Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

From $11.99/month after trial. Cancel anytime.

History of the conquest of Byzantium by the Franks and their exercise of power there 1204-1261
History of the conquest of Byzantium by the Franks and their exercise of power there 1204-1261
History of the conquest of Byzantium by the Franks and their exercise of power there 1204-1261
Ebook384 pages4 hours

History of the conquest of Byzantium by the Franks and their exercise of power there 1204-1261

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview
LanguageΕλληνικά
Release dateNov 25, 2013
History of the conquest of Byzantium by the Franks and their exercise of power there 1204-1261

Related to History of the conquest of Byzantium by the Franks and their exercise of power there 1204-1261

Related ebooks

Reviews for History of the conquest of Byzantium by the Franks and their exercise of power there 1204-1261

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    History of the conquest of Byzantium by the Franks and their exercise of power there 1204-1261 - Epaminondas Stamatiadis

    αβεβαιότητα.

    ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΥΠΟ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΘΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΑΥΤΩΝ.

    1204-1261 Μ. Χ.

    ΥΠΟ

    ΕΠΑΜ. I. ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΟΥ.

    ΕΚΔΙΔΟΝΤΟΣ Κ. ΤΕΦΑΡΙΚΗ.

    ΑΘΗΝΗΣΙ. ΤΥΠΟΙΣ Α. ΚΤΕΝΑ ΚΑΙ Π. ΣΟΥΤΣΑ. (Επί της οδού Ευριπίδου.)

    1865

    ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΥΠΟ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΘΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΑΥΤΩΝ. 1204-1264 Μ. Χ.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ.

    Εκστρατεία των Σταυροφόρων επί το Βυζάντιον. Εν έτει 1202-1204 Μ. Χ.

    Περίεργος μεν εν γένει υπάρχει η μελέτη της ιστορίας του Βυζαντινού Κράτους, αλλ' η αφήγησις της εποχής εκείνης, ήν προτιθέμεθα να σκιαγραφήσωμεν, δύναται να θεωρηθή ως η μάλλον περιεργοτέρα, διότι είνε ούτως ειπείν το προοίμιον της πτώσεως του Ελληνισμού, και η αρχή της υπάρξεως νέων εξουσιών, αγνώστων μεν το παράπαν πρότερον εις την Ανατολήν, μικρόν δε αναλόγως διαρκεσασών, αλλ' εν τούτοις λίαν επενεργησασών εις την μετέπειτα υποδούλωσιν του Ελληνισμού υπό τον ζυγόν των Τούρκων. Βεβαίως αι εξουσίαι αύται δεν ήσαν το μόνον της υποδουλώσεως αίτιον, διότι τα σπέρματα της αποσυνθέσεως ενέκειντο εν αυτή των Βυζαντινών τη καταστάσει· ουχ ήττον όμως οι σταυροφορικοί πόλεμοι επήνεγκον θανατηφόρον επί της Βυζαντινής αυτοκρατορίας τραύμα και επροοιμίασαν, ως προείπομεν, την κατάπτωσιν αυτής.

    Ίσως όπως γείνωμεν μάλλον καταληπτοί, ωφείλομεν ν' ανατρέξωμεν εις προγενεστέρους χρόνους και εξεικονίσωμεν τα αίτια, τα επαγαγόντα τους σταυροφορικούς εκείνους πολέμους, διαγράψωμεν δε και τα κατ' αυτούς· αλλά τότε ηθέλομεν παρεκτείνει τον λόγον πέραν του ημετέρου αντικειμένου, όπερ εστίν η ιστορία της υπό των Φράγκων αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, δηλονότι η εξιστόρησις του τετάρτου σταυροφορικού πολέμου.

    Και έν μόνον βλέμμα αν ρίψωμεν επί της τότε καταστάσεως του Βυζαντίου, αρκεί να εννοήσωμεν την αθλιότητα εις ήν εκείνο διετέλει. Εστερημένον των αναγκαίων εις παν κράτος στηριγμάτων, του στρατού και του στόλου, έχον ταμείον κενόν, εξηντλημένον εις θρησκευτικάς διαμάχας, αίτινες ενώ ουδέν απέφερον το αγαθόν, τουναντίον διά της διαιρέσεως των πολιτών, καθ' όν χρόνον η μεγίστη απητείτο σύμπνοια προς αντίκρουσιν των πολυαρίθμων εχθρικών επιδρομών, οικτρά είχον τα αποτελέσματα, εν απομονώσει διατελούν, πανταχόθεν καταπολεμούμενον, ωμοίαζε προς άνθρωπον θανατιώντα, του οποίου το τέλος επίκειται και άφευκτον και προσεχές· την δε αθλιότητα ταύτην επηύξανον αι των αυτοκρατόρων βδελυρίαι, αι μέχρι του μη περαιτέρω προβαίνουσαι. Μηδέν όσιον και ιερόν έχοντες ούτοι προσεπάθουν διά δολοφονιών, διά τυφλώσεων και διά παντοειδών κακουργημάτων, να ανέλθωσιν επί τον θρόνον, μηδόλως κατά νουν θέμενοι ότι τα αυτά επί τέλους και αυτοί ήθελον υποστή των όσων εις άλλους διεπράξαντο. Τοιουτοτρόπως ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Βατάτζης, τυφλώσας τον νόμιμον του Βυζαντινού κράτους κληρονόμον, Αλέξιον τον Κομνηνόν και επί τέλους δολοφονήσας αυτόν, ήρπασε την αρχήν· αλλά και η τούτου βασιλεία, μεστή βδελυρών κακουργιών γενομένη, διετέλεσε βραχυχρόνιος, διότι εφονεύθη και ο Ανδρόνικος μετά βασάνων, των οποίων η παρά Νικήτα τω Χωνιάτη ανάγνωσις εμποιεί φρίκην. Εμφανισθείς σιδηροδέσμιος ενώπιον του Ισαακίου, λέγει ο συγγραφεύς ούτος, ύβρεσι βάλλεται, κατά κόρρης ραπίζεται, τους γλουτούς επικρούεται, τον γένυν τίλλεται, τους οδόντας εκριζούται, τον έτερον των οφθαλμών εξορύσσεται, την κεφαλήν ψιλούται τριχών, εις κοινόν εκδίδοται παίγνιον, τύπτεται πυγμαίς, την δεξιάν χείρα αποκόπτεται και επί τέλος ρίπτεται εις φυλακήν άσιτος, άποτος, υπ' ουδενός περιποιούμενος. Μετά τινας ημέρας εξορύσσεται και τον άλλον οφθαλμόν και καθεζόμενος επί ψωριώσης καμήλου, περιάγεται εις την αγοράν, ένθα εν μέσω αρρήτων σαρκασμών και ύβρεων αναρτάται από των ποδών και επί τέλους φονεύεται. Αλλ' η θεία δίκη δεν άφησεν ατιμώρητον τον τοιαύτα κατ' αυτού διαπραξάμενον και διάδοχόν του επί του θρόνου Ισαάκιον Άγγελον· διότι και ούτος εκθρονίζεται υπό του ιδίου αδελφού Αλεξίου και τυφλωθείς εν τη εις Βήραν μονή, ήν ο πατήρ του Ανδρονίκου είχεν οικοδομήσει, κλείεται μετά του υιού αυτού, Αλεξίου επίσης καλουμένου, εις ειρκτήν, εν τη οποία λαμβάνει την σκληράν πείραν πόσον ευκύλιστος είνε ο της τύχης τροχός.

    Ενώ ταύτα συνέβαινον εν Βυζαντίω, ετάρασσον την Ευρώπην αι μεταξύ Ριχάρδου του Λεοντοκάρδου, βασιλέως της Αγγλίας, και Φιλίππου Αυγούστου, βασιλέως της Γαλλίας, διαμάχαι· μόλις δε κατέπαυσαν αύται τη μεσολαβήσει του Πάπα, και ο βασιλεύς της Γαλλίας εγένετο παραίτιος νέου σκανδάλου, διότι αποπέμψας την σύζυγον αυτού Ιγγεβούργην, αδελφήν του βασιλέως της Δανίας, όπως νυμφευθή Αγνήν την εκ Μεραυίας, προυκάλεσε την οργήν του Ρωμαίου ποντίφικος, όστις αφού παντοιοτρόπως προσεπάθησεν εις μάτην να επαναγάγη τον Φίλιππον εις το καθήκον αυτού, επί τέλους υπέβαλεν αυτόν τε και άπαν το βασίλειον της Γαλλίας εις σφοδρόν εκκλησιαστικόν επιτίμιον, συνεπεία του οποίου οι ναοί εκλείσθησαν και πάσαι αι ιεροπραξίαι, μηδ' αυτής της ταφής εξαιρουμένης, διεκωλύθησαν. Αλλά και η Γερμανία διετέλει εν μεγίσταις διαιρέσεσιν ένεκα του θανάτου του αυτοκράτορος Ερρίκου Α'. Αφ' ετέρου ο Εμίρης Μαλέκ Αδέλ, κύριος μεγάλου μέρους της Μεσοποταμίας, βλέπων μετά λύπης την εν Συρία αποκατάστασιν των Φράγκων, την επελθούσαν κατόπιν των προηγουμένων σταυροφοριών, εσκέπτετο διά τίνος μέσου εδύνατο ν' απαλλαγή των θανασίμων τούτων εχθρών, ουδ' επαύετο παρενοχλών παντοιοτρόπως και απειλών αυτούς, καταδιώκων δε και τους προσκυνητάς, οίτινες μετέβαινον όπως επισκεφθώσι τον τάφον του Κυρίου.

    Τοιαύτη ην εν συνόψει η κατάστασις των πραγμάτων, ότε εφημέριός τις της Νευλλής, Φούλκος ονόματι, ήρξατο προκηρύσσων νέαν κατά των απίστων σταυροφορίαν. Ο ιερεύς ούτος σκανδαλώδη το πρώτον βίον διαγαγών, αλλ' είτα διά της μετανοίας τα σφάλματα αυτού καθαρίσας, και της ευγλωττίας το χάρισμα κεκτημένος, περιήρχετο τας διαφόρους της Γαλλίας επαρχίας, τη προσκλήσει μάλιστα των επισκόπων, αναζωπυρών τον ζήλον τον Χριστιανών από τε του άμβωνος και εν τοις περιπάτοις, πλείστα δε υπισχνούμενος εις τους λαμβάνοντας τον σταυρόν κατά των απίστων. Οι ακούοντες αυτού έλεγον ότι ωμίλει τη εμπνεύσει του Αγίου Πνεύματος, πλείστοι δε των περιωνύμων τότε κληρικών συνετάχθησαν αυτώ, εν οίς ο Μαρτίνος Λίτζιος, ο Ερλοΐνιος, ο Ευστάθιος αββάς του Φλέη και άλλοι, οίτινες, καίτοι μη έχοντες την αυτήν του Φούλκου ευγλωττίαν, υπό του αυτού όμως ενεπνέοντο ζήλου. Αφ' ετέρου ο τω 1178 επί τον παπικόν θρόνον αναβάς Ιννοκέντιος Γ'., ανήρ τολμηρός και μέχρι φανατισμού υπέρμαχος της εκκλησίας κατά των αιρέσεων, δεν έλειπε παντί σθένει να υποβοηθή των κηρύκων τας ενεργείας, καραδοκών την εν τη Ανατολή επέκτασιν της εξουσίας του. Ενθέρμως, δ' επεπόθει την εκστρατείαν ο τε βασιλεύς της Γαλλίας Ερρίκος, όπως εκβιάση ούτω τον Πάπαν ν' αποσύρη το κατά του Κράτους αυτού επιτίμιον, και οι άλλοι των ηγεμόνων και βαρώνων, έκαστος δι' ιδίους σκοπούς, ολίγιστοι δε υπό ενθέου ελαυνόμενοι ζήλου (1).

    Των ηγεμόνων οίτινες απεφάσισαν ν' αποδυθώσιν εις τον αγώνα, επρώτευον Θιβώτιος ο Δ', κόμης της Καμπανίας, και ο Λουδοβίκος, κόμης της Σάρτρης και του Βλοά, αμφότεροι συγγενείς στενοί των βασιλέων της Γαλλίας και της Αγγλίας. Αυτοίς δε συνείποντο ο Γοδοφρέδος, κόμης της Πέρσης, Ματθαίος ο Μοντμορενσή, Γούης ο φρούραρχος του Γουσή, Γοδοφρέδος ο Βιλλαρδουίνος, πρωτοστράτωρ Καμπανίας, όστις κατέλιπε διήγησιν αρκούντως περίεργον της εκστρατείας ταύτης, Βαλδουίνος ο κόμης Φλάνδρας

    και Αϊνώ μετά των δύο αδελφών του Ερρίκου και Ευσταθίου, Ούγος ο κόμης του Αγίου Παύλου, ο Σίμων κόμης της Μονφεράτης, ο Ρενώ κόμης του Μοντρεάλλου, Ευράρδος ο εκ Μονταίνης, οι κόμητες Γωτιέρος και Ιωάννης Βρυέννιος, ο Μανασής Δελίσλης, οι Άγγλοι κόμητες του Νόρβιγκ και Νυρθαμπτών και άλλοι· μεταξύ δε των εκκλησιαστικών, οίτινες απεφάσισαν να λάβωσι τον σταυρόν, διεκρίνοντο οι επίσκοποι Σοασώνος, Βάλης, Λάγγρης, και Αλβερστάδης, οι αββάδες Λώνζης, Βωκερνέης και άλλοι. Το όλον των ούτω συνηγμένων ιπποτών συνεποσούτο εις τετρακισχιλίους και πεντακοσίους, ών έκαστος συνωδεύετο υπό δύο ιπποκόμων (2).

    Συνελθόντων των πρώτων αρχηγών της σταυροφορίας εις Βοασώνα και είτα εις Κομπιένην, απεφασίσθη να δοθή η αρχηγία της αγίας ταύτης εκστρατείας εις τον Θιβώτιον, κόμητα Καμπανίας, το εικοστόν και τέταρτον της ηλικίας έτος μόλις άγοντα, αλλά περιβόητον όντα επί ταις στρατιωτικαίς αυτού αρεταίς· σύναμα δε απεφασίσθη όπως ο στρατός των σταυροφόρων μεταβή διαπόντιος εις την Ανατολήν. Προς τούτο επέμφθησαν εις Ενετίαν έξ πρεσβευταί, ίνα επιτύχωσι παρά της δημοκρατίας εκείνης τα αναγκαία προς μεταφοράν των ανδρών και των ίππων πλοία, διότι η Ενετία ην τότε εις το έπακρον της δόξης και ευημερίας αυτής. Δόγης της δημοκρατίας ήτο κατά την εποχήν εκείνην ο Ερρίκος Δάνδολος, ανήρ moult preus et moult saiges, κατά τον Βιλλαρδουίνον, ή ως το Χρονικόν του Μωρέως λέγει (3)

    Πάσης τιμής αξίας άνθρωπος ήτο, φρόνιμος, πολλά χαριτωμένος.

    αλλ' ουχ ούτω και υπό Νικήτα του Χωνιάτου εικονιζόμενος. «Πηρός μεν ην, λέγει ούτος, τας όψεις και τω χρόνω πέμπελος, επιβουλότατον δε πράγμα Ρωμαίοις και φθονερώτατον, ός παιπάλημα ων αγυρτείας, και φρονιμώτερον των φρονίμων εαυτόν ονομάζων και δοξομανών ως ουχ έτερος θανάτου ετιμάτο, το μη τίσασθαι Ρωμαίοις δίκας της ες το γένος αυτού παρινοίας.» Ιστορικοί τινες βεβαιούσιν ότι ετυφλώθη τους οφθαλμούς κατά τινα εν Κωνσταντινουπόλει διατριβήν αυτού υπό του αυτοκράτορος Μανουήλ του Κομνηνού· αλλ' η αποδιδομένη εις τον αυτοκράτορα τούτον πράξις φαίνεται όλως συκοφαντία, διότι οι πλείστοι και αξιολογώτεροι των ιστοριογράφων, καίτοι διομολογούντες την τύφλωσιν του ογδοηκονταετούς ήδη γέροντος, εξ άλλων όμως αιτιών αποφαίνονται αυτήν προελθούσαν, ως ο Βιλλαρδουίνος εκ παραδείγματος λέγει ότι ο Δάνδολος έχασε την όρασιν κατά τινα μάχην.

    Ελθόντες οι πρεσβευταί εις Ενετίαν εξέθηκαν το αίτιον της αποστολής αυτών εις τον Δόγην, αιτούμενοι την παραχώρησιν πλοίων διά την μεταφοράν τεσσάρων χιλιάδων και πεντακοσίων ίππων και εικοσιπεντακισχιλίων ανδρών, προς δε και την επί εννέα μήνας προμήθειαν όλων των τροφών του στρατού. Ο Δόγης υπεσχέθη εν ονόματι της δημοκρατίας ίνα διευκολύνη πάντα ταύτα επί πληρωμή ογδοήκοντα πέντε χιλιάδων μαρκών αργυρίου ή δύο εκατομμυρίων και διακοσίων πεντήκοντα χιλιάδων φράγκων. Και επειδή δι' ιδίους σκοπούς ο Δάνδολος δεν ήθελε να μείνη ξένη η Ενετία των σταυροφοριών, επρότεινε να εξοπλίση και ούτος πεντήκοντα γαλέρας υπέρ των σταυροφόρων, επιφυλασσομένου τη Ενετία του ημίσεως των κατακτήσεων, αίτινες ήθελον γίνει εις την Ανατολήν. Ταύτα δε πάντα εγένοντο δεκτά εν ιδιαιτέρα συνδιασκέψει· αλλ' έπρεπε να εγκριθώσι και υπό του λαού. Και δη, συνελθόντων πάντων εν τω περικαλλεί του αγίου Μάρκου ναώ, μετά την επίκλησιν του Αγίου Πνεύματος, εγερθέντες οι πρεσβευταί των σταυροφόρων, απήγγειλαν τα επόμενα, δεικνύοντα τα απλοϊκά της εποχής εκείνης ήθη. «Οι κύριοι και βαρώνοι της Γαλλίας, οι ισχυρότεροι και μεγαλείτεροι, εξαπέστειλαν ημάς ίνα σας παρακαλέσωμεν εν ονόματι του Θεού να λάβητε οίκτον υπέρ της Ιερουσαλήμ, της δουλευούσης τοις Τούρκοις, και τους διευκολύνητε όπως εκδικηθώσι το αίσχος του Ιησού Χριστού. Προυτίμησαν δε να απευθυνθώσι προς υμάς, διότι γνωρίζουσιν ότι δεν υπάρχει λαός θαλάσσιος ισχυρότερος. Εν ταυτώ μας εσύστησαν να ριφθώμεν εις τους πόδας σας και μη εγερθώμεν, πριν ή επακούοντες των ικεσιών ημών, οικτείρητε την Αγίαν Γην.» (4) Και οι πρεσβευταί κλαίοντες εγονυπέτησαν· λαβών δε τότε τον λόγον ο Δάνδολος, παρώρμησε το πλήθος όπως αποδυθή εις τον αγώνα, ειπών, ως το Χρονικόν του Μωρέως λέγει·

    Άρχοντες, φίλοι και αδελφοί, σύντροφοι, συγγενείς μου. Οράτε πώς μας αγαπά ο Κύριος της δόξης· Τιμήν και διάφορον πολύ μας έστειλεν εμπρός μας, Όταν το έθνος της Φραγκιάς, αυθέντες οι μεγάλοι Ήλθαν παρακαλώντας μας 'ς την χώραν μας απάνω, Να δώσουν το λογάριν τους κ' εμείς τα πλευτικά μας.

    Ο λαός συγκινηθείς τότε εκραύγασε μια φωνή, ότι αποδέχεται τας συμφωνίας του Δόγου, και εν μέσω ενθουσιασμού και αφάτου χαράς αντηλλάχθησαν τα αναγκαία έγγραφα των αμοιβαίων υποχρεώσεων, άτινα, πεμφθέντα εις Ρώμην, έτυχον και της εγκρίσεως του Πάπα.

    Όταν οι έξ πρεσβευταί επανήλθον εις Καμπανίαν, εύρον τον κηρυχθέντα ως αρχηγόν της σταυροφορίας Θιβώτιον, επικινδύνως ασθενή. Ούτος μαθών την αισίαν έκβασιν της αποστολής των τοσούτον εχάρη, ώστε και απεβίωσεν εκ της χαράς· οι δε ιππόται και βαρώνοι συνελθόντες όπως διορίσωσι διάδοχον αυτού, εξελέξαντο τοιούτον τον Βονιφάτιον μαρκήσιον της Μονφεράτης, άνδρα ανήκοντα εις οικογένειαν ηρωικήν και πολλάκις τους απίστους καταπολεμήσαντα. Ελθών ούτος εις Σοασώνα εδέξατο τον σταυρόν από τας χείρας του εφημερίου του Νευλλή και προυκηρύχθη αρχηγός μετά μεγίστης παρατάξεως εν τη Εκκλησία της Παναγίας (5).

    Εν τούτοις μετά διετή προπαρασκευήν οι σταυροφόροι διελθόντες τας Άλπεις, αφίκοντο εις Ενετίαν, ένθα εύρον τον στόλον έτοιμον να τους μετακομίση· αλλ' οι Ενετοί υπό του εμπορικού κέρδους μάλλον, ή υπό του προς την θρησκείαν ζήλου εμπνεόμενοι, προσεκάλεσαν τους βαρώνους να πληρώσωσιν αυτοίς προκαταβολικώς τον συμπεφωνημένον ναύλον, τούτο δε προυκάλεσε μεγίστην δυσαρέσκειαν, διότι οι πλείστοι των ιπποτών εστερούντο χρημάτων, ώστε εδέησε πολλοί των αρχηγών να πωλήσωσι πάν ό, τι εκέκτηντο όπως ικανοποιήσωσι τας απαιτήσεις των Ενετών. Αλλ' επειδή και ούτω δεν εισεπράσσετο το ποσόν ολόκληρον των ογδοήκοντα πέντε χιλιάδων μαρκών, ο Δόγης Δάνδολος ηθέλησε να επωφεληθή της περιστάσεως και προσεκάλεσε τους σταυροφόρους προς εξόφλησιν να προσφέρωσι την συνδρομήν αυτών όπως καθυποτάξη την εν Δαλματία πόλιν Ζάραν, ήτις μη υπομένουσα τας της Ενετίας καταπιέσεις επανέστη και ανεκήρυξεν ως κύριον αυτής τον της Ουγγαρίας βασιλέα. Οι σταυροφόροι αντέστησαν κατά πρώτον εις την πρότασιν ταύτην, λέγοντες ότι έλαβον τα όπλα να πολεμήσωσιν όχι προς τους Χριστιανούς, αλλά προς τους απίστους, ότι ο βασιλεύς της Ουγγαρίας, κύριος της Ζάρας, ήτον ου μόνον Χριστιανός, αλλ', έλαβεν επίσης και τον σταυρόν μετά του αδελφού του Ανδρέου, και ότι αναμιγνύμενοι εις τον πόλεμον εκείνον ήθελον υποκύψει εις το ανάθεμα του πάπα, επιβαλόντος τοιούτο καθ' ούτινος ήθελε προσβάλει τους σταυροφόρους· αλλ' επιμείναντος του Δόγου, οι ιππόται ηναγκάσθησαν να ενδώσωσι, καίτοι του πάπα πέμψαντος τον καρδινάλιον της Καπύης προς τον Δόγην όπως τον αποτρέψη της εκστρατείας ταύτης.

    Ενώ οι σταυροφόροι ητοιμάζοντο ν' αναχωρήσωσιν εξ Ενετίας, ο εν τη ειρκτή μετά του πατρός αυτού Ισαακίου εγκεκλεισμένος Αλέξιος, διαλαθών τους φύλακας αυτού επέτυχε να δραπετεύση και υπ' ολίγων τινών παρακολουθούμενος να μεταβή εις την Εσπερίαν επί τη ελπίδι ότι οι εκεί βασιλείς εδύναντο να επαναγάγωσιν αυτόν εις τον θρόνον του Βυζαντίου. Και πρώτον μεν απηυθύνθη προς τον ηγεμόνα της Σοαβίας Φίλιππον, σύζυγον της θείας αυτού Ειρήνης, αλλ' ούτος απησχολημένος ων εις ετέρους πολέμους ουδεμίαν συνδρομήν εδύνατο να τω παράσχη, ηρκέσθη δε απλώς να τον συμβουλεύση, ειπών· (6)

    Υιέ και ανεψιέ μου, Το τι να σε πήσω, ουδέν έχω, εις τούτο οπού με λέγεις, Όμως μαντάτα ήκουσα (συντόμως με τα φέραν) Το πώς το πλήθος των Φραγκών, όπου υπάσι στην Συρίαν Εκεί στον τάφον του Χριστού, στην Βενετιάν εσώσαν· Λοιπόν εμένα φαίνεται, αν θέλης να το πήσης Και δυνηθής να υποσχεθής, τούτο του πάπα Ρώμης, Ότι να ορίση τον λαόν αυτών των περεγρίνων Ν' αφήσουν το ταξείδι τους εκείνο της Συρίας Να παν ς' την Κωνσταντινούπολιν να σε την παραδώσουν Να πήση το βασίλειόν σου, να έχης την αυθετείαν, Και να ποιήση τους Ρωμαιούς να προσκυνούν τον πάπαν, Της Ρώμης γαρ την εκκλησιάν, σύμβασιν να ποιήσουν Να ήναι ένα μετ' εμάς εις του Χριστού την πίστιν. Ούτως ελπίζω και θαρρώ να έχης την βασιλειάν σου.

    Ήρεσεν η συμβουλή αύτη εις τον Αλέξιον, και δη έπεμψε πρέσβεις προς τους σταυροφόρους, ίνα επικαλεσθή την συνδρομήν των. Ο Δόγης της Ενετίας, ευρών ευκαιρίαν όπως ταπεινώση τους αμειλίκτους αυτού εχθρούς Πισσαίους, έπεισε και τους λοιπούς σταυροφόρους, καραδοκούντας κέρδη μεγάλα, να συνεκστρατεύσωσιν επί το Βυζάντιον, ενώ προηγουμένως προυτίθεντο να προσβάλωσι την Αίγυπτον, έδραν ούσαν των Σαρακηνών και των Τούρκων· ως όρον δε της συνδρομής ταύτης, έθετο την πληρωμήν διακοσίων χιλιάδων μάρκων αργυρίου, την επί έν έτος διατήρησιν του στρατού και του στόλου των σταυροφόρων υπό του Αλεξίου, την υποχρέωσιν του να τους συνοδεύση ούτος προσωπικώς εις Συρίαν, να διατηρή εφ' όρου ζωής πεντακοσίους ιππότας εις Ιερουσαλήμ και τέλος να υποτάξη τω πάπα την Ελληνικήν εκκλησίαν. Και οι μεν πρεσβευταί παρεδέξαντο ταύτα, ο δε σταυροφορικός στόλος, συγκείμενος εκ τετρακοσίων ογδοήκοντα πλοίων, ών διακόσια τεσσαράκοντα ήσαν πολεμικά, εβδομήκοντα έφερον ζωοτροφίας και μηχανάς, εκατόν είκοσιν ήσαν ιππαγωγά, και πεντήκοντα γαλέραι Ενετικαί, απέλευσε τη 8 Οκτωβρίου 1202 εξ Ενετίας εις Ζάραν την οποίαν και εκυρίευσαν. Διαχειμάσας δ' εν αυτή, ητοιμάζετο ν' απέλθη εκείθεν κατά Απρίλιον του 1203 ότε αφίκετο αυτόσε ο Αλέξιος συνοδευόμενος υπό Γερμανών τινων κυρίων προς τούτο ταχθέντων υπό του ηγεμόνος Φιλίππου· γενόμενος δε δεκτός, κατά την αρχαϊκήν έκφρασιν του Βιλλαρδουίνου, a mult grand joie et a mult grand honor, επεκύρωσε τας συμφωνίας των πρεσβευτών του, διότι «χαλίφρον όν, λέγει Νικήτας ο Χωνιάτης, και πραγμάτων αδαές μειράκιον, ούτε ηκριβολόγησέ τινα των ζητημάτων, ούτε μην το μισορώμαιον φρόνημα των Λατίνων οπωσούν εβάλλετο κατά νουν.» (7)

    Άραντες οι σταυροφόροι εκ Ζάρας, κατηυθύνθησαν εις Κέρκυραν· ενώ δε ο στόλος αυτών έπλεε προς την Κωνσταντίνου πόλιν, ο αυτοκράτωρ Αλέξιος ύπνωτε βαρέως, ότε δε ανένηψεν εκ του ληθάργου και απεφάσισε διά πρέσβεων προς τον πάπαν να προλάβη την απειλούσαν αυτόν καταιγίδα, ήτον ήδη πολύ αργά. Οι σταυροφόροι αναχωρήσαντες εκ Κερκύρας τη 24 Μαΐου, και διά του Αιγαίου πελάγους πλεύσαντες αγκυροβόλησαν εις το έξωθεν της Κωνσταντινουπόλεως προάστειον του Αγίου Στεφάνου. Η θέα της μεγάλης εκείνης πόλεως, τα υψηλά τείχη και οι πλούσιοι πύργοι της ετάραξαν τους σταυροφόρους, ώστε κατά την έκφρασιν του Βιλλαρδουίνου il n' y ot si hardi cui li cuer ne fremist. Εκεί αποβιβασθέντες οι κόμητες και οι βαρώνοι συνεκρότησαν συμβούλιον, λαβών δε τον λόγον ο Δόγης της Ενετίας είπεν· «Άρχοντες, γνωρίζω κάλλιον πάντων υμών τον τόπον τούτον, διότι και άλλοτε ήλθον. Ανελάβατε το μεγαλείτερον έργον και την κινδυνωδεστέραν επιχείρησιν, αφ' όσας ποτέ άνθρωποι επεχείρισαν, ώστε πρέπει να προβώμεν συνετώς. Μάθετε ότι αν υπάγωμεν εις την ξηράν, αύτη είνε μεγάλη και εκτενής, οι δε ημέτεροι εισι πτωχοί και πάσχουσιν έλλειψιν τροφών, ώστε αν διασπαρώμεν εις τας πεδιάδας προς εύρεσιν τοιούτων, θέλομεν φθείρεσθαι υπό των εγχωρίων, ενώ ημείς είμεθα ολίγοι και έχομεν να πράξωμεν πολλά. Εδώ πλησίον κείνται νήσοι τινες, ας δύνασθε να ιδήτε εντεύθεν, κατωκημέναι και έχουσαι σίτους, κρέα και τα λοιπά επιτήδεια. Ας υπάγωμεν να ελλιμενισθώμεν εκεί ίνα επιτοπίως λάβωμεν τας τροφάς· όταν δ' εφοδιασθώμεν, τότε πορευόμεθα επί την πόλιν και πράττομεν ό, τι ο στρατάρχης μας διατάξη, διότι καλλίτερον πολεμεί ο έχων τροφάς ή ο μη έχων.»

    Ευρόντες συνετήν την γνώμην του Δόγου οι σταυροφόροι διενυκτέρευσαν την νύκτα εκείνην εις τον Άγιον Στέφανον, την δ' επιούσαν ήραν τας αγκύρας όπως πλείωσιν εις τας νήσους των Πριγγίπων· αλλ' άνεμος εναντίος πνεύσας τους ηνάγκασεν αντί του εις τας νήσους των Πριγγίπων πλοός των να συμπροσαράξωσιν εις Χαλκηδόνα, ενώ οι εκ του Βυζαντίου συνηγμένοι εις τας επάλξεις των τειχών παρετήρουν αυτούς μετά θαυμασμού. Εις Χαλκηδόνα οι αρχηγοί των σταυροφόρων κατέλαβον περικαλλές τι ανάκτορον, ο δε στόλος ένεκα της ελλείψεως λιμένος, ηναγκάσθη μετά τρεις ημέρας να κατευθυνθή εις Χρυσούπολιν, ένθα αφίκοντο διά ξηράς και οι ιππόται. (8)

    Βεβαίως έπρεπε να πλησιάση τοσούτον ο κίνδυνος διά να ανανήψη ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου εκ του ληθάργου του, διότι μέχρι της στιγμής εκείνης ουδέν μέτρον προς άμυναν έλαβε. Τα ολίγα πλοία άτινα είχεν, εστερούντο των προς πλουν επιτηδείων, καθόσον ο μέγας ναύαρχος του κράτους Μιχαήλ Στρυφνός, σύζυγον έχων την αδελφήν της αυτοκρατείρας, ωφελήθη της συγγενείας ταύτης διά να πλουτίση ανταλλάσων προς χρυσίον τας αγκύρας, τα ιστία, την ξυλείαν και αυτούς έτι τους ύλους των πλοίων. Ότε λοιπόν ο αυτοκράτωρ είδεν εν Χρυσουπόλει τους Λατίνους, εξήλθε της απραξίας αυτού, διέταξε να εξοπλίσωσιν είκοσι σεσηπυίας γαλέρας, και να κατεδαφίσωσι τας έξωθεν επί των τειχών ερειδομένας οικίας, και παρασκευάσας τον στρατόν του ανέλαβε την αρχηγίαν αυτού όπως αποκρούση πάσαν προσβολήν των εχθρών. (9)

    Εν τούτοις οι σταυροφόροι ήρξαντο να διατρέχωσι τας πλουσίας πεδιάδας, αίτινες εκτείνονται εκείθεν της Χρυσουπόλεως. Απόσπασμα αυτών προβάν ολίγον, παρετήρησε σκηνάς τινας, εν αίς διέμενεν ο μέγας δουξ μετά πεντακοσίων στρατιωτών. Οι σταυροφόροι ώρμησαν κατ' αυτών, και μετά ολιγοχρόνιον μάχην τους έτρεψαν εις φυγήν και εκυρίευσαν τας τροφάς, τας σκηνάς αυτών και πολλά ζώα. Τοσούτον δ' ετάραξεν η ήττα αύτη τους εν Βυζαντίω, ώστε ψυχάρπαγας αγγέλους και χαλκηλάτους ανδριάντας εθεώρησαν τους Φράγκους, και οι μεν έπιπτον, οι δε εδραπέτευον και μάλιστα οι στρατηγοί ως κρουδέλαφοι, κατά την έκφρασιν του Νικήτα, πλέον δείλανδροι.

    Την επιούσαν της ήττης ταύτης, ενώ οι άρχοντες των σταυροφόρων συνεσκέπτοντο εν τοις ανακτόροις της Χρυσουπόλεως, αφίκετο εκ μέρους του αυτοκράτορος απεσταλμένος τις προς αυτούς, καλούμενος Νικόλαος Ρόσσης εκ Λομβαρδίας, όστις αφού εχαιρέτησεν αυτούς εν ονόματι εκείνου, τοις έλεξε τάδε· «Ο αυτοκράτωρ οίδεν ότι είσθε οι μεγαλείτεροι και ισχυρότεροι άρχοντες εκ των μη φερόντων στέμμα, και ότι ηγείσθε των ανδρειοτέρων του κόσμου λαών· απορεί όμως πώς ενώ όντες, ως και αυτός, Χριστιανοί, ήλθατε εις τα κράτη του, χωρίς να τον ειδοποιήσητε και ζητήσητε την συγκατάθεσίν του. Έμαθεν ότι πρώτιστος υμών σκοπός εστιν η απελευθέρωσις του Αγίου Τάφου. Αν, όπως εκπληρώσητε τον σκοπόν σας, έχητε χρείαν τροφών, θα σας δώση τοιαύτας προθύμως, μηδενός φειδόμενος όπως σας συνδράμη· αλλά σας εξορκίζει ν' αποσυρθήτε του κράτους του, καίτοι δυναμένου να σας εκβιάση προς τούτο, διότι η δύναμίς του είναι τόσον μεγάλη, ώστε και εικοσάκις πλείονες αν ήσθε, δεν εδύνασθε να σωθήτε και διαφύγητε την οργήν του, αν ήθελε να σας προσβάλη και κακοποιήση». Προς ταύτα δε αναστάς ο ιππότης Κόνων Πετούνης, όστις ήτο bons chevaliers et sages et bien éloquens, αντέλεξεν. «Ωραίε κύριε, ο αυτοκράτωρ απορεί, διότι εισήλθομεν εις τα κράτη του· η γη όμως ήν πατούμεν, γνωρίζεις καλώς ότι δεν ανήκει εις αυτόν, επειδή την κατέχει αδίκως και εναντίον του τε θείου και των ανθρωπίνων νόμων, αλλ' ανήκει εις τον ανεψιόν του, όν βλέπεις μέσω υμών. Αν θέλη να τω αποδώση το στέμμα και επικαλεσθή το έλεός του, τότε θα παρακαλέσωμεν και ημείς τον Ισαάκιον και τον υιόν του ίνα τω συγχωρήση και τω εξασφαλίση πόρον ζωής ικανόν και ανάλογον της θέσεώς του· αν δε δεν δεχθή να πράξη τούτο, μη τολμήσης πλέον να έλθης παρ' ημίν φέρων τοιαύτας προτάσεις.» Και ούτως ο πρεσβευτής απήλθεν άπρακτος, ο δε αυτοκράτωρ φοβούμενος τους εν τη πόλει πολυαρίθμους παροίκους Λατίνους, εξεδίωξεν αυτούς παραχρήμα.

    Την επιούσαν οι βαρώνοι και οι ιππόται απεφάσισαν να δοκιμάσωσι την διά της πειθούς ανάβασιν του παρ' αυτών προστατευομένου επί του θρόνου. Επιβάντες λοιπόν επί των γαλερών, επί μιας των οποίων ήτο και ο νέος Αλέξιος έχων εκατέρωθεν τον Δόγην της Ενετίας και τον μαρκήσιον της Μοντφεράτης, επλησίασαν εις τα τείχη της πόλεως, και τότε κήρυξ τις ήρξατο κραυγάζων ταύτα «Ιδού ο νόμιμος κύριός σας. Μάθετε ότι ήλθομεν όχι όπως σας κακοποιήσωμεν, αλλ' όπως σας φρουρήσωμεν και υπερασπίσωμεν, αν πράξητε ό, τι πρέπει. Γνωρίζετε ότι εκείνος, ώ δουλεύετε, κακεντρεχώς και παραλόγως κατέλαβε την αρχήν, ουδ' αγνοείτε πόσον παρανόμως προσηνέχθη προς τον κύριον αυτού. Βλέπετε, ιδού ο κληρονόμος του Ισαακίου· αν έλθητε προς αυτόν, εκπληροίτε το καθήκον σας, άλλως μάθετε ότι θα σας κακοποιήσωμεν, όσον δυνηθώμεν.» Επειδή όμως ουδείς εκ των επάλξεων απεκρίνατό τι, οι ιππόται απεφάσισαν να προπαρασκευασθώσιν εις πόλεμον. (10)

    Τη 6 Ιουλίου 1204

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1