Ανάγλυφο
Ανάγλυφο ονομάζεται στη γλυπτική κάθε γλυπτή παράσταση, πολλές φορές διάκοσμος, κατασκευασμένη έτσι ώστε να προεξέχει από μια επιφάνεια πλάκας στερεού υλικού, του ίδιου υλικού από το οποίο αποτελείται και η παράσταση. Δίνει την εντύπωση ότι οι μορφές που δημιουργεί έχουν ανυψωθεί επάνω από την επιφάνεια-υπόβαθρο, που ονομάζεται βάθος, ενώ στην πραγματικότητα η επιφάνεια γύρω από τις μορφές έχει σμιλευθεί και χαμηλώσει ώστε να φανούν οι μορφές.[1]. Υπάρχουν και ανάγλυφα όπου ο μορφές είναι σκαλισμένες χαμηλότερα από την επιφάνεια (είναι, όπως λέγεται, πρόστυπες αντί έκτυπες), αλλά ιστορικά η τέχνη αυτού του τύπου περιορίζεται σε δείγματα από την αρχαία Αίγυπτο, ή στα εγχάρακτα πετράδια και άλλες διακοσμήσεις (βλ. χαρακτική). Η τεχνική του αναγλύφου απαιτεί πολλή εργασία σμιλεύματος του βάθους, που χρειάζεται αρκετό χρόνο. Από την άλλη, δεν χρειάζεται η διαμόρφωση της πίσω όψεως (και μέρους της πλάγιας όψεως) των μορφών. Πλεονέκτημα του αναγλύφου είναι επίσης ότι η πιθανότητα να σπάσει είναι μικρότερη και η στερέωση στη θέση του ασφαλέστερη από εκείνη ενός «ολόκληρου» γλυπτού. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό στα όρθια αγάλματα-ανδριάντες, όπου οι αστράγαλοι αποτελούν ένα αδύναμο σημείο, ιδίως στα πέτρινα έργα. Σε άλλα υλικά, όπως είναι το μέταλλο, ο πηλός, ο στόκος ή και το πεπιεσμένο χαρτί, η μορφή μπορεί απλώς να προστεθεί ή να ανυψωθεί με πίεση από την πίσω όψη του υποστρώματος. Πολλά μνημειακά ανάγλυφα από μπρούντζο δημιουργούνται με χύτευση. Το ανάγλυφο υπήρξε ίσως ιστορικά η πρώτη αφετηρία προς την υπόλοιπη γλυπτική. Η ζωγραφική διακόσμηση επιφανειών αποδείχθηκε σύντομα ότι δεν ήταν τόσο ανθεκτική στη φθορά της χρήσεως και τη φυσική φθορά του χρόνου. Η ανάγκη της αντοχής στον χρόνο δημιούργησε έτσι αρχικώς τη σχεδιαστική χάραξη και μετά επεκτάθηκε στην αφαίρεση ενός επιπέδου τού ενδιάμεσου ανάμεσα στις μορφές ή τα σχέδια, έτσι ώστε να παρουσιάζονται πιο «ζωντανά» στον θεατή, εξαιτίας της ενισχύσεως των σκιαστικών τονισμών, την οποία δημιουργεί η διαφορά του φωτισμού των επιφανειών.
Υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί αναγλύφου, ανάλογα με το πόσο εξέχουν οι μορφές από το βάθος, οι οποίοι υποδηλώνονται συχνά με τον αντίστοιχο ιταλικό ή γαλλικό όρο. Το υψηλό ανάγλυφο (ιταλ. alto-rilievo, γαλλ. ω-ρελιέφ) δείχνει περισσότερο από το 50% της μορφής να ξεπροβάλλει από το βάθος. Στο μέσο ανάγλυφο (ιταλ. mezzo-rilievo), το χαμηλό ανάγλυφο (ιταλ. basso-rilievo, γαλλ. μπα-ρελιέφ) και το «ρηχό ανάγλυφο» (ιταλ. rilievo schiacciato)[2] δείχνουν διαδοχικά όλο και μικρότερο μέρος των μορφών. Η βασική, καθαρότερη και σημαντικότερη διάκριση είναι πάντως μεταξύ υψηλού και χαμηλού αναγλύφου, και αυτοί οι δύο είναι γενικώς οι μόνοι όροι που χρησιμοποιούνται στην περιγραφή της τεχνικής του αναγλύφου.
Τα ανάγλυφα είναι συνηθισμένα σε όλο τον κόσμο, στους τοίχους κτηρίων και σε ποικιλία άλλων, μικρότερων πλαισίων. Συχνά μια ακολουθία αρκετών αναγλύφων ή τομέων αναγλύφου αντιπροσωπεύει/εικονογραφεί μία εκτεταμένη αφήγηση. Το ανάγλυφο είναι πιο κατάλληλο για την απόδοση σύνθετων θεμάτων, με πολλές μορφές σε δραστήριες στάσεις, όπως για παράδειγμα μάχες, από ό,τι τα «ολόπλευρα» γλυπτά έργα. Τα περισσότερα αρχαία αρχιτεκτονικά ανάγλυφα ήταν αρχικώς επιζωγραφισμένσ, κάτι που βοηθούσε στην αντίληψη των μορφών σε χαμηλό ανάγλυφο. Το θέμα των αναγλύφων είναι συνήθως ανθρώπινες μορφές, αλλά συχνά παριστάνονται διακοσμητικά γεωμετρικά ή φυτικά μοτίβα, όπως για παράδειγμα στα αραβουργήματα της ισλαμικής τέχνης, αλλά και οποιοδήποτε άλλο θέμα, ιδίως στην τέχνη των νεότερων χρόνων.
Τα ανάγλυφα σε βράχο αποτελούν μια ειδικότερη περίπτωση. Είναι σκαλισμένα σε συμπαγές βραχώδες υπόστρωμα στο ύπαιθρο ή μέσα σε σπήλαια. Συναντώνται σε αρκετούς πολιτισμούς, ιδίως στην αρχαία Μέση Ανατολή και στις βουδιστικές χώρες.
Τύποι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η διάκριση ανάμεσα στο υψηλό και το χαμηλό ανάγλυφο είναι κάπως υποκειμενική, και τα δύο είδη συνδυάζονται πολύ συχνά στο ίδιο έργο τέχνης. Ειδικότερα, τα περισσότερα «υψηλά ανάγλυφα» από ένα σημείο της ιστορίας της τέχνης και ύστερα περιλαμβάνουν περιοχές σε χαμηλό ανάγλυφο, συνήθως στο φόντο. Από τη ζωφόρο του Παρθενώνα και μετά, πολλές μεμονωμένες μορφές σε μεγάλα έργα μνημειακής γλυπτικής έχουν τις κεφαλές τους σε υψηλό ανάγλυφο, αλλά το κάτω μέρος των ποδιών τους σε χαμηλό ανάγλυφο. Οι μορφές που δημιουργούνται με τον τρόπο αυτόν δίνουν καλό αποτέλεσμα σε ανάγλυφα που παρατηρούνται από κάτω, αντιπροσωπεύοντας το ότι οι κεφαλές των μορφών έχουν συνήθως περισσότερο ενδιαφέρον, τόσο για τον καλλιτέχνη όσο και για τον θεατή, από ό,τι τα πόδια. Καθώς υποδεικνύουν ημιτελή παραδείγματα από διάφορες εποχές, τα ανάλγυφα στα οποία οι μορφές εξέχουν γίνονταν συνήθως σημειώνοντας το περίγραμμα των μορφών και κατόπιν χαμηλώνοντας τις περιοχές του φόντου στο νέο τους επίπεδο, εργασία που αναμφίβολα γινόταν από μαθητευόμενους.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Relief». Merriam-Webster. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2012.
- ↑ Murray, Peter & Linda: Penguin Dictionary of Art & Artists, Λονδίνο 1989, λήμα «Relief», σελ. 348
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Avery, Charles: Το λήμμα «Relief sculpture» στο Grove Art Online (διαδικτυακή έκδοση του Grove Dictionary of Art)
- Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σελίδες 315-318
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Reliefs στο Wikimedia Commons