δικαιόχρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δικαιόχρηση | οι | δικαιοχρήσεις |
γενική | της | δικαιόχρησης* | των | δικαιοχρήσεων |
αιτιατική | τη | δικαιόχρηση | τις | δικαιοχρήσεις |
κλητική | δικαιόχρηση | δικαιοχρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δικαιοχρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικαιόχρηση < δίκαι(ος) + -ο- + χρήση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική franchising
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.ceˈo.xɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐και‐ό‐χρη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δικαιόχρηση θηλυκό
- (οικονομία) η χρήση μιας ονομασίας επιχείρησης που ανοίκει σε άλλον ή/και η υιοθέτηση επιχειρηματικών πρακτικών έναντι αντιτίμου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δικαιόχρηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)