ανδρικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|Ανδρικός|Ανδρίκος|Ἀνδρικός}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'καλός'}}
{{el-κλίση-'καλός'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{πρόσφ|άνδρας|-ικός}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|ἀνδρικός}}. {{μορφολογικά}} {{πρόσφ|άνδρας|-ικός}}<ref>{{Π:Γεωργακάς}}</ref>


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|el|an.ðɾiˈkos}}
{{ΔΦΑ|el|an.ðɾiˈkos}}
: {{συλλ|αν|δρι|κός}}


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό''' και [[αντρικός]]
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό'''
* που αναφέρεται ή ανήκει ή χαρακτηρίζει τον [[άνδρας|άνδρα]]
* που αναφέρεται ή ανήκει ή χαρακτηρίζει τον [[άνδρας|άνδρα]]

===={{μορφές}}====
* [[αντρικός]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
Γραμμή 59: Γραμμή 64:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Τελευταία αναθεώρηση της 10:08, 18 Φεβρουαρίου 2024

Δείτε επίσης: Ανδρικός, Ανδρίκος, Ἀνδρικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανδρικός η ανδρική το ανδρικό
      γενική του ανδρικού της ανδρικής του ανδρικού
    αιτιατική τον ανδρικό την ανδρική το ανδρικό
     κλητική ανδρικέ ανδρική ανδρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανδρικοί οι ανδρικές τα ανδρικά
      γενική των ανδρικών των ανδρικών των ανδρικών
    αιτιατική τους ανδρικούς τις ανδρικές τα ανδρικά
     κλητική ανδρικοί ανδρικές ανδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανδρικός < αρχαία ελληνική ἀνδρικός. Μορφολογικά αναλύεται σε άνδρας + -ικός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.ðɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐δρι‐κός

Επίθετο

[επεξεργασία]

ανδρικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται ή ανήκει ή χαρακτηρίζει τον άνδρα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ανδρικόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας