χορογραφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χορογραφώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chorégraphier < αρχαία ελληνική χορός + γράφω
Ρήμα
[επεξεργασία]χορογραφώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις χορογραφία, χορός και γράφω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χορογραφώ | χορογραφούσα | θα χορογραφώ | να χορογραφώ | χορογραφώντας | |
β' ενικ. | χορογραφείς | χορογραφούσες | θα χορογραφείς | να χορογραφείς | (χορογράφει) | |
γ' ενικ. | χορογραφεί | χορογραφούσε | θα χορογραφεί | να χορογραφεί | ||
α' πληθ. | χορογραφούμε | χορογραφούσαμε | θα χορογραφούμε | να χορογραφούμε | ||
β' πληθ. | χορογραφείτε | χορογραφούσατε | θα χορογραφείτε | να χορογραφείτε | χορογραφείτε | |
γ' πληθ. | χορογραφούν(ε) | χορογραφούσαν(ε) | θα χορογραφούν(ε) | να χορογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χορογράφησα | θα χορογραφήσω | να χορογραφήσω | χορογραφήσει | ||
β' ενικ. | χορογράφησες | θα χορογραφήσεις | να χορογραφήσεις | χορογράφησε | ||
γ' ενικ. | χορογράφησε | θα χορογραφήσει | να χορογραφήσει | |||
α' πληθ. | χορογραφήσαμε | θα χορογραφήσουμε | να χορογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | χορογραφήσατε | θα χορογραφήσετε | να χορογραφήσετε | χορογραφήστε | ||
γ' πληθ. | χορογράφησαν χορογραφήσαν(ε) |
θα χορογραφήσουν(ε) | να χορογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χορογραφήσει | είχα χορογραφήσει | θα έχω χορογραφήσει | να έχω χορογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χορογραφήσει | είχες χορογραφήσει | θα έχεις χορογραφήσει | να έχεις χορογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χορογραφήσει | είχε χορογραφήσει | θα έχει χορογραφήσει | να έχει χορογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χορογραφήσει | είχαμε χορογραφήσει | θα έχουμε χορογραφήσει | να έχουμε χορογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χορογραφήσει | είχατε χορογραφήσει | θα έχετε χορογραφήσει | να έχετε χορογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χορογραφήσει | είχαν χορογραφήσει | θα έχουν χορογραφήσει | να έχουν χορογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χορογραφώ
|
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)