Platin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Platin (de) ουδέτερο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Platin < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Platin αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]