brain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
brain brains

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brain (en)

  1. (ανατομία) ο εγκέφαλος
    An operation was done to remove a tumor from the patient’s brain.
    Έγινε επέμβαση για αφαίρεση όγκου από τον εγκέφαλο του ασθενή.
  2. (πληθυντικός) τα μυαλά, το μυαλό ζώων που χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους ως τροφή
    lamb brains - αρνίσια μυαλά
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μυαλό, η ικανότητα να μαθαίνω γρήγορα και να σκέφτομαι τα πράγματα με λογικό και έξυπνο τρόπο
    Use your brain!
    Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει!
    If you had any brains, you wouldn’t be in this mess.
    Αν είχες μυαλά δε θα βρισκόσουν σ΄ αυτά τα χάλια.
  4. (ανεπίσημο) το μυαλό, έξυπνος άνθρωπος
    He’s a big brain.
    Είναι κάποιος μεγάλο μυαλό.
  5. (the brains, ενικός) ο εγκέφαλος, το μυαλό, το πιο έξυπνο άτομο σε μια συγκεκριμένη ομάδα· το άτομο που είναι υπεύθυνο να σκεφτεί και να οργανώσει κάτι
    He is the brains of the company.
    Είναι ο εγκέφαλος της εταιρείας.
    He was the brains behind the plot.
    Ήταν το μυαλό της συνωμοσίας.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]