άνοστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
Adjective
άνοστος • (ánostos) m (feminine άνοστη, neuter άνοστο)
- tasteless, unseasoned, flavourless (UK), flavorless (US)
Declension
Declension of άνοστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άνοστος • | άνοστη • | άνοστο • | άνοστοι • | άνοστες • | άνοστα • |
genitive | άνοστου • | άνοστης • | άνοστου • | άνοστων • | άνοστων • | άνοστων • |
accusative | άνοστο • | άνοστη • | άνοστο • | άνοστους • | άνοστες • | άνοστα • |
vocative | άνοστε • | άνοστη • | άνοστο • | άνοστοι • | άνοστες • | άνοστα • |