ανακατανέμω
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]ανακατανέμω • (anakatanémo) (past ανακατένειμα, passive ανακατανέμομαι)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- ανακατανομή f (anakatanomí, “redistribution”)