From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ἀναγεννῶ ( anagennô ) ("arouse afresh"), contracted form of ἀναγεννάω ( anagennáō ) . Morphologically, from ανα- ( ana- , “ re- ” ) + γεννώ ( gennó , “ give birth ” ) .[ 1] [ 2]
IPA (key ) : /a.na.ʝeˈno/
Hyphenation: α‧να‧γεν‧νώ
αναγεννώ • (anagennó ) / αναγεννάω (past αναγέννησα , passive αναγεννώμαι /αναγεννιέμαι , p‑past αναγεννήθηκα , ppp αναγεννημένος )
to regenerate , rejuvenate
αναγεννώ , αναγεννώμαι - αναγεννάω , αναγεννιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναγεννώ - αναγεννάω 1
αναγεννήσω
αναγεννώμαι - αναγεννιέμαι 1
αναγεννηθώ
2 sg
αναγεννάς
αναγεννήσεις
αναγεννάσαι - αναγεννιέσαι
αναγεννηθείς
3 sg
αναγεννά - αναγεννάει
αναγεννήσει
αναγεννάται - αναγεννιέται
αναγεννηθεί
1 pl
αναγεννούμε , αναγεννάμε
αναγεννήσουμε , [-ομε ]
αναγεννόμαστε , {αναγεννώμεθα } - αναγεννιόμαστε
αναγεννηθούμε
2 pl
αναγεννάτε
αναγεννήσετε
αναγεννάστε , {αναγεννάσθε } - αναγεννιέστε (‑ιόσαστε )
αναγεννηθείτε
3 pl
αναγεννούν (ε ) - αναγεννάνε , αναγεννάν
αναγεννήσουν (ε )
αναγεννώνται - αναγεννιούνται , (‑ιόνται )
αναγεννηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναγεννούσα
αναγέννησα
—2 - αναγεννιόμουν (α )
αναγεννήθηκα
2 sg
αναγεννούσες
αναγέννησες
— - αναγεννιόσουν (α )
αναγεννήθηκες
3 sg
αναγεννούσε
αναγέννησε
{αναγεννάτο } - αναγεννιόταν (ε )
αναγεννήθηκε
1 pl
αναγεννούσαμε
αναγεννήσαμε
— - αναγεννιόμασταν , (‑ιόμαστε )
αναγεννηθήκαμε
2 pl
αναγεννούσατε
αναγεννήσατε
— - αναγεννιόσασταν , (‑ιόσαστε )
αναγεννηθήκατε
3 pl
αναγεννούσαν (ε )
αναγέννησαν , αναγεννήσαν (ε )
{αναγεννώντο } - αναγεννιόνταν (ε ), αναγεννιόντουσαν , αναγεννιούνταν
αναγεννήθηκαν , αναγεννηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναγεννώ - θα αναγεννάω ➤
θα αναγεννήσω ➤
θα αναγεννώμαι - θα αναγεννιέμαι ➤
θα αναγεννηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναγεννάς , …
θα αναγεννήσεις , …
θα αναγεννάσαι - θα αναγεννιέσαι , …
θα αναγεννηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναγεννήσει έχω, έχεις, … αναγεννημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναγεννηθεί είμαι , είσαι , … αναγεννημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναγεννήσει είχα, είχες, … αναγεννημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναγεννηθεί ήμουν , ήσουν , … αναγεννημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αναγεννήσει θα έχω, θα έχεις, … αναγεννημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναγεννηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναγεννημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναγέννα
αναγέννησε , αναγέννα
—
αναγεννήσου
2 pl
αναγεννάτε
αναγεννήστε
αναγεννάστε , {αναγεννάσθε } - αναγεννιέστε
αναγεννηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναγεννώντας ➤
αναγεννώμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αναγεννήσει ➤
αναγεννημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναγεννήσει
αναγεννηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Second forms are colloquial. 2. More forms exist in the ancient conjugation of this verb. (In polytonic spelling: ἀνεγεννώμην , ἀνεγεννᾶσο , ἀνεγεννᾶτο , ἀνεγεννώμεθα , ἀνεγεννᾶσθε , ἀνεγεννῶντο ) • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
αναγεννημένος ( anagenniménos , “ reborn, regenerated ” , passive perfect participle )
αναγέννηση f ( anagénnisi , “ renewal, revival ” ) , Αναγέννηση f ( Anagénnisi , “ Renaissance ” )
αναγεννησιακός ( anagennisiakós , “ of Renaissance ” )
αναγεννητής m ( anagennitís , “ regenerator ” )
αναγεννητικός ( anagennitikós , “ regenerative ” )
αναγεννώμενος ( anagennómenos , “ who is being reborn ” , passive present participle ) ( formal )
γεννάω ( gennáo , “ give birth ” )
and see: γένος m ( génos , “ genus ” )