένας μεγαλοπρεπής ύμνος.
Οι άνθρωποι όμως εκεί χαμηλά, αιώνια ξένοι
στις βουλές των ουρανών, δεν διαισθάνθηκαν τίποτα από τα όσα διαδραματίζονταν
πάνω από τα κεφάλια τους. Τυλιγμένοι στα σάβανά τους έσκυβαν το μέτωπο στην
σκοτεινιασμένη γη. Και ξαφνικά ένιωσαν πάνω τους ένα απαλό θρόισμα, όμοιο με
μαρτιάτικο αεράκι. Διστακτικά σήκωσαν το βλέμμα και θαύμασαν. Γιατί στο άνοιγμα
ανάμεσα στα σκοτεινά σύννεφα ανέβηκε ξαφνικά ένα εξαίσιο ουράνιο τόξο και
κουβάλησε μέσα στα εφτά χρώματα του φωτός τα δάκρυά τους προς την Ραχήλ, την μητέρα.
*Σημείωση:
Το επεισόδιο που δίνει την αφορμή για την
συγγραφή αυτής της νουβέλας προέρχεται από την Γένεση (29, 1.30). Καθώς η Θεία
Δίκη ετοιμάζεται να πέσει πάνω στον αγνώμονα λαό του Ισραήλ, που δεν
εγκατέλειψε τις ειδωλολατρικές του
συνήθειες, κι ενώ ακόμα και τα παρακάλια των προφητών και των Αγίων Πατέρων
αποδεικνύονται μάταια, μια απλή γυναίκα του λαού, η Ραχήλ, ξεπροβάλλει από το
πλήθος και τα βάζει με το Θεό. Με όλη την δύναμη που της δίνει η αγάπη για τα
παιδιά της φωνάζει στον Θεό, για χάρη του οποίου πήρε μια απόφαση που έβαλε
ολόκληρη την ψυχική και φυσική της ύπαρξη σε μια τρομερή δοκιμασία. Τώρα
απαιτεί από τον Θεό να της το ανταποδώσει, αποδεικνύοντας της ότι άξιζε η θυσία
της και ότι είναι ό ίδιος συνεπής σ’ αυτά που διδάσκει.
...............................................................
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 - 2005)
...............................................................
...............................................................
"Όλα έχουν αποδελτιωθεί"