consistent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | consistent |
συγκριτικός | more consistent |
υπερθετικός | most consistent |
Επίθετο
[επεξεργασία]consistent (en)
- συνεπής
- ⮡ He was always consistent in his commitments to me.
- Ήταν πάντα συνεπής στις υποχρεώσεις του απέναντί μου.
- ⮡ He was always consistent in his commitments to me.