ring

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό 1

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ring rings

ring (en) (μετρήσιμο)

  1. το δαχτυλίδι, ένα κόσμημα που φοράει κανείς στο δάχτυλό του
    ⮡  engagement/wedding ring - δαχτυλίδι αρραβώνων/γάμου
  2. ο κρίκος, ο δακτύλιος, ένα αντικείμενο σε σχήμα κύκλου με μια μεγάλη τρύπα στη μέση
    ⮡  a key ring/a napkin ring - ένας κρίκος κλειδιών/ένας κρίκος για πετσέτες
    ⮡  rings for a gymnastics competition - κρίκοι για έναν αγώνα γυμναστικής
    ⮡  steel/aluminum ring - δακτύλιος από ατσάλι/αλουμίνιο
    ⮡  In recent years, astronomers found out that the planet Uranus also has a ring.
    Tα τελευταία χρόνια οι αστρονόμοι διαπίστωσαν ότι και ο πλανήτης Ουρανός έχει δακτύλιο.
  3. ο κύκλος, ο δακτύλιος, ένα κυκλικό σημάδι ή σχήμα
    ⮡  They stood in a ring in the middle of the road.
    Στέκονταν κύκλο στη μέση του δρόμου.
    ⮡  The glasses left rings on the table.
    Τα ποτήρια άφησαν κύκλους στο τραπέζι.
    ⮡  The rings of a tree trunk allow us to pinpoint its age.
    Οι δακτύλιοι ενός κορμού δέντρου μας επιτρέπουν να εντοπίσουμε την ηλικία του.
     συνώνυμα: circle
  4. το ρινγκ, ένας χώρος για παράσταση ή διαγωνισμό, με θέσεις γύρω από το εξωτερικό για το κοινό
    ⮡  boxing ring - ρινγκ πυγμαχίας
    ⮡  The two wrestlers entered the ring.
    Οι δύο παλαιστές μπαίνουν στο ρινγκ.
  5. (βρετανική σημασία) το μάτι εστίας, το μάτι της κουζίνας
    ⮡  Put the pot on the large ring.
    Βάλε τη χύτρα πάνω στο μεγάλο μάτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη burner (ΗΠΑ)
  6. η συμμορία, η σπείρα, μια ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί, ιδιαίτερα κρυφά ή παράνομα
    ⮡  a spy ring - συμμορία κατασκόπων
    ⮡  A ring of young people committed thefts.
    Σπείρα νεαρών διέπραξε κλοπές.
  7. (μαθηματικά) δακτύλιος
ενεστώτας ring
γ΄ ενικό ενεστώτα rings
αόριστος ringed
παθητική μετοχή ringed
ενεργητική μετοχή ringing

ring (en)

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό 2

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ring rings

ring (en)

  1. (μετρήσιμο) το κουδούνισμα, το κουδούνι, το χτύπημα, ο ήχος που κάνει ένα κουδούνι, η πράξη του χτυπήματος ενός κουδουνιού
    ⮡  the ring of the alarm clock/the telephone - το κουδούνισμα του ξυπνητηριού/του τηλεφώνου
    ⮡  the ring of the telephone/doorbell/church bell - το χτύπημα του τηλεφώνου/του κουδουνιού/της καμπάνας
  2. (μόνο στον ενικό) οποιοδήποτε δυνατό, καθαρό ήχο

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας ring
γ΄ ενικό ενεστώτα rings
αόριστος rang
παθητική μετοχή rung
ενεργητική μετοχή ringing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

ring (en)

  1. (αμετάβατο) κουδουνίζω, ένα τηλέφωνο κάνει έναν ήχο επειδή κάποιος προσπαθεί να μου τηλεφωνήσει
    ⮡  The telephone is ringing.
    Το τηλέφωνο κουδουνίζει.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, για ένα κουδούνι που προκαλεί ήχο
    ⮡  They waited in silence, until the bell rang.
    Περίμεναν βουβοί, μέχρι που χτύπησε το κουδούνι.
  3. (αμετάβατο) κουδουνίζω, βουίζω, νιώθω άβολα και δεν μπορώ να ακούσω καθαρά, συνήθως επειδή έχω ακούσει έναν δυνατό θόρυβο κτλ.
    ⮡  My ears are still ringing.
    Ακόμα κουδουνίζουν τα αυτιά μου.
    ⮡  My ears are ringing.
    Βουίζουν τα αυτιά μου.

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ring (af)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ring rings

ring (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ring (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ring (nl)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ring < αγγλική ring

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ring (pl) αρσενικό

  1. (αθλητισμός) το ρινγκ, η παλαίστρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ring (sv)