Πρωταγόρας (διάλογος)
«Πόθεν ω Σώκρατες, φαίνει;» (Έκδοση του κειμένου με ελληνικές και λατινικές επεξηγήσεις, 1854) | |
Συγγραφέας | Πλάτων |
---|---|
Τίτλος | Πρωταγόρας (διάλογος) |
Σειρά | Πλατωνικός διάλογος |
Χαρακτήρες | Σωκράτης |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Πρωταγόρας είναι διάλογος του Πλάτωνα, που γράφτηκε στην πρώτη σωκρατική περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας και αναφέρεται στους ηθικούς κινδύνους που ελλοχεύουν για όσους νέους υποστούν την παιδαγωγική επίδραση των σοφιστών. Τόπος του διαλόγου είναι το σπίτι του πλουσίου Αθηναίου Καλλία, ο οποίος φιλοξενούσε τον σοφιστή και φιλόσοφο Πρωταγόρα
Τα πρόσωπα του διαλόγου
- Σωκράτης
- Πρωταγόρας
- Ιπποκράτης, γιος του Απολλόδωρου
- Καλλίας, ο Ιππονίκου, πλούσιος Αθηναίος
- Ιππίας, ο σοφιστής
- Πρόδικος, ο Κείος, σοφιστής φιλόσοφος
- Κριτίας, ο Καλαίσχρου, φίλος του Αλκιβιάδη και αργότερα ένας από τους "Τριάκοντα Τυρράνους"
- Αλκιβιάδης, ο γνωστός πολιτικός
- Χαρμίδης ο Γλαύκωνος και άλλοι
Μέρη του διαλόγου
Το περιεχόμενο
Στον Πρωταγόρα ο Σωκράτης φέρεται να εξιστορεί σε φιλικό πρόσωπο μια σημαντική συζήτηση που είχε λίγες ώρες πριν στο σπιτι του Καλλία με το διάσημο σοφιστή Πρωταγόρα. Λέει λοιπόν όσα ειπώθηκαν, ξεκινώντας με το πώς βρέθηκε εκεί. Κοιμόταν όταν ήρθε μέσα στα άγρια χαράματα και τον ξύπνησε ο Ιπποκράτης, ένας φίλος του, που τον ξεσήκωσε με πάθος να πάνε στο σπίτι του Καλλία γρήγορα γιατί εκεί φιλοξενείτο ο σπουδαίος σοφιστής Πρωταγόρας. Ο Ιπποκράτης θέλει να γίνει μαθητής του σοφιστή και ο Σωκράτης αντιδρά, αλλά δέχεται να τον συνοδεύσει, πείθοντάς τον όμως να ξημερώσει πρώτα για να μην ενοχλήσουν. Στη λίγη ώρα που απομένει για να βγει ο ήλιος, ο Σωκράτης συζητά με τον Ιπποκράτη προσπαθώντας στην ουσία να του μεταβάλει γνώμη. Προσπαθεί να τον πείσει ότι πρέπει να είναι πιο προσεκτικός με τους ανθρώπους στους οποίους θέλει να εμπιστευτεί το μυαλό του και την ψυχή του
Στη συνέχεια πηγαίνουν στο σπίτι του Καλλία μαζί με τον Αλκιβιάδη. Μαζί τους φτάνει εκεί και ο Κριτίας. Οταν μπαίνουν μέσα ο Σωκράτης αναφέρει όσους βρίσκονται εκεί και αρχίζει ο διάλογος με τον Πρωταγόρα.
Μέσα από τη συζήτηση αναδεικνύονται οι πεποιθήσεις του σοφιστή φιλοσόφου και η αμφισβήτηση του Σωκράτη. Ο διάλογος επικεντρώνεται στο επίμαχο ζήτημα του κατά πόσον μπορεί η ηθική ή η αρετή να αποτελέσουν αντικείμενο επαγγελματικής διδασκαλίας. Στη συζήτηση παρεμβάλλεται κάποια στιγμή υπέρ του Σωκράτη και ο Αλκιβιάδης.
Ο διάλογος φαίνεται (από τις ηλικίες των συνομιλούνταν και από το κλίμα της συνάντησης) ότι έγινε γύρω στο 432 ή 433 π.Χ. και πάντως πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο Πρωταγόρας παρουσιάζεται από τον Πλάτωνα (πιθανόν και τον Σωκράτη) σαν ένας φιλόδοξος έμπορος της γνώσης που χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία χωρίς καν να τη γνωρίζει επαρκώς σε βάθος. Αυτό απορρέει από την έντονη αντιπάθεια του συγγραφέα προς τους σοφιστές και τον Πρωταγόρα προσωπικά. Εντούτοις ο Πρωταγόρας υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός διανοούμενος όπως και άλλοι αναφερόμενοι στο διάλογο σοφιστές.
Ο Πλάτωνας στο διάλογο που φέρεται να είχε ο Σωκράτης ουσιαστικά εξευτελίζει την σοφιστική και τους σοφιστές λέγοντας ότι τριγυρίζουν στα μέγαρα και ζουν πλουσιοπάροχα διδάσκοντας κάτι που δεν διδάσκεται, ενώ οι πραγματικά ηθικοί άνθρωποι ζουν ταπεινά και συνήθως φτωχικά.
Η θέση του Πρωταγόρα
Ο Σωκράτης λοιπόν φτάνει στο σπίτι του Καλλία ώστε να ρωτήσει για λογαριασμό του Ιπποκράτη, τι μπορεί να του διδάξει ο Πρωταγόρας. Ο Πρωταγόρας λοιπόν αποκρίνεται πως ως σοφιστής, μπορεί να διδάξει στο νέο πως να σκέφτεται και να αποφασίζει σωστά τόσο για ιδιωτικές όσο και για δημόσιες υποθέσεις. Nα του διδάξει δηλαδή την "ευβουλία των οικείων ζητημάτων αλλά και του πράττειν και του λέγειν των υποθέσεων της πόλης" . Η θέση του Πρωταγόρα, συνεπάγεται λοιπόν ότι ο κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, οικονομικής κατάστασης και καταγωγής μπορεί να διδαχθεί τη πολιτική αρετή και αντίστοιχα, ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι μπορούν να διδάξουν αυτή την αρετή. Επιχειρηματολογεί αυτή του τη θέση με ένα μεγάλο λόγο, που μοιάζει αρκετά στις δημόσιες διαλέξεις που συνήθιζαν να κάνουν οι σοφιστές. Ένας λόγος που χωρίζεται σε δυο μέρη, το μύθο του Πρωταγόρα και τη λογική επιχειρηματολογία με την οποία αντιτίθεται στις αμφισβητήσεις του συνομιλητή του, Σωκράτη.
Η θέση του Σωκράτη
Ο Σωκράτης αμφισβητεί την άποψη του Πρωταγόρα. Αρχίζει λοιπόν την επιχειρηματολογία του φέρνοντας το παράδειγμα της αθηναϊκής εκκλησίας του δήμου, όπου αν κάποιος μη ειδικός θελήσει να συμβουλεύσει τους συμπολίτες του για κάποιο τεχνικό θέμα, διώχνεται από το βήμα και περιγελάται. Αντίθετα, αν κάποιος θελήσει να εκφράσει την άποψή του σε μια πολιτική συζήτηση ή συζήτηση για διοικητικά θέματα, μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του, κάτι που δείχνει πως η πολιτική αρετή ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους ακόμα κι αν δεν έχουν εκπαιδευθεί πάνω σε αυτήν. Εξάλλου, κατά πώς συνεχίζει, η ζωή έχει αποδείξει πως ακόμα και οι πολιτικοί ηγέτες, όπως ο Περικλής δεν κατάφεραν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους, έτσι και οι πιο μεγάλοι διδάσκαλοι δεν πέτυχαν τίποτα με κακούς μαθητές. Οποιαδήποτε τέχνη μπορεί να διδαχτεί, αλλά κανείς δε μπορεί να διδάξει σε κάποιον άνθρωπο το πώς να είναι καλύτερος, αγαθότερος και ικανότερος πολίτης.
Η επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα
Ο Πρωταγόρας αρχίζει την απάντηση του με τον μύθο του Πρωταγόρα [320d - 322d] όπου ο αδερφός του, Επιμηθέας (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά)[1], ανέλαβε να μοιράσει στα έμβια όντα τις ικανότητες που θα τα βοηθήσουν στην επιβίωση. Καθώς δεν ήταν πολύ σοφός, ο Επιμηθέας κατανάλωσε τις ικανότητες αυτές στα ζώα και όταν ήρθε η σειρά του ανθρώπου δεν είχε μείνει καμία.
- Από την απόγνωση στην επιβίωση και την πρόοδο (Επιμηθέας και Προμηθέας)
Έτσι ο Προμηθέας θέλησε να κλέψει την τέχνη της πολιτικής αρετής από το παλάτι του Δία, ώστε το γένος των ανθρώπων να μην εκλείψει, το οποίο όμως φρουρούταν από φοβερούς φρουρούς. Αναγκάστηκε έτσι να κλέψει την φωτιά από τον Ήφαιστο και την πρακτική σοφία από την Αθηνά, πράξη για την οποία τιμωρήθηκε σκληρά, όπως είναι γνωστό. Έτσι οι άνθρωποι δεν έχουν την πολιτική αρετή στη φύση τους και πρέπει να τη διδαχθούν. Στη συνέχεια του μύθου και καθώς οι άνθρωποι φτιάξανε τις πρώτες κοινότητες, ο Δίας έδωσε την δικαιοσύνη και την αιδώ στους ανθρώπους ώστε να μπορούν να συνυπάρχουν μέσα σε αυτές. 'Οι Αθηναίοι λοιπόν είχαν απόλυτο δίκιο που έδωσαν στους πολίτες το δικαίωμα να τοποθετούνται πάνω σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη διοίκηση της πόλης γιατί το "βουλεύεσθαι" (η σκέψη, η διατύπωση απόψεων, η ανάληψη ευθυνών, η ψήφιση) πάνω στα πολιτικά θέματα εξαρτώνται εντελώς από τη δικαιοσύνη και τη λογική, ιδιότητες που συνιστούν την αρετή, και τις οποίες κατέχει κάθε άνθρωπος γιατί αν δεν τις είχε δε θα μπορούσε να δημιουργηθεί κανενός είδους οργανωμένη κοινωνία. Κάθε άνθρωπος, εξ ορισμού κατέχει αυτές τις ιδιότητες οι οποίες με τη σειρά τους του αποδίδουν την ιδιότητα του πολίτη. Αυτό το αποδεικνύει το ότι αν κάποιος παραδεχτεί ότι δεν κατέχει τις συγκεκριμένες ιδιότητες, θεωρείται 'τρελός'. Το γεγονός πώς η πολιτεία έχει προβλέψει τιμωρία για άδικες πράξεις ,δείχνει ότι υπάρχει μια γενικευμένη και πανανθρώπινη πίστη στην ιδέα πώς το να είναι καλός πολίτης δεν είναι θέμα τύχης, όπως το να είναι κάποιος όμορφος, αλλά είναι θέμα διδασκαλίας και θέλησης.
Όσον αφορά τώρα στο γεγονός ότι από καλούς πατεράδες βγαίνουν όχι τόσο καλοί γιοί συνίσταται όχι στο ότι η αρετή δεν είναι διδακτή αλλά στο ότι την διδάσκονται όλοι και έτσι η κρίση μας είναι συγκριτική. Σε αυτό το δεύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας του, ο Πρωταγόρας προχωρά σε λογικά επιχειρήματα αντί μύθων και λέει δεν θα ήταν δυνατό, ενάρετοι γονείς να μην φροντίζουν για τη διδαχή της αρετής στα παιδιών τους αφού εκείνη είναι αυτό που οι άνθρωποι θεωρούν πιο αναγκαίο για τη δημιουργία κοινωνιών και πόλεων. Η διδαχή γίνεται, όχι μέσω μορφής μαθήματος αλλά απο τη στιγμή που είναι ικανά να επικοινωνήσουν με τους γύρω τους πραγματικά και λογικά, τα παιδιά μπαίνουν στη θέση τον δεκτών, απορροφώντας διδάγματα και παραδείγματα μέσω των οποίων θα γίνουν δίκαιοι και σώφρονες άνθρωποι. Και οι δάσκαλοι φροντίζουν γι αυτό, μέσω της επιλογής που κάνουν στα ποιήματα και τη μουσική που τους διδάσκουν, το ίδιο και η πολιτεία που διδάσκει στους νεαρούς πολίτες τους νόμους και την υπακοή σε αυτούς. Σαν παράδειγμα, ας φανταστούμε ότι η πολιτική ζωή προαπαιτεί όχι την αρετή αλλά την τέχνη του αυλού για να υπάρξει, περίπτωση στην οποία θα θεωρούταν ως ύψιστο αγαθό από τους πολίτες και θα διδασκόταν δημοσίως. Θα φανταζόμασταν επίσης ότι οι πατεράδες θα δίδασκαν με μεγάλη επιμέλεια τους γιούς τους αλλά καθώς η επιτυχία αυτού εξαρτάται και από το ταλέντο του κάθε παιδιού, θα υπήρχαν περιπτώσεις όπου καλοί μουσικοί θα βγάζανε κακόμουσους γιούς. Σε σύγκριση όμως με τους απλούς πολίτες, ακόμα και ο χειρότερος ανάμεσα τους θα μοιάζει κάπως καλός αφού στη Αθήνα της εποχής η τέχνη αυτή είναι εξειδικευμένη και διδάσκεται σε λίγους. Έτσι και η πολιτική αρετή στην Αθήνα, επειδή θεωρείται πολύ σημαντική για την επιβίωση της πόλης, διδάσκεται σε όλους, σε τέτοιο βαθμό που νομίζουμε ότι είναι μέρος της φύσης ενώ δεν είναι έτσι.
Η διαφωνία του Σωκράτη
Ο Σωκράτης παραδέχεται ότι ο Πρωταγόρας έδωσε μια εξαιρετική απάντηση και ότι ο ίδιος έχει σχεδόν πειστεί, εκτός από κάποιο μικρό θέμα που σίγουρα θα του το εξηγήσει εύκολα. Ρωτάει τώρα, εάν η αρετή είναι ένα ενιαίο πράγμα ή σύνολο ανεξάρτητων καλών χαρακτηριστικών όπως η ανδρεία, η σωφροσύνη και η σοφία [329d]. Ο Πρωταγόρας απαντάει το δεύτερο και έτσι ξεκινάει η βασική διαλεκτική μεταξύ των δύο με τον Σωκράτη να προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο καθώς ο Πρωταγόρας, όντας σοφιστής, επιδίδεται σε μακροσκελείς και περίτεχνους λόγους που συχνά αποφεύγουν το θέμα ευθέως, ο Σωκράτης σταματάει το διάλογο λέγοντας οτι επειδή τάχα είναι "επιλήσμων" πρέπει ο Πρωταγόρας να προσαρμόσει το λόγο του στη μορφή της ερώτησης απάντησης, χαρακτηριστικής του Σωκρατικού λόγου, αφού ο ίδιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να διδάξει οποιαδήποτε μορφή λόγου, βραχύ ή όχι. Ο Πρωταγόρας διαφωνεί και έτσι ο Σωκράτης σηκώνεται να φύγει. Τον συγκρατούν οι παρευρισκόμενοι, μεταξύ των οποίων και ο Αλκιβιάδης και πείθουν τους δυο συνομιλητές να βρουν μια χρυσή τομή στη μορφή του διαλόγου [334d].
Ολοκλήρωση
Ύστερα από αυτό, ο Πρωταγόρας ρωτάει τον Σωκράτη αν συμφωνεί με το κείμενο ενός ποιήματος και όταν αυτός λέει ναι, του υποδεικνύει ότι ο ποιητής το αναιρεί Ο Σωκράτης, με κάποια δυσκολία, υποστηρίζει το λόγο του και περνάει στην πλευρά του ερώτηση, ρωτώντας τον Πρωταγόρα την αρχική ερώτηση, εαν δηλαδή η αρετή είναι μία ή πολλά πράγματα μαζί. Αφού ο Πρωταγόρας υποστηρίζει την ίδια άποψη ο Σωκράτης τον ρωτάει εάν κάποιος άνθρωπος θα έκανε κάτι κακό στον εαυτό του εν γνώση και άν όχι γιατί κάποιοι άνθρωποι επιδίδονται σε καταχρήσεις που προσφέρουν μόνο προσωρινή απόλαυση. Καταλήγουν πως είναι γιατί δεν σκέφτονται την ύστερη ζημιά, όπως κάποια αντικείμενα φαίνονται μικρότερα από απόσταση, και πως αν είχαν πλήρη γνώση θα κάναν μόνο καλό. Άρα η καλοσύνη είναι γνώση, το ίδιο και η ανδρεία αφού κολυμπάει σε πιο επικίνδυνα νερά αυτός που ξέρει καλύτερο κολύμπι και όχι αυτός που δεν ξέρει. Εάν όλα είναι γνώση λοιπόν, όλα είναι το ίδιο και ο Πρωταγόρας είναι αναγκασμένος να συμφωνήσει. Επισημαίνει όμως ότι εάν αυτό είναι αλήθεια, τότε η αρετή είναι διδακτή αφού είναι γνώση [361a].
Οι δύο συνομιλητές λοιπόν αλλάζουν θέσεις αμοιβαία αφού ο ένας υιοθετεί την άποψη του άλλου και φεύγουν υποσχόμενοι να συνεχίσουν τη συζήτηση.
Πηγές
- Νικ. Ζαφειρίου και Ν. και Κ. Ελεοπούλου "Πλάτωνος Πρωταγόρας", 1963
- "The first philosophers: the presocratics and sophists" του Robin Waterfield
- "Σχολικό Βιβλίο Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης ΟΕΔΒ, έκδοση Θ-2009"