-ία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κατηγορίες στο {{δείτε
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π:
Γραμμή 4: Γραμμή 4:
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|-ία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|-ία}}
: ''για σύγχρονους επιστημονικούς όρους'' < καταλήξεις [[αγγλικά|''αγγλικές'']] ({{l|-ia|en}}, {{l|-y|en}}), [[γαλλικά|''γαλλικές'']] ({{l|-ie|fr}}) < {{etym|la|el|-ia}} < {{αρχ}} {{λ|-ία|grc}}<ref>{{Β:ΛΚΝ|%-ία"|-ία}}</ref>
: ''για σύγχρονους επιστημονικούς όρους'' < καταλήξεις [[αγγλικά|''αγγλικές'']] ({{l|-ia|en}}, {{l|-y|en}}), [[γαλλικά|''γαλλικές'']] ({{l|-ie|fr}}) < {{etym|la|el|-ia}} < {{αρχ}} {{λ|-ία|grc}}<ref>{{Π:ΛΚΝ|%-ία"|-ία}}</ref>


==={{επίθημα|el}}===
==={{επίθημα|el}}===
Γραμμή 73: Γραμμή 73:


==={{πηγές}}===
==={{πηγές}}===
* {{Β:Μπαμπινιώτης 2010}}
* {{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 20:48, 27 Ιουλίου 2020

Δείτε και Κατηγορίες για λέξεις με επίθημα -ία στα νέα ελληνικά - στα μεσαιωνικά ελληνικά - στα αρχαία ελληνικά -ιά, -ια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η α οι ες
      γενική της ας των ών
    αιτιατική τη(ν) α τις ες
     κλητική α ες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ία < αρχαία ελληνική -ία
για σύγχρονους επιστημονικούς όρους < καταλήξεις αγγλικές (-ia, -y), γαλλικές (-ie) < λατινική -ia < αρχαία ελληνική -ία[1]

Επίθημα

-ία θηλυκό

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Αναφορές



Ετυμολογία

-ία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ία

Επίθημα

-ία θηλυκό

  1. επίθημα για τη δημιουργία αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που εκφράζουν ό,τι η πρωτότυπη λέξη
    ἀβροχία, δροσοφορία
  2. κατάληξη λόγιων θηλυκών επιθέτων από αρσενικά σε -ιος
    ἄξιος (αρσενικό), ἀξία (θηλυκό)

Δείτε επίσης



* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?

Ετυμολογία

-ία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-h

Επίθημα

-ία [ῐᾱ] θηλυκό

  1. επίθημα για τη δημιουργία μετονοματικών θηλυκών ουσιαστικών
    ἄγγελ(ος) Lua error in Module:Πρότυπο:λ at line 65: attempt to index field '?' (a nil value).
  2. κατάληξη θηλυκών επιθέτων από αρσενικά σε -ιος
    χθόνιος (αρσενικό), χθονία (θηλυκό)

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.