μουλάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουλάρι τα μουλάρια
      γενική του μουλαριού των μουλαριών
    αιτιατική το μουλάρι τα μουλάρια
     κλητική μουλάρι μουλάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα μουλάρι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουλάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουλάρι < ελληνιστική κοινή μουλάριον, υποκοριστικό του μοῦλα < λατινικά mula, θηλυκό του mulus[1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /muˈla.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐λά‐ρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουλάρι ουδέτερο (θηλυκό: μουλάρα, μούλα)

  1. (θηλαστικό ζώο) στείρο ζώο που προκύπτει από διασταύρωση, συνήθως, φοράδας με αρσενικό γάιδαρο και, σπανιότερα, αρσενικού αλόγου με γαϊδούρα. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντοχή, δύναμη και σταθερότητα στο βάδισμα για αυτό και στο παρελθόν χρησιμοποιούταν σε γεωργικές εργασίες (όργωμα, μεταφορές, κ.λπ.). Το κεφάλι και το σώμα του μοιάζουν περισσότερο με του αλόγου ενώ τα αυτιά και τα πόδια του με του γαϊδάρου
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος ισχυρογνώμων και με πολύ πείσμα
  3. (υβριστικό) άνθρωπος ανόητος και με αγένεια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]

Μεγεθυντικά

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. μουλάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.