άπραγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Δείτε επίσης: άπρακτος, άπραχτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπραγος η άπραγη το άπραγο
      γενική του άπραγου της άπραγης του άπραγου
    αιτιατική τον άπραγο την άπραγη το άπραγο
     κλητική άπραγε άπραγη άπραγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπραγοι οι άπραγες τα άπραγα
      γενική των άπραγων των άπραγων των άπραγων
    αιτιατική τους άπραγους τις άπραγες τα άπραγα
     κλητική άπραγοι άπραγες άπραγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άπραγος < (ελληνιστική κοινήἄπραγος, α- + -πραγος < πράττω / πράγμα

Επίθετο

άπραγος, -η, -ο

  1. άλλη μορφή του απράγμων
  2. άπειρος (χωρίς πείρα), αθώος
  3. (σπάνιο) άλλη μορφή του άπρακτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις