φάρσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}} |
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}} |
||
==={{από το Πορτογαλικό farsa}}=== |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ fr}} [[farce]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ fr}} [[farce]] |
||
Αναθεώρηση της 09:24, 14 Ιανουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φάρσα θηλυκό
- είδος ελαφριού κωμικού θεατρικού έργου όπου το αστείο στηρίζεται συνήθως στην γελοιοποίηση ατόμων προς διασκέδαση των υπολοίπων
- ενέργεια με σκοπό την παραπλάνηση των άλλων για πλάκα ή για άλλους λόγους, η παραπλάνηση για τη γελοιοποίηση κάποιου, το κάπως χοντρό αστείο που έχει συνέπειες ή αναστατώνει
- "Έγινε φάρσα για βόμβα"
- "Αυτές οι τηλεφωνικές φάρσες με ανάγκασαν να κάνω το τηλέφωνό μου απόρρητο"
- "Μου είπε ότι κέρδισα το λαχείο και τελικά ήταν φάρσα για να με αναστατώσει"