Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βικιπαίδεια:Μεταφράσεις όρων/Φιλοσοφία της επιστήμης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η μετάφραση του άρθρου Φιλοσοφία της επιστήμης που σχετίζεται με το προκείμενο λήμμα έχει ολοκληρωθεί.

  • absurd = παράλογος
  • abuse = κατάχρηση
  • accountability = ευθύνη / υποχρέωση λογοδοσίας [social accountability = κοινωνική ευθύνη]
  • amenable = διαθέσιμος [amenable + science = διαθέσιμο σε επιστημονικό έλεγχο - Susceptible or open, as to testing or criticism: “The phenomenon of mind... is much more complex, though also more amenable to scientific investigation, than anyone suspected” (Michael D. Lemonick). http://dictionary.reference.com/search?q=amenable]
  • analysis = ανάλυση
  • angle of projection = γωνία προβολής (γεωμετρία) / γωνία βολής (φυσική, βολές)
  • arbiter = κριτής, κριτικός
  • argumentum επιχείρημα,διαφωνία
 argumentum ad ignorantiam = επίκληση αγνοίας,εικοτολογία
 argumentum (reductio) ad absurdum = εις άτοπον απαγωγή(αναγωγή)
 argumentum ad hominem = προσβολή χαρακτήρος,προσωπική επίθεση
  • aspect = άποψη
  • attractor = ελκυστής [strange attractor = παράξενος ελκυστής]
  • auxiliary = δευτερεύων / βοηθητικός


  • cause = αιτία,αίτιο (cause and effect = αίτιο και αιτιατό)
  • causal = αιτιακός,αιτιατικός,αιτιολογικός
  • causality = αιτιότητα (η αρχή ότι παν αιτιατό έχει κάποιο αίτιο,του αιτίου προηγουμένου του αιτιατού χρονικά)
  • celestial = ουράνιος (celestial mechanics = ουράνια μηχανική)
  • circular argument-logic = κυκλικό επιχείρημα-λογική ,(προβληματική ταυτολογική-αυτοαναφορική συλλογιστική ή/και πλάνη)
  • claim = ισχυρισμός, ισχυρίζομαι
  • cognitive = γνωστικός,γνωσιακός
  • cognitive act = πράξη αντίληψης / γνωστική πράξη
  • coherent = συνεκτικός
  • commercial = εμπορικός
  • component part = συνθετικό στοιχείο
  • concept = έννοια
  • conception = ιδέα, σύλληψη ιδέας
  • conceptual = εννοιολογικός
  • consensus = συναίνεση [consensus decision making = συναινετική λήψη αποφάσεων]
  • consistent = συνεπής [self-consistent = αυτοσυνεπής]
  • constructivist = κονστρουκτιβιστής
  • context = πλαίσιο [δείτε social context]
  • convenient = βολικός / χρήσιμος
  • correspondence = αντιστοιχία
  • cramp = καθηλώνω
  • criterion = κριτήριο [problem of criterion = πρόβλημα κριτηρίου]
  • crucial = κρίσιμο


  • datum = σημείο αναφοράς,δεδομένο (πληθυντικός data)
  • deduction = απαγωγή(παραδοσιακός όρος), παραγωγή(νεώτερος όρος) (->ενός συμπεράσματος πηγαίνοντας απ' το γενικό στο ειδικό)
  • determinism = ντετερμινισμός,αιτιοκρατία ( η αρχή/ιδέα//φιλοσοφική σχολή ότι δοθέντων των αρχικών συνθηκών ενός συστήματος και των κανόνων που το διέπουν, μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων και εξ αρχής,είναι προδιαγεγραμμένη επακριβώς, η μελλοντική εξέλιξη και πορεία του)
  • deny = αρνούμαι
  • discipline = επιστημονικός κλάδος
  • dispute = αμφισβήτηση / αντιπαραθέσεις
  • distinct = διακριτός


  • electron = ηλεκτρόνιο
  • eloquent = εκφραστικός, εύγλωττος
  • embedded = συνυφασμένος
  • emergent = αναδυόμενος [emergent properties = αναδυόμενες ιδιότητες (εν αντιδιαστολή με αναγωγισμό)
  • empiricism = εμπειρισμός
  • ensure = διασφαλίζω, σιγουρεύω
  • enterprise = εγχείρημα / επιχείρηση
  • entity = οντότητα
  • ethical = ηθικός / δεοντολογικός
  • evidence = τεκμήριο,στοιχείο
  • evidence from experimentation = πειραματική τεκμηρίωση
  • existance = ύπαρξη
  • extent = βαθμός / έκταση
  • extraordinary = ἔξαίρετος/εξαιρετικός


  • face value = ονομαστική αξία, τοις μετρητοίς
  • falsifiability = διαψευσιμότητα
  • falsification = διάψευση
  • field = πεδίο
  • force = δύναμη
  • formulate = διατυπώνω
  • foundationalism = θεμελιωτισμός
  • fractal = μορφοκλασματικό σύνολο


  • gratuitous = ανώφελος
  • gravity = βαρύτητα


  • hold = στηρίζω / υποστηρίζω (ιδέα, άποψη, κτλ) (ίδιο με uphold)


  • identical = ταυτόσημος
  • implicit = ανεκδήλωτος
  • imply = υπονοώ
  • incorporate = ενσωματώνω
  • induction = επαγωγή
  • infallibility = αλάθητο / αδιάψευστο
  • inference = συμπερασμός / συμπέρασμα
  • information = πληροφορία [information-destructive = πληροφοριοκαταστροφικός]
  • initial = αρχικός [initial velocity = αρχική ταχύτητα]
  • instance = έκφανση
  • instrumentalism = ινστρουμενταλισμός
  • interaction = αλληλεπίδραση
  • interpretation = ερμηνεία
  • intersubjectivity = διυποκειμενικότητα
  • invalidate = ακυρώνω
  • irreducible = ανεπίδεκτος μείωσης
  • irrelevant = άσχετος
  • issue = ζήτημα


  • justification = αιτιολόγηση


  • lay people = λαϊκοί
  • loop = βρόχος [strange loop = παράξενος βρόχος]


  • magnitude = μέγεθος / έκταση
  • minimum = ελάχιστο [minimum message length = μήνυμα ελαχίστου μήκους]
  • moral = ηθικός


  • naive = απλοϊκός/αφελής [naive empiricism = απλοϊκός εμπειρισμός]
  • notion = αντίληψη / διανόημα / έννοια


  • objectivity = αντικειμενικότητα
  • observation = παρατήρηση
  • outlier = σκόπελος [μτφ.]


  • perception = αντίληψη / προσωπική αντίληψη
  • phase = φάση [phase space = χώρος φάσεων, φασικός χώρος]
  • positivism = θετικισμός
  • prescriptive = τυποποιημένος
  • primary = πρωτεύων
  • probe = ερευνητικό σκάφος (κυρίως για διάστημα)
  • projectile = βλήμα
  • projection = προβολή [angle of projection = γωνία προβολής (γεωμετρία)]


  • quantify = ποσοτικοποιώ
  • quasi-empirical method = ημιεμπειρική μέθοδος


  • rational = λογικός / ορθολογικός
  • reduction = αναγωγή
  • reductionism = αναγωγισμός [greedy reductionism = πλεονεκτικός αναγωγισμός](η αρχή/ιδέα//φιλοσοφική σχολή ότι τα πάντα μπορούν να αναχθούν σε ένα μικρό σύνολο πρώτων αρχών)
  • referential = αναφορικός [self-referntial = αυτοαναφορικός]
  • refute = διαψεύδω/καταρρίπτω
  • regress = αναδρομή/αναγωγή [regress argument = δι'άλλήλων,ζήτημα αναγωγής]
  • rigour = αυστηρότητα (ως προς την τήρηση του κανόνα)
  • reject = απορρίπτω
  • representative = αντιπροσωπευτικός


  • sample = δείγμα
  • secular = εγκόσμιος
  • seemingly = φαινομενικά
  • sense = έννοια
  • set = σύνολο
  • seperate = ξεχωριστός
  • shape (verb) = καθορίζω,σχηματίζω
  • social context = κοινωνικό πλαίσιο
  • space = χώρος [phase space = χώρος φάσεων, φασικός χώρος]
  • statement = πρόταση,θέση,έκθεση
  • stifle = πνίγω
  • subjectivity = υποκειμενικότητα


  • tautology = ταυτολογία
  • test = έλεγχος
  • theory = θεωρία [theory of motion = θεωρία κινηματικής, κινηματική θεωρία], [chaos theory = θεωρία του χάους]
  • transit of venus = διάβαση της Αφροδίτης


  • ubiquitous = πανταχού παρών
  • understanding = κατανόηση
  • uniformitarianism = ομοιομορφισμός
  • unobservable = μη παρατηρήσιμος (απευθείας)
  • usable = χρησιμοποιήσιμος
  • velocity = ταχύτητα