αποσυνδέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσυνδέω < από + συνδέω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική disconnect)
Ρήμα
αποσυνδέω (παθητική φωνή: αποσυνδέομαι)
- παύω να συνδέω, χωρίζω κάποια πράγματα που μέχρι τότε ήταν ενωμένα
- (μεταφορικά) παύω να συσχετίζω ή να συνεξετάζω πράγματα που μέχρι πρότινος θεωρούσα σχετικά μεταξύ τους
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποσυνδεδεμένος / αποσυνδεμένος
- αποσύνδεση
- αποσυνδετικός
- → δείτε τις λέξεις από, συνδέω, συν και δένω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσυνδέω | αποσυνέδεα | θα αποσυνδέω | να αποσυνδέω | αποσυνδέοντας | |
β' ενικ. | αποσυνδέεις | αποσυνέδεες | θα αποσυνδέεις | να αποσυνδέεις | αποσυνδεε | |
γ' ενικ. | αποσυνδέει | αποσυνέδεε | θα αποσυνδέει | να αποσυνδέει | ||
α' πληθ. | αποσυνδέουμε | αποσυνδέαμε | θα αποσυνδέουμε | να αποσυνδέουμε | ||
β' πληθ. | αποσυνδέετε | αποσυνδέατε | θα αποσυνδέετε | να αποσυνδέετε | αποσυνδέετε | |
γ' πληθ. | αποσυνδέουν(ε) | αποσυνέδεαν αποσυνδέαν(ε) |
θα αποσυνδέουν(ε) | να αποσυνδέουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσυνέδεσα | θα αποσυνδέσω | να αποσυνδέσω | αποσυνδέσει | ||
β' ενικ. | αποσυνέδεσες | θα αποσυνδέσεις | να αποσυνδέσεις | αποσυνδεσε | ||
γ' ενικ. | αποσυνέδεσε | θα αποσυνδέσει | να αποσυνδέσει | |||
α' πληθ. | αποσυνδέσαμε | θα αποσυνδέσουμε | να αποσυνδέσουμε | |||
β' πληθ. | αποσυνδέσατε | θα αποσυνδέσετε | να αποσυνδέσετε | αποσυνδέστε | ||
γ' πληθ. | αποσυνέδεσαν αποσυνδέσαν(ε) |
θα αποσυνδέσουν(ε) | να αποσυνδέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσυνδέσει | είχα αποσυνδέσει | θα έχω αποσυνδέσει | να έχω αποσυνδέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσυνδέσει | είχες αποσυνδέσει | θα έχεις αποσυνδέσει | να έχεις αποσυνδέσει | έχε αποσυνδεδεμένο | |
γ' ενικ. | έχει αποσυνδέσει | είχε αποσυνδέσει | θα έχει αποσυνδέσει | να έχει αποσυνδέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσυνδέσει | είχαμε αποσυνδέσει | θα έχουμε αποσυνδέσει | να έχουμε αποσυνδέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσυνδέσει | είχατε αποσυνδέσει | θα έχετε αποσυνδέσει | να έχετε αποσυνδέσει | έχετε αποσυνδεδεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αποσυνδέσει | είχαν αποσυνδέσει | θα έχουν αποσυνδέσει | να έχουν αποσυνδέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποσυνδεδεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποσυνδεδεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποσυνδεδεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποσυνδεδεμένο |