The printable version is no longer supported and may have rendering errors. Please update your browser bookmarks and please use the default browser print function instead.
Greek
Etymology
Learnedly from Koine Greek ἐνσωματῶ ( ensōmatô ) + -ώνω ( -óno ) .[ 1]
Pronunciation
IPA (key ) : /en.so.maˈto.no/
Hyphenation: εν‧σω‧μα‧τώ‧νω
Verb
ενσωματώνω • (ensomatóno ) (past ενσωμάτωσα , passive ενσωματώνομαι , p‑past ενσωματώθηκα , ppp ενσωματωμένος )
( transitive ) to incorporate , to integrate
Conjugation
ενσωματώνω ενσωματώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ενσωματώνω
ενσωματώσω
ενσωματώνομαι
ενσωματωθώ
2 sg
ενσωματώνεις
ενσωματώσεις
ενσωματώνεσαι
ενσωματωθείς
3 sg
ενσωματώνει
ενσωματώσει
ενσωματώνεται
ενσωματωθεί
1 pl
ενσωματώνουμε , [‑ομε ]
ενσωματώσουμε , [‑ομε ]
ενσωματωνόμαστε
ενσωματωθούμε
2 pl
ενσωματώνετε
ενσωματώσετε
ενσωματώνεστε , ενσωματωνόσαστε
ενσωματωθείτε
3 pl
ενσωματώνουν (ε )
ενσωματώσουν (ε )
ενσωματώνονται
ενσωματωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ενσωμάτωνα
ενσωμάτωσα
ενσωματωνόμουν (α )
ενσωματώθηκα
2 sg
ενσωμάτωνες
ενσωμάτωσες
ενσωματωνόσουν (α )
ενσωματώθηκες
3 sg
ενσωμάτωνε
ενσωμάτωσε
ενσωματωνόταν (ε )
ενσωματώθηκε
1 pl
ενσωματώναμε
ενσωματώσαμε
ενσωματωνόμασταν , (‑όμαστε )
ενσωματωθήκαμε
2 pl
ενσωματώνατε
ενσωματώσατε
ενσωματωνόσασταν , (‑όσαστε )
ενσωματωθήκατε
3 pl
ενσωμάτωναν , ενσωματώναν (ε )
ενσωμάτωσαν , ενσωματώσαν (ε )
ενσωματώνονταν , (ενσωματωνόντουσαν )
ενσωματώθηκαν , ενσωματωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ενσωματώνω ➤
θα ενσωματώσω ➤
θα ενσωματώνομαι ➤
θα ενσωματωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ενσωματώνεις , …
θα ενσωματώσεις , …
θα ενσωματώνεσαι , …
θα ενσωματωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ενσωματώσει έχω, έχεις, … ενσωματωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ενσωματωθεί είμαι , είσαι , … ενσωματωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ενσωματώσει είχα, είχες, … ενσωματωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ενσωματωθεί ήμουν , ήσουν , … ενσωματωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ενσωματώσει θα έχω, θα έχεις, … ενσωματωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ενσωματωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ενσωματωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ενσωμάτωνε
ενσωμάτωσε
—
ενσωματώσου
2 pl
ενσωματώνετε
ενσωματώστε
ενσωματώνεστε
ενσωματωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ενσωματώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ενσωματώσει ➤
ενσωματωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ενσωματώσει
ενσωματωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
References