scrotum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ετυμολογία

scrotum < λατινική scrotum

Ουσιαστικό

scrotum (en)



Ετυμολογία

scrotum < λατινική scrotum

Προφορά

ΔΦΑ : /skʁɔ.tɔm/

Ουσιαστικό

scrotum (fr) αρσενικό



Ετυμολογία

scrotum < scurtum (δέρμα) με αντιμετάθεση

Ουσιαστικό

scrotum (la) ουδέτερο