αβασκαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβασκαίνω < α- προτακτικό + βασκαίνω από συμπροφορά με το το να ή θα (na vaskaθis > navaskaθis > n avaskaθis) < αρχαία ελληνική βασκαίνω [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.vaˈsce.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐σκαί‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]αβασκαίνω, πρτ.: αβάσκαινα, αόρ.: αβάσκανα, παθ.φωνή: αβασκαίνομαι, π.αόρ.: αβασκάθηκα, μτχ.π.π.: αβασκαμένος
- άλλη μορφή του βασκαίνω: ματιάζω
- ⮡ φτου σου, να μην αβασκαθείς!
Συγγενικά
[επεξεργασία]με α- προτακτικό
- αβάσκαμα / βάσκαμα
- αβασκαμένος / βασκαμένος
- αβασκαμός / βασκαμός
- αβασκαντήρα / βασκαντήρα
- αβασκαντία
- αβασκαντούρι
και με α- στερητικό, → δείτε τη λέξη βασκαίνω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αβασκαίνω | αβάσκαινα | θα αβασκαίνω | να αβασκαίνω | αβασκαίνοντας | |
β' ενικ. | αβασκαίνεις | αβάσκαινες | θα αβασκαίνεις | να αβασκαίνεις | αβάσκαινε | |
γ' ενικ. | αβασκαίνει | αβάσκαινε | θα αβασκαίνει | να αβασκαίνει | ||
α' πληθ. | αβασκαίνουμε | αβασκαίναμε | θα αβασκαίνουμε | να αβασκαίνουμε | ||
β' πληθ. | αβασκαίνετε | αβασκαίνατε | θα αβασκαίνετε | να αβασκαίνετε | αβασκαίνετε | |
γ' πληθ. | αβασκαίνουν(ε) | αβάσκαιναν αβασκαίναν(ε) |
θα αβασκαίνουν(ε) | να αβασκαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αβάσκανα | θα αβασκάνω | να αβασκάνω | αβασκάνει | ||
β' ενικ. | αβάσκανες | θα αβασκάνεις | να αβασκάνεις | αβάσκανε | ||
γ' ενικ. | αβάσκανε | θα αβασκάνει | να αβασκάνει | |||
α' πληθ. | αβασκάναμε | θα αβασκάνουμε | να αβασκάνουμε | |||
β' πληθ. | αβασκάνατε | θα αβασκάνετε | να αβασκάνετε | αβασκάνετε | ||
γ' πληθ. | αβάσκαναν αβασκάναν(ε) |
θα αβασκάνουν(ε) | να αβασκάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αβασκάνει | είχα αβασκάνει | θα έχω αβασκάνει | να έχω αβασκάνει | ||
β' ενικ. | έχεις αβασκάνει | είχες αβασκάνει | θα έχεις αβασκάνει | να έχεις αβασκάνει | ||
γ' ενικ. | έχει αβασκάνει | είχε αβασκάνει | θα έχει αβασκάνει | να έχει αβασκάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε αβασκάνει | είχαμε αβασκάνει | θα έχουμε αβασκάνει | να έχουμε αβασκάνει | ||
β' πληθ. | έχετε αβασκάνει | είχατε αβασκάνει | θα έχετε αβασκάνει | να έχετε αβασκάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν αβασκάνει | είχαν αβασκάνει | θα έχουν αβασκάνει | να έχουν αβασκάνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αβασκαίνομαι | αβασκαινόμουν(α) | θα αβασκαίνομαι | να αβασκαίνομαι | ||
β' ενικ. | αβασκαίνεσαι | αβασκαινόσουν(α) | θα αβασκαίνεσαι | να αβασκαίνεσαι | ||
γ' ενικ. | αβασκαίνεται | αβασκαινόταν(ε) | θα αβασκαίνεται | να αβασκαίνεται | ||
α' πληθ. | αβασκαινόμαστε | αβασκαινόμαστε αβασκαινόμασταν |
θα αβασκαινόμαστε | να αβασκαινόμαστε | ||
β' πληθ. | αβασκαίνεστε | αβασκαινόσαστε αβασκαινόσασταν |
θα αβασκαίνεστε | να αβασκαίνεστε | (αβασκαίνεστε) | |
γ' πληθ. | αβασκαίνονται | αβασκαίνονταν αβασκαινόντουσαν |
θα αβασκαίνονται | να αβασκαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αβασκάθηκα | θα αβασκαθώ | να αβασκαθώ | αβασκαθεί | ||
β' ενικ. | αβασκάθηκες | θα αβασκαθείς | να αβασκαθείς | αβασκάσου | ||
γ' ενικ. | αβασκάθηκε | θα αβασκαθεί | να αβασκαθεί | |||
α' πληθ. | αβασκαθήκαμε | θα αβασκαθούμε | να αβασκαθούμε | |||
β' πληθ. | αβασκαθήκατε | θα αβασκαθείτε | να αβασκαθείτε | αβασκαθείτε | ||
γ' πληθ. | αβασκάθηκαν αβασκαθήκαν(ε) |
θα αβασκαθούν(ε) | να αβασκαθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αβασκαθεί | είχα αβασκαθεί | θα έχω αβασκαθεί | να έχω αβασκαθεί | αβασκαμένος | |
β' ενικ. | έχεις αβασκαθεί | είχες αβασκαθεί | θα έχεις αβασκαθεί | να έχεις αβασκαθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αβασκαθεί | είχε αβασκαθεί | θα έχει αβασκαθεί | να έχει αβασκαθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αβασκαθεί | είχαμε αβασκαθεί | θα έχουμε αβασκαθεί | να έχουμε αβασκαθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αβασκαθεί | είχατε αβασκαθεί | θα έχετε αβασκαθεί | να έχετε αβασκαθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αβασκαθεί | είχαν αβασκαθεί | θα έχουν αβασκαθεί | να έχουν αβασκαθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αβασκαμένος - είμαστε, είστε, είναι αβασκαμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αβασκαμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αβασκαμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αβασκαμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αβασκαμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αβασκαμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αβασκαμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβασκαίνω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβασκαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας