Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κράβαρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτή είναι η τρέχουσα έκδοση της σελίδας Κράβαρα, όπως διαμορφώθηκε από τον UnaToFiAN-1 (συζήτηση | συνεισφορές) στις 07:24, 9 Αυγούστου 2024. Αυτό το URL είναι ένας μόνιμος σύνδεσμος για αυτή την έκδοση της σελίδας.
(διαφ.) ← Παλαιότερη έκδοση | Βλέπε τελευταία έκδοση (διαφ.) | Νεότερη έκδοση → (διαφ.)

Με την ονομασία Κράβαρα ή Κράβαρη αναφερόταν παλαιότερα τοποθεσία της πρώην επαρχίας Ναυπακτίας, στο Νομό της Αιτωλοακαρνανίας, που περιλάμβανε τα ακόλουθα 10 χωριά: Κρυονέρια, Αβόρανη (σημερινή ονομασία: Λιβαδάκι), Αράχωβα, Αχλαδόκαστρο (Αρτοτίβα), Κυδωνιά (Ζηλίστα), Κλεπά, Νεοχώριο, Πλάτανος, Περδικόβρυση (Σινίστα), Καλλονή (Στρωμήνιανη) και Γραμμένη Οξυά (Σίτιστα).[1][2]

Ιστορικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Κράβαρα θεωρούνται από κάποιους μελετητές η περιοχή εκείνη της Αιτωλίας όπου κατά την αρχαιότητα ζούσαν οι Οζολοί ή Εσπέριοι Λοκροί.[1][3] Ο Στράβωνας και ο Παυσανίας αναφέρουν ότι στην περιοχή κατοικούσαν Αποδοτοί και Οφιονείς που οι χώρες τους ενώθηκαν με την Αιτωλία και αποτέλεσαν την Επίκτητη Αιτωλία. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά και μετά την ίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου δεν υπάρχει κάποια αναφορά με την ονομασία Κράβαρα.

Η πρώτη ιστορική αναφορά είναι το 1454-1455 ως Κράβαρη (Ḳiravar İli) επαρχία του σατζακίου Τρικάλων στο βιλαέτι Τρικάλων, όπου στο οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο ΜΜ10 σημειώνονται οι φόροι 50 οικισμών (με 500 οικογένειες, 90 άγαμους και 31 χήρες): Αράχωβα (Πεντάκορφον), Κουτουλίστα (Κρυονέρια), Νεοχώρι, Σενάτι, Πέρα Λομποτινά (Άνω Χώρα), Λομποτινά, Βοϊτσά (Ελατόβρυση), Κυδωνιά, Λιμνίτσα, Νίσβαρη (Κοκκινοχώρι), Χρύσοβο (Χρίσοβον), Ασπριάς (Ασπριά), Αμόργιανη/Ασπρόγιαννη (Καταφύγι), Αντρίβιστα (Κεντρική), Κοζίτσα (Αμπελακιώτισσα), Δέλγα (Γάβρος), Γρανίτσα (Ανθόφυτον), Λευτέριανη (Ελευθεριανή), Χώμορη (Χόμορη), Μπίρμπιανη, Κόνισκα (Κονίσκα), Καρά, Τέρνος (Μεσοκώμη Ευρυτανίας), Τερπίτσα (Διπλάτανον), Παλούκοβα (Μανδρινή), Πόδος, Άμπλιανη Ευρυτανίας, Αβόρανη (Λιβαδάκι), Κάτω Αβόρανη, Περίστα, Πριλόκος (;), Αρτοτίβα (Αχλαδόκαστρον), Πλάτανος, Τιροβιτσά, Βονόρτα (Κάτω Πλάτανος), Στράνομα (Στράνωμα), Χαϊκάλη, Σίμου (Σίμος), Βελβίτσαινα (Παλιόπυργος), Δημώνασσα, Ποκίστα, Κλεπά, Τέρνοβα (Δενδροχώρι), Ζιλίστα (Κυδωνιά), Στρωμίνιανη (Καλλονή), Αλικόραινα, Γρηγόρη (Γρηγόριον), Επάνω Γρηγόρη, Βιτολίστα (Τερψιθέα), Ελετσού (Ελατού) και των καλλιεργησίμων γαιών: Τίρνα, Γερο-Πρίφτη, Σινίστα και Παλ(ι)ολούγκοβα. Οι φόροι της περιοχής των Κραβάρων προορίζονταν για την μισθοδοσία των τεσσάρων απογόνων του Κράβαρη (Ḳiravar), Κάρολου, Καρατζά, Μουσά και Μικροπέτρα οι οποίοι υπηρετούσαν στο οθωμανικό ιππικό (σπαχήδες).[4][5]

Αναφορά της ονομασίας Κράβαρα γίνεται το 1806 και σε διορισμό οπλαρχηγών για τα αρματολίκια από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου ορίζει το μεν Βενέτικο και την επαρχία Αποκόρου να ανήκουν στο αρματολίκι Βλαχού, τα δε Κράβαρα να είναι μέρος της περιφέρειας Καρπενησίου.[6] Ο Νικόλαος Κασομούλης κάνει συχνές αναφορές στα Κράβαρα και τα χωριά τους κατά την περίοδο του 1821.[7][8] Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα χωριά της περιοχής Κραβάρων αναφέρονται και με τις ονομασίες "Βλαχοχώρια" ή "Κλεφτοχώρια", ιδιαίτερα τα χωριά του δήμου Οφιονείας. Το δύσβατο και απόκρημνο της περιοχής ήταν ιδανικό μέρος για τα λημέρια των κλεφτών. Την περίοδο διακυβέρνησης του Καποδίστρια, και στην πρώτη διοικητική διαίρεση της Ελλάδος που έγινε, τα Κράβαρα αποτελούσαν ιδιαίτερη διοικητική περιφέρεια - επαρχία.[9] Αυτό έπαυσε να ισχύει από την εποχή του Βασιλέως Όθωνα.[10] Το 1854 ο Αραβαντινός αναφέρεται στο Κράβαρυ ίσως Καρίβαρυ, περιοχή με 8 χωριά 4.000 κατοίκων στην Ναυπακτία του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας.[1] Ο Γάλλος φιλέλληνας και περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ αναφέρει:

"Η περιοχή του Κράβαρι είναι το τελευταίο μέρος της Αιτωλικής κλιτύος ..... τα βουνά της υψώνονται στα βόρεια της περιοχής Βενέτικο"

— F. Pouquevill, Voyage de la Grece, Τομ. 4, βιβλ. Χ, κεφ. VII, σελ. 31-33.[11]

και παραθέτει σχετικό πίνακα με 63 χωριά της περιοχής μαζί με τον αριθμό των οικογενειών που τα κατοικούσαν την περίοδο εκείνη.

Όσον αφορά την προέλευση της ονομασίας υπάρχει σχετική ασάφεια και διαφορετικές αναφορές αιτιολόγησης[12]. Όπως αναφέρθηκε ήδη, με βάση το οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1454-1455, τα φοροεισοδήματα της περιοχής προορίζονταν τη μισθοδοσία τεσσάρων τιμαριωτών, απογόνων του Κράβαρη (Ḳiravar İli), η καταγωγή του οποίου είναι αδιαφανής. Το ίδιο το όνομα φαίνεται συγγενές με το σλαβικό "κραβάρ" (кравар) που δηλώνει τον "βουφορβό"· το όνομα, ωστόσο, ενός από τους γιους του ("Μουρίκης") δηλώνει πιθανή αλβανική προέλευση. Ως τοπωνύμιο απαντά και σε άλλες περιοχές της Βαλκανικής Χερσονήσου, ενώ σε τοπικό επίπεδο παρετυμολογείται συχνά από τις λέξεις κάρα βαρείτε, θεωρούμενες πολεμική ιαχή που έβγαζαν οι Έλληνες όταν ορμούσαν εναντίον των εχθρών τους.

Κλέφτες, οπλαρχηγοί και αγωνιστές του '21

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Του Κίτσου η μάννα καθόταν στην άκρη στο ποτάμι,

Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
Ποτάμι μ΄, για λιγόστενε, ποτάμι μ΄, στρίψε πίσω,
Για να περάσω αντίπερα, πέρα στα Κλεφτοχώρια.
Πού 'χουν οι κλέφτες σύναξη κ΄ όλοι οι καπεταναίοι.

Δημοτικό τραγούδι - Μιχ. Περάνθη, Ποιητική Ανθολογία, τομ. Γ΄, σελ. 641.

Οι κλέφτες, οπλαρχηγοί και αγωνιστές του '21 της περιοχής των Κραβάρων που αναφέρονται είναι:

  • ο Κίτσος της δημοτικής παράδοσης, ο οποίος καταγόταν από τα Κλεφτοχώρια, συνελήφθη από τους Τούρκους, βασανίστηκε και πέθανε στη Στρωμήνιανη (σημερινή Καλλονή).[13]
  • ο γνωστός ήρωας του 1821 Γεώργιος Καραϊσκάκης με καταγωγή από τα Στύλια.
  • Κώστας Σισμάνης, από τη Κλεπά Αιτωλοακαρνανίας συμμετείχε στα Ορλωφικά το 1770 και εξεγέρθηκε εναντίον των Τούρκων της Ναυπακτίας.[14]
  • Πανος Σωτηρόπουλος, λαγουμιτζής με καταγωγή από την Άνω Χώρα, επονομαζόμενος "ο ήρως της Κλείσουβας". Πήρε μέρος στη πολιορκία του Μεσολογγίου και σκοτώθηκε με τον Καραϊσκάκη στη μάχη του Πειραιά τον Μάρτιο του 1827.[15]
  • ο μοναχός Δαμιανός (με κοσμικό όνομα Δημήτρης Τσουνόπουλος),[16] με καταγωγή από τα Κρυονέρια (Κουτολίστια)[12]. Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ στην Κωνσταντινούπολη και επιστρέφοντας εμύησε πολλούς από τις περιοχές Δωρίδας, Τριχωνίδας, Μεσολογγίου κ.α. Με την έναρξη της επανάστασης το 1821 συγκροτεί ένοπλο τμήμα από Κραβαρίτες και πεθαίνει μαζί με τον επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ στην ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου 1826.[17]

Μάχες την περίοδο της τουρκοκρατίας και του '21

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Βενέτικο και Κράβαρι ποιόν έχουν καπετάνο,

να βγή να μάση τ΄ άρματα ν΄ ασκώση μπαϊράκι,
να πολεμήση την τουρκιά και το Μαχμούτ Σουλτάνο.

Γεώργιος Αθάνας, Τραγούδια των βουνών, σελ. 159.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και της επανάστασης του 1821 αναφέρονται αρκετές μάχες και συμπλοκές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή των Κραβάρων[12].

  • 1767 στο χωριό Κεράσοβο, ο Γιάννης Μπουκουβάλας με τον Μούρτο Χούστο, παππού του Αλή Πασά[12].
  • 1794 στο διάσελο της Γραμμένης Οξυάς, οι Κοντογιανναίοι εναντίον του Γιουσούφ Αράπη σταλμένο από τον Μαχμούτ Πασά. Οι μάχες συνεχίστηκαν στο μοναστήρι της Στάγιας, κοντά στις πηγές του Εύηνου ποταμού.[12]
  • Μεταξύ 1810 και 1815 στη θέση Χαρατσή, ανάμεσα στα χωριά Γρηγόρι, Ελατόβρυση (Βοϊτσά), Ελατού και Άνω Χώρα, όπου εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι οι Τούρκοι στρατιώτες που συνόδευαν τον Τούρκο εισπράκτορα που ήταν εντεταλμένος για την είσπραξη φόρων από τους κατοίκους της περιοχής[13].
  • 1823 η μάχη της Άμπλιανης, ο Πανουργιάς, Σκαλτσάς και Σουλιώτες εναντίον πολυάριθμων Τούρκων.
  • τον Σεπτέμβριο του 1828 στο χωριό Λομποτινά, σημερινή Άνω Χώρα, ξεκινά πολιορκία από Έλληνες με αρχηγό τον Σουλιώτη Κίτσο Τζαβέλλα. Στη συνέχεια ακολουθεί έξοδος των Τούρκων με αρχηγό τον Τουρκαλβανό Αχμέτ Ντεμπρεβίστα και τελικά γίνεται μάχη, στις 22 Οκτωβρίου, στη θέση Μερμηγγιάρια με αποτέλεσμα 500 νεκρούς Τούρκους και 80 αιχμάλωτους[12].

Κατά παλαιότερη συνήθεια, κάποιοι από τους Κραβαρίτες κατέφευγαν σε επαιτεία με διάφορα τεχνάσματα προσποιούμενοι τους ανάπηρους, προκειμένου έτσι να κερδίζουν τον οίκτο των ανθρώπων. Συνηθέστερα στρέβλωναν τα άκρα τους, χέρια ή πόδια, από νεαρής ηλικίας ή υποκρίνονταν τους τυφλούς περιερχόμενοι από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ακόμα και του εξωτερικού.[1]

Παλιότερα η πλέον συνήθης δημώδης έκφραση για χαρακτηρισμό απολίτιστου ατόμου ήταν «αυτός είναι απ΄ τα Γκράβαρα», που αποδίδονταν και μ΄ ερωτηματικό στο 2ο πρόσωπο.

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3  Παναγιώτης ΑραβαντινόςΧρονογραφία της Ηπείρου: των τε ομόρων ελληνικών και ιλλυρικών χωρών διατρέχουσα κατά σειράν τα εν αυταίς συμβάντα από του σωτηρίου έτους μέχρι του 1854, Αθήνα 1856, τόμος 2, σελ. 87-88.
  2. Β. Σταυρογιαννόπουλος, Κράβαρα τα περήφανα, Αθήνα 1982, σελ. 26.
  3. Λεξικόν της καθ΄ ημάς Ελληνικής Διαλέκτου, Σκαρλάτος Δ. του Βυζαντίου, Αθήνα 1835.
  4. Γεώργιος Λιακόπουλος, Η απογραφή των Κραβάρων στο οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο ΜΜ10 (1454-1455), σελ. 417-418, 493, 507-508.
  5. «Πανδέκτης-Μετονομασίες των Οικισμών της Ελλάδας». 
  6. Ν. Κασομούλης, Στρατιωτικά ενθυμήματα, τόμος Α΄, σελ. 112, 250.
  7. Ν. Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-1833) - Τόμος Α΄, σελ. 224.
  8. Ν. Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-1833) - Τόμος Β΄, σελ. 287.
  9. Ακαδημία Αθηνών, "Ελληνική Επανάσταση και συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους", ψηφιακό τεκμήριο[νεκρός σύνδεσμος] από την Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος, 1831, αρ. 98/28.12.1831.
  10. Ακαδημία Αθηνών, "Ελληνική Επανάσταση και συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους", ψηφιακό τεκμήριο[νεκρός σύνδεσμος] από την Εφημερίδα Κυβερνήσεως, 1831, αρ. 12/6.4.1833.
  11. Β. Σταυρογιαννόπουλος, Κράβαρα τα περήφανα, Αθήνα 1982, σελ. 31.
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 Β. Σταυρογιαννόπουλος, Κράβαρα τα περήφανα, Αθήνα 1982, σελ. 48,49,50,51,57,58,59.
  13. 13,0 13,1 Θ. Παπαδογεωργόπουλος, Στα καραούλια της Βοϊτσάς.
  14. Σισμαναίοι στο klepanafpaktias.blogspot.gr
  15. Β. Σταυρογιαννόπουλος, Κράβαρα τα περήφανα, Αθήνα 1982, σελ. 56.
  16. Ο παπαΦλέσσας της Ρούμελης.
  17. Β. Σταυρογιαννόπουλος, Κράβαρα τα περήφανα, Αθήνα 1982, σελ. 55.