αβασκαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβασκαίνω < α- προτακτικό + βασκαίνω από συμπροφορά με το το να ή θα (na vaskaθis > navaskaθis > n avaskaθis) < αρχαία ελληνική βασκαίνω [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.vaˈsce.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐σκαί‐νω

αβασκαίνω, πρτ.: αβάσκαινα, αόρ.: αβάσκανα, παθ.φωνή: αβασκαίνομαι, π.αόρ.: αβασκάθηκα, μτχ.π.π.: αβασκαμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

με α- προτακτικό

και με α- στερητικό, → δείτε τη λέξη βασκαίνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]