Μετάβαση στο περιεχόμενο

Φαρέτρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ σύνδεσμος προς Βέλος (όπλο)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
[[Αρχείο:Carquois.jpg|thumb|right|200px|Φαρέρτα]]
[[Αρχείο:Carquois.jpg|thumb|right|200px|Φαρέρτα]]


Η '''φαρέτρα''' (από το ρήμα «φέρω») ως παρελκόμενο μέσο του [[τόξο (όπλο)|τόξου]], είναι η θήκη στην οποία φυλάσσονται και μεταφέρονται τα βέλη. Σε άλλους πολιτισμούς κατασκευαζόταν από δέρμα, σε άλλους από ξύλο ή γούνα και γενικά με φυσικά υλικά, ανάλογα με το ποια ανευρίσκονταν σε αφθονία σε κάθε περιοχή. Οι σύγχρονες φαρέτρες κατασκευάζονται συνήθως από πλαστικό ή μέταλλο, αν και εξακολουθούν να κατασκευάζονται παραδοσιακές δερμάτινες.
Η '''φαρέτρα''' (από το ρήμα «φέρω») ως παρελκόμενο μέσο του [[τόξο (όπλο)|τόξου]], είναι η θήκη στην οποία φυλάσσονται και μεταφέρονται τα [[Βέλος (όπλο)|βέλη]]. Σε άλλους πολιτισμούς κατασκευαζόταν από δέρμα, σε άλλους από ξύλο ή γούνα και γενικά με φυσικά υλικά, ανάλογα με το ποια ανευρίσκονταν σε αφθονία σε κάθε περιοχή. Οι σύγχρονες φαρέτρες κατασκευάζονται συνήθως από πλαστικό ή μέταλλο, αν και εξακολουθούν να κατασκευάζονται παραδοσιακές δερμάτινες.


Άλλοτε η φαρέτρα κατασκευαζόταν με βασικό κριτήριο την αντοχή της, τη χωρητικότητά της και την άνεση που παρείχε στον τοξότη -έπρεπε να συμβάλλει στη σωστή συντήρηση των βελών, να είναι σχετικά ελαφριά ώστε να μην κουράζει τον στρατιώτη (πεζό ή ιππέα) και η κατασκευή της να βοηθά στην γρήγορη αφαίρεση του βέλους την ώρα της μάχης. Οι στρατιώτες την έφεραν στο δεξιό ώμο με την κεφαλή της να προβάλλει από τον αριστερό, ώστε να ανασύρουν με το δεξί χέρι το βέλος ταχύτατα και να στοχεύουν χωρίς χρονοτριβή. Στο [[Βυζάντιο]] η φαρέτρα ονομαζόταν και «κούκουρον» (από το λατινικό cucurum) και είχε χωρητικότητα <ref>Μεγάλη Ελληνικη Εγκυκλοπαίδεια, Παύλος Δρανδάκης</ref> 30-40 βελών.
Άλλοτε η φαρέτρα κατασκευαζόταν με βασικό κριτήριο την αντοχή της, τη χωρητικότητά της και την άνεση που παρείχε στον τοξότη -έπρεπε να συμβάλλει στη σωστή συντήρηση των βελών, να είναι σχετικά ελαφριά ώστε να μην κουράζει τον στρατιώτη (πεζό ή ιππέα) και η κατασκευή της να βοηθά στην γρήγορη αφαίρεση του βέλους την ώρα της μάχης. Οι στρατιώτες την έφεραν στο δεξιό ώμο με την κεφαλή της να προβάλλει από τον αριστερό, ώστε να ανασύρουν με το δεξί χέρι το βέλος ταχύτατα και να στοχεύουν χωρίς χρονοτριβή. Στο [[Βυζάντιο]] η φαρέτρα ονομαζόταν και «κούκουρον» (από το λατινικό cucurum) και είχε χωρητικότητα <ref>Μεγάλη Ελληνικη Εγκυκλοπαίδεια, Παύλος Δρανδάκης</ref> 30-40 βελών.

Έκδοση από την 00:47, 21 Φεβρουαρίου 2013

Φαρέρτα

Η φαρέτρα (από το ρήμα «φέρω») ως παρελκόμενο μέσο του τόξου, είναι η θήκη στην οποία φυλάσσονται και μεταφέρονται τα βέλη. Σε άλλους πολιτισμούς κατασκευαζόταν από δέρμα, σε άλλους από ξύλο ή γούνα και γενικά με φυσικά υλικά, ανάλογα με το ποια ανευρίσκονταν σε αφθονία σε κάθε περιοχή. Οι σύγχρονες φαρέτρες κατασκευάζονται συνήθως από πλαστικό ή μέταλλο, αν και εξακολουθούν να κατασκευάζονται παραδοσιακές δερμάτινες.

Άλλοτε η φαρέτρα κατασκευαζόταν με βασικό κριτήριο την αντοχή της, τη χωρητικότητά της και την άνεση που παρείχε στον τοξότη -έπρεπε να συμβάλλει στη σωστή συντήρηση των βελών, να είναι σχετικά ελαφριά ώστε να μην κουράζει τον στρατιώτη (πεζό ή ιππέα) και η κατασκευή της να βοηθά στην γρήγορη αφαίρεση του βέλους την ώρα της μάχης. Οι στρατιώτες την έφεραν στο δεξιό ώμο με την κεφαλή της να προβάλλει από τον αριστερό, ώστε να ανασύρουν με το δεξί χέρι το βέλος ταχύτατα και να στοχεύουν χωρίς χρονοτριβή. Στο Βυζάντιο η φαρέτρα ονομαζόταν και «κούκουρον» (από το λατινικό cucurum) και είχε χωρητικότητα [1] 30-40 βελών.

Οι φαρέτρες αναρτούνταν και σε ειδική θέση της στον εξοπλισμό των αλόγων, όταν οι τοξότες ανήκαν στο ιππικό.

Οι σημερινές φαρέτρες κατασκευάζονται σε διάφορα μεγέθη, ανάλογα με το μήκος του βέλους, και με διάφορα κριτήρια, όπως το να διευκολύνουν την γρήγορη βολή ή να είναι απλώς κομψές. Χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο από αθλητές της τοξοβολίας.

Παραπομπές

  1. Μεγάλη Ελληνικη Εγκυκλοπαίδεια, Παύλος Δρανδάκης