ανόργανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


Ετυμολογία

ανόργανος < (ελληνιστική κοινή) ἀνόργανος

Επίθετο

ανόργανος

  1. ο μη οργανικός, που δεν περιέχει άνθρακα
  2. η ανόργανος ύλη
  3. που δεν έχει οργανα ή δεν προϋποθέτει τη χρήση τους



Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ανοργανοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ανόργανοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ανόργανος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ανοργανοσ».