Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Manussos.djvu/148

Από Βικιθήκη
Αναθεώρηση ως προς 22:40, 10 Νοεμβρίου 2024 από την Αντιγόνη (συζήτηση | Συνεισφορά) (Lint error: Missing end tag)
(διαφ.) ← Παλαιότερη έκδοση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη έκδοση → (διαφ.)
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
 148 
Ο ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΓΡΙΒΑΣ
ΚΑΙ.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΟΥΣΣΟΥΛΙΟΥ
ΠΛΗΣΙΟΝ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΕΙΣ ΤΑ 1854.


Τῆς Ηπείρου νέος Ἀννίβας
Ὁ Θεοδωράκης Γρίβας.


Τί νᾆνε τὸ μπουμπουνητό, σὰν τί νᾆνε ἡ θολοῦρα
Ὁποῦ τὴν ῥάχη ἐπλάκωσε τοῦ Κουσσουλιοῦ τὴν ἄγρια;
Μήνα τὰ σύγνεφα βροντᾶν, μήνα ὁ βοριᾶς παλαίβῃ;
Μήνα τῆς Λίμνης τὸ στοιχειὸ τὰ κύματα φουσκόνῃ,
Σὰν χιονοσκέπαστα βουνά, τὸ κάστρο νὰ χαλάση;...
Βρέ, μήτε σύγνεφα γλακᾶν, μήτε ὁ βοριᾶς παλαίβει
Μήτε τῆς Λίμνης τὸ στοιχειὸ τὰ κύματα φουσκόνει.
Ὁ Γρίβας κάνει πόλεμο μ’ ὀγδῶντα παλληκάρια.
’Σ τὸν ὕπνο τὸν ἐπλάκωσαν κι’ ἀπάνω ’ς τὤνειρό του·
Τὸ πνεῦμά του κυμάτιζε σὲ φοβεροὺς πολέμους·
Τὴν νίκην ἔβλεπε ’μπροστὰ μὲ τὸ σταυρὸ ’ς τὸ χέρι...
Λαχτάρισε, πετάχθηκε, σὰν πατημένο φίδι,
Κι’ ἅρπαξε τὸ τουφέκι του τὸ εὐλογημένο χέρι.
Σουρίζουν βόλια, καὶ βροντοῦν τὰ φοβερά τουφέκια·
Τοῦ Κουσσουλιοῦ ἀπ’ τὰ θέμελα βογγᾷ καὶ σειέτ’ ὁ βράχος,
Καὶ λάμψαις ἄγριαις τῆς νυχτὸς τρομάζουνε τὸ σκότος...