επικοινωνιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επικοινωνιολόγος < επικοινωνί(α): επι- κοινωνί(α) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επικοινωνιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, νεολογισμός) ο αρμόδιος για το σχεδιασμό και την εκτέλεση στρατηγικών, με στόχο την προβολή και ανάδειξη προσώπων, κομμάτων, πολιτικών κ.ά.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επικοινωνιολόγος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)