καλακονώ
Pontic Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- καλακονίζω (kalakonízo), καλακονίγω (kalakonígo)
Etymology
[edit]Papadopoulos explains as καλά (kalá, “well”) + ακονώ (akonó, “to sharpen”). Note also Cappadocian Greek καλακόνι (kalakóni), Old Armenian գայլիկոն (gaylikon).
Verb
[edit]καλακονώ (kalakonó)
References
[edit]- Papadópoulos, Ánthimos (1958–1961) “καλακονώ”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), Athens: Myrtidis, page 382b