κυκλώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κυκλώνας | οι | κυκλώνες |
γενική | του | κυκλώνα | των | κυκλώνων |
αιτιατική | τον | κυκλώνα | τους | κυκλώνες |
κλητική | κυκλώνα | κυκλώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυκλώνας (μαρτυρείται από το 1887)[1]< (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κυκλών < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cyclone < αρχαία ελληνική κυκλόω / κυκλῶ < κύκλος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ciˈklo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κλώ‐νας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυκλώνας αρσενικό
- (μετεωρολογία) θυελλώδης άνεμος που το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι περιστρέφεται γύρω από ένα κεντρικό, μετακινούμενο σημείο, και συνοδεύεται από διάφορα άλλα επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα.
- ↪ οι κυκλώνες παρατηρούνται στη διάρκεια των θερμότερων μηνών του χρόνου κυρίως στις περιοχές της Καραϊβικής θάλασσας, του κόλπου του Μεξικού κ.α.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- στο μάτι του κυκλώνα
- το μάτι του κυκλώνα:
- (κυριολεκτικά) το κέντρο του κυκλώνα, μικρής έκτασης περιοχή, στην οποία επικρατεί νηνεμία ή ήπια καιρικά φαινόμενα
- (μεταφορικά) το επίκεντρο άσχημων ή αρνητικών εξελίξεων ή μεγάλης αναταραχής ή καταστροφής
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις κυκλώνω και κύκλος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυκλώνας
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 580-581, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Άνεμοι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)