ANAKOPH Kata MARFIN
ANAKOPH Kata MARFIN
ANAKOPH Kata MARFIN
http://alampasis.blogspot.com
Α Ν Α Κ Ο Π Η
Της ……………….. του Δημητρίου κατοίκου Αγ. Ιωάννη Ρέντη Αττικής , οδός
…………. , αρ. …………
ΚΑΤΑ
1. Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΙΑ Α.Ε» όπως προέκυψε από την συγχώνευση των ανωνύμων τραπεζικών
εταιριών με την επωνυμία «ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», MARFIN BANK
ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και «ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΕΛΛΑΣ) ΑΝΩΝΥΜΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με απορρόφηση της δεύτερης και της τρίτης εταιρίας από την πρώτη
δυνάμει της με αρ. 8957/22-6-2007 πράξης του συμβολαιογράφου Πειραιά
Στέφανου Βασιλάκη του Κων/νου και της με αρ. πρωτοκ. Κ2-9985/29-6-2007
Εγκριτικής απόφασης του Υπουργείου Ανάπτυξης η οποία εδρεύει στη
Θεσσαλονίκη οδός Μητροπόλεως 20 και Κομνηνών και εκπροσωπείται νόμιμα,
2. Της με αριθμό ……………/2011 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών Σωτηρίου Τ……………...
Κεφάλαια ανακοπής
Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583,
585, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής,
με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, είτε ανάγονται στην
4|Σελίδα
έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής
(άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ), είτε αφορούν στην ουσιαστική αμφισβήτηση της
απαίτησης με την προβολή ανατρεπτικών ή διακωλυτικών ή αποσβεστικών
ισχυρισμών, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι για να μπορεί ο μεν καθού η
ανακοπή να αμυνθεί κατά της ανακοπής, το δε δικαστήριο να υπαγάγει τα
επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, να
τάξει τις δέουσες αποδείξεις και να αποφανθεί επ` αυτής με δύναμη
δεδικασμένου, αλλιώς οι λόγοι αυτής απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως
αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης.
Εισαγωγή :
Για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγής (ΓΟΣ) στις
συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως
της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν.
2251/1994 "Περί προστασίας των καταναλωτών", που ενσωμάτωσαν την οδηγία
93/13/ΕΟΚ της 5.4.1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε με το
ν. 3587-07 με ενσωμάτωση της οδηγίας 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο
10 παρ. 24 εδ. β` του ν. 2741/1999, "Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως
αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι
άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση
κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η
σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της
και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία
εξαρτάται". Κατά δε την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου καταχρηστικοί, κατά
5|Σελίδα
την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής, είναι οι γενικοί όροι των συναλλαγών υπό τα
στοιχεία "α" έως και "λα". Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, που
αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ, με τα
αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως
καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το
συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή
υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού αυτής,
πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Λαμβάνονται προς τούτο υπόψη τα
συμφέροντα και ενδιαφέροντα των συμβαλλομένων μερών στη συγκεκριμένη
σύμβαση και ερευνάται ποιες συνέπειες θα είχε η διατήρηση ή η κατάργηση του
όρου για κάθε πλευρά. Αν η προβλεπόμενη από τον κρινόμενο γενικό όρο
ρύθμιση είναι απλώς μη συμφέρουσα για τον καταναλωτή και η εντεύθεν
επιβάρυνση του δεν είναι ουσιώδης, τότε δεν επέρχεται διατάραξη της
προκειμένης ισορροπίας.
Ας σημειωθεί ότι μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 6 του άρθρου
2 του ν. 2251/1994 με το άρθρο 10 παρ. 24 εδ. β` του ν. 2741/1999, σε
συμμόρφωση με την αρχή της μείζονος προστασίας του καταναλωτή που
καθιερώνει το άρθρο 8 της ανωτέρω οδηγίας, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι
υπέρμετρη διατάραξη ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των
συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (βλ. ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ
1401/1999, ΕλλΔνη 41.56, ΑΠ 1219/2001, ΕλλΔνη 42.1603, ΕφΑΘ 6291/2000,
ΝοΒ 49.644). Εξάλλου, ενόψει του ότι ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου
ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, με τους
ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου,
αλλά μόνον από εκείνες που φέρουν "καθοδηγητικό" χαρακτήρα ή, σε περίπτωση
ατύπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη για την επίτευξη του σκοπού
και τη διατήρηση της φύσεως της σύμβασης δικαιώματα και υποχρεώσεις των
μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η
καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν με το
περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζουν εκείνα που έχουν διαμορφωθεί με βάση τους
κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης
ελέγχεται για καταχρηστικότητα ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται
6|Σελίδα
άρθρου 2 του ν. 2251/1994 για τους ΓΟΣ εφαρμόζονται ευθέως ή κατ` αναλογία
κατά τον έλεγχο των τραπεζικών ΓΟΣ και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο
πελάτης συναλλάσσεται με την τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή και
της εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη
συναλλαγή από ανισομέρεια σε βάρος της διαπραγματευτικής δύναμης του
πελάτη της τράπεζας. Εξάλλου, η τράπεζα υπάγεται στην έννοια του προμηθευτή,
σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. β` του ν. 2251/1994, που ορίζει ότι "ο
προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατά την άσκηση της
επαγγελματικής του δραστηριότητας προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες
στον καταναλωτή". Τέλος δε οι παρεχόμενες από τις τράπεζες υπηρεσίες
σαφώς απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, δεν
προσφέρονται ούτε σχεδιάζονται για ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν κατά
κανόνα μαζικό χαρακτήρα και έντονο το στοιχείο της τυποποίησης. Ενόψει
όλων των ανωτέρω ο ν. 2251/1994 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις τραπεζικών
συναλλαγών (βλ. ΕφΑΘ 730/2005, ΕΕμπΔ 2005.741, Γ. Καράκωστα, Προστασία
του καταναλωτή, ν. 2251/1994, σελ. 100 επόμ., Φ. Δωρή, Η εξειδίκευση της
καλής πίστης στο άρθρο 2 του ν. 2251/1994 για την προστασία των
καταναλωτών και η σημασία στο κοινό δίκαιο, ΝοΒ 2000.737 επ., Ψυχομάνη,
Τραπεζικό δίκαιο, 1999, σελ. 17), και ο έλεγχος που προαναφέρθηκε εντάσσεται
στα πλαίσια της προστασίας του καταναλωτή, ως τέτοιου νοουμένου και του
πελάτη της τράπεζας.
Από 11/08/2007 έως 08/07/2008 επιτόκιο 10,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από
09/07/2008 έως 07/10/2008 επιτόκιο 10,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από
08/10/2008 έως 08/10/2008 επιτόκιο 9,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από
09/10/2008 έως 10/11/2008 επιτόκιο 9,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από
11/11/2008 έως 09/12/2008 επιτόκιο 8,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από
10/12/2008 έως 10/03/2009 επιτόκιο 8,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από
11/03/2009 έως 07/04/2009 επιτόκιο 7,50% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από
08/04/2009 έως 12/05/2009 επιτόκιο 7,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) και από
13/05/2009 έως 01/04/2011 επιτόκιο 6,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2).
Το επιτόκιο υπερημερίας ορίζεται 2 μονάδες πάνω του εκάστοτε ισχύοντος
επιτοκίου.
Από τα έγγραφα ωστόσο που στην αίτηση αναφέρονται και προσκομίστηκαν στο
Δικαστή που εξέδωσε τη Διαταγή Πληρωμής, ήτοι από τα αντίγραφα των μηνιαίων
λογαριασμών της κινήσεως του δανείου καθώς και το απόσπασμα νόμιμα
εξηγμενου από τα επίσημα βιβλία της τράπεζας, δεν προκύπτει αναλυτικά
Όπως όμως προκύπτει από την από 10-07-2007 μεταξύ μας σύμβαση, το
επιτόκιο το οποίο αρχικά συμφωνήθηκε ανέρχονταν σε 5,4% + εισφορά Ν 128/1975
0,6% = 6% για περίοδο 6 μηνών (περίοδος Α’ - περίοδος χάριτος) και ονομαστικό
επιτόκιο 8,5% + 0,6% εισφορά Ν. 128/75 = 9,1% για την περίοδο Β’ (προφανώς
12 | Σ ε λ ί δ α
ΑΑ ΗΜ/ΝΙΑ ΠΛΗΡ. ΠΟΣΟ ΔΟΣΗΣ ΤΟΚΟΙ ΚΕΦΑΛ. ΠΟΣΟ ΚΕΦΑΛ. ΕΞΟΔΑ ΦΠΑ ΥΠΟΛ. ΚΕΦΑΛ.
89 10 ΔΕΚ 2014 208.17 17 .83 190.34 0.00 0.00 2,192.49
90 10 ΙΑΝ 2015 208.17 16.95 191.22 0.00 0.00 2,001.27
91 10 ΦΕ 2015 208.17 15.47 192.70 0.00 0.00 1,808.57
Β
92 10 MA 2015 208.17 12.63 195.54 0.00 0.00 1,613.03
P
93 10 ΑΠΡ 2015 208.17 12.47 195.70 0.00 0.00 1,417.33
94 10 ΜΑΙ 2015 208.17 10.60 197.57 0.00 0.00 1,219.76
95 10 JUN 2015 208.17 9.43 198.74 0.00 0.00 1,021.02
96 10 JUL 2015 208.17 7.64 200.53 0.00 0.00 820.49
97 10 ΑΥΓ 2015 208.17 6.34 201.83 0.00 0.00 618.66
98 10 ΣΕΠ 2015 208.17 4.78 203.39 0. 00 0. 00 415.27
99 10 ΟΚΤ 2015 208.17 3.10 205.07 0.00 0.00 210.20
10 10 ΝΟ 2015 211.82 1.62 210.20 0.00 0.00 0.00
0 Ε
Καθώς όμως δεν έχω στη διάθεσή μου το σύνολο των εκκαθαριστικών μηνιαίων
λογαριασμών από τους οποίους να προκύπτει το ακριβές επιτόκιο, όπως ανά
περίοδο ίσχυσε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης , για το λόγο
αυτό με την από 15.04.2011 εξώδικη δήλωσή μου με πρόσκληση προς την
καθ ης (την οποία απηύθυνα αμέσως μόλις ανέθεσα την υπόθεση στον
πληρεξούσιο δικηγόρο μου), αιτήθηκα μεταξύ άλλων, όπως αυτή επανεκδώσει
όλους τους μηνιαίους λογαριασμούς από την έναρξη της λειτουργίας της
σύμβασης μέχρι σήμερα άλλως όπως μου γνωστοποιήσει τυχόν
διαφοροποίηση του επιτοκίου από αυτό που προβλέπεται στη
μεταξύ μας σύμβαση και το οριστικό πινάκιο που εξέδωσε η καθ ης
κατά την εκταμίευση του Δανείου και ειδικότερα ποιο το ύψος του
επιτοκίου που ίσχυσε ανά περίοδο καθώς και για ποια περίοδο
ίσχυσε το κάθε επιτόκιο καθ όλη τη διάρκεια της από …./…./2007 μεταξύ
μας συμβάσεως, προκειμένου να λάβω γνώση για το ακριβές ποσοστό του
15 | Σ ε λ ί δ α
επιτοκίου, όπως αυτό ίσχυσε από την έναρξη της λειτουργίας της σύμβασης
μέχρι και τη σύνταξη της παρούσης. Το ανωτέρω αίτημά μου η καθ ης
του Δανείου [Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο (ΕΠΕ) ύψους 9,49% που σύμφωνα
με το οριστικό πινάκιο, ίσχυσε καθ όλη τη διάρκεια της σύμβασης].
Κατά τα ανωτέρω, κατόπιν εφαρμογής των άκυρων υπ’ αριθμ. 2 και 9.1
όρων των ΓΟΣ (καθορισμός επιτοκίου και επιτοκίου υπερημερίας) χρεώθηκαν
κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης χρηματικά ποσά που
προέκυψαν κατ υπέρβαση των νόμιμων επιτοκίων όπως αυτά έκρινε και
προσδιόρισε η 1219/2001 ΑΠ το ύψος των οποίων όμως δεν δύναμαι να
προσδιορίσω, για το λόγο ότι τα ποσά αυτά δεν εμπεριέχονται στα αντίγραφα
των αποσπασμάτων των βιβλίων της τραπέζης δυνάμει των οποίων εκδόθηκε
η προσβαλλόμενη. Για τον ανωτέρω λόγο, ήδη με την από 15-04-2011 (αμέσως
δηλαδή μετά την κοινοποίηση της Διαταγής Πληρωμής), αιτήθηκα με εξώδικη
διαμαρτυρία μου με δήλωση και πρόσκληση απευθυνόμενη προς την καθ ης ,
αντίγραφο όλων των λογαριασμών , ώστε να προσδιορίσω επ’ ακριβώς την
ποσοστιαία υπέρβαση του επιτοκίου ανά χρονική περίοδο. Εφ’ όσων η καθ ης
μου γνωστοποιήσει τα αιτούμενα στοιχεία , θα προτείνω με τρόπο πιο ορισμένο
τον αυτό λόγο ανακοπής, πράγμα που μπορεί να προταθεί μόνο με πρόσθετο
17 | Σ ε λ ί δ α
Συνεπώς ο λόγος αυτός (1. I) της ανακοπής μου είναι βάσιμος , καθόσον,
εκτίθενται στην ανακοπή μου τα στοιχεία της ιδιότητας μου ως ανακοπτόντων
και ως τελικός αποδέκτης του σκοπού της κατάρτισης της σύμβασης, επί τη
βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, και με βάση τα
οποία δικαιούμαι προστασίας κατά το νόμο για την προστασία των
καταναλωτών, καθώς επίσης και επειδή αναφέρονται αφενός οι συνέπειες
της ύπαρξης των ενλόγω ΓΟΣ στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη
διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού , αφετέρου το
αμφισβητούμενο ποσό των 12.425,54 ευρώ το οποίο δεν είναι εκκαθαρισμένο
διότι διαμορφώθηκε με την καταχρηστική επιβολή δυσθεώρητα υψηλών
επιτοκίων κατά τρόπο που απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281) καθώς και
παράνομων εγγραφών στη μηνιαία κατάσταση λογαριασμού, λόγος για τον
οποίο ο οφειλόμενος συμβατικός και υπερημερίας τόκος υπολογίστηκε κατά
τρόπο εσφαλμένο και απολύτως δυσμενή για εμένα. Περαιτέρω , δε δύναμαι
(όπως εξάλλου δε δύναται και το δικαστήριο της ουσίας) να προβώ κατά τρόπο
επακριβή στους απαιτούμενους υπολογισμούς προς διακρίβωση του τρόπου
που τα ανωτέρω καταχρηστικώς και παρανόμως επιβαλλόμενα επιτόκια και
εγγραφές επενέργησαν στο πληττόμενο με την παρούσα συνολικό ύψος της
αμφισβητούμενης οφειλής , τούτο δε , διότι απαιτούνται, λόγω του πλήθους
των κονδυλίων και του πολύπλοκου των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων,
ειδικές γνώσεις της επιστήμης, λόγος για τον οποίο η συνήθης πρακτική των
δικαστηρίων είναι να διατάσουν (κατ’ άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ) τη διενέργεια
πραγματογνωμοσύνης προς διακρίβωση του ακριβούς ύψους της οφειλής
(σύμφωνα πάντοτε με το διατακτικό της απόφασης) .
18 | Σ ε λ ί δ α
Με την από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1 – 798 Υ.Α όπως αυτή τροποποιήθηκε και
συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. Ζ1-21/17-01-2011 («Τροποποίηση -
19 | Σ ε λ ί δ α
2008 ΦΕΚ Β΄1353 Απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης για την απαγόρευση
αναγραφής Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με
αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις»).
ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο), όπως επίσης παραβιάζει και την αρχή
της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή,
αφού το εν λόγω κριτήριο («η ουσιαστική μεταβολή προς το χειρότερο στην
οικονομική κατάσταση του Πιστούχου») είναι αόριστο κατά το μέρος που δεν
προσδιορίζεται επ ακριβώς, ποιες οι ειδικότερες συνθήκες και περιστατικά
που κατά την κρίση της εναγομένης συνιστούν κίνδυνο για την απαίτηση της
Τράπεζας.
Περεταίρω, η επίκληση από την εναγόμενη «Η ουσιαστική μεταβολή προς το
χειρότερο στην οικονομική κατάσταση του Πιστούχου» οπότε δικαιούται να
καταγγείλει την παρούσα σύμβαση και να κηρύξει αμέσως το δάνειο
ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, αξιώνοντας την εξόφληση ολοκλήρου του ποσού και
τα έξοδα, τόκους και κεφάλαιο αποτελεί περίπτωση επικίνδυνης γενίκευσης.
Πρόκειται για αοριστία που υπάγεται ευθέως στις περιπτώσεις των per se
καταχρηστικών όρων της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν.
2251/1994 και συγκεκριμένα στην περίπτωση ε’ (δικαίωμα μονομερούς
τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο).
Συνεπώς οι λόγοι αυτοί ( 1.II ) της ανακοπής μου είναι βάσιμοι, καθόσον,
εκτίθενται σε αυτή τα στοιχεία της ιδιότητας μου ως συμβαλλόμενης
(πρωτοφειλέτης – πιστούχος) και ως τελικός αποδέκτης του σκοπού της
κατάρτισης της σύμβασης, επί τη βάσει της οποίας υπολογίστηκε η απαίτηση
της καθ ης, και με βάση τα οποία δικαιούμαι προστασίας κατά το νόμο για την
προστασία των καταναλωτών, καθώς επίσης και επειδή αναφέρονται αφενός
οι συνέπειες της ύπαρξης των ενλόγω ΓΟΣ στην εξέλιξη της επίδικης
σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού , αφετέρου
το αμφισβητούμενο ποσό των 12.425,54 ευρώ το οποίο δεν είναι
22 | Σ ε λ ί δ α
Αναφορικά με τους ΓΟΣ της υπό κρίση σύμβασης και κατά το τμήμα
αυτής που αφορά την επιβάρυνση του πιστούχου με την εισφορά του ν.
128/1975:
Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν.
128/1975, κατά την οποία "επιβάλλεται εισφορά βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν
Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης
της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού
ανερχόμενη εις ποσοστό...", προκύπτει ότι ο νόμος ορίζει την επιβολή της
εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε
την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής
του. Ο χαρακτήρας άλλωστε της εισφοράς του ν. 128/1975, ως είδος
δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση
δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε
ο ν. 2065/1992 ως από οικονομική άποψη γενικό έσοδο του Δημοσίου,
δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης "βαρύνουσα" στη φορολογική
νομοθεσία, όπως αυτή (η σημασία) προκύπτει από τη χρήση της ενλόγω λέξης σε
νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά από το
ρυθμιστικό σκοπό του νόμου προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής
μετακύλισης της ενλόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση
ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων
συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να
προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά
ιδρύματα.
23 | Σ ε λ ί δ α
Εξάλλου κατά τον όρο υπ’ αριθμ. 9.1, σε περίπτωση κατά την οποία
οποιαδήποτε βάσει της παρούσας οφειλή για κεφάλαιο, τόκους, έξοδα,
ασφάλιστρα, φόρους δεν καταβληθεί από τον Πιστούχο στην καθορισμένη
ημερομηνία, ή σε περίπτωση μη υπάρξεως κατά την ανωτέρω ημερομηνία
ικανού υπολοίπου στο λογαριασμό (Ταμιευτηρίου) του Πιστούχου κατά τον
όρο 3.4 για τη χρέωση αυτής, ο Πιστούχος με μόνη την πάροδο της
ημερομηνίας πληρωμής εκάστης οφειλής θα καθίσταται αυτοδίκαια και
χωρίς καμία όχληση υπερήμερος ως προς το μη καταβληθέν ποσό
εκάστης οφειλής, το οποίο θα καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο. Το
Από όλα τα ανωτέρω ήτοι από τους υπό στοιχεία 1. I , II , III και IV
αναφερόμενους λόγους αποδεικνύεται ότι η απαίτηση της καθ ης είναι μη
εκκαθαρισμένη, περαιτέρω είναι αόριστη, η δε Δ/γη Πληρωμής εκδόθηκε επί
τη βάσει άκυρων όρων της σύμβασης και άρα ενόψει της υποχρέωσης της
καθ ής η ανακοπή για τον επανακαθορισμό της οφειλής μας , δέον όπως η
από τον ΑΠ και άρα τις αυτές ακυρότητες η καθ ης τις εγνώριζε για το λόγο
ότι το περιεχόμενο της ΑΠ 1219/01 που έκρινε το νόμιμο ύψος των επιτοκίων
(αλλά και των άλλων αποφάσεων που μεταγενέστερα έκριναν την ακυρότητα
των λοιπών όρων), η καθης το γνώριζε από την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών,
αφού στη δίκη στα πλαίσια της οποίας εξεδόθη η 1219/2001, η ΕΕΤ της
οποίας η καθης ήταν και εξακολουθεί να είναι μέλος, άσκησε πρόσθετη
παρέμβαση υπέρ της τράπεζας CITIBANK (διάδικος στη δίκη της 1219/2001).
Από τα διδάγματα της κοινής πείρας για τον τρόπο που οι τράπεζες επιβάλουν
τους ΓΟΣ («παρ το όπως είναι ή άφησέ το») , συνάγεται σαφώς ότι η
σύναψη της σύμβασης δεν θα είχε επιχειρηθεί (ιδίως από την τράπεζα) χωρίς
το άκυρο μέρος , γεγονός το οποίο και επικαλούμαι . Δεδομένης της
φύσεως των ΓΟΣ οι οποίοι είναι πάντοτε προδιατυπωμένοι , πόσο μάλλον αυτών
που προδιατυπωνουν οι τράπεζες , καθίσταται σαφές , ότι οι τράπεζες
αποσκοπούν στη σύναψη της σύμβασης ως ενιαίο σύνολο , μη επιδεχόμενων
επ αυτού καμίας διαπραγμάτευσης και συνεπώς συνάγεται με βεβαιότητα ότι η
καθ ης δεν θα είχε επιχειρήσει τη σύναψη της σύμβασης χωρίς το άκυρο
μέρος.
Κατά τα ανωτέρω , η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος
δεν είναι ισχυρή, διότι συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαμε τη
έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι
Προς την ίδια ως άνω κατεύθυνση ήτοι της επέκτασης της ισχύος
(ως την ένδικη περίπτωση είμαι εγώ) εξομοιουνται με την ταυτότητα των
διαδίκων του αρθ. 324 ΚΠολΔ και άρα τις προϋποθέσεις και την έκταση του
δεδικασμένου . Από την αναλογική εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων των
άρθρων 321, 322, 324 και 331 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, από τελεσίδικη
απόφαση παράγεται δεδικασμένο και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης, που
διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο που
προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του
δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει όταν στη νέα δίκη
πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με
αυτό που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη (ΑΠ 395/2008).
Ομοίως συμβαίνει με τη δικαιολογητική σχέση και το νομικό λόγο που
κρίθηκε στην παρατιθεμενη 1219/01 ΑΠ απόφαση επί ομαδικής αγωγής
που άσκησε η Ένωση Καταναλωτών σε σχέση με την παρούσα δίκη
(στρεφόμενης κατά της προσβαλλόμενης Δ/γης Πληρωμής) της οποίας η
δικαιολογητική σχέση και το νομικό ζήτημα είναι το ίδιο .
προσωπικά μου στοιχεία, θα έχουν εντωμεταξύ εισαχθεί (για αυτή την οφειλή
μου) στη βάση δεδομένων Σ.Ο.Σ (Σύστημα Οικονομικής Συμπεριφοράς) που
τηρεί το Ν.Π με την επωνυμία «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ» (λόγος για τον οποίο εξάλλου
επιδιώκω την ακύρωση της πληττόμενης Δ/γης στο σύνολό της).
Εξ άλλου το δικαστήριο θα μπορούσε (είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν
αιτήματός μου) να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης . Αυτό όμως
άκυρο των οποίων υπάρχει δεδικασμένο, συνιστά την κατ αρθ. 281 ΑΚ
καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
Επειδή είναι βάσιμοι όλοι οι ισχυρισμοί της παρούσης λόγος για τον
οποίο η Δ/γη Πληρωμής είναι άκυρη στο σύνολό της , αφού όλοι οι ισχυρισμοί
και οι ενστάσεις προσβάλουν το κύρος αυτής στο σύνολό της , ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ
ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΑΙΤΟΥΜΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ
ΝΑ ΔΙΑΤΑΧΘΕΙ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ