βρεφονηπιαγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρεφονηπιαγωγός < βρεφο- + νηπιαγωγός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vɾe.fo.ni.pi.a.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρε‐φο‐νη‐πι‐α‐γω‐γός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρεφονηπιαγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) νηπιαγωγός σε βρεφονηπιακό σταθμό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρεφονηπιαγωγός
→ δείτε τη λέξη βρεφονηπιοκόμος |
Πηγές
[επεξεργασία]- βρεφονηπιαγωγός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)