ράπτης

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 19:07, 24 Μαΐου 2013 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

ράπτης < (ελληνιστική κοινή) ῥάπτης

Ουσιαστικό

ράπτης αρσενικό και ράφτης

  • ο επαγγελματίας που ράβει ρούχα

Μεταφράσεις