επιχειρησιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιχειρησιακός < επιχείρηση + -ιακός
Επίθετο
[επεξεργασία]επιχειρησιακός, -ή, -ό
- σχετικός με τις εμπορικές επιχειρήσεις, τη δράση και οργάνωσή τους
- σεμινάριο για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και την ανάπτυξη
- σχετικός με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις
- αυτή τη στιγμή είναι σε επιχειρησιακή ετοιμότητα όλα τα υποβρύχια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιχειρησιακός