Κατηγορία:Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Δανεισμοί » Λόγια δάνεια » Λόγια ενδογενή δάνεια ««« |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Για τους συντάκτες:
|
- Λόγια διαχρονικά δάνεια για την εξυπηρέτηση μετάφρασης ελληνογενών διεθνών όρων όπου ολόκληρη η λέξη (και τα δύο συνθετικά) είναι αρχαίας ελληνικής προέλευσης. Είναι ελληνογενείς όροι από άλλες γλώσσες.
- Classical compounds στην αγγλική Βικιπαίδεια
Σελίδες στην κατηγορία "Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 977 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Μ
- μαγγάνιο
- μαγεία
- μαγκεμίτης
- μαγνήσιο
- μαγνητισμός
- μαγνητοστατική
- μεγα-
- μεγαλο-
- μεγαλόδοντας
- μεγαλομανής
- μεθαμφεταμίνη
- μειόκαινος
- μελόδραμα
- μελοδραματικός
- Μελόκακτος
- μελόντικα
- μελωδία
- μερεολογία
- μερίστωμα
- μερολογία
- μερώνυμο
- μεταϊστορία
- μεταλογική
- μεταπλασία
- μετεωρίτης
- μηχανικός
- μηχανιστικός
- μιθριδατισμός
- μικρο-
- μικροβιολόγος
- μικροσκόπηση
- μολυβδαίνιο
- Μονήρη
- μονισμός
- μονιστής
- μονοθελητισμός
- μονοκοτυλήδονος
- μονολατρισμός
- μονόλογος
- μονομορφηματικός
- μονοξείδιο
- μονοφασικός
- μόρφημα
- μορφολογία
- μουσείο
- μουσειολόγος
- μουσική
- μπαρ
- μυέλωμα
- μυθολογία
- μυοκαρδίτιδα
Ν
- νανο-
- νανόμετρο
- νανοσκόπιο
- ναρκισσιστής
- ναρκισσιστικός
- νεκρολογία
- νεκροφιλία
- νεκροφοβία
- νεκροψία
- νεκταρίνι
- νεοδύμιο
- νεολογισμός
- νεοτενής
- νεοτενία
- νευρογενής
- νευρολογία
- νευρολογικός
- νευρολόγος
- νευροουρολογία
- νευροουρολόγος
- νεύρωση
- νευρωσικός
- νευρωτικός
- νεφρώνας
- νιόβιο
- νοσομανία
- νοσοφοβία
- ντίσκο
- ντισκοτέκ
- ντοκτορά
- νυμφομανής
Ο
- οδόσημο
- οδοτερμίτης
- όζον
- οζονόσφαιρα
- οζοντόσφαιρα
- οικολογία
- οικολόγος
- οικονομετρία
- οικοτουρισμός
- οικοτουριστικός
- οικότυπος
- οινολόγος
- οκτάνιο
- ολιγοδενδρίτης
- ολιγομηνόρροια
- ολιγοτροφικός
- ολισμός
- ολο-
- ολόγραμμα
- ολογραφία
- ολυμπισμός
- ολωνυμία
- ομοερωτικός
- ομοιοπαθητική
- ομοιόσταση
- ομοκοινωνικότητα
- ομοπλαστικός
- ομοφοβία
- ομοφοβικός
- ορεογραφία
- ορεομετρία
- ορθοστατικός
- οριζόντιος
- ορμονοθεραπεία
- ορνιθολόγος
- ορυκτολογικός
- ορυκτολόγος
- ορφισμός
- όσμιο
- οστίτιδα
- ουράνιο
- ουρανισμός
- Ουρανός
- ουτοπία
- Ουτοπία
- ουχρονία
- οφιολιθικός
- οφιόλιθος
Π
- Παγγαία
- -πάθεια
- παθολόγος
- παιδολογία
- παλαιο-
- παλαιοβιολογία
- παλαιοβιολόγος
- παλαιογεωγραφία
- παλαιογράφος
- παλαιοεθνολογία
- παλαιοζωικός
- παλαιοζωολογία
- παλλάδιο
- πανδημία
- πανόραμα
- παντόγραμμα
- παπυρολόγος
- παραλληλογράφος
- παρανοϊκός
- παρασιτισμός
- παράσιτο
- παρασυμπαθητικός
- παραφιλία
- παρειδωλία
- παρενθετικός
- παρθενογένεση
- παρώνυμο
- παρωτίτιδα
- παφιοπέδιλο
- πεντα-
- πεπτίδιο
- περίαψη
- περινεύριο
- περινευρίτιδα
- περιτονία
- περιφερικός
- περονόσπορος
- πετρέλαιο
- πετρέλαιον
- πετρογραφικός
- πετροδολάριο
- πιεζοηλεκτρισμός
- πικόμετρο
- πικτογράφημα
- πλειστόκαινο
- πλειστόκαινος
- πλευρονήκτης
- πλευροπνευμονία
- πλουτώνιο
- πνευματοθεραπεία
- πνευμονο-
- πνευμονοπλευρίτιδα
- πόθος
- πολιοεγκεφαλίτιδα
- πολιομυελιτικός
- πολυβουταδιένιο
- πολυβουτυλένιο
- πολύγραφος
- πολυδακτυλία
- πολυμορφηματικός
- Πολυνησία
- πολυουρία