Βασιλικός γύπας
Βασιλικός γύπας | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος βασιλικός γύπας (ζωολογικός κήπος της Ουάσινγκτον)
| ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Sarcoramphus papa (Σαρκόραμφος ο πάπας) (Linnaeus, 1758) |
Ο Βασιλικός γύπας είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Καθαρτιδών, ένας από τους επτά γύπες του Νέου Κόσμου, που απαντούν στην αμερικανική ήπειρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Sarcoramphus papa και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[1]
Ο βασιλικός γύπας, ένα από τα μεγάλα αρπακτικά πτηνά της Αμερικής, ξεχωρίζει από τα εντυπωσιακά χρώματα του κεφαλιού του και το χαρακτηριστικό φύμα στο πάνω μέρος του ράμφους του. Απεικονίστηκε ευρέως στους ιερούς κώδικες των Μάγια (códices mayas) οι οποίοι τον θεωρούσαν ιερό πτηνό (βλ. Κουλτούρα). Σήμερα, παρόλο που κατατάσσεται από την IUCN στα είδη Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), οι πληθυσμοί του μειώνονται συνεχώς, με κύρια αιτία την απώλεια των ενδιαιτημάτων του.
Κύρια διαγνωστικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Σχετικά μεγάλο μέγεθος
- Έντονα και πολυποίκιλα χρωματισμένο κεφάλι
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Καθοδική ↓ [2]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία του γένους, Sarcoramphus, είναι η άμεση απόδοση της ελληνικής λέξης Σαρκόραμφος, στη λατινική γλώσσα. Η ονομασία αυτή παραπέμπει, στο χαρακτηριστικό σαρκώδες φύμα (λειρί) του ράμφους του.
Η λατινική ονομασία του είδους, papa «πάπας», παραπέμπει στο παρουσιαστικό του και, συγκεκριμένα, στο ασπρόμαυρο πτέρωμά του, που μοιάζει με το κληρικό ένδυμα, τουλάχιστον όπως το φαντάστηκε ο ονοματήσας το πτηνό.[3]
Για την προέλευση της αγγλικής ονομασίας του πτηνού King vulture «Βασιλικός γύπας» υπάρχουν δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, ο συγκεκριμένος γύπας, εκτοπίζει «ιεραρχικά» τους μικρότερους «καθαριστές» (scavengers), πάνω από τα θνησιμαία και τρέφεται πρώτος, ενώ εκείνοι περιμένουν.[4] Ωστόσο, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι το όνομα προέρχεται από τους θρύλους των Μάγια, στους οποίους το πτηνό ήταν «βασιλιάς» ή «κύριος» (lord) και είχε αναλάβει τον ρόλο αγγελιαφόρου μεταξύ θεών και ανθρώπων.[5] Επίσης το πτηνό ονομαζόταν και «άσπρος κόρακας» από τους Ισπανούς κατακτητές στην Παραγουάη [4]. Στη γλώσσα Νάουατλ, απεκαλείτο cozcacuauhtli, από τα συνθετικά cozcatl «κολάρο» και cuauhtli «αρπακτικό πουλί».[6]
Συστηματική Ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βασιλικός γύπας αποτελεί μονοτυπικό είδος εντός του γένους Sarcoramphus, δηλαδή δεν περιλαμβάνει υποείδη.[1] Περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο το 1758, στη δέκατη έκδοση του έργου Systema Naturae ως Vultur papa, από δείγμα που είχε συλλεγεί στο Σουρινάμ.[7] Μεταγενέστερα, «μεταφέρθηκε» στο γένος Sarcoramphus, το 1805, από τον Γάλλο ζωολόγο Αντρέ Ντυμερίλ (André Marie Constant Duméril, 1774-1860).
Το είδος είχε, επίσης, ταξινομηθεί στο γένος Gyparchus από τον Γερμανό ζωολόγο Κ. Γκλόγκερ (Constantin Wilhelm Lambert Gloger, 1803-1863) το 1841, αλλά η ταξινόμηση αυτή δεν ισχύει, διότι το Sarcoramphus έχει προτεραιότητα ως παλαιότερο όνομα.[8]
Ο κοντινότερος συγγενής του, φυλογενετικά, θεωρείται ο κόνδορας των Άνδεων (Vultur gryphus'). Μερικοί ερευνητές τοποθετούν τον βασιλικό κόνδορα σε ξεχωριστή υποοικογένεια, σε σχέση με τους άλλους γύπες του Νέου Κόσμου, αν και οι περισσότεροι θεωρούν αυτή την υποδιαίρεση περιττή.[9]
Εν τούτοις, η συστηματική του θέση εντός της οικογενείας, όπως και των υπολοίπων έξι γυπών του Νέου Κόσμου, παραμένει ασαφής.[10] Παρόλο που, τόσο αυτοί (οικ. Καθαρτίδες), όσο και οι γύπες του Παλαιού Κόσμου (οικ. Αετίδες) είναι παρόμοιοι σε εμφάνιση και έχουν ανάλογους οικολογικούς θώκους, οι δύο ομάδες εξελίχθηκαν από διαφορετικούς προγόνους σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, και δεν είναι στενά συνδεδεμένοι. Ακριβώς το πόσο διαφορετικές είναι οι δύο οικογένειες, επί του παρόντος βρίσκεται υπό συζήτηση, με ορισμένες παλαιότερες αναφορές να υποστηρίζουν ότι οι αμερικανικοί γύπες είναι πιο στενά συνδεδεμένοι με τους πελαργούς.[11]
Σε πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις, είτε διατηρείται η θέση τους στα Αετόμορφα,[12] είτε τοποθετούνται στη «δική» τους τάξη, Καθαρτόμορφα (Cathartiformes).[13] Η Επιτροπή Ταξινόμησης Νοτίου Αμερικής (SACC) που ανήκει στην Αμερικανική Ορνιθολογική Ένωση (AOU), έχει «αφαιρέσει» τους γύπες του Νέου Κόσμου από τα Πελαργόμορφα (Ciconiiformes) και τους κατατάσσει στην ειδική κατηγορία incertae sedis, αλλά σημειώνει ότι μετακίνηση προς τα Ιερακόμορφα (Falconiformes) ή τα Καθαρτόμορφα (Cathartiformes) είναι δυνατή.[10] Όπως και άλλοι γύπες του Νέου Κόσμου, ο βασιλικός γύπας έχει διπλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων Ν=80.[14]
Απολιθώματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το γένος Sarcoramphus, που σήμερα περιλαμβάνει μόνο τον βασιλικό γύπα, είχε ευρύτερη διάδοση στο παρελθόν. Ο γύπας Sarcoramphus kernense, έζησε στη νοτιοδυτική Βόρεια Αμερική κατά τη διάρκεια του μέσου-Πλειόκαινου (Piacenzian), περίπου 3,5 - 2.500.000 χρόνια πριν. Ήταν ένα από τα λιγότερο γνωστά μέλη της αποκαλούμενης Μπλανκανιανής/Δελμοντιανής πανίδας (Blancan / Delmontian fauna). Το μοναδικό απολίθωμα, ένα βραχιόνιο οστό, βρέθηκε στον ποταμό Πόζο της Κομητείας Κερν της Καλιφόρνια (Pozo Creek, Kern County). Σύμφωνα με την αρχική περιγραφή του Loye H. Miller, το οστό «έμοιαζε σε γενική μορφή και καμπυλότητα με το αντίστοιχο του αρτίγονου είδους, εκτός από το μεγαλύτερο μέγεθος και όγκο του».[15] Βέβαια, η μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ των δύο ειδών υποδηλώνει ότι ο Sarcoramphus kernense μπορεί να ήταν ξεχωριστός φυλογενετικά. Επίσης, επειδή το απολίθωμα είναι κάπως κατεστραμμένο και δύσκολο να προσδιοριστεί με υψηλό βαθμό βεβαιότητας, ακόμη και η κατάταξη σο συγκεκριμένο γένος δεν είναι απολύτως σίγουρη.[16] Κατά το Ύστερο Πλειστόκαινο, ένα άλλο είδος πιθανώς να ανήκε στο ίδιο γένος, το Sarcoramphus fisheri, από απολιθωμένα δείγματα που βρέθηκαν στο Περού.[17] Τέλος, υποτιθέμενα οστά βασιλικού γύπα από τεταρτογενείς αποθέσεις σε σπήλαιο στην Κούβα, αποδείχθηκε ότι ανήκαν στο -μεγάλου μεγέθους- γεράκι Buteogallus borrasi (παλαιότερα Titanohierax borrasi).[18]
Λίγα μπορούν να ειπωθούν για την εξελικτική ιστορία του γένους, κυρίως λόγω του ότι, τα υπολείμματα των άλλων γυπών του Νέου Κόσμου από το Νεογενές, είναι συνήθως μικρότερης ηλικίας και ακόμη πιο αποσπασματικά. Οι Τερατορνιθίδες (teratorns) κυριαρχούσαν στον οικολογικό θώκο της αρτίγονης ομάδας, ειδικά στη Βόρεια Αμερική. Ο Sarcoramphus kernense φαίνεται να προηγείται χρονικά της κύριας περιόδου που αποκαλείται Μεγάλη Αμερικανική Εναλλαγή (Great American Interchange), και φαίνεται ότι η σημερινή ποικιλομορφία των γυπών του Νέου Κόσμου έχει τις ρίζες της στην Κεντρική Αμερική.[15] Πιθανόν, ο Sarcoramphus kernense να αποτελεί μια «βορεινή» απόκλιση στο δίδυμο Sarcoramphus fisheri-Sarcoramphus papa. Σε κάθε περίπτωση, τα λιγοστά απολιθώματα υποστηρίζουν τη θεωρία ότι οι πρόγονοι του βασιλικού γύπα και οι κόνδορες της Νότιας Αμερικής, διαχωρίστηκαν τουλάχιστον 5 εκατομμύρια χρόνια πριν.[17]
Γεωγραφική κατανομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βασιλικός γύπας είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της Νεοτροπικής οικοζώνης που απαντά συνήθως μεταξύ 19° βόρειου και 34° νότιου γεωγραφικού πλάτους.[7] Οι πληθυσμοί του κατανέμονται σε -κατ’ εκτίμησιν- έκταση 14 εκατομμυρίων χμ², από το Ν. Μεξικό (Ν. Βερακρούς και Γουερέρο), νότια προς Περού, Βολιβία, μέχρι τη Β. Αργεντινή και την Ουρουγουάη.[19] Σε γενικές γραμμές, ο βασιλικός γύπας δεν ζει δυτικά των Άνδεων,[20] με εξαίρεση το δυτικό Εκουαδόρ,[21] τη ΒΔ. Κολομβία και την απώτατη ΒΔ. Βενεζουέλα.[22] Παρά την ευρεία γεωγραφική του εξάπλωση, σε αρκετές περιοχές είναι εξαιρετικά σπάνιος, π.χ. στην Κόστα Ρίκα απαντά μόνον στη χερσόνησο Όσα (Osa) και, δύσκολα αλλού.[7]
Τοπικές μετακινήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρόλο που είναι, γενικά, καθιστικό πτηνό ο βασιλικός γύπας περιπλανιέται σε πολύ μεγάλες εκτάσεις, όπως στη Αργεντινή, όπου μπορεί περιστασιακά να παρατηρηθεί στη Σάντα Φε και στα νοτιοανατολικά του Μπουένος Άιρες. Πολλές φορές «παρασύρεται» πολύ μακριά από άλλους μεταναστεύοντες γύπες, επειδή τους ακολουθεί νομίζοντας ότι κατευθύνονται προς θνησιμαία, όπως λ.χ. στη Β. Κολομβία.[7]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βασιλικός γύπας διαβιοί κυρίως στα ξηρά ή υγρά πεδινά δάση των τροπικών περιοχών, τα οποία παραμένουν χωρίς όχληση, καθώς και στις σαβάνες και τα λιβάδια που γειτονεύουν με αυτά τα δάση.[23] Συχνά, απαντά κοντά σε δασικούς βάλτους ή ανάλογα ελώδη μέρη,[4] αλλά και σε ράντσα ή παραθαλάσσια λιβάδια.[7] Πιθανόν να αποτελεί τον μόνο γύπα που απαντά στα πρωτογενή πεδινά δάση του εύρους κατανομής του, αλλά στα τροπικά δάση του Αμαζονίου παρατηρείται συνήθως σε μικρότερους αριθμούς από τον μεγάλο κιτρινοκέφαλο γύπα (Cathartes melambrotus). Επίσης, δεν είναι τόσο κοινός σε σχέση με τον μικρό κιτρινοκέφαλο γύπα (Cathartes burrovianus), τον γύπα-γαλοπούλα (Cathartes aura) και τον μαύρο γύπα (Coragyps atratus) σε πιο ανοικτά ενδιαιτήματα.[24]
Οι βασιλικοί γύπες, γενικά, δεν ζουν πάνω από τα 1500 μ., αν και έχουν παρατηρηθεί στα 2500 μ. ανατολικά των Άνδεων, ενώ σπάνια έχουν καταγραφεί μέχρι τα 3300 μ.[7] Κινούνται είτε στο επίπεδο των δένδρων, είτε πάνω από τον δασικό θόλο.[25] Κατά το Πλειστόκαινο, φαίνεται ότι ζούσαν στην περιοχή του σημερινού Μπουένος Άιρες στην κεντρική Αργεντινή, πάνω από 700 χιλιόμετρα νότια από τη σημερινή του εξάπλωση, προκαλώντας εικασίες σχετικά με το βιότοπο εκείνης της εποχής, ο οποίος σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα δεν εμφανίζεται κατάλληλος για το πτηνό.[26]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εξαιρουμένων των δύο μεγάλων κονδόρων, ο βασιλικός γύπας είναι ο μεγαλύτερος από τους γύπες του Νέου Κόσμου. Το γενικό του παρουσιαστικό τονίζεται από το ογκώδες ράμφος, το άπτερο αλλά εξαιρετικά πολύχρωμο καφάλι, τις ευρείες πτέρυγες και τη σχετικά κοντή, τετραγωνισμένη ουρά.[7] Έχει λευκό-κρεμ πτέρωμα, με κάποια ροζέ απόχρωση, στο άνω τμήμα της ράχης, αλλά το κάτω μέρος είναι μαύρο δημιουργώντας έντονη αντίθεση. Οι πτέρυγες είναι, επίσης, ασπρόμαυρες, τόσο στην άνω όσο και στην κάτω επιφάνειά τους, με το λευκό χρώμα προς το εμπρόσθιο τμήμα (πατάγιο). Μαύρο είναι και το ουροπύγιο, ενώ ο λαιμός περιβάλλεται από χαρακτηριστική, σκουρογκρίζα ή μαύρη παχιά χαίτη (ruff) και είναι άπτερος.
Το κεφάλι του βασιλικού γύπα είναι από τα πλέον όμορφα στα αρπακτικά πτηνά, με πολλά και έντονα χρώματα που καλύπτουν όλο σχεδόν το χρωματικό φάσμα, κάτι που τον διαφοροποιεί εύκολα από τους συγγενικούς γύπες. Τα χρώματα αυτά περιλαμβάνουν κόκκινο και μωβ στο κεφάλι, εκεί όπου το δέρμα εμφανίζεται «ζαρωμένο» και πτυχωτό, και έντονο πορτοκαλί και κίτρινο στον λαιμό. Οι ρινοφθάλμιες περιοχές φέρουν χαρακτηριστικούς κρεμάμενους λοβούς, βιολετί, γκριζομπλέ ή μωβ χρώματος.
Το ράμφος είναι ισχυρότατο -θεωρείται το ισχυρότερο από όλα τα αρπακτικά του Νέου Κόσμου- [16], έχει χρώμα πορτοκαλί-κόκκινο και οξύτατη, αγκιστρωτή ρινοθήκη, με κοφτερά χείλη (tomia). Διαθέτει χαρακτηριστικό, ακανόνιστο πορτοκαλί-χρυσαφί φύμα στο ύψος του κηρώματος, το κάλαιον (caruncle). Το φύμα αυτό δεν εμφανίζεται πλήρως σχηματισμένο μέχρι το 4ο έτος της ηλικίας του πτηνού.[20]
Οι ταρσοί είναι σκοτεινόχρωμοι κιτρινωποί, αλλά συχνά εμφανίζονται λευκοί, λόγω του φαινομένου της ουροϋδρώσεως (βλ. Φυσιολογία). Οι γαμψώνυχες είναι μακροί και παχείς.[27] Η ίριδα είναι λευκωπή και οι οφθαλμοί περιβάλλονται από χαρακτηριστικό κόκκινο οφθαλμικό δακτύλιο. Στο είδος εμφανίζεται μικρός φυλετικός διμορφισμός με παρόμοιους χρωματισμούς αλλά το το θηλυκό είναι μικρότερο από το αρσενικό. Επίσης, το κάλαιον είναι μεγαλύτερο και πιο κρεμαστό στο αρσενικό.[7] Κατά τα άλλα, τα φύλα είναι όμοια και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν από μακριά.
- Το κεφάλι και ο λαιμός του βασιλικού γύπα, όπως συμβαίνει και με τους κόνδορες διατηρούνται σχολαστικά καθαρά από το πουλί, και η φαλακρότητά τους θεωρείται φυσιολογική προσαρμογή, επιτρέποντας στο δέρμα να εκτεθεί στις συνθήκες αποστείρωσης από την αυξημένη υπεριώδη ακτινοβολία στα μεγάλα υψόμετρα,[3] επειδή η περιοχή του κεφαλιού έρχεται σε συχνή επαφή με το ιδιαίτερα μολυσμένο περιβάλλον των θνησιμαίων.
Τα νεαρά άτομα έχουν, ως επί το πλείστον, σκούρο καφέ πτέρωμα με αμυδρά, λευκωπά στίγματα στην κάτω επιφάνεια των πτερύγων. Η ίριδα είναι σκούρα καφέ που, όσο περνάνε τα χρόνια, γίνεται κιτρινωπή και λευκή. Το κάλαιον αναπτύσσεται πολύ σταδιακά, ενώ το ράμφος είναι μαύρο με κοκκινωπή απόχρωση.[7] Ο λαιμός είναι ελαφρά πτερωμένος και γκρίζος, που σταδιακά γίνεται πορτοκαλί. Το τελικό πτέρωμα του ενήλικα αποκτάται μεταξύ 5ου και 6ου έτους της ηλικίας τους.[27]
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: 71 έως 81 εκατοστά.
- Άνοιγμα πτερύγων: (120-) 170 έως 200 εκατοστά.
- Μήκος εκάστης πτέρυγας: ♂ 48,2 έως 52, 5 εκατοστά, ♀ 48,0 έως 50, 8 εκατοστά
- Μήκος ουράς: 21 έως 26 εκατοστά.
- Μήκος ταρσού: 9,0 έως 9,5 εκατοστά.
- Βάρος: (2,7-) 3.0 έως 3,75 (-4,5) κιλά
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βασιλικός γύπας τρέφεται με μεγάλη ποικιλία θνησιμαίων, από σφάγια βοοειδών και πιθήκων μέχρι εκβρασμένα ψάρια και νεκρές σαύρες. Ωστόσο, υπάρχουν αναφορές ότι θανατώνει και τρώει τραυματισμένα ζώα, νεογέννητα μοσχάρια και μικρές σαύρες. Στις περιοχές όπου τα ενδιαιτήματα συμπίπτουν, τρέφεται με θνησιμαία βραδυπόδων.[7] Τρώει κυρίως θνησιμαία στο δάσος, αν και είναι γνωστό ότι περιπλανάται και σε κοντινές σαβάνες ή ακόμη και σε ποτάμια προς αναζήτηση τροφής.
Κυνήγι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν και εντοπίζει τα θνησιμαία μέσω όρασης, η όσφρηση φαίνεται να παίζει ρόλο, άγνωστο κατά πόσον. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι δεν ανιχνεύει οσμές και, αντ’ αυτού, ακολουθεί τους μικρότερους γύπες, -κυρίως τον μεγάλο κιτρινοκέφαλο γύπα (Cathartes melambrotus)- σε ένα σφάγιο,[25][28], αλλά μια μελέτη του 1991 έδειξε ότι ο βασιλικός γύπας θα μπορούσε να βρει θνησιμαία στο δάσος, χωρίς τη βοήθεια των άλλων γυπών, γεγονός που υποδηλώνει ότι, όντως, οσφραίνεται.[29] Η συνήθης αναζήτηση πραγματοποιείται με γυροπέταγμα (soaring) σε μεσαία ύψη.[7]
Από τη στιγμή που έχει εντοπιστεί ένα σφάγιο, ο βασιλικός γύπας εκτοπίζει τα άλλα όρνεα, λόγω του μεγάλου μεγέθους και του ισχυρότατου ράμφους του, με το οποίο μπορεί να εισχωρήσει στη σάρκα της λείας.[25] Βέβαια, όταν στην ίδια περιοχή υπάρχει ο κόνδορας των Άνδεων, ο βασιλικός γύπας αναγκάζεται πάντοτε να περιμένει.[30] Η γλώσσα του είναι τραχειά σαν λίμα, κάτι που τού επιτρέπει να αποκολλά τη σάρκα από τα οστά του σκελετού.[31] Γενικά, τρώει μόνο το δέρμα και τα σκληρότερα μέρη του ιστού.[32]
- Υπάρχουν αναφορές από τη Βενεζουέλα, ότι ο βασιλικός γύπας αναγκάζεται να καταναλώνει πεσμένους καρπούς του φοίνικα Mauritia flexuosa όταν τα θνησιμαία είναι σπάνια στην πολιτεία Μπολιβάρ της χώρας.[33]
Πτήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βασιλικός γύπας μπορεί και πετάει για ώρες χωρίς κόπο, εκμεταλλευόμενος τα θερμά ανοδικά ρεύματα, ενώ φτεροκοπάει σπάνια.[34][35] Κατά την πτήση, οι πτέρυγες διατηρούνται σε οριζόντιο επίπεδο, με ελαφρώς ανορθωμένες τις άκρες των πρωτευόντων ερετικών φτερών. Από κάποια απόσταση, το μεγάλο του μέγεθος σε σχέση με το μικρό -συγκριτικά- κεφάλι μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο γύπας είναι «ακέφαλος» (sic).[21] Ωστόσο, εάν χρειαστεί να εγκαταλείψει τη θέση γυροπετάγματος, «καταδύεται» ταχύτατα.[7]
Φυσιολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Όπως και άλλοι γύπες του Νέου Κόσμου, ο βασιλικός γύπας εμφανίζει το φαινόμενο που αποκαλείται ουροΰδρωσις (urohydrosis): συχνά ουρεί και αφοδεύει επάνω στους ταρσούς και τα πόδια του, των οποίων οι φολίδες δημιουργούν με την «κεραμιδοειδή» δομή τους, μηχανισμό ψύξης μέσω εξάτμισης (evaporation). Η εξήγηση αυτή φαίνεται λογική, πολλοί ερευνητές όμως υποστηρίζουν ότι το πτηνό δεν χρειάζεται επί πλέον ψύξη στα μεγάλα υψόμετρα των Άνδεων, όπου απαντά.[12] Ωστόσο, οι κόνδορες όντως έχουν αυτή τη συνήθεια, λόγω της οποίας τα κάτω άκρα τους εμφανίζουν λευκές ραβδώσεις από τη συσσώρευση ουρικού οξέος.[36]
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρά το μέγεθoς και τα φανταχτερά του χρώματα, ο βασιλικός γύπας είναι αρκετά δυσδιάκριτος όταν κάθεται στα δένδρα,[21] κάτι που επιτείνεται από την τοποθέτηση του κεφαλιού χαμηλά και προς τα εμπρός.[7]
Αντίθετα με πολλούς άλλους γύπες που ζουν στις ίδιες περιοχές, απαντά συνήθως μόνος του ή σε μικρές οικογενειακές ομάδες.[37] Τέτοιες ομάδες μέχρι 12 πουλιά έχουν παρατηρηθεί να παίρνουν το «μπάνιο» τους και να πίνουν νερό, πάνω από έναν καταρράκτη στο Μπελίζ.[38] Μόλις ένα ή δύο πουλιά, γενικά, κατεβαίνουν να φάνε σε ένα σφάγιο, μερικές φορές το πολύ έως δέκα πουλιά εάν υπάρχει ικανή ποσότητα. Πολλές φορές παρατηρείται να κάνει «ηλιοθεραπεία» (sunbathing) με τις πτέρυγες ανοιγμένες.[7]
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι κόνδορες της Καλιφόρνιας δεν αρθρώνουν «πραγματικά» φωνητικά καλέσματα, παραγόμενα από την σύριγγα. Μπορούν, απλώς, να κακαρίζουν (croaking) ή να παράγουν συριστικούς ήχους από τα ρουθούνια τους (wheezing), που ακούγονται μόνον από πολύ κοντά.[39]
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αναπαραγωγική συμπεριφορά του βασιλικού γύπα στην άγρια φύση είναι ελάχιστα γνωστή, με την περισσότερη γνώση να έχει αποκτηθεί από την παρατήρηση πουλιών σε αιχμαλωσία.[40] Ωριμάζει σεξουαλικά όταν είναι 4 ή 5 ετών, με τα θηλυκά να ωριμάζουν λίγο νωρίτερα από ό, τι τα αρσενικά,[41] ενώ το ζευγάρι μένει μαζί για μια ζωή.
Η φωλιά μπορεί να βρίσκεται σε διάφορες θέσεις, αλλά προτιμώνται τα δένδρα και οι κουφάλες τους, είτε το έδαφος στη βάση τους. Επίσης, τα πουλιά μπορεί να φωλιάζουν στην άκρη γκρεμών ή να χρησιμοποιούν τις φωλιές άλλων πουλιών.[39]
Οι βασιλικοί γύπες αναπαράγονται κυρίως στο τέλος της περόδου των βροχών και κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου.[32] Η γέννα απαρτίζεται από ένα (1) αβγό που δεν έχει κηλίδες.[27] Για να απομακρύνουν πιθανούς θηρευτές οι γύπες διατηρούν τις φωλιές τους, εκούσια, δυσώδεις.[40] Και οι δύο γονείς επωάζουν το αβγό για 52 έως 58 ημέρες και, εάν χαθεί, συχνά αντικαθίσταται μετά από περίπου έξι εβδομάδες.
Οι γονείς μοιράζονται τα καθήκοντα σίτισης του νεοσσού, έως ότου αυτός γίνει περίπου μίας (1) εβδομάδας, μετά την οποία μάλλον τον επιτηρούν παρά τον σιτίζουν. Ο νεοσσός είναι ημι-φωλεόφιλος ανίσχυρος κατά τη γέννησή του, αλλά καλύπτεται από λιγοστά φτερά -οι πραγματικά φωλεόφιλοι νεοσσοί γεννιούνται εντελώς γυμνοί-, με τα μάτια του ανοικτά. Αναπτύσσεται ταχέως και είναι σε πλήρη εγρήγορση ήδη από τη 2η ημέρα του, σε θέση να επαιτεί και να στριφογυρίζει στη φωλιά, ενώ μπορεί να ραμφίζει από την 3η ημέρα. Αρχίζει να αποκτά ελαφρό πτέρωμα από την 10η ημέρα και να στέκεται στα πόδια του από την 20ή ημέρα. Όταν φθάσει τον 1ο με 3ο μήνα, εξερευνά το περιβάλλον γύρω από τη φωλιά, ενώ πτερώνεται (fledge) στους τρεις μήνες, περίπου.[33]
Θηρευτές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενικά, ο βασιλικός γύπας δεν έχει φυσικούς θηρευτές, εκτός από τον ιαγουάρο που, σπάνια, μπορεί να θανατώσει έναν ενήλικα πάνω από κάποιο σφάγιο. Ωστόσο, την φωλιά μπορεί να λυμαίνονται τα φίδια, που αρπάζουν τα αβγά του.[32]
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος δεν αντιμετωπίζει σοβαρές απειλές από τη λαθροθηρία ή παρόμοιους κινδύνους (εμπόριο κ.ο.κ.), ωστόσο ο κατακερματισμός ή/και η απώλεια των ενδιαιτημάτων του πρέπει να αντιμετωπίζεται σοβαρά. Για παράδειγμα, ενώ στη Β., ΒΑ. και Κ. Βραζιλία οι πληθυσμοί είναι σταθεροί, στις άλλες περιοχές της χώρας μειώνονται επικίνδυνα.[39]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος έχει ένα εξαιρετικά μεγάλο εύρος κατανομής, και ως εκ τούτου δεν προσεγγίζει τα κατώτατα όρια για την Κατηγορία Ευάλωτα (VU) σύμφωνα με το κριτήριο του μεγέθους εύρος (Έκταση <20.000 χμ² σε συνδυασμό με μείωση ή κυμαινόμενο μέγεθος εύρους κατανομής, έκταση των ενδιαιτημάτων/ποιότητα, μέγεθος πληθυσμού και μικρού αριθμού θέσεων ή σοβαρό κατακερματισμό). Παρά το γεγονός ότι η τάση του πληθυσμού φαίνεται να είναι καθοδική, η μείωση αυτή δεν θεωρείται αρκετά ταχεία για να προσεγγίσει τα κατώτατα όρια για την Κατηγορία Ευάλωτα βάσει του κριτηρίου τάσης του πληθυσμού (> 30% μείωση πάνω από δέκα χρόνια ή τρεις γενεές). Το μέγεθος του πληθυσμού μπορεί να είναι μικρό, αλλά δεν πιστεύεται ότι προσεγγίζει τα κατώτατα όρια προς τα Ευάλωτα σύμφωνα με το κριτήριο του μεγέθους του πληθυσμού (<10.000 ώριμα άτομα με συνεχιζόμενη πτώση που υπολογίζεται να είναι >10% σε δέκα χρόνια ή τρεις γενεές, ή με συγκεκριμένη πληθυσμιακή δομή).
Για τους λόγους αυτούς, το είδος αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[2]
Κουλτούρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βασιλικός γύπας είναι ένα από τα πιο κοινά είδη πτηνών που απεικονίζονται στους περίφημους κώδικες των Μάγια (códices mayas). Η εικόνα του είναι εύκολο να διακριθεί από τις άλλες, από το ύβωμα στο ράμφος του πουλιού και τους ομόκεντρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Μερικές φορές απεικονίζεται ως θεός με ανθρώπινο σώμα και κεφάλι πουλιού.[42] Σύμφωνα με τη μυθολογία των Μάγια, αυτός ο θεός συχνά μετέφερε μηνύματα μεταξύ των ανθρώπων και των άλλων θεών.[32] Επίσης, χρησιμοποιείται για να αντιπροσωπεύσει το Cozcacuauhtli, την 13η ημέρα του το μήνα στο ημερολόγιο των Μάγια.[42] Το αίμα και τα φτερά του πουλιού χρησιμοποιήθηκαν επίσης για να «θεραπεύσουν» ασθένειες.[31]
Αποτελεί δημοφιλές θέμα στα γραμματόσημα των κρατών εντός της κατανομής του. Εμφανίζεται σε γραμματόσημα του Ελ Σαλβαδόρ το 1963, του Μπελίζ το 1978, της Γουατεμάλας το 1979, της Ονδούρας, το 1997, της Βολιβίας το 1998 και της Νικαράγουας το 1999.[43]
Λόγω του μεγάλου μεγέθους και των εντυπωσιακών χρωμάτων του, ο βασιλικός γύπας αποτελεί πόλο έλξης σε ζωολογικούς κήπους, σε όλο τον κόσμο.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Κάποια ταξινομικά συστήματα αναφοράς έχουν υιοθετήσει την άποψη ότι, η οικογένεια Καθαρτίδες, ανήκει σε δική της ιδιαίτερη τάξη, την Καθαρτόμορφα (Cathartiformes) [44], ωστόσο αυτή η θέση δεν έχει γίνει αποδεκτή από άλλους, ίσου κύρους, φορείς,[1][45] οπότε -προς το παρόν- ακολουθείται η «παραδοσιακή» ταξινόμηση στην τάξη Αετόμορφα (Accipitriformes).
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 Howard and Moore, p. 93
- ↑ 2,0 2,1 http://www.iucnredlist.org/details/22697645/0
- ↑ 3,0 3,1 Likoff
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Wood
- ↑ 5,0 5,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιουλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2014.
- ↑ Diehl & Berlo
- ↑ 7,00 7,01 7,02 7,03 7,04 7,05 7,06 7,07 7,08 7,09 7,10 7,11 7,12 7,13 7,14 Ferguson-Lees & Christie
- ↑ Peterson
- ↑ Amadon
- ↑ 10,0 10,1 Remsen et al
- ↑ Sibley & Monroe
- ↑ 12,0 12,1 Sibley & Ahlquist
- ↑ Ericson et al
- ↑ Tagliarini et al
- ↑ 15,0 15,1 Miller
- ↑ 16,0 16,1 Fisher
- ↑ 17,0 17,1 Wilbur
- ↑ Suárez
- ↑ http://ibc.lynxeds.com/species/king-vulture-sarcoramphus-papa
- ↑ 20,0 20,1 Gurney
- ↑ 21,0 21,1 21,2 Ridgely & Greenfield
- ↑ Restall et al, vol. 2
- ↑ Brown
- ↑ Restall et al, vol. 1
- ↑ 25,0 25,1 25,2 Houston
- ↑ Noriega & Areta
- ↑ 27,0 27,1 27,2 Howell & Webb
- ↑ Beason
- ↑ Lemon
- ↑ "Ecology of Condors". Archived from the original on 1 October 2006
- ↑ 31,0 31,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Σεπτεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2014.
- ↑ 32,0 32,1 32,2 32,3 Ormiston
- ↑ 33,0 33,1 Schlee
- ↑ Henderson et al
- ↑ Schulenberg
- ↑ Feduccia
- ↑ Bellinger
- ↑ Baker et al
- ↑ 39,0 39,1 39,2 Ferguson-Lees
- ↑ 40,0 40,1 de Roy
- ↑ Grady
- ↑ 42,0 42,1 Tozzer & Glover
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2014.
- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/full/22697641/0
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175263
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Amadon Dean: http://sora.unm.edu/sites/default/files/journals/condor/v079n04/p0413-p0416.pdf
- Baker, Aaron J.; Whitacre, David F.; Aguirre, Oscar (1996). "Observations of king vultures (Sarcoramphus papa) drinking and bathing". Journal of Raptor Research 30 (4): 246–47.
- Bellinger, Jack (March 25, 1997). "King Vulture AZA Studbook". Archived from the original on November 10, 2006.
- Beason, Robert C. (2003). Through a Birds Eye: Exploring Avian Sensory Perception (PDF). University of Nebraska.
- Brown, Leslie (1976). Birds of Prey: Their biology and ecology. Hamlyn. p. 59. ISBN 0-600-31306-9.
- de Roy, Tui (1998). "King of the Jungle". International Wildlife (28): 52–57. ISSN 0020-9112.
- Diehl, Richard A.; Berlo, Janet Catherine (1989). Mesoamerica after the decline of Teotihuacan, A.D. 700–900, Parts 700–900. pp. 36–37. ISBN 0-88402-175-0.
- Ferguson-Lees, J.; Christie, D. A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London
- Fisher, Harvey L. (1944). "The skulls of the Cathartid vultures". The Condor 46 (6): 272–296. doi:10.2307/1364013.
- Grady, Wayne (1997). Vulture: Nature’s Ghastly Gourmet. San Francisco: Sierra Club Books. p. 47. ISBN 0-87156-982-5.
- Gurney, John Henry (1864). A descriptive catalogue of the raptorial birds in the Norfolk and Norwich museum. Oxford University.
- Henderson, Carrol L.; Adams, Steve; Skutch, Alexander F. (2010). Birds of Costa Rica: A Field Guide. University of Texas Press. p. 66. ISBN 0-292-71965-5.
- Houston, D.C. (1994). "Family Cathartidae (New World vultures)". In del Hoyo, Josep; Elliott, Andrew; Sargatal, Jordi (eds.). Volume 2: New World Vultures to Guineafowl of Handbook of the Birds of the World. Barcelona: Lynx edicions. pp. 24–41. ISBN 84-87334-15-6
- Howell, Steve N.G.; Webb, Sophie (1995). A Guide to the Birds of Mexico and Northern Central America. New York: Oxford University Press. p. 176. ISBN 0-19-854012-4.
- Lemon, William C (December 1991). "Foraging behavior of a guild of Neotropical vultures" (PDF). Wilson Bulletin 103 (4): 698–702.
- Likoff, Laurie (2007). "King Vulture". The Encyclopedia of Birds. Infobase Publishing. pp. 557–60. ISBN 0-8160-5904-7
- Miller, Loye H. (1931). "Bird Remains from the Kern River Pliocene of California". The Condor 33 (2): 70–72. doi:10.2307/1363312
- Noriega, Jorge I.; Areta, Juan I. (2005). "First record of Sarcoramphus Dumeril 1806 (Ciconiiformes : Vulturidae) from the Pleistocene of Buenos Aires province, Argentina". Journal of South American Earth Sciences 20 (1–2 (SI)): 73–79. doi:10.1016/j.jsames.2005.05.004. Retrieved 10 November 2010.
- Ormiston, D. "Sarcoramphus papa". Animal Diversity Web. Retrieved 11 September 2007.
- Peterson, Alan P. (23 December 2007). "Richmond Index – Genera Aaptus – Zygodactylus". The Richmond Index. Division of Birds at the National Museum of Natural History.
- Remsen, J. V., Jr.; Cadena, C. D.; Jaramillo, A.; Nores, M.; Pacheco, J. F.; Robbins, M. B.; Schulenberg, T. S.; Stiles, F. G.; Stotz, D. F. and Zimmer, K. J. (2007). A classification of the bird species of South America. South American Classification Committee
- Restall, Robin; Rodner, Clemencia; Lentino, Miguel (2006). Birds of Northern South America: An Identification Guide. Vol. 2. Christopher Helm. p. 68. ISBN 0-7136-7243-9.
- Restall, Robin; Rodner, Clemencia; Lentino, Miguel (2006). Birds of Northern South America: An Identification Guide. Vol. 1. Christopher Helm. pp. 80–83. ISBN 0-7136-7242-0.
- Ridgely, Robert; Greenfield, Paul (2001). Birds of Ecuador: Field Guide. Cornell University Press. p. 74. ISBN 0-8014-8721-8.
- Schlee, Marsha (2005). "King vultures (Sarcoramphus papa) forage in moriche and cucurit palm stands". Journal of Raptor Research 39 (4): 458–61.
- Schulenberg, Thomas S. (2007). Birds of Peru. Princeton, NJ: Princeton University Press. p. 84. ISBN 0-691-13023-X.
- Sibley, Charles G.; Monroe, Burt L.. (1990). Distribution and Taxonomy of the Birds of the World. Yale University Press. ISBN 0-300-04969-2.
- Sibley, Charles G. and Jon E. Ahlquist (1991). Phylogeny and Classification of Birds: A Study in Molecular Evolution. Yale University Press. ISBN 0-300-04085-7
- Suárez, William (2001). "A Re-evaluation of Some Fossils Identified as Vultures (Aves: Vulturidae) from Quaternary Cave Deposits of Cuba". Caribbean Journal of Science 37 (1–2): 110–111.
- Tagliarini, Marcella Mergulhão; Pieczarka, Julio Cesar; Nagamachi, Cleusa Yoshiko; Rissino, Jorge; de Oliveira, Edivaldo Herculano C. (2009). "Chromosomal analysis in Cathartidae: distribution of heterochromatic blocks and rDNA, and phylogenetic considerations". Genetica 135 (3): 299–304. doi:10.1007/s10709-008-9278-2. PMID 18504528.
- Tozzer, Alfred Marston; Glover Morrill Allen (1910). Animal Figures in the Maya Codices. Harvard University.
- Wilbur, Sanford (1983). Vulture Biology and Management. Berkeley: University of California Press. p. 12. ISBN 0-520-04755-9
- Wood, John George (1862). The illustrated natural history. London: Routledge, Warne and Routledge. pp. 15â17.