ανόργανος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανόργανος < (ελληνιστική κοινή) ἀνόργανος
Επίθετο
ανόργανος
- ο μη οργανικός, που δεν περιέχει άνθρακα
- η ανόργανος ύλη
- που δεν έχει οργανα ή δεν προϋποθέτει τη χρήση τους
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ανοργανοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ανόργανοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ανόργανος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ανοργανοσ».