avocat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.vɔ.ka/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό avocat avocats
θηλυκό avocate avocates

avocat (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
avocat avocats

avocat (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avocat (ro) αρσενικό