Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

From $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Αμλέτος
Αμλέτος
Αμλέτος
Ebook452 pages3 hours

Αμλέτος

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview
LanguageΕλληνικά
Release dateNov 27, 2013
Αμλέτος

Read more from Iakovos Polylas

Related to Αμλέτος

Related ebooks

Reviews for Αμλέτος

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Αμλέτος - Iakovos Polylas

    The Project Gutenberg EBook of Hamlet, by Shakespeare

    This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this eBook or online at www.gutenberg.org

    Title: Hamlet

    Author: Shakespeare

    Translator: Iakovos Polylas

    Release Date: March 27, 2010 [EBook #31797]

    Language: Greek

    *** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HAMLET ***

    Produced by Sophia Canoni

    Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. A table with spelling and other mistakes has been incorporated in the text. The spelling of the book has not been changed otherwise. In the ‘Μελέτη εις τον Αμλέτον’, page μ΄(i.e. 40) is missing. Words in italics are included in _.

    Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Ο Πίνακας παροραμάτων έχει ληφθεί υπόψη στο κείμενο. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Εις το μέρος ‘Μελέτη εις τον Αμλέτον’, λείπει η σελίδα μ' (ήτοι 40). Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _.

    ΑΜΛΕΤΟΣ

    ΤΡΑΓΩΔΙΑ

    ΣΑΙΚΣΠΕΙΡΟΥ

    ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ

    ΜΕ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

    ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΑΔΕΛΦΩΝ ΠΕΡΡΗ

    Όσοι λάβουν τον κόπον να κρίνουν το προκείμενον φιλολογικόν έργον δεν θα δυσαρεστηθούν εάν προτάξωμεν ολίγας συντόμους εξηγήσεις ιδίως ως προς το γλωσσικόν μας σύστημα.

    Ανήκομεν απ' αρχής εις την σχολήν, η οποία πρεσβεύει ότι η γραπτή γλώσσα, δια να εκπληρώση τον προορισμόν της, δεν πρέπει να διαφέρη ουσιωδώς από την κοινώς ομιλουμένην· και εις αυτήν την αρχαίαν πεποίθησίν μας εμμένομεν αφού βλέπομεν ότι η δημοτική γλώσσα, η οποία προ πολλού είχε εγκαταλειφθή εις την ορφανίαν της, ήδη με αυτόματον δύναμιν επεβλήθη εις τα ποιητικά πνεύματα τόσον γενικώς ώστε ήδη αφαίρεσε από την σχολαστικότητα την επικράτειαν του αισθήματος και της φαντασίας, είναι δε πιθανόν ότι, αν λάβη την απαιτουμένην διάπλασιν, θέλει αποβάλη την συστηματικήν γλώσσαν των λογίων, την καθαρεύουσαν, και από την επικράτειαν του λόγου. Τοιαύτην του γλωσσικού ζητήματος λύσιν δυνάμεθα ευλόγως να προΐδωμεν στηριζόμενοι εις ό,τι συνέβη εις όλα τα έθνη, όσα κατώρθωσαν να μορφώσουν γλώσσαν φιλολογικήν· και αυτού η ομιλούμενη γλώσσα, περιωρισμένη κατ' αρχάς εις τα έργα της φαντασίας, εις τα πονήματα, εις τα μυθιστορικά διηγήματα και εις τας απλάς χρονογραφίας, άμα έφθασεν εις ανδρικήν ηλικίαν, έγινε ικανή να αντικατασταθή εις την λατινικήν, η οποία εθεωρείτο η μόνη γλώσσα κατάλληλος δια επιστημονικά θέματα.

    Αλλά η ρύθμισις της γλώσσης εις όργανον κανονικόν και διαφανές γενικής ζωντανής συνεννοήσεως, με άλλας λέξεις η μετάβασις από την φύσιν εις την τέχνην, δεν είναι έργον ατόμων, ούτε μιας μόνης γενεάς, ούτε είναι εξαγόμενον ξηράς θεωρίας· η αληθώς εθνική γλώσσα υποθέτει μεγάλα εθνικά κέντρα, εις τα οποία της φιλολογικής διαμορφώσεως προηγήθη ήδη η κοινωνική διοργάνωσις, και όπου συμπεριλαμβάνονται και συναρμολογούνται βαθμηδόν τα διάφορα συστατικά της κοινωνίας στοιχεία, εις τρόπον ώστε να μη αφίνεται να ενεργή μονομερώς ο κανονιστικός νους, αλλά να συμπράττουν συγχρόνως όλαι αι πνευματικαί δυνάμεις και να συμβάλλουν εις τον πλουτισμόν της γλώσσης όλα τα ηθικά κεφάλαια. Από τοιαύτα έμψυχα κέντρα εμπνέεται το πνεύμα και η καλαισθησία των δημιουργών συγγραφέων, και αυτοί πάλιν με τα πλάσματά των επενεργούν εις εκείνα, ώστε από αυτήν την αμοιβαίαν εργασίαν γεννάται μία ομοιόμορφος γλώσσα προωρισμένη να ήναι ο προφορικός άμα και ο γραπτός λόγος ολοκλήρου του έθνους.

    Εις την Ελλάδα συνέβη η πνευματική αναγέννησις να προδράμη της κοινωνικής αναπλάσεως· και ενώ δεν υπήρχε κέντρον αρκετά περιεκτικόν και σπουδαίον, ώστε να χρησιμεύση ως χωνευτήριον, από το οποίον καθαριζόμενος ο προφορικός λόγος θα έφθανεν εις ενότητα οργανικήν, η ολιγαρχία του πνεύματος προσέφυγεν εξ ανάγκης εις τεχνητήν μέθοδον διαμορφώσεως· επήραμεν, ως αναφαίρετον ιδικήν μας κληρονομίαν, ολόκληρον την αρχαίαν γραμματικήν και όλον αδιακρίτως το λεκτικόν της αρχαίας Ελληνικής και κατεδικάσαμεν εις θάνατον όλους σχεδόν τους τύπους της νεωτέρας, ως λείψανα της δουλείας και της εθνικής ταπεινώσεως.

    Από την σχολαστικήν εργασίαν ο προφορικός λόγος έπαθεν ήδη μεταβολήν, η οποία, κανονικωτέρα μέσα εις την τάξιν των λογίων, εξαπλόνεται, αν και με πολλήν ανωμαλίαν, και μέσα εις τον καθολικώτερον κοινωνικόν κύκλον. Το πραγματικόν τούτο φαινόμενον οι μεν φίλοι του δημοτικού ιδιώματος δεν πρέπει να παραβλέψουν, οι δε οπαδοί της καθαρευούσης δεν πρέπει να το θεωρήσουν ως απόδειξιν της επιτυχίας του συστήματός των· η αλλοίωσις είναι απλώς εξωτερική, εις τους καταληκτικούς τύπους και εις το λεκτικόν, και έχει τα φυσικά της όρια· ο ουσιώδης χαρακτήρ της νεωτέρας γλώσσης ούτε εξηλείφθη ούτε είναι δυνατόν να εξαλειφθή, εάν είναι αληθές ότι ο γλωσσικός χαρακτήρ δεν συνίσταται τόσον εις τους τύπους, οι οποίοι από διάφορα αίτια και αφορμάς ευκόλως μεταβάλλονται, όσον εις την σύνταξιν, δηλαδή εις τον εσωτερικόν οργανισμόν, ο οποίος εκφράζει τον ενδιάθετον λόγον και αποτελεί αυτό το πνεύμα του έθνους. Ο προφορικός λόγος των αρχαίων Ελλήνων, όπως εκρυσταλλοποιήθη εις τα συγγράμματα, ήταν εις το άκρον συνθετικός, τόσον ώστε καμμία γλώσσα, ουδέ αυτή η λατινική, δεν είναι αρκετή να τον αποδώση· ο προφορικός λόγος των νεωτέρων Ελλήνων, καθώς των άλλων νεωτέρων εθνών, είναι κατ' εξοχήν αναλυτικός, δηλαδή εις τοιαύτην αντίθεσιν προς τον αρχαίον, ώστε η σχολαστικότης, όσον και αν αγωνίζεται, δεν θα δυνηθή να του αφαιρέση ποτέ την αληθή του υπόστασιν και να την μετασχηματίση εις την ανωτάτην συνθετικήν μορφήν.

    Εάν αι σκέψεις μας απορρέουν, ως νομίζομεν, από την πραγματικήν σημερινήν κατάστασιν της γλώσσης, ελπίζομεν ότι η μέθοδος την οποίαν παραδεχόμεθα δεν θέλει αποδοθή εις ιδιοτροπίαν. Εις τον έμμετρον λόγον, καθώς ήδη επράξαμεν εις την Μετάφρασίν μας της Οδυσσείας, αποκλείομεν τόπους τινάς και ακρωτηριασμούς, οι οποίοι και εις αυτήν την δημοτικήν γλώσσαν είτε έπεσαν ήδη είτε είναι προωρισμένοι να πέσουν· την πεζογραφίαν μας ηναγκάσθημεν να συμμορφώσωμεν προς τον συνήθη προφορικόν λόγον των πεπαιδευμένων, αλλά χωρίς να υπερβώμεν τα όρια, τα οποία διαγράφει ο ουσιώδης χαρακτήρ της νεωτέρας γλώσσης. Τοιαύτη μέθοδος, εάν εφηρμόζετο από δεξιάς χείρας, θα ημπορούσε να εξαλείψη βαθμηδόν την απέραντον διαφοράν η οποία σήμερον χωρίζει την γραπτήν γλώσσαν από την ομιλουμένην.

    Εις την στιχουργίαν επεχειρήσαμεν τι νεώτερον και το υποβάλλομεν εις την εκτίμησιν του φιλολογικού μας κόσμου.

    Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος βεβαίως κατέχει την πρώτην θέσιν εις την νεοελληνικήν μετρικήν και δύναται να ονομασθή ο κατ' εξοχήν εθνικός στίχος, αφού απ' αρχής τον ησπάσθη και τον ελάμπρυνε προ πάντων η δημοτική ηρωική μας ποίησις. Αλλά αυτός ο στίχος, ως είναι διηρημένος εις δύο σταθερά ημίστιχα τόσον χωριστά ώστε υπάρχει αναγκαία ανυπέρβλητος παύσις πάντοτε εις την ογδόην συλλαβήν, δεν έχει την απαιτουμένην διά την δραματικήν ποίησιν ευκινησίαν και γοργότητα. Τοιαύτην έλλειψιν του δεκαπεντασυλλάβου ενόησαν όσοι των στιχουργών μας έλαβαν την ατυχή ιδέαν να εισάξουν, ως αρμόδιον εις το δράμα, το ιαμβικόν τρίμετρον, κατασκεύασμα μηχανικόν και άρρυθμον, το οποίον, κατά την γνώμην μας, είναι και θα μείνη πάντοτε ξένον εις την αίσθησιν του έθνους. Προτιμότερος τούτου θα ήταν ο ενδεκασύλλαβος· αλλά και αυτός ο στίχος, αν και ρυθμικώτατος, εις την πολυσύλλαβον γλώσσαν μας, είναι τόσον ολίγον περιεκτικός, ώστε σπανίως δύναται να κλείση αυτοτελή περίοδον. Τοιαύτην αδυναμίαν βεβαίως δεν έχει ο δεκατρισύλλαβος στίχος, τον οποίον ημείς, εις την προκειμένην Μετάφρασιν, σηκόνομεν από την αφάνειαν εις την οποίαν ευρίσκεται, και τον μεταχειριζόμεθα ως κατάλληλον όργανον της δραματικής ποιήσεως· το μέτρον τούτο, ενώ έχει αρκετήν έκτασιν, έχει και το μέγα πλεονέκτημα να επιδέχεται ποικιλίαν ρυθμού τοιαύτην, ώστε δύναται φυσικώς να αναβιβασθή εις την λυρικωτέραν έντασιν, καθώς και να κατέλθη εις τον τόνον της συνήθους ομιλίας, — όπως αρμόζει εις την φύσιν του νεωτέρου οράματος, ιδίως του Shakespeare. Έχομεν τόσην πεποίθησιν εις την δύναμιν του στίχου τούτου, ώστε δεν αμφιβάλλομεν ότι άλλοι στιχουργοί θα αποδείξουν, καλήτερα παρ' ότι εδυνήθημεν ημείς, το εύστοχον της εκλογής μας.

    Εν Κερκύρα τη 15 Ιουνίου 1889.

    ΜΕΛΕΤΗ ΕΙΣ ΤΟΝ Α Μ Λ Ε Τ Ο Ν

    Όταν αναγινώσκομεν τον Αμλέτον πρώτην και ζωηροτάτην εντύπωσιν γεννά εις την ψυχήν μας η μεγάλη ποικιλία των συμβάντων, η διαφορά και η αντίθεσις των χαρακτήρων, το μέγα βάθος και η σφοδρότης των αισθημάτων, η πρωτοτυπία και το ύψος των εννοιών. Εις το ποίημα τούτο μας ανοίγεται κόσμος ολόκληρος όπου περιπλέκονται περιστατικά διάφορα, άλλα αναγκαία επακολουθήματα της αρχικής αιτίας του δράματος, άλλα έκτακτα και υπερφυσικά ακόμη, άλλα προερχόμενα από την θέλησιν του ανθρώπου και άλλα από την τύχην όπου το αίσθημα της αγάπης παρουσιάζεται, εδώ ως κτηνώδης φυσική ορμή, εκεί ως αγνή συμπάθεια η οποία βλαστάνει από την ομοιότητα των ψυχών όπου με την αυτήν ενάργειαν αναφαίνεται η ζοφερά και η φωτεινή όψις της ανθρωπίνης ψυχής, η απονωτέρα φιλαυτία και η φιλανθρωποτέρα αυταπάρνησις· όπου με την αυτήν ομοιαλήθειαν εικονίζεται τόσον η πραγματική φρενολογική αλλοίωσις όσον και η πλαστή παραφροσύνη ως κάλυμμα βαθυτάτης συνέσεως· όπου ξεσκεπάζονται οι λεπτότεροι και γενναιότεροι δισταγμοί της συνειδήσεως, καθώς και τα σκοτεινά βάθη, εις τα οποία βασανίζεται ένοχος καρδία· όπου από ένα μέρος βασιλεύει η ηθική εξαχρείωσις με όλο το γυάλισμα και το ψεύτικο χρώμα εξευγενισμένης κοινωνίας, και από το άλλο, εις άμετρον ύψος, λάμπει καθαρός ο ανώτατος λόγος, αντηχεί άδολος η φωνή της φύσεως, και ακούεται ειλικρινής η γλώσσα της αληθείας· όπου, τέλος πάντων, εις αντίθεσιν των χαμηλών σκέψεων και φρονημάτων, όσα υπαγορεύονται από αγενή πάθη, εμφανίζονται αισθήματα και θεωρίαι, αι οποίαι φαίνεται ότι απομακρύνονται από τον κύκλον, από το θέμα του δράματος, δια να μας μεταφέρουν εις ορίζοντα καθολικών υψηλών προβλημάτων όπου αποβλέπουν είτε τον προορισμόν του ανθρώπου, είτε την πρόσκαιρον αβεβαίαν και ματαίαν σημασίαν της ενεργείας του εις τον κόσμον, είτε το αίνιγμα της καταστάσεώς του εις την άλλην ζωήν.

    2.

    Αυτή μας η πρώτη εντύπωσις αυξάνει και μεταβάλλεται εις απορίαν, όταν σκεφθώμεν ότι δια τόσην έκτασιν και τόσο βάθος δεν φαίνεται επιδεκτική η πραγματική του προκειμένου δράματος υπόστασις. Το δραματικόν θέμα, το οποίον φυσικώς πηγάζει από το αρχικόν κακούργημα, από την δολοφονίαν του πατρός του Αμλέτου, συνίσταται εις τούτο, ότι ο μεν αδικημένος υιός και διάδοχος του θρόνου αισθάνεται το καθήκον και κυριεύεται από το πάθος να τιμωρήση τον φονέα του πατρός του και επιβάτην της βασιλείας, ο δε δολοφόνος έχει συμφέρον να προλάβη τον εχθρόν του και να τον θανατώση, όπως σωθή αυτός και χαρή εις το εξής ακίνδυνα τους καρπούς του εγκλήματός του. Τοιούτος αγών μεταξύ αδικητού και αδικημένου θα αποτελούσε δραματικήν πλοκήν και θα καταντούσε εις μίαν τραγικήν λύσιν ή με την τιμωρίαν του ενόχου ή με την αποτυχίαν του αδικημένου ή με την καταστροφήν και των δύο, ο δε ανταγωνισμός των χαρακτήρων και αι διάφοροι περιπέτειαι, εις τας οποίας θα παρουσιάζετο πλέον ή ολιγώτερον πιθανή η τιμωρία του αδικητού και ο κίνδυνος του αδικημένου, θα ήσαν βεβαίως ικανά να γεννήσουν ζωηροτάτην δραματικήν συγκίνησιν, αλλά πολύ διάφορον από το υψηλόν εκείνο ενδιαφέρον όπου από την πρώτην έως την ύστερην σκηνήν του Α μ λ έ τ ο υ μαγεύει τον νουν, την καρδίαν και την φαντασίαν μας. Και στηρίζεται εις τον ανταγωνισμόν δύο φοβερών αντιπάλων η εξωτερική κατασκευή του δράματος, αλλ' η ουσία του ποιήματος, ο ανώτερος πνευματικός λόγος ενυπάρχει όλος εις την εσωτερικήν πάλην, εις την οποίαν ευρίσκεται από την αρχήν έως το τέλος ο πρωταγωνιστής, η δε ψυχική τούτη κατάστασις δεν εξηγείται, εάν τον μετρήσωμεν με την στάθμην του κοινού ανθρώπου, εάν δεν κατανοηθή η πρωτότυπος και έκτακτος τούτη φύσις, οποίαν την συνέλαβε και την έπλασεν ο ποιητής.

    3.

    Ο Shakespeare εμόρφωσε το πρόσωπον τούτο με όλας τας ιδιότητας, με όλα τα χαρακτηριστικά της μεγαλοφυίας· εις την ψυχήν του Αμλέτου συνυπάρχουν με θαυμαστήν ισορροπίαν και συλλειτουργούν αρμονικώτατα νους ευρύτατος και ερευνητικός, τόσον ανοικτός εις τας εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου, όσον ικανός να υψωθή εις τας ανωτέρας σκέψεις και να αντικρύση ατάραχος τα πλέον μυστηριώδη φαινόμενα του υπερφυσικού, — κρίσις τόσον ορθή και βαθεία, ώστε πολλαίς φοραίς εκλαμβάνεται ως εμπνευσμένη πρόγνωσις ή ως προφητική προαίσθησις, — καρδία όπου αγκαλιάζει ενθουσιασμένη ό,τι αγαθόν και γενναίον και αποκρούει με αγανάκτησιν ό,τι κακόν και αχρείον, — φαντασία, η οποία, αν και υπέροχος, ποτέ δεν εισέρχεται εις την επικράτειαν των άλλων ψυχικών δυνάμεων, αλλ' ευρίσκεται πάντοτε πρόχειρος και ετοίμη να τας υπηρετήση εις την πρακτικήν των ενέργειαν. Αλλά τα άφθονα τούτα φυσικά δώρα θα εμαραίνοντο, θα έμεναν στείρα, αν ο Αμλέτος επερνούσε την νεότητα του εις την μολυσμένην ατμοσφαίραν της κοινωνίας και της Αυλής όπου εγεννήθη. Ο Αμλέτος εστάλη νέος να μορφωθή εις ξένον ανώτερον Εκπαιδευτήριον· και ενώ η υψηλή διδασκαλία εκαλλιέργησε την εκλεκτήν εκείνην φύσιν, την έφερεν εις τον ανώτερον βαθμόν της αναπτύξεως, την επροίκισε με ποικιλίαν γνώσεων και ελέπτυνε την φυσικήν καλαισθησίαν, οι σχολαστικοί τύποι και η θετική μάθησις δεν επεριώρισαν ποσώς την αυτεξουσιότητα του πνεύματος και δεν αφαίρεσαν τίποτε από την αγνότητα του αισθήματος και από την ζωηρότητα της φαντασίας.

    4.

    Ενώ ήταν ακόμη αφιερωμένος εις τας σπουδάς του, μέγα οικογενειακόν δυστύχημα, ο πρόωρος θάνατος του πατρός του, αφαιρεί τον Αμλέτον από την μελέτην και τον υποχρεόνει να περάση εις τον πρακτικόν βίον. Φθασμένος ήδη εις την ακμή της νεανικής ηλικίας, όταν όλαι αι δυνάμεις ήσαν μεσταί και πρόθυμοι να ενεργήσουν προς ευγενείς σκοπούς, ο Αμλέτος επανερχόμενος εις την πατρίδα, ευρίσκεται έξαφνα απέναντι κοινωνίας, η οποία είναι ανίκανος να τον εννοήση, όπου φαινομενικός πολιτισμός σκεπάζει βαρβαρότητα πραγματικήν, όπου παίδευσις ψευδής και σχολαστική μάθησις ενόθευσαν την φύσιν χωρίς να την ημερώσουν, όπου τα ήθη, τα έθιμα, οι τρόποι, όλος ο ηθικός και ο πνευματικός βίος είναι τοιούτος, ώστε αποτελεί ασυμβίβαστον αντίθεσιν προς την γενναίαν προαίρεσιν και την αληθώς εξευγενισμένην ψυχήν του. Αλλ' ό,τι συμβαίνει αμέσως μετά τον θάνατον του πατρός του ξεσκεπάζει εις αυτόν την πραγματικότητα εις όλην της την ασχημίαν. Εις τον υψηλόφρονα χαρακτήρα του δεν έχει τόπον το πάθος της φιλαρχίας καθ' εαυτό, αλλά ο Αμλέτος αγανακτεί διότι και μεγιστάνες και λαός αναίσθητοι εις την στέρησιν αγαθού βασιλέως, ο οποίος είχε δοξάση και μεγαλύνη την πατρίδα, αναβιβάζουν εις τον θρόνον την εξαχρείωσιν και την ανομίαν. Αλλά προ πάντων πληγόνει την καρδίαν του η διαγωγή της μητρός του· την μητέρα του είχε συνηθίση να θεωρή ως τον τύπον της σωφροσύνης, και τώρα την βλέπει πεσημένην εις το έσχατον όριον της γυναικείας αδυναμίας. Έχασε τον αγαθόν του πατέρα και δεν ευρίσκει παρηγορίαν εις την αγάπην μιας μητρός, την οποίαν δεν δύναται να σέβεται πλέον. Το φοβερόν χάσμα, το οποίον άνοιξε και χωρίζει τον Αμλέτον από την οικογένειαν και από την κοινωνίαν, η απομόνωσίς του, φανερώνεται με δραματικήν μορφήν υπερτάτην εις την σκηνήν, όπου πρώτην φοράν μας παρουσιάζεται ο Αμλέτος· όλος ο κόσμος λαμπροφορεί και πανηγυρίζει τον άνομον γάμον του Κλαυδίου και της Γελτρούδης, μόνος ο Αμλέτος μαυροφορεί, η δε στάσις του, η εκφραστική σιγή του απέναντι της υποκριτικής ομιλίας του θείου του, αι σημαντικαί απαντήσεις του προς την μητέρα του, δείχνουν ότι εις την απομονωμένην ψυχήν του ερριζοβόλησεν η λύπη και βράζει η αγανάκτησις.

    Και τούτος είναι ο πρώτος σταθμός της μεγάλης μεταβολής την οποίαν ο εξωτερικός κόσμος έφερε διά μιας εις τον πνευματικόν βίον του Αμλέτου ό,τι εξανοίξαμεν από τους λόγους οπού επρόφερεν εις την βασιλικήν ακρόασιν εξηγείται κατά βάθος εις τον αμέσως επακόλουθον Μονόλογον. Αρχίζει με κραυγήν οδύνης και αγανακτήσεως· πρώτην φοράν διέρχεται από το πνεύμα του το απαίσιον φάσμα της αυτοκτονίας ως μέσον διά να αποφύγη ακατόρθωτον αγώνα εις έναν κόσμον, όπου αυτός αισθάνεται ότι δεν έχει τόπον, όπου δεν δύναται να εκπληρώση καμμίαν φιλάνθρωπον αποστολήν. Έως τώρα επίστευεν ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή το καλόν, αλλ' ήδη βλέπει ότι η κακία έπνιξε την αρετήν, καθώς εις ένα περιβόλι τα χονδροειδή και ανώφελα φυτά μεταβάλλουν την ήμερον κατάστασιν εις αγρίαν. Η φοβερά κατάπτωσις της μητρός του όχι μόνον εθανάτωσε τα τρυφερώτερα και ιερώτερα αισθήματά του, αλλά του παρουσιάζεται ως αλάνθαστον γνώρισμα του ηθικού νοσήματος το οποίον εσάπισεν ολόκληρον την κοινωνίαν. Η λύπη του, η απογοήτευσις, η απελπισία, δεν προέρχονται εις αυτόν από φίλαυτον αίσθημα· κανένα αυτός δεν προφέρει παράπονον διά την ιδιαιτέραν θέσιν του της ορφάνιας και της ανάγκης να ήναι υπήκοος βδελυρού βασιλέως· κινούμενος από υψηλήν φιλανθρωπίαν θρηνεί μόνον διά την ελεεινήν πραγματικότητα, εις την οποίαν δεν βλέπει άλλο παρά ορμήν αχαλίνωτον προς το κακόν.

    6.

    Το μέγα κακούργημα είχεν επινοηθή και ενεργηθή τόσο καταχθονίως ώστε ο θάνατος του Βασιλέως δεν εγέννησεν εις τον κόσμον την παραμικράν υπόνοιαν, και αυτοί οι φίλοι του Αμλέτου δεν απέδωκαν εις την εμφάνισιν του Πνεύματος την αληθή σημασίαν της· μόνον η προφήτισσα ψυχή του Αμλέτου, ο οποίος βλέπει συχνά τον πατέρα του με τους εσωτερικούς οφθαλμούς, είχε συλλάβη την υποψίαν ότι ο πατέρας του αδικοθανάτησε και ότι ο θείος του ήταν ο δολοφόνος· διά τούτο, ενώ πρώτα είχεν αποφασίση να αναχωρήση διά να αποχωρισθή από μισητήν κοινωνίαν, μένει αυτού, όχι διά να ενδώση εις την επιθυμίαν της μητρός του, αλλά διότι αισθάνεται την ανάγκην να εμβαθύνη εις την ζοφεράν οικογενειακήν υπόθεσιν· όθεν λαμβάνει επιφυλακτικήν στάσιν, υποχρεόνει τον εαυτόν του να δαμάση την ορμήν της αγανακτήσεως και να κρύψη εις τα βάθη της καρδίας την υποψίαν του,

    καλό δεν είναι, ουδέ καλό τέλος θα λάβη· αλλά, καρδιά μου, πνίγου, επειδή την γλώσσαν πρέπει να κρατήσω.

    Και όταν οι φίλοι τού διηγούνται το φοβερόν όραμα, ο Αμλέτος δεν παραδίδεται εμπαθώς και απερισκέπτως εις την πρώτην εντύπωσιν, αλλά κύριος του εαυτού του με πολλήν σύνεσιν και υπομονήν υποβάλλει εις λεπτομερή εξέτασιν την αντίληψίν των και άμα πείθεται ότι το μυστηριώδες εκείνο φαινόμενον δεν ήταν πλάνη της φαντασίας των αλλά πραγματικόν, αμέσως υπακούει εις την φωνήν του καθήκοντος, όπου του επιβάλλει να αντιμετωπίση, και με κίνδυνον της ζωής του υπερφυσικήν εμφάνισιν, από την οποίαν αυτός περιμένει κάποιαν φοβεράν αποκάλυψιν· ανυπομόνως προσβλέπει εις την στιγμήν οπού θ' απαντηθή με το Πνεύμα του πατρός του· η υπόνοιά του έγινε δι' αυτόν βεβαιότης και ήδη έχει την πεποίθησιν ότι

    Έργα μιαρά θα βγουν 'ς το φως φανερωμένα, και αν 'ς την καρδιά της μέσα η γη τα 'χει κρυμμένα.

    7.

    Με αυτήν την προδιάθεσιν περιμένει εις το προσδιωρισμένον μέρος και εις την προσδιωρισμένην ώραν το Πνεύμα, και το δέχεται με τόσην γενναιοψυχίαν ώστε αμέσως το προσφωνεί με την πεποίθησιν ότι τοιαύτη παράβασις των φυσικών νόμων δεν γίνεται χωρίς κάποιον υψηλόν σκοπόν. Προαισθάνεται ήδη ο Αμλέτος ότι από τον πνευματικόν κόσμον θα αντηχήση φωνή να αναθέση εις αυτόν κάποιαν φοβεράν υποχρέωσιν, την εκτέλεσιν μεγάλου καθήκοντος, και τούτο εκφράζει με την ερώτησιν·

    Ειπέ, διατί γίνεται αυτό; προς τι; τι πρέπει να πράξωμεν εμείς;

    Ανδρικώς αποκρούει την αντίστασιν των φίλων του, και ακολουθεί το Πνεύμα, χωρίς να γνωρίζη πού, διότι η συναίσθησις του καθήκοντος, η φωνή του πεπρωμένου, (η μοίρα μου κραυγάζει) — η πίστις την οποίαν έχει εις την αφθαρσίαν της ανθρωπίνης φύσεως, το άχαρι της ζωής του, όλα τον αρματόνουν με θάρρος υπεράνθρωπον, διά να υπακούση εις την μυστηριώδη πρόσκλησιν και με θυσίαν της υλικής του υπάρξεως. Και όχι μόνον άφοβα ακολουθεί το Πνεύμα, αλλά και ως ίσος προς ίσον, ως αθάνατος προς αθάνατον, με θέλησιν ισχυράν, με αποφασιστικήν στάσιν, το υποχρεόνει να παύση την αόριστον εκείνην πορείαν εις το άγνωστον και απαιτεί να του εξηγήση επί τέλους τον λόγον της εμφανίσεώς του·

    Πού θα με πας; ομίλει· δεν θα προχωρήσω.

    Από τους λόγους του Πνεύματος ο Αμλέτος μανθάνει πράγματα ακόμη φρικτότερα απ' ό,τι είχεν αφ' εαυτού του μαντεύση· μανθάνει την κτηνώδη ασέλγειαν της μητρός του, την απιστίαν της προς τον

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1