avizo
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avizo | avizoj |
αιτιατική | avizon | avizojn |
avizo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avizo | avizoj |
αιτιατική | avizon | avizojn |
avizo (eo)