From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek ἀντιπαραβάλλω ( antiparabállō ) . Morphologically αντι- ( “ counter- ” ) + παραβάλλω ( “ compare ” ) .
αντιπαραβάλλω • (antiparavállo ) (past αντιπαρέβαλα , passive αντιπαραβάλλομαι )
to contrast , juxtapose
Synonym: αντιπαραθέτω ( antiparathéto )
αντιπαραβάλλω αντιπαραβάλλομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αντιπαραβάλλω
αντιπαραβάλω
αντιπαραβάλλομαι
αντιπαραβληθώ
2 sg
αντιπαραβάλλεις
αντιπαραβάλεις
αντιπαραβάλλεσαι
αντιπαραβληθείς
3 sg
αντιπαραβάλλει
αντιπαραβάλει
αντιπαραβάλλεται
αντιπαραβληθεί
1 pl
αντιπαραβάλλουμε , [‑ομε ]
αντιπαραβάλουμε , [‑ομε ]
αντιπαραβαλλόμαστε
αντιπαραβληθούμε
2 pl
αντιπαραβάλλετε
αντιπαραβάλετε
αντιπαραβάλλεστε , αντιπαραβαλλόσαστε
αντιπαραβληθείτε
3 pl
αντιπαραβάλλουν (ε )
αντιπαραβάλουν (ε )
αντιπαραβάλλονται
αντιπαραβληθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αντιπαρέβαλλα
αντιπαρέβαλα
αντιπαραβαλλόμουν (α )
αντιπαραβλήθηκα
2 sg
αντιπαρέβαλλες
αντιπαρέβαλες
αντιπαραβαλλόσουν (α )
αντιπαραβλήθηκες
3 sg
αντιπαρέβαλλε
αντιπαρέβαλε
αντιπαραβαλλόταν (ε )
αντιπαραβλήθηκε
1 pl
αντιπαραβάλλαμε
αντιπαραβάλαμε
αντιπαραβαλλόμασταν , (‑όμαστε )
αντιπαραβληθήκαμε
2 pl
αντιπαραβάλλατε
αντιπαραβάλατε
αντιπαραβαλλόσασταν , (‑όσαστε )
αντιπαραβληθήκατε
3 pl
αντιπαρέβαλλαν , αντιπαραβάλλαν (ε )
αντιπαρέβαλαν , αντιπαραβάλαν (ε )
αντιπαραβάλλονταν , (αντιπαραβαλλόντουσαν )
αντιπαραβλήθηκαν , αντιπαραβληθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αντιπαραβάλλω ➤
θα αντιπαραβάλω ➤
θα αντιπαραβάλλομαι ➤
θα αντιπαραβληθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αντιπαραβάλλεις , …
θα αντιπαραβάλεις , …
θα αντιπαραβάλλεσαι , …
θα αντιπαραβληθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αντιπαραβάλει
έχω, έχεις, … αντιπαραβληθεί είμαι , είσαι , … αντιπαραβεβλημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αντιπαραβάλει
είχα, είχες, … αντιπαραβληθεί ήμουν , ήσουν , … αντιπαραβεβλημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αντιπαραβάλει
θα έχω, θα έχεις, … αντιπαραβληθεί θα είμαι, θα είσαι, … αντιπαραβεβλημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αντιπαράβαλλε
αντιπαράβαλε
—
—
2 pl
αντιπαραβάλλετε
αντιπαραβάλετε
αντιπαραβάλλεστε
αντιπαραβληθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αντιπαραβάλλοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αντιπαραβάλει ➤
{αντιπαραβεβλημένος , ‑η, ‑o} ➤
Nonfinite form➤
αντιπαραβάλει
αντιπαραβληθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.