Ορθοδοξία και Πολιτισμός
Ορθοδοξία και Πολιτισμός
Ορθοδοξία και Πολιτισμός
ΔΕΣΠΟΤΗΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ
ΕΑΠ ΟΡΘ 61
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ι. ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
1. Ο όρος πολιτισμός
Αν και η έννοια του πολιτισμού είναι πανάρχαιη, ο αντίστοιχος όρος (πολιτισμός) είναι
καινούργιος. Απαντά μία φορά στο Διογ. Λαέρτιο (4, 39) με την έννοια της διαχειρίσεως των
δημοσίων υποθέσεων, στη 19η επιστ. του Γρηγορίου Νύσσης (PG 46, 1077) για να δηλώσει την
ραφιναρισμένη κομψότητα1 και στην Ομιλ. του Ι. Χρυσοστόμου στο Εβρ. 15, 4 για να δηλώσει το
ευτράπελο2. Η έννοια του πολιτισμού εμπεριεχόταν στα κλασικά χρόνια στον Ελληνισμό, ο
οποίος αντιδιαστελλόταν προς τη βαρβαρότητα, ενώ στα λατινικά αντιστοίχως
χρησιμοποιήθηκε ο όρος Humanitas (ανθρωπισμός). Στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο καθιερώθηκε λίγο
πριν τη Γαλλική Επανάσταση για να εκφράσει την ταξική διάκριση μεταξύ του «πολιτισμένου»
ευγενούς αστού και του «αγροίκου» (rustique) κατοίκου της υπαίθρου. Είναι η εποχή κατά την
οποία ο πολιτισμός για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία χειραφετείται επίσημα από τη
θρησκεία και ταυτίζεται με τον Ορθολογισμό, αναζητώντας σε μια εξιδανικευμένη αρχαία
Ελλάδα τις ρίζες του. Στο ελληνικό λεξιλόγιο πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αδ. Κοραή και
επικράτησε από το 1829, όταν κάποιοι επαναστατημένοι Ρωμιοί, επηρεασμένοι από τον
ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και το Ρομαντισμό, αυτοπαρουσιάστηκαν ως συνεχιστές των αρχαίων
ηρώων και φιλοσόφων.
Στις ευρωπαϊκές γλώσσες και ιδίως στη γερμανική υφίσταται διάκριση μεταξύ των όρων Civilit-
as και Culture3. Ο πρώτος υποδηλώνει τον τεχνικό πολιτισμό, ενώ ο δεύτερος, ο οποίος σήμαινε
καταρχάς τις γεωργικές ενασχολήσεις των κατοίκων της υπαίθρου (οι οποίες οδήγησαν στη
δημιουργία πόλεων), την πνευματική καλλιέργεια. Στη νέα ελληνική προτείνεται η διάκριση
μεταξύ των επιθέτων πολιτιστικός (ο πολιτισμός ως σύνολο δραστηριοτήτων) και πολιτισμικός
(η αφηρημένη πλευρά του πολιτισμού και του πολιτισμού ως πνευματικής καλλιέργειας).
Χρησιμοποιείται, επίσης, ο όρος κουλτούρα, ο οποίος αναφέρεται ιδιαίτερα στην προσωπική
καλλιέργεια του κάθε πολίτη4.
Από τη σύνοψη της ιστορίας του όρου εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο όρος πολιτισμός από τη
γένεσή του «συζεύχθηκε» με την αστική τάξη και την ευρωπαϊκή διανόηση, η οποία
σφετερίστηκε την κληρονομιά της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Με το μανδύα του
εκπολιτισμού και του εκχριστιανισμού επενδύθηκαν το 19ο αι. οι κατακτητικές βλέψεις της
Ευρώπης και της Αμερικής απέναντι στους «βαρβάρους» του τρίτου κόσμου. Ο Αμερικανός
Samuel Worcester μέλος των «Εξωτερικών Ιεραποστολών» στην έκθεση του 1816 περιέγραφε
τους στόχους της οργάνωσής του με την ακόλουθη ιεράρχηση5: να κάνουμε όλη τη φυλή
αγγλόφωνη, να την εκπολιτίσουμε στις συνήθειές της και να την εκχριστιανίσουμε ως προς την
θρησκεία της: αυτό είναι το παρόν σχέδιο. Ο ιεραπόστολος David Livingstone το 1856 ηλέκτρισε
το Βρετανικό έθνος με τα περιπετειώδη ταξίδια του στην Αφρική, στήνοντας πρώτος μια
συμμαχία μεταξύ εμπορίου, πολιτισμού και Χριστιανισμού (των γνωστών τριών Κ: Kommerz,
1
Το χωρίο έχει ως εξής: ὕβρις τε καὶ τραχύτης καὶ ἀναισθησία καὶ ἡ τῶν λεγομένων δυσωδία πολιτισμὸς εἶναι καί τις
τοιαύτη φιλοκαλία νομίζεται.
2
Το χωρίο έχει ως εξής: Τοῦτο πάντα ἀνέτρεψε͵ τοῦτο κατέβαλε· γέλως γέγονε τὰ ἡμέτερα καὶ πολιτισμὸς καὶ
ἀστειότης· οὐδὲν εὐσταθὲς͵ οὐδὲν στιβαρόν.
3
Βλ. Γ.Δ.ΜΠΑΜΠΙΝΙΏΤΗ, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998, 1458.
4
Α. ΠΑΠΑΔΕΡΌΣ, Πολιτισμός, ΘΗΕ 10 507-514.
5
Πρεσβ. ΠΈΤΡΟΣ ALBAN HEERS, Οι ιεραποστολικές καταβολές του σύγχρονου Οικουμενισμού. Ορόσημα στην προ του
1920 πορεία του, Θεοδρομία Έτος Ζ, τεύχος 2 (2005) 227-252, 230-1.
Kultur, Katholizismus): τα κέρδη που μπορούν να αντληθούν από εμπορικής απόψεως είναι
αναρίθμητα, αλλά δεν πρέπει να χάνουμε από τα μάτια μας και τις ανεκτίμητες ευλογίες που
είμαστε σε θέση να χαρίσουμε στον αφώτιστο Αφρικανό, προσφέροντάς του το φως του
Χριστιανισμού. Αυτοί οι δύο σκαπανείς του πολιτισμού –Χριστιανισμός και εμπόριο- πρέπει να
παραμείνουν αχώριστοι.
1/ Ο πολιτισμός, ο λόγος και η θρησκεία, είναι τα στοιχεία εκείνα τα οποία συνιστούν την
ειδοποιό διαφορά του αδαμιαίου Homo Sapiens, του ΑΝ-θρώπου, από όλα τα άλλα έμβια όντα.
Η ίδια η ανθρώπινη κοινωνία δε λειτουργεί ως αγέλη, που ικανοποιεί απλά βιολογικές ανάγκες
και ενεργεί επί τη βάσει του ενστίκτου, αλλά εκτός από τη συντήρηση του Βίου διά της Τεχνικής
και της Οικονομίας, εκφράζει ποικιλοτρόπως τη δίψα της για το Καλό-Ωραίο δια της Τέχνης, το
Αγαθό δια της Ηθικής, το Αληθινό δια της Φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα Philosophia
cultura animi est. Η ίδια αρχή έχει διατυπωθεί και με το ρητό Η ψυχή του πολιτισμού είν αι ο
πολιτισμός τ ης ψυχή ς. Ο πολιτισμός συνδέεται, συνεπώς, με το θεϊκό έρωτα του ανθρώπου,
ο οποίος ως γέννημα της Πενίας και του Πόρου, εκφράζει τη λαχτάρα του να δραπετεύσει από
τη φυλακή και τα δεσμά του χώρου και του Κ(χ)ρόνου για να κατακτήσει την αιωνιότητα.
Επειδή ακριβώς ο πολιτισμός κινείται μεταξύ ορατών και αοράτων, γι΄ αυτό χρησιμοποιεί ως
εκφραστικό του μέσο όχι μόνο το λόγο αλλά επιπλέον το μύθο και το σύμ-βολο. Γι΄ αυτό ο Cas-
sirer τον χαρακτήρισε ως ένα συμβολικό Σύμπαν (symbol. Universum)6.
2/ Ο πολιτισμός δε συνιστά ατομικό επίτευγμα, αλλά προϊόν της κοινωνικής συνύπαρξης των
ανθρώπων, οι οποίοι φύσει είναι όντα πολιτικά. Η προστασία από τη φύση σε συνδυασμό με την
ανάγκη διατροφής και στέγης, η ρύθμιση των σεξουαλικών σχέσεων για να διαιωνιστεί το είδος, η
ανάγκη αλληλεγγύης, η τάση για καλλιτεχνική έκφραση δια του χορού, των μύθων και γενικώς
της τέχνης, η βίωση του Αγίου, η διατύπωση υποχρεωτικών κανόνων συμπεριφοράς περί του
καλού και του κακού αποτελούν τις ονομαζόμενες διαπολιτισμικές σταθερές, τις αιτίες εκείνες
που οδηγούν ανθρώπους να αναπτύξουν πολιτισμό. Ο πολιτισμός αποτελεί έτσι την
κατεξοχήν συνέπεια της προσπάθειας του ανθρώπου να δαμάσει τη κτίση/φύση, που τον
περιβάλλει, και ταυτόχρονα να πραγματώσει τη δικιά του κοινωνική/πολιτική φύση.
Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Edward Burnett Tylor στο έργο του Primitive Culture (1871),
ο πολιτισμός εμπεριέχει όλες τις ικανότητες και τα έθιμα που αποκτά κάποιος ως μέλος της
κοινωνίας: Culture includes all capabilities and habits acquired by man as a member of society. Στα
στοιχεία του πολιτισμού εντάσσονται το βίωμα, οι μνήμες, οι γνώσεις, τα ήθη και οι ποικίλες
αξίες. Το άτομο από τη στιγμή της γέννησής του αφομoιώνει δημιουργικά τις
πολιστικές/πολιτισμικές αξίες του περιβάλλοντός του μέσα από τη διαδικασία της αγωγής, της
μόρφωσης, της παιδείας ως ψυχαγωγίας, η οποία αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει άνθρωπος φύσει
πολιτισμένος και φύσει απολίτιστος. Έτσι κοινωνικοποιείται διαμορφώνοντας τη δικιά του
πολιτιστική ταυτότητα. Είναι άλλωστε το μοναδικό ον το οποίο επί τόσα χρόνια παιδαγωγείται
στους κόλπους της οικογένειας και του σχολείου.
3/ Γενεσιουργός αιτία του πολιτισμού δεν είναι μόνον ο έρωτας αλλά και ο θάνατος. Μια από
τις αποκλειστικότητες της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ότι έχει συνείδηση της μελλοντικής
«ανυπαρξίας» της, και αυτό είναι γεγονός που τη συνοδεύει άρρηκτα από την άκρα στιγμή της
σύλληψής της. Το γεγονός του πένθους σηματοδοτεί μάλιστα την “απαρχή του πολιτισμού”. Οι
6
Was ist der Mensch? Versuch einer Philosophie der menschlichen Kultur,1960.
πρωτόγονοι άνθρωποι παράγουν τέχνη στα πλαίσια της λατρείας των προγόνων. Τραγούδια,
ποιήματα, τελετές, μνημεία διαιωνίζουν τις μνήμες. Όταν αφαιρείται ο θάνατος από τον
πολιτισμό, τότε χάνεται ένα μεγάλο και δημιουργικό τμήμα του. Ο Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος
προσθέτει: Αν σκεφθή κανείς ότι τα υπαρξιακά ερωτήματα παράγουν πολιτισμό, με την έννοια
ότι η βεβαιότητα του θανάτου κάνει τον άνθρωπο να εντείνη την δραστηριότητά του σε διαφόρους
τομείς της ζωής και γίνεται δημιουργικός, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι ο πολιτισμός έχει σχέση με
το πένθος και τον θάνατο και όλα αυτά λέγονται από την άποψη ότι ο πολιτισμός δεν ταυτίζεται
απόλυτα με την τεχνολογία.
4/ Η θρησκεία, όπως αποδεικνύει και η συνάφεια των όρων Cultus-cultura αλλά και το γεγονός
ότι κέντρο/πυρήνας όλων ανεξαιρέτως των αρχαίων οικισμών είναι ο βωμός/Ναός συνδέεται
άρρηκτα με τον πολιτισμό. Σύμφωνα με τη Θεολογία του Πολιτισμού (Theology of Culture)7 του
P. Tillich (1886-1965), η θρησκεία δεν αποτελεί μια διακεκριμένη δραστηριότητα ή μια ιδιαίτερη
δραστηριότητα ή μια ιδιαίτερη όψη του πνευματικού βίου, αλλά η διάσταση του βάθους όλων των
λειτουργιών και δραστηριοτήτων. Η θρησκεία είναι η ουσία, το θεμέλιο, το βάθος της
πνευματικής ζωής του ανθρώπου. Κατά συνέπεια η θρησκευτική και κοσμική περιοχή δεν
μπορούν να διακριθούν μεταξύ τους, γιατί η θρησκεία δεν είναι μια περιοχή, μια ιδιαίτερη
περιφέρεια, αλλά η διάσταση του βάθους. Και είναι ακριβώς εκεί που αυτή μπορεί να προσδώσει
ουσία, έσχατο νόημα, δημιουργική κρίση και τόλμη σε όλες τις λειτουργίες του ανθρωπίνου
πνεύματος. Όταν η ζωή απολέσει τη θρησκευτική της διάσταση, κλονίζονται τα θεμέλιά της.
Αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος νοηματοδοτεί το βίο και την πολιτεία του ανάλογα με το θεό
ή το είδωλό του. Η νοηματοδότηση της σημασίας «θεότητα», είναι, σύμφωνα με το Θ. Ζιάκα, το
DNA του πολιτισμού, η πηγή του νοήματος των αξιών, γιατί αυτή είναι που καθορίζει εμμέσως το
ανθρωπολογικό μοντέλο και κατ΄ επέκτασιν τα κριτήρια του γιγνώσκειν το καλό και το κακό.
Ο θάνατος του Θεού, ο οποίος διακηρύχτηκε από το Νίτσε το 19ο αι. οδήγησε την «πολιτισμένη»
Ευρώπη στο να βιώσει το θέατρο και την τέχνη συνάμα του παραΛόγου και τις φρικαλεότητες
των δύο παγκόσμιων πολέμων. Γνωστή είναι η ρήση του υπαρξιστή Σάρτρ «ο άλλος είναι η
κόλασή μου». Παρ΄ όλη όμως αυτήν την κρίση που ξέσπασε την τελευταία εκατονταετία και
οδήγησε σε διακηρύξεις σχετικά με τη Δύση της Δύσης, αλλά και την πολυπολιτισμικότητα που
φαίνεται να κυριαρχεί στις βιομηχανικές μεγαλουπόλεις, στις απαρχές του 21ου αι. ο
ευρωπαϊκός «πολιτισμός» κυριαρχεί παγκοσμίως.
Στην αρχαιότητα η ίδρυση και η διαιώνιση της πόλεως, αποδιδόταν μέσω μυθικών γενεαλογιών
στους ίδιους τους προστάτες της θεούς ή ήρωες. Αποτελούσε μάλιστα η κτίση της πόλης
απεικόνισμα της κοσμογονίας και η ίδια σμικρογραφία του σύμπαντος. Αξιοπρόσεκτη είναι η
πλατωνική αφήγηση της δημιουργίας της Πόλης στον Πρωταγόρα (321-2): Ο Προμηθέας
αναζητώντας να βρει κάποια σωτηρία για το ανθρώπινο γένος κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς
τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί (ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ χρησίμην
γενέσθαι) καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ
ἔσχεν͵ τὴν δὲ πολιτικὴν οὐκ εἶχεν· ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί. τῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν
τοῦ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν εἰς δὲ τὸ
τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν͵ ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην͵ λαθὼν εἰσέρχεται͵ καὶ κλέψας
τήν τε ἔμπυρον τέχνην τὴν τοῦ Ἡφαίστου καὶ τὴν ἄλλην τὴν τῆς Ἀθηνᾶς δίδωσιν ἀνθρώπῳ͵ καὶ ἐκ
7
ROSINO GIBELINI, Η Θεολογία του Εικοστού Αιώνα, Αθήνα: Άρτος Ζωής 2002, 103-130.
τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται͵ Προμηθέα δὲ δι΄ Ἐπιμηθέα ὕστερον͵ ᾗπερ
λέγεται͵ κλοπῆς δίκη μετῆλθεν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέ σχε μοίρας͵ πρῶτον μὲν
διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν͵ καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι
καὶ ἀγάλματα θεῶν· ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ͵ καὶ οἰκήσεις καὶ
ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο. οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι
κατ΄ ἀρχὰς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην͵ πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν· ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ
πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι͵ καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ
βοηθὸς ἦν͵ πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον͵ ἧς μέρος
πολεμική ἐζήτουν δὴ ἁθροίζε σθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντε ς πόλε ις · ὅτ΄ οὖν
ἁθροισθεῖεν͵ ἠδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην͵ ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι
διεφθείροντο. Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν͵ Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς
ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην͵ ἵν΄ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί.
Η πόλις, σύμφωνα με τον παραπάνω μύθο, παρέχει στο αδύναμο και ασθενέστερο πάντων των
θηρίων, άνθρωπο, τη σωτηρία και ευ-πορία. «Θεμελιώνεται» μέσω της τέχνης του πυρός και της
σοφίας, στοιχεία που δεν δωρίζει ο κόσμος των θεών, αλλά υποκλέπτει ο Προμηθέας. Η
συνύπαρξη τελικά των ανθρώπων και η αποτροπή από την αλληλοεξόντωση, επιτυγχάνεται
μέσω της αιδούς (ηθικός φόβος, συστολή, σεβασμός) και της δίκης (της δικαιοσύνης) που χαρίζει
ο Δίας. Έτσι, ενώ οι άλλοι λαοί δημιούργησαν βασιλείς, θεούς και πνεύματα, οι Έλληνες
πλάθουν ανθρώπους, θέτοντας ως αρχή και τέλος της «πολιτικής» Παιδείας την απόκτηση
αρετής, την οποία και διέκριναν σε τέσσερα είδη: στην ανδρεία (προκειμένου ο άνθρωπος να
μην κλίνει στη θηριωδία), στη φρόνηση, (την επίγνωση της θέσης που πρέπει να κατέχει ο
άνθρωπος μέσα στον κόσμο και το δέος/ τον σεβασμό που πρέπει να επιδεικνύει στο Θεό
προκειμένου να μη φτάνει στην ύβρη), στη σωφροσύνη, (τον περιορισμό των επιθυμιών της
ψυχής στα όρια του μέτρου μέσω της γυμναστικής, της λιτότητας και της εγκράτειας) και στη
δικαιοσύνη (την τέλεια ισορροπημένη δομή των τριών προηγούμενων αρετών και κατ’
επέκτασιν των τριών αρχικών δυνάμεων του εσωτερικού ψυχικού κόσμου).
Σε αντίθεση προς αυτό το μύθο, η Γραφή ως πρώτο πολιστή αναφέρει τον καταζητούμενο για
το φόνο του αδελφού του και περιπλανώμενο γεωργό Κάιν (Γεν. 4, 16 κε.) 8. Έχει προηγηθεί η
αποκοπή του ομφάλιου λώρου του χοϊκού Αδάμ με το Θεό μέσω της αυτοθέωσης, η οδυνηρή
αίσθηση της οντολογικής/υπαρξιακής γυμνότητας, ο τραυματισμός της σχέσεως των δύο
φύλων μεταξύ τους, η δραματική εξορία-φυγή των πρωτοπλάστων από τον κήπο - τον
παράδεισο της Εδέμ και η καταδίκη της γης σε «στείρωση». Έτσι η πρώτη πόλη, η οποία
λαμβάνει το όνομα Ενώχ (αφ-ιερώνω !) και εντοπίζεται κατέναντι της Εδεμ, αποτελεί το
επιστέγασμα της προσπάθειας του ανθρώπου να κτίσει και να απο-κτήσει με τις δικιές του
αποσπασματικές δυνάμεις ένα καταφύγιο, κατ΄ ουσίαν ένα υποκατάστατο της χαμένης του
πατρίδας, της Εδέμ - του παραδείσου. Έτσι στη Γένεση η πόλις συνδέεται αρχετυπικά με το
εγχείρημα του περιπλανώμενου ανθρώπου να επιτύχει με ίδια, ατομικά αποσπασματικά μέσα,
αυτό που έχασε ένεκα της αποστασίας του από τη γεννήτρια της ζωής, της ευτυχίας και της
σωτηρίας, το Θεό. Η πολιτική και η νομαδική ζωή καθώς επίσης και τα επιτεύγματα της
εξημέρωσης των ζώων, της κατασκευής μουσικών οργάνων και της επεξεργασίας του σιδήρου
συνδυάζονται μάλιστα στο Γεν. 4 με το αρχέγονο άσμα «του εγκλήματος και της τιμωρίας» εκ
μέρους του Λάμεχ. Η εξέλιξη του πολιτισμού δε συμβαδίζει με την πραγματική σωτηρία, αλλά
με την αλληλοεξόντωση, δηλ. την κλιμάκωση της βαρβαρότητας και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη
8
Χ. Κ. ΟΙΚΟΝΌΜΟΥ, Αγία Γραφή και Πολιτισμός, Καινή Διαθήκη και Πολιτισμός, Θεσσαλονίκη: Πουρναρά 2003, 133 κε. Τ.
Κ. ΜΠΟΛΈΤΣΟΥ, Η Θεολογία της Πολυπολιτισμικότητας στην Καινή Διαθήκη. Η Ευλογία της Ετερότητας. Συνέπειες και
Προεκτάσεις, Αταλάντη 2000.
με τον τρόμο προς θάνατον. Όλα αυτά τα στοιχεία οδηγούν τελικά τη δημιουργία στον
κατακλυσμό, όπως και αργότερα οι πόλεις και οι πύργοι - τα ζιγκουράτ της Μεσοποταμίας
καταλήγουν στην απόλυτη σύγχυση της Βαβέλ.
ἐξῆλθεν δὲ Καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ Ναΐδ κατέναντι Εδεμ. Καὶ ἔγνω Κάιν
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ͵ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν Ενωχ· καὶ ἦν οἰκοδομῶν Πόλιν καὶ
ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ενώχ. ἐγενήθη δὲ τῷ Ενωχ Γαιδαδ͵ καὶ Γαιδαδ
ἐγέννησεν τὸν Μαιηλ͵ καὶ Μαιηλ ἐγέννησεν τὸν Μαθουσαλα͵ καὶ Μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν Λαμεχ. καὶ ἔλαβεν
ἑαυτῷ Λαμεχ δύο γυναῖκας͵ ὄνομα τῇ μιᾷ Αδα͵ καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Σελλα. καὶ ἔτεκεν Αδα τὸν Ιωβελ· οὗτος ἦν ὁ
κτηνοτρόφων. καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ Ιουβαλ· οὗτος ἦν ὁ
πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς
καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν. Σελλἀ δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν Θοβελ͵ καὶ ἦν σφυροκόπος
χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου· ἀδελφὴ δὲ Θόβελ Νοεμά. εἶπεν δὲ Λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν
Αδα καὶ Σελλα͵ ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς͵ γυναῖκες Λαμεχ͵ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους͵ ὅτι
ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί͵ ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ
Καιν͵ ἐκ δὲ Λάμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά. Ἔγνω δὲ Αδαμ Ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ͵ καὶ
συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σήθ λέγουσα Ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ
Θεὸς σπέρμα ἕτερον ἀντὶ Αβελ͵ ὃν ἀπέκτεινεν Κάιν. ἐγένετο υἱός͵ ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Ενώς· οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ. Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως
ἀνθρώπων· ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν Ἀδάμ͵ κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν.
Με το παραπάνω κείμενο θέτονται έτσι, ιδίως στο θιασώτη της συνεχούς προόδου και της
εξέλιξης του πολιτισμού, τα εξής θεμελιώδη ερωτήματα9: Εάν η Οικονομία θεωρείται ως το
θεμέλιο της Ιστορίας, τότε ποιος είναι ο οίκος, η πατρίδα, που πραγματικά αναζητά ο άνθρωπος
όταν παράγει πολιτισμό; τι είναι αυτό που πραγματικά του λείπει όταν οικοδομεί πόλεις,
εξημερώνει ζώα, συνθέτει μουσική και γενικότερα παράγει μεγαλειώδη επιτεύγματα; Μήπως
τελικά η τεχνοκρατική πρακτική πλευρά της ιστορικής εξέλιξης του ανθρώπου εμπεριέχει
αισθήματα αποξένωσης, αλλοτρίωσης και έλλειψης;
Σύμφωνα με τον ιερό συγγραφέα, δε σώζεται ο άνθρωπος κτίζοντας πόλεις ούτε παράγοντας
μέσω του «ιερού» πυρός πολιτισμό. Σώζεται αφουγκραζόμενος το Θεό και τις εντολές του,
εφαρμόζοντας τη διαθήκη Του. Αυτός, ο Θεός της αγάπης, ο οποίος τοποθέτησε ευθύς εξ αρχής
τον άνθρωπο στον κήπο της Εδέμ, ακόμη και όταν το πλάσμα του αποσκιρτά, δεν γίνεται ο
μοχθηρός εκδικητής του Προμηθέα του πολιτισμού, αλλά σώζει.
Ο παραπάνω προβληματισμός δεν οδηγεί την Α.Γ. στη δαιμονοποίηση του ανθρώπινος
πολιτισμού. Αυτό συνέβη με τους Ρεχαβίτες (Ιερ. 42, 6-10. Δ΄ Βασ. 10, 15), οι οποίοι εξιδανίκευσαν
τη ζωή της ερήμου και θεώρησαν τον πολιτισμό ως τον κατεξοχή υπαίτιο της διαφθοράς κάτι
που συνέβη με το Βουδισμό, τους Στωικούς και τους Επικούρειους. Ο Θεός άλλωστε ακόμη και
το θάνατο τον οικονομεί προς το συμφέρον του ανθρώπου!
Είναι γνωστό ότι οι Εβραίοι (το όνομα σημαίνει τον περιπλανώμενο) μετά τη νομαδική ζωή των
πατριαρχών και τη δουλεία τους στην Αίγυπτο, όπου και εργάστηκαν ως κτίστες πόλεων, αλλά
κατοικούσαν στο περιθώριο αυτών, μέσω της εξόδου τους στην έρημο, τελικά κατέλαβαν τη Γη
Χαναάν και υιοθέτησαν τον αστικό τρόπο ζωής των προκατόχων τους με όλα τα θετικά αλλά
9
Τα ερωτήματα τα διατυπώνει με ενάργεια ο E . D R E W E R M A N N , Strukturen des Bösen I, Padeborn: Schöningh 1988, 160-1.
και αρνητικά παρεπόμενα. Πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου ανανακηρύχθηκε από το
Δαβίδ η Ιερουσαλήμ, η οποία γίνεται ιδίως στους προφήτες το εσχατολογικό σύμβολο της
πόλης του Θεού. Στον αντίθετο πόλο βρίσκεται η Βαβυλώνα, η πόλη του μηδενός (Ησ. 24, 7-13),
η ακρόπολη των υπερηφάνων (25, 2. 26, 5). Παράλληλα αναδύθηκαν οι Προφήτες, οι
επαναστατικές «καθολικώς διαμαρτυρόμενες» φιγούρες του Ισραήλ, οι οποίοι στηλίτευσαν
τους αριστοκράτες αστούς, ιερείς και λαϊκούς, για τον εκμαυλισμό και την κοινωνική αδικία. Οι
πρωτεύουσες και οι πόλεις του Ισραήλ θα καταστραφούν, όπως τα Σόδομα και τα Γόμορα, γιατί
διεφθάρηκαν από την ειδωλολατρία (πρβλ. Αμ. 6, 2. Μιχ. 3, 12)10.
Όντως τα Ιεροσόλυμα καταστράφηκαν από τους Βαβυλωνίους το 582 π.Χ. και η πολιτική
εξουσία διασύρθηκε στην εξορία με αποτέλεσμα ο ισραηλιτικός λαός να μείνει επί 500 έτη
αιχμάλωτος σε ξένες δυνάμεις. Αυτά τα χρόνια της δουλείας και της παρακμής φούντωσαν τη
λαχτάρα του Μεσσία. Την ίδια περίπου εποχή που ο Δανιήλ οραματίζεται τον Υιό του
Ανθρώπου να εξολοθρεύει τα θηρία της πολιτικής εξουσίας μετά από 70 εβδομάδες ετών, ο
τραγικός Αισχύλος στον Προμηθέα Δεσμώτη του οραματίζεται Εκείνον που 13 γενιές μετά, θα
ξεκαρφώσει τον ήρωά του από τα βράχια του Καυκάσου, αφού θα είναι ο Θεός που θα κατέβει
για χάρη του στον αναύγητον Άδη και θα γίνει ο διάδοχος των ανθρωπίνων πόνων. ο αίρων την
αμα ρτίαν του κόσμου.
Τελικά ο Μεσσίας ήλθε όταν για πρώτη φορά η Οικουμένη μέσω του Αλεξάνδρου και του
Αυγούστου ενοποιείται. Ο Ιησούς και οι περισσότεροι μαθητές ήταν στην καταγωγή Ιουδαίοι. Ο
Χριστιανισμός διαδόθηκε, όμως, σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όπου ο ελληνικός
πολιτισμός είχε «κατακτήσει» την Ανατολή και η ελληνική είχε καθιερωθεί ως η πρώτη
Κοινή/διεθνής γλώσσα της Οικουμένης. Με δεδομένη τη διαφορετική αντίληψη περί πόλεως
μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού, το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς τελικά ο
Χριστιανισμός ώσμωσε τον ελληνικό πολιτισμό.
Αυτό το ερώτημα τέθηκε με μεγάλη ενάργεια την τελευταία δεκαετία του 20ου αι. Μετά την
κατάρρευση του Κομουνισμού άνθησε το κίνημα της νεοειδωλολατρίας, το οποίο διακήρυξε την
ανωτερότητα της ελληνικής φυλής και το μεγαλείο της θρησκείας του δωδεκάθεου. Απέρριψε
την Π.Δ. ως βίβλο μισαλλοδοξίας των μοχθηρών Εβραίων, ενώ τον Ιησού Χριστό και την
Εκκλησία του είτε τους αντιμετώπισε εχθρικά ως συνέχεια του Ιουδαϊσμού και υπαίτιους
μάλιστα για το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών11 είτε σε κάποιες περιπτώσεις θετικά ως
προερχόμενους από τη Γαλιλαία των Εθνών που τελικά ενστερνίστηκαν και γονιμοποίησαν
τον ελληνικό πολιτισμό.
1. Όταν κάνουμε λόγο για Ελληνισμό δεν εννοούμε κάτι στατικό, ενιαίο, ομογενοποιημένο. Η
Ελλάδα γεωγραφικά βρίσκεται ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, διαμερίζεται μέσω των
ορέων σε πόλεις-κράτη, περιβάλλεται από θάλασσα και λούζεται από τον ήλιο. Αυτά τα
10
Βλ. λήμμα πόλη ΛΒΛ 842-3.
11
Πρβλ. το κλείσιμο της φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών από τον Ιουστινιανό.
στοιχεία την κατέστησαν χοάνη συνάντησης διαφορετικών φυλών και κοσμοθεωριών. Το
εύκρατο κλίμα, επίσης, έπαιξε επίσης το δικό του ρόλο στη σκέψη και στην τέχνη. Ο
Ελληνισμός δεν είναι συνεπώς δυνατόν να εντοπίζεται σε κάποια «καθαρόαιμη» βιολογική
συνέχεια. Είναι άλλωστε γνωστό ότι την Ελλάδα πρωτοκατοίκησαν οι Πελασγοί, οι οποίοι, αν
και είναι άγνωστο αν μπήκαν από το νότο δια θαλάσσης, σίγουρα συγγενεύουν με άλλους
λαούς του Πελάγους, της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου12. Αυτοί ανέπτυξαν το γνωστό
κυκλαδικό και μινωικό πολιτισμό. Κατόπιν προοδευτικά εισέβαλλαν από βορρά, από την
κοιτίδα του Ίστρου, δια ξηράς οι Γραικοί (Αχαιοί, Δωριείς, Μακεδόνες). Τον 8ο αι. μέσω των
Ολυμπιακών Αγώνων (776 π.Χ.) τα φύλα αυτά αποκτούν συνείδηση των ενοποιητικών
στοιχείων: το όμαιμον, το ομόγλωσσο και το ομόθρησκο. Ακόμη, όμως, και τότε οι Θράκες
θεωρούνταν βάρβαροι. Θετικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού που αποκαλεί ο Ησίοδος
Πανέλληνας έπαιξαν και τα ομηρικά έπη13.
12
Με θέμα του Πλς ή Φλς συνδέονται Πηλούσιοι, Φιλιστιίμ ή Φιλισταίοι ή Παλαιστινοί, Πελασγοί, Πέλσινοι στην
πεδιάδα του Πάδου, Φαλίσοι γύρω από τη Ρώμη πεδιάδα του Τίβερη και Φελάχοι της σημερινής Αιγύπτου δηλ.
Πηλούσιοι. Οι Πελασγοί ήταν ένα έθνος χαμιτικό κι αφρικανικό, πεδινό, μελαχροινότερο και βραχυσωμότερο από
τους επήλυδες Ιαπετίτες και Σημίτες, σχεδόν απόλεμο και αρεσκόμενο στη ραστώνη, πολύ θρήσκο κι οργιαστικό.
Ίσως μάλιστα η ετυμολογία του να ανάγεται στο φαλλό ή ακόμη και στον πηλό. Οι Γραικοί ήταν έθνος ιαπετικό που
κατέβηκε γύρω στο 2000 πΧ
13
Όπως η Τορά στον Ισραήλ έπαιξε μεγάλο ρόλο στη συνειδητοποίηση της ενότητας των δώδεκα φυλών, έτσι και η
Ιλιάδα στον Ελληνισμό με τις ένδοξες περιγραφές του τρωικού πολέμου που διεξήγαγαν Έλληνες διαφορετικής
προέλευσης υποβοηθούσε το όραμα ενός ενιαίου κράτους.
ελληνικού σεβασμού προς τον ξένο είναι τα ιδεατά χρώματα με τα οποία περιγράφεται από τον
5ο αι. και μετά (ιδίως από τους Κυνικούς) ο Σκύθης Ανάχαρσης.
Το οικουμενικό πνεύμα του Ελληνισμού έλαμψε δια του Μ. Αλεξάνδρου. Ο Διόδωρος σημειώνει ότι ο Αλέξανδρος
καὶ σωμάτων μεταγωγὰς ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ κατὰ τοὐναντίον ἐκ τῆς Εὐρώπης εἰς τὴν Ἀσίαν͵ ὅπως τὰς
μεγίστας ἠπείρους ταῖς ἐπιγαμίαις καὶ ταῖς οἰκειώσεσιν εἰς κοινὴν ὁμόνοιαν καὶ συγγενικὴν φιλίαν καταστήσῃ (18.4.4-
14
5.1). Ο Π. Κανελόπουλος σημειώνει ότι ενώ ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας στάθηκαν στην πόλη ως την καθαρά
ελληνική και ηθικά ανώτατη μορφή ζωής και ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό που εξεφώνησε για να προκαλέσει το
ξεσήκωμα των Ελλήνων κατά των ‘βαρβάρων’ Περσών διακήρυξε ότι οι Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της
‘παιδεύσεως της ημετέρας’ παρά όσοι έχουν στις φλέβες τους αίμα ελληνικό, ‘ο Αλέξανδρος είναι ο πρώτος που
έδειξε –όχι θεωρητικά αλλά στην πράξη και μάλιστα με πράξεις κοσμοϊστορικών διαστάσεων- ότι και τη διάδοση της
παιδεύσεως της ημετέρας θεωρούσε αναγκαία, αλλά και ότι όλοι οι λαοί, όλες οι φυλές είτε μετείχαν στην ελληνική
παιδεία είτε όχι θα έπρεπε να θεωρούνται ως μέλη ισότιμα του ανθρωπίνου γένους’. Σημειώνει ο Πλούταρχος στο
‘Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής’: ο ὐ γ ά ρ ͵ ὡ ς Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ η ς σ υ ν ε β ο ύ λ ε υ ε ν α ὐ τ ῷ ͵ τ ο ῖ ς μ ὲ ν Ἕ λλ η σ ι ν
ἡ γ ε μ ο ν ι κ ῶ ς τ ο ῖ ς δ ὲ β α ρ β ά ρ ο ι ς δ ε σ πο τ ι κ ῶ ς χ ρ ώ μ ε ν ο ς ͵ καὶ τῶν μὲν ὡς φίλων καὶ οἰκείων ἐπιμελόμενος
τοῖς δ΄ ὡς ζῴοις ἢ φυτοῖς προσφερόμενος͵ πολέμων πολλῶν καὶ φυγῶν ἐνέπλησε καὶ στάσεων ὑπούλων τὴν ἡγεμονίαν͵
ἀ λ λ ὰ κ ο ι ν ὸ ς ἥ κ ε ι ν θ ε ό θ ε ν ἁ ρ μ ο σ τ ὴ ς κ α ὶ δ ι α λ λ α κ τ ὴ ς τ ῶ ν ὅ λ ω ν ν ο μ ί ζ ω ν ͵ οὓς τῷ λόγῳ μὴ συνῆγε τοῖς
ὅπλοις βιαζόμενος καὶ εἰς ταὐτὸ συνενεγκὼν τὰ πανταχόθεν͵ ὥσπερ ἐν κρατῆρι φιλοτησίῳ μίξας τοὺς βίους καὶ τὰ ἤθη
καὶ τοὺς γάμους καὶ τὰς διαίτας͵ π α τ ρ ί δ α μ ὲ ν τ ὴ ν ο ἰ κο υ μ έ ν η ν προσέταξεν ἡγεῖσθαι πάντας͵ ἀκρόπολιν δὲ καὶ
φρουρὰν τὸ στρατόπεδον͵ σ υ γ γ ε ν ε ῖ ς δ ὲ τ ο ὺ ς ἀ γ α θ ο ύ ς ͵ ἀ λ λ ο φ ύ λ ο υ ς δ ὲ τ ο ὺ ς πο ν η ρ ο ύ ς · τὸ δ΄ Ἑλληνικὸν
καὶ βαρβαρικὸν μὴ χλαμύδι μηδὲ πέλτῃ μηδ΄ ἀκινάκῃ μηδὲ κάνδυι διορίζειν͵ ἀ λ λ ὰ τ ὸ μ ὲ ν Ἑ λ λ η ν ι κ ὸ ν ἀ ρ ε τ ῇ τ ὸ δ ὲ
β α ρ β α ρ ι κὸ ν κ α κ ί ᾳ τ ε κ μ α ίρ ε σ θ α ι ͵ κοινὰς δ ἐσθῆτας ἡγεῖσθαι καὶ τραπέζας καὶ γάμους καὶ διαίτας͵ δι΄ αἵματος
καὶ τέκνων ἀνακεραννυμένους (329).
3. Οι πολιτικές αλλαγές στον ίδιο τον ελλαδικό χώρο αλλά και η μετανάστευση σε ξένη γη
συνοδεύτηκαν από εξέλιξη αλλά και ποικιλία και στο πεδίο της ελληνικής θρησκείας και στο
πεδίο της φιλοσοφικής σκέψης: Τη λατρεία των χθόνιων θεοτήτων (Σάτυροι, Νύμφες) που
καλλιεργούσαν οι Πελασγοί, διαδέχεται η αποθέωση των ανθρωπόμορφων Ολυμπίων Θεών,
που «εκπροσωπούν» τη λογική, την τάξη και την ισχύ. Η λατρεία των ολύμπιων θεών
κλονίζεται και αυτή με τη σειρά της όταν «σείονται» τα θεμέλια της πόλης.
Ήδη στην αρχή της πρώτης προ Χριστού χιλιετηρίδας έχει συντελεσθεί η μετάβαση από το
μαγικό στάδιο των κυνηγών και των τροφοσυλλεκτών στο μυθικό στάδιο των γεωργών και
των κτηνοτρόφων, ενώ τελεσιουργείται και το επόμενο βήμα στο λογικό στάδιο της πόλης, της
γραφής και του εμπορίου. Η τελευταία μετάβαση από το μύθο στο λόγο είναι εξόχως έκδηλη
στον ελλαδικό χώρο, όπου (και ένεκα των προμνημονευθέντων γεωγραφικών, κλιματολογικών
και ιστορικών συνθηκών) διατυπώνεται για πρώτη φορά συστηματικά από τους Ίωνες
φιλοσόφους, το Θαλή, τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη, μια ορθολογιστική - μηχανιστική
αντίληψη για τον κόσμο και τη δημιουργία. Ακολουθεί μεταξύ 6ου και 5ου αι. η λεγόμενη
αξονική περίοδος της παγκόσμιας ιστορίας, όπου μέσα από κρίσεις αναδεικνύονται
ταυτόχρονα στην Κίνα, στην Ινδία, στον Ισραήλ και στην Ελλάδα μορφές (Λάο Τσε-
Κομφούκιος, Μαχαβίρα-Βούδας, Προφήτες Ιερεμίας-Ιεζεκιήλ, φιλόσοφοι Προσωκρατικοί,
Σωκράτης Πλάτων Αριστοτέλης) οι οποίες ασκούν κριτική στην καθιερωμένη από το ιερατείο
θρησκεία. Στην Ελλάδα αμέσως μετά το θρίαμβο των Μηδικών και τη συντριβή των
«βαρβάρων», με τους εμφυλίους πολέμους κλονίζεται η πόλις, η οποία για τους κατοίκους της
είχε θεϊκή ισχύ. Ενώ οι σοφιστές, διακηρύττουν ότι πάντων χρημάτων μέτρο άνθρωπος
(Πρωταγόρας), ο Σωκράτης στρέφει το βλέμμα από τη φύση στα ενδότερα της ανθρώπινης
ψυχής πραγματώνοντας το δελφικό γνῶναι ἐμαυτόν. Σημειώνεται στο Φαίδρο: γελοῖον δή μοι
φαίνεται τοῦτο ἔτι ἀγνοοῦντα τὰ ἀλλότρια σκοπεῖν. ὅθεν δὴ χαίρειν ἐάσας ταῦτα͵ πειθόμενος δὲ
τῷ νομιζομένῳ περὶ αὐτῶν͵ ὃ νυν δὴ ἔλεγον͵ σκοπῶ οὐ ταῦτα ἀλλ΄ ἐμαυτόν͵ εἴτε τι θηρίον ὂν
14
Το κράτος του Μ. Αλεξάνδρου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Δ’ 230.
τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾶλλον ἐπιτεθυμμένον͵ εἴτε ἡμερώτερόν τε καὶ
ἁπλούστερον ζῷον͵ θείας τινὸς καὶ ἀτύφου μοίρας φύσει μετέχον (229ε-230α). Τελικά ο
φιλόσοφος καταδικάζεται εις θάνατον, γιατί εισάγει καινά δαιμόνια. Παρότι του δίνεται η
ευκαιρία, δε δραπετεύει αλλά υπακούει στους θέσφατους νόμους της πόλεως.
Ο κλονισμός της πόλεως οδηγεί στη σχετικοποίηση των παραδεδομένων θεών. Οι μεγαλύτεροι
κριτές αυτού που οι δωδεκαθεϊστές υπήρξαν οι ίδιοι οι Έλληνες φιλόσοφοι. Σημειώνει ο ο Φ.
Σκοινάς σχετικά με τον Πλάτωνα: Ο Πλάτων καταδικάζει την τέχνη, το θέατρο, την άμετρη
ηδονή, γενικά το Διονυσιακό Πνεύμα. Επίσης δίδει οντολογική και αξιολογική προτεραιότητα στο
Έπέκεινα έναντι του παρόντος αισθητού, γήινου κόσμου. Επίσης δίδει οντολογική προτεραιότητα
στην ψυχή έναντι του σώματος (πράγμα πού οπωσδήποτε δεν κάνει ο Χριστιανισμός). Τί απομένει
λοιπόν στην εγκλωβισμένη στο σώμα ψυχή; Να φύγει όσο το δυνατόν συντομώτερα από αυτόν τον
κόσμο της καταδίκης καί να επιστρέψει στον θεό, εξομοιούμενη μ' αυτόν κατά το δυνατόν15.
Στην ίδια την Αθήνα, την ακρόπολη των φιλοσόφων, παράλληλα με την απολλώνεια
θεοποίηση του ανθρωπίνου λόγου και του φωτός, ακμάζει το ορφικό διονυσιακό στοιχείο που
διακρίνεται για το μυστικισμό, τη σχέση του με τη γη και το σκοτάδι (Ελευσίνεια Μυστήρια,
Πυθαγόρας, ελεατική φιλοσοφία).
Σημειώνει ο Μ. Φαράντος σχετικά με τη διαλεκτική του Άνω και του Κάτω στον Ελληνισμό16: Ο
Ελληνισμός είναι «εγωκεντρικό» φαινόμενο, και ουδεμίαν σχέσιν έχει προς τον Χριστιανισμόν, πλην ενός
ασθενούς «υπογείου» ρεύματος, το οποίο παρουσιάζει έκδηλα τα γνωρίσματα του «κάτω» στα ευρέα
στρώματα των υποτελών και των δούλων, και αντιπροσωπεύεται, φιλοσοφικώς μεν υπό των
προσωκρατικών Φιλοσόφων, θρησκευτικώς δε στις μορφές των Προμηθέως, Ταντάλου, Ηρακλέους και
του θεού Διονύσου —και ιστορικώς του Σωκράτους— οι οποίες διεκδικούν τα δίκαια των αδικούμενων και
καταδυναστευομένων και επαναστατούν κατά του άνω-Τυραννικού των Ολυμπίων, και —τελικώς—
υφίστανται τις συνέπειες της ανταρσίας των ταύτης με φρικτά βασανιστήρια και θάνατον υπό του Άνω-
Κυριαρχικού και Τυραννικού των Ολυμπίων, ή για να ομιλήσω στην γλωσσαν του Σωκράτους: «Ὁ
Δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται, δεδήσεται, ἐκκαυθήσεται τῶι ὀφθαλμῶι, τελευτῶν πάντα κακά
παθῶν, ἀνασχινδυλευθήσεται» (Πλάτωνος, Πολιτεία 361 εξ.). Το ρεύμα τούτο του Βάθους εκβάλλει
σαφώς και θετικώς στην θρησκείαν του Ιησού Χριστού. Και το αντίθετον ρεύμα του Ελληνισμού, το Άνω-
Εγωκρατούμενον, εκβάλλει στην Θρησκείαν του Ναζωραίου, αλλ' αρνητικώς, δηλ. ως εγωιστική και
λογική άπόρριψις αυτής. Το Άνω-Έγωκρατούμενον τούτο ρεύμα είναι και το κυριαρχικό στον αρχαίο
Ελληνισμό. Κύριο γνώρισμά του, σ' όλες τις εκφάνσεις του, είναι η απολυτοποίησις του Ενός και ο
υποβιβασμός των άλλων και αντιστοίχων σε υποτελή και δούλα. Εδώ οι σχέσεις —όπως ανέφερα—
κατανοούνται υπαλλήλους, στο σχήμα δηλ. της πυραμίδας: Το Εν —το έχον την δύναμιν και την
έξουσίαν— κυριαρχεί και τ' άλλα είναι υποτελή και δούλα. Η διήκουσα αρχή είναι το του Ηρακλείτου:
«Εν το παν, εξ ενός πάντα».
15
Ελληνισμός και Χριστιανισμός: ρήξη ή ζεύση; Σύναξη 69 (1999) 29-41, εδώ 33. Στη συνέχεια σημειώνει τα ακόλουθα:
Επομένως ευλόγα αναφύεται το συμπέρασμα πως η μομφή των παγανιστών κατά του Χριστιανισμού ότι αυτός
κατέστρεψε το Διονυσιακό πνεύμα καί ό,τι αυτό εκπροσωπεί (την τέχνη, το θέατρο, τον γέλωτα, τον έρωτα, την ηδονή,
την οργιώδη μανία, την απελευθέρωση του ένστικτου και την απρόσκοπτη εκδήλωση του, γενικώς ειπείν την άνευ ορίων
χαρά της παρούσης ζωής) βαρύνει περισσότερο τον Πλάτωνα, ο οποίος άλλωστε προηγήθηκε τέσσερις αιώνες του
Χριστιανισμού. Ό Φ. Νίτσε είναι περισσότερο δίκαιος όταν καταλογίζει στον Πλάτωνα την «εκλογίκευση» καί
«ηθικοποίηση» του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Μάλιστα αποκαλεί τον Πλάτωνα «κατάρα της Ευρώπης» καί προ
Χριστού χριστιανό καί του καταλογίζει ότι από αυτόν προήλθε ο εκφυλισμός του αρχαίου πνεύματος καί η αλλοτρίωση
του ευρωπαίου ανθρώπου. Γράφουμε αυτά όχι διότι ταυτιζόμεθα με τίς απόψεις του Νίτσε, αλλά για να υπενθυμίσουμε
στους παγανιστές δτι το αρχαίο ελληνικό πνεύμα είχε εγγενείς αντιφάσεις.
16
Η «Ευρεία» και η «Στενή» Οδός της Ζωής, Ανάτυπο από την ΕΕΘΣΠΑ 37 (2002) 251-269, εδώ 258-260.
Αναφέρω σχετικά παραδείγματα: Η απολυτοποίησις του Ελληνισμού ωδήγησε στον υποβιβασμόν των
άλλων Λαών σε βαρβάρους· η απολυτοποίησις των Αθηναίων-Κυριάρχων ωδήγησε στον υποβιβασμόν
των άλλων συμπολιτών σε υποτελείς και δούλους- η απολυτοποίησις των Ανδρών υπεβίβασε τις
Γυναίκες σε «φύσει» κατώτερες και δούλες- η απολυτοποίησις του θεωρουμένου ως —κατ' εξοχήν—
ανδρικού προσόντος, δηλ. του Λογικού, ωδήγησε σε εκμηδενισμόν των άλλων ψυχικο-πνευματικών
δυνάμεων κ.λπ. Αντιστοίχως επορεύθη και η πολιτική ιστορία των Ελλήνων: Εκάστη ανερχομένη σε
δύναμι Πόλις απολυτοποιεί εαυτήν και συνέτριβε και υπέτασσε τις άλλες. Ιδεολογικώς, δηλ. ως
έξιδανίκευσιν της κοινωνίας των Κυριάρχων Ελλήνων, εκφράζει τον Μονισμόν τούτον η Θρησκεία των
ολυμπίων Θεών, η οποία είναι καθαρά Θρησκεία του Εγώ: Οι ολύμπιοι Θεοί πραγματώνουν την ζωήν,
που ο Χριστός χαρακτήρισε με τα ακόλουθα: «τρώγουν, πίνουν, γαμούν και έκγαμίζονται» (Μτ. 24, 38).
Εντυπωσιακή υπήρξε και η κριτική κατά των Θεών τούτων του κορυφαίου Έλληνος Φιλοσόφου του
Κάτω-Έλληνισμού Ξενοφάνους (580-480), όστις αναφέρει: Οι Θεοί ούτοι πράττουν «αθεμίστια έργα, ... και
όσα παρ' άνθρώποις όνείδεα και ψόγος εστίν, ήτοι: κλέπτειν, μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν». Ή
άλλως πως: Οι θεοί ούτοι αποτελούν εξιδανίκευσιν του τρόπου ζωής της αριστοκρατικής Ελληνικής
κοινωνίας, μιας ζωής συμποσίων, ευωχιών και με όλα τα συνακόλουθα. Την θρησκείαν ταύτην των
Ολυμπίων θεών υιοθέτησαν και οί Ρωμαίοι, ως συνάδουσαν στον τρόπον ζωής των, -ενώ κατεπολέμησαν
σφοδρώς την Θρησκείαν του Ναζωραίου και τους οπαδούς της, η οποία εξίσωνεν όλους τους ανθρώπους
και απήτει κοινωνική οποίον εκβάλλει —θετικώς— στην ζωήν και στο έργον Ιησού του Ναζωραίου, και
το Άνω-Φαρισαϊκόν, το οποίον έκβάλλει —αρνητικώς— στον αρχιερέα Καϊάφαν, όστις εσταύρωσε τον
17
Γυιο του Θεού .
4. Η γνωριμία με τους «βαρβάρους» και το πολιτισμό τους προσέδωσε ένα επιπλέον στοιχείο
στην αρχαία ελληνική παράδοση, την οποία μέχρι σήμερα χαρακτηρίζει η ποικιλία: είναι η
πρόσληψη, η γονιμοποίηση και τελικά η συστηματικοποίηση του ξένου. Όπως ο
Πλάτωνας επισημαίνει στην περίφημη Επινομίδα του, ὅ,τι περ ἂν Ἕλληνες βαρβάρων
παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται (988ε). Μέσω της επικοινωνίας των λαών
που παρέχει η λεκάνη της ανατ. Μεσογείου (όπου οι αποστάσεις με πλοίο είναι μικρές
συγκριτικά με εκείνες των νησιών π.χ. του Ειρηνικού), οι Έλληνες αναμφίβολα δανείστηκαν
γνώσεις από τους Φοίνικες, Χεττίτες, Αιγυπτίους, Σουμερίους, Βαβυλωνίους, Ασσυρίους,
Πέρσες, Ισραηλίτες. Με το ορθολογιστικό τους όμως πνεύμα και τη δύναμη του νου τους
«μετέτρεψαν τις πρακτικές γεωμετρικές, αριθμητικές, αστρονομικές γνώσεις των γειτονικών
μεγάλων πολιτισμών σε γενικευμένα, συνεκτικά φιλοσοφικά συστήματα». Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι η διαμόρφωση του νέου ελληνικού αλφαβήτου. Χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη
17
Στη συνέχεια αναφέρει τα εξής: Η γνωστή σε μας ιστορία της Ανθρωπότητας είναι ιστορία πολέμων και αδικιών,
καταδυναστεύσεως και εγκλήματος, δηλ. πραγματώσεως της εγωιστικής αρχής και σχέσεως κυρίων-δούλων, με
ιδεολογικό υπόβαθρο τον θρησκευτικόν Μονοθεϊσμόν, όστις κατανοεί την φυσικο-ίστορικήν πραγματικότητα ως
ιεραρχικώς και υπαλλήλως δομημένην, με απόλυτον Μονάρχην —τον Θεόν— στην κορυφήν της πυραμίδος, όστις
αποτελεί αντανακλάσιν του επιγείου Μονάρχου… Έτσι προχωρούντες, δηλ. με την ιδέαν της Μοναρχίας (πολιτικώς),
του Μονοθεϊσμού (θρησκευτικώς) και του Μονισμού (φιλοσοφικώς), ήτις απολυτοποιεί το Εν-Κυριαρχικόν και
υποβιβάζει και εκμηδενίζει σε υποτελή και δούλα τα σχετιζόμενα προς αυτό, θα ηδυνάμεθα να κατανοήσαμε και να
ερμηνεύσομε όλην την ευρωπαϊκήν πολιτικο-θρησκευτικήν, αλλά και την φιλοσοφικο-επιστημονικήν ιστορίαν. Κατά την
Ρωμαϊκήν περίοδον ο Ρωμαϊκός Λαός με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα του εξυψούται στον Εν-Απόλυτον και υποβιβάζει
όλους τους άλλους Λαούς σε υποτελείς και δούλους. Ενώ σε παλαιότερες εποχές της Ανθρωπότητας, η οποία έκειτο —
εισέτι— εγγύς της παραδεισίου περιόδου, κυριαρχεί — θρησκευτικώς— η Πολυθεΐα, η οποία εκφράζει κοινωνικόν
πλουραλισμόν και σχέσεις αμοιβαιότητας και συναλληλίας μεταξύ ατόμων, φυλών, λαών κ.λπ., διακοπτομένας όμως
από εντάσεις και εχθρότητας και αλληλοπολέμους, επιβάλλεται, στην περαιτέρω πορείαν αυτής, η μοναρχία και η
τυραννία του Ενός Άνδρός, την οποίαν καλύπτει, θρησκευτικώς μεν η Μονοθεΐα, ιδεολογικώς δε ή Φιλοσοφία ως
Μονισμός. Εις όλα ταύτα τα θεωρητικά και κοινωνικά συστήματα κυριαρχική Ιδέα είναι η αρχή της Μονάδος, του Ενός,
εκ του οποίου απορρέουν τα πάντα και υποτάσσονται καιανάγονται σ' αυτό. Η Ιδέα του Ενός- Απολύτου κυριαρχεί όχι
μόνο στον Ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ, αλλά και σ΄ όλη την ιστορικοκοινωνική ζωή και σκέψι της Δύσεως, ήτις έχει την
αρχήν της στον Ελληνισμόν.
ύλη πιθανότατα η φοινικική συμφωνική γραφή. Προστέθηκαν, όμως, τα φωνήεντα, πράγμα το
οποίο θεωρείται ως “κοσμοϊστορικό επίτευγμα”, ενώ ακολούθησε η συστηματοποίηση της
γλώσσας με τη διατύπωση γραμματικών κανόνων. Αλλά και το πιο σημαντικό. αυτή η γλώσσα
δε χρησιμοποιήθηκε απλά για τις «αριθμητικές» εμπορικές συναλλαγές (όπως συμβαίνει
αρχικά στη γραμμική Β) αλλά για τη διατύπωση της φιλοσοφίας. Υπό αυτή την έννοια όντως “η
φιλοσοφία και η επιστήμη είναι οικοδόμημα αποκλειστικά ελληνικό”. Αποτελούν ελληνική
ανακ άλυψη. Αυτή όμως η ανακάλυψη προσέκρουσε σε μια Α-πορία, που προκαλεί η
διαλεκτική μεταξύ της ελευθερίας/της κυριαρχίας του ανθρώπου στη φύση και της υποταγής
του στο θάνατο. Στην Αντιγόνη (332 κε.) ο χορός διακηρύσσει με σημασία:
Εν προκειμένω όμως απάντηση στην ελληνική Α-πορία δίνει όχι μια ανθρώπινη ανακάλυψη
αλλά η αποκάλυψη του αγνώστου (αλλά όχι από μηχανής) Θεού. Όπως σημειώνεται στη
Μήδεια (1417), των αδοκήτων πόρον εύρε Θεός.
Ο Abram Leon Sachar20 περιγράφει τις διαφορές μεταξύ των δυο λαών με τον εξής παραστατικό
τρόπο: Ο Ιουδαίος ρωτούσε ‘τι πρέπει να κάνω;’, ενώ ο Έλληνας ρωτούσε ‘γιατί πρέπει να το
κάνω;’ [..] η πρωταρχική ιδέα για τον Έλληνα ήταν να δει τα πράγματα όπως ήταν στην
πραγματικότητα. η πρωταρχική ιδέα για τον Ιουδαίο ήταν η συμπεριφορά κι η υπακοή. Ο Ιουδαίος
πίστευε στην ομορφιά της ιερότητας, ενώ ο Έλληνας στην ιερότητα της ομορφιάς. Και
καταλήγει: η εγκόσμια ζωή θα είχε εξιδανικευτεί αν είχε αναπτύξει ταυτόχρονα το διακαή πόθο
για την κοινωνική δικαιοσύνη ενός Αμώς ή Ησαΐα και την καθαρά σοφία ενός Σωκράτη ή
Πλάτωνα, τον ηθικό ενθουσιασμό ενός Ιερεμία και την καλλιτεχνική ευφυία ενός Πραξιτέλη.
Δυστυχώς το καλύτερο στοιχείο του Ελληνικού πνεύματος δε συναντήθηκε με το καλύτερο
στοιχείο του ιουδαϊκού πνεύματος.
Επί τη βάσει της πολύ συνοπτικής αλλά ουσιαστικής εργασίας του Α. Χαστ ούπη με τίτλο Η
παρ’ αρχαίοις Εβραιοις και Ελλησι Διάφορος Θεώρησις των εν τη Θρησκεία Προβλημάτων
(Αθήνα 1970) θα επισημανθούν παρακάτω οι ουσιώδεις διαφορές Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού:
Τό ἀρχέγονον Χάος διά τάς (μή ἐξ ἀποκαλύψεως) θρησκείας εἶναι τό ἀπόλυτον… θεωρούμενον αἰώνιον
καί ἀγένητον. Ἐκ τῆς οὐσίας τούτου προέρχονται θεοί, κόσμος καί ἄνθρωποι κατά τρόπον, ὥστε
θεογονία, κοσμογονία καί ἀνθρωπογονία ἔχουν κοινήν τήν ἀρχήν καί ἀμοιβαίαν τήν ἐξάρτησιν… Ἐν τῇ
ἰσραηλιτικῇ θρησκεία… τό ἀπόλυτον εἶναι ὁ Θεός. Ὁ δέ Θεός εἶναι αἰώνιος καί ἀναλλοίωτος…
Δημιουργεῖ τόν κόσμον ἐκ τοῦ μηδενός καί ἡ δημιουργική Του πράξις ὀφείλεται οὐχί εἰς ἀνάγκην,
ἀλλ’ εἰς τήν ἀγάπην καί τήν χάριν του. Ἡ φιλοσοφική ὀντολογία, ἣτοι ἡ διδασκαλία περί τοῦ εἶναι καθ’
ἑαυτό εἶναι τά μάλιστα χαρακτηριστική πνευματική προσπάθεια τῆς ἑλληνικῆς διανοήσεως, καθόσον
μόνον οἱ Ἕλληνες ἐν τῇ ἀρχαιότητι, ἀπολυθέντες τῶν κατ’ αἴσθησιν ἀντιλήψεων καί διασχίσαντες τόν
φλοιόν, ἐπιζητοῦν τόν λόγο καί τήν αἰτία τῶν ὄντων πέραν τῶν φαινομένων, εἰς αὐτήν τήν οὐσία τῶν
πραγμάτων.. Ἡ περί τοῦ εἶναι ἑβραϊκή ἀντίληψις, ὡς αὔτη ἐκφράζεται ἐν τή Βίβλω, εἶναι ὅλως διάφορος
τῆς ἑλληνικῆς. Τό συνήθως διά τοῦ εἶναι ἀποδιδόμενον ρῆμα χαγά, ἐξ οὗ σπανίως σχηματίζεται μετοχή
δυναμένη νά ἀντιστοιχεῖ γραμματικῶς εἰς τό ὂν, δηλ. εἰς μετοχήν οὐδετέρου τοῦ εἶναι, κυρίως σημαίνει
γίγνεσθαι / συμβαίνειν. Ἐν ἀχρήστῳ δέ διαθέσει, τῇ Ἰφείλ, πρέπει νά ἔχη τήν σημασίαν ἐνεργεῖν, δ ρ ᾶ ν,
δημιουργεῑν. Ἐντεῦθεν πιθανώτατα προέρχεται τό Γιαχβέ, κύριον ὄνομα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ, σημαῖνον
κατά ταῦτα τόν Δημιουργόν. Τό δ' οὕτω διά τοῦ ρήματος χαγᾶ ἐκφραζόμενον δυναμικόν γίγνεσθαι, δηλοῖ
ἱστορική σχέσιν, ὡς φαίνεται καί ἐκ τῶν φράσεων βαγγεχί (= ἐγένετο δέ) καί βαγγεχί χέν (=καί ἐγένετο
οὕτως), αἱ ὁποῖαι ἀποκαλύπτουν τήν ἰδιοτυπίαν του. Ὄπισθεν δέ τοῦ δυναμικοῦ τούτου γίγνεσθαι,
ἵσταται πάντοτε ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ, ὅστις ἐν τῷ μοναδικῷ χωρίω Ἐξ. 3,14 ὀνομάζει ἑαυτόν 'εχγέ ἀσέρ
ἐχγέ’, τουτέστιν ‘εἰμί ὅστις εἰμί’ , κατά τήν μετάφρασιν τῶν Ο’: Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν. Καί εἶναι μέν ἀληθές ὅτι
19
De praescr.haeret. P.L 2,20: Quid ergo Athenis et Hierosolymis ? Quid Academiae et Ecclesiae ? Quid haereticis et Chris-
tianis ?
20
Η συνάντηση του Ελληνισμού και του Ιουδαϊσμού, Χρονικά Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος
Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2002, 3-8, εδώ 5-6.
ἀμφότεραι αἱ διά τοῦ εἰμί ἀποδόσεις αὖται δεικνύουν ὅτι ἡ ἑβραϊκή ἀντίληψις περί προσωπικοῦ αἰωνίου
Θεοῦ μή κατά τήν δημιουργίαν μεταδίδοντος τί ἐκ τῆς θείας αὐτοῦ οὐσίας εἶναι διάφορος τῆς ἑλληνικῆς...
Ἐντεῦθεν λοιπόν καταφαίνεται ὅτι ἡ περί Θεοῦ ὡς Δημιουργοῦ του κόσμου ἐκ τοῦ μηδενός καί ὀντολο-
γικοῦ ρυθμιστοῦ τῆς Ἱστορίας ἰδέα εἶναι ἄγνωστος ἐν τῇ ἑλληνικῇ φιλοσοφία.
Αἱ ἐν τῇ ὀντολογία ἀναφαινόμεναι διαφοραί ἔχουν ἀντίκτυπον ἐν πάσαις ταῖς λοιπαῖς περιοχαῖς καί δή
ἐν τῇ κοσμολογία. Κατά τήν ἑλληνικήν ἀντίληψιν ὁ θεῖος κατ' οὐσίαν κόσμος εἶναι ἄφθαρτος καί
αἰώνιος. Ὁ κόσμος τῶν φυσικῶν φαινομένων εἶναι ἐν τῇ πραγματικότητι διατεταγμένον τί καί
εὐνομούμενον σταθερόν σύνολον ὡς ἐκ τῆς θείας αὐτοῦ συστάσεως. Τό διά τῶν φαινομένων
μαρτυρούμενον γίγνεσθαι, ὅσον καί ἄν ὑπόκειται εἰς τήν ἀντίληψιν, ἐντάσσεται εἰς κοσμολογίαν
θεωροῦσαν τόν κόσμο αἰώνιο καί ἄφθαρτο. Ὡς δ’ ἡ σταθερότης τοῦ κόσμου γίνεται αἰσθητή διά τοῦ
γίγνεσθαι, οὕτω καί ἡ αἰωνιότης αὐτοῦ ἐκφαίνεται ἐν αἰωνίᾳ ἀνακυκλήσει τῶν ὄντων. Ὁ χρόνος
εἶναι κινητή εἰκών τῆς αἰωνιότητος καί κατ' ἀκολουθίαν αὐτή ἡ αἰωνιότης δέν ἔχει ἐν ἐαυτῇ τήν ὕπαρξιν
τοῦ χρόνου. Ἡ ἐν χρόνῳ πολλαπλότης τῶν ὄντων ὀφείλεται εἰς τινα ἀρνητικήν ἀρχήν ταυτιζομένην ὑπό
μέν τοῦ Πλάτωνος πρός τήν τό ἓν εἰς πολλά διαχωρίζουσαν χώραν, ὑπό δέ τοῦ Ἀριστοτέλους πρός τήν τό
ἓν εἰς πολλά ἐξατομικεύουσαν ὕλην. Κατά τήν ἑβραϊκή ἀντίληψη ὁ Κόσμος δημιουργεῖται ὑπό τοῦ
Θεοῦ ἐκ τοῦ μηδενός. Ἡ μόνη πρωταρχική οὐσία εἶναι ὁ Θεός ἐν ᾧ καί ἀποκλειστικῶς αὓτη παραμένει
μηδαμῶς εἰς τήν δημιουργίαν ἐκφεύγουσα ἤ μεταδιδομένη. Ὁμιλῶν ὁ Ἑβραῖος περί τοῦ Κόσμου τῶν
φυσικῶν φαινομένων οὐσιαστικῶς ἐκφράζει τήν ἐκ τῆς ἱστορίας ἐμπειρία του. Κατ’ αὐτόν ἡ Δημιουργία
εἶναι Ἱστορία. Ὁ χρόνος εἶναι μέτρον οὐχί αἰωνίας ἀνακυκλώσεως τῶν ὄντων, ἀλλ’ ἀνεπανάληπτου
δημιουργικῆς συνεχείας, προϊούσης καί τελειουμένης κατά τό σχέδιον τῆς θείας Οἰκονομίας. Δέν εἶναι
τυχαῖον, φρονῶ, τό ὅτι ἐν τῷ Ἰουδαισμῷ διά τοῦ αὐτοῦ ὃρου ω λ ά μ δηλοῦται ὁ Χρόνος (ὁ ἀπό τῆς
σκοπιᾶς τοῦ Θεοῦ θεωρούμενος ὡς αἰωνιότης) καί ὁ Κόσμος, καθόσον ταῦτα ἐξ ὡρισμένης ἐπόψεως εἶναι
ἰσοδύναμα. Ἡ Δημιουργία ἀνάγεται εἰς Ἱστορίαν, διότι ἀφ’ ἑνός μέν τά δεδομένα αὐτῆς μετατρέπονται
εἰς γεγονότα, ἀφ’ ἑτέρου δ’ ἡ διάρκεια αὐτῆς εἶναι ὁ χρόνος.
Ἡ Δημιουργία ἀνάγεται εἰς Ἱστορίαν, διότι ἀφ’ ἑνός μέν τά δεδομένα αὐτῆς μετατρέπονται εἰς γεγονότα,
ἀφ’ ἑτέρου δ’ ἡ διάρκεια αὐτῆς εἶναι ὁ χρόνος. Ἡ τοιαύτη ἀναγωγή δηλοῦται ὠσαύτως καί διά τῆς λέξεως
δαβάρ δυό τινά σημαινούσης, λόγον καί π ρᾶ γ μ α. Ἐνταῦθα εὐκόλως ἔρχεται εἰς τόν νοῦν τό ὅτι ὅσα
γνωρίζομεν ὡς πράγματα ἀνήκουν εἰς τήν δημιουργία, ἡ ὁποία γίνεται διά λόγου: «Καί εἶπεν ὁ Θεός... καί
ἐγένετο». Ὁ πανσθενής λοιπόν λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι καθ’ ἑλληνικήν διατύπωσιν ἀρχή ὀντολογική καί
νοητική, καθόσον οὗτος οὐ μόνον καθιστᾶ ὑπαρκτόν τόν κόσμον, ἀλλά καί ἀποκαλύπτει τήν προέλευσιν,
τήν ἔννοια ἀλλά τόν σκοπόν τοῦ κόσμου. Εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν περί αὐτοτελοῦς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου
ἑλληνικήν ἀντίληψιν, καθ’ ἣν νοεῖται καί ὁ παρ' Ἠρακλείτω καί τοῖς Στωικοῖς πρός δήλωσιν τῆς λογικῆς
καί ἐννόμου τάξεως τοῦ παντός χρησιμεύων ὄρος λ ό γ ο ς, ἔρχεται ἡ περί ἐξηρτημένης κατευθύνσεως
τοῦ κόσμου ἑβραϊκή, καθ’ ἣν ὁ κόσμος δέν στερεοῦται οὐ δ’ ἀσφαλίζεται ἀφ’ ἑαυτοῦ. Ἀνά πᾶσαν στιγμήν
κρατεῖται ὑπέρ τό χάος, ὑπέρ τό μηδέν, ὑπό τοῦ πανσθενοῦς λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ὁ Θεός ἀνακαλέση τόν
21
λόγον Του ὁ κόσμος θά βυθισθῆ εἰς τό χάος …
Συναφεῖς πρός τᾶς ἄχρι τοῦδε ἐξετασθείσας διαφορᾶς εἶναι καί αἷ ἀφορῶσαι εἰς τήν ἀνθρωπολογίαν.
Προκύπτουν δ’ αὖται κυρίως ἐκ τοῦ ὅτι διαφόρως ἀντιλαμβάνονται τήν ψυχήν οἱ ἕλληνες καί οἱ ἑβραῖοι.
Ἡ περί ψυχῆς ἑλληνική δοξασία ἐκφράζεται στοιχειωδῶς τό πρῶτον παρ’ Ὁμήρω καί μάλιστα ἐν τῇ
ἑνδέκατη ραψωδία τῆς Ὀδύσσειας τῇ οὕτω πως καλούμενη νεκυία. Ἐνταῦθα ἡ ψυχή παρίσταται ὡς ἡ
ζωηφόρος πνοή, ἡ ὁποία ἐξασθενεῖ διά τοῦ θανάτου καί ἀκολούθως κατέρχεται εἰς τόν Ἅδην, ἔνθα
πλανᾶται ὡς ὑποχθόνιος σκιά τοῦ θανόντος, δυναμένη ὅμως καί νά ἐνδυναμωθῆ διά πόσεως αἵματος,
θεωρουμένου ὡς φορέως τῆς ζωῆς καί προσφερομένου δι' αἱματηρῶν θυσιῶν μερίμνη ἐνθυμούμενων
21
Ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν γνωρίζει κόσμον ὑπό τήν ἔννοιαν διατεταγμένου ἀντικειμενικοῦ συνόλου, περιέχοντος
πληθύν ὄντων ἐν οἶς καί τό ὄντως ὄν, ἀλλ’ ἄρχεται ἀπό τοῦ Ἐγώ τοῦ Δημιουργοῦ καί ἐκθέτει τό γεγονός τῆς
δημιουργίας. Ἰδέα τις περί τοῦ εἶναι νοουμένου ὡς οὐδετέρου πρωταρχικοῦ Ὄντος δέν εὑρίσκει θέσιν ἐν τῇ ἑβραϊκῇ
νοήσει, δι’ ἣν δεσπόζουσα ἔννοια εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ ποιοῦντος καινά ἐν τῇ Ἱστορία. Ὁ σαββατισμός τοῦ Θεοῦ διακρίνει
τήν ὑπ' Αὐτοῦ μόνου συντελεσθεῖσαν δημιουργίαν τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τῆς ἐφεξῆς ὡς Ἱστορίας τῆς
σωτηρίας ἐκδηλούμενης δημιουργικῆς συνεργίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
αὐτήν ζώντων. Οὕτως ἡ ψυχή εἶναι τί τό ἐγκατοικοῦν ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, δυνάμενον ὅμως καί
μετά θάνατον νά ὑπάρχη ἐκτός αὐτοῦ. Ἡ βασική δ’ αὔτη ἀντίληψις εὑρίσκει ὕστερον ἰδιάζουσαν
ἔκφρασιν ἐν τῃ ὀρφικῇ δοξασία, καθ’ ἣν ἡ ψυχή εἶναι μέρος τῆς θείας οὐσίας, ὅπερ καταπεσόν εἰς φύσει
κακόν σῶμα καί ἐγκαθειρχθέν ἐν αὐτῷ, ἐπιλανθάνεται τῆς θείας προελεύσεώς του. Σοφός εἶναι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκει τήν διά τῆς ἐκ τοῦ σώματος φυγῆς ἐξύψωσιν τῆς ψυχῆς του εἰς τήν ἀληθινήν ὕπαρξιν
καί τήν ἐπιστροφήν αὐτῆς εἰς τό ἀρχικόν της πνευματικόν ἐνδιαίτημα.
Κατά τήν ἑβραϊκήν ἀντίληψιν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μέρος τῆς θείας οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἣτις ἄλλως
τε εἶναι ἀμέριστος, ἀλλά δημιούργημα ὀντολογικῶς διάφορον τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ὡς πάντα τά
δημιουργήματα. Ἡ κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ δημιουργία του μαρτυρεῖ μέν βεβαίως τήν ἀπό
πάντων τῶν ἄλλων ὁρατῶν δημιουργημάτων μοναδικήν διάκρισίν του ἐκφαινομένην εἰς ἐνισχυομένην
ὑπό τοῦ Θεοῦ ἰκάνωσιν πρός αὐτοδιάθετον ἀνάδειξίν του εἰς κοινωνόν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἀντιτίθεται
σαφῶς εἰς τήν κατ’ ἀνατολικούς μύθους οὐσιαστικῶς θέωσιν τοῦ ἄνθρωπου ὡς δῆθεν ἐκ σιέλου,
σπέρματος ἡ αἵματος θεότητος τίνος ποιηθέντος. Κατά ταῦτα καί ἡ περί προϋπάρξεως τῆς ψυχῆς καί
καθείρξεως αὐτῆς ἐν τῷ σώματι δοξασία εἶναι ξένη πρός τήν ἑβραϊκήν ἀντίληψιν. Ξένος δ’ ὠσαύτως
πρός ταύτην τυγχάνει ὁ κατ’ οὐσίαν διαχωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τοῦ σώματος, καθόσον διά τόν ἑβραῖον
ἀμφότερα ταῦτα ἀποτελοῦν φυσικοσωματική ἑνότητα, καλουμένην νέφες. Ἐντεῦθεν καθίσταται
φανερόν ὅτι ὁ ἑβραϊκός οὗτος ὃρος ἀκυρολόγως ἀποδίδεται ἀπό τῆς μεταφράσεως τῶν Ο' καί ἐντεῦθεν
διά τοῦ διάφορον ἔχοντος περιεχόμενον ὄρου ψυχή.
Εἶναι δ' ἀληθές ὅτι καί τό νέφες κατά τήν Π. Διαθήκην ἐξασθενεῖ διά τοῦ θανάτου καί, κατερχόμενον εἷς
τόν ἄδην (Ἑβρ. Σεώλ), ἔχει ἐκεῖ σκιώδη τινά ὕπαρξιν, ἀλλ’ ἡ ἀντίληψις αὓτη δέν ἀποτελεῖ βασικόν
στοιχεῖον τῆς ἀνθρωπολογίας. Τουναντίον τοιοῦτο στοιχεῖον εἶναι ἡ διά τῆς πνοῆς τοῦ Θεοῦ προέλευσις
τῆς ζωτικῆς δυνάμεως τοῦ νέφες. Ἡ πνοή δ’ αὓτη τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι, οὕτως εἰπεῖν, ἀποσπώμενον τί ἐκ
τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ μέρος, ἐφεξῆς ἐνυπάρχον αὐτοτελῶς ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, ἀλλ’ ἀμέριστος ἑνότης
τηροῦσα τήν αὐτοτέλειάν της ἐκτός τοῦ ἀνθρώπου. Ἀρκεῖ νά ἀποσυρθῆ ἡ πνοή τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἄνθρωπος
θά ἐπιστρέψη εἰς τό χῶμα. Ἀπό ἑβραϊκῆς πάλιν σκοπιᾶς ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔγκειται εἰς τό
ψυχοσωματικόν του νέφες, τό ὁποῖον ἐξαρτᾶται πάντοτε ἐκ τῆς δημιουργικῆς καί ζωαρχικής δυνάμεως
τῆς πνοῆς τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εἰς τήν κατά θείαν χάριν ὑπό τῆς αὐτῆς πνοῆς, ἀποκαλυπτόμενης ἐφεξῆς
ὡς Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (ρούαχ Ἐλωχίμ), θαυμαστήν ἱκάνωσίν του νά ἵσταται κατέναντι τοῦ Θεοῦ,
οἰκείως διαλεγόμενος πρός Αὐτόν καί ἐλευθέρως ἀποφαινόμενος περί ἀποδοχῆς τῆς ὑπ’αὐτοῦ
προτεινομένης διαθήκης νά μεθίσταται ἐκ τοῦ φυσικοῦ κόσμου εἰς τόν ὑπερφυσικόν, ὥστε ἀπό
φερομένου εἰς τήν φθοράν νέφες νά καθίσταται ἀνερχόμενον εἰς ἀφθαρσίαν ρούαχ καί νά ἀνίσταται ἐκ
νεκρῶν μετά τοῦ λυτρωτοῦ τοῦ γινόμενος κοινωνός τοῦ Θεοῦ καί συγκληρονόμος τῆς αἰωνίου βασιλείας.
Συμφώνως λοιπόν πρός τό πνεῦμα τῆς Π. Διαθήκης δέν περιέχεται ἐν ταύτῃ τό ἑλληνικόν Ἰδεῶδες
ἐπιμελείας καί ἀγωγῆς τῆς ψυχῆς ἤ ὁ τήν θείαν εὐπρέπειάν του ἀνθρώπου ἀκτινοβολῶν σκοπός τοῦ
καλοῦ κάγαθοῦ. Ἀντί τούτου δεσπόζει ἐν αὔτῃ ἡ περί ὑπακοῆς πρός τόν Θεόν ἰδέα, καθ’ ἣν μοναδική
φροντίς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ἐπιδιώκη οὗτος τήν τήρησιν τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἐκφραζόμενου διά
τῆς διαθήκης Του καί τῶν ἐντολῶν Του… κατά βασικήν ἑλληνικήν θεώρησιν (τῆς ἠθικῆς),
ἐκπροσωπουμένην ὑπό τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλους καί ἄλλων φιλοσόφων, αἱ ἠθικαί ἀρχαί
προϋποθέτουν κατά βάθος λογοκρατικήν καί νοησιαρχικήν ἀνθρωπολογίαν…. Ἡ θεωρητική καί
καθαρά νοητική ἐνέργεια θεμελιώνει τήν εὐδαιμονίαν τοῦ ἀνθρώπου, προσεγγίζουσα αὐτόν πρός τό
θεῖον καί πληροφοροῦσα αὐτόν περί τῆς συγγενείας του πρός τοῦτο. Τόσον ἐξαίρεται ὁ θεωρητικός βίος
ὥστε τό λογικόν ἀξιολογικῶς ὑπερέχει τοῦ ἠθικοῦ… Ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ Π.Δ. παρίσταται ὡς βουλητικόν
καί πρακτικόν ὄν, ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ… ὁ λογικός κατατοπισμός δέν προέρχεται ἐξ αὐτοτελοῦς
θείας δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἐκ λογικῆς ἀποδοχῆς τῶν εἰς τήν πράξιν ἀφορωσῶν ἐντολῶν τοῦ
Θεοῦ.. κατά τόν ἑβραῖον τό ἑνιαῖον ψυχοσωματικόν νέφες ἔχει καί ἑνιαίαν νοητικήν καί βουλητικήν
ἱκανότητα ἑδρεύουσα ἐν τή καρδία.. ἡ ἀρχή τοῦ ἠθικοῦ κακοῦ δέν εὐρίσκεται ἐν τῇ ὕλη, οὐδ’ ἐν τῷ
σώματι, ἀλλ’ ἐν τῇ κακῇ χρήσει τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Κατ’ ἀκολουθίαν ἐνάρετος, εὐσεβής καί
σοφός εἶναι ὁ προσαρμόζων τό θέλημά του πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀποφεύγων οὕτω τό κακόν.
Περιφρόνησις τῆς ὕλης καί τοῦ σώματος ἀντίκειται εἰς τό θαῦμα τῆς δημιουργίας, ἧς πάντα καλά λίαν’.
Εκτός από την εντελώς διάφορη θεολογία, κοσμολογία, ανθρωπολογία και ηθική μεταξύ
Ελληνισμού και Ιουδαϊσμού πρέπει να σημειωθεί και η διαφορά στην πολιτική ιδεολογία, η
οποία ήδη επισημάνθηκε στην Εισαγωγή22: Ενώ για τον Ιουδαϊσμό ο συνεκτικός κρίκος της
Κοινωνίας ήταν η Διαθήκη του Θεού προς το λαό Του και το επαναλαμβανόμενο λατρευτικά
βίωμα της Ιστορίας της Εξόδου (Δτ. 26, 5-10), στον Ελληνισμό και ο ίδιος ο Θεός υπηρετούσε κατ’
ουσίαν το ιδανικό της Πόλης. Αυτή η ελληνική φιλοσοφία περί Πόλης, η οποία δεν έπαψε να
ισχύει παραλλαγμένη ακόμα και όταν η πόλις-κράτος μεταμορφώθηκε δια του Αλεξάνδρου σε
πόλις-Οικουμένη, αποτελούσε για τον Ισραήλ μια πρόκληση και ως σκέψη και ως πράξη, καθώς
τα παιδαγωγικά ιδεώδη του Ελληνισμού ασκούσαν γοητεία αλλά και ταυτόχρονα φόβο
απώλειας της ταυτότητας και αφομοίωσης.
Σημειώνει σχετικά ο Π. Χρήστου: ‘Οι Έλληνες και οι εξελληνισμένοι πολίτες είχαν ένα τριπλό
κοινωνικό σύνδεσμο και τις ανάλογες υποχρεώσεις: σύνδεσμο με την οικογένεια, με την πόλη,
με την αυτοκρατορία. Οι Ιουδαίοι είχαν μόνον με την οικογένεια σύνδεσμο και θα μπορούσαν
να φτάσουν στην αυτοκρατορία, μόνον αν διέρχονταν από τον θεσμό της πόλεως. Βεβαίως η
πρωτεύουσά τους Ιερουσαλήμ μπορεί να ήταν αρκετά πολυάνθρωπη, αλλά πόλις δεν ήταν
οργανωμένη βάσει των ελληνιστικών κριτηρίων23[…] Στην καρδιά των Ιεροσολύμων το 175 π.Χ.
ανεγείρεται από τον αρχιερέα Ιάσωνα γυμνάσιο και εφηβείο, για να λειτουργήσει παράλληλα
ίσως και ελληνικό σχολείο, που θα βοηθήσει μάλιστα και στην ανάπτυξη της μελέτης του
Ομήρου. Ο ίδιος ο αρχιερέας ζήτησε άδεια ‘τοὺς ἐν Ἱεροσολύμοις Ἀντιοχεὶς ἀναγράψαι’. Αυτή η
φράση σημαίνει ότι κατέστησε τους κατοίκους των Ιεροσολύμων, εφόσον είχαν τα προσόντα,
Αντιοχείς πολίτες. Δηλ. διαμόρφωσε τους θεσμούς εκείνους, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι για
την οργάνωση της Ιερουσαλήμ σε ελληνική πόλη, προφανώς με το όνομα ‘Ιερουσαλήμη
Αντιόχεια’ (Β‘ Μακ. 4, 9 κ.ε.)24.
Αυτό όμως που τελικά συνέβη είναι ενδεικτικό της γοητείας που άσκησε ο Ελληνισμός στον
Ιουδαϊσμό. ‘Οι ίδιοι οι Ασμοναίοι που αγωνίστηκαν εναντίον του Ελληνισμού, όταν νίκησαν
βρέθηκαν νικημένοι από τον Ελληνισμό, κάτι το οποίο συνέβη και με τους Ρωμαίους.
‘Κοιμήθηκαν επί των δαφνών τους Ιουδαίοι και ξύπνησαν Ελληνιστές. Προσλαμβάνουν στο
στρατό τους ως αξιωματικούς Έλληνες μισθοφόρους, υιοθετούν ελληνικά ονόματα, ώστε αντί
Ιούδα και Ιωνάθαν να έχουμε Αλέξανδρο και Αριστόβουλο, ζουν με ελληνικούς τρόπους [...]
αυτή η εξέλιξις μαρτυρεί ότι οι Μακκαβαίοι δεν επαναστάτησαν εναντίον του ελληνικού
πολιτισμού, αλλά εναντίον μιας ξένης πολιτικής και θρησκευτικής κατοχής. Ήθελαν να
μείνουν πιστοί στη θρησκεία του Γιαχβέ, αλλά κατά τα άλλα να είναι Ελληνιστές’26.
Η άκριτη αντιγραφή του ελληνικού τρόπου πολιτικής οργάνωσης από τους Ιουδαίους
Ελληνιστές, αλλά και η υβριστική για τους Χασιντίμ συμπεριφορά του Αντιόχου του Δ’,
προκάλεσαν την αντίδρασή τους τυπικά εναντίον του Ελληνισμού, ουσιαστικά εναντίον της
αυταρχικής συμπεριφοράς κάποιων επιγόνων του Αλεξάνδρου. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος, όπως
διαφαίνεται από τη διήγηση του Ιωσήπου (Αρχ. 11, 8), συμπεριφέρθηκε με τιμή τόσο στους
εκπροσώπους του Ιουδαϊσμού, όσο και στις πατρώες παραδόσεις τους27. Αντιθέτως ο Έλληνας
Σελευκίδης α/ υποβίβασε την Ιερουσαλήμ το 167 π.Χ. από πόλη σε κατοικία, οικισμό δηλ. που
στάθμευε η ρωμαϊκή φρουρά επιβάλλοντας παράλληλα βαρύτερη φορολογία, β/ κατάργησε
την ιουδαϊκή θρησκεία με την ποινή του θανάτου για όσους την συνέχιζαν και γ/ μετέβαλε το
Ναό του Γιαχβέ σε Ναό του Ολυμπίου Διός28.
Παράλληλα με το ρεύμα αντίστασης προς τον Ελληνισμό, υπήρχε και το ρεύμα του
συμβιβασμού με αυτόν, το οποίο αποτυπώνεται κατεξοχήν στην Επιστολή του Αριστέα.
Αρκετοί Ιουδαίοι της διασποράς, οι οποίοι ως μητρική τους γλώσσα είχαν την ελληνική,
διαπίστωσαν ότι στον Ελληνισμό είχε ήδη αρχίσει να κυριαρχεί η μονοθεϊστική πίστη σε έναν
26
Ό.π. 48-9.
27
π. Κ. ΠΑΠΑΔΌΠΟΥΛΟΣ, Το Προσκύνημα του Μ.Αλεξάνδρου στα Ιεροσόλυμα, ΔΒΜ 21-22 (2002-2003) 333-337.
28
Ο ABRAM LEON SACHAR (Συνάντηση, 5-6) σημειώνει: σύντομα η Ιουδαία ήταν διχασμένη από τις διαμάχες των δυο
ομάδων (sc: Χασιδίμ και Λετσίμ, Πουριτανοί και Ελληνιστές) που δεν μπορούσαν να καταλάβουν η μια την άλλη.
Σχεδόν κάθε οικογένεια βρέθηκε διαιρεμένη. Ό,τι ήταν σοβαρό για τη μια ομάδα, ήταν αντικείμενο αστεϊσμού για
την άλλη.. εκείνοι που αγαπούσαν τον ελληνικό τρόπο έβρισκαν τον Ιουδαϊκό βάναυσο και καταπιεστικό…από την
άλλη πλευρά οι αυστηροί εθνικιστές, ανήσυχοι από τις επιθέσεις εναντίον του τρόπου της ζωής τους, δεν έκαναν
κανένα διαχωρισμό όταν έκριναν τον ξένο πολιτισμό. Επειδή μισούσαν τη λαγνεία, αποδοκίμαζαν οτιδήποτε όμορφο
στην ελληνική τέχνη. Επειδή μισούσαν τη σοφιστεία και την ασέβεια, αποδοκίμαζαν όλα όσα δίδασκαν οι φιλόσοφοι.
Θεό πνευματικό και μέσω του Στωϊκισμού είχε υιοθετηθεί μια διδασκαλία περί αρετών
αντίστοιχη με την ιουδαϊκή ηθική. Διαμέσου της προβολής του Μωυσέως ως διδασκάλου των
Ελλήνων φιλοσόφων από τον Αριστόβουλο και της εφαρμογής της στωϊκής αλληγορικής
μεθόδου ερμηνείας των μύθων στην ερμηνεία των Γραφών, προσπάθησαν Ιουδαίοι και μη
λόγιοι να ανακαλύψουν ελληνική σοφία στην Π.Δ. Έτσι αναδύθηκε στον Ιουδαϊσμό μια τάση
για σχηματισμό αφηρημένων όρων και η αρχή μιας συστηματοποιήσεως της σκέψεως και
αναγνωρίσεως κάποιας τάξεως και κανονικότητος στην φύση, στην ιστορία, στην ανθρώπινη
ύπαρξη29. Ο Κόσμος θεωρήθηκε από τον μη γνωρίζοντα εβραϊκά Φίλωνα (20 π.Χ.-50 μ.Χ.) ως
ενιαίος ζωντανός Οργανισμός, τον οποίο διαπνέει ο Λόγος, ο οποίος αποτελεί τον μεσάζοντα
μεταξύ του Θεού και των κτισμάτων. Η εκστατική θεωρία του Θεού, η οποία συνιστά τη
μακαριότητα του ανθρώπου, επιτυγχάνεται μέσω της οδού της γνώσεως και της άσκησης των
αρετών, η οποία αποδεσμεύει την ψυχή από τα δεσμά του σώματος. Ήδη από τον 3 ο αι.
τονίζεται η συγγένεια των Ιουδαίων με τους Σπαρτιάτες επί τη βάσει της κοινής καταγωγής
τους από τον Αβραάμ, ενώ οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων ταυτίστηκαν με τον λαό των
Σολυμητών (Ιλ. 6, 184. 204).
29
Ο Ι . Ζ Η Ζ Ι Ο Ύ Λ Α Σ ( Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η Συνάντηση των δύο Κόσμων, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Στ
523-4) σημειώνει: ‘Στην ιουδαϊκή γραμματεία της εποχής διακρίνεται η τάση για φυσική αποκάλυψη, δηλ. γνώση του
Θεού μέσω της μελέτης της φύσεως και μάλιστα των άστρων, η ιδέα της θείας πρόνοιας και της μετά θάνατον
τιμωρίας, η πίστη σε μαγικές δυνάμεις και στην αποκαλυπτική δύναμη των ονείρων και της αστρολογίας. Στην ίδια
την αποκαλυπτική γραμματεία, υπάρχει μια τάση συστηματοποιήσεως της ιστορίας σε βαθμό μιας φιλοσοφίας της
γενικής παγκόσμιας ιστορίας και δεύτερον ένας συνδυασμός της ιστορίας με την οντολογία. Παράλληλα όμως η
τοποθέτηση της αλήθειας στο χώρο της Ιστορίας, ως του πεδίου της αποκαλύψεως των ενεργειών του Θεού και
μάλιστα του τέλους της ιστορίας, των εσχάτων και η άρνηση της ατομοκρατίας, η μετατόπιση της αλήθειας από τον
χώρο της σκέψεως στο χώρο της πράξεως, της κοινής ζωής και της αγάπης αποτελούν τα ιουδαϊκά στοιχεία που
κληρονομούνται στον Χριστιανισμό και θα κρίνουν τις σχέσεις του με τον ιουδαϊσμό.
30
Ι. Ζηζιούλας ό.π. 525
β. Ο Χριστιανισμός και το ελληνιστικό περιβάλλον
Το παράδοξο του Χριστιανισμού περιγράφεται στην εισαγωγική φράση του θεολογικότερου και
ποιητικότερου Ευαγγελίου: Ο Λόγος σάρξ έγένετο. Σύμφωνα με τον Ιωάννη, που γράφει
πιθανότατα στην πατρίδα του Ηρακλείτου, την Έφεσο, και ίσως είχε ακούσει την περί Λόγου
διδασκαλία του φιλοσόφου, ο Θεός δεν έγινε απλά άνθρωπος ή σώμα, αλλά σάρκα. Με το
θανάσιμο αυτό άλμα (salto mortale), ο Ιησούς Χριστός απέδειξε ότι δεν είναι το απαθές και
αύταρκες Εραστό των φιλοσόφων, το οποίο δεν υποκύπτει στο πάθος της αγάπης, παρότι
γίνεται το ίδιο αντικείμενο πόθου, αλλά ο Θεός των Πατέρων. Αγκάλιασε όλες τις πτυχές και
άγγιξε όλες τις ανάγκες του ανθρώπου και του κόσμου, εκτός της αμαρτίας που είναι παρά
φύση κατάσταση. Όπως διακηρύσσει ο έτερος των τριών θεολόγων της Εκκλησίας, ποιητής και
αυτός, Γρηγόριος ο Θεολόγος τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον͵ ἀθεράπευτον· ὃ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ͵ τοῦτο καὶ
σῴζεται (πρὸς Κληδόνιον πρεσβύτερον ἐπιστολὴ 33). Υπό αυτήν την έννοια ο π. Α. Σμέμαν
διακήρυσσε ότι το μόνο καινό πρόσωπο υπό τον ήλιο, ο Ιησούς, δεν έφερε καινά πράγματα,
αλλά έκανε τα πάντα δια του αγ. Πνεύματος καινά 31. Η πίστις δεν δημιουργεί νέα αξία. Απλά
ανακαλύπτει την ενυπάρχουσα (π. Γ. Φλωρόφσκυ). Η Ανάσταση, ο θρίαμβος απέναντι στη
φθορά και στον έσχατο εχθρό του ανθρώπου, το θάνατο, γεμίζει τα πάντα με οντολογικό φως:
«Καινοποιεῖς τοὺς γηγενεῖς ὁ πλαστουργὸς χοϊκὸς χρηματίσας». Στην περίπτωση του Ιησού, ο
Οποίος κάνει τα κάτω άνω και τα άνω κάτω, ισχύει το αρχέγονο ο θάνατός Σου ζωή μου. Όντως
ο Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη του Θεού και ο πολιτισμός ανακάλυψη του ανθρώπου. Ο
τελευταίος, όμως, προσλαμβάνεται και μεταμορφώνεται από τον καλλιτέχνη των πάντων
Λόγο.
Ο ίδιος ο Ιησούς ανατράφηκε στη Γαλιλαία, όπου όντως ήταν έντονο το ελληνιστικό στοιχείο. Ο
ίδιος, παρότι πιθανότατα γνώριζε την ελληνική, ήταν Ιουδαίος και μάλιστα πιστός στις
παραδόσεις του λαού του. Ενώ βαπτίστηκε από τον Ιωάννη στην έρημο, δεν υιοθέτησε το
σύνθημα των ασκητικών κοινοτήτων (π.χ. των Εσσαίων και των Θεραπευτών) «φεύγε και
σώζου», αλλά έδρασε στην επαρχία κυρίως της πατρίδας του. Η περιοχή της Γαλιλαίας των
αλλοφύλων/ των αλλοδαπών, διακρινόταν για τον έντονο διπολισμό μεταξύ των πόλεων, οι
οποίες, ήταν φορείς του ελληνιστικού πολιτισμού και έδρες των πλουσίων γαιοκτημόνων, και
της περιφέρειας, όπου επικρατούσαν τα ακριβώς αντίθετα στοιχεία. Γι΄ αυτό και η Γαλιλαία, η
οποία προσαρτήθηκε στην Ιουδαία από τον Αριστόβουλο (Α΄ Μακ. 5, 21 κε.), διακρινόταν, όχι
μόνο για την ιδιαίτερη διάλεκτο και τη διαφοροποιημένη ερμηνεία του Νόμου, αλλά και για το
επαναστατικό ήθος των κατοίκων της υπαίθρου της32. Ο Ιησούς μεγάλωσε σε μια κώμη, στη
Ναζαρέτ, κακόφημη και «άγνωστη» στους ιστορικούς της εποχής του. Δεν ήταν όμως εντελώς
άπειρος του κοσμοπολίτικου ελληνορωμαϊκού τρόπου ζωής αφού ως τέκτων πιθανόν
εργάστηκε στην υπό ανακαίνιση μεγάλη «επάνω όρους κειμένη» πόλη, το «στολίδι της
Γαλιλαίας», η οποία διέθετε θέατρο και απείχε μόλις έξι χλμ. από τη Ναζαρέτ, τη Σεπφώριδα.
Κατά τη δημόσια δράση του, όμως, δε μαρτυρείται από τους Ευαγγελιστές καμιά επίσκεψη του
Ιησού ούτε στη Σεπφώριδα ούτε στην Τιβεριάδα, ενώ και στο κήρυγμά του προτιμά εικόνες από
τη γεωργική ζωή.
Αντιθέτως ο κήρυκας των εθνών Παύλος ανατράφηκε στην Ταρσό, το τέταρτο μεγαλύτερο
πνευματικό αστικό κέντρο της Μεσογείου. Στις επιστολές του δε διστάζει να χρησιμοποιήσει
εικόνες από το άνδρο του ελληνικού πολιτισμού, το Γυμνάσιο. Ακολούθησε μάλιστα κατά τις
31
Η Λατρευτική Αναγέννηση και η Ορθόδοξη Εκκλησία, Λάρνακα: Σηματωρός 1989, 110.
32
Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, οι Γαλιλαίοι από μικρά παιδιά αρέσκονταν στον πόλεμο, ήταν άφοβοι και αγαπούσαν
ιδιαίτερα την ελευθερία, την ανατροπή και την επανάσταση (Πόλ. 3, 41).
περιοδείες του την πάγια τακτική να επισκέπτεται τις μεγάλες πόλεις της ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας και να χρησιμοποιεί ως αφετηρία τη Συναγωγή, προκειμένου το κήρυγμά του
να διαδίδεται ταχύτερα στην περιφέρεια.
Ποιο ήταν το κεντρικό μήνυμα του Χριστιανισμού, το οποίο μετεμόρφωσε τελικά τον
ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, στον οποίο ανδρώθηκε; Ο Μ. Φαράντος33 ως τέτοιο θεωρεί το
μήνυμα της αγάπης, την πατρότητα και την τριαδικότητα του Θεού: Η πίστη ότι ο Θεός είναι
τριαδικός, ήτοι Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα, ότι δηλ. είναι προσωπικός σημαίνει ότι η αρχή και
το θεμέλιο του παντός, δεν είναι κάτι το ασυνείδητο και ουδέτερο, αλλά ελευθερία, λόγος και
αγάπη, —διότι αυτά είναι τα θεμελιώδη γνωρίσματα του Προσώπου. Κατ' ακολουθίαν και ο
κόσμος στο σύνολό του, και όχι μόνον ο άνθρωπος, δεν είναι ά-λογος, άλλ' έχει βάθος προσωπικό,
ήτοι είναι ελευθερία και λογικότης, αφού είναι έκφρασις της ελευθέρας δημιουργικής αγάπης του
Θεού, — πράγμα πού σημαίνει ότι μια συνεπής στοχαστική διείσδυσις στο βάθος του υλικού
κόσμου μας οδηγεί «επέκεινα» αυτού προς ένα συνειδητό Ον, ως την αρχή του κόσμου […] Ο Θεός
είναι διαλογική πραγματικότης, κοινωνία Προσώπων γι’ αυτό και μιλάει με τον εαυτό του ως προς
«απέναντι», ως Εγώ προς Συ. «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου», αναφέρεται στη Γραφή (Ψ. 109, 1).
Με τη διαπίστωση αυτή ότι δηλ. ο Θεός, καίτοι ένας, είναι συγχρόνως διάλογος προς Εαυτόν,
εισήχθη στο χώρο του πραγματικού η σχέσις ως πρωταρχική κατηγορία, και επήλθε έτσι μια
πραγματική επανάστασι στο κοσμοείδωλο του αρχαίου Ελληνισμού, και κυρίως της αριστοτελι-
κής φιλοσοφίας, η οποία υποβιβάζει το «προς τι», δηλ. τη σχέσι, στο χώρο του «συμβεβηκότος», δηλ.
του δευτερεύοντος, και αποκλείει αυτό εκ της ουσίας. Έτσι, όμως, δια του Χριστιανισμού, άλλαξε
άρδην η περί ανθρώπου έννοια. Ενώ στον αρχαίο Ελληνισμό το ιδανικό είναι το «άτομο» ως εγω-
κεντρικότης, στο Χριστιανισμό το ιδανικό είναι το «πρόσωπο» ως έξοδος εκ του εγώ, όπως
δηλώνει και η ωραία ελληνική λέξις «πρόσωπο», η οποία, με την πρόθεσι «προς», εμπεριέχει την
κίνησι σαν δομικό στοιχείο της ανθρώπινης υπάρξεως. Τούτο σημαίνει ότι ό άνθρωπος ως εγώ
δεν είναι «ύλη», δηλ. κάτι το στατικό και κλειστό, αλλ' είναι «ενέργεια», θα λέγαμε στη γλώσσα
της Φυσικής, ήτοι δυναμικότης, τελειούμενος σ' ένα δυναμικό τρόπο ζωής. Ο δυναμισμός όμως
αυτός δεν πρέπει να νοηθεί με τη νοοτροπία της σύγχρονης ατομοκρατικής-καπιταλιστικής
κοινωνίας, της οποίας η δυναμικότης εξαντλείται σε μια εγω-κεντρικότητα, δηλ. σε μια
συσσώρευση υλικών αγαθών χάριν του εγώ και του ατομικού συμφέροντος, αλλά στο ακριβώς
αντίθετο: στην εγκατάλειψι του εγώ και του συμφέροντος, στην έξοδο εκ του εγώ, χάριν των
συνανθρώπων […] Η αγάπη στο Χριστιανισμό δεν είναι ηθική έννοια, όπως παρανοείται από
πολλούς, αλλ’ έχει οντολογικό βάθος – πράγμα που σημαίνει ότι μόνον με την αγάπη, ως
πνεύμα και δύναμη θυσίας του εγώ χάριν του συνανθρώπου, είναι δυνατή η τελείωση του
ανθρωπίνου προσώπου. Στη συνάφεια αυτή το αντίθετο της αγάπης, ο εγωισμός ως επιδίωξις
του ατομικού και του συμφέροντος των δικών μας, δεν είναι κάτι το φυσικό και αθώο, αλλ’
αποκαλύπτει μια διαστροφή του ατόμου[...] αυτός δε είναι ο βαθύτερος λόγος του κενού που
νοιώθουν οι άνθρωποι στην εποχή μας, παρ’ όλον ότι έχουν πολλές υλικές ανέσεις: ότι δηλ. οι
άνθρωποι ζουν μια εγωιστική ζωή, ήτοι μια ζωή αντίθετη προς αυτό, που είναι στην ουσία του το
ανθρώπινο, το οποίο είναι αγάπη ως θυσία του εγώ χάριν του συνανθρώπου.
Αυτήν την αγάπη δεν την διδάσκει η φύση όπου ισχύει ο νόμος της επιλογής και της
επικράτησης του ισχυροτέρου είδους (πρβλ. την ελληνική παροιμία ‘το μεγάλο ψάρι τρώει το
μικρό’), αλλά ο Ιησούς. Στην κλασική αρχαιότητα ο χρυσός κανόνας ήταν αυτός της
ανταπόδοσης. Το να λάβει κανείς την αρμόζουσα εκδίκηση αποτελούσε μέγιστο ηρωισμό34. Ο
33
Μ . Λ . Φ Α Ρ Ά Ν Τ Ο Υ , Δογματικά καί ᾿ Ηθικά Ι, ᾿Αθήνα 1983, 25-28.
34
Βλ. M . R E I S E R , Love of Enemies in the Context of Antiquity, NTS 47 (2001) 411-427. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του
Ηροδότου (Εργα και Ημέραι, 349-55): εὖ μὲν μετρεῖσθαι παρὰ γείτονος͵ εὖ δ΄ ἀποδοῦναι͵ αὐτῷ τῷ μέτρῳ͵ καὶ λώιον αἴ
κε δύνηαι͵ ὡς ἂν χρηίζων καὶ ἐς ὕστερον ἄρκιον εὕρῃς. μὴ κακὰ κερδαίνειν· κακὰ κέρδεα ἶσ΄ ἄτῃσι. τὸν φιλέοντα φιλεῖν͵
καὶ τῷ προσιόντι προσεῖναι. καὶ δόμεν ὅς κεν δῷ καὶ μὴ δόμεν ὅς κεν μὴ δῷ· δώτῃ μέν τις ἔδωκεν͵ ἀδώτῃ δ΄ οὔ τις ἔδωκεν·
πρώτος, ο οποίος προσέγγισε το ιδεώδες του χριστιανισμού ήταν ο Σωκράτης, ο οποίος στον
Κρίτωνα διακηρύσσει: Οὐδενὶ τρόπῳ φαμὲν ἑκόντας ἀδικητέον εἶναι͵ ἢ τινὶ μὲν ἀδικητέον τρόπῳ
τινὶ δὲ οὔ; ἢ οὐδαμῶς τό γε ἀδικεῖν οὔτε ἀγαθὸν οὔτε καλόν͵ ὡς πολλάκις ἡμῖν καὶ ἐν τῷ
ἔμπροσθεν χρόνῳ ὡμολογήθη; (49a). Σε αυτό το κείμενο θεωρείται ως ατόπημα το ανταδικεῖν ή
το αντικακουργεῖν. Δεν υποστηρίζεται όμως και η ενεργητική αγάπη προς τους εχθρούς. Ο
Πλούταρχος στο έργο του Ὣς ἂν τις ὑπ’ ἐχθρῶν ὠφελοῖτο, λαμβάνοντας αφορμή από το
παράδειγμα τον Καίσαρα, ο οποίος αποκατέστησε τα αγάλματα του εχθρού του Πομπηίου,
αναφέρει ότι μπορεί κανείς να σκλαβώσει τον εχθρό του με την πραότητα, την ανεξικακία,
την απλότητα, τη μεγαλοφροσύνη και τη χρηστότητα. Δεν ξεφεύγει, όμως, και αυτός από τον
προαναφερθέντα χρυσό κανόνα της αρχαιότητας, αφού ουσιαστικά με τη νουθεσία του
αποσκοπεί στην προσωπική ωφέλεια και ανάδειξη εκείνου που δείχνει μεγαλοθυμία προς τους
εχθρούς του. Θαυμαστή απάθεια προς τους διώκτες επεδείκνυαν και οι Στωϊκοί, θεωρώντας την
αμαρτία ως αποτέλεσμα της άγνοιας του καλού και την οργή ως ανάρμοστο για ένα σοφό
πάθος. Πάλι όμως ουσιαστικά πίσω από την ανοχή κρυβόταν το αίσθημα του εγωισμού.
Ο κανόνας-talio (έγλκλημα και τιμωρία) ίσχυε και στην Π.Δ. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούν τα χωρία
Εξ. 23, 4 κ.ε.35 και Λευ. 19, 16-1836. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι ενώ στο πρώτο κείμενο γίνεται λόγος
αποκλειστικά και μόνον για τη διάσωση του υποζυγίου ή του βοός του εχθρού, στο δεύτερο γίνεται λόγος
για τη συμπεριφορά αποκλειστικά έναντι ομοεθνών και ομοθρήσκων, ενώ επιπλέον δεν γίνεται καμια
ρητή αναφορά σε αγάπη προς τους εχθρούς. Στο Παρ. 25, 21 (ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου͵ τρέφε αὐτόν͵ ἐὰν
διψᾷ͵ πότιζε αὐτόν· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ͵ ὁ δὲ Κύριος
ἀνταποδώσει σοι ἀγαθά) ως αιτιολόγηση της ευεργεσίας προς τον εχθρό προβάλλει το ατομικό συμφέρον.
Ο Ιησούς έδωσε στην αγάπη χαρακτήρα υπερατομικό και υπερεθνικό. δηλ. υπερ-φυσικό. Στο
Λκ. 6, 27-36 (πρβλ. Μτ. 5, 43 κ.ε.), δεν επιτάσσει απλά τη μη υιοθέτηση της εκδικητικότητας,
αλλά την ενεργό αγάπη προς τον εχθρό και μάλιστα με την αιτιολόγηση ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ
Πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς͵ ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονη ροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ
βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους Με το Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ΄ ὅστις σε
ῥαπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα [σου]͵ στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην· καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι
καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν͵ ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον· καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν͵ ὕπαγε
μετ΄ αὐτοῦ δύο. τῷ αἰτοῦντί σε δός͵ καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανίσασθαι μὴ ἀποστραφῇς (Μτ. 5,
39-40) αντί της Επανάστασης, η οποία έχει ως συνέπεια μια χειρότερη καταδυνάστευση,
προτείνει την ανάληψη της ‘αγγαρείας’ προς χάριν των κατακτητών, με ένα τρόπο που μπορεί
ακόμα και αυτούς πραγματικά να ‘σκλαβώσει’. Απέναντι στο μοντέλο του Υπερανθρώπου,
όπου το κατεξοχήν χαρακτηριστικό είναι η αγάπη για δύναμη, ζωγραφίσθηκε (με την
κυριολεκτική έννοια του όρου) στο Σταυρό το μοντέλο του Θεανθρώπου, όπου κυριαρχεί η
δύναμη της αγάπης.
δὼς ἀγαθή͵ ἅρπαξ δὲ κακή͵ θανάτοιο δότειρα. Αντιστοίχως σημειώνεται στο Β΄ Βασ 19,7:. καὶ εἰσῆλθεν Ιωαβ πρὸς τὸν
βασιλέα εἰς τὸν οἶκον καὶ εἶπεν Κατῄσχυνας σήμερον τὸ πρόσωπον πάντων τῶν δούλων σου τῶν ἐξαιρουμένων σε
σήμερον καὶ τὴν ψυχὴν τῶν υἱῶν σου καὶ τῶν θυγατέρων σου καὶ τὴν ψυχὴν τῶν γυναικῶν σου καὶ τῶν παλλακῶν
σουτοῦ ἀγαπᾶν τοὺς μισοῦν τάς σε καὶ μισεῖν τοὺς ἀγαπῶντάς σε καὶ ἀνήγγειλας σήμερον ὅτι οὔκ εἰσιν οἱ ἄρχοντές σου
οὐδὲ παῖδες͵ ὅτι ἔγνωκα σήμερον ὅτι εἰ Αβεσσαλωμ ἔζη͵ πάντες ἡμεῖς σήμερον νεκροί͵ ὅτι τότε τὸ εὐθὲς ἦν ἐν
ὀφθαλμοῖς σου.
35
ἐὰν δὲ συναντήσῃς τῷ βοὶ τοῦ ἐχθροῦ σου ἢ τῷ ὑποζυγίῳ αὐτοῦ πλανωμένοις͵ ἀποστρέψας ἀποδώσεις αὐτῷ. ἐὰν δὲ
ἴδῃς τὸ ὑποζύγιον τοῦ ἐχθροῦ σου πεπτωκὸς ὑπὸ τὸν γόμον αὐτοῦ͵ οὐ παρελεύσῃ αὐτό͵ ἀλλὰ συνεγερεῖς αὐτὸ μετ΄
αὐτοῦ. οὐ διαστρέψεις κρίμα πένητος ἐν κρίσει αὐτοῦ
36
οὐ πορεύσῃ δόλῳ ἐν τῷ ἔθνει σου͵ οὐκ ἐπισυστήσῃ ἐφ΄ αἷμα τοῦ πλησίον σου· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. οὐ μισήσεις
τὸν ἀδελφόν σου τῇ διανοίᾳ σου͵ ἐλεγμῷ ἐλέγξεις τὸν πλησίον σου καὶ οὐ λήμψῃ δι΄ αὐτὸν ἁμαρτίαν. καὶ οὐκ ἐκδικᾶ ταί
σου ἡ χείρ͵ καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγα πήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι Κύριος).
Στην Αθήνα η υποδοχή που επεφύλαξε η «πνευματική» ελίτ του Ελληνισμού (η οποία όμως
είχε διατηρήσει μόνο το «όνομα» των κλασικών Ελλήνων φιλοσόφων) στο χριστιανικό κήρυγμα
περί ενός Ιουδαίου Μεσσία εσταυρωμένου και περί αναστάσεως της σάρκας-της ύλης υπήρξε
απογοητευτική. Αντίθετα οι μετέπειτα χριστιανοί της Κορίνθου, οι οποίοι προέρχονταν κατά
βάσιν από τα κατώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, αποδέχτηκαν με εν-θουσιασμό το
κήρυγμα του Παύλου, γιατί προφανώς σε αυτό ανακάλυψαν τη σωτηρία από τον πόνο, τις
ενοχές και το θάνατο.
Αλλά και η στάση του Χριστιανισμού, όπως αποδεικνύεται από το Επίμετρο, απέναντι στον
Ελληνισμό για πολλά χρόνια, ακόμη και την εποχή της Νέας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (του
λεγόμενου εσφαλμένα «Βυζαντινού» κράτους) παρουσιάζεται καταρχάς διφορούμενη, καθώς η
Εκκλησία αντιμετώπισε μέσω του Γνωστικισμού και των ποικίλων αιρέσεων έντονο τον κίνδυνο
της ελληνοποίησης του χριστιανισμού και τον υποβιβασμό της θεϊκής αποκάλυψης στην
πεπερασμένη ανθρώπινη λογική.
Ο Μ. Βασίλειος (330-379) σε αντίθεση προς τον Πλάτωνα συστήνει στους νέους τον Όμηρο ως
ωφέλιμο ανάγνωσμα, αντιδρώντας στο διάταγμα του Ιουλιανού να αποκλείονται οι χριστιανοί
από το «ελληνίζειν», την εκμάθηση της κλασικής φιλολογίας και τη διδασκαλία. Σε άλλο όμως
σημείο, γράφοντας προς Ευστάθιο το Σεβαστηνό οδύρεται για το χρόνο που δαπάνησε στην
Αθήνα, σπουδάζοντας τη θύραθεν σοφίαν. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (328-391), ποιητής ο ίδιος
18.000 στίχων γεμάτων λυρισμό σε αρχαιότροπα μέτρα, επίσης στον Επιτάφιο του Μ. Βασιλείου
αποδοκιμάζει την ολοκληρωτική καταδίκη της φιλοσοφίας. Στον Δ΄ Λόγο του, όμως,
διακωμωδεί εξ αφορμής του Ιουλιανού του «Παραβάτη», τους Έλληνες φιλοσόφους και
εγκωμιάζει το Μ. Αθανάσιο που δεν ασχολήθηκε με τη «μάταια έξω» παιδεία. Σημειώνει
μάλιστα με έμφαση στον ΚΓ΄ Λόγο του μετά τη διδασκαλία περί της αγίας Τριάδος:
Τοις ευσεβείν μεν απαγγελλόμενοις, τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη Ορθοδόξω και
Καθολική Εκκλησία, περί τε ψυχών ανθρωπίνων και ουρανού και γης και των άλλων κτισμάτων,
αναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν, ανάθεμα.
37
Οι απόψεις του Ζακηθυνού ελήφθηκαν σπό το Σ . Ι . Κ α ρ γ ά κ ο υ , Γενική Ιστορία, Αθήνα: Gutenberg 1976, 344..
Τοις την μωράν των έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι και τοις καθηγηταίς αυτών
επομένοις... (και πιστεύουσι μετεμψυχώσεις ή μη δεχομένοις ανάστασιν και ανταπόδοσιν),
ανάθεμα.
Τοις τα Ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά
και ταις δόξαις αυτών ταις μ α τ α ί α ι ς επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσι και ούτως αυταίς
ως το βέβαιον εχούσαις εγκειμένοις, ώστε και έτερους ποτέ μεν λάθρα ποτέ δε φανερώς ενάγειν
αυταίς και διδάσκειν ανενδοιάστως, ανάθεμα.
Τοις μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, αφ' εαυτών και την καθ' ημάς πλάσιν μεταπλάττουσι
και τας Πλατωνικός ιδέας ως αληθείς δεχομένοις..., ανάθεμα.
Τοις δεχομένοις και παραδίδουσι τα μάταια και Ελληνικά ρήματα... (περί προϋπάρξεως ψυχών,
αϊδιότητος του κόσμου κλπ.), δια δε των τοιούτων λόγων εαυτούς τε απολλύουσι και ετέροις
αιωνίας καταδίκης προξένους γινομένοις, ανάθεμα».
Η λύση στην αντίφαση αυτή θεωρώ ότι στη σημασία του όρου Ελληνισμός. Στην
καινοδιαθηκική και πατερική γραμματεία με αυτόν τον όρο είτε εννοείται η ειδωλολατρία, την
οποία προσπάθησε μάταια ο Ιουλιανός να αναβιώσει, είτε η σοφιστεία (η μέσω ραφιναρισμένου
λόγου και ψευδοεπιχειρημάτων προβολή του σχετικού, μερικού και υποκειμενικού ως
καθολικού και αντικειμενικού) είτε γενικότερα. η προσπάθεια εξορθολογισμού της
αποκαλυπτικής αλήθειας, η οποία δεν είναι διανόήση αλλά εμπειρία, σχέση, βίωμα υπερ-λόγον
και έννοιαν. Έτσι ο Μ. Βασίλειος σημειώνει: Μάχ εται Ἰουδαϊσμὸς Ἑλληνισμῷ͵ καὶ
ἀμφότεροι Χριστιαν ισμῷ͵ ὥσπερ Αἰγύπτιοι καὶ Ἀσσύριοι καὶ ἀλλήλοις ἦσαν
πολέ μιοι καὶ τῷ Ἰσραήλ· ὡς καὶ ἐπὶ τῆς κακίας εὑρίσκομεν δειλίαν καὶ θράσος καὶ ἀλλήλοις
ἀντικείμενα͵ καὶ τῇ ἀνδρίᾳ (PG 31, 600). Από τη συνέχεια όμως του κειμένου αποδεικνύεται ότι
με τον Ελληνισμό και τον Ιουδαϊσμό δεν εννοεί τις γνήσιες εκφάνσεις των δύο μεγεθών, αλλά
τους οπαδούς του Σαβελλίου και τους Ανομοίους: Τοιαύτη τίς ἐστι καὶ πρὸς τὴν ὀρθότητα τῆς
ὁμολογίας ἑκατέρωθεν παρακειμένη μάχη· ἐντεῦθεν μὲν Σαβελλίου͵ ἑτρωθεν δὲ τῶν τὸ
ἀνόμοιον κηρυσσόντων. Ἡμεῖς δὲ͵ ὥσπερ ἀπεφύγομεν Ἕλληνας͵ καὶ τὴν πονηρὰν
εἰδωλολατρείαν ἐξετράπημεν͵ καὶ τὸ πολύθεον αὐτῶν ἄθεον εἶναι κατέγνωμεν· οὕτως
ἀπεφύγομεν καὶ τὴν τῶν Ἰουδαίων βλασφημίαν τῶν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἀρνουμένων͵ φοβηθέντες
ἐκείνην τὴν ἀπειλήν.
Ό,τι δεν αφορούσε την αποκάλυψη του Θεού, την ουσία της χριστιανικής πίστης, αλλά την
έκφραση αυτής, τη «σάρκα» της, οι Πατέρες της Εκκλησίας δε δίστασαν να το προσλάβουν. Οι
πρώτες «εικόνες» του Ιησού ήταν αυτές του Ορφέα, του Ηρακλή, του Καλού Ποιμένα. Οι
αγιογραφίες επίσης έχουν ως προ-τυπό τους αντίστοιχες ελληνικές νεκρικές παραστάσεις στο
Φαγιούμ της Αιγύπτου. Ύμνοι και ήχοι της Εκκλησίας είναι μορφολογικά βασισμένοι σε
αρχαιοελληνικά πρότυπα. Κορυφαίες χριστιανικές εορτές, όπως αυτές των Χριστουγέννων και
των Φώτων, υποκατέστησαν ή μάλλον νοηματοδότησαν ειδωλολατρικές επετείους όπως αυτή
της γέννησης του ανικήτου ηλίου στη Ρώμη, ή τη λατρεία του Αιώνα στην Αλεξάνδρεια. Στην
περίπτωση της ναοδομίας οι χριστιανικές βασιλικές αντιγράφουν τις κιονοστήρικτες ελληνικές
και ρωμαϊκές βασιλικές, στις οποίες η κόγχη χρησίμευε για το βήμα του ρήτορος ή του δικαστού
38
. Κορυφαίο παράδειγμα αναβαπτισμού της ελληνικής παράδοσης, είναι η χρήση όρων
ελληνικών (πρόσωπο, ουσία κ.ά.), οι οποίοι παρότι δεν απαντάνε στη Βίβλο, θεωρήθηκαν ως το
38
Κ. ΚΑΛΟΚΎΡΗ, Το αρχαιοελληνικό και βυζαντινό θέατρο και η αρχαία λατρεία στη λειτουργική παράδοση της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, Χριστιανική Λατρεία και Ειδωλολατρία, Πρακτικά Στ΄Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου
Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα: Κλάδος Εκδόσεων της
Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος 2005, 341-364.
καλύτερο «ένδυμα» της αποκεκαλυμμένης αλήθειας. Ταυτόχρονα με τον τρόπο αυτό οι
Πατέρες απάντησαν στα κρίσιμα ερωτήματα της ελληνικής φιλοσοφίας και της ανθρώπινης
ύπαρξης περί του όντως Όντος:
τίνες ἦμεν͵ τί γεγόναμεν·
ποῦ ἦμεν͵ [ἢ] ποῦ ἐνεβλήθημεν·
ποῦ σπεύδομεν͵ πόθεν λυτρούμεθα·
τί γέννησις͵ τί ἀναγέννησις.
(Κλήμ. Αλεξ., Εκ των Θεοδότου 4.78,2)
Αποτέλεσμα αυτής της πρόσληψης και της καλής αλλοίωσης του ελληνικού πνεύματος μέσω
του φωτός της Ανάστασης υπήρξε ο λεγόμενος «Βυζαντινός Πολιτισμός», ο οποίος επί μια
ολόκληρη χιλιετηρίδα λειτούργησε καταλυτικά για την Αναγέννηση της Ανατολής αλλά και
της Δύσης. Σύμβολο του κλασικού πολιτισμού ήταν ο Παρθενώνας όπου λατρευόταν η Αθηνά,
η οποία παρότι θεά της σοφίας έφερε πολεμικά isignia-σύμβολα (και όχι κλάδο ελαίας).
Σύμβολο του Βυζαντινού ο Ναός επίσης της του Θεού Σοφίας, όπου όμως η Σοφία ταυτίζεται με
ένα ιστορικό Πρόσωπο, το σαρκωμένο, εσταυρωμένο και αναστημένο Λόγο. Παρ΄όλες τις
ατέλειες και τις αστοχίες πατριαρχών και αυτοκρατόρων δύο ελληνικές λέξεις, η φιλοκαλία
και η φιλανθρωπία, λαμβάνουν «σάρκα και οστά».
Τελικά, όπως αποδεικνύεται από τα παραπάνω, στη σχέση της των ελλήνων σοφίας με το
χριστιανισμό δε μπορούμε να ομιλούμε για σύζευξη (γι΄αυτό και είναι αδόκιμος ο όρος
ελληνο-χριστιανικός) αλλά για πρόσληψη της πρώτης από το δεύτερο. Εν προκειμένω ισχύουν
τα εξής λόγια του Γρηγορίου του Θεολόγου:
Οἶμαι δὲ πᾶσιν ἀνωμολογῆσθαι τὸν νοῦν ἐχόντων͵ παίδευσιν τῶν παρ΄ ἡμῖν ἀγαθῶν εἶναι τὸ
πρῶτον· οὐ ταύτην μόνην τὴν εὐγενεστέραν καὶ ἡμετέραν͵ ἣ πᾶν τὸ ἐν λόγοις κομψὸν καὶ
φιλότιμον ἀτιμάζουσα μόνης ἔχεται τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ κάλλους τῶν νοουμένων· ἀλλὰ καὶ
τὴν ἔξωθεν͵ ἣν οἱ πολλοὶ Χριστιανῶν διαπτύουσιν͵ ὡς ἐπίβουλον καὶ σφαλερὰν καὶ Θεοῦ πόρρω
βάλλουσαν͵ κακῶς εἰδότες. Ὥσπερ γὰρ οὐρανὸν καὶ γῆν καὶ ἀέρα καὶ ὅσα τούτων͵ οὐκ ἐπειδὴ
κακῶς τινες ἐξειλήφασιν ἀντὶ Θεοῦ τὰ τοῦ Θεοῦ σέβοντες͵ διὰ τοῦτο περιφρονητέον· ἀλλ΄ ὅσον
χρήσιμον αὐτῶν καρπούμενοι πρός τε ζωὴν καὶ ἀπόλαυσιν ὅσον ἐπικίνδυνον διαφεύγομεν͵ οὐ τῷ
κτίστῃ τὴν κτίσιν ἐπανιστάντες κατὰ τοὺς ἄφρονας͵ ἀλλ΄ ἐκ τῶν δημιουργημάτων τὸν δημιουργὸν
καταλαμβάνοντες͵ καὶ ὅ φησιν ὁ θεῖος Ἀπόστολος͵ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς Χριστόν· ὡς
δὲ καὶ πυρὸς καὶ τροφῆς καὶ σιδήρου καὶ τῶν ἄλλων οὐδὲν καθ΄ ἑαυτὸ χρησιμώτατον ἴσμεν ἢ
βλαβερώτατον͵ ἀλλ΄ ὅπως ἂν δοκῇ τοῖς χρωμένοις· ἤδη δὲ καὶ τῶν ἑρπυστικῶν θηρίων ἔστιν ἃ τοῖς
πρὸς σωτηρίαν φαρμάκοις συνεκεράσαμεν· οὕτω καὶ τούτων τὸ μὲν ἐξεταστικόν τε καὶ
θεωρητικὸν ἐδεξάμεθα͵ ὅσον δὲ εἰς δαίμονας φέρει καὶ πλάνην καὶ ἀπωλείας βυθὸν
διεπτύσαμεν· ὅτι μὴ κἀκ τούτων πρὸς θεοσέβειαν ὠφελήμεθα͵ ἐκ τοῦ χείρονος τὸ κρεῖττον
καταμαθόντες͵ καὶ τὴν ἀσθένειαν ἐκείνων ἰσχὺν τοῦ καθ΄ ἡμᾶς λόγου πεποιημένοι. Οὔκουν
ἀτιμαστέον τὴν παίδευσιν͵ ὅτι τοῦτο δοκεῖ τισιν· ἀλλὰ σκαιοὺς καὶ ἀπαιδεύτους ὑποληπτέον τοὺς
οὕτως ἔχοντας͵ οἳ βούλοιντ΄ ἂν ἅπαντας εἶναι καθ΄ ἑαυτούς͵ ἵν΄ ἐν τῷ κοινῷ τὸ κατ΄ αὐτοὺς
κρύπτηται͵ καὶ τοὺς τῆς ἀπαιδευσίας ἐλέγχους διαδιδράσκωσιν (PG 36, 316-317).
Τελικά ο Ελληνισμός μέσω αυτής της πρόσληψης που υπέστη, ανακάλυψε και τη νεότητα και
την οικουμενικότητα και τη ζωτικότητα που αποτελούσαν διαχρονικά χαρακτηριστικά του.
Πολύ ωραία περιγράφει ο Αυστριακός Λ. Γκέμερεϋ39 την τραγική αυτή απόληξη αυτής της
διαίρεσης σε λόγο και συναίσθημα (σχιζο-φρένειας) στην καθημερινή ζωή του σημερινού
Ευρωπαίου. ‘Το για κάθε Έλληνα... αυτονόητο γεγονός ότι οι ικανότητες της λογικής να
κατανοεί, είναι βαθύτατα συνυφασμένες με τις συναισθηματικές, διαισθητικές και γενικά
αισθηματικές του ικανότητες, αυτό για τον Ευρωπαίο παραμένει ακατανόητο. Καθώς και για
τον Έλληνα παραμένει ακατανόητος ο φόβος του Ευρωπαίου μπροστά σε κάθε συναισθηματική,
αισθησιακή, διαισθητική εκδήλωση, επειδή αποτελεί απειλή του ορθολογικού του είναι και του
κόσμου του που έχει ρυθμίσει με ορθολογικούς κανόνες και με την συνειδητή καταπίεση κάθε
συναισθηματικού παράγοντα... Η (ευρωπαϊκή) ‘μόρφωση’ (κουλτούρα) αναγκαστικά στερείται
‘ανθρωπιάς’ διότι βασίζεται πάνω στο χωρισμό μεταξύ ‘λογικής’ και ‘μη ορθολογικών’
συναισθημάτων. Φαίνεται ότι η ανθρωπιά, που εφαρμόζεται στη συνύφανση ΛΟΓΙΚΗΣ και
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ στην διάσταση του στιγμιαίου του ΑΟΡΙΣΤΟΥ, είναι το πεδίο της
συνείδησης ... του Έλληνα .. σαν φορέα όλων των σχέσεων του με τον κόσμο, με την ζωή, με την
ανθρωπότητα, με τον εαυτό του... Στον Ευρωπαίο λείπει ο αυθορμητισμός ή εκφράζεται μόνον
σαν επιθετικότητα, διότι μόνον τα επιθετικά συναισθήματα είναι κοινωνικά επιτρεπτή
παραβίαση των ορθολογικών φραγμών, ενώ κάθε συναίσθημα κατηγορείται ως μη ορθολογικό
Irrational και επομένως παράλογο. Αυτή η διάκριση έχει γίνει για μας τους Ευρωπαίους η
δεύτερή μας φύση, η αιώνια τύψη, ο αυτόματος μηχανισμός κωλυμάτων.’
39
Η Δύση της Δύσης. Η απομυθοποίηση της Ευρώπης και ο Ελληνισμός, Αθήνα, 59κ.ε.
να θριαμβεύσει το παράλογο, τόσο σαν τέχνη όσο και σαν.. λογική αλήθεια. Σε καμιά άλλη
εποχή (με αποκορύφωμα την τελευταία επέλαση της Δύσης στην Σερβία, η οποία επισφράγισε
πανηγυρικά τον αιώνα των ..Φώτων) δεν σκοτώθηκαν τόσοι πολλοί άνθρωποι με τόσο
επιστημονικό ορθολογικό τρόπο και με τέτοια λογικά /ανθρωπιστικά επιχειρήματα.
Καθημερινά αποδεικνύεται ότι η Ευρώπη κατ’ ουσίαν εμμένει με εξαιρετική συνέπεια και
πιστότητα σε πρότυπα ειδωλολατρικά. Ίσως ορθά απεμπολεί κάθε αναφορά στο Χριστιανισμό
στο Σύνταγμά της. Σημειώνει με έμφαση ο Ε. Φρόμ 40: ‘O Ιησούς ήταν ο ήρωας της αγάπης,
ένας ήρωας χωρίς εξουσία που δε χρησιμοποιούσε βία, που δεν ήθελε να κυβερνάει, που δεν
ήθελε να έχει τίποτε. Ήταν ένας ήρωας που ήθελε να είναι, να δίνει, να μοιράζεται….ο
χριστιανός ήρωας ήταν ο μάρτυρας, γιατί, όπως και στην εβραϊκή παράδοση, η πιο σημαντική
πράξη στη ζωή του ήταν να δώσει τη ζωή του για το Θεό ή για τους συνανθρώπους του. Ο
μάρτυρας ήταν ακριβώς το αντίθετο του ειδωλολάτρη ήρωα, όπως είχε προσωποποιηθεί από
τους Έλληνες και τους Γερμανούς. Οι ήρωες αυτοί είχαν σαν σκοπό την κατάκτηση, τη νίκη, την
καταστροφή, τη ληστεία. Σκοπός της ζωής τους ήταν η αλαζονεία, η δύναμη, η δόξα κι η
ικανότητα να σκοτώνουν (Ο άγ. Αυγουστίνος παρομοίασε τη ρωμαϊκή ιστορία με την ιστορία
μιας συμμορίας ληστών). Για τον ειδωλολάτρη ήρωα, η αξία ενός άντρα βρισκόταν στην
ικανότητα του να αποκτήσει και να κρατήσει την εξουσία και αν πεθάνει ευχαριστημένος στο
πεδίο της μάχης πάνω στη νίκη. Η Ιλιάδα του Ομήρου είναι η υπέροχη, ποιητική περιγραφή
δοξασμένων κατακτητών και ληστών. Τα χαρακτηριστικά του μάρτυρα ήταν να είναι, να δίνει,
να μοιράζεται. Του ήρωα, να έχει, να εκμεταλλεύεται, να επιβάλλει την θέλησή του με βία… Ποιο
από τα δύο ασυμφιλίωτα αντίθετα πρότυπα που καθορίζουν την εξέλιξή μας επικρατεί σήμερα
στην Ευρώπη; Αν κοιτάξουμε μέσα μας, την συμπεριφορά όλων σχεδόν των ανθρώπων, τους
πολιτικούς μας αρχηγούς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρότυπό μας για ό,τι είναι καλό κι έχει
αξία είναι ο ειδωλολάτρης ήρωας. Η ευρωπαϊκή και βορειοαμερικανική ιστορία παρά τον
προσηλυτισμό και των δυο ηπείρων στην Εκκλησία, είναι μια ιστορία κατακτήσεων,
αλαζονείας, απληστίας. Οι μεγαλύτερες αξίες μας είναι: να είμαστε δυνατότεροι από τους
άλλους νικητές, να κατακτάμε και να εκμεταλλευόμαστε τους άλλους. Αυτές οι αξίες είναι
ίδιες με το ιδανικό του ανδρισμού: όποιος δεν δείχνει δύναμη στην χρήση βίας είναι αδύνατος,
δηλ. όχι άντρας’.
Στις αρχές της τρίτης χιλιετηρίδας η παραπάνω εμμονή στην κεκαλυμμένη ειδωλολατρία σε
Ευρώπη και Αμερική, τείνει να μετεξελιχθεί σε ένα παγκόσμιο πολιτισμό κατανάλωσης, ο
οποίος υποβάλλεται μέσω της ψυχολογίας αλλά και επιβάλλεται με μέσα πολεμικά
χρησιμοποιώντας ως «σημαία» του τα ιδανικά της δημοκρατίας και της ελευθερίας.
40
Ε. ΦΡΟΜ, Να έχεις ή να είσαι (Μετ. Ε. Τζελέπογλου), Αθήνα 1978, 181-2.
41
Η… κατανάλωση του ανθρώπου, Νέμεσις 58 (2005) 24-28, εδώ 27
αλλά μεταδίδει την Ιδέα. Όποιος μαθαίνει όμως να αγοράζει κάτι που του υποδεικνύεται
συνηθίζει να ψηφίζει και όποιον του υποδεικνύεται. Πριν μερικά χρόνια σε μια εκδήλωση
καρναβαλιού στη Γερμανία είχαν στηθεί πελώρια ομοιώματα ανθρώπων που αντί για κεφάλια
είχαν κουτιά με πολλά κουμπιά ή τηλεοράσεις. Ενώ η μηχανοποίηση των μέσων παραγωγής
μπορούσε να αποτελέσει δυναμικό παράγοντα διεύρυνσης της ανθρώπινης σκέψης, συντελεί στην
ποδηγέτηση του ανθρώπου. Το άτομο καλείται να πατά κουμπιά, πλήκτρα, έμβολα, να στρίβει
βίδα, ώσπου τελικά λειτουργεί σαν έμψυχος υπολογιστής με λιγότερη απόδοση από έναν
άψυχο.. Μπροστά στις γιγάντιες μηχανές, τις δυσκολοχείριστες ηλεκτρονικές συσκευές, τα νέα
ηλεκτρονικά μέσα, ο άνθρωπος νοιώθει ασήμαντος. Οι σύγχρονοι άνθρωποι κουρδίζονται,
ρυθμίζονται ή προγραμματίζονται, θυμίζουν τα ανθρωπάκια του Γαίτη με ένα στρατιωτικό
βηματισμό με τα βλέμματα καρφωμένα μπροστά ώστε να μην συναντιώνταί ποτέ. Ο άνθρωπος
μπορεί να νοιώθει ελεύθερος όταν νοιώθει χρήσιμος, όταν νοιώθει πως μπορεί να δημιουργεί. Η
μηχανή έβγαλε από τον κόπο τον άνθρωπο όχι μόνον να εργάζεται αλλά και να σκέφτεται.
Η τηλεόραση έχει ματαβληθεί σε ένα ηλεκτρονικό δυνάστη. Πολλοί λένε ότι η τηλεόραση έχει
εισβάλλει στη ζωή μας.. Το σωστότερο είναι ότι εμίς εισβάλαμε στα καταστήματα ηλεκτρικώς
ειδών, για να προμηθευτούμε την τηλεόραση, το video· τη δορυφορική. Ο εγκέφαλος μας έχει
αποροφηθεί από την τηλεόραση. Η τηλεόραση οφείλει την διάδοση της στο ότι κατάφερε να
αξιοποιήσει την δίψα του συγχρόνου ανθρώπου για εικόνα, τη λαχτάρα του να ξεφύγει από τη
μονοτονία. Τί να δει ο άνθρωπος στη σύγρονη πόλη; Γύμνια και τσιμέντο. Τα πάντα είναι γκρίζα.
Από τον ουρανό μέχρι την καρδιά του. Ψάχνει για λίγο χρώμα, που μόνο η τηλεόραση προσφέρει
σε αφθονία. Πολλοί όταν απεργούσε η τηλεόραση έπεσαν σε μελαγχολία Πολλοί έλεγαν ότι δεν
έχουμε τί να κάνουμε, λες και πρίν έκαναν περισσότερα. Η τηλεόραση έγινε το βιβλίο των
αγραμμάτων ή μάλλον των ολιγογράμματων. Μπορείς κανείς να πείσεις αν κάτι το δείξεις κι όχι
το αποδείξεις.
Και η πολιτική να έχει καταντήσει εμπόριο ψήφων. Ό,τι ισχύει στο εμπόριο διέπει και την
πολιτική. Τα κόμματα με τις διαφημίσεις προσπαθήσουν να αυξήσουν την δικιά τους πελατεία,
να μειώσουν την πελατεία του αντιπάλου. Με την αδιαφορία που δείχνουμε για αυτά που δεν
αφορούν το σπίτι, το κόμμα μας και την οργάνωση μας η δημοκρατία έχει εκφυλιστεί σε
ολιγαρχία που ανανεώνεται με μια τυπική εκλογική διαδικασία ανά τέσσερα χρόνια. Κάθε εποχή
οι 'Μεγάλοι Αδερφοί΄ ξέρουν ότι όταν κάποιος λατρεύει κι αποθεώνει το είδωλό του στην
κομματική συγκέντρωση, στο γήπεδο, στον κινηματογράφο, ξεχνά τα εγκόσμια προβλήματα και
παραδίδεται στη μεταφυσική του ένωση με αυτό που λατρεύει. Το φοβερό με τις σημερινές
δικτατορίες είναι πως κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το τέλος τους και οι πιο πολλοί δυστυχώς
δε θέλουν το τέλος τους. Στις καταναλωτικές κοινωνίες οι αλυσίδες είναι χρυσές, για να
φέρνουν δήθεν τους ανθρώπους πιο κοντά και ανεπαισθήτως να τους δένουν πιο σφικτά. Η
χούντα έπεσε χάρη στην ανθρώπινη φύση που διψούσε για λευτεριά. Τώρα η ανθρώπινη φύση
κινδυνεύει από τα μαζικά πρότυπα ζωής που προβάλονται και υποβάλλονται. Τότε τα παιδιά
πεθαίνανε χαμογελώντας γιατί ξέρανε την αξία του θανάτου για ιδανικά. Σήμερα τα παιδιά
πεθαίνουν από τα ναρκωτικά γιατί αμφισβητούν την αξία μιας ζωής χωρίς αξίες.
Η επιτυχία της μοντέρνας τυρρανίας έγκειται στην δυνατότητά της να υποβάλλει και όχι να
επιβάλλει ιδέες. Μόνον όταν επιβάλλεται μια βαθιά εσωτερική αλλαγή με επιστημονικούς
τρόπους, μπορεί η μοντέρνα διαδακτορία να γίνει αμετακίνητη. Η κοινωνία μπορεί να αλλάζει
πρόσωπα και προσωπεία. Είναι όμως ένα τεράστιο θερμοκήπιο, μες στο οποίο ο άνθρωπος
γεννιέται και αναπτύσσεται, όπως αυτή του διδάσκει.
Και η νεοελληνική κοινωνία αντιγράφει στην πλειονότητά της το μοντέλλο του «δυτικού
πολιτισμού». Ως μια μορφή αντίδρασης προς αυτό, προβάλλει η στροφή στο «ένδοξο»
παρελθόν της κλασικής Αθήνας. Μια τέτοια στροφή είχε επιχειρηθεί ήδη από τον Αδ. Κοραή, ο
οποίος εισήγαγε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, και τον όρο «πολιτισμός». Ο ευρωπαϊστής λόγιος
προέκρινε το όνομα Γραικός για τον Έλληνα αφού έτσι μας ονόμαζαν τα φωτισμένα έθνη της
Ευρώπης και θεωρούσε ότι «η πατρίδα απέθανε από τότε που ο Φίλιππος κατέλαβε την Ελλάδα
μέχρι την πτώση της Πόλης».
Η επιστροφή, όμως, στην ελληνική αρχαιότητα οδηγεί και αυτή σε αδιέξοδο και αυτό γιατί
απλούστατα αποτελούσαν σε αυτήν Ου-τοπία οι διαφημιζόμενες από τους «τηλεκήρυκες»
ανθρωπιστικές ιδέες. Σημειώνει ο Ε. Θεοδώρου42: παρακολουθώντας στην τηλεόραση την εύθυμη
παρέλαση των «παραολυμπιακών» αθλητών στο Ολυμπιακό Στάδιον, οι οποίοι αγωνίστηκαν με
αξιοθαύμαστον τρόπον στους ολυμπιακούς αθλητικούς χώρους, σκεπτόμουνα: στην αρχαίαν
Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν να γίνουν παραολυμπιακοί αγώνες, διότι αυτοί που συμμετέχουν
σήμερα σε αυτούς, εάν είχαν γεννηθεί τότε χωρίς αρτιμέλειαν, ήδη ως βρέφη ή νήπια θα είχαν
πεταχθή στον Καιάδα ή στα ποτάμια και στις θάλασσες ή στον Καιάδα των πηγαδιών των Αθηνών
ή άλλων ελληνικών πόλεων, μέσα στα οποία οι αρχαιολόγοι βρίσκουν οστά ή σκελετούς
νεογέννητων βρεφών… στο κλεινόν και ιοστεφές άστυ των Αθηνών επί 30.000 ελευθέρων πολιτών
υπήρχαν 400.000 δούλοι. Και κατόπιν μνημονεύει και τον αποκλεισμό των γυναικών από τους
αρχαίους ολυμπιακούς αγώνες και κατά κανόνα από συμπόσια και ακροάσεις κωμωδιών.
Όλοι εκείνοι οι αρχαιολάτρες, οι οποίοι αγνοούν το γνήσιο πνεύμα της αναζήτησης του
«αγνώστου Θεού» από τον αρχαίο Ελληνισμό, πρέπει να γνωρίζουν τα εξής σημαντικότατα
στοιχεία, τα οποία σημειώνει ο Μ. Φαράντος:
1. Μόνον, εάν ο κόσμος προήλθεν εκ του ενός Θεού, είναι ενιαίος, ως ύπαρξις και ως ζωή. Η
πεποίθησις της σημερινής επιστήμης ότι ο κόσμος είναι ενιαίος και ως ύλη και ως ζωή,
και ότι διοικείται υπό των αυτών νόμων, και επί της οποίας πεποιθήσεως στηρίζεται όλη
ή ερευνητική της δύναμις, είναι κατά βάθος χριστιανική και πηγάζει εκ της πίστεως ότι ο
κόσμος προήλθεν εκ μιας και της αυτής αρχής: του Θεού. Εκ της εμπειρίας ουδέποτε
μπορούμε να αναχθούμε αδιαφιλονίκητα σε μια κοινή παραδοχή περί της ενότητας του
κόσμου. Οι αντιθέσεις δε των φαινομένων της φύσεως και της ζωής μας πείθουν μάλλον περί
του εναντίου, ότι δηλ. ο κόσμος δεν είναι κάτι το ενιαίο, αλλ' ότι υπάρχουν πολλές και
αντίθετες μεταξύ των περιοχές του πραγματικού, ότι δηλ. έχει δίκιο η πολυθεΐα.
2. Αλλά και η ενότης της ανθρωπότητας, η πεποίθησις δηλ. ότι όλοι οι άνθρωποι είναι κατ’
ουσίαν ίσοι μεταξύ των, μόνον επί της πίστεως στον ένα Θεό είναι δυνατό να στηριχθεί, -ο
42
Θεός, κόσμος και άνθρωπος στην Ελληνικήν Φιλοσοφίαν και τον Χριστιανισμόν, Πρακτικά Στ΄ Πανελληνίου
Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα: Κλάδος
Εκδόσεων της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος 2005 39-84, εδώ 71-73.
οποίος, όπως δέχεται ο Χριστιανισμός, δημιούργησε πάντα άνθρωπο κατά την εικόνα του -, και
να θεμελιώσει έτσι την ισότητα πάντων των ανθρώπων και την ενότητα της άνθρωπότητος.
Διότι, εάν οι άνθρωποι προήλθαν μόνον «εκ των κάτω», δηλ. εκ της ύλης δι ’ εξελίξεως, όπως
υποστηρίζει ο Evolotionismus και οι ποικιλώνυμοι Υλισμοί, ποιος μπορεί να μας βεβαιώσει ότι
όλοι οι άνθρωποι είναι κατ’ ουσίαν ίσοι προς αλλήλους, και ότι δεν υπάρχουν πολλώ μάλλον
φύσει ανώτεροι και κατώτεροι άνθρωποι και φυλές, αναλόγως των συνθηκών από τις όποιες
προήλθαν, όπως υποστηρίζουν οι διάφοροι «ρατσισμοί» περί ανωτερότητας π.χ. της λεγομένης
«αρίας» φυλής ή των «λευκών» έναντι των άλλων φυλών και λαών;
3. Η κυριωτέρα όμως ακολουθία της πίστεως στον ένα και μόνο Θεό είναι η αποθεοποίησις του
κόσμου… Όλες οι δυνάμεις του — θετικές και αρνητικές — είναι κτιστές. Συνεπώς δεν υπάρχει
πεπρωμένο, διότι καμιά φυσική δύναμι δεν μπορεί να προσδιορίσει απόλυτα τη ζωή του
ανθρώπου. Σε αντίθεσι προς τον «μοντέρνο» άνθρωπο, ο οποίος δείχνει συχνά τόσο φόβο, αλλά
και τόση εμπιστοσύνη στις «κτιστές» δυνάμεις με τις αστρομαντείες και τα μέντιουμ θα πει ο
ιερός Χρυσόστομος εκφράζοντας το βάθος της χριστιανικής πίστεως ‘ούτε ειμαρμένη, ούτε
τύχη, ούτε γένεσις, ούτε δρόμος αστέρων διοικεί το καθ’ ημάς’. Αλλά και η επιστημο-τεχνική
πρόοδος των νεωτέρων χρόνων έχει την αφετηρία της στη χριστιανική πίστη ότι ο κόσμος είναι
κτιστός και δεν είναι θείος και άρα είναι ατελής και δέεται αλλαγής βελτιώσεως και
προσαρμογής στους σκοπούς του ανθρώπου… οι Έλληνες παρά την βαθυτάτη θεωρητική περί
του κόσμου γνώσης τους δεν ανέπτυξαν αντίστοιχη τεχνική πρόοδο: διότι ακριβώς πίστευαν,
ότι ο κόσμος είναι θείος και άρα τέλειος και γι’ αυτό δεν χρειάζεται αλλαγή. Το πρώτον ο
Χριστιανισμός εισάγει το σχετικό και πεπερασμένο του κόσμου. Ο κόσμος δεν είναι τί λείος, εν
τη έννοια του «αποτετελεσμένου». Αλλά καλείται ο άνθρωπος «εργάζεσθαι και φυλάσσειν»
αυτόν, όπως λέγει η Γραφή (Γεν. 2, 15), ήτοι να διαμορφώσει τον κόσμο κατά τις επιδιώξεις και
τους σκοπούς του οι οποίοι -όμως πρέπει να είναι σύμφωνοι προς το θέλημα του Θεού. Ο
κόσμος δεν είναι εξ αρχής τέλειος, αλλά θα τελειωθεί στο τέλος, στα «έσχατα», —μια
χριστιανική θέσι, την οποία υιοθέτησε ως κύριο δόγμα της η μαρξιστική εσχατολογία. Η
χριστιανική αυτή αντίληψις περί ατελείας του κόσμου έδωσε στην επιστήμη, κατά τους
νεωτέρους χρόνους, την ώθησι προς κίνησιν αλλαγής του κόσμου δια της τεχνικής. Αργότερα ό-
μως η επιστήμη λησμόνησε την αφετηρία της και στράφηκε εναντίον της χριστιανικής πίστεως.
Η καλύτερη ίσως απάντηση στους λάτρεις ενός «εικονικού» παρελθόντος είναι το εξής κείμενο
του Γ. Σεφέρη: «Και ρωτά: "Είσαστε πράγματι κατευθείαν απόγονοι του Λεωνίδα και του
Θεμιστοκλή;" Όχι, είμαστε απόγονοι μοναχά της μάνας μας, που μας μίλησε ελληνικά, που
προσευχήθηκε ελληνικά και που ένιωσε την ψυχή της σε ανάταση τη Μεγάλη Παρασκευή,
μπροστά στο ξόδι του νεκρού Θεού[...] Και της μάνας μας η μάνα ποτέ δεν έκανε κάτι
διαφορετικό, η κακόμοιρη γυναίκα»43. Όντως, στα πλαίσια της ανακάλυψης της χαμένης
πολιτιστικής μας ταυτότητας στο σημερινό κόσμο της μαζοποίησης, είναι σημαντικό να
αναλογιστεί κανείς ότι από τον 8ο αι. π. Χ. μέχρι και σήμερα η αυτοσυνειδησία των Ελλήνων
μένει σταθερά προσηλωμένη σε δύο σταθερές συνιστώσες. στην κοινή γλώσσα και στην
κοινή πίστη. Οι Έλληνες, όπως ανέφερε και ο Οδ. Ελύτης στην απονομή του Νομπέλ,
συνεχίζουν επί σαράντα αιώνες να λένε τη θάλαττα θάλασσα και τον ουρανό ουρανό. Από την
εποχή που μίλησε ο Όμηρος μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε στην ίδια γλώσσα (Γ.
43
Γ΄ τόμο Δοκιμών. Ελήφθη από Π. Γιατζάκης, Η Ελλάδα σαν κυματοθραύστης και σαν κρησάρα, Καθ΄Οδόν 4 (1993)
119-122
Σεφέρης). Μέχρι σήμερα η ευρεία χρήση ελληνικών όρων στις ευρωπαϊκές γλώσσες προδίδει
πολιτισμό, οικειότητα με την επιστήμη και την τέχνη. Αυτή η θαυμαστή διατήρηση της
γλώσσας και της εθνικής συνείδησης μέσα στο διάβα των αιώνων συνδέθηκε άρρηκτα με τη
διατήρηση της κοινής πίστης. Είναι εκπληκτικό ότι όπου χάθηκε η ορθόδοξη πίστη,
προοδευτικά χάθηκε και η ελληνική συνείδηση, έστω κι αν διατηρήθηκε η ελληνική γλώσσα,
ενώ δεν συνέβη και το αντίστροφο. Π.χ οι Βαλαάδες της Δυτ. Μακεδονίας, διατηρώντας την
ελληνική γλώσσα, εξισλαμίσθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε πήραν τα όπλα εναντίον του
ελληνικού στρατού το 1912, ενώ οι Καππαδόκες ‘Καραμανλήδες’ δέχθηκαν να μιλήσουν ξένη
(την τουρκική) γλώσσα και να μεταγράψουν μάλιστα σε αυτήν το Ευαγγέλιο, αλλά χάρις στην
πίστη τους διατήρησαν ακλόνητη την εθνική τους ταυτότητα, κάτι το οποίο τηρουμένων των
αναλογιών, συμβαίνει αυτήν την στιγμή και με τον αγγλόφωνο Ελληνισμό της Αμερικής. Αυτό
και μόνον δικαιώνει τον καθηγητή κ. Μπαμπινιώτη ο οποίος έγραψε στο ΒΗΜΑ της 19.4.1988:
‘Όποιος μιλάει για Ορθοδοξία ερήμην του Ελληνισμού, νομίζω ότι ματαιοπονεί. Όποιος μιλάει
για Ελληνισμό ερήμην της Ορθοδοξίας κάνει κάτι χειρότερο. ασχημονεί’.
Το πόσο βαθιά είναι η επίδραση της «βυζαντινής» παράδοσης στο νεοελληνικό πολιτισμό
αποδεικνύεται περίτρανα στο κορυφαίο έργο του Οδ. Ελύτη, το Άξιον Εστί, το οποίο σημειωτέον
γράφτηκε στο Παρίσι μεταξύ 1950-9. Ολόκληρο το ποιητικό έργο, όπως προδίδει και ο τίτλος
του, είναι κατάσπαρτο από φράσεις αλλά και ποιητικές φόρμες της ορθόδοξης λατρευτικής
ποίησης ιδίως του Ρωμανού του Μελωδού. Ο πρωτοπρ. Ε. Παχυγιαννάκης44 καταγράφει τις εξής
ομοιότητες:
Το Η΄ Ασμα είναι συνθεμένο επακριβώς επάνω στην γ΄ στάση των Εγκωμίων του Μ. Σαββάτου:
Το ΙΒ' Άσμα είναι, επίσης, επακριβώς τονισμένο στο μέτρο της α' ωδής του κανόνος του Ακάθιστου
Ύμνου45.
Το ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ υπάγεται σε δημιουργημένα υμνογραφικά πρότυπα από την άποψη της στιχουργικής
εμφανίσεως, με εμφανέστατη την επίδραση του Κοντακίου, των Χαιρετισμών, της Θεοτόκου Ακάθιστου
Ύμνου.
44
Οδ. Ελύτη. Το Άξιον εστί. Βιβλικά και λειτουργικά. Αθήνα: Τήνος χ.χ
45
Είναι έργο Ιωσήφ του Ξένου, του Υμνογράφου, εκτός των είρμών πού αποδίδονται στον Ιωάννη Δαμασκηνόν.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ο ανώνυμος συνθέτης των Χαιρετισμών, που αποτελεί το μοντέλο του
Ελύτη, έχει μιμηθεί με τη σειρά του τον Ευριπίδη.
Το εκπληκτικό είναι ότι και η μελοποίηση του Άξιον Εστί από το Μ. Θεοδωράκη στηρίζεται
ακολουθεί βυζαντινούς «δρόμους». «Είχα πια σιγουρευθεί» εξομολογείται ο ίδιος ο συνθέτης
(φθινόπωρο του ΄64), «πως ο δρόμος της Δυτικής Τέχνης, που μάθαμε στα Ωδεία ήταν κλειστός,
δίχως διέξοδο. Ας αφήσομε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους κι ας
τραγοδήσουμε απλά τους καυμούς και τις ελπίδες της Ρωμιοσύνης». Στο δ΄ άσμα υπάρχει
διάχυτη η χαρά της Αναστάσεως, που έρχεται την άνοιξη με τα χελιδόνια και οι εικόνες που
αναπηδούν απ΄ όλο το νικητήριο τραγούδι είναι παρμένες από την εικόνα της Αναστάσεως…
το άσμα αποκτά ιδιαίτερη δοξολογική λαμπρότητα, ντυμένο από το Μ. Θεοδωράκη, με τον
χαρούμενο μουσικό τρόπο του α΄ ήχου, ο οποίος δεσπόζει σε όλα σχεδόν τα τροπάρια της
κυριωνύμου ημέρας της Αναστάσεως.
Αυτό που αποτελεί ίσως τραγωδία, η οποία είναι εν πολλοίς ενδεικτική της επιφανειακής
προσέγγισης της Ορθοδοξίας εκ μέρους πολλών Νεοελλήνων, είναι ότι και ο Ελύτης και ο
Θεοδωράκης, ενώ χρησιμοποιούν φόρμες λατρευτικές, εντούτοις παραμένουν αμέτοχοι του
έρωτα του Θεού που ανυμνείται και δοξολογείται διαμέσου αυτών.
Σημειώνει ο π. Ε. Παχυγιαννάκης : Εκείνο που λείπει είναι ο εγκάρδιος θεουργικός έρωτας του Θεού, που
βοηθάει τον άνθρωπο να υπερβεί τα ανθρώπινα πάθη. Να υπερβεί την ανθρώπινη αθλιότητα και
ασχήμια, αλλά και το κάλλος των ορατών πραγμάτων και να γίνει επόπτης των θείων, που βρίσκονται
κρυμμένα μέσα στις άκτιστες ενέργειες του ακτίστου Θεού, ως εκφράσεις της θείας αγάπης. Να τα
υπερβεί και να ατενίσει τον άνθρωπο, ως ζωντανή ύπαρξη θεοειδή και θεόπλαστη, στην τωρινή αστοχία
του, πού κυβερνιέται, όμως, από Θεόν προνοητήν και φιλάνθρωπον, ο Οποίος «αληθείας εκζητεί, και
ανταποδίδωσι τοις περισσώς ποιούσιν υπερηφανίαν». Ο Ελύτης, γράφοντας το «Άξιον Εστί», γράφει μια
νέα Γένεση του κόσμου. Και, μολονότι δανείζεται τη λέξη αυτή από την Παλαιά Διαθήκη και ολόκληρο
το ποίημα «αρθρώνεται πάνω σε κλίμακες ή απηχήσεις μιας παράδοσης θεόσταλτης και
αποκαλυμμένης, τα νοήματα πού διασπείρει, οι ρυθμοί πού επιβάλλει, το χτίσιμο του έργου, οι ωδές και
τα αναγνώσματα κρατούν μέσα τους μόνο χρωματιστά αυτή την παράδοση. Το ποίημα βαφτίζεται στον
απόηχο της χάρης της αλλά οδηγεί αλλού. Ό ποιητής καθίσταται ο πρώτος και ο Έσχατος δημιουργός.
Δημιουργεί τον εαυτόν του και δημιουργεί τον κόσμο» (Σωτ. Γουνελάς). Παράλληλα, με μια αλλόκοτη
υπερβατική οίηση, είτε ενσυνείδητα είτε όχι «γλυστρά μέσα στον θείο γνόφο και ταυτίζεται με τον
αδημιούργητο Γενάρχη, με τον Θεό Πατέρα... Και, επιπλέον αφορά στο Θείο Γενάρχη το ένδυμα το δικό
του, το ποιητικό, τον κάνει ποιητή κατ' εικόνα και ομοίωσιν δική του».
Στο σημείο αυτό έχομε μια εννοιολογική αντιστροφή και μια ταύτιση που, ποιητική αδεία, αυθαδιάζει. Ο
ποιητής είναι ο πολλούς αιώνες πριν, ο Αχειροποίητος. Ταυτίζεται με τον Θεόν, αλλά και με τον κόσμο:
ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν, ο κόσμος ο μικρός ο μέγας! Έτσι, αν και προσπαθεί να δημιουργήσει μια δυναμική
υπέρβαση, να υψωθεί ο ίδιος και να υψώσει των κόσμο σε μια υπερβατική τελειότητα, μέσα στον θείο
γνόφο της προδημιουργικής και μεταδημιουργικής άπολυτότητος, καταβουλιάζει και ο ίδιος και ο κόσμος
σε μια οριακή κοσμογονία δοσμένη ποιητικά, και χρωματισμένη ιερατικά; άλλα πάντοτε- βιολογικά
προσαρμοσμένη, εξαντλημένη στα όρια του ενθαδικού.
Η μακρινή και αναμάρτητη χώρα, όπου αγνός θα περπατήσει η μακρινή και αρυτιδωτη χώρα, όπου
πορεύεται και η καμπάνα του μεσονυχτιου που κτυπά κι αργά χαράζονται στις πέτρες τα γράμματα: ΝΥΝ
και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, κραυγές μεταμορφωτικές της εσώτατης λαχτάρας όλων των υιών των
ανθρώπων για μια εσχατολογική δικαιωση του πρωτόκτιστου κάλλους, που πηγάζουν από τα έγκατα
της ανθρώπινης ύπαρξης και διαθλούνται σ' ολόκληρη την Κτίση, μένουν, εξ απόψεως ορθοδόξου
θεολογίας, αιωρούμενοι τύποι αυτοπροαιρέτων κόπων και προσωπικών αθλημάτων αφού δεν υπάρχει η
μυστηριακή ταύτιση μ' Εκείνον που είναι «τα πάντα εν πάσι», που έγινε υιός ανθρώπου και άνθρωπος;
Υιός του Θεού και Πατέρας, για να κάνει θεούς και υιούς του Θεού τους υιούς των ανθρώπων (αγ.
Μάξιμος ο ομολογητής), δια της Ενσαρκώσεως, του Πάθους και της Αναστάσεως Αυτού.
Στον αντίποδα του φαινομένου της νεοειδωλολατρίας, παρατηρείται στη νεοελληνική κοινωνία
μια τάση η Ορθοδοξία να γίνεται εργαλείο του Εθνικισμού και μιας Δυτικοφοβίας, η οποία
διαχωρίζει το ‘περιούσιο’ ελληνικό έθνος από τη βάρβαρη Δύση. Η γκετοποίηση του
Χριστιανισμού μέσα στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία θυμίζει την αντίδραση μιας
μερίδος Ιουδαίων στον ελληνικό πολιτισμό. Όπως ήδη αποδείχθηκε ο αυθεντικός Χριστιανισμός
σαρκώνει σε κάθε εποχή τη θεολογία της Ανάστασης. Σημειώνει με έμφαση ο Καβάφης από
την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου46:
Στην Αποκάλυψη η οποία κατακλείει τα εβδομήντα δύο βιβλία της Α.Γ. αναζωγραφίζοντας την
Πρωτοϊστορία της Γενέσεως, ο Θεός, ο οποίος κάνει τα πάντα καινά, δε διαγράφει την
ανθρώπινη Ιστορία και Δημιουργία. Η ίδια η καινή Κτίση δεν ονομάζεται καινός παράδεισος,
αλλά Καινή Ιερουσαλήμ. Αυτό σημαίνει ότι τα Έσχατα δεν αποτελούν απλά μια επιστροφή
στο πρωτόκτιστο κάλλος. Ο Θεός και το Αρνίο δεν καταστρέφουν την πόλη «πόρνη» Βαβυλώνα
και όλες τις βιοτικές, καλλιτεχνικές και τεχνικές (τεχνολογικές) δραστηριότητες της (18, 21-23),
γιατί ζηλοφθονούν τον πολιτισμό και τα επιτεύγματα του ανθρώπου, αλλά γιατί αυτά τα
θετικά στοιχεία έγιναν δούλα της αμαρτίας. Ο Θεός σχεδιάζοντας πάλι μία Πόλη, η οποία
αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο του ανθρωπίνου πολιτισμού, της ανθρώπινης Ιστορίας και του
ανθρωπίνου πνεύματος και δημιουργίας και όχι ένα καινούργιο φυσικό παράδεισο, αντιστρέφει
προς το συμφέρον του ανθρώπου τη Γνώση, η οποία στην περίπτωση του ιδρυτών της Πόλης,
απογόνων του Κάιν και εμπνευστών του πολιτισμού λειτούργησε αυτοκαταστροφικά.
Δημιουργείται έτσι μια καινούργια Κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ένας καινούργιος
πολιτισμός όπου τα πάντα λαμπρύνει ο αστήρ ο λαμπρός ο πρωινός (Απ. 22, 16) και αστράφτει το
κάλλος της αλήθειας και της ζωής.
46
Περιμένοντας τους βαρβάρους, Τα Ποιήματα (1897-1933), Εκδ. Μετώπη 38-9
ΕΠΙΜΕΤΡΟ Ι: ΜΙΑ ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ
Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ ΟΙ Ε (Ο) ΙΔΗΜΟΝΕΣ
Σ. Σ. Δεσπότη
Με αφορμή την αποκρυπτογράφηση του γενετικού κώδικα του ανθρώπου και κάποιες άλλες
ανακαλύψεις της βιοτεχνολογίας, ο άνθρωπος στην ανατολή της τρίτης χιλιετίας φαίνεται να
ανακτά την χαμένη εμπιστοσύνη και πεποίθηση στην λογική και τις ικανότητές του. Κάνοντας
μια ανασκόπηση της πορείας της Επιστήμης τον απελθόντα 20ο αι. σημειώνει ο Μητροπολίτης
Μεσογαίας κ. Νικόλαος Χατζηνικολάου47: Ο αιώνας αυτός από πλευράς επιστημών θεωρείται ως ο
αιώνας της έκρηξης της Φυσικής. Εκπληκτικές θεωρίες όπως οί θεωρίες της σχετικότητας, γενικής και
ειδικής, ή οί θεωρίες των πεδίων μας απεκάλυψαν τα βαθύτερα μυστικά του φυσικού κόσμου. Άλλες
πάλι, όπως η κβαντομηχανική, προσέδωσαν στην περιγραφή του φυσικού κόσμου μεταφυσική διάλεκτο,
αφού στην αιτιοκρατικότητα των φυσικών νόμων διέγνωσαν εγγενή αβεβαιότητα και απροσδιοριστία.
Περάσαμε στη συνέχεια στην έκρηξη των διαστημικών επιστημών, ανοίξαμε τα φτερά μας και
τρυπήσαμε το απροσπέλαστο κορμί του σύμπαντος εγκαινιάζοντας το ασύλληπτο, τα διαστημικά
ταξείδια, και δίνοντας τεχνολογική πραγμάτωση στην επιστημονική φαντασία. Φτιάξαμε εκπληκτικά
τηλεσκόπια, ραδιοτηλεσκόπια, διαστημικούς σταθμούς και παρατηρητήρια... αξιοποιώντας με τον
καλύτερο τρόπο την εξής απλούστατη παρατήρηση: ότι η ηλικία του σύμπαντος σε έτη είναι ίση με
την ακτίνα του σε έτη φωτός. Έτσι μπορέσαμε να ψηλαφήσουμε, αν μπορούμε να πούμε, τις εσχατιές
σχεδόν του σύμπαντος, τα πιο απόμακρα σημεία του. Απίστευτα πράγματα! Και εκεί, με τη γνώση της
φυσικής των στοιχειωδών σωματιδίων και των υψηλών ενεργειών να προσδιορίσουμε τα βασικά χαρα-
κτηριστικά του αρχέγονου σύμπαντος. Όσο προχωρούμε μακρυά στον χώρο, τόσο διεισδύουμε
βαθειά στο παρελθόν, δηλαδή στον χρόνο. Αυτά όλα σφράγισαν κατά κάποιον τρόπο την έκρηξη της
Φυσικής στον παρόντα αιώνα. Αυτή η φυσική πρόοδος δείχνει να έχει φτάσει σε έναν κορεσμό. Στόν μι-
κρόκοσμο συναντήσαμε τα άτομα, διακρίναμε τα στοιχειώδη σωμάτια, έντοπίσαμε τα neutrinos και τα
quarks, ακόμη και στο εργαστήριο, ψάχνουμε για τα higgs και τώρα φαίνεται ότι η Φυσική αρχίζει σιγά
σιγά να εξαντλεί τiς προοπτικές και δυνατότητές της. Άφησε βέβαια ένα καρπό· τον καρπό τεράστιων
εφαρμογών στον χώρο της τεχνολογίας. Αλλά και η ανάγκη έφεση για γνώση του ανθρώπου δεν
εξαντλείται· ψάχνει για άλλους, καινούργιους χώρους. Έτσι δημιουργήθηκε μια ταλάντωση ανάμεσα στη
νευροφυσιολογία και στις συναφείς επιστήμες αφ' ενός και στη βιολογία και τη γενετική άφ' ετέρου. Και
ξαφνικά τα είκοσι κυρίως τελευταία χρόνια έχουμε μια κατεύθυνση της γνωστικής δίψας του ανθρώπου
προς τη μεριά της γενετικής. Όλα αυτά δημιούργησαν μια μεγάλη αισιοδοξία ότι πολλά θα βολευτούν
48
στη ζωή μας .
47
Ελεύθεροι από το γονιδίωμα. Προσεγγίσεις Ορθόδοξης Βιοηθικής, Αθήνα: Κέντρο Βιοηθικής και Δεοντολογίας χ.χ.,
40-1. 77. Κάποτε ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο προερχόταν από τον χώρο των εφοπλιστών και έπειτα των
πετρελαιοπαραγωγών ή βιομηχάνων. Σήμερα ανήκει στην οικογένεια των υπολογιστών (Βill Gates). Σέ λίγα χρόνια
θα προέρχεται από τις εταιρείες βιοτεχνολογίας. Ο πλούτος των γενετικών πληροφοριών των προσώπων θα
μεταφράζεται σε οικονομικό πλούτο των απρόσωπων εταιρειών. Ήδη το περιοδικό Τ1ΜΕ (30 Νοεμβρίου 1988, 46-50)
αφιερώνει το εξώφυλλο και το κύριο άρθρο του σ΄ αυτό το φαινόμενο με τον εντυπωσιακό τίτλο: «Ποιος κατέχει τη
φύση; μερικοί προειδοποιούν για τον επικείμενο γονιδιακό πόλεμο μεταξύ των βιομηχανικών και των αναδυομένων
εθνών».
48
Μαζί με την πρόοδο της ιατρικής τεχνολογίας έχουμε και την εξέλιξη της γενετικής τεχνολογίας, η οποία με έναν
παρεμβατικό τρόπο εισέρχεται στα γονίδια μας, διαμορφώνει τη βιολογική ταυτότητα μας. Με άλλα λόγια,
μπορούμε να κάνουμε παρεμβάσεις στον γενετικό κώδικα του ανθρώπου, ρυθμιστικές ακόμη και της μορφής και
έκφρασης της ανθρώπινης ζωής. Αυτό σημαίνει ότι ή γενετική μηχανική είναι στην ουσία της δυναμική και έχει
οδηγήσει σε ορισμένα πρωτοφανή διαζύγια. Το πρώτο διαζύγιο είναι το διαζύγιο του αναπαραγωγικού
αποτελέσματος της γέννησης από τη σεξουαλική σχέση. Με άλλα λόγια, ή γέννηση ενός ανθρώπου
ανεξαρτητοποιείται από τη συζυγική συνεύρεση. Αυτό θα πει εξωσωματική γονιμοποίηση· η ανθρώπινη αρχή και η
γονιμοποίηση προκύπτουν πλέον ά-σεξουαλικά. Ένα δεύτερο διαζύγιο είναι το διαζύγιο της γονιμοποίησης από
το σπέρμα, το σπερματοζωάριο. Αυτό είναι συνέπεια της κλωνοποίησης. Με την κλωνοποίηση έχουμε τη
δυνατότητα να δημιουργήσουμε έναν καινούργιο άνθρωπο -αν αυτό επιτραπεί- δίχως σπερματοζωάριο, άλλα μόνον
με ωάριο, υποκαθιστώντας τον πυρήνα του με γενετικό υλικό από σωματικό κύτταρο. Η γονιμοποίηση πλέον δεν
αποδεσμεύεται μόνον από τη συζυγική σχέση, άλλα και παραμερίζει την αναγκαιότητα και του ανδρικού φύλου και
του μητρικού γενετικού υλικού. Υπάρχει κι ένα τρίτο διαζύγιο. Αυτό αναφέρεται όχι στην αρχή αλλά στο τέλος της
ανθρώπινης βιολογικής ζωής. Είναι το διαζύγιο του εγκεφαλικού θανάτου από τον καρδιακό θάνατο. Ως τώρα,
Συχνά ‘ο(ε)ιδήμονες’, φουσκωμένοι με έπαρση πνευματικοί (με την κυριολεκτική έννοια του
πνεύματος ως αδειανού και κούφιου ‘αέρα’) άνθρωποι ευαγγελίζονται με το αζημίωτο στα
κανάλια την αρχή της Νέας Εποχής, δηλ. τον επίλογο της Πίστης και συνεπώς της Εκκλησίας.
Στηριζόμενος ο σύγχρονος άνθρωπος στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους ελπίζει ότι θα
ανακαλύψει τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, τα οποία μέχρι τώρα πιστευόταν ότι είναι
γνωστά μόνον στον Θεό. Ο Jacques Testart στο «Διάφανο Αβγό» ανακοινώνει με υπέρμετρη
αισοδοξία: Μας απομένουν λίγα χρόνια ευτυχισμένα προτού γίνουμε ικανοί να χειριζόμαστε το
ανθρώπινο γονιδίωμα.
Ανατέλλει λοιπόν η Νέα Εποχή και ο άνθρωπος λύνοντας το μυστήριο της Σφίγγας,
αποκρυπτογραφώντας το μυστικό του DΝΑ του, ξεσπά και πάλι σε μια υβριστική (με την
αρχαιοελληνική έννοια του όρου) έπαρση έναντι του Θεού. Αυτό το γεγονός παραπέμπει
μεταφορικά και κυριολεκτικά σε μια αρχαιοελληνική Τραγωδία, η οποία αποτελεί το κατεξοχήν
απόσταγμα της σοφίας των αρχαίων Ελλήνων, την τραγωδία του Οιδίποδος. Δεν υπάρχει άλλο
κείμενο, το οποίο να έχει επηρεάσει τόσο πολύ την σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη και επιστήμη
όσο αυτό το έργο. Εντούτοις η τραγωδία αυτής της Τραγωδίας έγκειται στο γεγονός ότι ενώ στην
Ευρώπη και στην Αμερική «παίζεται», διασκευάζεται, αναλύεται ως κλειδί ερμηνείας των
ανθρωπίνων συμπλεγμάτων, το μήνυμα και η ουσία της μέχρι σήμερα παραμένει μυστικό
επτασφράγιστο για τη μοντέρνα διανόηση. Και έτσι δεν προσφέρει το έργο αυτό να επιτύχει το
σκοπό για τον οποίο γράφτηκε. να προσφέρει την κάθαρση (την αποκατάσταση δηλ. της
διαταραγμένης ψυχικής και εσωτερικής αρμονίας του) που αναζητά όσο τίποτε άλλο ο
σημερινός ψυχολογικά δια-ταραγμένος «διανοούμενος». Αποτελεί και αυτό ένα δείγμα του
πόσο επιφανειακά προσεγγίζει η ευρωπαϊκή Ratio/διανόηση τις υποτιθέμενες αρχαιοελληνικές
της καταβολές.
Οι περισσότεροι μέχρι σήμερα πιστεύουν ότι η τραγωδία του Οιδίποδα είναι η τραγωδία της
Ειμαρμένης. Καμιά ανθρώπινη σοφία, καμιά ανθρώπινη ενέργεια δε μπορεί να ανατρέψει ό,τι
όρισε η ακατάβλητη Μοίρα. Ένας λαμπρός βασιλιάς, σύζυγος και πατέρας με ύψιστες
πνευματικές και ψυχικές αρετές (λύση του αινίγματος της Σφίγγας, αφοσίωση στο έργο της
σωτηρίας του δύστυχου λαού του) από την ύψιστη ευτυχία καταλήγει στην έσχατη δυστυχία
Είναι τελικά θύμα ή θύτης; Όπως, όμως, πολύ ωραία επισημαίνει και αναλύει ο Κύπριος
φιλόλογος Χ. Παπαχρυσόστομος49 η καταπληκτική τραγωδία ίσως ήταν μια ωδή στην
παντοδύναμη Τύχη/Ειμαρμένη στο πρώιμο στάδιό της. Με τον τρόπο που την παρουσιάζει (ή
καλύτερα διασκευάζει) ο Σοφοκλής το χρυσό αιώνα της αθηναϊκής Δημοκρατίας και
Φιλοσοφίας, το ΄ργο αυτό μάλλον αποτυπώνει την πάλη του ορθολογισμού και της πίστεως.
Άλλωστε ο σκοπός της, η κάθαρση του θεατή, θα έμενε ανεκπλήρωτος αν ο Οιδίποδας
όταν σταματούσε ή καρδιά, σταματούσε ή παροχέτευση του αίματος στον εγκέφαλο, σταματούσε κα'ι ό εγκέφαλος.
Κα'ι όταν για κάποιον λόγο σταματούσε ή λειτουργία του εγκεφάλου, αυτό άπορρύθμιζε εντελώς κα'ι τη λειτουργία
της καρδιάς και οδηγούσε άμεσα στην παύση της καρδιακής λειτουργίας. Με τη σύγχρονη ιατρική τεχνολογία, η
τεχνητή υποστήριξη κατέστησε δυνατή την καρδιακή λειτουργία μετά την επέλευση του εγκεφαλικού θανάτου και
αδύνατον τόν ακριβή προσδιορισμό του βιολογικού θανάτου
49
Βλ. Χ. Παπαχρυσοστόμου, Άπαντα, Τόμος Α’, Λευκωσία 1999, σελ. 46κ.ε. Ο ίδιος ερευνητής τονίζει ότι κάθε μύθος
αφορμάται από την παρατήρηση φυσικών φαινομένων, τα οποία προσωποποιούνται και εμψυχούνται σε αυτόν.
Αυτό συμβαίνει και στην τραγωδία του Οιδίποδος. Ο Λάϊος ήταν η θεότης του σκότους. Η Ιοκάστη η ‘ιόχρους’ αυγή.
Από το γάμο του σκότους με την αυγή γεννιέται ο ηλιακός ήρωας Οιδίπους, του οποίου το όνομα συμβολίζει τον
πλατύ δίσκο του ήλιου πίσω από τα μελανά νέφη, τα οποία εξαλείφει. Αλλά ο ήλιος, όντας ταυτόχρονα σύζυγος της
αυγής, γεννώμενος το πρωί φονεύει τον Πατέρα του (το σκότος) και μετά το πέρας της ημέρας δύει δηλ. τυφλώνεται.
Το δεύτερο σττάδιο της μυθοποιίας είναι η έξαρση ηθικών φαινομένων.
παρέμενε θύμα της Ειμαρμένης κάτι το οποίο, επίσης, δεν συμβαδίζει με τις ηθικές ιδέες του 5ου
π.Χ.αι. οι οποίες θέλουν τον άνθρωπο θύμα των ιδίων παθών και της άγνοιάς του.
Ο Οιδίποδας συμβολίζει τον άνθρωπο που αγωνίζεται με πάθος να βρει τα μυστικά της ζωής.
Αυτός ο αιώνιος αναζητητής της α-λήθειας ξεκινά το ταξίδι της ζωής του, την περιπέτεια της
εξόδου από τον αμέριμνο κόσμο της άγνοιας έχοντας στην αρχή ως στήριγμά του τη βακτηρία
της πίστης. Κατευθύνεται στο Μαντείο των Δελφών, για να ακούσει την εξ αποκαλύψεως
αλήθεια. Συνεχίζοντας το ταξίδι του και αποφεύγοντας να γυρίσει στην υποτιθέμενη πατρίδα
του, επιστρέφει χωρίς να το ξέρει στην αληθινή πατρίδα του, όπου και λύνει (αφού πρώτα έχει
άθελα αλλά και πνιγμένος από το πάθος της οργής του φονεύσει τον πατέρα του) το αίνιγμα
της Σφίγγας, το αίνιγμα δηλ. της ταυτότητας του ανθρώπου και απαλλάσσει έτσι την
πόλη/τον Κόσμο από το λοιμικό ‘γονίδιο’ του παρατεταμένου πόνου και του πρόωρου
Θανάτου. Έχοντας πλέον απόλυτη πεποίθηση στην πνευματική του υπεροχή και στην λογική
του, αλλά και προβληματισμένος από τον λοιμό, που έχει προκληθεί στη χώρα του από τον
ακούσιο γάμο με την μητέρα του, ο ορθολογιστής βασιλιάς προσκαλεί ως άρχοντας του λαού το
μάντη Τειρεσία να του αποκαλύψει την αλήθεια. Όταν ανακαλύπτει ότι η εξ αποκαλύψεως
αλήθεια του Προφήτη συγκρούεται με αυτήν της δικιάς του τετράγωνης λογικής, την
αποκρούει με μανία και έπαρση, χαρακτηρίζοντας τον εκπρόσωπο της θρησκείας σκοταδιστή
(‘τυφλόν στα αυτιά, τον νου και τα μάτια’) επειδή δεν είχε καταφέρει να βρει το μυστικό της
Σφίγγας (να αποκρυπτογραφήσει δηλ. μερικές και σχετικές αλήθειες). Tελικά, όμως, ο
εφευρέτης των αινιγμάτων της ζωής τυφλώνεται ο ίδιος από το φως της απόλυτης αλήθειας, το
οποίο εκούσια απέφυγε να ψηλαφήσει. Ο φωτισμένος ερευνητής και διανοούμενος βυθίζεται
έτσι τελικά στο απόλυτο σκοτάδι. Αόμματος εξακολουθεί να ζει διαλαλώντας το πεπερασμένο
της λογικής και το απέραντο της αλήθειας, αναμένοντας ίσως μέσα από τους αιώνες να υπ-
ακούσει και τελικά να δει τον κατεξοχήν Λόγο/Ιησού, την απόλυτη αλήθεια που έγινε ‘σάρκα’
ακριβώς για να δουν οι ‘τυφλοί’ και να περπατήσουν οι ‘χωλοί’.
Αξιοπρόσεκτες είναι και οι άλλες φιγούρες της Τραγωδίας. Η Ιοκάστη και οι άλλοι ήρωες
αντλούνε την αλήθεια μόνον από τις αισθήσεις, από όσα βλέπουν και ακούνε. Εξαρτώνται από
τις περιστάσεις και τους ανθρώπους. Εκπροσωπούν τη φευγαλέα και ρευστή άποψη της
αλήθειας και αποτελούν σύμβολο του ανθρώπου εκείνου που τη φοβάται και τελικά μόλις την
δει αυτοκτονεί/ εκμηδενίζεται. Ο Οιδίποδας δεν εκμηδενίζεται, διότι δεν στέκεται στην
επιφάνεια αλλά εισέρχεται στο βάθος των όντων με όπλο, όμως, μόνον τη λογική, γι’ αυτό και
θριαμβεύοντας προσωρινά, τελειωτικά συντρίβεται. Ο τυφλός, ο ‘σκοταδιστής’ κατά τον
Οιδίποδα, άνθρωπος του Θεού Τειρεσίας αποδέχεται την αποκάλυψη της αλήθειας και έτσι
αποτυγχάνοντας προσωρινά, θριαμβεύει οριστικά. Και έτσι δικαιώνεται ο χορός, ο λαός, ο
‘λαουτζίκος’ (όπως τον χαρακτηρίζει υποτιμητικά η ιντελιγκέντσια), ο οποίος έστω κι αν
πιστεύει στην δύναμη της ανθρώπινης σοφίας, συνεχώς με το αλάνθαστο κριτήριό του,
διακηρύττει ‘Θεόν ου λήξω ποτέ προστάταν ίσχων’ (στ. 881), αφού ξέρει καλά και εκ πείρας το
‘αβέβαιον’ των ανθρωπίνων ανακαλύψεων.
Η ουσία και η επικαιρότητα συνεπώς του ‘μύθου’ του Οιδίποδος σήμερα, που έχουμε πλειάδα
ε(ο)ιδημόνων, ανθρώπων δηλ. εξογκωμένων στο νου και φουσκωμένων από έπαρση, έγκειται
στους τρόπους ερεύνης και την ανθρώπινη προσπάθεια εύρεσής της αλήθειας. Σκοπός του
ανθρώπου ως ανωτέρου ηθικού όντος είναι η ανακάλυψη της αλήθειας, κάτι το οποίο μπορεί να
προσφέρει σε αυτόν την ουσιαστική ευδαιμονία. Η απόλυτη Αλήθεια υπάρχει και ο αγώνας για
να βρεθεί επιβεβλημένος. Η εύρεσή της λογικά/εγκεφαλικά είναι όμως αδύνατη, διότι όπως
απέδειξε και ο Αϊνστάιν εξαρτάται από τις σχετικές για τον άνθρωπο διαστάσεις του
χώρου και του χρόνου. «Όσα βουνά κι αν ανεβείτε, απ’ τις κορφές τους θα αγναντεύετε και
άλλες κορφές ψηλότερες, μιαν πλάση ξελογιάστρα, και στην κορφή σαν φτάσετε την
κατάψηλη, πάλι θα καταλάβετε πώς βρίσκεστε σαν πρώτα πάλι, κάτω απ’ όλα τα άστρα»
γράφει ο Ρωμιός Παλαμάς, ο οποίος, χωρίς περίπλοκες αναλύσεις, με τον ‘Θάνατο του
Παλληκαριού’ έδωσε μαθήματα ανάλυσης του Οιδιποδείου Συμπλέγματος στην Ευρωπαϊκή
σκέψη.
O άνθρωπος έτσι δε μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του κατακτητή, αλλά μόνον αγωνιστή της
ζωής. H αξία του εξαρτάται από τις κατευθύνσεις τις οποίες προσδίδει στους αγώνες του και
από το θάρρος, το οποίο θα επιδεικνύει στις μοιραίες πτώσεις του. Ο θρίαμβος της εξ
αποκαλύψεως Αλήθειας δεν σημαίνει υποβιβασμό της λογικής, αλλά έξαρση της
απεραντοσύνης της (Αλήθειας). Και αυτό το μήνυμα δεν αποτελεί μήνυμα μόνον της
τραγωδίας του Οιδίποδα αλλά όλων των δραμάτων, των δημιουργημάτων και αποσταγμάτων
αυτών της αρχαίας Ελληνικής Σκέψης. Στους Πέρσες του Αισχύλου ο Ξέρξης επιστρέφει στα
Σούσα ράκος ψυχικό, γιατί βασίσθηκε αποκλειστικά στις δυνάμεις του και στους υπολογισμούς
του. Ακόμα και σε αυτόν τον ‘άθεο’ Ευριπίδη στο άριστο των δραμάτων του, την Ιφιγένεια εν
Αυλίδι, μέσω του ανέλπιστου θαύματος της αρπαγής του θύματος, οι ανθρώπινοι υπολογισμοί
παρουσιάζονται τελείως εκτός πραγματικότητας. Ο άνθρωπος τελικά, όπως διακηρύσσει η
Αντιγόνη, ‘γεννήθηκε για να αγαπά’ και μέσω αυτής της αγάπης να γνωρίζει (με την έννοια
που έχει ο όρος στην αγία Γραφή) σφαιρικά τον κόσμο και τον Θεό. Είναι ακριβώς η Γνώση η
άγνωστος που συνέλαβε και κυοφόρησε η Θεοτόκος, αποδεικνύοντας τους φιλοσόφους ως
ασόφους.
Υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι ‘Οιδίποδες’, δηλ. Ο(Ε)ιδήμονες και Οιδήνοες, οι οποίοι έχοντας
αποκρυπτογραφήσει μερικώς και αποσπασματικώς το αίνιγμα της Σφίγγας, ξεσπούν σε
παρόλες ενάντια στην ‘σκοταδιστική, αναχρονιστική, μεσαιωνική Εκκλησία’, λησμονώντας ότι
αυτή η ίδια σχολαστική προσέγγιση της αλήθειας εκ μέρους τους είναι από μόνη της η
μεγαλύτερη απόδειξη της μεσαιωνικότητας των ιδίων. Η Τραγωδία του Οιδίποδος
προδιαγράφει το τραγικό τέλος εκείνων, που εκούσια ή ακούσια δολοφονούν τυφλωμένοι από
οργή τον Πατέρα τους υβρίζοντας με έπαρση και εμπαίζοντας με διπλωματία τον κάθε
προφήτη του Θεού. Ευτυχώς που ο Κόσμος και ο Λαός γνωρίζουν καλά ότι μπορούν να ζήσουν
και να ευτυχήσουν χωρίς αυτούς: ‘Θεόν ου λήξω ποτέ προστάτην ίσχων’. Ευτυχώς που πάντα
θα υπάρχουν ευγενείς υπάρξεις, οι οποίες όπως Παναγία θα συλλαμβάνουν και θα
γονιμοποιούν την ‘άγνωστο Γνώση’, αποδεικνύοντας πού βρίσκεται το γονίδιο της ευτυχίας και
της ελευθερίας.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΙΙ: ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Α. Αποστολικοί Πατέρες
Τατιανός: Αφού ο ίδιος Λόγος ήρθε σε μας από τον ουρανό, νομίζω ότι δε χρειάζεται να
τρέχουμε σε ανθρώπινη διδασκαλία, πολυπραγμονώντας στις Αθήνες και την άλλη Ελλάδα,
καθώς επίσης και στην Ιωνία.. Μας διδάσκει ο Λόγος ότι τα πάντα και το Σύμπαν δια του
Λόγου έγινε πλέον Αθήνες και Ελλάδα.. Έχουμε διαλέξει την πράγματι αληθινή σοφία, την
οποία απλώς υπαινίχθηκαν οι άκροι φιλόσοφοι, ενώ οι μαθητές του Χ. (, Προς 'Ελλην. 112).
Κλήμης Αλεξανδρεύς: Πολύ σωστά ο αιγύπτιος ιερέας, όπως αναφέρει ο Πλάτων, είπε το:
Σόλων, Σόλων εσείς οι Έλληνες είστε πάντα παιδιά. Δεν έχετε στις ψυχές σας μια οποιασδήποτε
γνώμη από παλαιό λόγο. Δεν είναι γέροντας κανείς από τους Έλληνες. Γέροντες είπε αυτούς, που
γνωρίζουν τα αρχαιότερα, δηλ. τα δικά μας, όπως πάλι νέους είπε όσους ιστορούν ως παλαιά
και αρχαία τα νεότερα και όσα έχουν μελετήσει οι Έλληνες, πράγματα, που έγιναν χθες και
πρόσφατα. Πρόσθεσε λοιπόν 'μια γνώμη γερασμένη από το χρόνο'.. Για τους Έλληνες λένε ότι
η φαντασία τους λίγο διαφέρει από μύθους'. Δεν πρέπει όμως να ακούμε μύθους από παιδιά ή
μύθους για παιδιά.. Οι Έλληνες δοκησίσοφοι λίγο διέκριναν το 'πολιόν μάθημα', διελέγχοντας
το μυθικό της εξήγησης των νεωτέρων, επειδή σαν τα παιδιά, δεν έχει τίποτε το αρχαιότερο
(Στρωμ.1, 199).
Η αλήθεια θα λάμψει με τον καιρό και με κόπο, όταν τύχει άξιος βοηθός. Γιατί οι
περισσότερες δωρεές του Θεού δίνονται μέσω ανθρώπων. Όλοι δηλ. όσοι έχομε μάτια, βλέπομε
όσα προβάλλουν μπροστά μας, ο καθένας για διαφορετικό σκοπό. Για παράδειγμα δεν
βλέπουν το πρόβατο παρόμοια ο μάγειρας κι ο βοσκός, αλλά ο ένας εξετάζει αν είναι παχύ κι ο
άλλος τη ράτσα του. Στο γάλα του προβάτου το αρμέγει κάποιος αν του χρειάζεται τροφή. Θα
κουρέψει το μαλλί του, αν έχει ανάγκη από σκέπασμα. Έτσι ας προχωρεί κι η καρποφορία της
ελληνικής μάθησης.. Πετυχημένο δεν είναι το γραπτό, που δεν προβάλλονται αντιρρήσεις,
αλλά εκεί που προβάλλονται εύλογες αντιρρήσεις.. Όπως οι γεωργοί ποτίζουν προηγουμένως
τη γη κι έπειτα σπέρνουν, έτσι και μεις με ό,τι είναι πόσιμο από τους ελληνικούς λόγους,
προαρδεύουμε ότι γεώδες έχουν, ώστε να δεχθούν τους πνευματικούς σπόρους που σπέρνουμε
και να μπορέσουν να τους θρέψουν πλούσια..
Η αλήθεια είναι αναμεμιγμένη μέσα στις αλήθειες της φιλοσοφίας όπως η ψύχα του καρυδιού
μέσα στο κέλυφος.. Ίσως νομίζουν ότι η φιλοσοφία μπήκε στη ζωή από κάποιο κακό
εφευρέτη προς βλάβη των ανθρώπων. Εγώ, όμως, το ότι η κακία έχει κακή φύση και δεν
θα γινόταν ποτέ πρόξενος κάποιου καλού θα το δείξω.. Ακόμη κι αν ήταν άχρηστη η
φιλοσοφία, γίνεται χρήσιμη αν είναι χρήσιμη η βεβαίωση της αχρηστίας της. Και δεύτερον δεν
είναι δυνατό να καταδικάσουμε τους Έλληνες με κενές κατηγορίες, χωρίς να εισχωρούμε στις
ερμηνείες των επιμέρους ως την τέλεια κατανόησή τους. Γιατί είναι αξιόπιστος ο
εμπεριστατωμένος έλεγχος και η τελειότατη απόδειξη βρίσκεται να είναι η γνώση των
καταδικαστέων. Πολλά είναι αυτά που κοσμούν ένα τεχνίτη κι ας μην συμβάλλουν στον τελικό
σκοπό.. Όπως λοιπόν ο εραστής του κυνηγιού, αφού έψαξε και βρήκε τα ίχνη κι ερεύνησε
και άφησε σκυλιά, συλλαμβάνει το θήραμα, έτσι κι η αλήθεια φανερώνεται αν την
αναζητήσει κανείς με γλυκύτητα και αποκτάται με κόπο..
Σοφούς η Γραφή ονομάζει τους σοφιστές, που ασχολούνται υπερβολικά με τις λέξεις και τα
τεχνάσματα, αλλά και οι Έλληνες τους αποκαλούν σοφιστές ('κακοτεχνία' κατά τον Πλάτωνα,
'τέχνη κλοπής' κατά τον Αριστοτέλη).. Όποιοι ασκούν τις βάναυσες τέχνες, απολαμβάνουν τις
περιττολογίες των αισθήσεων.. όσοι ασχολούνται με την παιδεία απολαμβάνουν την
συναίσθηση, που είναι δύναμη εφευρετική και επινοητική.. Πριν από την παρουσία του Κ. η
φιλοσοφία ήταν αναγκαία στους Έλληνες για την άσκηση δικαιοσύνης, ενώ τώρα γίνεται
χρήσιμη για τη θεοσέβεια, χρησιμεύοντας (η φιλοσοφία) ως προπαίδεια για εκείνους, που
καρπούνται την πίστη με απόδειξη.. Όλων των καλών αίτιος είναι ο Θ., αλλά άλλα από αυτά
προηγήθηκαν, όπως αυτά της Παλαιάς και της Νέας Διαθήκης, κι άλλα επακολούθησαν όπως
είναι της φιλοσοφίας. Παιδαγωγούσε κι αυτή τους Έλληνες στο Χ., όπως ο Νόμος τους
Εβραίους.. Ο δρόμος της αλήθειας είναι ένας, αλλά σε αυτόν, σαν σε ποτάμι που ρέει,
πάντα χύνουν τα νερά τους κι άλλα ποτάμια από αλλού ... Είναι πολλοί οι δρόμοι των
δικαίων (Παρ. 4, 10. 11).
Η σοφία έχει πολλούς τρόπους και με ιδιαίτερο τρόπο, ως προς το είδος και το πλήθος σώζει
ορισμένους και στη ζωή αυτή και στην αιώνια.. Όπως τα εγκύκλια μαθήματα συμβάλλουν στη
φιλοσοφία (φ.), έτσι κι η ίδια η φ. συνεργεί στην απόκτηση της σοφίας. Είναι δηλ. η φ.
προπαρασκευή της σοφίας, ενώ η σοφία είναι επιστήμη των θείων και των ανθρωπίνων
και των αιτίων αυτών. Η σοφία είναι κυρία της φιλοσοφίας κι η φιλοσοφία της προπαιδείας. Η
σοφία, η Σάρρα, η σύνοικος του πιστού, ήταν ακόμη στείρα κι άτεκνη στη γενιά και δεν είχε
ακόμη γεννήσει τίποτε αξιόλογο ως προς την αρετή στον Αβραάμ.. Έπρεπε να κοιμηθεί πρώτα
με την κοσμική παιδεία κι ύστερα αφού συνευρεθεί και με την ίδια τη Σάρρα, να του γεννήσει
τον Ισαάκ για να γεννηθεί ο Ισαάκ, ο τύπος του Χ... Ο Ιακώβ συνευρέθηκε με περισσότερες. Η
φ. επιχειρεί έρευνα για την αλήθεια και τη φύση των όντων, ενώ αλήθεια είναι αυτή που είπε ο
Χ. Εγώ είμαι η αλήθεια... Η ελληνική προπαιδεία μαζί με τη φ. δόθηκαν στους ανθρώπους,
όπως οι βροχές ξεσπούν σε γόνιμη γη, και στην κοπριά και στα σπίτια.. Ένας είναι ο γεωργός της
γης που υπάρχει στους ουρανούς, που σπέρνει από ψηλά από την αρχή του κόσμου τους
θρεπτικούς σπόρους, αυτός, που έβρεξε σε κάθε εποχή τον Κ. Λόγο, ενώ τις διαφορές τις
γέννησαν οι καιροί και οι τόποι... Διαφορετικά μιλά κάποιος για την αλήθεια και διαφορετικά
αυτοερμηνεύεται η αλήθεια. Άλλο η ομοιότητα και άλλο το ίδιο το Ον. Το ένα το αποκτούμε με
τη μάθηση και την άσκηση, ενώ την αλήθεια με την δύναμη και την πίστη.. Το αμπέλι,
χρειάζεται κλαδευτήρι και σκαπάνη και τ' άλλα εργαλεία για να μας δώσει καρπό. Το ίδιο κι η
ιατρική. Χρηστομαθή ονομάζω εκείνον που αναφέρει τα πάντα στην αλήθεια, ώστε και από
την γεωμετρία και τη μουσική και τη γραμματική κι από την ίδια την φ. δρέποντας το χρήσιμο,
να φυλάμε την πίστη απρόσβλητη από επιβουλές..
Όποιος αναφέρει οτιδήποτε στον ορθό βίο, προσκομίζοντας υποδείγματα και από Έλληνες και
βαρβάρους, αυτός, που είναι πολύπειρος ανιχνευτής της αλήθειας και πραγματικά
πολυμήχανος σαν την εξεταστική αλήθεια και πραγματικά πολυμήχανος σαν την λυδία λίθο
και πιστεύεται ότι διακρίνεται το νόθο από το γνήσιο χρυσάφι... Ανήλικοι είναι οι φ., αν δεν
φθάσουν στην ανδρική ηλικία του Χ... Όντως μια είναι η αλήθεια (γιατί το ψέμα έχει μύριες
παραλλαγές)· όπως ακριβώς οι Βάκχες, που απέσπασαν τα μέλη του Πενθέως, έτσι τα ρεύματα
της βαρβαρικής και της ελληνικής φ. έχοντας καθένα ό,τι του έλαχε, καυχιέται πως είναι όλη η
αλήθεια. Με την ανατολή του φωτός όλα, νομίζω, φωτίζονται. Όσοι λοιπόν ορέχθηκαν το
αληθινό, θα παρουσιαστούν να έχουν οι Έλληνες όχι λίγα και οι βάρβαροι ένα μέρος της
αλήθειας, που απεκάλυψε ο Λόγος. Η αιωνιότητα βάζει σε μια στιγμή το μέλλον και το
παρόν, όπως βέβαια το παρελθόν. Αλλά πιο δυνατή από την αιωνιότητα είναι η αλήθεια να
μαζέψει τα σκόρπια σπέρματα της ακόμα κι αν πέσουν στη ξένη γη.. Η ανώτατη χορδή είναι
αντίθετη με την κατώτατη, κι οι δύο όμως αποτελούν αρμονία. Και στους αριθμούς ο άρτιος
διαφέρει από τον περιττό, βρίσκονται όμως σε συμφωνία στην αριθμητική.. Και στον κόσμο όλα
τα μέρη, κι αν ακόμα διαφέρουν μεταξύ τους, φυλάγουν την οικειότητα προς το όλο. Έτσι
λοιπόν η βαρβαρική κι ελληνική φ. προξένησαν στην αθάνατη αλήθεια κάποιο
σπάραγμα, όχι του μύθου του Διονύσου, αλλά της θεολογίας του Λόγου, που υπάρχει πάντα.
Κι όποιος ξανασυνδέσει πάλι τα χωρισμένα και τα ενοποιήσει, θα δει ακίνδυνα τον τέλειο
Λόγο, την αλήθεια (Στρωμ. 1, 71κ.ε.).
Τον Επιμενίδη θεωρεί Έλληνα προφήτη και τον αναφέρει ο απ. Παύλος.. Βλέπεις ότι και στους
Έλληνες προφήτες παρέχει μέρος της αλήθειας; Προς τους Κορινθίους μιλώντας για την
ανάσταση των νεκρών, χρησιμοποίησε τον τραγικό ιαμβικό στίχο, λέγοντας 'ποιο το όφελός
μου αν οι νεκροί δεν αναστηθούν; (ό.π. 79). Η ελληνική φ. κατά περίπτωση συλλαμβάνει την
αλήθεια αμυδρά κι όχι ολόκληρη.. προετοιμάζει το δρόμο με τη βασιλικότατη διδασκαλία
σωφρονίζοντας και διαμορφώνοντας το ήθος και ασκώντας προκαταβολικά στην παραδοχή της
αλήθειας αυτόν, που τιμά η Πρόνοια (ό.π. 101).. Υπάρχει, λοιπόν, και στη φ., που κλάπηκε, κατ'
αναλογία προς τον Προμηθέα, λίγη φωτιά κατάλληλη να αναζωπυρωθεί χρήσιμη σε φως,
κάποιο ίχνος της σοφίας και κίνηση από τον Θ. (ό.π.107).. Όπως πολλοί ά. καθελκύουν το πλοίο,
δεν θα μπορούσαν να ονομαστούν πολλά αίτια, αλλά ένα είναι το αίτιο με τη συμβολή
πολλών.. έτσι κι η φ., που είναι αναζήτηση της αλήθειας, βοηθά στην κατανόηση της αλήθειας..
είναι το συναίτιο αίτιο.. Κατά τον ίδιο λόγο κι ενώ η αλήθεια είναι μία, υπάρχει στη γεωμετρία η
αλήθεια της γεωμετρίας, στη μουσική η αλήθεια της μουσικής και στην ορθή ελληνική φ.
υπάρχει η ελληνική αλήθεια. Αυτή μόνο είναι η αλήθεια, που τη διδασκόμαστε από τον
Υιό του Θ. Με τον ίδιο τρόπο τη μία δραχμή, όταν την δώσουμε στον πλοίαρχο λέγεται
ναύλος, στον τελώνη φόρος, στον ενοικιαστή ενοίκιο.. Κάθε μια αρετή ή αλήθεια, που είναι
συνώνυμη της, είναι αιτία μόνο για το αποτέλεσμα που την αφορά και με τη συμβολή όλων
αυτών επιτυγχάνεται η ευτυχισμένη ζωή (ό.π. 119)..Έχει τη δική της τελειότητα και δεν
χρειάζεται τίποτα η διδασκαλία του Σωτήρα μας αφού 'είναι δύναμη και σοφία του Θ.' Όταν
προσέλθει η ελληνική φ. δεν κάνει την αλήθεια ισχυρότερη, αλλά αχρηστεύοντας τη σοφιστική
επίθεση εναντίον της κι αποκρούοντας τις δόλιες επιβουλές κατά της αλήθειας, λέγεται πολύ
σωστά, ότι είναι 'φραγμός' κι ανάχωμα του αμπελώνα. Και η μία, η αλήθεια δηλ. της πίστης,
είναι απαραίτητη στη ζωή, όπως το ψωμί, ενώ η προπαίδεια αναλογεί με το προσφάγι και το
επιδόρπιο (ό.π. 123).. 'Κι αυτός που είναι κοντά στον Κ. είναι γεμάτος από χτυπήματα’
(Ιουδ.8:27). Όποιος πλησιάζει τη γνώση για τον πόθο της αλήθειας απολαμβάνει κινδύνους,
φόβους, πόνους, θλίψεις. Ό Υιός, που θα παιδευθεί έγινε σοφός.' (Στρωμ. 1, 239).. Η ελληνική
φιλοσοφία μοιάζει με τη φλόγα της λαμπάδας που ανάβουν οι ά., κλέβοντας με τέχνη από
τον ήλιο το φως του. Όταν όμως κηρύχθηκε ο Λόγος έλαμψε όλο το άγιο εκείνο φως. Και
από τότε το κλέμμα χρησιμεύει τη νύχτα στα σπίτια, ενώ την μέρα καταλάμπει το πυρ κι
ολόκληρη η νύχτα φωτίζεται από το τόσο πολύ φως του νοητού ήλιου. (Στρωμ.2, 43).. Σοφία
ονομάζουμε την εμπεδωμένη γνώση, την κατανόηση των θείων και των ανθρωπίνων
πραγμάτων, που είναι βέβαιη κι αμετάβλητη, που έχει συλλάβει όσα υπάρχουν και όσα
πέρασαν κι όσα μέλλονται, την οποία μας την δίδαξε ο Κ. και με την παρουσία του και με τους
προφήτες και είναι αμετάβλητη, επειδή παραδόθηκε από τον Λόγο. Γι' αυτό και είναι
οπωσδήποτε αληθινή λόγω θελήσεως Θ., επειδή γνωστοποιήθηκε από τον Υιό. Και μία είναι
μία και η αυτή, οι άλλες είναι πολλές και διάφορες η μία χωρίς κάποιο παθητικό συναίσθημα,
ενώ η άλλη με παθητική όρεξη, η μια τέλεια, η άλλη ελλιπής. Αυτή τη σοφία επιθυμεί η
φιλοσοφία της ψυχής και της ορθότητας του Λογού και της καθαρότητας του βίου, με
αγαπητική και φιλητική διάθεση προς τη σοφία, που κάνει τα πάντα για να την επιτύχει
(Στρωμ.1, 7). Σε αυτούς, που λένε ότι δεν ωφελεί καθόλου η ανθρώπινη σοφία θα πούμε: 'το
πλοίο κατασκεύασε η τεχνίτρα σοφία. Και πώς δεν είναι παράλογο να νομίζουμε τη φ.
χειρότερη από την τεκτονική και ναυπηγική5 Τα δύο ψάρια (η ελληνική φ. που γεννιόταν και
κυκλοφορούσε μέσα στον ειδωλολατρικό κατακλυσμό, δοσμένα για παρατεταμένη τροφή, για
κείνους που κείτονταν καταγής και δεν αυξήθηκαν καθόλου με την ευλογία του Κ.) και τα 5
κρίθινα ψωμιά (πριν το στάρι με την τροφή του νόμου) κάνουν υπαινιγμό στην προπαίδεια των
Ελλήνων και των Ιουδαίων. (Στρωμ. 2, 259).
Β. Μ. Αθανάσιος-Καππαδόκες
Ενώ έγραψαν τόσα πολλά οι σοφοί των Ελλήνων, δεν μπόρεσαν να πείσουν έστω και λίγους
από κείνους, που ήσαν πολύ κοντά περί αθανασίας και του ενάρετου βίου. Μόνον ο Χ. με
απλούς λόγους και με ανθρώπους όχι σοφούς και ρήτορες κατόρθωσε να πείσει ολόκληρη την
οικουμένη, πάρα πολλές ομάδες ανθρώπων, να καταφρονούν τον θάνατο, να φροντίζουν για
τα αθάνατα και τα μεν πρόσκαιρα να παραβλέπουν, να αποβλέπουν όμως στα αιώνια και να
θεωρούν μηδαμινή την επίγεια δόξα, να επιδιώκουν μόνον την αθανασία (Περί ενανθρ. 351)
Έρπων (ο Ιουλιανός) στα χαμηλά και τις αισθήσεις δεν μπόρεσε να φανταστεί τίποτε υπεράνω
των δαιμόνων και να ανυψωθεί επάξια στον δημιουργό του ή να κατορθώσει να διείδει λίγο,
επειδή χρησιμοποιεί ως οδηγό τον λόγο κι όχι τον Θεό, παρασύρθηκε... (Κατά Ιουλ.67).
Θεώρησε την απόλαυση ως πρώτη ταλαιπωρία, την περιουσία ως έσχατη φτώχεια και την
δύναμη ως αδυναμία για την άνω ζωή.. Κατέστησε δε προϊσταμένη τη φιλοσοφία την κυρίαρχη
των παθών και προσχώρησε στο καλό με τρόπο αποφασιστικό και αποκόπηκε από την ύλη
προτού αποχωρισθεί από αυτή.. Απαξίωσε ακόμη και να σκεφθεί ποια από τις δύο φιλοσοφίες
να προτιμήσει περισσότερο, την ξένη που παίζει με τις σκιές της αλήθειας έχουσα ως κάλυμμα
ή πρόσχημα την φιλοσοφία ή την δική μας, που είναι ταπεινή στην εμφάνιση, υψηλή στο
περιεχόμενο της και οδηγεί προς τον Θεό..Από κείνους παίρνει το σχήμα (βαθύ γένι και
φιλοσοφικό τρίβωνα) από μας την αλήθεια και το ύψος της διδασκαλίας.. Έτσι νικά την
αυθάδειά τους με την ομοιότητα της εξωτερικής του εμφάνισης και δείχνει ότι η ευσέβεια δεν
υπάρχει στα μικρά και η φιλοσοφία στην κατήφεια αλλά στην σταθερότητα της ψυχής και στην
καθαρότητα του νου και στη γνήσια ροπή προς το καλό.. είτε μόνοι μας περιορίζοντες το νου
από τις αισθήσεις είτε με τους πολλούς.. ιδιωτεύοντες μέσα στην κοινωνία και φιλοσοφούντες
μεταξύ άλλων που δεν φιλοσοφούν.. Καρπός δε της φιλοσοφίας αυτής είναι όχι οι πόλεις που
ιδρύονται με λόγια, ούτε μερικές κατηγορίες κι αναλύσεις, που είναι δευτερεύοντα κι
επουσιώδη και τόσο μόνο άξια να ασχολείται κανείς με αυτά όσο για να μην ασχολούνται
εκείνοι που προσποιούνται ότι τα γνωρίζουν)..αλλά ασχολείται με την υπεράσπιση της πίστης..
(Εις Ήρωνα ..257-61)...Φιλοσοφία είναι η σπουδή και η απόσπαση από τον κόσμο, η
συνένωση με τον Θεό ανταλλάσσουσα τα κάτω με τα άνω και κατακτώσα με τα άστατα
και ρέοντα τα σταθερά και μόνιμα. (Στον Μεγ.Βασ., 151).
Αν λοιπόν κανείς δυναμώσει με την έλλαμψη του φωτός και λάβει τόση εξουσία κατά των
αντιθέτων, τότε σαν αθλητής, που έχει μάθει ικανοποιητικά κοντά στο γυμναστή την ανδρεία
του αθλητή, με θάρρος κι αυτοπεποίθηση ας βαδίσει στον αγώνα κατά των εχθρών κρατώντας
στο χέρι τη βακτηρία, το λόγο της πίστης. Θα τον ακολουθήσει η γυναίκα του από τους
αλλοφύλους. Γιατί με κάτι από την έξω παιδεία που δεν είναι απόβλητο υπάρχει για να
συζευχθούμε. Η ηθική και φυσική φιλοσοφία θα μπορούσε να γίνει κάποτε του υψηλότερου
βίου σύζυγος και φίλος και μέτοχος, μόνο αν τα γεννήματα της δεν φέρναν το αλλόφυλο
μίασμα.. Υπάρχει στα μαθήματα της φιλόσοφης γέννησης κάτι σαρκώδες, μια ακροβυστία, που
όταν αφαιρεθεί ότι απομένει είναι η ισραηλιτική ευγένεια. Για παράδειγμα και η έξω φ. λέει ότι
η ψυχή είναι αθάνατη. Αυτό είναι ευσεβές γέννημα. Αλλά η μετενσάρκωση.. είναι η σαρκώδης
κι αλλόφυλη ακροβυστία.. Λέει ότι υπάρχει Θ. αλλά τον ονομάζει υλικό. Τον ομολογεί ως
δημιουργό αλλά ότι έχει ανάγκη από ύλη. Τον παραδίδει ότι είναι αγαθός και δυνατός αλλά ότι
σε πολλά υποχωρεί στο νόμο της ανάγκης. Προς τι όμως αναφέρεται κανείς στα επιμέρους,
πώς οι ορθές σκέψεις της εξωτερικής φ. καταμολύνονται με άτοπες προσθήκες, που όταν
αφαιρεθούν γίνεται ίλεως σε εμάς ο άγγελος του Θ. δοκιμάζοντας χαρά για τα δόγματα αυτά,
επειδή είναι γνήσιο γέννημα. (Στον Βίο Μωυσή, Β, 201-3).
Πολέμησε τη σιωπή του Πυθαγόρα και τα ορφικά κουκιά και την ιδιότροπη αλλαζονεία άδε
έφα. Πολέμησε τις θεωρίες του Πλάτωνος περί ιδεών και μετενσωματώσεις κι ότι οι αισχροί
έρωτες στα ωραία σώματα ανάγονται στην ψυχή. Πολέμησε την άθεη διδασκαλία του
Επικούρου και την περί ατόμων και ηδονών, τη θεωρία του Αριστοτέλους περί περιορισμένης
προνοίας και θνητής ψυχής και την πολύ ανθρώπινη φιλοσοφία του, την έπαρση, την επίδειξη,
για να γνωρίζετε σεις, που μας κατηγορείτε δημόσια και πανηγυρίζετε (Λόγος 27, 29-33).
Εγώ δαπάνησα πολύ χρόνο στη ματαιότητα και αφάνισα όλα σχεδόν τα νιάτα μου στην
ματαιοπονία, στην οποία αναλώθηκα ασχολούμενος με την πρόσληψη της μαραμένης από τον
Θ. σοφίας. Όταν δε κάποτε σηκώθηκα από βαθύ ύπνο, κοίταξα προς το θαυμαστό φως του
Ευαγγελίου, είδα δε το άχρηστο της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου του
καταργουμένου, θρήνησα για την ελεινή μου ζωή και ευχήθηκα να μου προσφερθεί
χειραγωγία για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσέβειας. Και πρίν από όλα φρόντισα να
διορθώσω το ήθος μου, που είχε διαστραφεί από τη συναστροφή μου προς τους φαύλοι
Αναγνώσας λοιπόν το Ευαγγέλιο και συναντήσας εκεί την διδασκαλία ότι σπουδαιοτεί
προϋπόθεση προς την τελείωση είναι η πώληση των υπαρχόντων και η διάθεση τους στοι
φτωχούς αδερφούς και γενικώς η αμεριμνησία για τον παρόντα βίο και η έλλειψη συμπάθειας
της ψυχής προς τα πράγματα του κόσμου τούτου, προσευχόμουν αν βρω κάποιον από τους
αδερφοί που να έχει εκλέξει αυτό το δρόμο της ζωής, ώστε να διαπεράσω με αυτόν την σύντομη
αιπ φουρτούνα της ζωής (ταξίδι Αλεξάνδρεια-Αίγυπτο-Παλαιστίνη).. Μπορεί άλλες ενέργειες
να είναι αξιοθρήνητες αλλά τολμώ να καυχώμαι εν Κυρίω, ότι δεν είχα ποτέ πλανημένες
αντιλήψεις πει Θ... Όπως το πνεύμα αυξανόμενο γίνεται μεν μεγαλύτερο από μακρό αλλά
καθεαυτό παραμένει το ίδιο..έτσι νομίζω ότι και σε μένα η ιδία περί Θ. αντίληψη.. (Προς
Ευσταθ. 75)
Αν πάρουμε για παράδειγμα δυο ανθρώπους που πάσχουν από τα μάτια κι από αυτούς ο ένας
επιδιώξει την θεραπεία υπομένοντας όσα του προσφέρει η επιστήμη έστω & ενοχλητικά, ενώ ο
άλλος έδειξε ακράτεια στα λουτρά & στα μεθύσια. Αποβλέποντας στο τέλος του καθενός λέμε ότι
επάξια ο ένας κι ο άλλος θα λάβει τους καρπούς της προαίρεσης του..Την υποχρεωτική
συνέπεια την ονομάζουμε καταχρηστικά ανταπόδοση..Το νήπιο το άπειρο από το κακό δεν το
εμποδίζει καμιά νόσος των ματιών της ψυχής στην μετουσία του φωτός, ζει κατά φύσιν & δεν
χρειάζεται υγεία με την κάθαρση. Επειδή καθένας μας είναι ζωγράφος της ίδιας της ζωής &
τεχνίτης αυτής της δημιουργίας είναι η προαίρεση & χρώματα για την ολοκλήρωση της εικόνας
είναι οι αρετές, δεν είναι μικρός ο κίνδυνος να μεταβάλλουν την μίμηση της πρωτότυπης
ομορφιάς σε ένα αποκρουστικό & άσχημο πρόσωπο & να σκιαγραφήσουν έτσι με τα βρώμικα
χρώματα την απεικόνιση της κακίας αντί της δεσποτικής μορφής. Αλλά πρέπει κανείς να
χρησιμοποιεί τα χρώματα των αρετών όσο γίνονται καθαρά.. για να γίνουμε εικόνα της εικόνας
αποτυπώνοντας με όσο το δυνατόν δραστικότερη μίμηση την αρχέτυπη ομορφιά, όπως έκανε ο
Παύλος γινόμενος με την ενάρετη ζωή μιμητής του Χριστού...Χρώμα είναι η
ταπεινοφροσύνη.. Άλλο χρώμα η μακροθυμία που φάνηκε σε μεγάλο βαθμό στην εικόνα του
αόρατου Θεού (Προς Ολύμπιο, 373 κ.ε.).
Κανείς δεν βλέπει τον ουρανό και δεν εννοεί αυτά που περιέχει, παρά μόνον ο ά. που φροντίζει
να ζεί ενάρετα και συλλογίζεται και δοξάζει Εκείνον που τον έπλασε για να τον σώσει και να
του χαρίσει την ζωή. Γνωρίζει εκείνος ο ά. που αγαπά τον Θ., ότι χωρίς τον Θ. τίποτε δεν
υπάρχει (44)...Το κακό γεννιέται από την άγνοια του Θ. ενώ το αγαθό από τη γνώση Του, που
σώζει την ψυχή.. Η γ. κι ο φόβος του Θ. θεραπεύουν τα πάθη, που προξενεί η ύλη στην ψυχή.
Όταν η ψυχή δεν γνωρίζει τον Θ. τα πάθη μένουν αθεράπευτα και προκαλούν σάπισμα της
ψυχής για το οποίο είναι ανεύθυνος ο Θ. γιατί έχει δώσει γ., εμπειρία κι επιτηδειότητα στους ά.
για να μεταβάλει τη θνητότητα σε αθανασία (51) Τη γ. την προξενεί η προσευχή και η πολλή
ησυχία και η τέλεια αμεριμνησία, ενώ τη σοφία την προξενεί η συνεχής μελέτη των λόγων του
Θ., που γίνεται χωρίς κενοδοξία και προπάντων η χάρη του Θ. (Διάδ.287)..Η πρακτική αρετή
είναι η πιο αληθινή πνευματική γνώση (Καρπ.332) Πρώτα παίρνει ο Πέτρος τα κλειδιά της
βασιλείας και κατόπιν παραχωρείται να πέσει για να ταπεινωθεί. Και συ αν δεχτείς το κλειδί
της θείας γνώσεως και εντούτοις πέσεις μην παραξενεύεσαι! Δόξαζε τον σοφό Θ. που βάζει
χαλινάρι στην οίηση στην ανθρώπινη οίηση! (Καρπ.342).. Αν είσαι φιλομαθής να γίνεις και
φιλόπονος (κάτι που μας διδάσκουν οι αναπάντεχοι πειρασμοί) γιατί η ψιλή γνώση 'φουσκώνει'
τον ά..(Ησύχ. 193)..Εκείνος, που άφησε την πράξη και βασίζεται σε μια απλή γ. αντί για δίκοπο
μαχαίρι, κρατά καλαμένιο ραβδί, που σε καιρό πολέμου θα του τρυπήσει το χέρι και θα μπεί
μέσα σε αυτό και θα του βάλει το φυσικό δηλητήριο, προτού του το βάλουν οι εχθροί
(Μάρκ.135).. Η γ. των πραγμάτων προστίθεται στους α. ανάλογα με την εργασία των εντολών.
Η βαθιά γ. της αλήθειας, ανάλογα με την ελπίδα στον Χ. (Μάρκ.154) Όταν ο ήλιος ανατέλλει
και φωτίζει τον κόσμο, φανερώνει και τον εαυτό του και τα πράγματα, που φωτίζονται από
αυτόν. Έτσι κι ο ήλιος της δικαιοσύνης, όταν ανατέλει στον καθαρό νου, φανερώνει και τον
αευτό Του και τους λόγους όσων έχουν γίνει από Αυτόν..Δεν γνωρίζουμε τον Θ. από την ουσία
Του, αλλά από τα θαυμαστά έργα του και την πρόνοια του για τα όντα. Από αυτά σαν σε
καθρέφτη, βλέπουμε την άπειρη αγαθότητα και σοφία και δύναμη του (Μάξ. Α, 59)... Η γ. είναι
από τη φύση της είναι καλή όπως κι η υγεία αλλά τα αντίθετα τους ωφέλησαν πολλούς πολύ
περισσότερο από ότι αυτά. Στους κακούς η γ. δεν βγαίνει σε καλό, ούτε η υγεία, ούτε ο πλούτος,
ούτε η χαρά γιατί δεν τα χρησιμοποιούν για το συμφέρον της ψ...Επομένως ούτε τα αντίθετα
είναι φύσει κακά, αν και νομίζονται τέτοια (Μάξ.Β 77)...Δρόμος για τη γ. είναι η απάθεια κι η
ταπείνωση..Επειδή η γ. φουσκώνει κι η αγάπη οικοδομεί ένωσε με την γ. την αγάπη και θα
είσαι ταπεινός και πνευματικός οικοδόμος που θα οικοδομείς και τον εαυτό σου κι εκείνους,
που σε πλησιάζουν..Είναι φυσικά παρεπόμενα της γ. η οίηση κι ο φθόνος. Η αγάπη ανατρέπει
και τα τρία..Εκείνος, που καταξιώθηκε γ. έχει όμως μνησικακία, μοιάζει με εκείνον που τρυπά
τα μάτια με τριβόλια (Μάξ.Δ, 59-62)... Αν ο Χ. κατοικεί στις καρδιές μας με την πίστη κι όλοι οι
θησαυροί της γ. και σοφίας είναι κρυμμένοι σε αυτόν, άρα όλοι οι θησαυροί αυτοί είναι
κρυμμένοι στην καρδιά μας και γίνονται φανεροί μέσω της εργασίας των εντολών. Αυτός είναι
ο θησαυρός που είναι κρυμμένος στον αγρό της καρδιάς σου και δεν το βρήκες εξαιτίας της
αργίας σου. Γιατί αν τον είχες βρεί, θα πουλούσες τα πάντα για να τον αγοράσεις. Τώρα
άφησες τον αγρό και περιποιείσαι τα γύρω του, και δεν βρίσκεις παρά αγκάθια. Γι'αυτό
'μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά' και 'πουλήστε τα υπάρχοντα σας' (Μάξ.Δ,70-73) Η γ. των
θείων θεωρημάτων που έρχεται ξαφνικά στον ασκητή χωρίς να το περιμένει, λόγω
ταπείνωσης, κατασυντρίβει το φρόνημα εκείνου που με κόπο και μόχθο την αναζητεί για
επίδειξη και δεν την βρίσκει. Και προξενεί χωρίς λόγο φθόνο στον ανόητο εναντίον του
αδερφού του, και σκέψη φόνου και λύπης. Εκείνοι που ζητούν την γ. και αποτυγχάνουν λόγω
απιστίας ή γιατί από ανόητη εριστικότητα θα αρχίσουν ίσως να υπερηφανεύονται εναντίον
εκείνων που έχουν την γνώση..Εκείνοι που αντικρύζουν με ευσέβεια τα όντα και δεν
προσπαθούν να εφεύρουν κανένα τρόπο επιδείξεως, θα βρουν μπροστά τους να τους
προϋπαντούν ολόφωτες θεωρίες των όντων και να προκαλούν την τελειότατη κατανόηση
τους Ελάτε να κληρονομήστε' (Δευτ.6:10-11)..Όπως η αίσθηση έτσι κι η γνώση είναι θεωρητική
που στοχάζεται μόνον κατ'έξη τους λόγους των όντων χωρίς ωφέλεια κι η ενεργητική που
βασίζεται στην πράξη και θεωρεί αληθινή κατανόηση των όντων που βεβαιώνεται κι από την
πείρα...Ο σοφός είτε διδάσκει είτε διδάσκεται και μόνον τα ωφέλιμα θέλει ενώ ο δοκησίσοφος
τα περίεργα..Ποτέ η ψ. δεν μπορεί να υψωθεί στην γνώση του Θ. αν ο ίδιος ο Θ. από
συγκατάβαση δεν την πιάσει και την ανεβάσει προς τον εαυτό Του (Θαλ.Α,18-21,31)..Κάθε
γνώση των ουρανίων εδώ, όταν συγκριθεί με την μέλλουσα, είναι ένα σκοτεινό αίνιγμα που
περιέχει την εικόνα της αλήθειας αλλά όχι την πραγματική αλήθεια που μέλλει να φανεί.(Δ
Θαλ.47)..Η θεία χάρη δεν ενεργεί φωτισμούς γ., αν δεν υπάρχει το όργανο, που έχει τη φυσική
δύναμη να δεχτεί τον φωτισμό, ούτε πάλι το δεκτικό αυτό όργανο ενεργεί το φωτσμό της γ.
(πέρα από τα αισθητά) χωρίς την χάρη που τον χορηγεί. Το Π. το άγιο μέσα μας ζητεί κι ερευνά
την γνώση των όντων. Δεν ζητεί όμως για τον εαυτό του γιατί είναι Θ. και πέρα από κάθε γ.,
όπως ακριβώς ο Λόγος γίνεται σάρκα όχι για τον εαυτό Του αλλά για μας.. Δεν θα το ενεργούσε
στους αγίους αν δεν είχαν την δύναμη, που από την φύση της ζητεί κι ερευνά γ. (Στ Θαλ.12,16)...
Η γ. των θείων είναι 2 ειδών: Η μία είναι σχετική.Τη βρίσκεται μόνο στο λόγο και τα νοήματα, η
άλλη έχει ενεργό αίσθηση εκείνου που με πείρα γνωρίσσαμε. Με την δεύτερη γνωρίζουμε την
υπέρ φύσιν θέωση. 2 ειδών είναι η γ. Η μία βρίσκεται στο λόγο και στα θεία νοήματα και δεν
έχει παρούσα κατ'είδος την αίσθηση όσων νοήθηκαν. Η άλλη είναι ενεργητική και χωρίς λόγο
και νοήματα, έχει μόνον την κατ'είδος απόλαυση των αληθινών (Στ Θαλ.29-30)... Εκείνος που
ξεχωρίζει τη γνώση από την πράξη ή τη γ. έκανε ανυπόστατη φαντασία ή την πράξη είδωλο
(Στ Θαλ.88)... Καθώς το ζωγραφισμένο νερό δεν μπορεί να ικανοποιήσει την δίψα του τεχνίτη,
που το ζωγραφίζει καθώς και τα καλά όνειρα εξαπατούν μετά τον ύπνο τον ά., που βλέπει
αυτά, έτσι νόησε και την διδασκαλίαν της έξω σοφίας, που διδάσκει την αρετή χωρίς να την
πράττει (Ισαάκ, 9)..Όποιος υποτάξει τον εαυτό τον στον Θ. βρίσκεται κοντά στο να τον
υποταγούν τα πάντα. Όποιος εγνώρισε εαντόν, σε αυτόν δίνεται η γ. των πάντων. Αία της
υποταγής της ψ. θα σου υποταχθούν τα πάντα. Όταν βασιλεύει η τ. στη ζωή σου,
υποστάσσεται σε σένα η ψ. σου και μαζί της θα υποταχθούν τα πάντα. Γιατί γεννιέται η ειρήνη
στην καρδιά. Αληθινά Κ. αν δεν ταπεινωθούμε εμείς θα μας ταπεινώσεις εσύ. Η αληθινή
ταπείνωση είναι γέννημα της γ. κι η αληθινή γ. γέννημα πειρασμών (ΙσαάκΙΣΤ; 73)...Γ. είναι
αίσθηση αθάνατης ζωής κι αθάνατος ζωή είναι αίσθηση εν Θ.. Επειδή από τη γ. γεννιέται
η αγάπη του Θ., η δε κατά Θ. γνώσις υπάρχει βασιλιάς των επιθυμιών..Κανένα πράγμα δεν
μπορεί να εξομοιωθεί με την γλυκύτητα της επιγνώσεως του Θ. Κύριε γέμισε την καρδιά μου
ζωής αιωνίου. Η αιώνιος ζωή είναι παρηγοριά εις Θ. κι όποιος την βρήκε θεωρεί περιττή την
κοσμική παρηγοριά (Ισαάκ, 201)... Η ανθρώπινη γ. εναντιώνεται στην πίστη, που παραλύει τους
νόμους της γ. αυτής..Η πίστη είναι έννοια και συλλογισμός νηπιώδης και καρδιά απλή αλλά η
γ. όχι. Η γ. υπάρχει νόμος της φύσης αλλά η πίστη ενεργεί υπερφυσικά. Η γ. δεν παραδέχεται
κάθε πράγμα, ποο βλάπτει την φύση. η π. λέγει θέλω να ανεβώ σε ασπίδα και βασιλίσκο και θα
καταπατήσω λέοντα και δράκοντα. Στην γ. ακολουθεί ο φόβος, στην πίστη η ελπίδα, γι'αυτό κι ο
πιστεύων υπάρχει ελεύθερος κι αυτεξούσιος και μεταχειρίζεται τις φύσεις των κτισμάτων ως θ.,
επειδή έχει την εξουσία να δημιουργήσει νέα κτίση ως ο Θ...ο βασιζόμενος στην γ. δεν μπορεί
να περπατήσει πάνω στα νερά ή να πλησιάσει την φωτιά..αλλά η πίστη με εξουσία διαβαίνει
όλα αυτά..είδες την γνώση πώς φυλάττει τους φυσικούς όρους και την πίστη πώς τους
υπερβαίνει; 5000 χρόνια κυβερνούσαν τον κόσμο οι νόμοι της γ. και δεν μπόρεσε ο ά. να
σηκώσει το κεφάλι του από τη γη, έως ότου ανέτειλε η π. μας και μας λευτέρωσε από το σκότος
της γήινης εργασίας., αυτού που η καρδιά βασίζεται στην ελπίδα της πίστης αυτός δεν
στερείται κανενός πράγματος,,καθότι ότι ζητήσει δια της προσευχής και της πίστεως το έχει. η
γ. ζητεί μέσα ενώ η π. ξέρει ότι εάν μη κ. οικοδομήσει οίκον εις μάτην εκοπίασαν οι
οικοδομούντες.. η ανθρωπινή γ. δεν μπορεί να βοηθήσει στους φανερούς πολέμους, ούτε να
παραταχθεί εναντίον των αοράτων εχθρών ή ενσωμάτων δυνάμεων..η γ. διατάσει τους
βασιζόμενους σε αυτή να εξετάζουν καλά το τέλος του, μη τυχόν δεν ήθελον να πετύχει του
σκοπού της ενώ η πίστη πάντα δυνατά., η γ. δια της π. τελειούται κι αποχτά δύναμη κι
ανεβαίνει άνω κι αισθάνεται το υπέρ αίσθηση..η γ. είναι σκάλα με την οποία ανεβαίνει κανείς
στο ύψος της πίστης κι όταν φθάσουμε κοντά της δεν έχουμε ανάγκη της γ...η πολιτεία της π.
είναι ανώτερη της αρετής, που είναι σκάλα..3 είναι οι τρόποι δια των οποίων η γ. ανεβαίνει κα>
κατεβαίνει και καθώς οι τρόποι αλλοιώνονται και μεταβάλλονται έτσι μεταβάλλεται κι η γ. κι
ο. τρόποι αυτοί είναι το σώμα, η ψ. και το πνεύμα..Η γ. δόθηκε παρά Θ. στη φύση των λογικών
και υπάρχει απλή, και δεν διαμοιράζεται η φύση της καθώς δεν διαμοιράζεται το ηλιακό φως
αλλά λαμβάνει μερισμούς κι αλλοιώσεις ως προς την εργασία της., όταν επασχολείται με τον
πλούτο, την κενοδοξία και αυτά τα είδη γίνεται αντίθετη στην τέλεια πίστη κι ονομάζεται ψιλή
γ... η γ. που νομίζει ότι τα πάντα γίνονται δια της δικιάς της πρόνοιας συμφωνεί με τους άθεους
εκείνους, που λένε ότι δεν υπάρχει κυβέρνηση στον κόσμο και δεν μπορεί να μείνει χωρίς
διηνεκή φροντίδα και φόβο περί του σώματος και γι'αυτό αυτούς τους γνωστικούς κυριεύει η
λύπη, η απόγνωση, η απόγνωση, ο φόβος των δ...Αυτή η γ. φουσκώνει..Η γ. της αλήθειας δια
της ταπείνωσης τελειοποιεί την ψ. εκείνων, που την απόχτησαν καθώς του Μωυσή, του Δαβίδ
και του Ησαΐα.,των οποίων η γ. καταπίνεται πάντα υπό διαφόρων θεωριών κι αποκαλύψεων..Η
α' τάξη της γ. (παρά φύση) ψυχραίνει την ψ. και την εμποδίζει από τα κατά Θ. έργα της αρετής
η β' την θερμαίνει (φύση) και την κάνει να προχωρεί στα έργα της πίστης κι η γ' είναι
ανάπαυση(υπέρ φύσιν) (Ισαάκ.311κ.ε.)... Ο Αδάμ φρουρούμενος από την πίστη στον Θ. ζούσε
στην αθάνατη δόξα και ήταν στον παράδεισο, παρασυρθείς όμως από τον εχθρό αντί της θείας
και πνευματικής γ. κέρδισε τη σαρκική γ., γιατί αφού τυφλώθηκε από τους πνευματικούς
οφθαλμούς της ψ. ανέβλεψε με τους σωματικούς ο. κι αφού με εμπαθή αίσθηση έστρεψε την
όραση των ματιών γ. τη γυναίκα του Εύα και γέννησε τον Κάιν(Κατηχ.ΙΕ, 135-7) Ο δ. για να μας
αποσπάσει από την προσευχή βάζει την επιθυμία της μελέτης, των αρχαίων Ελλήνων..κι
αντί να συνάξουμε σύκα συνάζουμε αγκάθια και τριβόλια. Γιατί η σοφία τούτου του κόσμου
είναι μωρία.(Καρπ.331)
ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΙΙΙ: ΚΕΙΜΕΝΑ
Ο Χριστιανισμός παρουσιάσθηκε στην ιστορία ως αποκάλυψη του Θεού προς τον άνθρωπο, και
του φανέρωσε τί είναι ο Θεός, τί είναι ο κόσμος και ο άνθρωπος, ποιό είναι το νόημα της ζωής
του ανθρώπου, τί είναι ο θάνατος και η ζωή, έδωσε απαντήσεις στα υπαρξιακά προβλήματα
που απησχόλησαν τον άνθρωπο και όλα αυτά αποτελούν το κέντρο του πολιτισμού, όπως θα
έλεγε και ο Max Weber. Αυτό βεβαίως δεν είναι μια θεωρητική πίστη, που συνδέεται
αποκλειστικά με τον άνθρωπο ως άτομο, αλλά είναι μια εμπειρία-βίωμα, που την ζη κανείς
μέσα στην Εκκλησία, δηλαδή σε μια συγκεκριμένη κοινότητα-κοινωνία. Δηλαδή, ο άνθρωπος
δεν ζη μόνος του αλλά καλείται να ζήση σε μια κοινότητα ανθρώπων που έχουν όλα τα
χαρακτηριστικά του κοινού βίου.
Η εκκλησιαστική αυτή κοινότητα δεν ζη σε έναν ιδιαίτερο τόπο και χρόνο, αλλά απλώθηκε σε
ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβάνει ανθρώπους όλων των φυλών και των γλωσσών και
τους εκκεντρίζει στο Σώμα του Χριστού. Παράλληλα αυτή η κοινότητα δεν αποτελείται μόνον
από ζώντες, αλλά και από κεκοιμημένους, εορτάζει μνήμες αγίων, εορτάζει γεγονότα του
παρελθόντος, αναμένει το μέλλον, ζη τα έσχατα της ιστορίας, χωρίς να χάνη την βεβαιότητα
του παρόντος, αγαπά με αυτοθυσιαστική αγάπη όλους τους ανθρώπους, όπου γής. Οι άγιοι του
παρελθόντος αποτελούν μια παρούσα πραγματικότητα, και βεβαίως τα μέλη της κοινότητος
δεν αισθάνονται τον φόβο του θανάτου, αλλά πιστεύουν στην υπέρβαση του θανάτου και την
δύναμη της αναστάσεως.
Η Εκκλησία λειτουργεί όχι ως μια ιδεολογία, αλλά ως κοινωνία Θεού και ανθρώπων, ζώντων
και κεκοιμημένων, αγγέλων και ανθρώπων, ως μια θεραπευτική κοινότητα, που έχει όλα τα
στοιχεία των λεγομένων θεραπευτικών κοινοτήτων, αλλά και κάτι παραπάνω. Πρόκειται για
μια κοινωνία που νοηματοδοτεί την ζωή και αντιμετωπίζει τον θάνατο. Και ξέρουμε πολύ καλά
ότι ο θάνατος και η αίσθηση της μη αναστρεψιμότητάς του είναι το κεντρικό γεγονός στην ζωή
των ανθρώπων, αφού αυτή είναι η γενεσιουργός αιτία των εφηβικών αναστατώσεων, των
οικογενειακών και συζυγικών κρίσεων, των κρίσεων της μέσης και τρίτης ηλικίας, αυτή είναι το
υπόβαθρο της φιλαυτίας και ιδιοτέλειας, αυτή γεννά τα πάθη της φιλοκτημοσύνης, της
φιλοδοξίας και της φιληδονίας. Το φαινόμενο του θανάτου που ενυπάρχει μέσα στην ύπαρξη
του ανθρώπου, είναι εκείνο που δημιουργεί την ανάγκη της οικονομικής συσσώρευσης υλικών
αγαθών, την κοινωνική καταξίωση και την ατομική κατοχύρωση και ευδαιμονία.
Μια τέτοια εκκλησιαστική κοινότητα προσέλαβε στοιχεία πολιτιστικά του χώρου που έζησε και
δημιούργησε έναν ιδιαίτερο πολιτισμό, ή μάλλον γονιμοποίησε τον πολιτισμό που βρήκε, του
έδωσε άλλες απαντήσεις στα ερωτήματα που τον απασχολούσαν. Για παράδειγμα, ο
Χριστιανισμός ως Εκκλησία έδωσε απαντήσεις στα οντολογικά, κοσμολογικά και
ανθρωποκεντρικά ερωτήματα που απασχολούσαν την κλασσική φιλοσοφία και μεταφυσική,
αφού κατά τον Χάϊντεγκερ το βασικό ερώτημά της μεταφυσικής είναι “γιατί να υπάρχουν τα
όντα και όχι το τίποτα”. Τα ερωτήματα τί είμαι, γιατί γεννήθηκα χωρίς να ερωτηθώ, γιατί
υπάρχω, ποιό είναι το νόημα της ζωής, τί είναι ο θάνατος, τί είναι ο κόσμος και ποιός είναι ο
σκοπός του, απαντήθηκαν από τον αποκαλυπτικό λόγο. Και οι απαντήσεις στα ερωτήματα
αυτά δημιούργησαν έναν ιδιαίτερο πολιτισμό που έχει δύναμη εσωτερική. Μέσα στα πλαίσια
αυτά πρέπει να δούμε την αξία και το βάθος της Βυζαντινής αγιογραφίας, υμνογραφίας,
ναοδομίας και όλης της παραδοσιακής τέχνης.
Και σήμερα η Εκκλησία όταν λειτουργή ως θεραπευτική κοινότητα μπορεί να απαντήση στις
αγωνίες των ανθρώπων του δυτικού τεχνολογικού πολιτισμού, και στις υπαρξιακές αγωνίες
των νέων ανθρώπων, αρκεί να βρεθούν άνθρωποι που θα προσφέρουν το αυθεντικό μήνυμα
της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πάντως, πρέπει να εννοούμε τον Χριστιανισμό ως Εκκλησία-
κοινωνία, ως οικογένεια, ως νοσοκομείο και την Εκκλησία ως Ενορία και κοινότητα. Μέσα σε
τέτοιες κοινωνικές και ανθρώπινες σχέσεις λύνονται τα προβλήματα του Θεού, του ανθρώπου,
της κοινωνίας, της εσχατολογίας.
i. Ορολογία
Το πρώτο είναι στο θέμα της ορολογίας. Είναι γνωστόν ότι οι αρχαίοι αποστολικοί Πατέρες ομιλούσαν για τον Θεό
μέσα από την αποκαλυπτική τους εμπειρία, έχοντας όμως εβραϊκή σκέψη. Έκαναν, δηλαδή, λόγο για Πατέρα, Υιό
που ενηνθρώπησε και για Άγιον Πνεύμα που επιφοίτησε στους Απόστολους την ημέρα της Πεντηκοστής. Όμως οι
ελληνίζοντες Χριστιανοί, επηρεασμένοι από την ελληνική φιλοσοφία προσπαθούσαν να συμβιβάσουν το πώς ο ένας
Θεός είναι συγχρόνως και τριαδικός –Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Έτσι οι μοναρχιανοί, δυναμικοί ή τροπικοί,
χρησιμοποιούσαν όρους της ελληνικής φιλοσοφίας, όπως ουσία, ενέργεια, υπόσταση, κλπ. Έκαναν λόγο για το ότι ο
Θεός είναι ένας, μία ουσία, αλλά εκφράζεται με τρία πρόσωπα - προσωπεία. Οι Πατέρες, για να απαντήσουν στους
φιλοσοφούντας Χριστιανούς, υιοθέτησαν την ορολογία που χρησιμοποιούσαν εκείνοι, αφού έδωσαν σε αυτήν άλλο
περιεχόμενο, ομίλησαν, δηλαδή για το ότι ο Τριαδικός Θεός είναι μία ουσία και τρία πρόσωπα, αλλά συνέδεσαν την
έννοια πρόσωπο με την υπόσταση, οπότε το πρόσωπο είναι η ουσία με τα προσωπικά ιδιώματα, τον τρόπο
υπάρξεως. Έτσι, το κάθε πρόσωπο δεν είναι ο τρόπος υπάρξεως της ουσίας, όπως έλεγαν οι σαββελιανιστές, αλλά ο
“τρόπος υπάρξεως” είναι το υποστατικό ιδίωμα της υποστάσεως. Και αυτό το έκαναν οι άγιοι Πατέρες όχι για να
κατανοήσουν λογικά το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, ούτε για να αναπτύξουν την φιλοσοφία, αλλά έχοντας αυτήν
την υπαρξιακή γνώση του Τριαδικού Θεού, να απαντήσουν στα επιχειρήματα των αιρετικών που χρησιμοποιούσαν
την μεταφυσική ορολογία.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο συναντήθηκε ο Χριστιανισμός με τον Ελληνισμό είναι στο θέμα της απαντήσεως στα
υπαρξιακά, οντολογικά και κοσμολογικά, ερωτήματα που έθεταν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, όπως χαρακτηριστικά
λέγει ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης. Κατά τον Σεβασμιώτατο η αρχαία ελληνική φιλοσοφία έθετε
πολλά ερωτήματα, οντολογικά, κοσμολογικά, κλπ. Την απασχολούσε έντονα τί είναι η ύπαρξη, τί είναι το Είναι, τί
είναι η ουσία και το νόημα του κόσμου, πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, τί είναι ο άνθρωπος, τί είναι το κακό που
υπάρχει στον κόσμο. Προσπαθώντας οι αρχαίοι φιλόσοφοι να απαντήσουν στα τραγικά και ουσιαστικά αυτά
ερωτήματα κατέληγαν σε διάφορες θεωρίες. Κάθε φιλόσοφος, ανάλογα με τη σχολή που εξέφραζε, εκινείτο σε
ιδιαίτερα πλαίσια. Η Ιουδαϊκή θεολογία δεν απαντούσε τα οντολογικά και κοσμολογικά αυτά προβλήματα της
ελληνικής φιλοσοφίας, γιατί δεν τα αντιμετώπιζε. Δεν την απασχολούσε τί είναι ο κόσμος, αλλά ποιός είναι ο
δημιουργός του κόσμου. Βλέποντας ο Ιουδαίος τον κόσμο αναβίβαζε την σκέψη του στον Θεό και τον δοξολογούσε.
Ακριβώς δε η Αποκάλυψη, όπως την έζησαν οι άγιοι Πατέρες, απάντησε σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα της αρχαίας
ελληνικής φιλοσοφίας. Οι Πατέρες μελέτησαν τα ερωτήματα των φιλόσοφων. Συνειδητοποίησαν το βαθύτερο νόημα
αυτών των οντολογικών και κοσμολογικών προβλημάτων, και έκαναν διάκριση “ανάμεσα στα ερωτήματα και
στις απαντήσεις του ελληνικού πολιτισμού”. Τα ερωτήματα των αρχαίων φιλοσόφων ήταν ουσιαστικά, ενώ οι
απαντήσεις τους ήταν εσφαλμένες. Έτσι, οι Πατέρες κράτησαν τα ερωτήματά τους και έδωσαν απαντήσεις σε αυτά,
εμποτισμένες από την θεία Αποκάλυψη. Πρώτη φορά και οι Έλληνες ελάμβαναν ουσιαστικές απαντήσεις πάνω
στα ερωτήματά τους που δεν ήταν ελληνικές. Αυτό στην πραγματικότητα είναι η μεταμόρφωση του ελληνισμού,
που άρχισε από τους αποστολικούς Πατέρας του δευτέρου αιώνος και συνεχίστηκε στους Πατέρας του τετάρτου
αιώνος. Στην κατηγορία αυτή βέβαια υπάγεται και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.
Με την παρέμβαση αυτήν των αγίων Πατέρων, των φορέων της θείας Αποκαλύψεως, ο Ελληνισμός απέκτησε ένα
διαφορετικό προσανατολισμό, μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά, γονιμοποιήθηκε από τον Χριστιανισμό, όπως
παλαιότερα γονιμοποιείτο από τις δικές του δυνάμεις.
Τρία παραδείγματα
Θα αναφέρω τρία παραδείγματα για να δούμε τον τρόπο με τον οποίο εργάσθηκαν οι άγιοι Πατέρες σχετικά με την
φιλοσοφία. Το πρώτο είναι το κοσμολογικό θέμα σχετικά με την κίνηση. Ο Ωριγένης, ακουλουθώντας τις θεωρίες
του Πλάτωνα, υπεστήριζε ότι οι ψυχές που βρίσκονταν στον κόσμο των ιδεών, αισθάνθηκαν κόρο και έτσι
κινήθηκαν. Καρπός της κινήσεως είναι η γένεση του κόσμου, οπότε το κακό είναι η αιτία της δημιουργίας του
κόσμου. Στην συνέχεια πρέπει να οδηγηθούν στην στάση και αυτό συνιστά την σωτηρία. Το σχήμα λοιπόν είναι
κίνηση - γένεση - στάση. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αναφερόμενος στα θέματα αυτά άλλαξε την σειρά. Κατά
τον άγιο Μάξιμο δεν προηγήθηκε η κίνηση, αλλά η γένεση, δηλαδή ο Θεός δημιούργησε θετικά τον κόσμο με τις
άκτιστες ενεργειές Του, ύστερα ήλθε η κίνηση, που συνδέεται με την πτώση και τέλος ο κόσμος πρέπει να επανέλθη
στον Θεό και να υπάρξη στάση, η οποία όμως αποκαλείται αεικίνητη στάση. Δηλαδή η κίνηση-γένεση-στάση των
μεταφυσικών γίνεται γένεση-κίνηση-στάση, λαμβάνει άλλο περιεχόμενο η σχέση μεταξύ Θεού και κόσμου. Φαίνεται
εδώ ότι χρησιμοποιείται από τον άγιο Μάξιμο η ορολογία της μεταφυσικής, αλλά αναιρείται το περιεχόμενο της. Το
δεύτερο παράδειγμα έχει σχέση με το Θεολογικό πρόβλημα. Ο Αριστοτέλης υπεστήριζε την άποψη ότι το Όν είναι το
πρώτον ακίνητον κινούν. Το ότι το Όν είναι ακίνητο αποτελεί ένα από τα θεμέλια της μεταφυσικής. Συγχρόνως ο
Πλάτων έλεγε ότι ο έρωτας είναι η κίνηση των όντων προς το Είναι και όχι του Είναι προς τα όντα. Η άποψη αυτή
είναι το δεύτερο μεγάλο θεμέλιο της μεταφυσικής. Ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης υπεστήριξε ακριβώς τα αντίθετα.
Γράφει: «καί αυτός ο πάντων αίτιος δι’ αγαθότητος υπερβολήν πάντων ερά, πάντα ποιεί, πάντα τελειοί, πάντα
συνέχει, πάντα επιστρέφει και έστι και ο θείος έρως αγαθός αγαθού δια το αγαθόν. Αυτός γαρ ο αγαθοεργός των
όντων έρως, εν ταγαθώ καθ’ υπερβολήν προϋπάρχων, ουκ είασεν αυτόν άγονον εν εαυτώ μένειν, εκίνησε δε αυτόν
εις το πρακτικεύεσθαι κατά την απάντων γενητικήν υπερβολήν» . Αλλού γράφει: « καί αυτός ο πάντων αίτιος τω
καλώ των πάντων έρωτι δι’ υπερβολήν της ερωτικής αγαθότητος, έξω εαυτού γίνεται, ταις εις τα μη όντα πάντα
προνοίαις και οίον αγαθότητι και αγαπήσει και έρωτι θέλγεται» . Και αλλού γράφει: « έρωτα δε αύθις και αγάπην,
και κινητικήν άμα και ως αναγωγόν δύναμιν όντα εφ’ εαυτόν...» . Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφερόμενος σε
αυτήν την άποψη του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου λέγει: “Το θείον οι Θεολόγοι, ποτέ μεν έρωτα, ποτέ δε αγάπην,
ποτέ δε εραστόν και αγαπητόν καλούσιν. Όθεν, ως μεν έρως υπάρχων και αγάπη, κινείται· ως δε εραστόν και
αγαπητόν, κινεί προς εαυτόν πάντα τα έρωτος και αγάπης δεκτικά”.
Γίνεται φανερό ότι εδώ ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ανατρέπουν τα δύο
δόγματα της μεταφυσικής, αφού ισχυρίζονται ότι ο Θεός έχει έρωτα προς τα όντα και ακόμη ότι κινείται προς τα
όντα. Και αυτό είναι μια απόδειξη ότι τα συγγράμματα του αγίου Διονυσίου και γενικά οι άγιοι Πατέρες, καίτοι
χρησιμοποιούν όρους της κλασσικής μεταφυσικής, δεν δέχονται το περιεχόμενό της.
Το τρίτο παράδειγμα συνδέεται με την διαφορά μεταξύ του είναι και του γίγνεσθαι. Κατά τον Χρήστο Ανδρούτσο
από άποψη μεταφυσική το είναι δηλώνει την απόλυτη, την μόνιμη πραγματικότητα, άσχετα από την εμπειρία και σε
αντίθεση με το γίγνεσθαι. Αυτό που γίνεται έπαυσε να είναι και όταν είναι, τότε έπαυσε να γίνεται. Έτσι, ενώ το
είναι δείχνει την μόνιμη πραγματικότητα, το γίνεσθαι σημαίνει την μετάβαση « εκ του ούτως είναι εις το άλλως
είναι» . Στην κλασσική μεταφυσική εκφράσθηκαν δύο απόψεις πάνω στο θέμα αυτό. Κατά τους Ελεάτες, των οποίων
κύριος εκφραστής είναι ο Παρμενίδης, το γίγνεθαι, η κίνηση είναι απάτη των αισθήσεων ενώ το είναι είναι απλούν
και αμετάβλητο. Αντίθετα ο Ηράκλειτος θεωρούσε ότι το γίγνεσθαι αποτελεί την ουσία των όντων. Όλα δε τα όντα
είναι « σημεία φαινόμενα μόνιμα εν τη αλλαγή των καταστάσεων του γίγνεσθαι». Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
στα κείμενά του κάνει μία σύνθεση και υποστηρίζει ότι το Είναι κινείται συνεχώς προς τα όντα και κινεί τα όντα με
τις άκτιστες ενέργειές Του, αλλά και τα όντα κινούνται προς το Είναι, όμως αυτή η κίνηση είναι στάσιμη και η στάση
είναι αεικίνητη. Δηλαδή κάνει λόγο για την « στάσιμον κίνησιν» και την « αεικίνητον στάσιν» . Ο Θεός ενεργεί σε
όλη την κτίση με τις άκτιστες ενέργειές Του που λέγονται λόγοι των όντων, δηλαδή άκτιστοι λόγοι και ο άνθρωπος
κινείται συνεχώς προς τον Θεό, παραμένοντας όμως ενωμένος μαζί Του. Αυτή δε η στάσιμη κίνηση και η αεικίνητη
στάση φαίνεται τόσο στην θεία Λειτουργία, όσο και στην όλη ησυχαστική μέθοδο και ζωή. Επομένως, οι άγιοι
Πατέρες χρησιμοποιούν όρους της κλασσικής μεταφυσικής, αρνούμενοι όμως το περιεχόμενό της. Στα τρία αυτά
παραδείγματα φαίνεται αυτό καθαρότατα. Οι άγιοι Πατέρες απορρίπτουν τόσο την μεταφυσική όσο και τον
μυστικισμό.
ΙΙ. H ΨΑΛΤΙΚΗ ΩΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Είναι πραγματικά παράδοξη η εξέλιξη του όρου ψάλλω καθότι ιδιαιτέρως στον αρχαίο
ελληνισμό το ρήμα δεν είχε ούτε την έννοια ούτε την ποιότητα που έχει αποκτήσει σήμερα ο
όρος.Το ρήμα ‘ψάλλω’ σήμαινε αρχικά ‘ψαύω’ ‘αγγίζω’. ετυμολογικά συγγενεύει με το ρήμα
‘ψηλαφάω’50. Κατόπιν έλαβε την έννοια του ‘δονώ τις χορδές’ (ενός πολεμικού τόξου ή ενός
μουσικού οργάνου. Ευρυπ. Βάκχαι 784) και κατόπιν ‘παίζω άμεσα (και όχι με πλήκτρο) κάποιο
όργανο’. Μαζί με το κιθαρίζειν και καπηλεύειν το ψάλλειν κατατάσσεται από τον Πλάτωνα και
αρκετούς Έλληνες συγγραφείς στις γυναικείες και μη ανδρικές ενασχολήσεις και θεωρείται ως
χαρακτηριστικό μάλλον του υπόκοσμου. Όταν ο Αλέξανδρος σε ένα συμπόσιο έψαλλε έντεχνα
(παίζει έντεχνα ένα όργανο, μάλλον μια κινύρα) ο πατέρας του τον καταντροπιάζει μπροστά
στους παρισταμένους επειδή δεν αισχύνεται να ψάλλει όπως τα γύναια (Πλάτων, Πρωταγόρας
347d. Πλούταρχος, Περί Περικλ., 152κ.ε.). Δεν είναι τυχαίο ότι στην αρχαία Ελλάδα γινόταν
λόγος κυρίως για ψάλτριες, οι οποίες διασκέδαζαν με το οργανοπαίξιμό τους, το χορό και τις
πόζες τους τους συμμετέχοντες στα συμπόσια (Πλούτ. Περί Αράτου 6,3). Ο Αριστοτέλης
αποκλείει την διδασκαλία του ψαλσίματος από το σχολείο, επειδή δεν είναι πράγμα ηθικό αλλά
οργιαστικό (Πολιτικά VIII, 6) ενώ ο Πλάτων συνιστά το ψάλσιμο να συνοδεύεται πάντα από
λόγο, για να μην εκμαυλίζεται το πνεύμα (Πλάτων, Νόμοι ΙΙ, 669). Η ωδή και ο ψάλσιμο
κατείχαν εξέχουσα θέση στις βακχικές λιτανείες και στα άγρια ξεφαντώματα των βαρβάρων
πειρατών και των Πάρθων (Πλούτ. Αλέξανδρος 67, 5). Μαζί με τις κιθαρίστριες, οι ψάλτριες
συχνά αποτελούσαν αντικείμενο ελέγχου από την αστυνομία.
Ενώ η ψαλμωδία στους αρχαίους αποτελούσε μια υποτιμητική γυναικεία ασχολία, αντίθετα
μεγάλη εκτίμηση έχαιρε η υμνωδία. Η ετυμολογία της λ. ‘ύμνος’ δεν έχει εξακριβωθεί. Στον
Όμηρο χρησιμοποιείται με τη γεν. ‘αοιδής’ και σημαίνει κατά πάσα πιθανότητα τον ήχο (ή το
είδος) του τραγουδιού (Οδ. 8, 429). Στον Πίνδαρο (Ολυμπ. 2,1) όμως η λ. ‘ύμνος’ αποδίδει όχι
μόνον τον ήχο, αλλά και το κείμενο του άσματος. Οι ύμνοι κατατάσσονταν ανάλογα με την
λατρεία του Θεού για τον οποίο προορίζονταν (ο Παιάνας αποτελούσε επίκληση του
Απόλλωνα, ο Διθύραμβος ύμνο στον βακχικό θεό Διόνυσο) και άδονταν από χορούς εφήβων ή
παρθένων με τη συνοδεία κυρίως λύρας (και όχι ορχήστρας) αντιφωνικά ή καθ’ υπακοή (όπου οι
συμμετέχοντες έψαλλαν την επωδό ‘ιέ Παιάν, ίθι σωτήρ’). Ο Πλάτωνας απαιτεί να τηρείται η
διάκριση μεταξύ ‘ύμνων’, (οι οποίοι αποτελούν ευχές προς τον Θεό) και ‘θρήνων, παιώνων και
διθυράμβων’51. Στην Πολιτεία του (VII 184, 26) μάλιστα τιμωρείται με την ποινή της ασεβείας
50
Delling, ύμνος, ψαλμός ThWNT VIII,494-5
51
Η δομή του αρχαιοελληνικού ύμνου είναι η εξής: 1. Επίκληση και κατονομασία του Θεού 2. Αυτοπαρότρυνση προς
εξύμνηση του Θεού. 3. Παράκληση για ερχομό του Θεού. 4. Περιγραφή της καταγωγής του και της φύσεως Του μέσω
μετοχών και αναφορικών προτάσεων 5. Έκθεσις των έργων του θεού και των αρετών του σε β’ ενικό πρόσωπο 6.
Προσευχή και ικεσία για ερχομό της θεότητας. Bλ. K.Berger, Formgeschichte des Neuen Testaments, Quelle & Meyer
1984, 239 κ.ε. Η μεγάλη διαφορά του αρχαιοελληνικού από τον παλαιοδιαθηκικό ύμνο έγκειται στο ότι ο τελευταίος
αρκείται στον αίνο του Θεού και δεν καταλήγει σε παράκληση. Στα ελληνιστικά χρόνια έχουμε αρκετούς ύμνους
προς την Ίσιδα οι οποίες περιέχουν αυτοαποκαλύψεις της θεότητας με το ‘εγώ ειμί’. Το κύριο βάρος στα ελληνιστικά
χρόνια από το μέτρο (την βραχύτητα ή την μακρότητα) μετατοπίστηκε στην ισορροπία του αριθμού συλλαβών και
την τονικότητα. Δομικά στοιχεία ελληνικού ύμνου παρουσιάζει η προσευχή η οποία παρατίθεται από τον Λουκά στις
Πράξεις (4,24κ.ε.). Αποσπάσματα ελληνιστικών στωικών ύμνων συναντάμε σε χωρία της Κ.Δ.: Πρ.17,28 (εξάμετρο
ήμισυς/Αραταίου), Τιτ.1,12 ( εξάμετρο πλήρες/Επιμενίδη του Κρητός), Α Κορ. 15,33 (ιαμβικός τρίμετρος). Εξάμετρο
στίχο (_ υυ, _ _) συναντάμε και στα χωρία Ιακ.1,17.Εβρ.12,13.Πρ.23,5 (ιαμβικός τρίμετρος). Ιω 4,35 (τρίμετρος). Ο
πρώτος αυτοτελής χριστιανικός ύμνος με ελληνική δομή συναντάται στον Κλήμη τον Αλεξανδρέα (Παιδαγωγός ΙΙΙ,
101,3). Στο γνωστικό κείμενο Πράξ.Ιωαν (94 κ.ε.) ο Ιησούς ως υμνωδός στέκεται στο κέντρο ενώ τριγύρω του χορεύουν
οι μαθητές του, οι οποίοι απαντάνε με Αμήν στα λόγια Του. Στο γνωστικό επίσης Πράξ.Θωμά καταγράφονται το
γαμήλιο άσμα και το άσμα των μαργαριταριών, το πρώτο μάλιστα με συνοδεία οργάνου.
αυτός, ο οποίος εισάγει ύμνους διαφορετικούς από τους παραδεδομένους. Ο στωικός Επίκτητος,
ζώντας όχι στα ασφαλή τείχη της πόλεως / κράτους αλλά στη χοάνη μιας απρόσωπης
αυτοκρατορίας, εξατομικεύει τον αίνο προς την Θεότητα. Ο άνθρωπος οφείλει κατά το
σκάψιμο, την άσκηση άλλων γεωργικών απασχολήσεων, κατά το φαγητό να άδει τον ύμνο
‘μέγας είναι ο Θεός...’ ακόμα και για κείνους οι οποίοι είναι τυφλοί στις ευεργεσίες του Θεού
(Διατρ. I 6,16-20). Την έξαρση στην οποία μπορούσε να φτάσει η Στοά, μπορούμε να
διακρίνουμε από τον περίφημο ύμνο που έγραψε ο αθλητής, ύστερα πωλητής καρπουζιών και
ύστερα ιερέας Κλεάνθης προς τον Δία, ουσιαστικά όμως προς την αλύγιστη Ειμαρμένη52. Ο
αίνος (και μάλιστα στην ύψιστη μορφή του, τη σιωπή) αποτελεί τη μοναδική θυσία, η οποία
αρμόζει στο Θεό, αλλά και την μοναδική και ύψιστηανθρώπινη λειτουργία και αποστολή.
Στα εβραϊκά η λέξη ψαλμός/mizmor, ο οποίος συναντάται πενήντα φορές στις επιγραφές των
ψαλμών σημαίνει τόσο το παίξιμο της κιθάρας, το ίδιο το όργανο (Ψ.70,22) όσο και τον ύμνο
που συνοδεύει (Ψ. 146, 1). Την ίδια εξέλιξη είχε και το ρήμα ψάλλειν/zamar και αυτό διότι στην
ιουδαϊκή λατρεία ο ύμνος έλαβε ιδιαίτερη θέση έναντι του χορού και της οργανοπαιξίας, με τα
οποία ήταν αρχικά συνδεδεμένος. Οι υμνωδοί ονομάζονται ψαλμωδοί (Σοφ. Σειράχ 47, 9. 50, 18.
Α΄ Μακ. 11, 70) ή ψάλτες και ψαλτωδοί (Α΄ Εσδρ. 5, 42. Α΄ Παρ. 6, 33. 9, 33. 13, 8) ή ιεροψάλται (A΄
Eσδρ 1,15. 5, 27, 46. 8, 5. 22. 9,24). Αυτοί οι ιεροψάλτες του ιεροσολυμητικού Ναού δεν ήταν στην
απλά κάποιοι επαγγελματίες μουσικοί, αλλά αποτελούσαν κάτι ανάλογο των προφητών.
Πλημμύριζαν με το Πνεύμα του Θεού και συνέθεταν εναρμόνιους ύμνους προς τον προσωπικό
Θεό της Δημιουργίας και της Ιστορίας, διαμέσου των οποίων παρουσίαζαν το θέλημα του Θεού
στους ανθρώπους 53. Στο Α΄ Χρον. (Α΄ Παραλ.) 25, 1 σημειώνεται σχετικά με τους 288 ψάλτες του
Ναού: ‘Αυτοί εξήγγειλαν τις βουλές του Θεού με συνοδεία από κιθάρες, άρπες και κύμβαλα’
(Μασωριτικό). Aργότερα όμως η ψαλτική τυποποιήθηκε και θεσμοποιήθηκε. Την ψαλμωδία του
Ναού ανέλαβαν οι λευίτες. Δεν έλειψαν όμως και οι αυθόρμητες συνθέσεις ψαλμών του Θεού,
ιδίως σε ‘μοναστικές κοινότητες’ όπως αυτές των Εσσαίων (1QHodayot) και των Θεραπευτών
(Φίλων, Περί του θεωρητικού Βίου 80). Σημειωτέον ότι ο Φίλωνας ζώντας στο ελληνιστικό
περιβάλλον της Αλεξάνδρειας, στο οποίο εθεωρείτο όπως σημειώθηκε υποτιμητική η
ψαλμωδία, αποφεύγει εσκεμμένα να χρησιμοποιήσει τους όρους ψάλλειν και ψαλμός54.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Π.Δ. ως εφευρέτης του ψαλτηρίου και της κιθάρας θεωρείται ο
Ιωβάλ, ένας απόγονος του αδελφοκτόνου Κάιν (4, 21). Γνωρίζει πολύ καλά η Βίβλος ότι η
εφεύρεση των μουσικών οργάνων και γενικότερα της πόλης / πολιτισμού αποτελεί πολλές
φορές το προϊόν μια προσπάθειας του ανθρώπου να κατασκευάσει έναν τεχνητό Παράδεισο,
καταπνίγοντας την αρχέγονη φωνή του Θεού για ένωση μαζί Του. Πολλές φορές μάλιστα μέσω
της μουσικής αποπροσανατολίζεται από τον αληθινό προορισμό του, που δεν είναι άλλος παρά
η Ευχαριστία του Θεού. Αυτόν τον αποπροσανατολισμό εξέφρασε και η ελληνική Μούσα με την
περιπέτεια του Οδυσσέα με τις Σειρήνες. Μια τέτοια Πόλη/ πολιτισμός, όμως, ο οποίος
αναγάγει τη μουσική σε θρησκεία/ όπιο του λαού της πρόκειται στα Έσχατα να γκρεμισθεί (καί
φωνή κιθαρωδῶν καί μουσικῶν καί αὐλητῶν καί σαλπιστῶν οὐ μή ἀκουσθῆ ἒτι Απ. 18, 22).
Από την άλλη μεριά γνωρίζει η Βίβλος ότι το ψάλσιμο, έστω και αν δεν αναπέμπεται στον Θεό,
ουσιαστικά προδίδει την λαχτάρα του ανθρώπου για ένωση με Αυτόν, ακριβώς όπως και το
πρώτο ψάλσιμο του μωρού προδίδει την λαχτάρα για επανασύνδεση με τον παράδεισο της
52
J.Holzner, Παύλος (Μετάφρασις αρχ. Αθηνών Ιερωνύμου), Αθήναι 1973.213-5
53
Ο Ιώσηπος σημειώνει ότι ο Ελισσαίος κατά την διάρκεια του ψαλμού πλυμμρισε από το Πνεύμα του Θεού
(Αρχαιολ.9,35).
54
Βλ. M. Lattke, Hymnus. Materialien zu einer Geschichte der antiken Hymnologie. Universitätsverlag Freiburg Schweiz.
Vandenhoeck & Ruprecht Göttingen 1991, 129
αγκαλιάς της μητέρας του. Δεν είναι τυχαίο ότι το αιώνιο/διαχρονικό θέμα του ανθρωπίνου
τραγουδιού είναι η αγάπη. Γνωρίζει, επίσης, η Γραφή ότι το ψάλσιμο αποτελεί μια απαραίτητη
βιολογική λειτουργία του ανθρώπου και του σύμπαντος, γι’ αυτό και εμπεριέχει πλήθος
ποιητικών κειμένων, στα οποία προσκαλούνται ακόμη και τα έθνη και το Σύμπαν ολόκληρο σε
αίνο του Θεού (Ψ. 149-150). Την άποψη αυτή ανέπτυξαν οι Πατέρες της Εκκλησίας , οι οποίοι
τονίζουν ότι ο κόσμος ολόκληρος και ο ίδιος ο άνθρωπος ως μικρός κόσμος μέσα στον μεγάλο
κόσμο, μοιάζουν ανατομικά και οργανικά με την κατασκευή και λειτουργία του ψαλτηρίου.
Ο Μ. Βασίλειος σημειώνει ότι Ψαλτήρι είναι η κατασκευή του σώματος, συναρμοσμένο για να
υμνούμε το Θεό. Ψαλμός είναι οι πράξεις, που εκτελούνται από το σώμα και γίνονται για να
δοξάσουν τον Θεό, όταν σε αρμονία με το λογικό δεν εκτελούμε τίποτε ανάρμοστο στις κινήσεις55.
Ο ίδιος Πατέρας αλλού τονίζει ότι όπως ο άνθρωπος έχει όρθια στάση έτσι και το ψαλτήριο
είναι το μοναδικό όργανο που έχει την αιτία του ήχου στο πάνω μέρος και δείχνει την άνωθεν
χάρη, που ηχεί μέσα του παρά του αγ. Πνεύματος.. για να ζητούμε τα άνω και να μην
καταπίπτουμε στα πάθη της σάρκας εξαιτίας της ηδονής του άσματος.
Ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης αναλύει παραστατικότατα την άποψη αυτή του αδερφού του: Η αιτία,
για την οποία διαβάζουμε τους Ψαλμούς με ευχαρίστηση είναι ότι ψάλλουμε τις λέξεις
μελωδικά... Άκουσα κάποιον από τους σοφούς να αναπτύσσει τον λόγο της ύπαρξης μας, ότι ο
άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος που περικλείει μέσα του όλα όσα περιέχει ο μεγάλος
κόσμος. Η διευθέτηση του παντός είναι μια μουσική αρμονία, που είναι συναρμοσμένη με πολλούς
και διάφορους τρόπους κατά κάποια τάξη και ρυθμό, που συμφωνεί με τον εαυτό της και που δεν
αποσπάται ποτέ από τη συμφωνία αυτή, μολονότι παρατηρείται στα καθέκαστα μεγάλη
διαφορά των όντων. Γίνεται ό,τι και με το πλήκτρο. Χτυπά με τέχνη τις χορδές κι αποδίδει το
μέλος με την ποικιλία των φθόγγων. Γιατί αν ήταν ο ίδιος φθόγγος σε όλες τις χορδές, δεν θα
μπορούσε να πραγματοποιηθεί το μέλος. Έτσι η συγκρότηση του παντός με την· ποικιλία των
επιμέρους ... συνάπτεται η ίδια με τον εαυτό της και πραγματοποιεί την συμφωνία μέσα στον
κόσμο. Αυτήν τη μελωδία την ακούει ο νους χωρίς να έρχεται σε υλική επαφή μαζί της, αλλά
ξεπερνά τα αισθητήρια του σώματος...: Ανεβαίνοντας ο άνθρωπος ψηλά... ακούει την υμνωδία
των ουρανών. Έτσι μου φαίνεται ότι είχε ακούσει κι ο μεγάλος Δαβίδ αυτή τη μελωδία, όταν με
την τεχνική και πάνσοφη κίνηση που παρατηρείται στους ουρανούς άκουσε να διηγούνται την
δόξα του Θεού, που ενεργεί τα θαυμαστά σε αυτούς. Γιατί είναι αληθινά ο ύμνος της
απροσέγγιστης κι άφραστης δόξας του Θεού, αυτός που προάγεται από αυτόν τον ρυθμό η
συμφωνία όλης της κτίσης με τον εαυτό της, έστω κι αν είναι συντιθεμένη από αντίθετα. Είναι
βέβαια τα στοιχεία της φύσης αντίθετα μεταξύ τους... Παραμένει πάντα όμως και είναι ο ίδιος ο
ειρμός μέσα σε τούτα... Η συμπόρευση κινητού κι ακινήτου είναι μια αρμονία, που αποτελεί
σύμμικτη υμνωδία, θεσπέσια της παντοκρατορικής δύναμης. Αυτής της υμνωδίας ακροατής
έγινε κι ο μέγας Δαβίδ και είπε σε ένα ψαλμό, ότι υμνούν τον Θεό όλες οι ουράνιες δυνάμεις κι
όλο το σύμπαν...Η σύμπνοια και συμπάθεια όλων προς όλα ρυθμισμένη με μια σειρά και
τάξη και ακολουθία είναι η πρώτη και αρχετυπική και αληθινή μουσική, που παίζει
τεχνικά ο αρμοστής του παντός με όσα πάντα ενεργεί και με τον άρρητο λόγο της σοφίας
του.. Αν λοιπόν η συνολική διευθέτηση είναι μια μουσική αρμονία, που τεχνίτης και δημιουργός
ο Θεός κι ο άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος κι έχει γίνει κατά μίμηση εκείνου, που
συνάρμοσε τον κόσμο, η λογική μας βλέπει στον μεγάλο κόσμο τον ίδιο τον άνθρωπο.. Όπως·
σε ένα θραύσμα καθρέφτη μπορεί να δει κανείς όλο τον κύκλο του ήλιου, όσο τον χωρεί η
βραχύτητα του στιλπνού, έτσι και στον μικρό κόσμο, την ανθρώπινη φύση. διαπιστώνεται όλη η
μουσική που ακούγεται μέσα στο παν ..Αυτό δείχνει κι η κατασκευή των οργάνων του σώματος
55
ό.π. 13-19.
μας, που έγινε από τη φύση με τέχνη κατάλληλη για την δημιουργία της μουσικής. Βλέπεις τον
αυλό της αρτηρίας, τον καβαλάρη της υπερώας, την κιθαρωδία με την γλώσσα, τα μάγουλα και
το στόμα, σα να είναι χορδές και πλήκτρο; Επειδή λοιπόν, ότι είναι φυσικό η φύση το αγαπά
κι έχει αποδειχθεί ότι η μουσική είναι σύμφωνη με την φύση μας, γι αυτό το λόγο ανέμιξε
ο μέγας Δαβίδ τη μελωδία με τη διδασκαλία των αρετών, σα να σκόρπιζε στα υψηλά
διδάγματα του ένα είδος ηδονής από μέλι, με την οποία η φύση μας εξετάζει κατά
κάποιο τρόπο τον εαυτό της και τον θεραπεύει. Γιατί είναι θεραπεία της φύσης, η
ευρυθμία της ζωής, που μου υποδεικνύει τη μελωδία με αινίγματα. Κι αυτό ακριβώς γίνεται
προτροπή για ένα υψηλότερο επίπεδο ζωής. Δεν πρέπει το ήθος όσων επιδιώκουν τη ζωή της
αρετής να είναι άμουσο, παράφωνο και παράτονο, ούτε η χορδή να είναι υπερβολικά
τεντωμένη, γιατί έτσι σπάζει η συμφωνία της με τις άλλες, ούτε πάλι να χαλαρώνεται ο τόνος
στο αντίθετο για μια ηδονή χωρίς μέτρο. Με τα παθήματα αυτά χαυνωμένη η ψυχή γίνεται
κουφή κι άφωνη. Πρέπει να χαλαρώνουμε και να εντείνουμε κατά περίσταση, αποβλέποντας
στο να παραμένει η ζωή μας μελωδική κι εύρυθμη.. Γι' αυτό κι η Γραφή αποδίδει στον Δαβίδ τα
κατορθώματα της θείας μουσικής. Έφερε το Σαούλ στη λογική του κατάσταση.. Η μελωδία των
ψαλμών δεν συντέθηκε επί τη βάσει των ποιητών της έξω από τη δική μας σοφία. Γιατί η
μελωδία δεν βρίσκεται στον τόνο των λέξεων, όπως στην προσωδία. Αυτή παρεμβάλλει στους
θείους λόγους μια μελωδία άτεχνη κι ανεπιτήδευτη, επιδιώκοντας να εξηγήσει με την μελωδία
την έννοια των λεγομένων, επικαλύπτοντας κατά το δυνατόν το νόημα, που κρύβεται μέσα
στις λέξεις με ανάλογη μεταβολή του τόνου της φωνής. Αυτό είναι το προσφάγι του φαγητού,
που καταγλυκαίνει όπως γίνεται με καρυκεύματα το κύριο φαγητό των διδαγμάτων'36.
Ολόκληρος ο άνθρωπο και το σύμπαν έχουν λάβει από τον Θεό την κατασκευή του ψαλτηρίου,
προκειμένου όλα να έχουν την δυνατότητα να συν-ομιλούν και να συμψάλλουν56.
Από την παραπάνω ανάλυση μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί για τον Ισραηλίτη ο ύμνος / το
ψάλσιμο έχει ζωτική υπαρξιακή σημασία57. Όπου ο ύμνος έχει σταματήσει να αρθρώνεται από
τα χείλη, έχει χαθεί η αληθινή ζωή και ο άνθρωπος είναι υπαρξιακά νεκρός. Για τους
ορθολογιστές του Διαφωτισμού ίσχυε ‘το σκέπτομαι, άρα υπάρχω’ ( Καρτέσιος‚‘cogito, ergo
sum’). Αυτή η αρχή οδήγησε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στην ταύτιση του Λόγου με το Ratio και
στη σχιζοφρένεια να θεωρείται καθετί μή εγκεφαλικά λογικό παράλογο. Στην ελληνική
αρχαιότητα οι επιστήμες εμπνέονταν και προστατεύονταν από τις Μούσες (τις ‘ενσαρκώσεις’
της Μουσικής), τις κόρες του Δία και της Μνημοσύνης (πρβλ. Μουσείον= σημερ.Πανεπιστήμιο),
και για τον Ισραηλίτη ίσχυε το ‘ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω’, όχι μόνον γιατί με το ψάλσιμο ο
άνθρωπος πραγματώνει με ολόκληρη την ψυχοσωματική του ‘κατασκευή’ μια ύψιστη βιο-
Λογική του λειτουργία, αλλά επιπλέον διότι με την ψαλμωδία καλύπτει με τον καλύτερο τρόπο
την ύψιστη ανάγκη που έχει ως κοινωνικό ον /‘πολιτικόν ζώον΄ για να επικοινωνήσει με τον
Θεό, με τον συνάνθρωπο και ολόκληρο το σύμπαν58. Σχεδόν πάντα (εκτός από Ψ. 146,6. 147,12) η
προστακτική ‘αἰνεῖτε’ απαντάται στην Παλαιά Διαθήκη σε πληθυντικό 59 και αποτελεί
πρόσκληση για (αληθινή) επικοινωνία προς τα ‘άπιστα’ και ‘άθεα’ ειδωλολατρικά έθνη (Ψ.
56
Ε.Π.Ε Έργα Γρηγορίου Νύσσης, τόμ.6, 29 ê.å.
57
Westermann hll, loben ThAT I, 494-502
58
Η ζωή είναι ένα σύνολο ενεργούμενων σχέσεων. Ζει μόνον ό,τι σχετίζεται, δηλ. επικοινωνεί, ανταλάσσει
ενέργεια με το περιβάλλον του και ζεί τόσο χρόνο όσο διαρκεί αυτή η σχέση. Τα δύο ιδιώματα της ζωής είναι η σχέση
και η ενέργεια. Άρα ο θάνατος είναι η σχάση, δηλ. διάσπαση, διάσταση, αναίρεση σχέσεων, διακοπή
επικοινωνίας..Τίποτε δεν είναι μόνο του, αλλά υπάρχει επικοινωνώντας... Unus Christianus Nulus Christianus (η
απράμμιλη υποθήκη της χριστιανικής παράδοσης).. Το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη αλλά η συνύπαρξη (Μ.
Μπέγζος, ‘Ανατολική Ηθική και Δυτική Τεχνική. Το ορθόδοξο ήθος εναντίον της προηγμένης τεχνολογίας’, στο:
Kάλλιστος Γουέαρ κ.ά. ΄΄Ανθρωπος και Κοινωνία. Δοκίμια για την θέση του ανθρώπου στο σύγχονο κόσμο,
Συνάντηση 2, Πάφος 1991, 71κ.ε.). Τα μουσικά ρεύματα πραγματικά μέχρι σήμερα δίνουν ταυτότητα και
χαρακτηριστικά σε ολόκληρες γενιές (πχ. γενιά Beetles, Pop).
116, 1. πρβλ. Ρωμ. 15, 11) και προς αυτήν την ‘άψυχη’ (κατά τους ανθρώπους) φύση (‘πᾶσα πνοή
αἰνεσάτω τόν Κύριον’ Ψ.148-150. Δν. 3). Αυτή η πρόσκληση πραγματοποιήθηκε με τον ερχομό
του Ιησού στη γη και την άνοδό Του ως εσφαγμένο από την αγάπη Του για τους ανθρώπους
Αρνίο στον Ουρανό. Στην Αποκάλυψη η Μεγάλη Είσοδος του Αρνίου στον Ουρανό οδηγεί τους
σεσωσμένους που δεν προέρχονται αποκλειστικά από περιούσιους λαούς και όλο το Σύμπαν
στην ωραιότερη παγκόσμια συμφωνία που έχει ακούσει ποτέ η ανθρωπότητα (5, 13. πρβλ.
Ρωμ.15, 9-12. Φιλ. 8, 19)
Η κοινή συμ-φωνία και δοξολογία του Θεού δεν μεταμορφώνει τα μοναχικά άτομα σε
συντρόφους κάποιου απρόσωπου κόμματος ή συστήματος (τα οποία επίσης χρησιμοποιούν το
τραγούδι για να συσπειρώσουν τα μέλη τους), αλλά σε μέλη ενός σώματος, μιας παγκόσμιας
παραδείσιας Κοινωνίας. Η μουσική ως κοινή γλώσσα και έκφραση των πόθων και αισθημάτων
όχι μόνον της ανθρώπινης φυλής αλλά και ολόκληρου του σύμπαντος, εφόσον απευθύνεται
στον κοινό Πατέρα, στην ποιητική Αρχή και Τέλος της προσωπικής μας βιογραφίας και της
παγκόσμιας ιστορίας, επιτυγχάνει την άρση των εσωτερικών και εξωτερικών συμπλεγμάτων,
των φραγμών και των διαιρέσεων, που αποτελούν την πραγματική πηγή της δυστυχίας για
τους ανθρώπους και δεν οδηγεί στην δια-σκέδαση, αλλά στην ουσιαστική χαρά. ‘Ο Ψ.
μαλακώνει την ψυχή συσφίγγει την φιλία, ενώνει τα χωρισμένα, συμφιλιώνει τους εχθρούς.,
χορηγεί το μέγιστο αγαθό, την αγάπη.. και συναρμόζει τον λαό στη συμφωνία ενός χορού..
τρέπει σε φυγή τους δαίμονες, επιφέρει την βοήθεια των αγγέλων, όπλο στους φόβους της
νύχτας κι ανάπαυση στους κόπους της μέρας, ασφάλεια για τα νήπια, στολίδι για τους άνδρες,
παρηγοριά για τους ηλικιωμένους.. Ο Ψ. είναι το έργο των αγγέλων, το ουράνιο πολίτευμα, το
πνευματικό θυμίαμα' (Μ. Βασίλειος, P.G. 29, 212). Τις διαπιστώσεις αυτές του Μ. Βασιλείου,
εφαρμόζει σήμερα η Μουσικοθεραπεία, η οποία ήταν γνωστή στους πρωτόγονους λαούς
(πρβλ. στις Ουπανισάδες όπου ‘όλο το σύμπαν δημιουργήθηκε και συντηρείται από έναν
μουσικό Λόγο’) και στην Βίβλο (πρβλ. τον κατευνασμό του πονηρού Πνεύματος του Σαούλ με
την ψαλμωδία του Δαυίδ. Α’Βασ. 16,16) πολλούς αιώνες πριν εφαρμοστεί στην προηγμένη Δύση.
Έτσι ο ύμνος και ιδιατέρως το ψάλσιμο ως ευχαριστηριακός διάλογος του ανθρώπου με τον Θεό
και τον συνάνθρωπό του έχει ζωτική, υπαρξιακή σημασία. Η πρόσκληση ‘αινείτε δούλοι
Κύριον’ (Ψ.113,1) συνοδεύεται σχεδόν πάντα από πρόσκληση για χαρά και ευτυχία, γιατί
αποτελεί μέσον αληθινού εν-θουσιασμού και πραγματικής συναδέλφωσης. Είναι
αξιοσημείωτο ότι στην Γραφή το ‘ἀγαλλιῶμαι’ συμπορεύεται λεξιλογικά και ταυτίζεται
πολλές φορές σημασιολογικά με το ‘ὑμνῶ’ (Ψ. 50, 16 (51,14). 58,17 (59,16). Hσ. 65, 14. Λκ. 1, 46-
50. 19, 36)60. Ιδιαιτέρως στην Καινή Διαθήκη αίνος και χαρά συμπορεύονται Η πτώση και η
τραγωδία του ανθρώπου και η επί πολλούς αιώνες τύφλωση των εθνών συνίσταται σύμφωνα
59
Ο ψαλμός και ιδιαίτερα η εξομολόγηση/ο αίνος αποτελεί στην Αγία Γραφή απάντηση του ανθρώπου στον λόγο/την
κλήση του Θεού. Αυτός ο διάλογος του προσωπικού Θεού και του ανθρώπου αποτελεί μια από τις καινοτομίες της
π.διαθηκικής θρησκείας. Ο Γιαχβέ δεν εξέλεξε τον Ισραήλ ως αμίλητο και βουβό δέκτη της αυθαίρετης εξουσίας του,
αλλά τον προσκάλεσε σε μια διαθήκη, σε μια συμ-φωνία, σε ένα διάλογο. Και το έπραξε αυτό αφού Αυτός πρώτος
έδειξε την πατρική του στοργή για τον άνθρωπο και την ιστορία Του. Στον διάλογο αυτόν με τον Θεό του ο κτιστός
άνθρωπος συνειδητοποιεί τα όριά του αλλά και τον ανεξιχνίαστο μέγεθος της αγάπης του Θεού. Αυτό το στοιχείο
διακρίνει ιδιαίτερα την Κ.Δ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προς Εφεσίους Επιστολή, η οποία εισάγεται με ένα
μεγαλειώδη ύμνο, ο οποίος περιγράφει σε τρείς στροφές (στ.3-4) το μυστηριώδες και μεγαλειώδες Έργο το οποίο έχει
επιτελέσει κάθε ένα από τα τρία Πρόσωπα της αγ.Τριάδος. Κάθε στροφή καταλήγει με την επωδό ‘εἰς ἒπαινον δόξης
τῆς χάριτος αὐτοῦ'. Αυτό που μπορεί ο άνθρωπος μόνον να απαντήσει στην Αγάπη του Θεού είναι ο έπαινος/ο αίνος,
τον οποίο ο χριστιανός απευθύνει όχι απλά με τα χείλη αλλά με την ζωή του. Όπως και οι περισσότερες Επιστολές
του Παύλου οι οποίες αρχίζουν με ένα δογματικό μέρος, στον οποίο περιγράφονται τα μεγαλεία της θείας
Οικονομίας, έτσι και η προς Εφεσίους τελειώνει με ένα ‘ηθικό’ μέρος, στο οποίο δεν περιγράφεται τίποτε άλλο παρά
η υμνητική ανταπόκριση του ανθρώπου στα μεγαλεία αυτά της αγάπης.
60
Βλ.Ν.Ι.Σωτηροπούλου, Ερμηνεία Δυσκόλων χωρίων της Γραφής, Αθήνα 1990, 50 κ.ε.
με τον Παύλο στην αχαριστία. με την μη προσφορά αίνου και Ευχαριστίας στον όντως Θεό (1,
19 κ.ε.).
Στην Πρώτη Εκκλησία και την λατρεία της η οποία ακολούθησε μορφολογικά και λεκτικά την
λατρεία της Συναγωγής (πρβλ. Αμήν, Ωσαννά, Αλληλούια), το ψάλσιμο με την έμπνευση και την
καθοδήγηση του Πνεύματος της (αληθινής) Δημιουργίας και Συμ-φωνίας, αποτέλεσε το πρώτο
φανέρωμα της ζωής της (Πρ.2,47), το μέσον της θείας της κοινωνίας της με την Επουράνια
Εκκλησία και την ειδοποιό της διαφορά από τις άλλες θρησκείες που προσπαθούσαν να
σβήσουν τις ενοχές των ανθρώπων και να ικανοποιήσουν την θεία δικαιοσύνη με αίμα ταύρων
και τράγων (Εβρ.13,15). Ο ίδιος ο Ιησούς στον Μυστικό Δείπνο εξήλθε για το όρος των Ελαιών
και τον ανηφορικό δρόμο προς τον Γολγοθά και την Ανάσταση αφού μαζί με την μικρή του
συντροφιά έψαλλε το Hallel (Ψ.112-117). Το Ψαλτήριο του Δαυίδ απέκτησε εξέχουσα θέση στην
χριστιανική λατρεία, όχι μόνον διότι πολλοί ύμνοι του αναφέρονταν στον Χριστό, αλλά και
επειδή σε πολλούς ύμνους εθεωρείτο ότι ομιλεί ο ίδιος ο Ιησούς (Ψ. 21). Σύμφωνα με τον Μ.
Βασίλειο, το βιβλίο των Ψαλμών έχει συμπεριλάβει το ωφέλιμο από όλα τα βιβλία της Γραφής.
Προφητεύει τα μέλλοντα, υπενθυμίζει τα παρελθόντα, θεσπίζει νόμους για την ζωή,
υποδεικνύει τα πρακτέα και με ένα λόγο είναι ένα ταμείο καλών διδαγμάτων, που προμηθεύει
στον καθένα το κατάλληλο συμφώνως με την σπουδή του. Γιατί και τα παλιά τραύματα των
ψυχών θεραπεύει και στο νεοτραυματισθέντα δίνει γρήγορα τη γιατρειά και το άρρωστο
περιποιείται και το υγιές προφυλάσσει και γενικώς ξεριζώνει τα πάθη, που κατατυραννούν
ποικιλοτρόπως στην ζωή τις ψυχές μας. Για τούτο με κάποια μελωδική ψυχαγωγία κι
ευχαρίστηση που γεννά αγνή σκέψη' (Ρ.G. 29, 212).
Ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι το Ψαλτήρι με την διάταξη του περιεχομένου του
επαναφέρει την απολιθωμένη φύση μας στην πρωταρχική ψαλτηριακή /ευχαριστηριακή
'κατασκευή της: 'Σαν να έχει απολιθωθεί η φύση μας με την προσκόλληση μας στην ύλη, ο
λόγος που μας σμιλεύει να μοιάσουμε με τον Θ. βαδίζει προς την πραγματοποίηση του σκοπού
του με μια σειρά και μια διαδικασία. Μας χωρίζει πρώτα από ένα είδος ατόφιας πέτρας, την
κακία, στην οποία είχαμε προσκολληθεί, κόβει έπειτα την περιττή ύλη και χαράζει ότι μένει για
να το κάνει όμοιο μ' αυτό που σκέφτεται, αφαιρώντας ότι εμποδίζει την ομοιότητα. Κι έτσι
ξύνοντας και λυαίνοντας την .διάνοια μας με την λεπτότερη ανάλυση των εννοιών μορφοποιεί
μέσα μας τον Χριστό με τους τύπους της αρετής, όπως ήμασταν σύμφωνα με την εικόνα του.. Η
τάξη της σμίλευσης περιλαμβάνεται στους Ψαλμούς που δεν τους ενδιαφέρει η Ιστορία, αλλά
αποσπούν πρώτα από την κακία...και με συνεχή ακολουθία η μίμηση προχωρεί προς το τέλειο..
Οι Ψαλμοί είναι τα διάφορα όργανα του γλύπτη, που δεν τον ενδιαφέρει ποιο εργαλείο
κατασκευάστηκε πρώτο'1. Ολόκληρη δηλ. η ύπαρξη του ανθρώπου οδηγείται με τους Ψαλμούς
από τον φόβο του Κυρίου (Ψ. 1) στο 'άλληλούια' (Ψ. 150)61.
Φυσικά την μεγαλειώδη έξαρση στο ψάλσιμο και στον αίνο έδωσαν στην Πρώτη Εκκλησία τα
μεγαλειώδη ‘ξένα και παράδοξα’ μυστήρια της θείας Οικονομίας, τα οποία επιτέλεσε ο Ιησούς
61
ό.π. Στις Επιγραφές, 181-3. 'Προτρέπει τη ζωή σου να είναι ψ. που δεν αντηχεί με γήινους φθόγγους (και φθόγγοι
είναι τα νοήματα) αλλά που συνθέτει τον ήχο του καθαρό από ήχους υψηλούς κι ουράνιους. Με την ωδή νοείται η
ορατή ευπρέπεια της ζωής.. Όποιοι πραγματοποιούν με ζήλο μαζί και το ήθος της ζωής τους αυτοί με την
εξωτερική τους ευπρέπεια φανερώνουν στους άλλους όπως με τον λόγο την αρμονία της ζωής τους. Όταν το
αγαθό κατορθώνεται με την σύμπτωση της κτιστής ζωής και της πνευματικής θεωρίας, πραγματοποιείται η ωδή
ψαλμωδία. Ψ. είναι το νοερό αγαθό ή με την ωδή νοείται το ήθος κι η εξωτερική ευπρέπεια...Ο τόνος της προσευχής
μας γίνεται εσώψυχος και εκ βαθέων, όταν κατανοήσουμε σε τι είμαστε φτωχοί κι απαυδήσουμε να λαχταρούμε τα
ποθούμενα. Κι έτσι η δέηση ξεχύνεται από τα μάτια μας κι αντί λόγια χρησιμοποιεί δάκρυα./Προσευχή Μωυσή,
ανθρώπου του Èåïý’..(Ε.Π.Ε Έργα Γρηγορίου Νύσσης, Στις Επιγραφές όπ 107)
Χριστός. Είναι πολύ σημαντικό ότι όσα κείμενα ομιλούν για την θεότητα και προàπαρξη του
Λόγου (δηλ. θεολογούν), για την δημιουργία και αναδημιουργία του σύμπαντος στην Καινή
Διαθήκη είναι στην πλειονότητά τους κείμενα υμνητικά62. Και πώς να μήν είναι ποίηση και
μέλος αφού τόσο η δημιουργία, όσο και η αναδημιουργία αποτελούν αρμονικά ποιήματα του
‘αριστοτέχνη Λόγου’; Από την αρχή η Εκκλησία και το Πνεύμα που την εμψυχώνει και την
καθοδηγεί σύμφωνα με τον Μεγ.Βασίλειο (P.G. 29, 190d)63 ανέμειξαν τα απροσπέλαστα στη
λογική δόγματα με το ευχάριστο της μελωδίας και τα εναρμόνια μέλη έτσι ώστε ‘λανθανόντως’
να υποδεχτούμε τον ωφέλιμο λόγο στην καρδιά μας και να εκπαιδευτούμε στην αλήθεια, η
οποία δεν είναι κάποια αόριστη ιδέα αλλά ο ίδιος ο σαρκωμένος Λόγος64. Δεν είναι καθόλου
τυχαίο ότι και οι τρεις Θεολόγοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν ποιητές. Ο Ιωάννης ο
‘θεολόγος’, ο οποίος άκουσε τον παλμό της καρδιάς του Ιησού κατά τον Μυστικό Δείπνο,
έγραψε ένα Ευαγγέλιο το οποίο εισάγεται με τον μεγαλειώδη ύμνο του δημιουργού Λόγου και
διακρίνεται από άφθαστη ποιητικότητα και δραματικότητα (όπως και η Αποκάλυψή του). Είναι
γνωστοί οι εξαίρετοι ύμνοι του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγ. Συμεών, όπως επίσης
είναι γνωστό ότι ο κατεξοχήν δογματικός θεολόγος της Εκκλησίας Ιωάννης ο Δαμασκηνός
είναι και ο συγγραφέας των Κανόνων της. Άλλωστε και στην αρχαία Ελλάδα ο
ποιητής/υμνωδός, (όπως και ο Προφήτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης) εθεωρείτο ότι
μπορεί να υμνολογήσει, εφόσον γίνει πρώτα ένθεος. Ο Ησίοδος στην εισαγωγή της Θεογονίας
του τονίζει ότι τα ποιητικά της μέρη αποτελούν ‘αυδήν θείην’, έμπνευση των Μουσών.
Όπως διαφαίνεται από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αλλά και από την επιστολή του
επάρχου Βιθυνίας Πλινίου προς τον Τραϊανό η Πρώτη Εκκλησία συνέθεσε πλήθος αντιφωνικών
ύμνων προς το πρόσωπο του Χριστού (carmen Christo)65 και όχι μαγικές φόρμουλες όπως τους
62
Είναι γνωστό ότι ο έρρυθμος λόγος προσλαμβάνεται ευκολότερα από τον άνθρωπο, ο οποίος από την σκοτεινή
μήτρα της μητέρας του εθίζεται σε ρυθμικά ακούσματα (κτύποι καρδιάς και άλλων οργάνων), στη νηπιακή ηλικία
γαληνεύει με το ρυθμικό νανούρισμα και στην ώριμη ηλικία του έχει την ιδιότητα να συγκρατεί ευκολότερα έρρυθμα
ποιητικά κείμενα. Oι ψαλμοί και ύμνοι έχουν άλλωστε την ιδιότητα και την δύναμη να απευθύνονται όχι απλά στον
εγκέφαλο, στο μισό άνθρωπο, αλλά να δονούν χορδές του συνειδητού και ασυνειδήτου. Γι’ αυτό και στην αρχαιότητα
ο ποιητής και ο ρήτορας ήταν συγχρόνως συνθέτης. Τα κείμενα γράφονταν με ποιητικό ρυθμό και τα απήγγειλαν με
συνοδεία φλογέρας, κιθάρας, λύρας, άρπας και άλλων οργάνων (όπως ο Γράκχος).
63
‘Τι έκανε το άγ. Πνεύμα βλέποντας ότι το ανθρώπινο γένος δύσκολα οδηγείται στην αρετή κι ότι εμείς εξαιτίας της
ηδονής παραμελούμε την ορθή ζωή; Ανέμιξε την ευχαρίστηση της μελωδίας με τις αλήθειες της πίστης, ώστε να
δεχόμαστε χωρίς αντίδραση την ωφέλεια των λόγων, που ακούονται γλυκά κι απαλά. Έτσι κι οι σοφοί γιατροί
προσφέρουν και τα πικρότερα φάρμακα να τα πιουν δύσκολοι άρρωστοι, αλείφοντας το ποτήρι με μέλι. Γι' αυτό
επινοήθηκαν τα αρμονικά τραγούδια των ψαλμών ώστε και τα παιδιά ή γενικώς οι ανώριμοι στο ήθος να φαίνεται
μεν ότι ψάλλουν στην πραγματικότητα, να μορφώνονται ψυχικά Γιατί κανείς από τους αμελείς δεν έφυγε
συγκρατώντας εύκολα στην μνήμη του αποστολικό ή προφητικό παράγγελμα. Τα λόγια όμως των ψ. τραγουδιούνται
στα σπίτια και στην αγορά κι εάν κανείς από κείνους που γίνονται θηρία από τον θυμό, αρχίσει να λέγει ψ. αμέσως
φεύγει η αγριότητα από την ψυχή του γιατί την αποκοίμισε με την μελωδία...Ενυπάρχει τέλεια θεολογία, προφητεία
της ενανθρώπισης του Χ., απειλή της κρίσεως, ελπίδα αναστάσεως, φόβος κολάσεως, υποσχέσεις δόξας,
αποκαλύψεις μυστηρίων
64
΄ Η Πρώτη Εκκλησία χρησιμοποίησε τους ύμνους ως μέσον νουθεσίας (Κολ.3,16). Αυτό είναι εμφανές στην προς
Φιλιππησίους όπου ο Παύλος παραθέτει έναν ωραιότατο χριστολογικό ύμνο στον οποίο περιγράφεται η
συγκλονιστική κάθοδος, η άκρα ταπείνωση και η καταπληκτική ενθρόνιση του Χριστού προκειμένου να
παρακινηθούν οι Φιλιππήσιοι στην ταπείνωση και στην ενότητα (πρβλ.Ρωμ.15,3.Κολ.3,13, Β Κορ.8,9.Εφ.4,32. Εβρ.1,22.
Α’ Πε. 2,21-25 ‚άσμα του Πάθους‘).
65
Αυτοί οι ύμνοι που σύζονται στην Καινή Διαθήκη διαιρούνται σε εκείνους οι οποίοι χρησιμοποιούνταν στις
συνάξεις των χριστιανών που κατάγονταν από την Παλαιστίνη, σε εκείνους που ψάλλονταν στις χριστιανικές
συνάξεις των ελληνιστών ιουδαίων (κατά το πρότυπο του ύμνου προς την Σοφία βλ.Σοφ.Σολ.7,22-8,1) και σε εκείνους
που ψάλλονταν στις συνάξεις των Χριστιανών που προέρχονταν από τα ειδωλολατρικά έθνη. Eνώ ο ιουδαϊσμός
αντιλαμβανόταν τον Ιησού ως τελειωτή της ιστορίας, οι ελληνιστές τον αντιλαμβάνονταν ως τον
δημιουργό/κυρίαρχο των δυνάμεων του κόσμου/σύμπαντος. Ανάλογο λοιπόν περιεχόμενο έλαβαν και οι ύμνοι. Oι
καινοδιαθηκικοί ύμνοι κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες. Στην α’ κατηγορία κατατάσσονται οι ύμνοι οι οποίοι
κατηγορούσαν οι αντίπαλοί τους. Σύμφωνα με τον θεοφόρο Ιγνάτιο ο Ιησούς ως ο παναρμόνιος
Λόγος της δημιουργίας ‘άδεται’ και μάλιστα ‘εν ταις καρδίαις’ από τους πιστούς οι οποίοι
πρέπει να είναι ενωμένοι με τον επίσκοπο, όπως οι χορδές στην κιθάρα (Εφ.4,1). Ο εθνικός
Πλίνιος στην πολυσυζητημένη επιστολή του προς τον Τραϊανό αναφέρει ότι στις κυριακάτικες
συναθροίσεις τους οι Χριστιανοί έψαλλαν αντιφωνικά ύμνους στον Χριστό ως Θεό (Χ, 26). Οι
ίδιοι οι διωγμοί, που υφίσταντο οι χριστιανοί, δεν οφείλονταν απλώς στη λατρεία του Χριστού,
αλλά ακριβώς στη λατρεία Του ως Θεού. Δυστυχώς ο πλούτος των χριστολογικών ύμνων δεν
διασώθηκε λόγω της επιφυλακτικότητας έναντι μη παλαιοδιαθηκικών ψαλμών και ύμνων και
λόγω της αντίδρασης της επισήμου Εκκλησίας στην πληθώρα των νεωτερικών ύμνων, τους
οποίους συνέθεταν και χρησιμοποιούσαν οι γνωστικοί και οι λοιποί αιρετικοί66. Όπως
ισχυρίζεται ο ανώνυμος συγγραφέας του βιβλίου εναντίον του Αρτέμωνος (αρχές 2 ου αι. μ.Χ.),
όχι μόνον οι παλαιότεροι συγγραφείς επιβεβαιώνουν τη θεότητα του Χριστού, αλλά ψαλμοὶ δὲ
ὅσοι καὶ ᾠδαὶ ἀδελφῶν ἀπ΄ ἀρχῆς ὑπὸ πιστῶν γραφεῖσαι τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστὸν,
ὑμνοῦσιν θεολογοῦντες (Ευσεβίου Ε. Ι. 5.28.5). Ακόμα και η κρίση από το Θεό αποτελούσε
αφορμή (όχι τρομοκρατίας) αλλά δοξολογίας (πρβλ. ύμνους της Αποκαλύψεως). Χάθηκαν
όμως, όπως δυστυχώς και το έργο ‘Ψάλτης’ του Ιουστίνου, το οποίο μαρτυρεί ο Ευσέβιος (4,18,6).
Αυτοί οι ψαλμοί, ύμνοι και ωδές της πρώτης Εκκλησίας προς το πρόσωπο του Ιησού
αποτελούσαν ‘συνθέσεις’ του αγ.Πνεύματος. Το αγ.Πνεύμα το οποίο εμπνέει και διευθύνει
στον ουρανό τον χορό των αγγέλων, οδήγησε τους προφήτες της Πρώτης Εκκλησίας στη
σύνθεση και εκτέλεση ψαλμών. Οι ίδιοι οι ψαλμοί αποτελούσαν με την σειρά τους μέσα
πληρώσεως του πιστού με αγ.Πνεύμα (Εφ. 5, 18). Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο Πρ. 10, 46. Η
έλευση και η έκχυση του Πνεύματος στους ως κύνες θεωρούμενους από τους Ισραηλίτες
εθνικούς έχει ως αποτέλεσμα τη γλωσσολαλιά και την ψαλμωδία προς τον Θεό. Ενώ στις
οργιαστικές τελετές χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα ο οίνος και τα άσματα ως μέσα
έκστασης/πλήρωσης με το πονηρό Πνεύμα, στη νεοσύστατη Εκκλησία η ψαλμωδία
πνευματικών ύμνων και ωδών και μάλιστα όχι από τα χείλη αλλά από την καρδιά οδηγεί στη
εισάγουν τις δύο παράλληλες διηγήσεις της γέννησης του Ιωάννη του Προδρόμου και του Ιησού στο κατά Λουκάν
Ευαγγέλιο. το ‘Μεγαλύνει’ (1, 46-55, Magnificat) και το ‘Ευλογητός’ (1,68-79, Benedictus) , το ‘Δόξα εν υψίστοις’ (2,14
Gloria in excelsis) και το Νυν απολύεις (2,29-32, Nunc dimittis), καθώς επίσης και οι ύμνοι της Αποκαλύψεως. Στην β’
κατηγορία κατατάσσονται οι περισσότεροι χριστολογικοί ύμνοι των επιστολών του Παύλου και του κατά Ιωάννην
Ευαγγελίου (Φιλ.2,6-11 Κολ.1,15-20, Α Τιμ 3,16, Ιω 1,1-18). Στην γ’ κατηγορία ανήκει ο ύμνος Εφ.5,14, ο οποίος έχει
αρκετά παράλληλα στοιχεία με ύμνους που άδονταν στα μυστήρια της Ίσιδος και του Μίθρα. O R.Deichgräber
(Gotteshymnus und Christushymnus in der frühen Christenheit, Untersuchung zu Form, Sprache und Stil der
frühchristlichen Hymnen. Göttingen 1967) διαιρεί τους χριστιανικούς ύμνους ανάλογα με το αν απευθύνονται στον
Θεό, όπως συμβαίνει κυρίως με εισαγωγικές Ευλογίες των Επιστολών (Εφ.1,3-14.Α Πε 1,3-5,.Κολ.1,12-14) ή στον Ιησού
Χριστό. Οι ύμνοι μπορούν να διαιρεθούν ανάλογα με το περιεχόμενό τους σε άσματα καθόδου (Φιλ.2,6-11. Α’ Τιμ.3,16.
Α’ Πε.1,20.3,11) άσματα δημιουργίας και ενθρόνισης (Εβρ.1,3. Κολ.1,15-20) και άσματα εξιλασμού (Ιγν.Εφ.19,2) .
66
Όλες οι αιρετικές ομάδες, Μοντανιστές και Εβιωνίτες, γνωστικοί του Βασιλείδη και Βαλεντίνου, ο Μαρκίωνας, οι
Οφίτες και αργότερα οι Μανιχαίοι χρησιμοποιούσαν νέους ύμνους, τους οποίους θεωρούσαν ως προϊόν του αγ.
Πνεύματος και δεν χρησιμοποιούσαν το Ψαλτήρι επειδή δεν αποδέχονταν την Επίσης χρησιμοποιούσαν
ειδωλολατρικά μετρικά σχήματα και ελληνική-ρωμαϊκή μουσική, η οποία διακρινόταν για τον ερωτισμό και τον
συναισθηματισμό της. O Schattenmann (Studien zum Neutestamentlichen Prosahymnus, München 1965, 49 κ.ε.) έχει
αποδείξει ότι ολόκληρη η καθολική επιστολή Ιούδα έχει γραφεί με ρυθμό σε αντιθετικό παραλληλισμό προς το
ποιητικό έργο ‘Απόφαση’ του πατέρα του Γνωστικισμού Σίμωνα του Μάγου. Την ίδια πολεμική σε γνωστιικίζουσες
ιδέες επιχειρεί και ο ωραιότατος εισαγωγικός ύμνος του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Ο Άρειος για παράδειγμα
έγραψε άσματα ναυτικά και επιμύλια και οδοιπορικά. Η αντίδραση της Εκκλησίας ήταν ο περιορισμός της
λειτουργικής υμνολογίας στους παλαιοδιαθηκικούς ψαλμούς. Αυτό διαφαίνεται στο τέλος του κανόνα 59 της
Συνόδου της Λαοδικείας (364μ.Χ.) όπου απαγορεύεται η λειτουργική χρήση ιδιωτικών ψαλμών και ακανόνιστων
βιβλίων και με τον 15ο κανόνα της ιδίας Συνόδου «περί του μη δειν πλην των κανονικών ψαλτών, των επί τον
άμβωνα αναβαινόντων και από διφθέρας ψαλλόντων». Έτσι η υμνολογία της χριστιανικής Εκκλησίας ακολούθησε
την πορεία της ισραηλιτικής υμνολογίας, η οποία επίσης είχε προ πολλού γίνει «προνόμιο» των Λευιτών.
νηφάλια εκείνη μέθη, την αγαλλίαση (‘ευθυμεί τις; ψαλλέτω’ Ιακ. 5, 13) τον εν-θουσιασμό του
ανθρώπου. ‘Ήξεραν τότε οι ευνούχοι ιερείς των τεραστίων Ναών της Αφροδίτης στην Έφεσο
και του Διός στην Πέργαμο ‘όπως οι σημερινοί δερβίσηδες (...και D.J.) να κρατούν αναμμένο τον
ενθουσιασμό με τις αδιάκοπες κραυγές, τα κύμβαλα και τα πνευστά όργανα. Σε αντίθεση προς
αυτούς οι απόστολοι υμνούσαν τον Θεό ακόμα ευρισκόμενοι στην απαίσια φυλακή και
πλημμυρισμένοι στο αίμα όπως οι Παύλος και Σίλας (Πρ.16,25)’ (Holzner). Αυτή όμως η
απέριττη ψαλμωδία είχε σαν αποτέλεσμα να σεισθούν τα θεμέλια όχι μόνον της φυλακής των
Φιλίππων και της καρδιάς του εκατοντάρχου, αλλά τα θεμέλια ολόκληρης της Ευρώπης,
ολόκληρου του κόσμου (πρβλ. την πτώση της Ιεριχώ δια της μουσικής στο Κρ. 6).
Το Α’ Κορ. 14, 14 αποδεικνύει ότι το ψάλσιμο (είτε με το πνεύμα, είτε με το νου) αποτελεί μια
από τις εκδηλώσεις και εκφράσεις του αγ.Πνεύματος, η οποία έχει θέση κατεξοχήν στην
σύναξη των αγίων. H ψαλμωδία αποτελεί μορφή Προφητείας (και όχι επιδειξιομανίας) η οποία
(σύμφωνα με τον Παύλο) πρέπει να οικοδομεί τη Σύναξη. Ο ρυθμός και το μέλος
υπηρετούν/ερμηνεύουν τον λόγο και αυτή άλλωστε ήταν η αιτία για την οποία δεν
χρησιμοποιήθηκε τελικά το εκκλησιαστικό όργανο στην ορθόδοξη λατρεία. Ο αίνος του Θεού
στην Πρώτη Εκκλησία αποτελούσε κήρυγμα, ιεραποστολή, θεολογία, εσχατολογία και όλα αυτά
τα στοιχεία δεν μπορεί να τα περιέχει η μουσική ενός άψυχου οργάνου αλλά μόνον η
ανθρώπινη έκφραση.
Η ψαλτική ήταν ευθύς εξ αρχής ενταγμένη οργανικά στην λειτουργία ολόκληρης της
Εκκλησίας/Συνάξεως (στο ‘ομοθυμαδόν’ Πρ. 2, 46. Ρωμ. 15, 6). Ήταν μέσον με το οποίο
ολόκληρη η κοινότητα υμνούσε τον Ιησού και δια του Ιησού τον Θεό ως Αββά (μπαμπά)- Πατέρα
αλλά και εξέφραζε έτσι την ιδιαιτερότητά της έναντι των άλλων ιουδαϊκών και εθνικών
συνάξεων. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά των ‘ορθοδόξων ύμνων’ από τις αντίστοιχες
γνωστικές ωδές ‘του Σολομώντος’, τις οποίες απηύθηνε στον Θεό το άτομο. Γι’αυτό, ίσως, όσοι
μεγαλειώδεις πρώιμοι χριστιανικοί ύμνοι διασώθηκαν παρατιθέμενοι έμμεσα στα βιβλία της
Κ.Δ., έμειναν ανώνυμοι. Ο Ιγνάτιος σημειώνει ότι ο Ιησούς άδεται ‘ἐν τῇ ὁμονοία ὑμῶν καί
συμφώνῳ ἀγάπη... καί οἱ κατ'ἂνδρα δέ χορός γίνεσθε, ἳνα σύμφωνοι ὂντες ἐν ὁμονοία χρῶμα Θεοῦ
λαβόντες ἐν ἑνότητι ἂδετε ἐν φωνῇ μιᾶ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ τῶ Θεῷ καί Πατρί' (Εφ. 4, 1). Ο ίδιος
αποστολικός Πατέρας παρακαλούσε τους Ρωμαίους να γίνουν χορός, ο οποίος να άδει τον
Πατέρα διαμέσου του Ιησού ‘’εν αγάπη’ (Ρωμ. 2, 1 κ.ε.). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην
πρωτοχριστιανική τέχνη ο Ιησούς απεικονίζεται ως Ορφέας.
Συγκινητική ήταν στην αρχαία Εκκλησία στην ψαλμωδία του λαού συμπεριλαμβανομένων των
γυναικών και των παιδιών. Στις Διαταγές των Αποστόλων σημειώνεται με έμφαση: ‘Ο λαός
λεγέτω. ‘Κύριε ἐλέησον’ καί πρό πάντων τά παιδία᾿ (II, 57.2). Οι αναγνώστες οι οποίοι μελωδικά
ήδη από τον 4ο αι. στη Δύση και προπαντός στην Ρώμη διάβαζαν το αποστολικό ανάγνωσμα
ήταν προπαντός παιδιά, τα οποία ζούσαν σε ιδιαίτερες κοινότητες που διηύθηνε η Εκκλησία67.
Η εμπειρία μου ως παιδαγωγού από την διδασκαλία ‘βυζαντινών’ ύμνων σε παιδιά της
αλλοδαπής (στην περιοχή της Φρανκφούρτης), των οποίων μάλιστα η Ελληνική είναι
δευτερεύουσα γλώσσα, αποδεικνύει την απήχηση που έχουν οι μονοφωνικοί λιτοί λειτουργικοί
ύμνοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα μικρά παιδιά, προφανώς γιατί με τη μονοφωνικότητα και
την ποικιλία των ήχων τους ικανοποιούν το παιδικό αίσθημα για αυτοέκφραση και
συνέκφραση. Ισχύει δηλ. για την βυζαντινή μουσική, ότι και για την βυζαντινή εικόνα.
67
Βλ. Π.Ν.Τρεμπέλα, Λειτουργικοί τύποι της Δύσεως και Διαμαρτυρομένων AGENDA, Αδελφότης Θεολόγων Ο
Σωτήρ, Αθήναι 1966, 43
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ψαλτική τέχνη, ως τέχνη η οποία ‘ψαύει’ τον Θεό, την
κατασκευή/ ύπαρξή μας, τον συνάνθρωπο και το σύμπαν είναι τέχνη ‘λειτουργική’. Δυστυχώς
στις ημέρες μας η τέχνη αυτή στην οποία οφείλει η ελληνική γλώσσα, η εθνική μας υπόσταση
και η ορθόδοξη πίστη μας την επιβίωσή τους μέσα από χρόνια δύσκολα και σκοτεινά (πρβλ. το
Χριστός –η Ελλάς- ανέστη στα χρόνια της δουλείας), έχει γίνει στις ημέρες μας προνόμιον
μόνον των ιεροψαλτών, οι οποίοι πολλές φορές δεν έχουν το πνευματικό ήθος και την μόρφωση
για να λειτουργήσουν τουλάχιστον ως ερμηνευτές (όπως πολύ ωραία χαρακτηρίζονται στην
Ελληνική οι καλλι-τέχνες) της θεολογίας των ύμνων προς τον λαό και λειτουργούν ως
εκτελεστές. Σημειώνει με έμφαση και κάποια δεικτικότητα ο Μ.Βασίλειος 'Δεν ψάλλει στον Θεό
εκείνος, που προφέρει με το στόμα του τα λόγια του ψ., αλλά όσοι αναπέμπουν ψ. από καθαρή
καρδιά κι όσοι είναι όσιοι και διατηρούν την πίστη στον Θ. αυτοί μπορούν να ψάλλουν στον Θ.
γιατί ακολουθούν τους αρμόζοντεςπνευματικούς ρυθμούς. Πόσοι πόρνοι, κλέφτες, ψευδολόγοι,
παρίστανται εδώ στην Εκκλησία; Νομίζουν ότι ψάλλουν, χωρίς να ψάλλουν στην
πραγματικότητα. Δεν μπορεί δέντρο πονηρό να φέρνει καλούς καρπούς, ούτε πονηρή καρδιά
ρήματα ζωής. Καθαρίστε τις καρδιές σας για να αποδώστε πνευματικούς καρπούς κι αφού
γίνετε όσιοι αν ψάλλετε με σύνεση στον Κ. 1. Όταν η ψαλμωδία βρίσκεται σε αφθονία των
φυσικών της καρπών τότε η ψαλμωδία εκτελείται με μεγάλη φωνή. Όταν όμως δέχεται την
ενέργεια του αγ. Πνεύματος τότε ψάλλει με άνεση και γλυκύτητα και προσεύχεται μόνον με
την καρδιά. Στην πρώτη περίπτωση ακολουθεί η φωτισμένη χαρά και στη δεύτερη το
πνευματικό δάκρυ και κατόπιν μια ήρεμη και χαρούμενη ψυχική διάθεση. Επειδή με την μέτρια
φωνή, η μνήμη του Θ. γίνεται θερμή και προξενεί στην καρδιά έννοιες ήπιες και κατανυκτικές.
Εκεί βλέπουμε πράγματι τον σπόρο της προσευχής να σπέρνεται με δάκρυα στη γη της καρδιάς
με την ελπίδα της χαράς του θερισμού. Όταν μας κατέχει βαρυθυμία, τότε πρέπει δυνατότερα
να ψάλλουμε ανακρούοντας τους φθόγγους της ψυχής με την χαρά της ελπίδας, μέχρις ότου
διαλυθεί το βαρύ αυτό σύννεφο με τους ανέμους της ψ.' (Διάδοχος Φωτικής)68.
Ενώ μέχρι τα πρόσφατα χρόνια ιδίως τα άσματα της θείας Λειτουργίας και μάλιστα τα
Λειτουργικά δεν ήταν τονισμένα σε ποικίλους ήχους αλλά ψάλλονταν σύμφωνα με την αρχαία
Παράδοση απλούστατα σε κάθε Λειτουργία έτσι ώστε όλος ο λαός (ως ‘ιεράτευμα) να
διαλέγεται με τον ιερέα, να ακούει την μεγαλειώδη ευχή της Αναφοράς, και να μεταρσιώνεται
στο επουράνιο θυσιαστήριο τελεσιουργώντας μαζί του την θεία Λειτουργία (και όχι
αποτελώντας απλώς τον θεατή ενός δρώμενου), από τις αρχές του 20ουαι. θεσπίσθηκε πλήθος
‘λειτουργικών’ ανάλογα με τον ήχο που δεσπόζει στον Όρθρο της Κυριακής των οποίων
μάλιστα οι μουσικές γραμμές πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στην μυσταγωγία της
στιγμής, αλλά αποτελούν μέσον επίδειξης των φωνητικών δυνατοτήτων του ιεροψάλτη 69. Τα
λειτουργικά εξ ορισμού (πρέπει να) αποτελούν τόσο έργο προς τον λαό (όπως αρχικά σήμαινε ο
όρος ‘λειτουργία’) όσο και έργα του λαού. Γι’αυτό άλλωστε η Ορθοδοξία διατήρησε στην
Ψαλτική την μονοφωνία και όχι την πολυφωνία (η οποία θεσπίσθηκε την Καρλομάγνεια
Περίοδο απηχώντας ίσως την ταξική διαστρωμάτωση της φραγκοποιημένης κοινωνίας) έτσι
ώστε όλοι ανεξάρτητα από το γένος, την καταγωγή, την την ηλικία και την μουσική παιδεία ή
68
Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, Μετάφραση Α.Γ.Γαλίτης, Εισαγωγή-Σχόλια Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης,
Φιλολογική επιμέλεια Ιγνάτιος Σακαλής, τόμ.1, 308
69
Στη Φιλοκαλία ο Πέτρος σημειώνει σχετικά: Η Εκκλησία καλά και θεάρεστα δέχθηκε τα άσματα και τα λοιπά
τροπάρια, για την ασθένεια του νου μας. Για να υμνούμε με την γλυκύτητα της μελωδίας τον Θ. εμείς που δεν
έχουμε γνώση επειδή δεν θέλουμε. Εκείνοι που έχουν γνώση κι εννΠούν τα λεγόμενα, έρχονται σε κατάνυξη. Και
σαν με σκάλα ανεβαίνουμε στο επίπεδο να έχουμε καλές έννοιες, κι όσο προοδεύουμε με την συνήθεια των κατά Θ.
εννοιών τόσο ο πόθος του Θ. μας έλκει στο να εννί Ιούμε και να προσκυνούμε τον Πατέρα πνευματικά κι
αληθινά.ώστε τα άσματα κι οι ψαλμωδίες είναι φάρμακα της ψυχικής μας αρρώστιας ενώ τα άλλα τελειότητες του
νου. γιατί όλα είναι καλά στον καιρό τους (ό.π. 108)
φωνητική ευχέρεια70 να συμμετέχουν στη Λειτουργία της ύπαρξης και της Εκκλησίας, η οποία
από τη φύση της είναι ‘έργο του λαού’, η λατρεία αλλοιώθηκε σε έργο ‘για δύο. Τον ιερέα και
τον ψάλτη.
Είναι γνωστό ότι ο Λούθηρος (ο οποίος ήταν μουσικός / τενόρος ο ίδιος και παίκτης λαούτου και
ρωμαιοκαθολικός ιερέας) προσπάθησε να διαδώσει στα λαϊκά στρώματα την Μεταρρύθμισή
του εξοστρακίζοντας από την λατρεία δύο πράγματα. Πρώτον την ακαταλαβίστικη λατινική
γλώσσα και δεύτερον την πολυφωνία σε αντιστικτική επεξεργασία, η οποία ήταν τέχνη για την
ελίτ (το οποίο πέτυχε θεσπίζοντας το χορικό, ένα εύκολο κι ευχάριστο μουσικό είδος
στηριγμένο πολλές φορές σε γνωστές λαϊκές μελωδίες). Στον Λούθηρο αποδίδονται δύο
αξιοσημείωτα ρητά: ‘ύστερα από την θεολογία τη μεγαλύτερη θέση και τιμή αποδίδω στη
μουσική. Δεν θ’άλλαζα τις μικρές μου μουσικές γνώσεις με οτιδήποτε μεγαλύτερο’ / ‘ο διάβολος
δεν έχει το δικαίωμα να κρατά όλες τις μελωδίες για τον εαυτό του’. Δυστυχώς, όμως, ενώ
άλλαξε το ίδιο του το όνομα από Ludher σε Luther (δηλ. Ελευθέριος) ένεκα της συμπάθειάς του
προς τους Έλληνες, δεν κατάφερε να ανακαλύψει τον αρχέχονο λατρευτικό πλούτο της
Ορθοδοξίας και η λειτουργία της εκκλησίας του παρόλους τους μοντέρνους μουσικούς ρυθμούς
έμεινε φτωχή. Κάποιος προτεστάντης ερμηνευτής σχολιάζοντας τα λατρευτικά κείμενα της
Αποκάλυψης δόξαζε τον Θεό επειδή στην Καινή Ιερουσαλήμ δεν θα ακούγονται μονότονα
πολύωρα κυρήγματα, αλλά μόνον ύμνοι. Και πραγματικά ο ύμνος/η ψαλμωδία είναι η
μοναδική δραστηριότητα του ανθρώπου η οποία έχει ...(αιώνιο) μέλλον! Είναι η μοναδική τέχνη
που ακούγεται από την στιγμή της δημιουργίας (Ιώβ 38,7) και θα ακούγεται και μετά την
ανακαίνισή της.
‘Ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της σύγχρονης Ορθοδοξίας είναι ότι οι Θεολόγοι
αναπτύσσουν την ‘Ευχαριστηριακή Θεολογία’ μόλο που στις περισσότερες Λειτουργίες δεν
κοινωνεί κανένας’71. Πιστεύω βαθύτατα ότι εάν θέλει η Ορθοδοξία να καυχάται για την μετοχή
του λαού στην Λειτουργία και την συν-oδικότητα στο πολίτευμά της, θα πρέπει να επαναφέρει
τα λιτά Λειτουργικά της αρχαίας Εκκλησίας και να ενεργοποιήσει έτσι την συμμετοχή του λαού
στην ψαλμωδία και κατ’ επέκτασιν στην εκκλησιαστική λειτουργία της. Με την ψαλτική η
οποία όπως αποδείχτηκε παραπάνω αποτελεί μια αναγκαία (αλλά λανθάνουσα σήμερα) βιο-
λογική λειτουργία και μέσον θείας Κοινωνίας/ κοινωνικοποιήσεως του ανθρώπου θα αρχίσει ο
πιστός να νοιώθει έμπρακτα ως εκκλησιαζόμενος. δηλ. ως ‘στρατευμένο’ ενεργό μέλος μιας
Εκκλησίας, η οποία αγκαλιάζει δια του ένσαρκου παναρμόνιου Λόγου της τον χρόνο και τον
χώρο στις παγκόσμιες διαστάσεις του .
70
Πρβλ. όσα σημειώνει ο ιερός Χρυσόστομος στο P.G. 55, 158
71
Κλέμαν ‘Όλοι ετοιμάζουμε μαξί την Σύνοδο’ στο: Αρσένιεφ, κ.ά. Λαός του Θεού, Μετάφρασις ο Μητροπολίτης
Αττικής κ.Μεγαρίδος κ.Νικόδημος, Εκδόσεις Σπορά, 138
IΙΙ. H ΕΙΚΟΝΑ
Α. Ο ορισμός της Εικόνας
Γ. Μαντζαρίδη, Η εμπειρική θεολογία στην Οικολογία και την πολιτική, Θεσσαλονίκη: Πουρναρά 1994, 20-23
Πρώτη καί πρωταρχική εικόνα είναι ο ίδιος ο Χριστός: «ος εστίν εικών του Θεού του αοράτου»
(Κολ. 1, 15). Ο Χριστός είναι «η απαράλλακτος εικών του Πατρός» . Εκείνος, δια του οποίου
έγιναν τα πάντα και χωρίς τον όποιο δεν έγινε τίποτε. ο απερίγραπτος Λόγος, που περιεγράφη
σαρκούμενος εκ της Θεοτόκου (Ιω. 1, 3). Το μυστήριο αυτό της περιγραφής του απερίγραπτου
Λόγου του Θεού, που έκανε δυνατή και την περιγραφή του εν «εικονίσμασιν», είναι η αλήθεια της
Εκκλησίας· είναι το θεμέλιο της Ορθοδοξίας, πάνω στο οποίο οικοδομείται η ανακαίνιση του
ανθρώπου: «Ο απερίγραπτος Λόγος του Πατρός, εκ σου Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος, και
την ρυπωθείσαν εικόνα εις το αρχαίον αναμορφώσας, τω θείω κάλλει συγκατέμιξεν» (Κοντάκιον
Κυριακής Ορθοδοξίας).
Η δεύτερη εικόνα, πού συνεορτάζεται την ήμερα αυτή, είναι η αμυδρά καί ρυπωθείσα εικόνα του
Θεού. Είναι ο άνθρωπος, πού αναμορφώθηκε από τον Χριστό κι ανυψώθηκε στη θεία λαμπρότητα.
Ως ον πού προήλθε από το μη ον, βυθίζεται ό άνθρωπος στη μηδαμινότητά του. Ως δημιούργημα
όμως «κατ' εικόνα και καθ' όμοίωσιν» Θεού καθρεφτίζει στην ύπαρξή του τον ίδιο τον Θεό. Ο
άνθρωπος είναι μηδαμινός καί μέγιστος, ευτελής καί ένδοξος. Όταν διατηρεί καθαρή την ύπαρξή
του πού εικονίζει τον Θεό, έχει τη δόξα του Θεού. Όταν όμως την ρυπαίνει, ευτελίζεται καί
μηδενίζεται. Η δόξα του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο Θεός. Είναι ο απερίγραπτος Λόγος του Πατρός,
που σαρκώθηκε, για να αναμορφώσει τη ρυπωθείσα εικόνα μας καί να την ανυψώσει στο θείο
κάλλος.
Η εικόνα δοξάζεται από το πρωτότυπο. Καί στη φύση της εικόνας είναι να μοιάζει το πρωτότυπο.
Προκειμένου μάλιστα για τη ζωντανή εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο, η ζωή και η δόξα πηγάζουν από
το πρωτότυπο καί ολοκληρώνονται στο πρωτότυπο. Ή προσήλωση στόν Θεό, η τήρηση των
εντολών του, η μίμηση της αγάπης του κάνουν τον άνθρωπο κοινωνό της ζωής του καί μέτοχο της
δόξας του. Έτσι η εικόνα ανυψώνεται στο πρω-ότυπο. Ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό, σώζεται,
αγιάζεται, θεώνεται.
Τρίτη εικόνα είναι η υλική. Η αναστήλωση των εικόνων, πού γιορτάζεται την Κυριακή της
Όρθοδοξίας, είναι πρωτίστως αναστήλωση της εικόνας του Χριστού: «Την άχραντον εικόνα
σου προσκυνούμεν, Αγαθέ» (Απολυτίκιον Κυριακής Ορθοδοξίας). Αυτή που φιλοτεχνείται με
σχήματα καί χρώματα σε υλικές επιφάνειες. Η εικόνα του Χρίστου, η εικόνα της Παναγίας, οι
εικόνες των Προφητών, των Αποστόλων, των Μαρτύρων καί των Άγίων. Είναι οι εικόνες πού
ωραΐζουν τις Εκκλησίες, πού κοσμούν τα σπίτια, πού στηρίζουν καί διδάσκουν τους πιστούς «εν
αήχω φωνή». Είναι οι εικόνες πού προσκυνούμε, για να εκφράσουμε την αγάπη καί την τιμή μας
πρός τα εικονιζόμενα.
Αλλά και η κτίση ολόκληρη εικονίζει με τον τρόπο της τη θεία μεγαλειότητα: «Τα γαρ αόρατα
αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και
θειότης». Τα κτίσματα αποτελούν «σημαίνοντα» της δημιουργικής και προνοητικής ενέργειας του
Θεού. Η ύπαρξή τους μαρτυρεί την παρουσία του Δημιουργού τους.
Οι Είκονομάχοι δεν καταπολεμούσαν μόνο τις εικόνες. Αρνούνταν ευρύτερα την αισθητή παρουσία
του Θεού στον κόσμο και τη φανέρωση της χάριτος του μέσα στην ύλη. Με το πρόσχημα ότι
ανέτρεπαν ειδωλολατρικές αντιλήψεις των εικονολατρών ειδωλοποιούσαν οι ίδιοι την Εκκλησία και
αποσπούσαν την κτίση από τον Θεό και τη χάρη του. Γι' αυτό η Εκκλησία, με αφορμή την
εικονομαχική πρόκληση, ανακεφαλαίωσε ολόκληρη τη δογματική της διδασκαλία.
Ή Εκκλησία δεν περιφρονεί την ύλη, γιατί είναι έργο του Θεού. Ή ύλη αποτελεί την αισθητή
παρουσία του θείου θελήματος. Η κτίση δεν μορφοποιήθηκε από κάποια προϋπάρχουσα ύλη, αλλά
το θείο θέλημα αποτέλεσε την ύλη και την ουσία της. Τέλος ο ίδιος ο Λόγος του Θεού έγινε ύλη,
σκήνωσε στην ύλη και απεργάστηκε με την ύλη τη σωτηρία του κόσμου.. Γι' αυτό η παράχρηση της
ύλης αποτελεί παράβαση του θείου θελήματος. Και ο ασυλλόγιστος μολυσμός της είναι έργο
αμαρτωλό.
Ή Όρθοδοξία ως «αψευδής περί Θεού και κτίσεως υπόληψις» δεν περιορίζεται στην ορθή θεώρηση
του Θεού ή του πνευματικού κόσμου, αλλά περιλαμβάνει και την ορθή θεώρηση του υλικού κόσμου.
Ή Ορθόδοξη Εκκλησία σέβεται την ύλη. Δεν την σέβεται όμως ως Θεό, «αλλ' ως θείας ενεργείας και
χάριτος εμπλέων» Και ο σεβασμός της ύλης αποτελεί συνέπεια της ορθής θεωρήσεως της εικόνας
του Θεού, της ορθής θεωρήσεως του εξεικονισμού του Θεού στον άνθρωπο, της ορθής θεωρήσεως
της παρουσίας του Θεού στον κόσμο.
Ή πτώση, πού αλλοτρίωσε τον άνθρωπο από τον Θεό, τον αλλοτρίωσε και από τον πλησίον και από
την κτίση. Ή κυριαρχική εξουσία του ανθρώπου στην κτίση, πού αποτελεί και το χαρακτηριστικό
γνώρισμα της «κατ' εικόνα Θεού» δημιουργίας του, ανατράπηκε. Ό άνθρωπος δεν κυριαρχεί στην
κτίση ως εκπρόσωπος του Δημιουργού του, αλλά παλεύει με αυτήν και προσπαθεί να την
καθυποτάξει. Δεν ενεργεί ως προνοητής και συντηρητής, αλλά ως δυνάστης και εκμεταλλευτής.
Παρόμοια διάθεση καταδυναστεύσεως και εκμεταλλεύσεως δείχνει και προς τον πλησίον του.
Η πρώτη Κυριακή των Νηστειών, ως γιορτή της αναστηλώσεως των εικόνων, είναι γιορτή της
αποκαταστάσεως όλων των κτιστών εικόνων στη σωστή θέση και στη σωστή σχέση τους με την
άκτιστη και απαράλλακτη εικόνα του Θεού, τον Χριστό. Είναι γιορτή της ορθής πίστεως στον
Χριστό. Είναι γιορτή της αποκαταστάσεως της τιμής των εικόνων του Χριστού, της Παναγίας καί
των Αγίων. Είναι γιορτή της ορθής θεωρήσεως της ύλης.
Από ιστορικής πλευράς, η Εικόνα συνδέεται βαθιά με την Αίγυπτο. Εκεί πρωτογίνεται η
σύλληψη της, εκεί εμφανίζονται οι πρώτες αγιογραφικές φιγούρες… Η αιγυπτιακή μάσκα είναι
η πρώτη πρόγονος της Εικόνας (η ξύλινη σαρκοφάγος της αρχαίας Αιγύπτου, κοσμημένη στο
εσωτερικό, αυτό το κιβώτιο μούμιας, έχοντας το σχήμα ενός φασκιωμένου σώματος με
ακάλυπτο πρόσωπο), καθώς και η ζωγραφική της μούμιας περιβεβλημένης με κολλημένες
κορδελίτσες, πού σκέπαζαν με γύψο… Δεν γνωρίζω ποια ήταν η σύσταση της κολλητικής
ουσίας, αν όμως περιείχε συμπτωματικά αβγό… ο θανών εισερχόταν στο βασίλειο του φωτός
και γινόταν θεία εικόνα: «Είμαι Όσιρις» — αυτός ήταν ό ιερός τύπος της αιώνιας ζωής,
γραμμένος εν ονόματι του θανόντος. Κατά συνέπεια, δεν έπρεπε να του αποδοθεί καμμιά
έλλειψη, καμμιά αδυναμία λόγω σκίασης. Όταν υποδεχόταν τον θεό μέσα του, ο πεθαμένος,
όσο κι αν διατηρούσε την ατομικότητα του γινόταν εικόνα του θεού, το ιδανικό πρόσωπο της
ιδιαίτερης άνθρωπινότητάς του, η ιδέα αυτού του ίδιου, της δικής του πνευματικής ουσίας. Η
ζωγραφική της μούμιας στόχευε να απεικονίσει την ιδανική οντότητα του αποθανόντος πού
από εδώ και πέρα γινόταν θεός, αντικείμενο λατρείας. Με άλλα λόγια, αυτή η ζωγραφική
έπρεπε να τονίσει τα ιδεώδη χαρακτηριστικά του θανόντος, να μεταμορφώσει την εμπειρική
προσωπικότητα ώσπου να φανερωθεί καθαρά σ' αυτήν ο άνθρωπος. Επομένως, αυτή η τέχνη
δεν έννοείτο ως μια προσωπογραφία στημένη πλάι στο πρόσωπο, αλλά ως η ζωγραφιά αυτού
εδώ του προσώπου (φωτίζοντας το με σαρκόχρωμα και αντιμόνιο) με την αρχαία θετική έννοια
της εξιδανίκευσης. Ή αγιογραφική τεχνική ξαναπιάνει το νήμα της διαδοχικής προσθήκης
τονισμών, τα ψιμύθια… Στήν περίπτωση μας, η ιερή ουσία, της μάσκας όχι μόνο δεν χάθηκε
μαζί με την αποσύνθεση της προηγούμενης φόρμας, αλλά αποχωριζόμενη το κουφάρι της
συνέστησε ένα καλλιτεχνικό σώμα: την Εικόνα. Από ιστορικής και πολιτιστικής πλευράς, αυτή
η τελευταία κληρονόμησε κάτι από τη λειτουργία της τελετουργικής μάσκας, υψώνοντας αύτη
τη λειτουργία (της αιώνιας ανάπαυσης και θεοποίησης του πνεύματος του θανόντος) στο
ανώτερο επίπεδο. Και κληρονομώντας αυτή τη λειτουργία, ή Εικόνα οικειοποιήθηκε τις τε-
χνικές ιδιαιτερότητες της προετοιμασίας της ιερής μάσκας καθώς και τα πολιτιστικά
φαινόμενα πού πρόσκεινται σ' αυτήν, γεγονός πού εξηγεί την πρωτοτυπία πανάρχαιων
μεθόδων.
Η αγιογραφία δεν είναι απλώς μια θρησκευτική ζωγραφιά. Είναι μια έκφραση της Θείας
Οικονομίας, που συνοψίζεται στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που λέει: «Ο Θεός
έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός κατά χάρη». Για την Εκκλησία η Εικόνα είναι
κάποια γλώσσα που εκφράζει τα δόγματα, τη ζωή, τις εντολές της, τόσο καλά όσο ο λόγος.
Είναι μια Θεολογία που εκφράζεται με σχήματα και χρώματος. Είναι ένας καθρέφτης που
αντανακλά την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Δεν αποτελεί υλική λατρεία, αφού «η της
Εικόνας τιμή επί τα πρωτότυπον διαβαίνει». Ετσι, η εικονογραφική τέχνη δεν έχει σκοπό να
συγκινήσει, αλλά να μεταμορφώσει κάθε ανθρώπινο αίσθημα. Η αγιογραφία είναι λακωνική
όπως το Ευαγγέλιο. Η Εικόνα μας δείχνει μονάχα ό,τι είναι ουσιαστικό χωρίς περιττές
λεπτομέρειες. Μολονότι ξεπερνά τα όρια του καιρού, ωστόσο δεν κόβει τις σχέσεις της με τον
κόσμο. Οι άγιοι κοιτάζουν πάντα τον θεατή δείγμα της κοινωνίας των πιστών μαζύ τους. Η
Εικόνα μας δείχνει πώς η θεία χάρη εισχωρεί στο πλάσμα του Θεού και το καθαγιάζει, μας
δείχνει δηλ. τι είναι ο άνθρωπος την ώρα που προσεύχεται. Η Εικόνα είναι κατά ένα τρόπο μια
ζωγραφιά εκ του φυσικού, όμως όχι από τη χαλασμένη φύση, με τη βοήθεια των συμβόλων.
Είναι η ίδια η προσευχή. Από τούτο προέρχεται η μεγαλοπρεπής απλότητά της, η ήσυχη κίνηση,
ο ρυθμός των γραμμών και των χρωμάτων της, που μεταδίδουν στο θεατή μια τέλεια εσωτερική
αρμονία.
Οι αγιογράφοι ήταν πολύ σχολαστικοί στην επιλογή του ξύλου. Χρησιμοποιούσαν καλής
ποιότητας ξύλα, όπως καρυδιά, καστανιά, κυπαρίσσι, τα οποία έκοβαν στη χάση ή στη γέμιση
του φεγγαριού. Άφηναν το ξύλο επί χρόνια να παλιώσει, να ξεραθεί, ώστε να μη σκεβρώσει, να
μη σαπίσει, να μη το φάει το σαράκι.
Κάποιος μαθητευόμενος, που έκανε τις μαραγκοδουλειές στο εργαστήριο, τεμάχιζε το ξύλο, το
"γλύκαινε" πάντα υπό την εποπτεία του δασκάλου. Όταν κατασκεύαζαν μεγάλη εικόνα,
χρησιμοποιούσαν δύο κομμάτια ξύλου, τα οποία δεν είναι ούτε καρφωμένα, ούτε κολλημένα
μεταξύ τους. Συνδέονται με τις τραβέρσες, λεπτά κομμάτια ξύλου, τα οποία προσαρτώνταν
οριζόντια στην πίσω πλευρά της εικόνας: το ξύλο της εικόνας "τρώγεται" και η τραβέρσα
έρχεται και θηλυκώνει. Η επιφάνεια του ξύλου που προοριζόταν για αγιογράφηση τριβόταν για
να λειανθεί. Στη συνέχεια πάνω στο ξύλο κολλούσαν ένα λευκό βαμβακερό ύφασμα, το οποίο
προηγουμένως είχαν εμβαπτίσει σε ζωική κόλλα, φτιαγμένη από αυτιά και χόνδρους ζώων.
Έπειτα περνούσαν την επιφάνεια με πολλές στρώσεις μίγματος από στόκο και κιμωλία για να
κάνει "σάρκα". Ακολουθούσε το τρίψιμο της επιφάνειας με κόκαλο σουπιάς, ώστε να λειανθεί.
Όλη αυτή η προεργασία αποσκοπούσε στη διατήρηση της αγιογραφίας σε άριστη κατάσταση
για πολλά χρόνια.
Ο ανθρωπος ως ΕΙΚΟΝΑ
Δεν έγινε εικόνα του Θεού ο ουρανός, ούτε η σελήνη ούτε ο ήλιος, ούτε η ομορφιά των άστρων
ούτε κανένα άλλο από τα φαινόμενα. Είσαι εσύ η μόνη φύση, που έγινες απεικόνιση της φύσεως,
που υπερβαίνει κάθε νου.. Κανένα από τα όντα δεν είναι τόσο μεγάλο ώστε να συγκρίνεται
με το μέγεθός σου... Πώς θα θαυμάσεις άνθρωπε τους ουρανούς βλέποντας ότι Εσύ είσαι πιο
μόνιμος από τους ουρανούς;.. Δεν θα θαυμάσεις τις εκτάσεις της ξηράς & τα πέλαγα.. εσύ που
τάχθηκες να τα επιστατείς & να έχεις τα στοιχεία αυτά υπάκουα σε σένα.. Γιατί & η γη εξυπηρετεί
τις ανάγκες της ζωής & η θάλασσα σου απλώνει την πλάτη της σαν άλογο υπάκουο.. Αυτός, που
είπε 'ας κατασκευάσουμε άνθρωπο..΄ & με τον πληθυντικό τύπο εδήλωσε την αγ. Τριάδα, δεν θα
ανέφερε σε ενικό την εικόνα, αν τρία αρχέτυπα είναι ανόμοια μεταξύ τους; Είναι εικόνα του Θ. το
σώμα; Γύρω από το Θ. υπάρχουν μάτια κι αυτιά, κεφάλι, χέρια, ισχίο, πόδια με τα οποία
περπατεί; Τέτοιος λοιπόν είναι ο Θ... Πώς το αλλοιούμενο μπορεί να μοιάσει με το αναλλοίωτο;..
Της ακίνητης φύσεως είναι ρευστή η εικόνα; Της άμορφης φύσης η έχουσα μορφή;.. Η σάρκα του
ανθρώπου είναι ασθενέστερη πολλών ζώων.. Είναι αληθινό το λεγόμενο κατά τον εσωτερικό
άνθρωπο (Β Εορ.4:16), ενώ τα εξωτερικά δεν είναι εγώ, αλλά δικά μου. Δεν είμαι το χέρι αλλά το
λογικό της ψυχής, το δε χέρι είναι μέρος του ανθρώπου.... Ας κάνουμε τον άνθρωπο εικόνα του
Θεού' κι ας αρχηγεύουν, όχι ας θυμώνουν κι ας επιθυμούν κι ας λυπούνται, διότι δεν
συμπεριλήφθησαν τα πάθη στην εικόνα του Θεού, αλλά ο ΛΟΓΙΣΜΟΣ, ο δεσπότης των παθών.
Ενός έτους εξουσία αν λάβει κανένας από βασιλιά, άνθρωπος από άνθρωπο, θνητός από θνητό,
καμαρώνει. Εσύ όμως την πήρες από τον Θεό, όχι γραμμένη σε σανίδες ούτε σε φθαρτές
πινακίδες, που καταστρέφονται από σκουλήκια, αλλά η φύση έχει γραμμένη πάνω της τη θεία
φωνή... Πρώτα-πρώτα χειροτονήθηκε μαζί μας η δύναμη του άρχειν.. Γιατί δουλεύεις άνθρωπε
στα πάθη; Γιατί κατεβάζεις το αξίωμα σου και γίνεσαι δούλος της αμαρτίας; Γιατί καθιστάς
τον εαυτό σου αιχμάλωτο του διαβόλου; Δούλος ονομάσθηκες;.. Δεν βλέπεις το λιοντάρι, το
βαρύ & βρυχητικό, του οποίου η ματιά είναι αβάστακτη κι ο βρυγμός κάνει τη γη να τρέμει..
Ποιος είναι αυτός που τον έκλεισε στο μικρό κλουβί; (Γενεσ. 375-379).
Είναι το ίδιο εικόνα κι ομοίωση; Αν λέγει το ίδιο η Γραφή είναι περιττό. Το να λέγεται ότι
υπάρχει περιττός λόγος στην Αγ.Γραφή είναι δεινή βλασφημία... Το ένα το έχουμε στην
πλάση μας, το άλλο το επιτυγχάνουμε με την προαίρεση.. Τούτο το κατά προαίρεση υπάρχει
μέσα μας εν δυνάμει, αλλά το φέρουμε εμείς οι ίδιοι σε ενέργεια.. για να υπάρξει ισαγγελικός
μισθός εργασίας, για να μην είμαστε σαν εικόνες καμωμένες από ζωγράφο πεταμένες
περιφρονητικά, για να μην φέρει σε άλλον τον έπαινο η κατόρθωσις της ομοιώσεως. Πράγματι
αν δείς την εικόνα μορφωμένη ακριβώς σύμφωνα με το πρωτότυπο, δεν επαινείς την εικόνα
αλλά θαυμάζεις τον ζωγράφο.. Διότι το κατ' εικόνα έχω με το να είμαι λογικός, ενώ καθ'
ομοίωσιν γίνομαι με το να καταστώ χρηστός (Μτ. 5, 8), αμνησίκακος, φιλάδελφος.. Ανάλαβε
σπλάχνα οικτιρμών, χρηστότητα για να ντυθείς τον Χριστό.. (Γεν. 395-397).
Είναι εικόνα η εξουσία του ανθρώπου, το άφθαρτο, το άυλο, το νοερό; Όλα αυτά τα έχουν & οι
άγγελοι, που δεν είναι εικόνες του Θεού.. Ο δίχως αιτία & γέννηση Αδάμ είναι τύπος Θεού
Πατέρα, η Εύα, που προήλθε από εκπόρευση, συμβολίζει την εκπορευτή υπόσταση του
αγ.Πνεύματος, γι'αυτό & δεν φύσηξε σε αυτήν πνεύμα ζωής, επειδή αυτή είναι ο τύπος της
πνοής & της ζωής του αγ.Πνεύματος. Αν θες να εννοήσεις τον Θεό; Εννόησε πρώτα τον εαυτό
σου από την σύνθεση & την κατασκευή σου, από τον εσωτερικό σου κόσμο. Γλίστρησε &
μπες μέσα στον εαυτό σου. Κανείς δεν εννόησε την λογική ουσία αλλά & τον τόπο ούτε της
ψυχής ούτε του Θεού. Η ψυχή σου δίνει ζωή, συγκροτεί & προνοεί για την τετρασύνθετη φύση
του σώματος σύμφωνα με την εικόνα του Θεού. Γνωρίζουμε ότι υπάρχει παντού κι ενεργεί σε
όλο το σώμα. Η ψυχή & ο Θ. είναι ετερούσια από όλη την κτιστή φύση & το πιο παράδοξο από
όλα που έχει η εικόνα είναι τούτο, ότι ούτε βέβαια την ουσία της ψυχής πώς είναι δηλ. &
πώς έρχεται στην ύπαρξη μπορεί να εννοήσει ο ανθρώπινος νους. Βεβαιωνόμαστε όμως για την
ύπαρξη της από τις ενέργειες της μέσα στο σώμα. Η ψυχή αγέννητη, ο νοερός λόγος της γεννιέται
από την ψυχή μέσα στην καρδιά με τρόπο άρρητο, αόρατο, ανερμήνευτο, απαθή. Γεννιέται
σωματικά & από τα χείλη μας & τότε γίνεται γνωστός σε όλους, όμως δεν χωρίζεται από την
ψυχή, που τον γέννησε ώστε με τον λόγο της γέννησης μας να κατανοήσουμε τις δυο γεννήσεις
του Θεού-Λόγου. Όπως το βρέφος ψελλίζει & μετά ομιλεί, έτσι & ο Λόγος εμφανίστηκε. Όπως
από το λόγο σου φανερώνεται σε όλους η σοφία & η αρετή & η φρόνηση & η δύναμη & το
βάθος σου & η γνώση της ψυχής & του νου σου, έτσι & με την κατά σάρκα γέννηση του Θεού
Λόγου. Ο νους εκπορεύεται, διατρέχει τα πάντα & εξετάζει τα πάντα & τα αγγίζει αόρατα
σύμφωνα με την εικόνα του αγ.Πνεύματος. Το επιθυμητικό είναι εικόνα του δημιουργικού του
Θεού, το λογιστικό της προνοητικότητας του Θεού & το θυμικό της παιδείας του Θεού. Ο
άνθρωπος έχει συλληφθεί από το σπέρμα του πονηρού σαν μέσα στην κοιλία της πλάνης,
καθισμένος μέσα στα σκοτάδια & στη σκιά του θανάτου. Προχωρώντας στο φως της
θεογνωσίας στην αρχή σαν νήπιο αναδείχτηκε με την χειραγωγία του Θεού ότι έχει ψυχή,
συνειδητοποιώντας ότι ο Θ. Πατέρας περικλείει τον λόγο τον ενυπόστατο & το Πνεύμα. Σαν
από κάποια ψελλίσματα ασαφή από τα προφητικά διδάγματα, της πείρας & της προφοράς. Αν
όμως αρνηθείς το Θεό Λόγο τότε λες ότι ο Θ. είναι άλογος & κτηνώδης. Κι αν χωρίσεις το αγνό
Πνεύμα τότε μιλάς για κάποιον νεκρό Θεό. Μέσα σου σαν σε καθρέπτη θα δείς την τριαδικότητα
του Θεού, την μοναδικότητα της φύσης, το σύγχρονο, το αδιαίρετο, το ακατάληπτο. Οι αιρετικοί
παθαίνουν αυτό που παθαίνει εκείνος, που έχει το μαργαριτάρι στον κόρφο του & το ψάχνει στην
άβυσσο. Ούτε η ψυχή κάνει τίποτα χωρίς το λόγο & το νου. Για να μην είναι η γη ολότελα άμοιρη
& αποκληρωμένη από την ασώματη ζωή, γι' αυτό το λόγο γεννήθηκε ο άνθρωπος με κάποια
ανώτερη πρόνοια με το να πλαστεί γύρω από τη νοερή & θεία ουσία της ψυχής η γήινη μοίρα..
Ο σκοπός όσων γίνονται είναι να δοξάζεται σε όλη την δημιουργία μέσω της νοερής
φύσεως ηδύναμη που βρίσκεται πάνω από το σύμπαν..Όπως δηλ. επειδή τα σώματα είναι
γήινα συντηρούνται με γήινες τροφές..έτσι υπάρχει νοητή ζωή με το οποίο συντηρείται στη φύση
το όν. Κι όπως στο μάτι πραγματοποιείται η μετάληψη του φωτός, επειδή έχει φυσικό φως
για την αντίληψη του ομότιμου του, έτσι & για την μετουσία του Θεού θα υπάρχει κάποιο κάποιο
μέλος συγγενικό προς το μετεχόμενο, ώστε το όμοιο να βλέπει το όμοιο..Η αληθινή ζωή της
ψυχής εκδηλώνεται στην μετουσία του αγαθού.
ΕΙΚΟΝΑΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ
Κάθε εικόνα (ε.) φανερώνει και δείχνει την κρυφή πραγματικότητα. Επειδή ο ά. δεν γνωρίζει
καθαρά το αόρατο, αφού η ψυχή του (ψ.) του καλύπτεται με σώμα, ούτε εκείνα που θα γίνουν
μετά από αυτόν, ούτε εκείνα που είναι χωρισμένα κι απομακρυσμένα τοπικά, αφού ο ίδιος είναι
περιορισμένος χρονικά και τοπικά, γι' αυτό επινοήθηκε η ε. για να τον οδηγεί στην γνώση και
να του ανακοινώνει τα κρυμμένα, για την ωφέλεια κι ευεργεσία και σωτηρία του, έτσι ώστε με την
ανακοίνωση και τον θρίαμβο των πραγμάτων, να μαθαίνουμε όσα είναι κρυμμένα κι εκείνα
βέβαια που είναι καλά να τα ποθούμε και να τα μιμούμαστε ενώ τα αντίθετα να τα
αποστρεφόμαστε και αν τα μισούμε.
1ο είδος ε. η φυσική. Σε κάθε πράγμα πρέπει πρώτα να υπάρχει το κατά φύση κι έπειτα το κατά
μίμηση και θέση… πρώτη απαράλλακτη ε. του αόρατου Θ. ο Γυιος του Πατέρα, που φανερώνει
στον εαυτό Του τον Πατέρα (Κολ. 1, 15 . Εβρ.1, 3. Ιω. 14, 8-9), όμοιος καθόλα με τον Πατέρα, εκτός
της αγεννησίας και της πατρότητας και το αγ. Πνεύμα (αγ. Π. ) εικόνα του Υιού. Με το αγ. Π.
γνωρίζουμε τον Χ. ως Υιό του Θ. και Θ. και σε Αυτόν βλέπουμε τον Πατέρα.
2ο είδος ε. ο σχεδιασμός στον Θ. εκείνων που θα γίνουν από αυτόν, η προαιώνια βούλησή του, που
είναι πάντα ίδια, γιατί η θεότητα είναι άτρεπτη και η βούληση του Θ. άναρχη, δηλ. όπως προαιώνια
θέλησε και στον καιρό που εκείνος όρισε, πραγματοποιούνται όσα ορίστηκαν.. οι προορισμοί κατά
τον άγ. Διονύσιο.
3ο είδος ε. ο κατ' εικόνα Θ. πλασμένος άνθρωπος... όπως ακριβώς Νους (ο Πατέρας) και ο
Λόγος (ο Υιός) και το αγ.Π. είναι ένας Θ. έτσι κι ο νους κι ο λόγος και το πνεύμα είναι ένας ά.
και ως προς το αυτεξούσιο και ως προς την κυριαρχική εξουσία (Γεν. 1, 26)
4ο είδος εικόνας η ζωγραφική, που αναπλάθει σχήματα και μορφές και τύπους των αοράτων κι
ασωμάτων που παριστάνονται σωματικά, ώστε να κατανοούμε αμυδρά ο Θ. κι οι άγγελοι,
επειδή εμείς δεν μπορούμε να βλέπουμε τα ασώματα χωρίς σχήματα ανάλογα με τις δικιές μας
παραστάσεις.. αφού έχουμε ανάγκη από γνωστούς και σύμφωνα με την φύση μας οδηγούς.. ο
θείος Λόγος προνοώντας για την δική μας αναλογία στην προσπάθειά του να μας εξασφαλίσει
από παντού την ανατατική ικανότητα (Ρωμ.1, 20), όπως στον ήλιο την υπεράρχια Τριάδα ή με
την πηγή που αναβλύζει και το νάμα που πηγάζει και τη ροή ή με το νου και τον λόγο και το
πνεύμα το δικό μας ή με την τριανταφυλλιά και το τριαντάφυλλο και την ευωδιά.
5ο είδος εκείνο που προεικονίζει αυτά που πρόκειται να συμβούν, όπως η βάτος κι η βροχή στο
μαλλί την Παρθένο, και η ράβδος κι η στάμνα και το φίδι εκείνους που μέσω του σταυρού
εξάλειψαν το δάγκωμα του αρχεκάκου φιδιού κι η θάλασσα και το νερό κι η νεφέλη το πνεύμα του
βαφτίσματος.
6ο είδος εκείνο που γίνεται με την ανάμνηση γεγονότων ή ενός θαύματος ή μιας αρετής με σκοπό
την δόξα και την τιμή και την ανάδειξη εκείνων που αρίστευσαν στην αρετή ή κακία με σκοπό να
προβληθεί η κατατρόπωση κι ο εξευτελισμός των κακών ανδρών και να ωφελούνται όσοι τα
βλέπουν αργότερα προς μίμηση ή αποφυγή. Κι αυτός ο τρόπος γίνεται με το λόγο που γράφεται
στα βιβλία - γιατί και το γράμμα εικονίζει το λόγο, όπως χάραξε ο Θ. το Νόμο στις πλάκες και
πρόσταξε να γραφούν οι βίοι των αγίων (Εξ. 17, 14) και με την αισθητή θεωρία, όπως
πρόσταξε να τοποθετηθούν στην κιβωτό η στάμνα κι η ράβδος για αιώνιο μνημόσυνο
εκείνων των γεγονότων και να χαραχθούν τα ονόματα των φυλών στα πολύτιμα πετράδια της
επωμίδας του αρχιερέα κι οι 12 λίθοι στον Ιορδάνη ως τύπος ιερέων.
δεν θα κατασκευάσω την ε. εκείνου που για μένα φανερώθηκε με την φύση της σάρκας και δεν
θα τον προσκυνήσω μέσω της τιμής της εικόνας του; Ο Αβραάμ, ο Ιησούς Ναυή, ο Δανιήλ
προσκύνησαν εικόνες του Θ. και εγώ δεν θα κάνω ε. των φίλων του Χ. και δεν θα τους
προσκυνήσω όχι ως θεούς αλλά ως εικόνες των φίλων του Θ.; Ο Θ. δεν ενώθηκε με την
αγγελική φύση αλλά με την ανθρώπινη. Δεν έγινε άγγελος ο Θ. αλλά αληθινός και
πραγματικός ά. Η αγγελική φύση δεν έγινε Γιος του Θ. κατά την υπόσταση, οι
άγγελοι δεν έγιναν μέτοχοι ούτε κοινωνοί της θείας φύσης, εκείνοι που μεταλαβαίνουν
το αγ. σώμα και πίνουν το αίμα του Χ... πώς δεν είναι ανώτεροι των αγγέλων όσοι
επιτυγχάνουν με την τήρηση των εντολών γνήσια ένωση; Η φύση μας, η οποία εξαιτίας της
παχύτητας του σώματος και του θανάτου είναι κατά τι υποδεέστερη των αγγέλων, με την
ευδοκία και συνάφεια του Θ. έγινε ανώτερη. η αγ. Γρ. δεν λέει ότι οι άγγελοι θα καθίσουν στο
θρόνο δόξας ούτε ότι θα συμβασιλεύσουν με τον Θ., ούτε ότι θα συνδοξασθούν, ούτε ότι θα
καθίσουν στο τραπέζι του Πατέρα, ενώ οι άγιοι είναι υιοί και συγκληρονόμοι του Χ. (Περί Εικ.
Γ)
Δεν έχω βιβλία, καιρό να διαβάσω. Μπαίνω στο κοινό ιατρείο των ψυχών την Εκκλησία ενώ
με πνίγουν οι λογισμοί σαν αγκάθια. Με τραβά η ομορφιά της ζωγραφικής και σαν
παράδεισος ευχαριστεί την όραση μου κι ασυναίσθητα βάζει στην ψ. μου την δόξα του Θ. Βλέπω
την καρτερικότητα του μάρτυρα και σα φωτιά ανάβει ο ζήλος κι η προθυμία και πέφτοντας
προσκυνώ τον Θ. μέσω του μάρτυρος και κερδίζω την σωτηρία. Ο Νόμος κι ο Μελχισεδέκ
είναι το προσχέδιο της ζωγραφικής με χρώματα, η χάρη κι η αλήθεια η ζωγραφική με
χρώματα ενώ τα πράγματα (η πραγματικότητα) η μελλοντική αιωνιότητα όπως η Π.Δ.
τύπος τύπου και η Κ.Δ. τύπος πραγμάτων.. Αν ο Θ. θαυματουργεί μέσω οστών (Δ Βασ. 13,
21) είναι ολοφάνερο ότι μπορεί να θαυματουργεί μέσω εικόνων και λίθων (ράβδος Μωυσή)..
Αν οι Χριστιανοί προσκυνούσαν το ξύλο του Σταυρού, τότε θα προσκυνούσαν και τα δένδρα και
τα άλση. Ο δαίμονας της πορνείας στον αββά Θεόδωρο: μην προσκυνάς την εικόνα της
Δέσποινας μας και δεν θα σε πολεμήσω πια'.
Η ε. είναι θρίαμβος και φανέρωση και στηλογραφία για την ανάμνηση της νίκης εκείνων που
αρίστευσαν και διέπρεψαν και για την καταισχύνη εκείνων που νικήθηκαν και κατροπώθηκαν.
Είδα πολλές φορές ά. που μόλις αντίκρυσαν το ρούχο του αγαπημένου τους το ασπάζονταν σαν να
ήταν το ίδιο (Εικ.Β. 129)
Ας δεχθούμε την Παράδοση της Ε. χωρίς πολλούς λογισμούς γιατί ο ά. πλάσθηκε ευθύς.. όχι εξαιτίας της
καταχρήσεως των εθνικών να καταργήσουμε την δικιά μας π. που γίνεται με ευσέβεια. Εξορκίζουν οι μάγοι
και γόητες, εξορκίζει κι η Ε. τους κατηχουμένους, αλλά εκείνοι επικαλούμενοι δ. ενώ η Ε. τον Θ. κατά των
δ. οι ειδωλολάτρες αφιερώνουν ε. στους δ. και τις αποκαλούν θεούς ενώ εμείς στον αληθινό Θ. που
σαρκώθηκε και στους δούλους και φίλους του Θ. που απομακρύνουν τα στίφη των δ. (στη Βαβυλώνα κι οι
Χαλδαίοι κι οι Ιουδαίοι είχαν μουσικά όργανα αλλά οι πρώτοι για τους δ. κι οι δεύτεροι για τον Θ.
Εικ.Γ.305))..ένας λόγος του αγ.Επιφανίου (ίσως εναντίον των Αιγυπτίων, που δεν έθαβαν τους νεκρούς)
δεν μπορεί να ανατρέψει την παράδοση όλης της Ε. από τα πέρατα της γης Όύτε ένα χελιδόνι φέρνει την
άνοιξη' (Εικ.Α, 65) πόσο συγκλονισμό νοιώθει εκείνος που βλέπει σε εικόνα την δευτέρα παρουσία του
Κ.; .τον ειδωλολάτρη δεν θα του δείξεις τα αόρατα αλλά πρώτα τον εισάγεις στην εκκλησία δείχνοντας τον
διάκοσμο και τον μεταφέρεις έπειτα στις μορφές των αγ.ε. βλέπει ο άπιστος και ρωτά: ποιος είναι αυτός που
σταυρώνεται, ανασταίνεται και πατάει το κεφάλι του γέρου; και έτσι θα τον οδηγήσεις στην επίγνωση του
Θ. Όσοι από άγνοια πλανώνται με την ε. του Χ. πρέπει από τους έμπειρους (αρχιερείς, ιερείς) να
διδαχθούν ότι δεν είναι αυτός ο Χ. σαρκωμένος αλλά η εικόνα του..το ιουδαϊκό συνέδριο που καταδίκασε
τον Χ. επειδή έλεγε ότι είναι Γιος του Θ. παράλληλο της συνόδου που καταδίκασε την εικονολατρία ως
ειδωλολατρία.
V. H ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
α. Εισαγωγικά
Θέλομεν τὸν Ἰησοῦν εἰδεῖν είπαν οι Έλληνες στο Φίλιππο και στο Ναθαναήλ (Ιω. 12, 21). Οι
Έλληνες ως λαός του φωτός και της όρασης αναζητούν να δουν το πρόσωπο του
Ναζωραίου. Δεν είναι όμως μόνον αυτή «η ιδιοτροπία» που ωθεί τον άνθρωπο στην
εικαστική αναζήτηση του Ιησού. Κάθε Αδάμ, ως εικόνα του Ιησού, ποθεί να αντικρίσει το
αρχέτυπό του και αυτό τον αναγκάζει σε μια αναζήτηση (πρβλ. το ταξίδι των Μάγων) η
οποία έχει τη γοητευτική και την τραγική της όψη, καθώς σύμφωνα με την πατερική
παράδοση, εάν το κάτοπτρο της καρδιάς έχει παραμορφωθεί από τα πάθη, τότε
κατασκευάζεται ένας «φανταστικός» Ιησού ανάλογα με το είδωλο του ανθρώπου. Στα
πρώτα χρόνια της η Εκκλησία, ενώ πάσχισε πολύ να υπερασπισθεί (έναντι των γνωστικών
κινημάτων) την πραγματικότητα της σάρκωσης του Υιού του Θεού, της εικόνας του Θεού
του αοράτου, κατά παράδοξο τρόπο δεν ιστόρησε ούτε υιοθέτησε πορτραίτα του Ιησού. Οι
πρώτες αναπαραστάσεις του Ιησού (ως Ορφέα, Καλού Ποιμένα, Διδασκάλου) είναι
δανεισμένες από την ελληνορωμαϊκή τέχνη, έχουν συμβολικό χαρακτήρα και
παρουσιάζουν τον Ιησού, νέο χωρίς την κλασική σήμερα γενειάδα. Μόνο μετά το τέλος των
διωγμών, ο Ιησούς αναπαριστάνεται (καταρχήν στη Συρία) ως ώριμος γενειοφόρος άνδρας
και μάλιστα ως ένθρονος Παντοκράτορας κυρίαρχος των πάντων72. Η απουσία πορτραίτων
του Ιησού στην Πρώτη Εκκλησία ίσως οφείλεται σε σκόπιμη αποφυγή ειδωλοποίησης της
μορφής Του, αλλά και στο ότι η Εκκλησία έδωσε έμφαση στις ζωντανές, τις έμψυχες
εικόνες Του, στους αγίους των Εκκλησιών.
Τελικά ενώ στη Δύση, ιδίως μετά την Αναγέννηση και την έξαρση του ανθρωπισμού
(ουμανισμού) καθιερώθηκαν οι νατουραλιστικές απεικονίσεις του Χριστού, ως του ιδεατού
ανθρώπου μέσω του οποίου αποκαλύπτεται το θείο (Leonardo, Μυστικός Δείπνος.
Michelangelo, Pietà), στην ορθόδοξη Ανατολή επικράτησε η εικονογραφική «ιστόρισή»
Του. Σύμφωνα με τον π. Σταμάτη Σκλήρη, πρόκειται για την προσωπογραφία όχι του
ιστορικού Ιησού, ο Οποίος εμφανιζόταν εν μορφή δούλου με τα ασθενήματα («αδιάβλητα
πάθη») της ανθρώπινης φύσης στους μαθητές του, αλλά μια παράξενη προσωπογραφία του
εσχατολογικού Ιησού, στον Οποίο κατοικούσε «παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς»
και στον Οποίο εδόθη «πάσα εξουσία εν ουρανω και επί γης». Ο εσχατολογικός Χριστός είναι
ο αναστημένος Χριστός, δηλ. ο Χριστός ο Οποίος, όπως γνωρίζουμε και από τα Ευαγγέλια,
εμφανιζόταν μετά την Ανάστασή Του «εν ετέρα μορφή». Η μελέτη των πρώτων τοιχογραφιών
και εικόνων μαρτυρεί πως ο τρόπος που θα ζωγραφιζόταν ο εσχατολογικός Χριστός και οι
Άγιοι έπρεπε να πληροί τις εξής εικαστικές προϋποθέσεις: α) Να πείθει πως είναι η ζωντανή
παρουσία κατά τη διάρκεια της τελέσεως της θείας Ευχαριστίας. Να έχει πλαστικότητα (όχι
σαν δισδιάστατο όραμα, όπως στις κοπτικές εικόνες) και εκφραστικότητα του βλέμματος (όχι
72
Στα Μωσαϊκά του αγ. Απολλιναρίου στη Ραβέννα ο Χριστός ως θαυματουργός αναπαριστάνεται χωρίς
γενειάδα, όχι όμως και στο Πάθος. Το 544 είχε ανακαλυφθεί στη συριακή Έδεσσα ένα πορτρέτο του Ιησού πάνω
σε ένα μανδήλιο, το οποίο συνδέθηκε με τον Άβγαρο, μοιάζει με αυτό της Σινδόνης του Τορίνο. Θεωρήθηκε ότι
απεικόνιζε την πραγματική μορφή του Ιησού και μεταφέρθηκε με επισημότητα το 944 στην
Κωνσταντινούπολη, για να κλαπεί τελικά από τους Σταυροφόρους R . K . W i l c ox , Η Σινδόνη, Αθήνα:
Επτάλοφος (χ.χ.), 105-6.
σαν άψυχος και ανέκφραστος). Γι΄ αυτό τονίστηκε η έκφραση των ματιών και η
μεγαλοπρέπεια της σιλουέτας. β) Να μην είναι απλό ιστορικό πορτραίτο, διότι αλλιώς θα
παρέπεμπε στη θνητότητα και δεν θα φανέρωνε τη νίκη επί του θανάτου. γ) Να είναι
εσχατολογικό. Αυτό επέλεξε η Εικονογραφία να το δείξει με ένα φως που υπερβαίνει το
φυσικό νόμο της ευθύγραμμης διαδόσεως και αστράφτει, όπως άστραψε ο Μεταμορφωθείς
Χριστός στο Θαβώρ. δ) Να έχει ταυτότητα μοναδική73.
Η εικόνα εκπληρώνει την αποστολή της μέσα στα πλαίσια της θείας Λατρείας και ιδίως της
θείας Ευχαριστίας, όπου οι πιστοί μέσω της ψυχής και του κορμιού (και μάλιστα όλων των
αισθήσεων) γίνονται κοινωνοί πάντων τῶν γεγενημένων. τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς
τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβάσεως, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν
Παρουσίας (Ευχή της Αναφοράς της Θείας Λειτουργίας του Χρυσοστόμου). Υπήρχε όμως
και ένας άλλος τρόπος όμως με τον οποίο «εκσυχρονίζονταν» τα Πάθη και η Ανάσταση του
Ιησού. Είναι το βιβλικό δράμα, το οποίο επιβιώνει μέχρι σήμερα και στην ανατολική
Εκκλησία με την ακολουθία του Νιπτήρος, τη λιτανεία του Εσταυρωμένου και την
περιφορά του Επιταφίου74. Αυτού του είδους τα μυστήρια (όπως ονομάζονταν τότε τα
εκκλησιαστικά δράματα) διαδόθηκαν ιδιαίτερα στη Δύση. Ήδη τον 11ο και 12ο αι. άρχισε να
καθιερώνεται η λατρευτική αναπαράσταση της Ανάστασης. καταρχήν με την αναβίωση
της πορείας των τριών Μαριών στον τάφο και της συνομιλίας τους με τον άγγελο και
κατόπιν με την προσθήκη και άλλων διαλόγων, ακόμη και εξωβιβλικών. Αντίθετα στα
μεσαιωνικά χρόνια, ιδίως κατά το 14ο και 15ο αι., παρατηρείται μια έξαρση της τάσης του
ανθρώπου του Μεσαίωνα να κατευνάσει τον πόνο του μέσω της μυστικιστικής του
ταύτισης (conformitas - unio mystica) με τον πάσχοντα Ιησού. Είναι η εποχή που στις
διασταυρώσεις των οδών εμφανίζονται προσκυνητάρια με την παράσταση του
εξουθενωμένου από τα τραύματα Εσταυρωμένου, καθιερώνεται η τελετή της αγίας
Δωρεάς, διαδίδεται η λατρεία της «Ιεράς Καρδίας του Ιησού» και κυκλοφορούν οι
»Meditationes vitae Christi« του Joh. de Caulibus75. Τότε ακμάζει και η αναπαράσταση του
Πάθους. Αυτό το Δράμα δεν τελούταν στο Ναό, αλλά επί τριόδων και πλατειών, και
διαρκούσε δύο ή τρεις ημέρες, καθώς με τη συμμετοχή απλών χωρικών «ιστορούνταν» σε
κάποια από αυτά όλες οι στιγμές της θείας Οικονομίας από τη στιγμή της πτώσης του
Εωσφόρου μέχρι τη συντριβή του από τον Αναστάντα76. Το πιο γνωστό δράμα του Πάθους
73
π. Σ τ α μ ά τ η Σ κ λ ή ρ η , Ελεύθερη Δημιουργία και αντιγραφή μέσα στην Ορθόδοξη Εικονογραφική
Παράδοση, Σύναξη 85 (2003) 21-31, εδώ 25.
74
Β. Σ τ ε φ α ν ί δ ο υ , Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι: Αστήρ 1970, 465-6.
75
Βλ. Σ . Γ ι α γ κ ά ζ ο γ λ ο υ , «Χριστολογία και Πνευματολογία: το πρόβλημα της προτεραιότητας», Σύναξη 57
(1996) 33-41, εδώ 36-7: Η θεία Ευχαριστία εκλαμβάνεται αντικειμενικά ως ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου, δηλ.
μιας παρελθούσης πράξεως, η Χριστολογία αποδεσμεύεται από την Πνευματολογία και αποψιλώνεται στο
χριστομονισμό του γλυκερού Ιησού. Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζεται ως jesuanisme […] η αποκένωση του
χριστολογικού μυστηρίου από την πνευματολογική του σύσταση τείνει να μετατρέψει την Εκκλησία, από
Πνευματική και χαρισματική κοινότητα που οφείλει να εικονίζει σε κάθε της έκφανση τα έσχατα της
Βασιλείας, σε μια επίγεια πραγματικότητα που επιζητεί με πυραμοειδείς ιεροκρατικές δομές να κυριαρχήσει
στον κόσμο.
76
Ο Gustav Aulen είχε διακρίνει το 1930 τρία κυρίαρχα χριστολογικά μοντέλα: 1. στα πατερικά χρόνια ο Ιησούς
προβάλλεται ως ο νικητής Λόγος και Κύριος (Christus victor) 2. στο Μεσαίωνα ως ο θυσιασθείς εσταυρωμένος
(Christus victima) και 3. στα Νεότερα χρόνια ως πρότυπο διδασκάλου και ηθικής (Christus exemplar). Βλ. H.
Kester, Christologie, Handbuch der Dogmatik 1, T. Schneider (hgg) Düsseldorf: Patmos 1992, 237-442, εδώ 388.
τελείται ακατάπαυστα από το 1633 μέχρι σήμερα στο βαυαρικό Oberammergau77 ανά
δεκαετία. Ως συνέχεια αυτών των βιβλικών δραμάτων προβάλλουν τον 20ο αι. οι ταινίες
του Ιησού.
77
Η αρχή του ανάγεται το 1633 και αποδίδεται σε ένα τάμα για την κατάπαυση της πανώλης. Τελείται μεταξύ
Μαΐου και Σεπτεμβρίου. Το 1980 γιορτάστηκε το 380ο ιωβηλαίο. Ανάλογες αναπαραστάσεις γίνονται στη Μ.
Βρετανία (κελτική παράδοση), στη Β. Ισπανία και στο αυστριακό Τιρόλ.
78
Κ . Μπ λ ά θ ρ α ς , «Χόλλυγουντ. Η παγκόσμια κυριαρχία των κινηματογραφικών ονείρων», Σύναξη 86 (2003)
39-64, εδώ 50.
Ιησού στο παρελθόν, είτε να οσμώσει αυτό το παρελθόν με το παρόν. Το μειονέκτημα σε
όλες αυτές τις συγκρίσεις είναι ότι μέχρι σήμερα δεν έχει γυριστεί ταινία σχετική με τον
Ιησού από σκηνοθέτη της Ανατολής. Ίσως ένας «Ταρκόφσκι» να μπορούσε να συμφιλιώσει
τα δύο αυτά μεγέθη και να «φωτίσει» διαφορετικά την επίγεια πορεία του Ιησού79.
Στη Δύση η ζωή του Χριστού έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη μέχρι σήμερα σχεδόν
είκοσι πέντε φορές. Αυτό αποδεικνύει ότι ο Ιησούς και η πορεία Του, ένα θέμα χωρίς copy-
right, συγκινεί ευαίσθητες χορδές (χριστιανών και όχι μόνο) θεατών. Το όλο εγχείρημα
ενέχει όμως τις εξής δυσχέρειες: Πρώτον η πλοκή και το τέλος της πορείας του ήρωα (του
Ιησού) είναι γνωστά εκ των προτέρων στο θεατή. Αυτό υποχρεώνει τον παραγωγό να
ανατρέξει στις πηγές του, να τις ανα-γνώσει, και να τις προβάλλει από μια καινούργια
οπτική γωνία. Εδώ προκύπτει το δεύτερο πρόβλημα: θα επιλέξει ως πηγή του και τα
τέσσερα Ευαγγέλια ή μόνον ένα από αυτά ή και άλλα (απόκρυφα ή μη) κείμενα; Από τα
είκοσι δύο διασημότερα φιλμ, τα οποία έχουν γυριστεί, μόνο τρία ακολούθησαν πιστά ένα
συγκεκριμένο Ευαγγέλιο. Είναι το Il Vangelo secondo Matteo (το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)
του Pier Paolo Pasolini, ο Ιησούς (1979), ο οποίος βασίζεται στο κατά Λουκάν, και πρόσφατα,
το 2003, το Ευαγγέλιο του Ιωάννη του Philip Saville. Οι περισσότερες ταινίες επιλέγουν
στιγμιότυπα και από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ κάποιοι δε διστάζουν να αντλήσουν υλικό
από τα Απόκρυφα, αλλά και από νεότερες βιογραφίες του Ιησού80 δημιουργώντας έτσι με
την ταινία τους ένα καινούργιο Διατεσσάρων ή ακόμη και «πέμπτο Ευαγγέλιο». Μετά την
επιλογή ενός Ευαγγελίου ή τη συρραφή και των τεσσάρων, ο σεναριογράφος έρχεται
αντιμέτωπος με την τρίτη δυσκολία: Με ποιο κριτήριο θα επιλέξει γεγονότα της ζωής
του Ιησού, τα οποία θα προβάλει; Θα φιλοτεχνήσει την εικόνα ενός μυστικιστή, ενός
επαναστάτη, ενός περιοδεύοντος κυνικού φιλοσόφου, ενός θαυματουργού, ενός προφήτη ή
ενός δασκάλου της Σοφίας; Στο σημείο αυτό ο σκηνοθέτης εκών ή άκων καλείται να
αναμετρηθεί με τη θεότητα του Ιησού. Οι Πειρασμοί, η Μεταμόρφωση, τα θαύματα, το
Πάθος και η Ανάσταση αποτελούν τους «μεγάλους Πειρασμούς» του σκηνοθέτη, ενώ ο
Ιούδας Ισκαριώτης, η Μαρία η Μαγδαληνή, και ο Βαρραβάς είναι συνήθως τα πρόσωπα-
κλειδιά, τα οποία καλούνται να εξιχνιάσουν σκηνοθετικά το μεσσιανικό μυστικό της
καινοδιαθηκικής έρευνας. Ακόμη, όμως, και όταν κανείς έχει καταλήξει στην τελική
επιλογή των περικοπών, ακόμη και τότε φτάνει σε μια τέταρτη διαπίστωση: Τα ίδια τα
ευαγγελικά κείμενα, παρ΄ όλη τη δραματική τους δομή, έχουν γραφεί για
αναγνωσθούν στην εκκλησιαστική σύναξη και όχι για να χρησιμοποιηθούν ως
σενάριο. Έτσι ούτε στις διαλογικές σκηνές ο διάλογος επαρκεί για μια ταινία, ούτε στις
αφηγηματικές σκηνές η δράση. Σημειωτέον ότι οι ευαγγελικές περικοπές (με εξαίρεση
εκείνες που αφορούν στην τελευταία εβδομάδα του Πάθους) δεν ενώνονται μεταξύ τους
απόλυτα χρονικά και τοπικά. Πληροφορίες σχετικά με το περιβάλλον, τον καιρό, τον
ιματισμό, την τροφή, τους κανόνες κοινωνικής και θρησκευτικής συμπεριφοράς, τα
79
Στην Ελλάδα γυρίστηκε στη Μάνη το 1973 η ταινία Κρανίου Τόπος από τον Κ. Αριστόπουλο, ο οποίος
εμπνεύστηκε το έργο του από την ταινία του Παζολίνι. Ο Χριστός είναι εργάτης σε εργοστάσιο. Στο χωριό
καταφθάνει ένα κινηματογραφικό συνεργείο για να «αφηγηθεί» τα θεία πάθη. Χρησιμοποιεί τους κατοίκους
της περιοχής, δίνοντάς τους κουστούμια. Όταν τελειώνει η ιστορία, ο άνθρωπος που υποδύθηκε τον Χριστό,
επανέρχεται στο εργοστάσιο, στην καθημερινότητά του. Η ταινία θεωρήθηκε ως πολιτικά ανατρεπτική ταινία
και λογοκρίθηκε από τη Δικτατορία. Στο εξωτερικό απέσπασε εξαιρετικές κριτικές. Βλ. Μ. Κατσουνάκη,
Κρανίου Τόπος, Τα Πάθη στον Κινηματογράφο…, 15.
80
Η μεγαλύτερη Ιστορία που ειπώθηκε ποτέ, βασίζεται στο romance novel Foulton Oursler.
συναισθήματα, τις εκφράσεις του προσώπου απουσιάζουν από το βιβλικό υλικό. Οι
εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα (Mκ. 1, 6. 9, 3. Λκ. 8, 22-25). Άγνωστα
παραμένουν, επίσης, τα ακριβή κίνητρα των ενεργειών των πρωταγωνιστών. Όλα αυτά τα
κενά καλείται να τα καλύψει ο σεναριογράφος, ο οποίος κατ΄ ουσία κατασκευάζει ένα
ευαγγελικό ταργκούμ81. Προκειμένου να δώσει στον ακροατή το αίσθημα της
αυθεντικότητας, το οποίο είναι απαραίτητο σε ταινίες που αφορούν σε μεσσιανικά
ινδάλματα, είτε αντλεί πληροφορίες από την ιστορία εποχής της Κ. Δ. (σχετικά με τις
συνήθειες, τον ιματισμό κ. ά.) είτε υιοθετεί την καθιερωμένη εκκλησιαστική παράδοση και
συμβολισμό (παρουσίαση της Θεοτόκου με ρούχα χρώματος μπλε), στοιχεία τα οποία
προσπαθεί να τα «εκσυγχρονίσει» με σκηνές βίας και ερωτικού πάθους, προκειμένου η
ταινία να έχει και την απαραίτητη εμπορικότητα. Για παράδειγμα ο μεγάλος Cecil B. De
Mille, ο εμπνευστής αυτού που αποκαλούμε σήμερα Χόλλυγουντ, εισάγει το «βουβό» έργο
του σχετικά με το Βασιλέα των Βασιλέων με την εξής ιστορία: η Μαρία η Μαγδαληνή, μια
πλούσια σκανδαλωδώς ντυμένη εταίρα, ερωτεύεται τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, ο οποίος
ακολουθεί το θαυματουργό Ιησού για να εκπληρώσει τα μεσσιανικά του οράματα.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο παραγωγός μιας ταινίας του Ιησού ακόμη και
στις περιπτώσεις που ακολουθεί πιστά ένα ευαγγελικό κείμενο, αναγκαστικά καλείται με
όσα γεγονότα της ζωής Του προβάλλει, όσα δεν προβάλλει αλλά και με τον τρόπο που τα
προβάλλει να γίνει ερμηνευτής. Ο φωτισμός, τα κουστούμια, η μουσική, η οπτική γωνία της
κάμερας αποτελούν μέσα ερμηνευτικά που αποτυπώνουν το βλέμμα και την καρδιά του
σκηνοθέτη, και των ερμηνευτών της ταινίας και μιας ολόκληρης εποχής.
Στο πρώτο μισό του 20ου αι. καταβαλλόταν ιδιαίτερη προσπάθεια να προβληθεί στη μεγάλη
οθόνη η θεότητα του Ναζωραίου. Στις πρώιμες ταινίες Από τη Φάτνη στο Σταυρό (1912),
Μισαλλοδοξία (1916), Χριστός (1917) ο «βουβός» Ιησούς ήπιος, ανέκφραστος, ενδεδυμένος
λευκή στολή κινείται αργά και επιβλητικά σε μαύρο φόντο, επιδεικνύοντας τη θεϊκή
μεσσιανική του εξουσία μέσω θαυμαστών σημείων, όπως είναι ο περίπατός Του πάνω στα
ύδατα, ο πολλαπλασιασμός των άρτων και άλλα. Πιο κινητικός γίνεται στο κλασικό έργο
του βουβού κινηματογράφου ο Βασιλεύς των Βασιλέων (1927), ενώ στον επόμενο Βασιλέα
των Βασιλέων (1961) που σφραγίζει τη δεκαετία του ΄50, η αναπαράσταση θαυμάτων
περιορίζεται και το πορτρέτο του μη βίαιου πολιτικού επαναστάτη Ναζωραίου αποκτά μια
εξαιρετική νεανική ζωντάνια. Παρά την αλλαγή, η κάμερα κατά την πορεία προς το
Γολγοθά (Via Dolorosa) και κατά τη Σταύρωση αποφεύγει το γκρο-πλαν, το αμερικανικό
κοντινό πλάνο, για να μην αποτυπώσει τα συναισθήματα φόβου και αγωνίας στο πρόσωπο
του ήρωα. Ο αναστημένος Χριστός είναι διαφορετικός από τον Ιησού της ιστορίας και το
όλο γεγονός της νίκης απέναντι στο θάνατο μοιάζει με παραίσθηση.
81
Πρβλ. P . V . M . Fl e s h e r , R . T or r y , Filming Jesus: Between Authoruty and Heresy, SBL Forum www.sbl-site.org
Article.aspx?Articleld=226.
Αυτή η έξαρση της θεότητας του Ναζωραίου εκπλήσσει, διότι η καινοδιαθηκική έρευνα
έναν αιώνα νωρίτερα έχει αρχίσει να διαχωρίζει τον Ιησού της ιστορίας από το Χριστό της
Εκκλησίας, θεωρώντας τα θαύματα, την ανάσταση αλλά και τη θεϊκή υπόσταση του
Ναζωραίου ως ύστερα δόγματα της Εκκλησίας. Η πιστότητα του κινηματογραφικού Ιησού
στην παράδοση και η αποστροφή στην απομυθοποίησή Του από την επιστήμη μπορεί να
ερμηνευθεί από το κλίμα της εποχής κατά το οποίο ανδρώνεται αυτό το νέο είδος (του
κινηματογράφου). Στις αρχές του 20ου αι. η πίστη στη λογική και η νοοτροπία του
θετικισμού, στοιχεία τα οποία δέσποζαν το 19ο αι. και επηρέασαν και την καινοδιαθηκική
έρευνα, κλονίζονται στη φιλοσοφία με το Νίτσε και με τον Μπερξόν (έξαρση της ενόρασης
έναντι της λογικής), στη φυσική με τον Πουανκαρέ και το Μπράντλεϋ (η φύση όχι ως ένα
σταθερό σύστημα αναφοράς ως πολύπλοκο δίκτυο σχέσεων) και στην ανθρωπολογία με το
Φρόυντ (η επιστήμη των ονείρων, ομαδική ψυχολογία, υποσυνείδητο). Παράλληλα μέσα
σε ένα κλίμα σήψης και διαφθοράς, παρατηρείται στην Αμερική μια στροφή στην (ατομική
πουριτανιστική) ηθική, η οποία κορυφώνεται τη δεκαετία του ‘20 με την ποταπαγόρευση
(και την απαγόρευση όλων των συναφών: πορνείας, χαρτοπαιξίας κ.ά.). Στα πλαίσια του
δόγματος αυτού «του σαφούς και παρόντος κινδύνου» («clear and present danger» doctrine),
ιδρύεται η Εταιρεία Κινηματογραφικών Παραγωγών και Διανομέων της Αμερικής (Motion
Picture Producers and Distributors of America) για τη σύνταξη κανόνων αυτολογοκρισίας
και καθιερώνεται ο Κώδικας της Αιδούς του Χέης, τον οποίο συνέταξε ο ιησουίτης Ντάνιελ
Α. Λόρντ82. Έτσι δικαιολογείται και η προβολή του Ιησού ως μεγάλου θεϊκού διδασκάλου
που νικά τους νόμους της φύσης και διδάσκει έμπρακτα τους κανόνες της ηθικής.
Για ένα μεγάλο μάλιστα διάστημα 35 περίπου ετών κανείς δεν τολμά να «ενσαρκώσει» τον
Υιό του Θεού στη Μεγάλη Οθόνη. Τη δεκαετία του ΄50 γυρίζονται οι χολλυγουντιανές
υπερπαραγωγές, Quo Vadis, Ο Χιτών (The Robe 1953), Ben Hur (1959). H τελευταία ταινία
είναι και η μοναδική βιβλική παραγωγή που βραβεύτηκε με Όσκαρ. Σε αυτές τις γνωστές
ως «ταινίες της χλαμύδας», όμως, κατά παράδοξο τρόπο ο Ιησούς δεν είναι ο
πρωταγωνιστής. Μόλις το 1961 εμφανίζεται στις μεγάλες οθόνες το King of Kings (Nich-
olas Ray, 1961) και το 1965 το The Greatest Story Ever Told.
Τα αμερικανικά όμως αυτά μελοδράματα δε συγκινούν πλέον ιδίως τους Ευρωπαίους.
Μετά το θρίαμβο του παραλόγου, τις φρικαλεότητες των δύο παγκοσμίων Πολέμων 83, που
έπληξαν κατά κύριο λόγο τη Γηραιά ήπειρο και τα αυξημένα κοινωνικά και υπαρξιακά
προβλήματα που επισώρευσαν σε αυτήν, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τοποθετείται η
αιώνια Σφίγγα, ο άνθρωπος, και τα έντονα υπαρξιακά του προβλήματα. Ήδη
προπολεμικά ο Τσάρλι Τσάπλιν ενσαρκώνοντας το Σαρλό (Μοντέρν οι Καιροί -
Χρυσοθήρας - Τα φώτα της Πόλης) αποτύπωσε την τραγικότητα του απλού μαζ-
ανθρώπου που συνθλίβεται ανάμεσα στη μηχανή και στην αδιαφορία των συνανθρώπων του84.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα πλαίσια του μακαρθισμού και της «κόκκινης» απειλής
διώκεται όμως από την Αμερική μαζί με άλλους 320 καλλιτέχνες. Τότε ανατέλλει στην
Ευρώπη η εποχή κατά την οποία μεγαλοφυείς σκηνοθέτες κάνοντας χρήση της εξελιγμένης
82
Μπλάθρας, Χόλλυγουντ, 56.
83
Το αντίπαλον δέος για την Αμερική δεν είναι πλέον οι ανήθικοι αλλά «οι κόκκινοι» με πρωταγωνιστή το
Γιόσεφ Μακάρθυ (1908-1957). 320 άτομα, μεταξύ αυτών ο Τσάρλυ Τσάπλιν, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν και ο
Μέρτλοντ Μπρεχτ, χάνουν τη δουλειά τους.(ό.π. 56, υποσ. 45).
84
Σκουλάτου, Ιστορία Νεότερη, 426.
κινηματογραφικής τεχνικής και ανανεώνοντας τα εκφραστικά μέσα και τις αισθητικές
αναζητήσεις του κινηματογράφου επηρεασμένοι από ποικίλα φιλοσοφικά, θεολογικά και
πολιτικά ρεύματα μεταφέρουν στην οθόνη τις μεταφυσικές τους αγωνίες το πολιτικό
πιστεύω, την προσωπική τους στάση85. Αυτό που γοητεύει πλέον είναι η ανθρώπινη φύση
του Ναζωραίου, η οποία είχε πραγματικά υποτιμηθεί κάτω από ένα ιδιότυπο
μονοφυσιτισμό. Αυτό βέβαια προκάλεσε σοκ. Η εξαγγελία του Ζεφιρέλλι ότι θα «φωτίσει»
την ανθρώπινη φύση του Χριστού ξεσήκωσε την αντίδραση των φουνταμενταλιστών και
ανάγκασε τη General Motors να αποσυρθεί από χορηγός (σπόνσορας) του έργου. Το ίδιο,
και ίσως και περισσότερο οργισμένη, ήταν η αντίδραση στην ταινία του καθολικού
Μαρτίνου Σκωρτσέζε (1988) σχετικά με τον Τελευταίο Πειρασμό. Σε κάποιες άλλες
περιπτώσεις, στα λεγόμενα scandal Films (πρβλ. Jesus Christ Superstar και Godspell), με
πρόσχημα τον «εκσυγχρονισμό» της μορφής και της πορείας του Ιησού, το πρόσωπό Του
αποϊεροποιείται πλήρως.
γ. Οι σημαντικότερες ταινίες
Η ιστορία των κινηματογραφικών ταινιών σχετικά με τον Ιησού ταυτίζεται με την ιστορία
του σινεμά. Ήδη κατά τα πρώτα πέντε χρόνια του κινηματογράφου 86, προβλήθηκαν σκηνές
από το θείο Δράμα, όπως αυτό αναπαριστάνεται κάθε δέκα χρόνια στο βαυαρικό Oberam-
mergau. Κάποιοι διέδωσαν ότι γυρίστηκαν σε μια ταράτσα στη Νέα Υόρκη. Το 1912 ένα
αμερικάνικο συνεργείο ταξιδεύει στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο για να γυρίσει το
From the Manger to the Cross (Από τη Φάτνη στο Σταυρό Kalem Company, 1912). Το 1916 o
«ιδρυτής» του Χόλλυγουντ, D. W. Griffith, ο ποιητής της πρώτης μεγάλης εμπορικής
επιτυχίας Η Γέννηση ενός Έθνους, γυρνά τη Μισαλλοδοξία (Intoleranz), μια ματαιόδοξη
ταινία, η οποία παρουσίαζε την παγκόσμια ιστορία, από τη Βαβυλώνα μέχρι την Αμερική
του 20ου αι. ως προϊστορία των Ηνωμένων Πολιτειών87. Σε αυτή αποτυπώνεται και η
«ιουδαϊκή ιστορία» του Ιησού με έμφαση στη σύγκρουσή Του με τους Φαρισαίους, οι οποίοι
δεν ανέχονται το κρασί και τη διασκέδαση. Με αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης, ο οποίος
συμπεριλαμβάνει στο έργο του και το θαύμα της Κανά, εκφράζει την αντίθεσή του στην
ποταποαγόρευση. Ενώ η Γέννηση του Έθνους στηρίζεται στο αμφιλεγόμενο έργο του Ντίξον
ο άνθρωπος του Κλαν που εξυμνούσε τη ρατσιστική οργάνωση Ku Klux Klan, στη
Μισσαλοδοξία κατόπιν παρέμβασης του Εβραίου B’ nai Brith οι Ιουδαίοι, ακόμη και οι
Αρχιερείς, δε συμμετέχουν στην καταδίκη του Ιησού, για να αποφευχθεί η ενοχοποίησή
τους. Την ίδια εποχή μια άγνωστη στο ευρύ κοινό γερμανική ταινία με το όνομα Ο
Γαλιλαίος (1917) δε διστάζει να εξάρει με στοιχεία υπερβολής την απαίτηση του λαού των
Ιουδαίων να χυθεί το αίμα του Ιησού. Το 1927, όπως ήδη σημειώθηκε, ο Σεσίλ Ντεμίλ γυρνά
το Βασιλέα των Βασιλέων με έμφαση στα τεράστια σκηνικά, το θέαμα και τα πρωτοποριακά
για την εποχή τους εφέ […] Σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων απαγόρευσε στο Χ. Μπ.
Γουόρνερ που υποδυόταν το Χριστό, και τους ηθοποιούς που έπαιζαν τους αποστόλους, να
πίνουν, να τζογάρουν, να ξενυχτούν ακόμη και να έχουν σεξουαλικές επαφές88.
85
Ό.π. 444.
86
Το πρώτο εμπορικό γύρισμα διαδραματίστηκε στη Γαλλία το 1895 και προβλήθηκε από τον Έντισον το 1896.
87
Μπλάθρας, Χόλλυγουντ, 44.
88
Π. Παναγόπουλος, Κινηματογραφικά Πάθη, Τα Πάθη στον Κινηματογράφο, Η. Κ. Μαγκλίνης (επιμ.), Η
Καθημερινή Επτά Ημέρες, Μ.Σάββατο 30 Απριλίου – Κυριακή Πάσχα 1 Μαΐου 2005, 2-6, (εδώ) 4.
Ο Βασιλεύς των Βασιλέων του Nicholas Ray (King of Kings, 1961) εμπνευσμένος από το
ομώνυμο έργο του Σισέ ντε Μιλ, γυρίστηκε στην Ισπανία. Για να τονισθεί η ιεροπρέπεια
όσων πρόκειται να ακολουθήσουν, το υψηλού μπάτζετ μελόδραμα εισάγεται με μια
συμφωνική Ουβερτούρα. Εν συνεχεία προβάλλεται η άλωση της αγίας Πόλης και η
πυρπόληση του Ναού, από τα ρωμαϊκά στρατεύματα. Βαραββάς και Ιησούς προβάλλουν ως
μοντέλα της ειρηνικής και της βίαιης πολιτικής ανατροπής αντίστοιχα. Ως σχεδόν
αποκλειστικά υπεύθυνος για τη σταύρωση του Ιησού παρουσιάζεται ο Καϊάφας. Το ίδιο το
έργο ονομάστηκε από τους κριτικούς της εποχής του Ήμουν ένας έφηβος Ιησούς (I Was a
Teenage Jesus) ένεκα του ξανθού γαλανομάτη πρωταγωνιστή Jeffrey Hunter. Ο Hunter
θεωρείται ότι έπεσε θύμα της κατάρας που βαραίνει όσους υποδύονται τον Ιησού. Αφού
έπαιξε σε ταινίες β΄ διαλογής, τραυματίστηκε στο κεφάλι το 1969 κατά τη διάρκεια
γυρισμάτων στην Ισπανία και τελικά πέθανε σε ηλικία 42 ετών.
Το 1964 προβάλλεται η πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή ταινία σχετικά με τον Ιησού Χριστό. Είναι
το νεορεαλιστικό κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Il Vangelo secondo Matteo), το οποίο γύρισε ο
ομοφυλόφιλος άθεος μαρξιστής Pier Paolo Pasolini στη γυμνή ύπαιθρο της νότιας Ιταλίας
με τη συμμετοχή ηλιοκαμένων κατοίκων της (ανάμεσά τους και η μητέρα του). Με τη
χρήση μαύρου και άσπρου, «αποχρωματίζεται» ο χωροχρόνος όπου διαδραματίστηκαν τα
πραγματικά επεισόδια και εξαίρεται η αντίθεση του νέου, ασυμβίβαστου και κάπως
απόμακρου και αυστηρού εσχατολογικού Προφήτη (ο ερασιτέχνης Ισπανός φοιτητής En-
rique Irazoqui) και των ακολούθων Του (οι οποίοι παρουσιάζονται πάντα ασκεπείς) με το
ιουδαϊκό ιερατείο, το οποίο φέρει κάλυμμα επί της κεφαλής. Ο Ιταλός σκηνοθέτης
λαμβάνοντας αφορμή από την αγωνία του ανθρώπου του 20 ου αι. μπροστά στον κλονισμό
των παλιών και νέων αξιών, επιχειρεί με αυτό το φιλμ να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ
Μάρξ και Ιησού. Τα μεγάλα θαύματα παραλείπονται, καθώς επίσης και η Μεταμόρφωση.
Η κραυγή του Ιησού όταν τον διαπερνά το πρώτο καρφί εξαίρει την ανθρώπινη φύση Του.
Όταν ο Ιησούς ενταφιάζεται ακούγεται το Δόξα εν Υψίστοις και όταν η πέτρα σφραγίζει το
μνημείο το Αμήν. Κατόπιν με τη συνοδεία της κογκολέζικης λειτουργικής μουσικής «Missa
Luba», εμφανίζονται οι μαθητές να κατευθύνονται στο Όρος για να χαιρετήσουν τον
αναστημένο Ιησού. Χαρακτηρίστηκε ως το αποκαλυπτικότερο φιλμ της εποχής μας.
Το 1965, γυρίστηκε στην Ούτα των ΗΠΑ, σε ένα σκηνικό που θυμίζει Φαρ Ουέστ, το The
Greatest Story Ever Told με προϋπολογισμό 25 εκατ. δολαρίων από το George Stevens. Αυτή
η ακριβότερη ταινία του Ιησού, διάρκειας τεσσάρων ωρών (!), παρά τη συμμετοχή ενός
πανθέου αστέρων, οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στο Ben Hur (Max von Sydow = Ιησούς/
Charles Heaston = Ιωάννης Βαπτιστής), δε γοήτευσε. Η διακήρυξη του εκατόνταρχου (John
Wayne!) αληθώς Θεού Υιός έμεινε στην ιστορία ως η πιο κωμική στην ιστορία του
Χόλλυγουντ. Η ενοχή για τη σταύρωση επιρρίπτεται στον Πόντιο Πιλάτο.
Το 1973 μέσω της Jesus Christ Superstar εγκαινιάζεται μια καινούργια σελίδα στην ιστορία
των φιλμ που σχετίζονται με τον Ιησού, καθώς επιχειρείται η μεταφορά της πορείας Του,
και μάλιστα μόνο των τελευταίων επτά ημερών της ζωής Του, στον 20 ο αι. Είναι η εποχή
την οποία σφραγίζει ο πόλεμος του Βιετνάμ και αυτός των Έξι ημερών του Ισραήλ. Ήδη
είχε κυκλοφορήσει ένα μουσικό κομμάτι του έργου το 1970 ως Single (ερμηνευμένο από το
Murray Head), ενώ είχε ανέβει και ως μιούζικαλ στο Broadway. Και τα δύο εγχειρήματα
είχαν στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Το χαρακτηριστικό αυτής της ταινίας, που θα βρει
συνεχιστές πολύ αργότερα, είναι, όπως ήδη σημειώθηκε, η αποϊεροποίηση του προσώπου
του Ιησού, κάτι που συμβαίνει και στο σύγχρονό του μιούζικαλ Godspell, όπου ο Ιησούς
(Βίκτορ Γκάρμπερ) με έντονο μακιγιάζ παρουσιάζεται να περιφέρεται στους δρόμους του
Μανχάταν ως καλοσυνάτος κλόουν. Ο Χριστός παρουσιάζεται απλά ως ένα guru να
υιοθετεί την κουλτούρα χίπηδων. Τραγουδά ροκ και κηρύττει ειρήνη και όχι πόλεμο. Η
ταινία, παρότι είναι μια Rock Opera, μουσική-ποιητική δηλ. σύνθεση και όχι
κινηματογραφικό έργο, γυρίστηκε στο χώρο που εκτυλίχτηκαν τα πραγματικά γεγονότα,
στο Ισραήλ. Ξεκινά με την άφιξη ενός πολύχρωμου λεωφορείου με κάποιους ανώνυμους
ηθοποιούς σε έναν προκαθορισμένο τόπο προκειμένου αυτοί να αναπαραστήσουν τα
Πάθη. Παρότι έρχονται ξένοιαστοι, φεύγουν προβληματισμένοι καθώς η αναπαράσταση
επιδρά καταλυτικά στον ψυχισμό τους. Μέσα από το φακό του Ted Neeley, ο Ιησούς, έστω
και αν θεωρείται από τους συγχρόνους του ως Star (στο έργο γίνεται μάλιστα λόγος για Je-
sus-mania), παραμένει ένας απλός άνθρωπος. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η σκηνή της
αγωνίας στη Γεσθημανή, όπου ο φακός, αντί να αποτυπώσει εκ των κάτω το μεγαλείο της
προσφοράς του Ιησού, καταγράφει από ψηλά την προσπάθειά Του να σκαρφαλώσει στο
όρος (των Ελαιών;) προκειμένου να παλέψει με το Θεό. Το έργο, το οποίο έχει
χαρακτηριστεί ως το Δράμα του Ιούδα, προσπαθεί επίσης να προκαλέσει συμπάθεια προς
τον αυτόχειρα, ο οποίος παρουσιάζεται ως τραγική φιγούρα προορισμένη να διαπράξει το
φόνο του Ιησού από το Θεό. Χαρακτηριστικό επίσης αυτής της ταινίας είναι το γεγονός ότι,
όπως και στο Godspell, απουσιάζει η μορφή της Παναγίας και το κορυφαίο γεγονός
τηςανάστασης89. Επιβεβαιώνεται έτσι το Pop σύνθημα της δεκαετίας του ΄60: God is Dead.
Τέσσερα χρόνια αργότερα αρχίζει να προβάλλεται την Κυριακή Βαΐων του 1977 η ταινία Je-
sus of Nazareth συνολικής διάρκειας 6 1/2 ωρών (!), η οποία γυρίστηκε στο Μαρόκο και στην
Τυνησία90. Κατ΄ ουσίαν ήταν μια τηλεοπτική σειρά, συμπαραγωγής του RAI (Iταλία) και
του ITC (Μ. Βρετανία) υπό την επίβλεψη του ειδήμονα σε θρησκευτικά ζητήματα Β.
Λαμπέλα. Η ταινία του Franco Zefirelli διακρίνεται για την τρομερή πιστότητα στα
γεγονότα και στην προσπάθειά της να αναβιώσει την Παλαιστίνη του 1 ου αι. μ.Χ., ενώ
εμπεριέχει την καλύτερη (για πολλούς κριτικούς) απεικόνιση της Ανάστασης. Ο Ιησούς (Ρ.
Πάουελ), του οποίου η μορφή (πρασινογάλανα μάτια, μακριά μαλλιά) μοιάζει σα να έχει
βγει από πίνακα ιταλικής τέχνης91, έρχεται να εκπληρώσει τις εσχατολογικές ελπίδες ενός
καταδυναστευμένου λαού. Χαρακτηριστική είναι η απουσία της σκηνής των Πειρασμών
από ένα έργο που δε διστάζει να αποτυπώσει πολλά από τα θαύματα του Ιησού92. Στα
πλαίσια της εγκυκλίου Nostra Aetate της Β΄ Βατικάνειας Συνόδου τονίζεται η ιουδαϊκή
ταυτότητα και το περιβάλλον του Ιησού, ενώ εξαίρεται το γεγονός ότι στο Συνέδριο που
τον καταδικάζει παρευρίσκονται και φίλα προς αυτόν προσκείμενοι Φαρισαίοι.
Προκειμένου μάλιστα να αποφύγει την κατηγορία του αντισημιτισμού, ο κατά τα άλλα
πιστότατος στα κανονικά ευαγγέλια Ζεφιρέλι «κατασκευάζει» τη μορφή ενός γραμματέα
με το όνομα Ζερά στον οποίο αναθέτει το βρώμικο ρόλο του Καϊάφα (π.χ. τη «δωροδοκία»
89
Αντί αυτής επανεμφανίζεται ο Ιούδας ως από μηχανής θεός για να τραγουδήσει το μεγάλο «χίτ» του
μιούζικαλ, το ομώνυμο τραγούδι, πλαισιωμένος από ένα χορό με κορίτσια της ντίσκο. Πρβλ. Γ. Κολοβός, Ο
Ιούδας τραγουδούσε υπέροχα, Τα Πάθη στον Κινηματογράφο…, 18-19, εδώ 19.
90
Κάποια γυρίσματα έγιναν και στην Κρήτη, ενώ στην ταινία συμμετέχει και ο ηθοποιός Γ. Βογιατζής.
91
Σ. Παπαδοπούλου, Ο Ιησούς από την… τηλεόραση, Τα Πάθη στον Κινηματογράφο…, 14.
92
Πρβλ. R . Zw i c k , Auslegung im Medienwechsel (Matthäus 4,1-11 und Lukas 4,1-12) Von Babel bis Emmaus.
Biblische Texte spannend ausgelegt, G . M i l l er - F . W . N i eh l , München 1993, 49-62.
του Ιούδα). Η αρνητική κριτική που ασκήθηκε στην ταινία αφορά στο γεγονός ότι ο Robert
Powell και οι άλλοι βορειοευρωπαίοι ηθοποιοί ωραιοποιούν την πορεία του Ιησού.
Μια ανατρεπτική ταινία κυκλοφορεί το 1979 από τον Terry Jones, στις ίδιες τοποθεσίες και
με δανεικά σκηνικά από την υπερπαραγωγή του Ζεφιρέλλι! Είναι το Life of Brian της
δημοφιλούς ομάδας των Βρετανών κωμικών Μόντι Πάιθον, που μοιράζονται όλους τους
ρόλους. Στην Ελλάδα προβλήθηκε με τίτλο: Ένας Προφήτης, μα τι Προφήτης; Πρόκειται για
μια κωμική ταινία σχετικά με το ναζαρηνό Brian, νόθο παιδί ενός Ρωμαίου στρατιώτη, ο
οποίος γίνεται μέλος στην αντιμπεριαλιστική οργάνωση Λαϊκό Μέτωπο της Ιουδαίας με
σκοπό την απελευθέρωση της Σιών από τους Ρωμαίους, «εκτός βέβαια από αυτούς που
προσέφεραν υδραγωγεία, αποχέτευση, δρόμους, άρδευση, περίθαλψη, ύδρευση, κρασί,
δημόσια τάξη, κλπ.». Αναγκάζεται να παίξει το ρόλο του Προφήτη, για να αποφύγει τη
σύλληψη από τους Ρωμαίους, το πλήθος τον «βαπτίζει» Μεσσία, τον πιστεύει ως Λυτρωτή
παρά τη θέλησή του και τελικά σταυρώνεται. Από άλλους θεωρείται ως παρωδία των
επικών ταινιών του Χόλυγουντ και από άλλους ως βλάσφημη σάτιρα της ζωής του Χριστού
93
. Ο παράλληλος βίος του Brian με τον Ιησού δίνει πάντως τη δυνατότητα στο σκηνοθέτη
να αφήσει έμμεσους υπαινιγμούς για το Χριστό και να σατιρίσει το φανατισμό, τη
δυσκαμψία της πολιτικής και άλλα φαινόμενα της εποχής του χωρίς όμως να προκαλέσει
άμεσα το κοινό περί Χριστιανισμού αίσθημα.
Αυτό (το αίσθημα) προκάλεσε Ο Τελευταίος Πειρασμός του ρωμαιοκαθολικού Μαρτίνου
Σκορτσέζε, που προβλήθηκε το 1989. Ο Ιταλός σκηνοθέτης, σε συνεργασία με τον απόφοιτο
του καλβινικού Κολλεγίου Paul Schrader ως Screenwriter, βασίστηκε στο ομώνυμο έργο του
προφήτη της απελπισίας Ν. Καζαντζάκη (1955), το οποίο είχε γραφτεί για το Δανό
σκηνοθέτη Κ. Ντράγιερ. Στην ταινία αυτή, που γυρίστηκε πρόχειρα στα άγρια τοπία του
Μαρόκο σε τέσσερεις μόλις μήνες, ο Σκορτσέζε δεν προσπαθεί απλά να αποδυτικοποιήσει
το μοντέλο του Ιησού, αλλά και να εξιχνιάσει την ανθρώπινη φύση Του, αγνοώντας
επιδεικτικά τα θαύματα και τη διδασκαλία του. Ξεκινά από τους πειρασμούς στην έρημο.
Παρουσιάζει το νεαρό ξυλουργό από τη Ναζαρέτ να μη συμβιβάζεται με την ιδέα ότι είναι
Θεός. Η πάλη αυτή, που φτάνει στα όρια νεύρωσης, παραπέμπει σε προηγούμενες ταινίες
του σκηνοθέτη όπως είναι οι Taxi Driver (1976), Raging Bull (1980). Το ίδιο και ο
πρωταγωνιστής Willem Dafoe στο ρόλο του Ιησού, ο οποίος όμως (όπως και οι άλλοι
Αγγλοσάξωνες ηθοποιοί) είναι ανεπαρκής στο ρόλο του τραγικού ήρωα. Όταν τα καρφιά
διαπερνούν τον καρπό του νοιώθει τρομερή οδύνη και πάσχει κάτω από το φλογερό ήλιο.
Το κατεξοχήν αντιλεγόμενο σημείο του φιλμ είναι τα τελευταία τριάντα λεπτά, όπου ο
Ιησούς ευρισκόμενος σε ένα ντελίριο, βλέπει την ίδρυση της Εκκλησίας Του (όπου
πρωταγωνιστεί ο Παύλος) και ταυτόχρονα πειράζεται να εγκαταλείψει το Πάθος για να
γευθεί τις απολαύσεις της καθημερινότητας –γάμος, παιδιά, φίλοι, μακροημέρευση-.
Αρνείται όμως τον τελευταίο πειρασμό του διαβόλου, που τελικά έρχεται σα νέο
χαριτωμένο κορίτσι, και αγκαλιάζει τη θυσία αποδεχόμενος τη θεϊκή αποστολή Του και
εκφωνώντας το Τετέλεσται. Το γεγονός της ανάστασης εξαίρεται με το φως και τη μουσική
που ακολουθούν.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τον Τελευταίο Πειρασμό, προβάλλεται η ταινία Jesus of Montreal
του Denys Arcand, η οποία παρουσιάζει ομοιότητες με το Jesus Christ Superstar. Αφηγείται
93
Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πάθη αιρετικά, Τα Πάθη στον Κινηματογράφο…, 22-23.
πως ένας νεαρός ηθοποιός/ παραγωγός μισθώνεται για να «ανεβάσει» μια
εκμοντερνισμένη έκδοση του Πάθους του Χριστού στο γνωστότερο ρωμαιοκαθολικό κέντρο
της καναδέζικης πόλης, το παρεκκλήσι του αγ. Ιωσήφ στην κορυφή του Mount Royal.
Επιλέγει ηθοποιούς και ξεκινά την έρευνα σχετικά με τον ιστορικό Ιησού. Μαθαίνει
πολύτιμα μυστικά από ένα θεολόγο σε ένα πάρκινγκ και εμπλουτίζει τις γνώσεις του σε
μια βιβλιοθήκη σχετικά με την εκ Παρθένου γέννηση, τα θαύματα και την ανάσταση. Ο
Δανιήλ σιγά-σιγά ταυτίζεται με το ρόλο του και κάποιες από τις ευαγγελικές ιστορίες
πραγματοποιούνται στη ζωή του ιδίου και αυτών που βρίσκονται τριγύρω του. Έτσι οι δύο
ιστορίες του Ιησού και του Δανιήλ κινούνται παράλληλα και αλληλοερμηνεύονται. Ο
πρώτος κηρύσσει τη βασιλεία του Θεού και κριτικάρει με τα Ουαί τη θεσμοποιημένη
θρησκεία. Ο δεύτερος ιδρύει μια «εναλλακτική» κοινότητα πίστης με έντονες
αποκαλυπτικές τάσεις. Ένας δικηγόρος στο τελευταίο πάτωμα ενός ουρανοξύστη, από
όπου κανείς έχει θέα όλης της εμπορικής πόλης, προσφέρει στο Δανιήλ δύναμη και
πλούτο. Και η Mireille, η Μαρία η Μαγδαληνή, προκαλείται σε μια audition να πουλήσει το
κορμί της χάριν της προώθησης μιας μπύρας. Τότε ο φίλος της Δανιήλ καταστρέφει τον
τεχνικό εξοπλισμό του στούντιο και στρέφεται ενάντια σε εκείνους που μετέτρεψαν το
θέατρο σε ναό της διαφήμισης, ανακαλώντας την κάθαρση του Ιερού από τον Ιησού. Στο
σταυρό ο Δανιήλ λέει τις τελευταίες λέξεις του Ιησού. Ο σταυρός όμως τελικά γκρεμίζεται,
και ο Δανιήλ, ο οποίος φαίνεται στο νοσοκομείο να ανακάμπτει, λέει ένα αποκαλυπτικό
μήνυμα και τελικά πεθαίνει. Ο Δανιήλ ανασταίνεται με το ότι γίνεται δωρητής οργάνων, ο
θίασός του συνεχίζει το έργο το όνομά του, ενώ η όγδοη μέρα σημαίνεται μουσικά και
ακουστικά μέσω της ανατολής μιας καινούργιας ημέρας.
94
Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες επί τη βάσει φιλολογικών ή μορφολογικών κριτηρίων να αποδοθεί η
καταδίκη του Ιησού από το Συνέδριο στη γόνιμη φαντασία των Ευαγγελιστών και σε κατηχητικές,
απολογητικές ή λατρευτικές σκοπιμότητες της Εκκλησίας. Oι Th e i s s en - M e r z , Der historische Jesus, Göttingen:
Vandenhoeck & Ruprecht 21999, 393 κε. συνοψίζουν τη μέχρι τούδε έρευνα ως εξής: Ο R . B u l t m an n περιορίζει
τον ιστορικό πυρήνα της διήγησης του Πάθους στη σύλληψη, την παράδοση του Ιησού στον Πιλάτο, την
καταδίκη και τη σταύρωση. Ο M . D i b e l i u s χαρακτηρίζει τη διήγηση Κήρυγμα, ο G . Be r t a m λατρευτικό μύθο
και ο D . D o r m e y e r Παραίνεση.
95
Οι ρόλοι των ηθοποιών είναι οι εξής: Ιησούς James Caviezel, Πιλάτος Hristo Naumov, Καιάφας Mattia Sbragia,
Παναγία Maia Morgenstern, Μαγδαληνή Monica. Πρβλ. το επίσημο site της ταινίας "The Passion of the Christ"
http:// www.thepassionofthechrist.com/splash.htm.
αρχαιότερο Ευαγγέλιο, το κατά Μάρκον, έχει χαρακτηριστεί ως Ιστορία του Πάθους με
εκτενή εισαγωγή (M. Kähler), καθώς η τελευταία μεγάλη εβδομάδα του Ιησού στα
Ιεροσόλυμα, όπου συναντά την άρνηση και το θάνατο, καταλαμβάνει το 1/3 του
περιεχομένου του96. Ήδη από την αρχή της δράσης του Ιησού στη Γαλιλαία των αλλοεθνών
η θρησκευτική ηγεσία σχεδιάζει τη δολοφονία του, ενώ στα κεφ. 8-10 ο ίδιος ο Ναζωραίος
αντιπροβάλλει στα εθνικιστικά μεσσιανικά οράματα των μαθητών την «πορεία προς το
Πάθος» ως τη μόνη οδό που οδηγεί στη δόξα. Επιλέγοντας συνεπώς ο Gibson να εστιάσει το
«φακό» του στα Πάθη, αγγίζει τους τύπους των ήλων της ευαγγελικής αφήγησης.
Εδώ όμως ενυπάρχει και το πρώτο πρόβλημα της επιλογής του, το οποίο διακρίνεται ήδη
από τον τίτλο της ταινίας του. Τα συγγράμματα της Πρώτης Εκκλησίας που αναφέρονται
στον Ιησού ονομάστηκαν Ευ-αγγέλια, διότι το άγγελμά τους αφορά κατεξοχήν στην
Ανάσταση και όχι αποκλειστικά στα Πάθη. Περιγράφουν το θρίαμβο του Υιού του Θεού
εναντίον της φθοράς, των ενοχών και του θανάτου. Γι΄ αυτό κι αυτά τα συγγράμματα
πρώτον δεν περιορίζονται θεματικά μόνον στα Πάθη, αλλά και δεύτερον (ακολουθώντας
την αρχαία ελληνική τραγωδία) δεν τα περιγράφουν με λεπτομερείς αποτρόπαιες εικόνες,
αφού προφανώς δεν αποσκοπούν στο να αλιεύσουν οπαδούς για το Χριστό μέσω της
διέγερσης των συναισθημάτων του οίκτου και της συμπόνιας για το θύμα και μίσους για
τους θύτες. Αυτή η συναισθηματική φόρτιση ήταν χαρακτηριστική στα μεσαιωνικά
δράματα του θείου Πάθους, και παρατηρείται ακόμη σήμερα σε αντίστοιχες αναβιώσεις
αυτού του γεγονότος στη Λατινική Αμερική και στην Άπω Ανατολή με τις μαζοχιστικές
αυτομαστιγώσεις και αυτοσταυρώσεις. Ο ίδιος ο Ιησούς παρουσιάζεται να βαδίζει εκούσια
προς το Πάθος, το οποίο και προφητεύει τρεις φορές στους μαθητές του καθ΄ οδόν προς τα
Ιεροσόλυμα. Δεν άγεται προς αυτά ούτε από τους εχθρούς Του ούτε από την Ειμαρμένη
ούτε από ένα Θεό που ζητά εξιλέωση. Ακόμη και πάνω στο Σταυρό παραμένει κύριος της
ζωής και του θανάτου. Αρνείται να πιει τον εσμυρνισμένο οίνο, που του προσφέρεται ως
ναρκωτικό, και παραδίδει ο ίδιος αυτοβούλως το Πνεύμα Του αρνούμενος τον τελευταίο
πειρασμό να κατέβει από το σταυρό επιδεικνύοντας τη δύναμή Του. Ορθά λοιπόν η
βυζαντινή εικονογραφία παρουσιάζει τον Ιησού ως Βασιλέα της Δόξης και όχι ως ένα
πτώμα, έρμαιο του πόνου και του θανάτου.
96
Σε αυτά περιγράφεται λεπτομερώς η κίνηση του Ιησού εντός και στα περίχωρα της αγίας Πόλης. Αυτήν την
εβδομάδα με αποκορύφωμα την Μ. Παρασκευή ο ρυθμός της δράσης του Μεσσία, ο οποίος είναι καταιγιστικός
στη Γαλιλαία προοδευτικά επιβραδύνεται. Το αποκορύφωμα είναι η καταγραφή των γεγονότων της Μ.
Παρασκευής, όπου ο Μάρκος εστιάζει ‘το φακό του’ σε όσα συμβαίνουν την τρίτη, έκτη και ενάτη ώρα. Κάθε
μέρα αυτής της Μεγάλης Εβδομάδος των Παθών του Ιησού καταγράφεται με την ίδια παραστατικότητα που
παραδίδεται στη Γένεση και η ‘Μεγάλη’ Εβδομάδα της Δημιουργίας του Σύμπαντος. Και στις δύο περιπτώσεις
από το Χάος αναδύεται σταδιακά ένας καινούργιος Κόσμος. Η έβδομη μέρα αποτελεί την κορωνίδα και
ταυτόχρονα την παραμονή της ανέσπερης ημέρας. Οι αντιθέσεις της ειδωλολατρικής Γαλιλαίας με την αγία
Πόλη προβάλλουν εξαιρετικά έντονες. Ενώ στη Γαλιλαία ανατέλλει η Βασιλεία, στην Ιερουσαλήμ, που έχει
μετατραπεί σε κατεξοχήν κέντρο διαπλεκομένων συμφερόντων της ρωμαϊκής και της θρησκευτικής ηγεσίας,
σταυρώνεται: η ζωή εν τάφω. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην αγία Πόλη ούτε το κήρυγμα της βασιλείας
ακούγεται, ούτε κάποιο θαύμα επιτελείται, η δε συντροφιά του Ιησού αποφεύγει να διανυκτερεύσει σε αυτήν.
Όλα τα απογεύματα της Μ. Εβδομάδος αποσύρεται από αυτήν και διαμένει σε περιοχές περιφερειακές.
Απέναντι από την Ιερουσαλήμ, στο όρος των Ελαιών, το προφητικό αρχέτυπο της εσχατολογικής κρίσεως,
(Ιεζ.11,23. 43,2. Ζαχ. 14, 4) ο Ιησούς προφητεύει την άλωση της αγίας Πόλης. Ήδη στο πρώτο μέρος οι κάτοικοι
της αγίας Πόλης έχοντας διαπιστώσει την αδυναμία του Ναού και των εκπροσώπων του Νόμου να τους
προσφέρουν τη σωτηρία έστρεψαν τα νώτα τους προς αυτήν και κατέφυγαν στον Ιωάννη (1,5) και στον Ιησού
(3,8).
Το αδύνατο σημείο της ταινίας των Παθών έγκειται στο ότι η φρίκη της βίας, της οποίας
φαίνεται να γίνεται έρμαιο ο Ιησούς, δεν εξουδετερώνεται, δεν «καθαίρεται» στη συνείδηση
του θεατή από το γεγονός, το φως της ανάστασης, το οποίο περιγράφεται εξαιρετικά λιτά
και απέριττα. Υπό αυτήν την έννοια η ταινία όντως ακολουθεί μεσαιωνικά πρότυπα. Δεν
είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Gibson, ενώ με τη χρήση της αραμαϊκής και λατινικής επιχειρεί
να προσδώσει αληθοφάνεια στο έργο του, αντλεί ταυτόχρονα υλικό όχι μόνον από τα
Ευαγγέλια, αλλά επιπλέον από το μεσαιωνικό Δράμα του Oberammergau αλλά και τα
μυστικιστικά οράματα της μοναχής Anne Emmerich (Dulmen Westphalia 1774-1824) από το
18ο αι. (πρβλ. τα δώρα της γυναίκας του Πιλάτου στις δύο Μαρίες), ενώ κάποια άλλα
στοιχεία οφείλονται και στη φαντασία του καλλιτέχνη. Χαρακτηριστική είναι η απεικόνιση
του Σατανά με γυναίκα, που ομοιάζει με μεσαιωνική μάγισσα. Στο σημείο αυτό ξενίζει το
ότι κορυφαίοι εκκλησιαστικοί ηγέτες στη Δύση και στην Ανατολή παρατήρησαν μετά την
ταινία ήταν όπως έγιναν. Ήταν τέτοια η αληθοφάνεια της ταινίας ώστε δεν αναρωτήθηκαν
εάν όντως χρηματίστηκε ο όχλος, ο οποίος ανέκραξε το άρον, ούτε εάν ο διάλογος του
Πιλάτου με τον Ιησού έγινε όντως στα λατινικά (ή μάλλον στα ελληνικά) ούτε εάν η Μαρία
η Μαγδαληνή ταυτίζεται όντως με τη μοιχαλίδα του Ιω. 8.
Στα υπέρ της ταινίας είναι ότι υποχρεώνει το θεατή να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του
πόνου του Ιησού και το γεγονός ότι ο Σταυρός του Χριστού ούτε χρυσαφένιο
περιδέραιο/εγκόλπιο ήταν (όπως θεωρείται από τους περισσότερους χριστιανούς), ούτε
πολύ περισσότερο όπλο εξουθένωσης των άλλων/των αθέων, έγινε, αλλά ο πιο
επαίσχυντος και επώδυνος θάνατος ο οποίος προοριζόταν μόνο για σκλάβους που
αμφισβητούσαν την πολιτική παντοκρατορία της Ρώμης. Εξόχως εντυπωσιακά είναι και τα
flash back σε κρίσιμες στιγμές των Παθών στη ζωή και στη διδασκαλία του Ιησού.
Αποφορτίζουν την ένταση και εκπέμπουν ξεχασμένα στο δυτικό κόσμο ευαγγελικά
μηνύματα.
Το έργο κατηγορήθηκε επίσης ότι προκαλεί τον αντισημιτισμό97. Η κατηγορία αυτή
συνδέεται με το γεγονός ότι ο Gibson ανήκει στους παραδοσιαρχικούς Καθολικούς (Cathol-
ic Traditionalism), οι οποίοι αρνούνται τη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο (1962-65), επειδή καθιέρωσε
τη μετάφραση της μέχρι τότε «λατινικής» θείας Λειτουργίας στις καθομιλούμενες γλώσσες
98
. Η ίδια Σύνοδος στα πλαίσια της αναφοράς της σχέση του χριστιανισμού με τις άλλες
θρησκείες με την εγκύκλιο Nostra Aetate (Στην Εποχή μας) προσπάθησε να αποτινάξει από
το λαό του Ισραήλ το στίγμα του φονέα του Δικαίου. Σημειωτέον ότι την ίδια περίοδο οι
Ιουδαίοι ερευνητές P. Winter και J. Carmichael, με τα έργα τους On the Trial of Jesus (Berlin
1961) και The Death of Jesus (London 1963), επιχείρησαν να αποδώσουν τη σταυρική καταδίκη
του Ιησού αποκλειστικά στις ρωμαϊκές αρχές και σε πολιτικά εγκλήματα που σχετίζονταν
με την ανατροπή της έννομης τάξης από την πλευρά του Ιησού. Είναι γεγονός ότι μετά το
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό το κράτος των ενοχών, τις οποίες δημιούργησε το
Ολοκαύτωμα των Ιουδαίων από τους Ναζί με τις ευλογίες της «επίσημης» Εκκλησίας και
97
Βλ. σχετικά τις ιστοσελίδες: J . T . P a w l i k ow s k i "Christian Anti-Semitism: Past History, Present Challenges: Re-
flections in Light of Mel Gibson's The Passion of the Christ," http://www.unomaha.edu/~wwwjrf/2004Symposium/
Pawlikowski.htm Dennis Hamm, "Are the Gospel Passion Accounts Anti-Jewish?"
http://www.unomaha.edu/~wwwjrf/ 2004Symposium /Hamm.htm. A . R e i nh a r t z , "Jesus in Film: Hollywood Per-
spectives on the Jewishness of Jesus." http://www.unomaha.edu/~wwwjrf/JesusinFilmRein.htm.
98
Πρβλ. M . G . La w l e r "Sectarian Catholicism and Mel Gibson,". http://www.unomaha.edu/~wwwjrf/ 2004Sym-
posium /Lawler.htm
την ανοχή της πλειονότητας της ακαδημαϊκής Θεολογίας, η «ανακάλυψη» και η προβολή
του Ιησού ως Ιουδαίου πατριώτη και μάλιστα επαναστάτη λειτούργησε ως ένα είδος
αυτοκάθαρσης για αρκετούς καινοδιαθηκολόγους ερμηνευτές. Αυτοί, στηριζόμενοι εκτός
των άλλων στο ότι η δίκη του Ιησού από το Συνέδριο είναι παράλληλα δομημένη με την
αντίστοιχη δίκη Του από τον Πιλάτο, έσπευσαν να σημειώσουν ότι η καταδίκη του Ιησού
από τους Ιουδαίους και ο καταλυτικός ρόλος του Αρχιερέα στη Σταύρωση του Ιησού είναι
ένας μύθος. Οι Ευαγγελιστές, οι οποίοι γράφουν μετά το 70 μ.Χ. όταν και ενταφιάστηκαν
τα ζηλωτικά οράματα των Ιουδαίων, επιχειρούν (σύμφωνα με τους προαναφερόμενους
ερευνητές) με τα έργα τους να αποστασιοποιηθούν και να διαφοροποιηθούν στα μάτια των
Ρωμαίων από την ιουδαϊκή Συναγωγή99.
Υπάρχουν όμως πολλά στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν τον καταλυτικό ρόλο ιδίως των
Αρχιερέων στην καταδίκη του Ιησού: α/ Και οι τέσσερεις Ευαγγελιστές μαρτυρούν αυτό το
γεγονός. Ο Ιωάννης μάλιστα διασώζει αυθεντικότερα στοιχεία σχετικά με τα γεγονότα
εκείνων των ημερών από τους Συνοπτικούς (π.χ. την ημέρα της Σταύρωσης). β/ Η ίδια η
πρωταρχική διήγηση της Δίκης και της Σταύρωσης πιθανόν ανάγεται, όπως ο R. Pesch
απέδειξε100, πριν το 37 π.Χ. όσο αρχιερέας ήταν ακόμη ο ηθικός αυτουργός της Σταύρωσης,
ο Καϊάφας, ο οποίος ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο δεν κατονομάζεται στο κατά Μάρκον. γ/
Σύμφωνα και με τους Ευαγγελιστές η καταδίκη του Ιησού οφείλεται στο ότι Αυτός με τους
λόγους και τα θαύματά Του και ιδιαίτερα με την προφητική του ενέργεια της εκδίωξης των
εμπόρων από την αυλή των εθνών του Ιερού (11, 15 κε.), έθιξε τα συμφέροντα και του
Ιερατείου αλλά και των κατοίκων της Ιερουσαλήμ. Σημειωτέον ότι το Ιερό των
Ιεροσολύμων, αποτελούσε τον ιουδαϊκό ομφαλό της γης, και ταυτόχρονα τον αποκλειστικό
εργοδότη των ιεροσολυμητών και την Εθνική Τράπεζα των Ισραηλιτών, απανταχού της
γης. Όπως προκύπτει από τον ιουδαίο ιερέα και ιστορικό Ιώσηπο με ακριβώς ανάλογο
τρόπο ενήργησε η ιουδαϊκή αριστοκρατία μερικά χρόνια αργότερα όταν αντιμετώπισε
κάποιον άλλον Ιησού, υιό του Ανανία, όταν εκείνος προσέβαλε το Ναό τέσσερα έτη προ του
Πολέμου (Πόλ. 6, 300 κε.). Τον προπηλάκισε και τον παρέδωσε και στο ρωμαίο ηγεμόνα.
Την ίδια αντιμετώπιση είχε ήδη ο Ιερεμίας στην Π.Δ., όταν τόλμησε να ασκήσει κριτική στο
Ναό (26, 1-19), αλλά και έναν αιώνα πριν τη γέννηση του Χριστού ο Διδάσκαλος της
Δικαιοσύνης, ο οποίος καταδιωκόμενος από τον Αρχιερέα αναγκάστηκε να καταφύγει
στην έρημο και να ιδρύσει την κοινότητα του Κουμράν (1QpHab XI, 4-8). δ/ Εάν ο Ιησούς
είχε καταδικαστεί αποκλειστικά και μόνον ως πολιτικός επαναστάτης, θα
συλλαμβάνονταν στη Γεσθημανή και οι μαθητές Του ενώ το κίνημά Του θα διωκόταν
αμείλικτα από τις ρωμαϊκές αρχές. Αυτό όμως παρουσιάζεται και μετά την Ανάστασή Του
να κινείται ελεύθερο και στην Ιερουσαλήμ και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. ε/ Δε
χρειαζόταν να εφεύρουν οι Ευαγγελιστές την καταδίκη του Ιησού από το Συνέδριο για να
απενοχοποιήσουν το διδάσκαλό τους. Θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του
99
Σύμφωνα με αυτήν την άποψη οι Ευαγγελιστές προσπαθούν να απενοχοποιήσουν τη ρωμαϊκή αρχή και κατ’
επέκταση και το χριστιανικό κίνημα από την κατηγορία ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε από τον εκπρόσωπο της Pax
Romana ως κοινός επαναστάτης και να ρίξουν το λίθο του αναθέματος στις ιουδαϊκές αρχές. Έτσι τόσο το κατά
Μάρκον Ευαγγέλιο, όσο και ιδιαίτερα το δίτομο έργο του Λουκά θεωρούνται προπαγανδιστικά κείμενα, τα
οποία υπογραμμίζουν στο ελληνορωμαϊκό τους κοινό ότι ο ηγέτης του Χριστιανισμού δε σταυρώθηκε επειδή
αποτέλεσε πολιτική απειλή για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αλλά επειδή έθιξε τα συμφέροντα της ιουδαϊκής
ιερατικής αριστοκρατίας.
100
Das Markusevangelium. Kommentar zu Kap.8,27-16,20, HThNT, Freiburg: Herder 1977, 20 κε.
Φίλωνα, ο οποίος στο Κατά Φλάκκον έργο του αποδίδει το διωγμό των Ιουδαίων στην
Αλεξάνδρεια σε έναν ηγεμόνα που είχε υποστεί damnatio memoriae από την ίδια τη Ρώμη.
Ο Πιλάτος, παρότι ήταν ένας κυνικότατος τύραννος, πιθανότατα στην περίπτωση του
Ιησού συμπεριφέρθηκε με αυτήν την πρωτοφανή δημοκρατικότητα και τόσο ανάρμοστα
για τα ήθη ενός ρωμαίου ηγεμόνα, διότι ο προστάτης του Σηιανός στη Ρώμη είχε αρχίσει να
υποπίπτει σε δυσμένεια. Αυτό το γεγονός εκμεταλλεύτηκαν οι Αρχιερείς και όλοι εκείνοι οι
οποίοι τον απείλησαν ότι θα τον καταγγείλουν στη Ρώμη ως μη φίλο του Καίσαρα (Ιω. 19,
12)101. ς/ Με τον τονισμό του ρόλου των Αρχιερέων στην καταδίκη του Ιησού, ούτε οι
Ιουδαίοι συλλήβδην καταδικάζονται ως σταυρωτές του Ιησού, ούτε τα έθνη αμνηστεύονται
καθώς ο Λουκάς στο 18, 22 υπογραμμίζει τη συμβολή τους στο πάθος (πρβλ. Μκ. 9, 31 . Πρ.
4, 25-27).
Όπως αποδεικνύεται από τα παραπάνω η λογοκρισία των Ευαγγελίων από τους
περισσότερους ερμηνευτές αλλά και σκηνοθέτες όσον αφορά στη συμμετοχή του ιουδαϊκού
Συνεδρίου στο φόνο του Ιησού είναι άδικη διότι αποτυπώνουν την ιστορική αλήθεια και δε
στοχεύουν στο να ερεθίσουν τον αντισημιτισμό. Οι τρεις από τους τέσσερεις Ευαγγελιστές,
ήταν άλλωστε Ιουδαίοι (όπως και ο Ιησούς και οι μαθητές του και τα μέλη της Πρώτης
Εκκλησίας) και ήταν φυσικό ότι πονούσαν για το λαό τους, κάτι που συμβαίνει και με τον
ίδιο τον απόστολο των εθνών Παύλο (Ρωμ. 10). Η δαιμονοποίηση των Ιουδαίων όντως
συντελέσθηκε στους επόμενους αιώνες επί τη βάσει όμως παρερμηνείας καινοδιαθηκικών
χωρίων αποκομμένων από την ευρύτερη συνάφειά τους.
Χαρακτηριστική είναι η παρερμηνεία της κραυγής τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα
ἡμῶν στο Ματθαίο (27, 25)102, η οποία στην ταινία του Gibson δεν εκστομίζεται από το
ιουδαϊκό πλήθος. Το χωρίο αυτό όντως μπορεί να οδηγήσει σε αντισημιτισμό, εάν όμως
αγνοηθεί το στοιχείο της δραματικής ειρωνείας που χρησιμοποιεί ο Ευαγγελιστής στην
ευρύτερη ενότητα της αφήγησης των Παθών. Η δραματική ειρωνεία δημιουργείται όταν
μια εντύπωση η οποία εξάγεται από τα λόγια του πρωταγωνιστή μιας ιστορίας,
ανατρέπεται από αυτή που προσδίδει ο συγγραφέας μέσα από τη συμβολική ολόκληρης
101
Η καταδίκη του Ιησού από τους Ιουδαίους μαρτυρείται σε μια ιδιωτική επιστολή που έστειλε ο Σύρος
Στωϊκός M a r a b a r S a ra p i o n στο γιο του από μια ρωμαϊκή φυλακή λίγο μετά το 73 μ.Χ. (οπότε και ο
βασιλεύς Αντίοχος Δ΄ εκδιώχθηκε από τα Σαμόσατα) και αποτελεί την αρχαιότερη ίσως εξωβιβλική μαρτυρία
για τον Ιησού. Αυτός θεωρεί ως αποκλειστικούς υπευθύνους της σταύρωσης τους Ιουδαίους. Με αφορμή την
επικείμενη θανατική του εκτέλεση γράφει πλήθος παροτρύνσεων και συμβουλών προς το παιδί του, το οποίο
και προτρέπει να αποκτήσει τη Σοφία. Μπορεί οι Σοφοί σε αυτόν τον κόσμο να καταδιώκονται δια της βίας και
συκοφαντίας, η Σοφία όμως παραμένει αιώνια. Ως παραδείγματα προσκομίζει (εκτός του Σωκράτη και του
Πυθαγόρα) τον Ιησού, του οποίου το όνομα δεν αναφέρει. Θεωρεί την άλωση της Ιερουσαλήμ ως συνέπεια
αυτού του γεγονότος (Μτ. 22, 7. 27, 5). Κατατάσσει τον Ιησού στις κορυφαίες προσωπικότητες και δεν
αναφέρεται στην ανάστασή του: Τι ωφελήθηκαν οι Αθηναίοι από τη δολοφονία του Σωκράτη, γεγονός το οποίο
τους εκδικήθηκε με λιμό και πανώλη ή τους Σαμίους η καύση του Πυθαγόρα, των οποίων ολόκληρη η χώρα σε
μια στιγμή καλύφθηκε από άμμο; Ή τους Ιουδαίους η δολοφονία του σοφού βασιλέα τους, αφού από εκείνη
την εποχή αρπάχθηκε το βασίλειο. Γιατί δίκαια ο Θεός πήρε εκδίκηση για εκείνους τους τρεις σοφούς οι
Αθηναίοι πέθαναν από την πείνα, οι Σάμιοι καλύφθηκαν από τη θάλασσα και οι Ιουδαίοι δολοφονήθηκαν και
εκδιώχθηκαν από το βασίλειό τους και ζουν διεσπαρμένοι. Ο Σωκράτης δεν είναι νεκρός ένεκα του Πλάτωνος,
ούτε ο Πυθαγόρας ένεκα του αγάλματος, ούτε ο σοφός βασιλεύς ένεκα των καινούργιων νόμων, που
παρέδωσε. Ο συγγραφέας αυτής της επιστολής δεν ήταν σίγουρα Ιουδαίος αφού ομιλεί σε άλλα σημεία της για
τους θεούς του.
102
Τα επιχειρήματα αντλούνται από το άρθρο J. P. Heil, The Blood of Jesus in Matthew: A Narrative-Critical Per-
spective, Perspectives in Religious Studies 18 (1991) 117-124.
της πλοκής (πρβλ. Ιω. 11, 49-52). Το αίμα του Ιησού και η σημασία του δεσπόζει στα κεφ. 26-
27. Στο Μτ. 26, 28 κατά την παράδοση της θείας Ευχαριστίας ο Ιησούς διακηρύσσει ότι αυτό
(το αίμα Του) εκχύνεται εκούσια προκειμένου να απαλλαχθεί ο κόσμος από τις αμαρτίες
και να συναφθεί η καινούργια διαθήκη που είχε προφητέψει ο προφήτης του πάθους
Ιερεμίας: τοῦτο γάρ ἐστιν τὸ αἷμά μου τῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυννόμενον εἰς
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν (πρβλ. Ιερ. 31, 31-4. 32, 37-41). Η προσθήκη της φράσης εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν, απαντάται μόνο στο Μτ., ενώ με την αραμαϊκή φράση περὶ πολλῶν, σημαίνεται
η υπέρ όλων θυσία του Ιησού (πρβλ. Μτ. 20, 28)103. Αναφορά στο πολύτιμο αίμα του Ιησού
γίνεται στη συνέχεια κατά την επιστροφή των τριάκοντα αργυρίων από τον Ιούδα στους
αρχιερείς, όταν και ομολογεί: ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Στο σημείο αυτό η δραματική
ειρωνεία κλιμακώνεται. Οι αρχιερείς, για τους οποίους ο αναγνώστης γνωρίζει ότι ως
δολοφόνοι του δικαίου είναι οι κατεξοχήν παραβάτες του Νόμου αφού (εκτός των άλλων)
έχουν ήδη χρησιμοποιήσει χρήματα του Ναού για τη μεθόδευση της σύλληψης, υποκριτικά
σημειώνουν για το αντίτιμο της προδοσίας: Οὐκ ἔξεστιν βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν͵ ἐπεὶ
τιμὴ αἵματός ἐστιν. συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν Ἀγρὸν τοῦ Κεραμέως εἰς
ταφὴν τοῖς ξένοις. διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος Ἀγρὸς Αἵματος ἕως τῆς σήμερον (Μτ. 27, 6).
Παρά την πρόθεσή τους, η τιμή του αίματος του Ιησού γίνεται με αυτόν τον τρόπο το μέσον
για να φιλοξενηθούν οι «ακάθαρτοι» ξένοι, με τους οποίους ο Ιησούς είχε λίγο πριν (κατά
την παραβολή της Κρίσεως) ταυτιστεί (25, 35-40. πρβλ. 5, 43-48. 8,5-13. 15, 21-28). Η επόμενη
αναφορά στο αίμα του Ιησού γίνεται κατά το πλύσιμο των χεριών του Πιλάτου, όταν
εκείνος διακηρύσσει: ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε (Μτ. 27, 24). Ο
ακροατής γνωρίζει ότι παρά την εντυπωσιακή χειρονομία του Ρωμαίου, πολιτικά, νομικά
και ηθικά είναι συν-υπεύθυνος για τη σταύρωση του Ιησού, καθώς αγνοώντας την
προειδοποίηση της συζύγου του αλλά και το αποτέλεσμα της ανακριτικής διαδικασίας,
παραδίδει (σε ενεργητική φωνή) ο ίδιος τον Ιησού για να σταυρωθεί (27, 26). Ο ίδιος ο
Ματθαίος για να τονίσει την εξουσία που διέθετε ο Πιλάτος τον χαρακτηρίζει στο κεφ. 27
έξι φορές ως ηγεμόνα, χαρακτηρισμός ο οποίος δεν απαντάται στο κατά Μάρκον. Την
ευθύνη που αποποιείται ο Πιλάτος, την αναλαμβάνει ο όχλος, ο οποίος σε αντίθεση με
τους θρησκευτικούς ηγέτες, μέχρι εκείνο ζωγραφίζεται στο κατά Ματθαίον με θετικά
χρώματα104. Η φράση τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν για τον ακροατή του
Ευαγγελίου προσημαίνει την καταστροφή του Ναού (πρβλ. 23, 34-36). Παρά την αρνητική
χροιά που έχει η φράση αυτή στο στόμα του όχλου, το αίμα αυτό του Χριστού δρά
ευεργετικά για τα τέκνα του. Μέσω της θυσίας ο Ιησούς υποκαθιστά το Ιερό με τον εαυτό
Του και λυτρώνει το λαό του όχι από τους εχθρούς (όπως έπραξε ο Ιησούς του Ναυή, αλλά)
από τις αμαρτίες Του. Στο τέλος του κατά Ματθαίον οι Ιουδαίοι μαθητές καλούνται να
103
Στον ακροατή ανακαλείται η επιβεβαίωση της παλιάς διαθήκης δια του αμοιβαίου ραντίσματος του
θυσιαστηρίου και του λαού του Ισραήλ με αίμα αλλά και της παράθεσης γεύματος (Εξ. 24, 8).
104
Στο κατά Λουκάν, αντί του όρου όχλος, χρησιμοποιείται ο γνωστός από την Π.Δ. όρος λαός, ο οποίος και
αποστασιοποιείται αποστασιοποιείται από τους ηγέτες του: Σημειώνεται στο 19, 47-48: Καὶ ἦν διδάσκων τὸ καθ΄
ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ. οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐζήτουν αὐτὸν ἀπολέσαι καὶ οἱ πρῶτοι τοῦ λαοῦ· καὶ οὐχ
εὕρισκον τὸ τί ποιήσωσιν͵ ὁ λαὸς γὰρ ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων. Κατά την ανάκριση του Ιησού από το
Συνέδριο απουσιάζουν οι ψευδείς μαρτυρίες, η λοιδορία της βλασφημίας και ο φυσικός και λεκτικός εμπαιγμός
του Ιησού (22, 63-5). Στο σταυρό παραλείπεται η ειρωνεία των παραπορευομένων καθώς ο λαός παρουσιάζεται
να στέκει απλά και να θεωρεί (23, 47). Όταν ο εκατόνταρχος ομολογεί ότι Ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν,
πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην͵ θεωρήσαντες τὰ γενόμενα͵ τύπτοντες τὰ στήθη
ὑπέστρεφον.
μαθητεύσουν πάντα τα έθνη (και τους Ιουδαίους) βαπτίζοντες αυτούς στο όνομα της αγίας
Τριάδος.
Και στο κατά Ιωάννη ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ότι οι Ιουδαίοι αποτελούν
συλλήβδην τους εχθρούς του Ιησού105. Σε αυτό το ευαγγέλιο ο όρος Ιουδαίοι απαντά 71
φορές, περισσότερο από ό,τι και στα τρία ευαγγέλια μαζί. Σημαίνει το λαό της διαθήκης
του Μωυσή, που εφαρμόζει την Τορά και λατρεύει το Θεό στο Ναό των Ιεροσολύμων. Ο
ίδιος ο Ιησούς τονίζει στη Σαμαρείτισσα ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν (4, 22). Το ότι οι
Ιουδαίοι προβάλλονται ως οι αρνητές του Χριστού σε αντίθεση με το κατά Μάρκον όπου
έτσι προβάλλονται οι Γραμματείς ενώ και στο κατά Ματθαίον οι Φαρισαίοι, οφείλεται στο
ότι το Ευαγγέλιο γράφεται κατά την εποχή του αφορισμού της χριστιανικής Εκκλησίας από
την ισραηλιτική Συναγωγή, οπότε και οι «ορθόδοξοι» Ιουδαίοι μεταβάλλονται σε εχθρούς
(9, 22. 12, 42. 16, 2).
Ο Gibson στο ζήτημα της απόδοσης της ευθύνης για τη σταύρωση πιστεύω ότι αποτυπώνει
την ιστορική αλήθεια καθώς ως υπαιτίους για το γεγονός αυτό προβάλλει τους ιουδαίους
Αρχιερείς, ενώ δεν αποσιωπά και την κτηνωδία με την οποία αντιμετωπίζουν το Ναζωραίο
οι χαμηλόβαθμοι ρωμαίοι αξιωματούχοι, ως εκπρόσωποι των εθνών.
ε. Συμπεράσματα
Όπως αποδείχθηκε, κάθε κινηματογραφική ταινία φέρει τη σφραγίδα του σκηνοθέτη και
της εποχής του. Οι ταινίες που αφορούν στον Ιησού δεν προσπαθούν απλά να μεταφέρουν
επί της οθόνης το γεγονός της σάρκωσης και της δράσης του Θεανθρώπου, το οποίο έλαβε
χώρα 2.000 χρόνια πριν, αλλά επιχειρούν να επιτύχουν την εκ νέου σάρκωσή Του στα
δεδομένα των διάφορων φάσεων του 20ου αι. όταν και γυρίστηκαν. Αξιοσημείωτο είναι ότι
καμία από αυτές τις ταινίες δε βραβεύτηκε με Όσκαρ, ενώ και οι πρωταγωνιστές όλων
αυτών των ταινιών που ανέλαβαν να ενσαρκώσουν τον κατεξοχή αντι-ήρωα της Ιστορίας,
μετά το ρόλο του Θεανθρώπου, απέτυχαν να γίνουν star στο χώρο του θεάματος.
Τα Πάθη του Gibson, εκτός των προσωπικών βιωμάτων του δημιουργού τους, ίσως
επιθυμούν μέσω του Ιησού, ο οποίος παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής στην Αμερική, να
υπογραμμίσουν τη βία που δέχεται εκείνος ο άνθρωπος ο οποίος δε συμβιβάζεται με το
κυρίαρχο πολιτικό σύστημα της Pax Americana. Υπό αυτό το πρίσμα ίσως στην ταινία
άρμοζε ο τίτλος Ecce Homo. Αυτό το καθεστώς ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία, είτε
μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ιδίως του κινηματογράφου, ο οποίος αποτέλεσε τον
Προφήτη της Νέας Τάξης) είτε μέσω των στρατιωτικών του επεμβάσεων για χάρη της
«ειρήνης και της δημοκρατίας των λαών» συστηματικά εξάγει τον τρόμο, κάτι που τελικά
αποδείχθηκε μπούμερανγκ και για το ίδιο (πρβλ. τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου).
Τελικά τα Πάθη του Ιησού υπογραμμίζουν την ανάγκη να βιώσει ο σύγχρονος δυτικός
«χριστιανός» την εμπειρία της Ανάστασης και των Εσχάτων και την ευθύνη της
Ορθοδοξίας στην ανατολή του 21ου αι. να απεμπλακεί από κάθε είδους αιχμαλωσία ή
105
Σε κάποια σημεία του Ευαγγελίου ως κατεξοχήν εχθροί του Ιησού προβάλλουν οι Ιουδαίοι οι εξ Ιεροσολύμων
(πρβλ. Ιω. 1, 19. 20, 19).Πρβλ. την ύστερη χριστιανική αποκαλυπτική γραμματεία (Ευαγγέλιο Πέτρου 11, 46.
Αρχεία Πιλάτου).
εναγκαλισμό με την εξουσία, έτσι ώστε να συμβάλει με την οικουμενική μαρτυρία της στη
σωτηρία του κόσμου.
ΤΑΜΕΙΟΝ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑΣ
ΑΓΑΠΗ: Εκείνος που αγαπά τον εαυτό του δεν μπορεί να αγαπά τον Θ. και το αντίστροφο.
Εκείνος που αγαπά τον Θ. ζητά πάντα την δόξα του Θ. σε όλες τις εντολές.. Ο αγαπών τον
Θ. βρίσκεται στον κόσμο με το σώμα του, αλλά ζεί με την αγάπη έξω από τον κόσμο,
καθώς η ψυχή του κινείται ακατάπαυστα προς τον Θ. Καθώς λοιπόν καίγεται η καρδιά του
από τη φωτιά της αγάπης, κάποιος πόθος τον σπρώχνει να προσκολληθεί στον Θ. μια και
βγήκε έξω από την αγάπη του εαυτού του εξαιτίας της αγάπης προς τον Θ.. Όταν νοιώσει
κανείς πλουσιοπάροχα την αγάπη του Θ., τότε αρχίζει να αγαπά με πνευματική
αίσθηση τον πλησίον.. Η κατά σάρκα φιλία εύκολα διαλύεται για ασήμαντες αφορμές,
γιατί δεν είναι δεμένη με την πνευματική αίσθηση.. Στον πνευματικό όμως με την
θερμότητα της αγάπης του Θ. η ψυχή ξαναθερμαίνει τον εαυτό της στο καλό και γρήγορα
ξαναφέρνει την αγάπη του πλησίον με πολλή χαρά... Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει το Θ.
με αίσθηση καρδιάς, αν πρωτύτερα δεν τον φοβηθεί με όλη του την καρδιά. Γιατί η ψυχή
φτάνει σε αυτή την αγάπη αφού εξαγνιστεί και μαλακώσει με την ενέργεια του φόβου, ο
οποίος επιτυγχάνεται σε πολλή ησυχία και αμεριμνησία.. Η τέλεια αγάπη ανήκει σε
εκείνους, που έχουν καθαριστεί, οι οποίοι δεν έχουν φόβο. Και τα δύο ανήκουν στους
δικαίους. (Διάδ. 289).. Η ψ. που αισθάνεται χαρά με την αγάπη του Θ. κατά την ώρα του
θανάτου πηγαίνει πάνω από όλες τις σκοτεινές παρατάξεις μαζί με τους αγγέλους
πετώντας με τα φτερά της πνευματικής α. αφού έχει χωρίς κενό το πλήρωμα του νόμου,
την α. Γι' αυτό θα αρπαχθούνε μαζί με τους αγίους, χωρίς δικαστήριο κρίσεως., εκείνοι που
τελειώνουν την ζωή τους με τέτοια παρρησία (Διάδ. 325)... Εκείνος που μισεί τον
συνάνθρωπό του, είναι χωρισμένος από τον Θ., αφού ο Θ. είναι αγάπη κι όποιος μένει στην
αγάπη μένει στον Θ. (Καρπ.350) Η α. είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, που την κάνει
να μην προτιμά κανένα από τα όντα περισσότερο από τη γνώση του Θ. Είναι αδύνατο
όμως να φτάσει να αποκτήσει σταθερά αυτή την αγάπη όποιος έχει κάποια εμπαθή κλίση
σε κάτι από τα γήινα. Την α. γεννά η απάθεια, την απάθεια η ελπίδα στον Θ., την
ελπίδα η υπομονή κι η μακροθυμία, αυτές η καθολική εγκράτεια και την εγκράτεια ο
φόβος του Θ. Τον φόβο του Θ. γεννά η πίστη. Εκείνος που πιστεύει στον Θ. φοβάται την
κόλαση κι εκείνος που φοβάται την κόλαση εγκρατεύεται τα πάθη κι εκείνος που
εγκρατεύεται τα πάθη υπομένει όσα θλίβουν και αυτός με τη σειρά του θα αποκτήσει
ελπίδα στον Θ. Η ελπίδα θα απομακρύνει το νου από κάθε εμπαθή κλίση προς τα γήινα
και τότε θα αποκτήσει ο νους την α. προς τον ©...Εκείνος που χώρισε το νου του από την
αγάπη του Θ. και την θεωρία και τον έχει δεμένο σε κάποιο από τα αισθητά, αυτός είναι
που προτιμά το σώμα από την ψυχή και τα κτίσματα από τον Θ. // που τα δημιούργησε..
Όλες οι αρετές βοηθούν το νου να αποκτήσει θείο έρωτα, περισσότερο όμως η καθαρή
προσευχή. Γιατί με αυτή ο νους παίρνει φτερά και πετά προς τον Θ. και βγαίνει έξω από
όλα τα όντα. Εκεί αισθάνεται την απειρία του Θ. Τότε, όπως στον Ησαία, από την έκπληξη
έρχεται σε συναίσθηση της μηδαμινότητάς του.. Όποιος α. τον Θ. δεν μπορεί να μην
αγαπήσει και κάθε ά. σαν τον εαυτό του, αν και τον δυσαρεστούν τα πάθη εκείνων, ποο
ακόμα δεν καθαρίσθηκαν. Γι' αυτό και χαίρεται με αμέτρητη χαρά για τη διόρθωσή τους..
Εκείνος που βλέπει και ίχνος μίσους μέσα στην καρδιά του, προς οποιαδήποτε ά. για
οποιαδήποτε φταίξιμο του, είναι εντελώς ξένος προς την α. του Θ... Ένας ά. αγάπης δεν
μπορεί να φυλά χρήματα. Τα διαχειρίζεται κατά το θέλημα του Θ. και τα μοιράζει στους
έχοντας ανάγκη χωρίς διάκριση καλού και κακού, μιμούμενος τον Θ... Η διάθεση της α. δεν
διαπιστώνεται μόνον με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση
λόγου και τη σωματική διακονία.. Όπως το φως του ήλιου τραβά κάθε υγιές μάτι, έτσι κι
η γνώση του Θ. τραβά φυσικά τον καθαρό νου στον εαυτό της με την αγάπη.. Ψυχή καθαρή
είναι εκείνη που ελευθερώθηκε από τα πάθη κι ευφραίνεται ακατάπαυστα με την θεία
αγάπη... Όποιος α. τον Θ. δεν λυπεί κανέναν και δεν λυπάται από κανέναν για
πρόσκαιρα πράγματα. Μια λύπη μόνο προξενεί δοκιμάζει, τη σωτήρια λύπη (Β
Κορ.7:8-11)..Ότι επιθυμεί κανείς, εκείνο αγωνίζεται και να αποκτήσει. Και πάνω από όλα
τα αγαθά και τα επιθυμητά, ασύγκριτα πιο αγαθό κι επιθυμητό είναι ο Θ...Να καταπονείς
το σώμα σου με νηστεία κι αγρυπνία και ν' ασχολείσαι ακούραστα με την ψαλμωδία και
την προσευχή. Θα έρθει σε εσένα ο αγιασμός της σωφροσύνης και θα φέρει την αγάπη... Ο
ανόητος που τον οδηγούν τα πάθη, όταν αναστατώνεται από θυμό βιάζεται να φύγει
ασυλλόγιστα μακριά από τους αδερφούς κι όταν καίγεται από επιθυμία τρέχει να τους
συναντήσει, ο φρόνιμος όμως και στις δυο περιπτώσεις κάνει το αντίθετο.. Αν θες να μην
ξεπέσεις από την α. του Θ. μήτε τον αδερφό να αφήσεις να κοιμηθεί στενοχωρημένος από
σένα, μήτε συ να κοιμηθείς στενοχωρημένος εναντίον του. Συμφιλιώσου και πρόσφερε
στον Χ. με καθαρή συνείδηση το δώρο της α. με ένθερμη προσευχή Η τέλεια α. δεν
διαχωρίζει κατά τις διαθέσεις των επιμέρους α. την μια και κοινή ανθρώπινη φύση, αλλά
αποβλέποντας σε αυτήν αγαπά εξίσου όλους τους α. Αγαπά τους ενάρετους ως φίλους,
τους κακούς ως εχθρούς και τους ευεργετεί και μακροθυμεί και πάσχει για χάρη τους, αν
το καλέσει η περίσταση, για να τους κάνει φίλους, αν είναι δυνατόν.. Γι'αυτό κι ο Κ. μας
έπαθε για χάρη όλης της ανθρωπότητας (Παύλος (Ρωμ.9:1-3) (Μάξιμος, Α).. Αγαπούμε για
5 αιτίες: Ή για τον Θ. όπως ο ενάρετος ή για φυσικούς λόγους, όπως οι γονείς, ή από
κενοδοξία, όπως εκείνος που δοξάζεται από εκείνον που τον δοξάζει ή από φιλαργυρία
όπως εκείνος, που α. τον πλούσιο, ή από φιληδονία όπως εκείνος, που ικανοποιεί από
άλλον την κοιλιά του ή τη σαρκική του επιθυμία. Η πρώτη αιτία είναι αξιέπαινη, η δεύτερη
ουδέτερη και οι υπόλοιπες εμπαθείς (Μάξ. Β). Εκείνα που διασπούν την αγάπη των φίλων
είναι τα εξής: το να φθονείς κανείς ή να φθονείται, να ζημιώνει ή να ζημιώνεται, να
προσβάλλει ή αν προσβάλλεται, κι οι λογισμοί από υποψίες. Μήπως εσύ προκάλεσες κάτι
τέτοιο, γι' αυτό χωρίζεσαι από την αγάπη του φίλου; Σου προκάλεσε πειρασμό; Μη
νικιέσαι από το μίσος αλλά να νικάς με την αγάπη το μίσος και θα το πετύχεις, αν
προσεύχεσαι για χάρη του ειλικρινά στον Θ. και δέχεσαι την απολογία του ή και συ
θεωρώντας τον εαυτό σου αίτιο του πειρασμού και μακροθυμώντας τον ικανοποιείς
με την δική σου απολογία. Αυτόν που επαινούσες μην τον κακολογείς, προσβάλλοντας
τον κακό λόγο του αδερφού σου ως πρόσχημα του δικού σου μίσους, αλλά εξακολούθησε
τους επαίνους.. Να αποστρέφεσαι αυτούς που σου μεταφέρουν λόγια με μίσος εναντίον
του αδερφού σου σα θανατηφόρα φίδια, ώστε κι εκείνους να σταματήσεις από την
κατηγορία και ν' απαλλάξεις και τους δυο σας από την ταραχή.. ΜΗΝ θέλεις να αρέσεις
στον εαυτό σου και δεν θα μισείς τον αδερφό σου. Μην είσαι φίλαυτος και θα γίνεις
φιλόθεος. Αν διάλεξες να ζήσεις με άλλους απαρνήσου από την πόρτα τα θελήματα σου,
γιατί δεν θα μπορέσεις ούτε με άλλον να ειρηνεύσεις ούτε με τον Θ.. Γνώρισμα εκείνου που
αγαπά ακόμη την κούφια δόξα ή είναι προσκολλημένος σε κάτι υλικό είναι να
στενοχωρείται με τους α. για τα πρόσκαιρα ή να μνησικακεί ή να διατηρεί μίσος εναντίον
τους ή αν είναι υποδουλωμένος σε αισχρούς λογισμούς.. Αν θες να είσαι δίκαιος δίνε στο
λογιστικό αναγνώσματα και θεωρίες πνευματικές και προσευχή, στο θυμικό αγάπη και
στο επιθυμητικό σωφροσύνη κι εγκράτεια (Μάξ.Δ).. Η αγάπη προς τον Θ. αντιστέκεται
στην επιθυμία γιατί πείθει το νου να εγκρατεύεται κι η αγάπη στον πλησίον στο θυμό.
Αυτά είναι τα 2 δηνάρια που έδωσε ο Σωτήρας στον πανδοχέα για να σε φροντίσει. Μην
φανείς αχάριστος και σχετίζεσαι πάλι με ληστές, μήπως ξαναπληγωθείς θανάσιμα αυτή
την φορά (7 5). σε βλασφημεί κάποιος; Μην τον μισήσεις αλλά τον δ. που τον έβαλε και
βλασφήμησε, αλλιώς ότι κάνει εκείνος με λόγο, το κάνεις εσύ με το έργο (83).. Τέρμα όλων
των αγαθών είναι η ά., γιατί οδηγεί εκείνους που ζουν σύμφωνα με αυτήν και τους
προσφέρει και τους συγκεντρώνει στον Θ., που είναι το ακρότατο αγαθό κι αίτιος κάθε
αγαθού και γιατί η α. είναι πιστή και δεν θα πάψει ποτένα υπάρχει. Η πίστη είναι βάση
των 3 επομένων κι η ελπίδα η δύναμη των άκρων, της α. και της πίστης. Η α.
συμπλήρωση και των 2, καθώς όλη αγκαλιάζει όλο το ακρότατο επιθυμητό και δίνει σε
αυτές την παύση της κινήσεως προς αυτό, αντικαθιστώντας την πίστη στην ύπαρξη του
και την ελπίδα στον ερχομό Του με την απόλαυση της παρουσίας Του διαμέσου της. Το
τελειότατο έργο της α. και το πέρας της ενέργειας της είναι το να κάνει να ταιριάζουν τα
γνωρίσματα κι οι ονομασίες με σχετικό αντιδόσιμο και στα δύο που αυτή έχει ενώσει. Έτσι
κάνει τον ά. θεό και τον Θ. να γίνεται και να φαίνεται ά., εξαιτίας της μιας και
απαράλλακτης βουλήσεως και κινήσεως του θελήματος και των δυο (Γ Θαλ. 26-
29)...Γνώρισμα της α. είναι το κάλλος του να απονέμει κανείς την ίδια τιμή σε όλους.. κι έτσι
χαράζουν στην μνήμη το κάλλος της θείας ωραιότητας και δεν λησμονούν ποτέ την
ωραιότητα της θείας αγάπης (Δ Θαλ.72)... Για να μην γίνει μίσος ο φόβος, με το να
γυμνωθεί από τον πόθο, μήτε καταφρόνηση ο πόθος χωρίς θείο φρόνιμο φόβο, αλλά να
αποδειχθεί η αγάπη ένας εσωτερικός νόμος γεμάτος στοργή που αγκαλιάζει όλους τους α.
υποτάσσοντας το μίσος με εύνοια κι απομακρύνοντας την καταφρόνηση με συστολή Ό
φόβος Κ. αγνός και αιώνιος', όχι φόβος από το δέος των αμαρτημάτων (Στο Πάτερ ημών
252).. Όποιος αγαπά τον κόσμο, δεν μπορεί να αποφύγει τα αίτια της λύπης. Δεν υπάρχει
ά., του οποίου ο λογισμός στην μεταβολή των πραγμάτων να μην μεταβάλλεται κατά την
έννοια του αγαπημένου πράγματος (Ισαάκ,4)..Ανάγκασαν τον εαυτό σου, έτσι ώστε όταν
συναντήσεις τον πλησίον σου, τον τιμήσεις Υπέρμετρα και φίλησε τα χέρια και τα πόδια
του και κράτησε τις επί ώρα με πολλή τιμή.. κι επαίνεσε τον για κείνα που δεν έχει, καθότι
έτσι σπείρεις σπέρματα αρετής μέσα του και συ αποχτάς καλή συνήθεια πολλή ταπείνωση
και χωρίς πολύ κόπο αποχτάς πολλές αρετές κι ο πλησίον σου αν έχει κάποιο ελάττωμα,
εύκολα, τιμώμενος δέχεται την θεραπεία του, ντρεπόμενος για την προσφερόμενη τιμή..
Εάν θες να επιτρέψεις τον πλησίον στον ίσιο δρόμο, λυπήσου γι' αυτόν και με δάκρυα
αγάπης πες του ένα ή δυο μόνον λόγους χωρίς να εξαφθείς κατ' αυτού υπό του θυμού, για
να μη σε δει σε σημείο έχθρας (Ισαάκ Ε, 40)... Αγάπη δε είναι ο καρπός της ευχής, της
οποίας η θεωρία οδηγεί το νου ακορέστως στον πόθο της. Ευχή είναι η νέκρωση των
εννοιών των θελημάτων της σάρκας.. Αγάπη του Θ. βρίσκεται στην άρνηση της ζωής και
της ψ. (Ισαάκ, 336).. Αλλά κι ο Θ. δια την αγάπη της κτίσεως παρέδωκε τον Γιο του σε
σταυρικό θάνατο.. όχι γιατί δι' άλλου τρόπου δεν μπορούσε να μας λυτρώσει, αλλά για να
δείξει σε μας την υπερβολική του α. κι αν είχε τίποτε άλλο τιμιότερο θα μας το έδινε για να
βρεθεί κοντά του το δικό του γένος, από την πολλή του α. δεν ευδόκησε να παραβιάσει την
ελευθερία μας.. Έτσι και πάντες ά. φτάνουν σε τέτοιο βαθμό τελειώσεως κι εξομοιούνται
με τον Θ. δια της υπερβολικής τους α. και φιλανθρωπίας σε όλους. Κι αυτό το σημείο
ζητάνε οι άγιοι, το να αφομοιωθούνε με τον Θ. δια της τέλειας α. του πλησίον.. ο μακάριος
Αντώνιος είχε την ελπίδα διότι η ωφέλεια του πλησίον υπήρχε σε αυτόν η τελειότατη αρετή
κι ο αββάς Αγάθωνας έλεγε, ότι 'μακάρι να έβρισκα κάποιον λαβωμένο και να πάρω το
σώμα του και να του δώσω το δικό μου.. Πολλοί από αυτούς παρέδωκαν τα σώματα τους
για την α. του πλησίον στα θηρία, και στο ξίφος και στη φωτιά. Δεν μπορεί να φθάσει
κανείς σε μέτρα τέτοιας ά., εάν δεν αισθανθεί κρυφά την ελπίδα του, γιατί όσοι αγαπάνε
αυτόν εδώ τον κόσμο δεν μπορούνε να αποχτήσουν αυτήν την αγάπη των ά.. όταν αποχτά
κανείς την ά., ντύνεται μαζί της τον ίδιο τον Θ. κι όποιος απέκτησε τον Θ. είναι ανάγκη να
μην πεισθεί να αποχτήσει τίποτε άλλο αλλά και να ξεντυθεί το σώμα του (Ισαάκ, 382-4) Οι
κολαζόμενοι στην γέενα τιμωρούνται δια του μαστιγίου της αγάπης του Θ. Ω! πόσο πικρή
υπάρχει η τιμωρία της α. του Θ., τουτέστιν εκείνοι, που αισθάνονται ότι έπταισαν στην α.
του Θ. έχουν μεγαλύτερη κόλαση, γιατί η λύπη που πληγώνει την καρδιά δια την αμαρτία,
που γίνεται στην α. του Θ. είναι δριμύτερη από κάθε άλλη κόλαση.. άτοπο το ότι στερείται
κανείς στην κόλαση την α. του Θ. γιατί η α. του Θ., απόγονος της γνώσης του ούσα, δίδεται
κοινώς σε όλους, ενεργεί όμως δια της δυνάμεως της φύσεως της κατά 2 τρόπους·
κολάζουσα τους α. και ευφραίνουσα τους δικαίους και αυτό είναι κατά την γνώμη μου η
κόλαση στην γέεννα...οι ψ. των άνω υιών του Θ. μεθάνε από την απόλαυση της.. Πότε πήρε
κανείς την συγχώρηση των α.;.. όταν αισθανθεί ότι τις μίσησε με όλη του την καρδιά και
όταν πράττει τα ενάντια από τις αμαρτίες.. κατά την μαρτυρία της συνειδήσεως, που έχει
στον εαυτό του.. όταν η συνείδηση μέσα δεν κατακρίνει τον ά., είναι μάρτυς αψευδέστατος
στον εαυτό της (Ισαάκ, 402-3)..Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε! 1... Θέλεις να αποχτήσεις
την α. το πλησίον στην ψ. σου; Απομακρύνσον από αυτόν και τότε κατακαίεται η ψ. σου
από την προς αυτόν α. κι όταν τον βλέπεις τόσο θα χαρείς, σαν να βλέπεις άγγελο φωτός
(Ισαάκ, 444) ...όπως κάποιος φιλάδελφος φτωχός που ζήτησε κι έλαβε χρήματα από
κάποιον φιλόχριστο κι ελεήμονα τρέχει με χαρά στους ομοίους του και το αναγγέλει, έτσι
κι εγώ ο γυμνός από κάθε αγαθό έχοντας πείρα από την φιλανθρωπία και τη μεσιτεία του
Θ., δεν μπορώ να κρύψω το τάλαντο στον κόλπο της ψ., αλλά αναγγέλω τις δωρεές του Θ.
(Κατηχ.Λ Δ, 479)..να μισείς την σαρκική αγάπη που περιέχει γαστριμαργία, οινοποσία,
φθόνο, κακία, υπερβολική λύπη ενώ η εν Χ. αγάπη ωφέλεια, παιδαγωγία, γνώση και
κατάληξη αιώνια ζωή (Εφραίμ Α, 257) ύμνος α. εκείνος που φοβάται τον Κ. ποτέ δεν θα α.
χωρίς την επουράνια σοφία: (Εφραίμ Β, 344)..είναι σημάδι τελειότητας το να χαίρεται και
να αγάλλεται κανείς για την πρόοδο του πλησίον του. Σημάδι όμως σκληρού χαρακτήρα
και πονηρής διάθεσης το να λυπάται κανείς για την επιτυχία του άλλου...μήπως σένα
μόνον χωρά η βασιλεία των ουρανών.. το να λυπούμαστε για την ανδρεία αυτών που
προοδεύουν στην αρετή, είναι γνώρισμα δαιμονικής διάθεσης.. διότι οι δ. επιδιώκουν με
μανία να οδηγήσουν όλους στην απώλεια (Εφραίμ Β, 236-8) Γιατί τί άλλο ζητά ο Θ. εκτός
από την σωτηρία σου;..Ξύπνησε λοιπόν από τον ύπνο σου ά. τιποτένιεί,.η αγάπη του Θ.
είναι φωτιά αθάνατη, ανυψώνεται από τη γη και μισεί τα γήινα..τρυφερός δεσμός που
κανένα δίκοπο ξίφος δεν μπορεί να κόψει. Έκοβαν οι τύραννοι τα μέλη των αγίων, αλλά την
αγάπη τους δεν μπορούσαν να κόψουν.. αυτήν την αγάπη 'έδωσε ο Θ. στην Εκκλησία του και
είναι το ενέχυρο του Θ. μέσα στην ψ. αυτή η αγάπη έφερε σε μας τον μονογενή Υιό κι
άνοιξε ο παράδεισος, έγινε η ψ. νύμφη του αθανάτου νυμφίου, για να βλέπει σαν μέσα σε
καθρέφτη την ωραιότητα του (Εφραίμ Β, 389-91) η αγάπη της σαρκικής κοινωνίας του
γάμου οδηγεί στον χωρισμό από τον πατέρα και την μητέρα και τ' αδέρφια, ώστε κι όταν
κανείς αγαπά κανένα απ' αυτούς τον αγαπά επιφανειακά, ενώ όλος ο πόθος είναι στην
γυναίκα του. Αν λοιπόν η σαρκική αγάπη ελευθερώνει με τέτοιο τρόπο από κάθε άλλη
αγάπη του κόσμου, μόλις και μετά βίας εκείνοι που πληγώθηκαν από εκείνον τον απαθή
θεϊκό πόθο μπορούν να κρατηθούν από κάποιο έρωτα πραγμάτων του κόσμου (Μακάριος,
277-8) Αμέσως μετά την πτώση του, έρχεται αργά το βράδυ, μου αποκαλύπτει το τραύμα
του, ζητεί έμπλαστρο, παρακαλεί να το καυτηριάσω, ανησυχεί υπερβολικά.. αγκαλιάζει τα
πόδια μου, τα λούζει με άφθονα δάκρυα και ζητεί καταδίκη...πληγώθηκε από την λύπη για
την αγάπη του Θ. σαν με ξίφος, ώστε να αποδημήσει σε 8 μέρες προς τον Κ. Είδα ψ. που
έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες. Αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την
γεύση του αμαρτωλού έρωτα, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα του Κ. Ξεπέρασαν το
αίσθημα φόβου κι εκκεντρίσθηκαν στην άπληστη αγάπη του Θ. γι' αυτό κι ο Κ. στην αγνή
εκείνη πόρνη, δεν είπε ότι φοβήθηκε αλλά ότι αγάπησε πολύ και κατόρθωσε να
αποκρούσει εύκολα με τον ένα έρωτα τον άλλον. (Κλίμαξ, 132) όταν έχουμε μπροστά μας
δυο κακά θα εκλέγουμε το ελαφρότερο: επίσκεψη αδερφού οπότε αναγκαστικά ή διακοπή
της προσευχής ή λύπη του αδερφού. Η αγάπη ανώτερη της προσευχής, αφού περικλείει
όλες τις αρετές.(Κλίμαξ.322)..τα τρία πίστη, ελπίδα κι αγάπη τα βλέπω σαν ακτίνα, φως και
ηλιακό δίσκο. Αυτός που θέλει να μιλά για α. είναι σαν να επιχειρεί να μιλά για τον ίδιο
τον Θ. πράγμα επισφαλές κι επικίνδυνο.. α. είναι ο Θ. κι όποιος θέλει αν της δώσει ορισμό
μοιάζει με τον τυφλό που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου. Ως προς την
ποιότητα της ομοίωση με τον Θ. ως προς την ενέργεια μέθη ψυχής. Ως προς τις ιδιότητες
της πηγή πίστης, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπείνωσης., όσο ποσόν α. λείπει, τόσο
ποσόν φόβου υπάρχει., μακάριος κείνος που πόθησε τόσο τον Θ. σαν αυτός που έχει
μανιώδης εραστής για την ερωμένη του.. Δεν προσκολλάται τόσο πολύ η μάνα στο βρέφος
που θηλάζει όσο ο γιος της αγάπης στον Κ. ο πραγματικός εραστής εναγκαλίζεται μυστικά
με ηδονή το πρόσωπο του αγαπημένου και ούτε στον ύπνο του δεν μπορεί να ησυχάσει αλλά
εκεί βλέπει το ποθητό πρόσωπο και συνομιλεί μαζί του.. έτσι συμβαίνει και σε αυτούς που αν
και έχουν σώμα είναι ασώματοι., 'εγώ καθεύδω από την φυσική ανάγκη, κι η καρδία μου
αγρυπνεί από το πλήθος του έρωτα.. όταν η ψ. σαν ελάφι εξοντώσει τα δηλητηριώδη
ερπετά των παθών, τότε επιποθεί κι εκλείπει προς Κ. γιατί πληγώνεται σαν με δηλητήριο
από το πυρ της αγάπης 'εδίψασεν (εντονότερο αίσθημα) κι όχι πείνασε, η ψ. μου προς τον
Θ' ...εάν η παρουσία του αγαπημένου μας προσώπου μας κάνει φαιδρούς και χαρωπούς, τί
θα προξενεί άραγε το πρόσωπο του Δεσπότου, όταν επισκέπτεται μυστικά την καθαρή
ψ.;..όταν ολόκληρος ο ά. συγχωνευθεί με την αγάπη του Θ. τότε και το σώμα του σαν
καθρέφτης δείχνει την εσωτερική λαμπρότητα της ψ. (θεόπτης Μωυσής) και το σώμα δεν
ασθενεί εύκολα διότι εξαγνίσθηκε κι αφθαρτοποίηθηκε, όπως οι ρίζες των φυτών
ποτίζονται μυστικά έτσι και τις ψ. των α. τρέφει μυστικά το ουράνιο πυρ. Η αύξηση του
φόβου είναι η αρχή της αγάπης και τέλος αγνείας προϋπόθεση θεολογίας, εκείνος που αγαπά
τον Κ. αγαπά προηγουμένως τον αδερφό και φεύγει μακριά από τους καταλαλούντας.
εκείνος που λέει ότι αγαπά τον Κ. και μισεί τον αδερφό του μοιάζει με κείνον που τρέχει στον
ύπνο του.. η α. χορηγεί την χάρη όλη την κτίση χειρότερος, γιατί κανένα άλλο κτίσμα
άψυχο ή έμψυχο δεν ανέτρεψε ποτέ το θέλημα του Θ (Πέτρος, 88).. Αλλοίμονο σε μένα τον
άθλιο. Εμπρός σε έναν ά. δεν μπορώ να αμαρτάνω, αλλά μεταχειρίζομαι κάθε τέχνασμα
για να προσποιηθώ το καλό. Κι όταν στέκομαι μπροστά στον Θ. δεν ντρέπομαι να
σκέφτομαι και να λέω πολλές φορές τα πονηρά..γνωρίζω την κόλαση και δεν θέλω την
μετάνοια. Αγαπώ την ουράνια βασιλεία και δεν έχω αρετή. Πιστεύω στον Θ. και τον
παρακούω πάντα..όταν μελετώ είτε επιθυμώ από κενοδοξία την πολυμάθεια κι έτσι
περισσότερο σκοτίζομαι, είτε μαθαίνω αλλά δεν πράττω (Πέτρος, 100)
ΑΝθΡΩΠΟΠΟΙΟΣ: Εκείνος που μπορεί να εξημερώσει τα ήθη των α. και να τους κάνει να
αγαπήσουν τους λόγους και την παιδεία πρέπει να λέγεται ανθρωποποιός, όπως κι αυτοί
που μεταστρέφουν τους παραδομένους στις σαρκικές ηδονές προς την ενάρετη και
θεάρεστη ζωή, επειδή σαν να ξαναγεννούν τους α. (αγ. Αντών.) Εκείνοι που ασχολούνται
με την χαλκευτική τέχνη, δεν αποφεύγουν τη σκόνη, το χτύπημα του σφυριού, το
ανακάτωμα της φωτιάς, αλλά από ένα βόλο σίδηρο κατασκευάζουν πολύτιμα σκεύη.. ας
μην αποκάμνουμε να παροτρύνουμε ο ένας τον άλλο γιατί αν βγάλεις κάτι πολύτιμο από
κάτι άχρηστο, θα είσαι σαν το δικό μου στόμα (Ιερ.15, 19) (Εφραίμ Β., 250)
ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Οι ά. λέγονται λογικοί καταχρηστικά. Δεν είναι λογικοί εκείνοι που έμαθαν
τους λόγους και τα βιβλία των αρχαίων σοφών, αλλά όσοι έχουν λογική ψυχή και
μπορούν να διακρίνουν το καλό και το κακό, κι έτσι αποφεύγουν τα κακά και ψυχοβλαβή,
μελετούν όμως σοβαρά τα καλά και ψυχοφελή και τα πράττουν με μεγάλη ευχαριστία
προς τον Θ.. Ο αληθινά λογικός ά. μια φροντίδα έχει να υπακούει και να είναι αρεστός
στον Θ., ευχαριστώντας Τον για τη μεγάλη κι εξαιρετική πρόνοια Του και κυβέρνηση
όλου του κόσμου, όποια κι αν είναι η θέση του στη ζωή. Γιατί είναι παράλογο να
ευχαριστούμε τους γιατρούς όταν μας δίνουν τα πικρά κι αηδιαστικά φάρμακα χάρη της
υγείας μας, να είμαστε όμως αχάριστοι στο Θ. για όσα φαίνονται δυσάρεστα σε μας και να
μην αναγνωρίζουμε ότι τα πάντα γίνονται όπως πρέπει και προς το συμφέρον μας
σύμφωνα με την πρόνοια του.. Γιατί η αναγνώριση αυτή κι η πίστη στο Θ. είναι η σωτηρία
κι η τελειότητα της ψυχής. Α. λέγεται ή εκείνος, που χρησιμοποιεί ορθά το λογικό του ή
εκείνος που δέχεται συμβουλή για την διόρθωση του. Ο αδιόρθωτος δεν λέγεται ά. αλλά
απάνθρωπος.. Η ψ. που είναι αληθινά λογική κι αγαπά τον Θ. γνωρίζει αμέσως όσα
συμβαίνουν στη ζωή. Κι εξιλεώνει τον Θ. με διάθεση αγάπης και τον ευχαριστεί
πραγματικά, κατευθύνοντας προς αυτόν όλη την ορμή και το νου της...Οι αληθινοί ά. ας
φωτίζουν όπως ένα μικρό κομματάκι πορφύρα στολίζει λευκά φορέματα.. Ο ά. ως λογικός
συγγενεύει με την άρρητη δύναμη τον Θ. κι ως προς το σωματικό με τα ζώα.. Οι
περισσότεροι ά. με την ανόητη ψυχή τους έχουν εγκαταλείψει την θεϊκή και υική σχέση με
τον Θ. κι έχουν στραφεί προς τη νεκρή και δυστυχή και σύντομη συγγένεια του σώματος,
σαν άλογα ζώα...Εκείνοι που γνωρίζουν τον Θ. γεμίζουν από κάθε καλή έννοια κι επειδή
επιθυμούν τα ουράνια καταφρονούν τα βιοτικά. Αυτοί οι ά. ούτε αρέσουν στους πολλούς,
ούτε αρέσκονται με τους πολλούς. Και γι' αυτό όχι μόνον τους μισούν οι πολλοί αλλά και
τους περιγελούν οι πιο πολλοί ανόητοι, (σελ.36). Α. είναι εκείνος που κατάλαβε το φθαρτό
και λιγοχρόνιο του σώματος και την θεϊκή καταγωγή της ψυχής (46) Μόνον στον ά. είναι
δυνατόν να δεχτεί τον Θ. επειδή μόνον στον ά. μιλά ο Θ. τη νύχτα με όνειρα, την μέρα με
νου. Και με όλα τα μέσα προλέγει τα μέλλοντα αγαθά στους αξίους (51). Έδωσε ο Κ. τα
νοήματα αυτού του αιώνα, όπως τα πρόβατα στον καλό βοσκό κι ένωσε την επιθυμία και
την οργή για να εξορίζει με το θυμό τα νοήματα των λύκων δαιμόνων και με την επιθυμία
να αγαπά τα πρόβατα, αν και πολλές φορές τα χτυπούν βροχές κι άνεμοι. Του έδωσε
ακόμη και νομή να τα βόσκει και τόπο ανάπαυσης κι άρπα και κιθάρα και στήριγμα,.
Προέρχεται από τα θηρία η σκέψη για τον αδερφό μας, αν βόσκει μέσα μας το μίσος, ή η
σκέψη της γυναίκας αν γυρίζει στο μυαλό με αισχρή επιθυμία κι η σκέψη του χρυσαφιού, η
συνοδευόμενη από πλεονεξία και τα νοήματα των θείων χαρισμάτων με κενοδοξία. Και
πρέπει να φυλάμε τους λογισμούς μας και τη νύχτα, όπως ο Ιακώβ (Γεν.31:39).. Αν έρθει η
ακηδία ας πάμε λίγο στην πέτρα της θείας γνώσεως, ας πάρουμε την άρπα κι ας
χτυπήσουμε με τις αρετές τις χορδές της γνώσεως (Ευαγρ.82-3)..Ο μεγάλος ά. φοβάται την
α. όπως ο ελέφαντας τον ποντικό, μήπως ενώ κηρύττει στους άλλους γίνει ο ίδιος αδόκιμος
(Καρπ.334)..Τόσο πολύ με την αίσθηση έχει ριζώσει στην ανθρώπινη φύση η δύναμη της
αλογίας, ώστε οι πολλοί να νομίζουν ότι ο ά. δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνο σάρκα που
έχει την αίσθηση ως μέσον απολαύσεως της παρούσης ζωής (Δ Θαλ. 10). Ο Θ. που
δημιούργησε την ανθρώπινη φύση της έδωσε το είναι κατά την θέληση Του, συνένωσε με
αυτή και την δύναμη να πράττει όσα θέλει.. Φυσικό κριτήριο έχουμε το νόμο της φύσης,
που μας διδάσκει ότι πριν την κατάκτηση της σοφίας των όλων, έπρεπε να κινεί την
επιθυμία μας η μυσταγώγηση στην γνώση του Δημιουργού των όλων (Δ Θαλ.26-8)
Ολοκληρωμένος ά. είναι εκείνος που διατήρησε αμετάβλητες με τη σφοδρότητα του θείου
πόθου τις έξεις της πράξεως και της θεωρίας (Ε Θαλ.96).. Η Γραφή την αδιαφορία της ψ. για
τα καλά ονομάζει πέτρες, γιατί η ψ. είναι αναίσθητη ενώ ξύλα την προθυμία στα κακά (Στ
Θαλ.63)..Ας αποδείξουμε ότι τρώμε για να ζούμε κι όχι ότι ζούμε για να τρώμε, γιατί το
ένα είναι γνώρισμα της λογικής και το άλλο της άλογης φύσης.. Για να αποχτήσουμε
την πνευματική ζωή χρησιμοποιούμε την σωματική ζωή, με άρτο μονάχα όχι για να ζούμε
απλώς αλλά για να ζούμε κοντά στον Θ. και να κάνουμε το σώμα άγγελο της ψυχής,
λογικοποιημένο με αρετές, την δε ψυχή κήρυκα του Θ., στερεωμένη μόνιμα στο αγαθό (Στο
Πάτερ ημών, 265)... Όσοι είναι υπεύθυνοι για τις αμαρτίες τους μοιάζουν με πονηρούς
δούλους που συγκρούονται με τον δεσπότη τους, όσοι ενοχλούνται από τα πάθη μοιάζουν
με τους παντοτινά μαχόμενους, με κείνους που επιτίθενται και παλεύουν, όσοι δεν
απέχτησαν ακόμη τις αρετές αλλά αγωνίζονται με τους ακρωτηριασμένους ή
φτωχούς..Σιτηρέσιο, που παίρνουμε από τον βασιλ. Χ. είναι η χάρη του αγ.Πνεύμ.
(Συμ.Ηθ.Ζ, 56-7)
Τους α. που ενεργούν σύμφωνα με την φύση τους ονόμασε ο απόστολος ψυχικούς παρά
φύση 'σαρκικούς' και πνευματικοί εκείνοι που προσαρμόζουν στο πνεύμα την φύση, διότι
γνωρίζει ο γεωργός Θ. την φύση και την προαίρεση καθενός και σπέρνει το λόγο του και
ζητά πράξη ανάλογα με την δύναμη μας (Εφραίμ Α, 332) η πραότητα είναι το υλικό της
ταπείνωσης κι αυτή η θύρα της απάθειας. Μέσω αυτής εισέρχεται στην άπτωτη και τέλεια
αγάπη...που γνωρίζει την φύση του, δηλ. τι ήταν πριν γεννηθεί και τι θα γεννηθεί μετά
θάνατο. Γιατί ο ά. δεν είναι τίποτε παρά δυσωδία που χάνεται την ίδια στιγμή κι από όλη
την κτίση χειρότερος. Γιατί κανένα άλλο κτίσμα άψυχο ή έμψυχο δεν ανέτρεψε ποτέ το
θέλημα του Θ (Πέτρος, 87) Όπως το νεογέννητο βρέφος είναι εικόνα του τέλειου άντρα,
έτσι κι η ψ. είναι εικόνα του Θ. που την έπλασε. Όπως το παιδί όσο μεγαλώνει, τόσο
γνωρίζει τον πατέρα του κι όταν φτάσει σε ηλικία τότε φαίνονται καθαρά τα
χαρακτηριστικά του πατέρα στον γιο και του γιου στον πατέρα, και του φανερώνεται η
πατρική περιουσία, έτσι κι η ψ. πριν την παρακοή, έμελλε να προοδεύσει και να φτάσει σε
τέλειο άντρα. Εξαιτίας όμως της παρακοής βυθίσθηκε σε πέλαγος λησμοσύνης και βυθό
πλάνης και κατοίκησε στις πύλες του Άδη. Κι από αυτή την απόσταση δεν μπορούσε πια
να πλησιάσει και να γνωρίσει ορθά τον Πλάστη παρόλο που Εκείνος την καλούσε να
επιστρέψει κοντά Του.. αν θες να επιστρέψεις στον εαυτό σου ά. όπως παραμέλησες τις
εντολές του Θ. και πρόσεξες τις συνταγές του εχθρού.. με πολύ κόπο και ιδρώτα του
προσώπου σου θα πάρεις πίσω τον πλούτο σου γιατί παίρνοντας στην αρχή χωρίς κόπο και
ιδρώτα το αγαθό έχασες ότι πήρες και παρέδωσες στον εχθρό την κληρονομιά σου.. Το
γένος του Αδάμ μετά την παράβαση της εντολής είναι εικόνα του ανθρωποκτόνου Κάιν,
έγινε ένοχο αμαρτιών κι είναι γεμάτο φόβο, δειλία και ταραχή καθώς ο σατανάς με
ποικίλες επιθυμίες και ηδονές κλυδωνίζει κάθε ψ. που δεν έχει γεννηθεί από τον Θ. και την
περιστρέφει σαν το στάρι στο κόσκινο (Μακάριος, 269) Από αγάπη κοσμικού πράγματος
και στην φωτιά ρίχνεται και στη θάλασσα βυθίζεται και στην αιχμαλωσία δίνει τον εαυτό
του.. βλέπεις ότι με την θέληση του κανείς από αμέλεια ή προσήλωση σε κάτι κοσμικό
χάνει το σώμα και την ψ...οι περισσότεροι ά. θέλουν να επιτύχουν τη βασιλεία χωρίς
κόπους και ιδρώτα. Μακαρίζουν τους αγίους κι επιθυμούν την τιμή και τα χαρίσματα τους
χωρίς να
ΓΕΝΝΗΣΗ: Πιστεύοντας και μετανοώντας θερμά συλλαμβάνουμε στις καρδιές μας τον
Λόγο του Θ., όπως η Παρθένος, με το να διατηρούμε τις ψ. μας παρθένες και αγνές. Κι
όπως εκείνη, επειδή ήταν υπεράμωμη δεν την έφλεξε η φωτιά της θεότητος, έτσι ούτε κι
εμάς καταφλέγει, όταν διατηρούμε αγνές και καθαρές τις καρδιές αλλά γίνεται δροσιά από
τον ουρανό και πηγή ύδατος κι αθάνατη ζωής, που ρέει μέσα μας,.'ήλθε να βάλω το πυρ
του αγ.Πνεύματος στη γη'. Από κείνη την άχραντη σάρκα, που προσέλαβε στις αγνές
λαγόνες της πανάχραντης και Θεοτόκου Μαρίας, ο καθισμένος δεξιά του Θ. και Πατρός,
τρώγοντας ο καθένας από μας την σάρκα Του τον έχουμε μέσα μας. αναμιγνυόμενος κατά
ανέκφραστο τρόπο με τις ουσίες μας και θεοποιώντας μας ως σύσσωμους κι ως όντες
σάρκα από την σάρκα και οστούν από τα οστά του (Λκ. 8, 21).. Από την πανάμωμη μητέρα
του δανείσθηκε την παναμώμητη σάρκα του κι αντί αυτής της δώρησε την θεότητα του ενώ
από μας δεν λαμβάνει σάρκα μεταδίδει όμως την θεωμένη σάρκα του..η σπορά ενός
θνητού και φθαρτού ανδρός γέννησε και γεννά με γυναίκα φθαρτούς και θνητούς γιους. Ο
αθάνατος κι άφθαρτος λ. του αθανάτου κι άφθαρτου Θ. γέννησε και γεννά αθάνατα κι
άφθαρτα τέκνα, αφού πρώτος Αυτός γεννήθηκε από την Παρθένο, εν αγ.Πνεύμ.
(Συμ.Ηθ.Α, 177-185)
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ: Ακόμα κι αν έχουμε διαδόχους των δασκάλων και γινόμαστε μαθητές τους,
όμως επειδή διδασκόμαστε από αυτούς τα διδάγματα του Χ., οπωσδήποτε είμαστε κι
ονομαζόμαστε χ. Αυτοί όμως, που ακολουθούν τους αιρετικούς, ακόμη κι αν έχουν χιλιάδες
διαδόχους, φέρουν όλοι ανεξαιρέτως το όνομα εκείνου, που επινόησε την
αίρεση..Εγκαταλείπουν το όνομα του Χ. κι ονομάζονται στο εξής Αρειανοί, επειδή δεν
πιστεύουν πλέον στον Χ., αλλά γίνονται διάδοχοι της παραφροσύνης του Αρείου (Κατά
Αρειανών, 37). Για τους άλλους υπάρχουν διάφορες άλλες ονομασίες ή από τον πατέρα ή
από την οικογένεια, από τις απασχολήσεις και τις πράξεις τους. Εμείς όμως έχουμε το
μέγα προσόν και όνομα να είμαστε και να λεγόμαστε χριστιανοί. Αυτή ήταν η
μεγαλύτερη καύχηση για μας από ότι η περιστροφή του δαχτυλιδιού για τον Γύγη, κι από
ότι ο χρυσός για τον Μίδα (Στο Μεγ.Βασίλ. 165)... Του πνευματικού ανθρώπου και του
χριστιανού επιθυμία είναι να σκοπεύει την σωτηρία κι ότι οδηγεί σε αυτό να το θεωρεί
σημαντικό. (Στον Πατέρα, 307). Οι μάρτυρες ως όνομα τους λέγανε μόνο το όνομα Χ...Όπως
το δυνατό κι υγιές σώμα χαρακτηρίζει τον αθλητή, έτσι κι ο Χριστιανός προδίδεται ότι είναι
πράγματι αθλητής των εντολών του Θεού από το κάτισχνο σώμα και το ωχρό χρώμα, που
είναι αποτέλεσμα της εγκράτειας. Γιατί ο εγκρατής υπερνικά τον εχθρό του με την
ασθένεια του σώματος κι αποδεικνύει την δύναμη του με τους αγώνες της ευσέβειας,
σύμφωνα με τους λόγους της Γραφής: "Οταν ασθενώ τότε δυνατός ειμί' (Β Κορ.
12:10)..Κανένας λόγος δεν μπορεί να συγκινήσει τόσο πολύ την ψυχή του κοιλιόδουλου, όσο
μια απλή συνάντηση με τον εγκρατή. Και τούτο είναι να τρως και να πίνεις εις δόξα Θεού,
ώστε και στην τράπεζα να λάμπουν τα καλά μας έργα (όροι κατά πλάτος, 271). Αν βρούμε
τι σημαίνει ακριβώς το όνομα αυτό (χριστιανός), θα έχουμε μεγάλη βοήθεια για τη ζωή της
αρετής να είμαστε αληθινά ότι δηλώνει το όνομα μας. Αν επιθυμήσει κάποιος να λέγεται
γιατρός ή ρήτορας ή γεωμέτρης δεν θα δεχτεί να διαψευστεί η επωνυμία από την
απαιδευσιά του & να μην βρεθεί στην πράξη να είναι ότι λέγεται αλλά αν θέλει η
προσηγορία να ανταποκρίνεται στην αλήθεια ώστε να μην αποδειχθεί η ονομασία
ψευδωνυμία επιβεβαιώσει το όνομα του με την ίδια την δουλειά του...Λένε ότι ένας
θαυματοποιός στην Αλεξάνδρεια γύμνασε ένα πίθηκο να επιδίδεται με ευκινησία στις
φιγούρες του χορού, του φόρεσε μια μάσκα χορευτών κι ένα ρούχο κατάλληλο για το
νούμερο του. Τον συνόδεψε με χορό & ο πίθηκος τα κατάφερνε κάνοντας λυγίσματα
σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής & με όλα αυτά που έκανε & έπαιζε έκρυβε τον
πραγματικό εαυτό του. & ενώ το θέατρο ήταν γοητευμένο από το παράξενο θέαμα ένας
από τους πολύ αστείους, που ήταν εκεί θέλησε να δείξει σε αυτούς που παρακολουθούσαν
με ανοιχτό το στόμα ότι ο πίθηκος ήταν πραγματικά πίθηκος.. Πέταξε στην ορχήστρα
μερικούς ξηρούς καρπούς, που ερεθίζουν την λαιμαργία των ζώων αυτών. Ο πίθηκος τότε
χωρίς να χασομερήσει, βλέποντας σκορπισμένα τα αμύγδαλα ξέχασε & το χορό & τα
χειροκροτήματα & το ωραίο ρούχο, που φορούσε κι όρμησε στ' αμύγδαλα & για να μην
εμποδίζει η μάσκα το στόμα του, ξεσχίζει την παραπλανητική προσωπίδα με τα νύχια του
& την βγάζει, ώστε να προκαλέσει ξέσπασμα γέλιου στους θεατές αντί του επαίνου & του
θαυμασμού, καθώς φάνηκε ανάμεσα από τα λείψανα της μάσκας άσχημος & κωμικός.
Όπως λοιπόν δεν έφτασε σε εκείνον η μελετημένη κι απατηλή όψη για να νομιστεί
άνθρωπος αλλά η λαιμαργία του για τ' αμύγδαλα αποκάλυψε την φύση του, έτσι όποιοι
δεν διαμόρφωσαν αληθινά τον εαυτό τους με την πίστη θ' αποκαλυφθούν εύκολα με τα
δολώματα του διαβόλου πως είναι κάτι άλλο από αυτό, που λένε. Αντί ενός ξηρού σύκου ή
αμύγδαλου η δόλια αγορά του διαβόλου προτείνει στους λαίμαργους την κενοδοξία, τη
φιλοχρηματία, τη φιληδονία σαν να ήταν ξηροί καρποί & οδηγεί στο ν' αποκαλυφθούν όσοι
έχουν ψυχές πιθήκου, που με προσποιητή μίμηση υποκρίνονται το χριστιανισμό...
Χριστιανισμός είναι μίμηση της θείας φύσης.. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος επαγγέλλεται
την ζωγραφική τέχνη κι ότι έλαβε διαταγή από το βασιλιά να ζωγραφίσει το πρόσωπο της
βασίλισσας για τις απομακρυσμένες περιοχές. Αν ζωγραφίσει λοιπόν ένα αποκρουστικό &
δύσμορφο πρόσωπο κι ονομάσει την άσχημη αυτή ζωγραφιά εικόνα του βασιλιά δεν θα
είναι φυσικό να αγαναχτήσει ο άρχοντας, που θα προσβάλλεται ανάμεσα σε ανθρώπους
που αγνοούν την ομορφιά του προτύπου με την κακή αυτή ζωγραφιά;.. Αν λοιπόν ο
Χριστιανισμός είναι μίμηση του Θεού, αυτός που δεν δέχτηκε το κήρυγμα του μυστηρίου,
όταν τυχόν δει την ζωή μας να πιστεύεται ότι έχει κατορθωθεί κατά μίμηση του Θεού,
τέτοιον θα νομίσει & τον Θεό μας. Αν βλέπει παραδείγματα κάθε αγαθού, θα πιστέψει,
πώς είναι αγαθή η θεότητα, που λατρεύουμε. Αν όμως είναι κάποιος γεμάτος πάθος κι
ορμή θηρίων κι αλλάζοντας μορφή δείχνει πότε αυτό & πότε εκείνο το πάθος & συνέχεια
αυτοαποκαλείται χριστιανός.. θα κάνει το Θεό άξιο κατηγορίας & βλασφημίας. Αν κάποιος
αποδώσει σ' ένα δέντρο ή μια πέτρα την ονομασία άνθρωπος, θα γίνει τάχα άνθρωπος το
φυτό ή η πέτρα εξαιτίας της ονομασίας; Όχι βέβαια.. Είναι μερικοί που πλάθουν τα μυθικά
τέρατα ή με διήγηση ή με την ζωγραφική & συνθέτουν από ετερογενή διαφορετικά
στοιχεία κάποιους βουκέφαλους ή ιπποκενταύρους ή δρακοπόδαρους. Αυτοί δεν
κατευθύνουν την μίμηση τους προς το φυσικό αρχέτυπο...Έτσι δεν μπορεί να ονομαστεί
αληθινά χριστιανός αυτός, που έχει άλογη την κεφαλή κι ας είναι κατά τα άλλα άρτιος ή
αυτός που δεν δείχνει το σώμα της ζωής του κατάλληλο στην κεφαλή της πίστης του, αλλά
συμμερίζεται του θυμούς των δρακόντων ή συνδέει την θηλυμανία των αλόγων με την
ανθρώπινη φύση..Για να αναγνωρίζει λοιπόν, όπως γίνεται με το ανθρώπινο σώμα, ο
χριστιανός, πρέπει να τυπώνει πάνω στο σώμα της ζωής που όλα τα χαρακτηριστικά των
αγαθών, που νοούνται με το όνομα χριστιανός...Τρία πράγματα χαρακτηρίζουν την ζωή
του χριστιανού, η σκέψη, ο λόγος & η σκέψη.. Επειδή είπε ο Παύλος ότι καθετί που δεν
προέρχεται από την πίστη είναι αμαρτία.. καθετί, που δεν αποβλέπει στον Χριστό, είτε
λόγος, είτε στοχασμός αποβλέπει οπωσδήποτε στο αντίθετο του Χριστού. Δεν είναι
δυνατόν όποιος βγει έξω από το φως ή την ζωή να μην είναι οπωσδήποτε μέσα στο σκοτάδι
ή τον θάνατο.. Όπως όποιος αρνήθηκε κατά τους διωγμούς το Χριστό είναι παραβάτης του
προσκυνητού ονόματος έτσι αν κάποιος αρνηθεί την αλήθεια ή την δικαιοσύνη ή τον
αγιασμό ή την αφθαρσία.. Ότι είναι καθαρό από εμπαθή διάθεση αυτό αναφέρεται στον
αρχηγό της απάθειας τον Ιησού Χριστό.. Η τρεπτότητα της φύσης μας μπορεί να γίνει
φτερό που βοηθάει την πτήση ψηλότερα.. Η αληθινή τελειότητα είναι αυτή: να μην
παύσει κανείς ποτέ να προοδεύει μέσα σε κάποια όρια στην τελειότητα. (Στον
Ολύμπιο). Τον μεν κυβερνήτη δοκιμάζει & σκληραγωγεί η τρικυμία, τον αθλητή το στάδιο,
τον στρατηγό το στρατόπεδο, τον γενναιόκαρδο η συμφορά, τον Χριστιανό η δοκιμασία (Εν
λιμω, 149). Αυτά είναι ημών των Γαλιλαίων, αυτά τα μυθεύματα ημών των άτιμων. Αυτά
πιστεύουμε εμείς οι προσκυνούντες τον Σταυρωμένο, αυτά οι μαθητές των ψαράδων και
των απαίδευτων, όπως λένε αυτοί, αυτά όσοι κάθονται και ψάλλουν μαζί με τις γριούλες,
αυτά όσοι εξαντλούνται κι είναι μισοπεθαμένοι από τις μακρές νηστείες. Αυτά που εμείς
μάταια αγρυπνούμε και παραληρούμε στις ολονύχτιες ακολουθίες και σας καταβάλλουμε.
Πού είναι οι εγγράμματοι, που οι σύμβουλοι; ...Πού είναι όμως οι εναντίον των Χριστιανών
μαντείες κι απειλές και η εντός τακτής προθεσμίας εξάλειψη και του ονόματος μας;
Έφυγαν όλα, διαψεύσθηκαν, αποδείχθηκαν όνειρο τα κομπάσματα των ασεβών...Με λόγο
διέλυσε το σκοτάδι, με λόγο δημιούργησε το φως, στερέωσε την γη.. περιέβαλε τον κόσμο
με όλα.. Με λόγο αφού διέλυσε τώρα και την ασέληνο νύχτα, επανέφερε όλα στο φως και
την τάξη και την αυτή αρμονία. (Κατά Ιουλιαν. Β, 217-9)..Είχε πολλά πλεονεκτήματα αλλά
θεωρούσε μεγαλύτερη τιμή αν είναι και να λέγεται χ. και σε σύγκριση με τούτο όλα τα
άλλα ήταν παιχνίδι και φλυαρία. Γιατί όλα τα άλλα διαδραματίζονται όπως πάνω σε
σκηνή, που στο λεπτό στήνεται και διαλύεται, καθώς μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τι
2ος είναι εκείνος που π. τα κτίσματα, μέσω των οποίων ο Θ. πραγματοποίησε την σωτηρία μας
είτε πρίν είτε μετά την ένσαρκη οικονομίαν όπως το όρος Σινά, η φάτνη, το σπήλαιο, ο Γολγοθάς, το
ξύλο του Σταυρού, τα καρφιά αυτά τα σέβομαι και π. και κάθε άγιο ναό όχι εξαιτίας της φύσεως,
αλλά ως δοχεία της θείας ενέργειας και μέσα ευδοκίας της σωτηρίας μας (Ψ. 131:7, 98:9) άγ. κι έμψυχο
όρος του Θ. η αγ.Θεοτόκος, όρη λογικά του Θ. οι απόστολοι (Ψ. 113:4) (όπως είναι φτωχό το κογχύλι
καθεαυτό και το μετάξι και το ιμάτιο. Αν όμως το φορέσει ο βασιλιάς λαμβάνει αξία, έτσι και τα υλικά
στοιχεία καθεαυτό είναι απροσκύνητα όταν όμως ο εικονιζόμενος είναι γεμάτος χάρη μετέχουν κι
αυτά ανάλογα στη χάρη ανάλογα με την πίστη., εσύ έγινες ίσως υψηλός κι αυλός κι ασώματος, εγώ
επειδή ως ά. φέρω σώμα ποθώ να επικοινωνώ σωματικώς με τα πράγματα (Εικ.Α.75) αν τύχει και
χαλάσει το σχήμα του σταυρού το ρίχνω στην φωτιά όπως και των εικόνων (Εικ.Β, 143) κι ο Ιακώβ τον
ποικιλόχρωμο χιτώνα του Ιωσήφ ασπαζόταν νομίζοντας ότι κρατούσε τον ίδιο τον Ιωσήφ Εικ.Γ.301)
5ος τρόπος π. όσα είναι αφιερωμένα στον Θ., ιερά Ευαγγέλια (Α Κορ.10:! 1) 4ος τρόπος ο τρόπος με τον
οποίο π. οι ε. που φανερώθηκαν στους προφήτες και προτυπώσεις όπως η ράβδος Ααρών τύπος της
Παρθένου, αλλά κι ο Ιακώβ προσκύνησε την άκρη του ραβδιού του ως τύπος του Σωτήρα. επίσης κι οι ε.
αποτελούν ανάμνηση γεγονότων π.χ. η σκηνή παγκόσμια εικόνα και τα χρυσά χερουβείμ, τον τίμιο τύπο
του σταυρού, το ομοίωμα της σωματικής μορφής του Χ. και της μητέρας του 5ος όταν ο ένας προσκυνά
τον άλλο επειδή έχουμε ένα κομμάτι του Θ. και δημιουργηθήκαμε κατ'εικόνα Θ. δείχνοντας
ταπείνωση κι εκπληρώνοντας το νόμο της αγάπης. 6ος ο τρόπος που π. τις αρχές κι εξουσίες όπως ο Ιακώβ
τον Ησαύ και τον Φαραώ ως χειροτονηθέντα από Θ. 7ος εκείνος που προσκυνούν οι δούλοι τους
δεσπότες κι ευεργέτες όπως ο Αβραάμ τους γιους Εμμώρ. η Π. αποτελεί σύμβολο φόβου και πόθου και
τιμής και υποταγής και ταπείνωσης αλλά δεν πρέπει να π. κανέναν ως Θ. παρά μόνον τον φύσει Θ. και
να αποδίδουμε στους άλλους ότι οφείλουμε..αν οι ά. π. ασεβείς κι αμαρτωλούς βασιλείς κι άρχοντες
πόσο περισσότερο πρέπει να π. τον βασιλιά των βασιλέων και τους δούλους και φίλους του που έγιναν
κυρίαρχοι των απαθών κι άρχοντες όλης της γης (Ψ.44:17)
Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Παρ' ότι, ο ποιητής, διαθέτει πλούσιες στοχαστικές εκφράσεις (χωρίς τις ακραίες
Υπερρεαλισμού - Υπερπραγματισμού, σωστότερα) - να συλλάβει κάθε κρυφή κορυφή του
ωραίου και του αιωνίου, εντούτοις, διατηρεί τις θεμελιώδεις αρχές του υπαρξιστικού
φιλοσοφικού στοχασμού, πράγμα πού τόν καθιστά δέσμιο του ιστορικού παραλόγου.
Απουσιάζει τελείως η εν-χρίστωση του Λόγου, η Χριστογέννηση του Θεού και η
θεογέννηση του ανθρώπου. Απουσιάζει η νηπτική ματιά. Γι΄ αυτό και δεν μπορεί να
προχωρήσει πιο πέρα και πιο πάνω από τα ορατά. Να μπολιάσει τα παρόντα με τα έσχατα
και να δει με μάτι προφητικό την καινήν κτίσιν, την νέαν πόλιν, η οποία «ου χρείαν έχει του
ηλίου ουδέ της σελήνης ίνα φαίνωσιν η γαρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτήν, και ο λύχνος
αυτής το Αρνίον. Και περιπατήσουσιν έθνη δια του φωτός αυτής»24.
Και τα δύο ταύτα κοινωνικά μοντέλλα, ήτοι το Δυτικό Άνω-Εγώ και το ανατολικό Κάτω-
Ημείς, κάμνουν ισχυρή την παρουσία των στην σύγχρονη Οικουμένη, χωρίς να μπορούν να
γίνουν προβλέψεις περί του ποίο εκ των δύο θα επικρατήσει. Από πλευράς δυνάμεως και
επιβολής της θελήσεως του έχει τα πρωτεία —και επεβάλλετο ανέκαθεν στην
Ανθρωπότητα— το Εγωιστικό, καθ' ο ό ανερχόμενος σε δύναμι υπέτασσε και υπεδούλωνε
τους υποδεεστέρους του. Παράδειγμα σήμερα η Δυτική-Λευκή-Φυλή (οι Δυτικοευρωπαίοι
και οι Αμερικανοί), η οποία επιβάλλει τις θελήσεις της ως δίκαιο παντού, όπου συμφέρει
εκείνην, χωρίς φόβο και άπόβλεψι στις αντιδράσεις των λοιπών Λαών της Ανθρωπότητας.
Όπως ήδη ελέχθη:
Η γνωστή σε μας ιστορία της Ανθρωπότητας είναι ιστορία πολέμων και αδικιών,
καταδυναστεύσεως και εγκλήματος, δηλ. πραγματώσεως της εγωιστικής αρχής και
σχέσεως κυρίων-δούλων, με ιδεολογικό υπόβαθρο τον θρησκευτικόν Μονοθεϊσμόν,
όστις κατανοεί την φυσικο-ίστορικήν πραγματικότητα ως ιεραρχικώς και υπαλλήλως
δομημένην, με απόλυτον Μονάρχην —τον Θεόν— στην κορυφήν της πυραμίδος, όστις
αποτελεί αντανακλάσιν του επιγείου Μονάρχου. Ενώ σε παλαιότερες εποχές της
Ανθρωπότητας, η οποία εκείτο —εισέτι— εγγύς της παραδεισίου περιόδου, κυριαρχεί —
θρησκευτικώς— η Πολυθεΐα, η οποία εκφράζει κοινωνικόν πλουραλισμόν και σχέσεις
αμοιβαιότητας και συναλληλίας μεταξύ ατόμων, φυλών, λαών κ.λπ., διακοπτομένας όμως
από εντάσεις και εχθρότητας και αλληλοπολέμους, επιβάλλεται, στην περαιτέρω πορείαν
106
Για παράδειγμα η Επικούρεια υλιστική φιλοσοφία, η οποία για μερικούς είναι “η αληθινή όψη του αρχαίου
κόσμου”, είναι αντίθετη και πολεμική στην ιδεαλιστική πλατωνική φιλοσοφία. Η ανάπτυξη του θαύματος της
ελληνικής σκέψεως και της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν προϊόν μεγάλης επεξεργασίας. Για πολλούς αιώνες θα
παραμείνουν ασαφή τα όρια μεταξύ μύθου και λόγου. Για παράδειγμα οι Ελεάτες, κυρίως ο Παρμενίδης,
γονιμοποιούν τις θεωρίες της “ιωνικής φυσικής” και ο Πλάτων γονιμοποιεί τις θεωρίες του Παρμενίδη για το
Είναι και τον ασκητικό τρόπο ζωής του Πυθαγόρα.
αυτής, η μοναρχία και η τυραννία του Ενός Άνδρός, την οποίαν καλύπτει, θρησκευτικώς
μεν η Μονοθεΐα, ιδεολογικώς δε ή Φιλοσοφία ως Μονισμός. Εις όλα ταύτα τα θεωρητικά και
κοινωνικά συστήματα κυριαρχική Ιδέα είναι η αρχή της Μονάδος, του Ενός, εκ του οποίου
απορρέουν τα πάντα και υποτάσσονται καιανάγονται σ' αυτό.
Η Ιδέα του Ενός- Απολύτου κυριαρχεί όχι μόνο στον Ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ, αλλά και σ΄
όλη την ιστορικοκοινωνική ζωή και σκέψι της Δύσεως, ήτις έχει την αρχήν της στον
Ελληνισμόν. Ο Ελληνισμός είναι «εγωκεντρικό» φαινόμενο, και ουδεμίαν σχέσιν έχει προς
τον Χριστιανισμόν, πλην ενός ασθενούς «υπογείου» ρεύματος, το οποίο παρουσιάζει
έκδηλα τα γνωρίσματα του «κάτω» στα ευρέα στρώματα των υποτελών και των δούλων,
και αντιπροσωπεύεται φιλοσοφικώς μεν υπό των προσωκρατικών Φιλοσόφων,
θρησκευτικώς δε στις μορφές των Προμηθέως, Ταντάλου, Ηρακλέους και του θεού
Διονύσου —και ιστορικώς του Σωκράτους— οι οποίες διεκδικούν τα δίκαια των
αδικούμενων και καταδυναστευομένων και επαναστατούν κατά του άνω-Τυραννικού των
Ολυμπίων, και —τελικώς— υφίστανται τις συνέπειες της ανταρσίας των ταύτης με φρικτά
βασανιστήρια και θάνατον υπό του Άνω-Κυριαρχικού και Τυραννικού των Ολυμπίων, ή για
να ομιλήσω στην γλωσσαν του Σωκράτους: «Ο Δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται,
δεδήσεται, έκκαυθήσεται τω οφθαλμώ, τελευτών πάντα κακά παθών
άνασχινδυλευθήσεται» (Πλάτωνος, Πολιτεία 361 εξ.). Το ρεύμα τούτο του Βάθους έκβάλλει
σαφώς και θετικώς στην θρησκείαν του Ιησού Χριστού. Και το αντίθετον ρεύμα του
Ελληνισμού, το Άνω-Έγωκρατούμενον, έκβάλλει στην Θρησκείαν του Ναζωραίου, αλλ'
αρνητικώς, δηλ. ως εγωιστική και λογική άπόρριψις αυτής. Το Άνω-Έγωκρατούμενον τούτο
ρεύμα είναι και το κυριαρχικό στον αρχαίο Ελληνισμό. Κύριο γνώρισμά του, σ' όλες τις
εκφάνσεις του, είναι η άπολυτοποίησις του Ενός και ό υποβιβασμός των άλλων και
αντιστοίχων σε υποτελή και δοΰλα. Εδώ οί σχέσεις —όπως ανέφερα— κατανοούνται
υπαλλήλους, στο σχήμα δηλ. της πυραμίδας: Το Εν —το έχον την δύναμιν και την έξουσίαν
— κυριαρχεί και τ' άλλα είναι υποτελή και δοΰλα. Η διήκουσα αρχή είναι το του
Ηρακλείτου: «'Έν το πάν, εξ ενός πάντα». Αναφέρω σχετικά παραδείγματα:
Η απολυτοποίησις του Ελληνισμού ωδήγησε στον ύποβιβασμόν των άλλων Λαών σε
βαρβάρους· η άπολυτοποίησις των Άθηναίων-Κυριάρχων ωδήγησε στον ύποβιβασμόν των
άλλων συμπολιτών σε υποτελείς και δούλους- η απολυτοποίησις των Ανδρών υπεβίβασε
τις Γυναίκες σε «φύσει» κατώτερες και δούλες- η άπολυτοποίησις του θεωρουμένου ως —
κατ' εξοχήν— ανδρικού προσόντος, δηλ. του Λογικού, ώδήγησε σε εκμηδενισμόν των
άλλων ψυχικο-πνευματικών δυνάμεων κ.λπ. Αντιστοίχως επορεύθη και η πολιτική ιστορία
των Ελλήνων: Εκάστη ανερχομένη σε δύναμι Πόλις απολυτοποιεί εαυτήν και συνέτριβε και
υπέτασσε τις άλλες. Ιδεολογικώς, δηλ. ως έξιδανίκευσιν της κοινωνίας των Κυριάρχων
Ελλήνων, εκφράζει τον Μονισμόν τούτον η Θρησκεία των ολυμπίων Θεών, η οποία είναι
καθαρά Θρησκεία του Εγώ: Οι ολύμπιοι Θεοί πραγματώνουν την ζωήν, που ο Χριστός
χαρακτήρισε με τα ακόλουθα: «τρώγουν, πίνουν, γαμούν και έκγαμίζονται» (Μτθ. 24,38).
Εντυπωσιακή υπήρξε και η κριτική κατά των Θεών τούτων του κορυφαίου "Ελληνος
Φιλοσόφου του Κάτω-Έλληνισμού Ξενοφάνους (580-480), όστις αναφέρει: Οι Θεοί ούτοι
πράττουν «αθεμίστια έργα, ... και όσα παρ' άνθρώποις όνείδεα και ψόγος εστίν, ήτοι:
κλέπτειν, μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν». 'Ή άλλως πως: Οί θεοί ούτοι αποτελούν
εξιδανίκευσιν του τρόπου ζωής της αριστοκρατικής Ελληνικής κοινωνίας, μιας ζωής
συμποσίων, ευωχιών και με όλα τα συνακόλουθα. Την θρησκείαν ταύτην των Ολυμπίων
θεών υιοθέτησαν και οί Ρωμαίοι, ως συνάδουσαν στον τρόπον ζωής των, -ενώ
κατεπολέμησαν σφοδρώς την Θρησκείαν του Ναζωραίου και τους οπαδούς της, η οποία
εξίσωνεν όλους τους ανθρώπους και απήτει κοινωνική οποίον εκβάλλει —θετικώς— στην
ζωήν και στο έργον Ίησοΰ του Ναζωραίου, και το Άνω-Φαρισαϊκόν, το οποίον έκβάλλει —
αρνητικώς— στον αρχιερέα Καϊάφαν, όστις εσταύρωσε τον Γιο του Θεού.
Έτσι προχωρούντες, δηλ. με την ιδέαν της Μοναρχίας (πολιτικώς), του Μονοθεϊσμού
(θρησκευτικώς) και του Μονισμού (φιλοσοφικώς), ήτις απολυτοποιεί το Εν-Κυριαρχικόν και
υποβιβάζει και εκμηδενίζει σε υποτελή και δούλα τα σχετιζόμενα προς αυτό, θα
ηδυνάμεθα να κατανοήσαμε και να ερμηνεύσομε όλην την ευρωπαϊκήν πολιτικο-
θρησκευτικήν, άλλα και την φιλοσοφικο-επιστημονικήν ιστορίαν. Κατά την Ρωμαϊκήν
περίοδον ο Ρωμαϊκός Λαός με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα του εξυψούται στον Εν-
Απόλυτον και υποβιβάζει όλους τους άλλους Λαούς σε υποτελείς και δούλους. Περαιτέρω
παραλαμβάνει την σκυτάλην του Ενός-Απολύτου ο Ρωμαίος Επίσκοπος, όστις εξυψώνει
εαυτόν σε διάδοχον του Χριστού…Το Παπικόν-Άπόλυτον διεδέχθησαν, κατά τους
Νεωτέρους Χρόνους, τα Δυτικά Εθνικά- Απόλυτα της Μοναρχίας και του Ιμπεριαλισμού:
των Ισπανών, Άγγλων, Γάλλων και κατά τον 20ον αι. των Γερμανών. Όλοι αυτοί οί Λαοί
επρέσβευον —όπως και οί Εβραίοι και οι Έλληνες— την θεωρίαν περί Εκλεκτών Εθνών, ότι
δηλ. ο Θεός έταξε τους Γάλλους ή τους Γερμανούς κ.λπ. να κατακτήσουν την
Ανθρωπότητα με πρόσχημα να την σώσουν, κατ' ουσίαν δε για να την ύποδουλώσουν.
Μετά την αποτυχίαν των εθνικών-'Απολύτων να υποτάξουν τον κόσμον, λόγω
παρεμβάσεως του Αμερικάνικου παράγοντος, συνησπίσθησαν όλοι οι Δυτικοί-Λευκοί
(συμπεριλαμβανομένου και των Αμερικανών) σ' ένα πανίσχυρο μέτωπο δυνάμεων και
επιδιώξεων ούτως ώστε μπορούν —σήμερα— μετά την κατάρρευσιν του ιστορικού
Σοσιαλισμού, να συντρίψουν κάθε άλλη δύναμι και να επιβάλουν την θέλησίν των
οπουδήποτε της Γης. Αυτός δε είναι και ό λόγος, για τον οποίον σπεύδουν όλοι οι άλλοι
Λαοί προς αυτούς, εκλιπαρούντες βοήθειαν και συμμαχίαν, κατ' ουσίαν δε υποτέλειαν,
αλλά και για τον οποίον ισχυρίζεται ό Ρα1ίυγ&ιη& ότι οδεύομεν προς το τέλος της ιστορίας
με μονόδρομον τον Καπιταλισμόν και αποκλειστικό μοντέλλο τον δυτικόν τρόπον ζωής.
Περιττόν είναι να λεχθεί ότι την θεωρητικήν κάλυψιν της δυτικής μοναρχικής ιδεολογίας
εκαμεν η δυτικο-ευρωπαϊκή φιλοσοφία, αλλά και θεολογία. Η περί Θεού διδασκαλία της
Δυτικής Θεολογίας —και δυστυχώς και ενός μεγάλου μέρους της νεωτέρας Όρθοδόξου
Θεολογίας— είναι ακραιφνώς μονοθεϊστική.
1. Η σύγχρονη «Δημοκρατία»
Σ. Καργάκου
Όλοι μας έχουμε καταπιεί το χάπι της δημοκρατίας και του πλουραλισμού και νομίζουμε
ότι η δικτατορία αποτελεί απλώς μια παρένθεση στην Ιστορία. Είναι άραγε τυχαίο το
γεγονός ότι στην Ελλάδα στην εποχή της Επταετίας παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα τα
μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά ταλέντα, που έγιναν είδωλα και λατρεύθηκαν από τον κόσμο;
Ποιος ποδοσφαιριστής γνώρισε τη φήμη και την προβολή του περίφημου Υβ, που το όνομα
του μοιάζοντας με γάβγισμα, έγινε ιαχή, σύνθημα, συναίσθημα; Αφού οι άνθρωποι δεν
είχαν την δυνατότητα να μιλήσουν ελεύθερα, είχαν την δυνατότητα να γαβγίζουν. Μήπως
και σήμερα δεν έχουν γίνει οι αθλητές τηλεκατευθυνόμενες διαφημιστικές πινακίδες; Σε
ποια εποχή ο άρτος και τα σπορ, τα θεάματα και τα schow δεν είχαν τόση πέραση όσο η
σημερινή;
Κάθε εποχή οι 'Μεγάλοι Αδερφοί΄ ξέρουν ότι όταν κάποιος λατρεύει κι αποθεώνει το
είδωλό του στην κομματική συγκέντρωση, στο γήπεδο, στον κινηματογράφο, ξεχνά τα
εγκόσμια προβλήματα και παραδίδεται στη μεταφυσική του ένωση με αυτό που λατρεύει.
Το φοβερό με τις σημερινές δικτατορίες είναι πως κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το τέλος
τους και οι πιο πολλοί δυστυχώς δε θέλουν το τέλος τους. Στις καταναλωτικές κοινωνίες
οι αλυσίδες είναι χρυσές, για να φέρνουν δήθεν τους ανθρώπους πιο κοντά και
ανεπαισθήτως να τους δένουν πιο σφικτά. Η χούντα έπεσε χάρη στην ανθρώπινη φύση
που διψούσε για λευτεριά. Τώρα η ανθρώπινη φύση κινδυνεύει από τα μαζικά πρότυπα
ζωής που προβάλονται και υποβάλλονται. Τότε τα παιδιά πεθαίνανε χαμογελώντας γιατί
ξέρανε την αξία του θανάτου για ιδανικά. Σήμερα τα παιδιά πεθαίνουν από τα ναρκωτικά
γιατί αμφισβητούν την αξία μιας ζωής χωρίς αξίες.
Μόνη ελεύθερη επιλογή είναι η επιλογή της κατανάλωσης, που λειτουργεί ως όπιο, ως
υπνωτικό, που εξατμίζει κάθε πνευματικό ενδιαφέρον για το πνευματικό, για το καθαρά
ανθρώπινο. Η επιτυχία της μοντέρνας τυρρανίας έγκειται στην δυνατότητά της να
υποβάλλει και όχι να επιβάλλει ιδέες. Μόνον όταν επιβάλλεται μια βαθιά εσωτερική
αλλαγή με επιστημονικούς τρόπους, μπορεί η μοντέρνα διαδακτορία να γίνει
αμετακίνητη. Η κοινωνία μπορεί να αλλάζει πρόσωπα και προσωπεία. Είναι όμως ένα
τεράστιο θερμοκήπιο, μες στο οποίο ο άνθρωπος γεννιέται και αναπτύσσεται, όπως αυτή
του διδάσκει.
Ο λεγόμενος καταναλωτικός άνθρωπος δεν είναι αυτός που καταναλώνει κάποια αγαθά
αλλά αυτός που καταναλώνει το πιο μεγάλο αγαθό, τον εαυτό του. Ο ναζισμός δεν
δημιουργεί ιδέες αλλά μεταδίδει την Ιδέα. Όποιος μαθαίνει όμως να αγοράζει κάτι που
του υποδεικνύεται συνηθίζει να ψηφίζει και όποιον του υποδεικνύεται.
Πριν μερικά χρόνια σε μια εκδήλωση καρναβαλιού στη Γερμανία είχαν στηθεί πελώρια
ομοιώματα ανθρώπων που αντί για κεφάλια είχαν κουτιά με πολλά κουμπιά ή
τηλεοράσεις. Ενώ η μηχανοποίηση των μέσων παραγωγής μπορούσε να αποτελέσει
δυναμικό παράγοντα διεύρυνσης της ανθρώπινης σκέψης, συντελεί στην ποδηγέτηση του
ανθρώπου. Το άτομο καλείται να πατά κουμπιά, πλήκτρα, έμβολα, να στρίβει βίδα,
ώσπου τελικά λειτουργεί σαν έμψυχος υπολογιστής με λιγότερη απόδοση από έναν
άψυχο.. Μπροστά στις γιγάντιες μηχανές, τις δυσκολοχείριστες ηλεκτρονικές συσκευές, τα
νέα ηλεκτρονικά μέσα, ο άνθρωπος νοιώθει ασήμαντος. Οι σύγχρονοι άνθρωποι
κουρδίζονται, ρυθμίζονται ή προγραμματίζονται, θυμίζουν τα ανθρωπάκια του Γαίτη με
ένα στρατιωτικό βηματισμό με τα βλέμματα καρφωμένα μπροστά ώστε να μην
συναντιώνταί ποτέ. Ο άνθρωπος μπορεί να νοιώθει ελεύθερος όταν νοιώθει χρήσιμος,
όταν νοιώθει πως μπορεί να δημιουργεί. Η μηχανή έβγαλε από τον κόπο τον άνθρωπο όχι
μόνον να εργάζεται αλλά και να σκέφτεται.
Αυτές οι σύγχρονες μονάδες παραγωγής, για να υπηρετήσουν καλύτερα τον τεχνολογικό
ολοκληρωτισμό, είναι απαραίτητο να υιοθετήσουν μια άλλη γλώσσα, άψυχη, αδειανή. Ο
ναζισμός δεν χρησιμοποιεί διανοήματα αλλά συνθήματα. Αυτό το διαισθάνεται κανείς
σήμερα όταν ακούει φράσεις του συρμού 'είμαι κι ο πρώτος'. Ίσως όλα αυτά να
ακούγονται σαν κωμικά αλλά όλοι οι φασισμοί άρχισαν σαν κωμωδία και τελείωσαν με
δράμα. Ο άνθρωπος δεν σταματά εύκολα να μιλήσει, γιατί πάντοτε βιάζεται. Γίνεται
τελικά και ο ίδιος μια συσκευή χωρίς ελπίδα επισκευής.
Η τηλεόραση έχει ματαβληθεί σε ένα ηλεκτρονικό δυνάστη. Πολλοί λένε ότι η τηλεόραση
έχει εισβάλλει στη ζωή μας.. Το σωστότερο είναι ότι εμίς εισβάλαμε στα καταστήματα
ηλεκτρικώς ειδών, για να προμηθευτούμε την τηλεόραση, το video, ·τη δορυφορική. Ο
εγκέφαλος μας έχει αποροφηθεί από την τηλεόραση. Η τηλεόραση οφείλει την διάδοση της
στο ότι κατάφερε να αξιοποιήσει την δίψα του συγχρόνου ανθρώπου για εικόνα, τη
λαχτάρα του να ξεφύγει από τη μονοτονία. Τί να δει ο άνθρωπος στη σύγρονη πόλη;
Γύμνια και τσιμέντο. Τα πάντα είναι γκρίζα. Από τον ουρανό μέχρι την καρδιά του. Ψάχνει
για λίγο χρώμα, που μόνο η τηλεόραση προσφέρει σε αφθονία. Πολλοί όταν απεργούσε η
τηλεόραση έπεσαν σε μελαγχολία Πολλοί έλεγαν ότι δεν έχουμε τί να κάνουμε, λες και
πρίν έκαναν περισσότερα. Η τηλεόραση έγινε το βιβλίο των αγραμμάτων ή μάλλον των
ολιγογράμματων. Μπορείς κανείς να πείσεις αν κάτι το δείξεις κι όχι το αποδείξεις.
'Κλείστε την τηλεόραση κι ανοίξτε τα μάτια σας! Γραμματισμένος δεν είναι αυτός που
ξέρει να διαβάζει και να γράφει αλλά αυτός που τροχίζοντας συνεχώς τη σκέψη του,
μαθαίνει να κρίνει να διακρίνει να συγκρίνει.
Δυστυχώς βλέπουμε και σήμερα η πολιτική να έχει καταντήσει εμπόριο ψήφων. Ό,τι
ισχύει στο εμπόριο διέπει και την πολιτική. Τα κόμματα με τις διαφημίσεις
προσπαθήσουν να αυξήσουν την δικιά τους πελατεία, να μειώσουν την πελατεία του
αντιπάλου. Με την αδιαφορία που δείχνουμε για αυτά που δεν αφορούν το σπίτι, το κόμμα
μας και την οργάνωση μας η δημοκρατία έχει εκφυλιστεί σε ολιγαρχία που ανανεώνεται
με μια τυπική εκλογική διαδικασία ανά 4 χρόνια. Q Χίτλερ δεν θα έφτανε στην εξουσία αν
η δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν πραγματική δημοκρατία Ούτε κι ο Παπαδόπουλος θα
επέβαλλε σε εμάς 7χρονη δημοκρατία αν η δημοκρατία που προϋπήρχε ήταν πραγματική
δημοκρατία. Καμιά δικτατορία δεν έρχεται. Τη φέρνουνε και τη φέρνουμε. Πρέπει να
κατανοήσουμε ότι η ελευθερία και η δημοκρατία αρχίζει από μέσα μας. Όσοι θέλουν να
ζήσουν σε δημοκρατία πρέπει να προσφέρουν στους νέους ουσία δημοκρατίας. Και εδώ
φαίνεται η γύμνια της σημερινής αγωγής και παιδείας, που μεταδίδει γνώσεις και
πληροφορίες, δεν μορφώνει όμως τις καρδιές των νέων που 'καταρρέουν', μαζί με τις
ιδεολογίες και την κομματικοποιημένη πολιτική.