Μπαϊμπάρς
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Μπαϊμπάρς | |
---|---|
Σουλτάνος της Αιγύπτου και της Συρίας | |
Περίοδος | 24 Οκτωβρίου 1260 - 2 Μαΐου 1277 |
Στέψη | 1260 |
Προκάτοχος | Κουτούζ |
Διάδοχος | Αλ-Σαΐντ Μπαρακάχ |
Γέννηση | 19 Ιουλίου 1223 Κριμαία |
Θάνατος | 2 Μαΐου 1277 (54 ετών) Δαμασκός, Συρία |
Επίγονοι | Αλ-Σαΐντ Μπαρακάχ Σολαμίς |
Θρησκεία | Σουνίτης |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Μπαϊμπάρς (αλ-Μαλίκ αλ Ζαχίρ Ρουκν αλ-ντιν Μπαϊμπάρς αλ Μπουντουγκνταρί, 19 Ιουλίου 1223 - 2 Μαΐου 1277), με καταγωγή από το τουρκικό φύλο των Κιπτσάκων και με το προσωνύμιο Αμπού αλ-Φουτούχ[1], ήταν ο τέταρτος Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου. Το όνομά του προέρχεται από το κιπτσακικό τουρκικό bay (μπάη, μπέη=αρχηγός) + bars (μπαρς=πάνθηρας).
Αρχικά πωλήθηκε ως σκλάβος στους Μογγόλους. Ο εμίρης της Χάμα ήταν καχύποπτος απέναντι στον Μπαϊμπάρ, λόγω της ασυνήθιστης εξωτερικής του εμφάνισης: πολύ ψηλός, μελαχρινός, με καταρράκτη στο ένα του μάτι. Πουλήθηκε σε έναν Αιγύπτιο απεσταλμένο και στάλθηκε στην Αίγυπτο, όπου έγινε σωματοφύλακας του Αγιουβίδη κυβερνήτη Ας Σαλίχ Αγιούμπ.
Ήταν στρατιωτικός διοικητής των Μαμελούκων (1250), όταν ηττήθηκε στη Ζ' Σταυροφορία από τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ' τον Άγιο, και στρατιωτικός διοικητής υπό τον σουλτάνο Κουτούζ στην μάχη του Άιν Τζαλούτ. Μετά τη μάχη, ο σουλτάνος δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού και τον διαδέχθηκε ο ίδιος ο Μπαϊμπάρ, που λέγεται ότι ήταν αναμεμειγμένος στη δολοφονία του, γιατί ο Κουτούζ δεν του ανέθετε υψηλές διοικητικές θέσεις λόγω φόβου.
Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Συνέχισε τους πολέμους με τους Σταυροφόρους, ιδιαίτερα με το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, που είχε συμμαχήσει με τους Μογγόλους εναντίον του στην μάχη του Άιν Τζαλούτ. Επιτέθηκε (1263) στην Άκρα, το μόνο τμήμα που είχε απομείνει από το βασίλειο της Ιερουσαλήμ: απέτυχε να το καταλάβει, αλλά νίκησε τους Σταυροφόρους σε μια σειρά από άλλες μάχες: (Αρσούφ, Χάιφα, Ασκαλών, Καισάρεια), παίρνοντας πολλούς αιχμαλώτους, ανάμεσα στους οποίους Ναΐτες και Ιωαννίτες Ιππότες.
Επιτέθηκε (1266) στους Αρμένιους στην Κιλικία, τους μόνους συμμάχους της Αντιόχειας, πολιόρκησε την Αντιόχεια και την κατέλαβε στις 18 Μαΐου 1268, σφάζοντας τους κατοίκους, αν και είχε υποσχεθεί να τους χαρίσει τις ζωές. Ο πρίγκηπας της πόλης Βοϊμόνδος κατάφερε να δραπετεύσει, ενώ λίγο αργότερα κατέφτασαν οι δυνάμεις της Η' Σταυροφορίας (1271) υπό τον βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδο Α', που συμμάχησε αμέσως με τους Μογγόλους εναντίον του.
Ο Εδουάρδος δεν κατάφερε να κάνει τίποτα το σημαντικό για να τον απειλήσει, επιστρέφοντας άπρακτος πίσω στην Αγγλία (1272), αφού λίγο πριν είχε αποτύχει προσπάθεια του Μπαϊμπάρς να τον δολοφονήσει. Παίρνοντας θάρρος, ο Μπαϊμπάρς προχώρησε ακόμα περισσότερο: επιτέθηκε στο Σουλτανάτο του Ρουμ των Σελτζούκων. Εκεί νίκησε τους Μογγόλους στη μάχη του Ελμπιστάν (1277) και αποσύρθηκε στη Συρία. Παντρεύτηκε πολλές γυναίκες, αφήνοντας συνολικά 7 κόρες και 3 γιους, δύο από τους οποίους (αλ Σαΐντ Μπαρακάχ και Σολαμίς) έγιναν σουλτάνοι.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Το προσωνύμιο Αμπού αλ-Φουτούχ σημαίνει Πατέρας των Κατακτήσεων, ως αναφορά στις νίκες του.