The Mammals of The Earth in Aegean Icono PDF

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 107

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Ά ΚΥΚΛΟΥ
«Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ»
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ

Δήμητρα Πυλαρινού

ΤΑ ΧΕΡΣΑΙΑ ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ ΣΤΗ ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΑΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΡΟΣ ΜΙΑ


ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Τόμος Ι: Κείμενο

ΡΕΘΥΜΝΟ 2012

1
Στο σύζυγο μου Μάνο και την κόρη μας που
έρχεται σε λίγους μήνες…

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελ.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ii - iii
ΠΡΟΛΟΓΟΣ iv
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ v - vi

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1-2
ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 3-4

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ 5 - 15


Σημειολογία των εικόνων 5-7
Άνθρωποι και ζώα 8 - 11
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 12 - 15
Επιλογή των αρχαιολογικών θέσεων 12
Επιλογή των δεδομένων 12
Σημειολογική προσέγγιση των δεδομένων 12
Ζητήματα Χρονολόγησης 12 - 13
Οργάνωση των Δεδομένων 14 - 15

Ι. ΒΟΟΕΙΔΗ 16 - 36
1.1 Ταύρος –Βόδι – Αγελάδα: στοιχεία ταυτότητας 16
1.2.1 Νεολιθική και Προανακτορική περίοδος: δεδομένα 16 - 17
1.2.2 Συζήτηση 17 - 18
1.3 Παλαιοανακτορική περίοδος: δεδομένα 18
1.3.1 Συζήτηση 18 - 20
1.4 Νεοανακτορική περίοδος: δεδομένα 20
1.4.1 Βοοειδή μεμονωμένα 21
1.4.2 Βοοειδή με ζώο/α 22 - 23
1.4.2.α. βοοειδές με βοοειδές 22
1.4.2.β. βοοειδές με άλλο ζώο 22
1.4.2.γ. βοοειδές με φανταστικό ζώο 22
1.4.3. Βοοειδές με ανθρώπινη/ες μορφή/ες 22 - 23
1.4.4 Συζήτηση 23 - 26

2.1. Αίγαγρος – Αίγα: στοιχεία ταυτότητας 27


2.2 Προανακτορική και Παλαιοανακτορική περίοδος: δεδομένα 28
2.3 Συζήτηση 28 - 30
2.4 Νεοανακτορική περίοδος: δεδομένα 30 - 31
2.5 Συζήτηση 31 - 36

3
ΙΙ. ΑΙΛΟΥΡΟΕΙΔΗ 37 - 52

1.1 Λιοντάρι: στοιχεία ταυτότητας 37


1.2 Προανακτορική και Παλαιοανακτορική περίοδος: δεδομένα 37 - 38
1.3 Συζήτηση 38 - 39
1.4 Νεοανακτορική περίοδος: δεδομένα 40 - 41
1.5 Συζήτηση 41 - 48

1.6 Γάτα: στοιχεία ταυτότητας 49


1.7 Προανακτορική και Νεοανακτορική περίοδος: δεδομένα 49 - 50
1.8 Συζήτηση 50 - 52

ΙΙΙ. ΚΥΝΙΔΕΣ – ΕΛΑΦΙΔΕΣ – ΣΥΙΔΕΣ 53 - 61

1.1 Κυνίδες: στοιχεία ταυτότητας 53


1.2 Προανακτορική και Νεοανακτορική περίοδος: δεδομένα 53 - 54
1.3 Συζήτηση 54 - 55

1.4 Ελαφίδες: στοιχεία ταυτότητας 56


1.5 Προανακτορική και Νεοανακτορική περίοδος: δεδομένα 57
1.6 Συζήτηση 58

1.7 Συίδες: στοιχεία ταυτότητας 59


1.8 Προανακτορική και Νεοανακτορική περίοδος: δεδομένα 59
1.9 Συζήτηση 60 - 61

IV. ΚΕΡΚΟΠΙΘΗΚΙΔΕΣ – ΙΠΠΙΔΕΣ 62 - 70

1.1 Κερκοπιθηκίδες: στοιχεία ταυτότητας 62 - 63


1.3 Νεοανακτορική περίοδος: δεδομένα 63 - 65
1.4 Συζήτηση 65 - 67

1.5 Άλογο: στοιχεία ταυτότητας 68


1.6 Νεοανακτορική περίοδος: δεδομένα 68
1.7 Συζήτηση 68 - 70

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 71 - 75
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 75 - 78
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 79 - 91
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ 92 - 94

4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Όταν ήρθε η στιγμή να αποφασίσω για το θέμα της τελικής μεταπτυχιακής εργασίας, η
επιβλέπουσα μου κ. Κόπακα πρότεινε το θέμα αυτό καθώς και τη προσέγγιση του μέσω της
Σημειολογίας. Ο όγκος του υλικού που έπρεπε να συλλεχθεί και να μελετηθεί αλλά και η
δυσκολία που κρύβεται στην προσπάθεια κατανόησης ενός μεθοδολογικού εργαλείου,
ολότελα διαφορετικού από αυτό της αρχαιολογίας, ομολογώ ότι μου προκάλεσαν ανασφάλεια
την οποία προσπάθησα να αντιμετωπίσω ως πρόκληση. Στην πορεία, καθώς άρχισα να βλέπω
την έξοδο από τον αρχικό ‘’λαβύρινθο’’, αντιλήφθηκα πόσο ενδιαφέρον, πολύπλευρο και
πρωτοποριακό ήταν το θέμα και κυρίως η προσέγγισή του.
Τις θερμές μου ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω στα μέλη της τριμελούς Επιτροπής της
εργασίας, την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης Ι. Τζαχίλη και ιδιαιτέρως στην δρ.
ζωο-αρχαιολογίας Δ. Μυλωνά, η οποία μέσω της ιδιότητας της, με εισήγαγε σε ένα εντελώς
νέο κόσμο. Με την καθοδήγησή της, τα εξειδικευμένα άρθρα και βιβλία που πρόθυμα μου
προμήθευε, τις συνεχείς διορθώσεις και γόνιμες συζητήσεις μας, μου έδωσε ουσιαστικά το
‘’μίτο’’ για να βγω από τον λαβύρινθο, γι’ αυτό και της οφείλω την ευγνωμοσύνη μου.
Ξεχωριστές ευχαριστίες οφείλω στην επιβλέπουσά καθηγήτρια μου κ. Κ. Κόπακα, η οποία
με επηρέασε όσο κανείς, μέσα από τα μαθήματά της, τη γραφή της και την εμβριθή
επιστημονική της σκέψη. Εξαιρετική καθηγήτρια αλλά και άνθρωπος, αποτελεί πρότυπο στο
χώρο της αρχαιολογίας και την ευχαριστώ βαθύτατα για τα εφόδια και την εμπιστοσύνη που
μου έχει προσφέρει τα τελευταία πέντε χρόνια.
Ευχαριστώ επίσης τους συναδέλφους Α. Βασιλάκη και Κ. Γκαλανάκη για τη βοήθεια και
τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις μας στα αρχικά στάδια της μελέτης μου αλλά και
τους A. Shapland, S.C. Ferrence, M. Masseti, A. Simandiraki-Grimshaw, J. Weingarten, και Ι.
Χαμηλάκη, για την ευγενή τους καλοσύνη να μου αποστείλουν άρθρα τους, μερικά ακόμη
αδημοσίευτα.
Τέλος, ευχαριστώ από καρδιάς τον σύζυγο μου Μάνο για την αγάπη, την υπομονή και την
αμέριστη συμπαράστασή του σε όλα τα στάδια των σπουδών μου και της επαγγελματικής
μου πορείας, αλλά και για την ουσιαστική συμβολή του στο σχεδιασμό των πινάκων των
δεδομένων.

5
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

AEGAEUM Annales d’Archéologie Égéenne de l’ Université de Liège


ΑΛΣ Περιοδική έκδοση Εταιρείας Στήριξης Σπουδών Προϊστορικής Θήρας
AJA American Journal of Archaeology
Αριάδνη Επιστ. Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες
BCH Bulletin de Correspondance Hellénique
BICS Bulletin of the Institute of Classical Studies, University of London
BSA Annual of the British School at Athens
CAJ Cambridge Archaeological Journal
CMS Corpus der minoischen und mykenischen Siegel
ETHNOS Revista do instituto português de arquelogia, história e etnografia
JAEI Journal of Ancient Egyptian Interconnections
JHS Journal of Hellenic Studies
HESPERIA Journal of the American School of Classical Studies at Athens
ΙΕΕ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
KADMOS Zeitschrift für vor- und frühgriechische Epigraphik
KENTRO The Newsletter of the INSTAP Study Center for East Crete
OJA Oxford Journal of Archaeology
PALLAS Annales publiées par la Faculté de lettres et sciences humaines de Toulouse
ΠΡΑΚΤΙΚΑ Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας
PZ Prähistorische Zeitschrift
SIMA Studies in Mediterranean Archaeology
SMEA Studi micenei ed egeo-anatolici

6
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΠΜ Πρωτομινωική
ΜΜ Μεσομινωική
ΥΜ Υστερομινωική

ΠΚ Πρωτοκυκλαδική
ΜΚ Μεσοκυκλαδική
ΥΚ Υστεροκυκλαδική

ΠΕ Πρωτοελλαδική
ΜΕ Μεσοελλαδική
ΥΕ Υστεροελλαδική

ΒΔ Βορειοδυτικά
ΝΑ Νοτιοανατολικά

7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να αποτυπώνουν γραφικά τις σκέψεις τους, απεικόνισαν σε
βραχογραφίες και κινητά τέχνεργα πλάσματα του φυσικού τους περιβάλλοντος που γεννιούνται,
αναπαράγονται και πεθαίνουν, όπως ακριβώς και οι ίδιοι. Η παρατήρηση των αναλογιών όσο και των
ειδοποιών διαφορών μεταξύ τους προκάλεσε τα πρώτα ερωτήματα για τον κόσμο και προσέφερε
πιθανώς τις πρώτες απαντήσεις. Γι’ αυτό και τα πρώτα θέματα που απέδωσαν στην τέχνη ήταν ζώα 1,
πιθανώς και η πρώτη βαφή που χρησιμοποιήθηκε να ήταν αίμα ζώου 2.
Πριν από 10,000 περίπου χρόνια, οι άνθρωποι πραγματοποίησαν τα πρώτα τους βήματα προς την
εξημέρωση των ζώων και την κτηνοτροφία3, με αποτέλεσμα μια ριζική αλλαγή στις σχέσεις τους με
την έμβια φύση, σε μια επεμβατική διαδικασία που συνεχίζεται ως τις μέρες μας 4. Από «κυνηγοί και
θηράματα», εξελίχθηκαν σε «κύριους και υπόδουλους», η συνύπαρξη τους μεταβλήθηκε και οι
άνθρωποι έστρεψαν την προσοχή τους από τα οφέλη των νεκρών ζώων σε εκείνα των ζωντανών.
Δηλαδή το κρέας και τα υποπροϊόντα της σφαγής συμπληρώθηκαν με τα γαλακτοκομικά προϊόντα και
την απαραίτητη, για τις γεωργικές εργασίες, μυϊκή δύναμη των μεγαλόσωμων οικόσιτων ζώων. Το
κυνήγι συνεχίστηκε, εξάλλου, και μετά την εξημέρωση και ενδεχομένως ενδύθηκε και με νέους
συμβολισμούς.
Τα ζώα δεν έπαψαν ποτέ να απασχολούν τους ανθρώπους, πέρα από την καθημερινότητα, και σε
πνευματικό επίπεδο. Πολλά είδη πανίδας αποτελούν συστατικά μύθων και κοσμοθεωριών και
αποτυπώνονται εύγλωττα σε διαχρονικά καλλιτεχνικά και διαπολιτισμικά συμφραζόμενα.
Στον ελλαδικό χώρο (Εικ.1), από τα τέλη της 4 ης ως τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ., δηλαδή στην Εποχή
του Χαλκού, ο Κυκλαδικός, ο Μινωικός και ο Ελλαδικός πολιτισμός αντλούν ευρέως θέματα στην
τέχνη από το φυσικό περιβάλλον.

Εικόνα 1. Χάρτης του ελλαδικού χώρου με θέσεις της Μέσης


Εποχής του Χαλκού (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 125).

1
Άλογα, βίσωνες, μαμούθ, ελάφια, ρινόκεροι, αρκούδες και αιλουροειδή καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο
τμήμα του εικονογραφικού θεματολογίου της Ανώτερης Παλαιολιθικής (Leroi-Gourhan 1982: 138). Ο όρος
"ζώο" αναφέρεται σε κάθε έμβιο ον με την ικανότητα της κίνησης και της συναίσθησης, σε όλους τους ζωικούς
οργανισμούς (από τα έντομα ως τους ανθρώπους) που αποτελούν ένα από τα τέσσερα βασίλεια των ευκαρυωτικών
οργανισμών, το βασίλειο Animalia. Ο όρος αυτός συνήθως δεν περιλαμβάνει τους ανθρώπους (Λεξικό Webster's.
"Animal Definition").
2
Berger 1980: 7.
3
Ενδεικτικά: O'Connor 1997: 149-156˙ Crabtree 1993: 201-245˙ Perkins 1973: 279-282.
4
Ο Bulliet (2005) εξετάζει τις αλλαγές των σχέσεων μεταξύ ανθρώπων & ζώων, από την προϊστορική εποχή έως
σήμερα.
8
Έντονη είναι η παρουσία των ζώων σε τοιχογραφίες, σφραγίδες, κοσμήματα, όπλα, ειδώλια και αγγεία
που πιστοποιούν τη σημασία τους για τις εν λόγω κοινωνίες και τους φορείς τους. Πως θα μπορούσε
να ερμηνευθεί η σταθερή αυτή έμπνευση και προτίμηση;
Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις τις απέδιδαν στο φυσιοκρατικό πνεύμα των Μινωιτών5 και στην
«ευχαρίστηση του καλλιτέχνη να αποτυπώνει το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον του 6». Μια πιο
προσεκτική ματιά, όμως, φανερώνει πως δεν λαμβάνονται υπόψη κάποιες επιπλέον παράμετροι, όπως
το ότι διαφορετικά ζώα απεικονίστηκαν με διαφορετικό τρόπο με μια διαφορετική συχνότητα, σε
διαφορετικά υλικά. Αυτό υποδεικνύει ότι, πιθανώς, υπήρξαν φορείς πολλαπλών νοημάτων και όχι
απλή αποτύπωση της φύσης.
Στην παρούσα εργασία, θα γίνει προσπάθεια διερεύνησης κάποιων εν δυνάμει συμβολισμών στην
εικονογραφία των ζώων στο μινωικό και πρώιμο μυκηναϊκό κοσμολογικό πλαίσιο στην Εποχή του
Χαλκού. Από το σύνολο των πραγματικών ζώων επιλέχθηκαν μόνο τα χερσαία θηλαστικά. Τα
υπόλοιπα είδη δεν αναλύθηκαν για πρακτικούς λόγους που σχετίζονται με την έκταση της εργασίας.
Μέσα από τη σύγκριση των απεικονίσεων ζώων σε διαφορετικές μορφές του υλικού πολιτισμού,
στόχος μας είναι να ερευνήσουμε εάν οι άνθρωποι μετέδιδαν έτσι ιδέες, ιδανικά, επιδιώξεις, ίσως
ακόμη και μυθολογικές αντιλήψεις.
Τα ερωτήματα που τίθενται στο υπό εξέταση υλικό είναι τα εξής:
1) Ποιά είδη ζώων επιλέγονται ως σημαίνουσες εικόνες και σύμβολα; Ποια καλλιτεχνικά μέσα
χρησιμοποιούνται κάθε φορά και σε ποια αρχαιολογικά περιβάλλοντα εντοπίζονται;
2) Πως εικονογραφούνται τα ζώα; Το περιβάλλον και οι δράσεις τους αποτυπώνουν την
πραγματικότητα ή υπαινίσσονται το φαντασιακό; Ποιά ζεύγη εννοιών ή σημαινόμενα εμπλέκονται
(π.χ. αρσενικό / θηλυκό) και σε ποιές αξίες ενδεχομένως παραπέμπει η επιλογή κάθε σημαίνοντος;
3) Ποιοι οι πομποί και ποιοι οι δέκτες των παραστάσεων ζώων; Τίνος τις πραγματικότητες
αντανακλούν αυτές; Υπάρχει περίπτωση να αλλάζουν τα σημαινόμενα όταν διαφοροποιούνται οι
απεικονιστικές παράμετροι;
4) Πότε εμφανίζονται τα ζώα στο corpus της Αιγαιακής εικονογραφίας και πότε μοιάζουν να είναι
περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλή ανά τύπο; Παρατηρείται διαφοροποίηση στις επιλογές της
Παλαιοανακτορικής, της Νεοανακτορικής και της πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου;
5) Μπορεί τελικά να ανιχνευθούν κάποια ψήγματα ψυχισμού των ανθρώπων της εποχής μέσα από
τις εικόνες των ζώων; Μπορούν, ίσως, να αναγνωριστούν αρχετυπικοί μύθοι και κοσμογονικές
αντιλήψεις των μινωικών και μυκηναϊκών κοινοτήτων στην κωδικοποίηση των ζώων στην
εικονογραφία τους;
Παρόμοια ερωτήματα δεν έχουν απασχολήσει συστηματικά την έρευνα και στην κάλυψη αυτού του
βιβλιογραφικού κενού επιχειρεί να συμβάλει η παρούσα εργασία.
Τα κεφάλαια που ακολουθούν περιλαμβάνουν τα εξής: ένα σύντομο ιστορικό των μέχρι τώρα
διαφορετικών προσεγγίσεων του σχετικού υλικού, ώστε να διαπιστωθούν πιθανά κενά της έρευνας,
συζήτηση της μεθοδολογίας της σημειολογικής προσέγγισης, συνοπτική παρουσίαση των διαχρονικών
σχέσεων ανθρώπων και ζώων σε όλες τις περιόδους και ανάλυση της δομής της μελέτης μας για το
σχετικό εικονογραφικό υλικό.

5
Ο ανασκαφέας της Κνωσού A. Evans αναφέρεται συχνά στην έννοια του νατουραλισμού στη μινωική τέχνη.
Για την ΠΜ ΙΙ έως τη ΥΜΙ περίοδο βλ. ειδικότερα: PM I, 27-8, 93-97, 117-121, 173, 175, 181-6, 263-275, 316,
319, PM II, 446-512, PM IV, 100, 109, 174-6, 260, 488, 491, 601, 880.
6
Immerwahr 1990: 45.
9
ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Η συχνή απεικόνιση του φυσικού περιβάλλοντος στην τέχνη του Αιγαίου κατά την Εποχή του
Χαλκού είναι ένα θέμα που έχει μελετηθεί εκτενώς 7. Ο ανασκαφέας της Κνωσού A. J. Evans αναφέρει:
«ο λαμπρός νατουραλισμός της σπουδαίας μεταβατικής περιόδου (1700 - 1450 π.Χ) ενώνει τη
Μεσομινωική με την Υστερομινωική περίοδο»8. Ο C. Renfrew, στο ίδιο πνεύμα, δηλώνει για τις
ζωικές παραστάσεις: «οι μορφές των ζώων αντιμετωπίζονται σχηματικά, μέχρι την ξαφνική, γεμάτη
πάθος συνειδητοποίηση της φύσης που κυριεύει την Κρήτη και τις Κυκλάδες στο τέλος της Μέσης
Εποχής του Χαλκού»9.
Συνήθως, υιοθετείται μια λεπτομερής εξέταση της τεχνοτροπίας και μια μονοδιάστατη ερμηνεία
των παραστάσεων, ως μάλλον παθητικών μοτίβων μιας αμιγώς νατουραλιστικής τέχνης. Στη
ζωοαρχαιολογία10 τα ζώα προσεγγίστηκαν σταδιακά από διαφορετική σκοπιά: από την εξειδικευμένη
καταγραφή των σχετικών καταλοίπων στις πρώιμες βιβλιογραφικές αναφορές 11, σε μια πολυεπίπεδη
και συνδυαστική συζήτηση των οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων τα τελευταία χρόνια12. Από
τη δεκαετία του 1960, ο κλάδος αυτός ενσωματώνει και την εικονογραφία των ζώων. Οι μελετητές13
ταυτίζουν τα είδη της απεικονιζόμενης πανίδας, παρουσιάζουν ερμηνευτικές προσεγγίσεις14 στη βάση
ζωολογικών κριτήριων και διαπιστώνουν καινούργια ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως συγκλίσεις αλλά
και αποκλίσεις ανάμεσα στα είδη που απεικονίζονται στην τέχνη και στα ζωικά κατάλοιπα των
ανασκαφών15.
Σημαντικό τμήμα των ερμηνευτικών προσεγγίσεων αποτελεί ο συσχετισμός εικονογραφίας και
θρησκείας, όπως επιχειρείται για παράδειγμα πιο πρόσφατα, από τη Ν. Μαρινάτου16. Η
θρησκειολόγος, ακολουθώντας μια μακρά προηγούμενη παράδοση, βλέπει τα ζώα ως σύμβολα της
μινωικής θεότητας, με συγκεκριμένες λειτουργίες που κατηγοριοποιούνται σε μια αυστηρά δομημένη
ιεραρχική τάξη17 .
Ζώα, όπως ο ταύρος, το λιοντάρι και ο αίγαγρος ερμηνεύονται, σε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες
μελέτες18, ως μέσα προβολής ιδεολογιών της άρχουσας τάξης στο πολιτικό σκηνικό των ανακτορικών
περιόδων. Πρόκειται για μια σαφή εξέλιξη στην έρευνα, καθώς τα συγκεκριμένα είδη αποδεσμεύονται
από το αυστηρό θρησκευτικό πλαίσιο και μελετώνται σε μια νέα βάση που σχετίζεται με στρατηγικές
απόκτησης και εδραίωσης δύναμης. Τέτοια στρατηγική είναι το κυνήγι19, σύμφωνα με τον Γ.
Χαμηλάκη, το έργο του οποίου εγγράφεται στο εθνογραφικό πεδίο. Η Θ. Παπαμανώλη - Guest μέσω

7
Μεταξύ άλλων: Cameron 1968˙ Morgan 1988˙ Immerwahr 1990˙ Vanschoonwinkel 1990 και 1996: 378-404
(με συγκεντρωτικό πίνακα απεικονίσεων και αναλυτική βιβλιογραφία).
8
PM I 1921: 28 (η μετάφραση είναι δική μου).
9
Renfrew 1972: 468 (η μετάφραση είναι δική μου).
10
Η ζωοαρχαιολογία μελετά τα ζωικά κατάλοιπα στις ανασκαφές. Σκοπός της είναι να κατανοήσει τη σχέση
ανθρώπου και περιβάλλοντος και ειδικότερα, ανθρώπου και άλλων ζώων. Πρόκειται για κλάδο εντελώς διακριτό
από τη ζωολογία που εξετάζει τα ζώα ως προς τη μορφή, τις φυσιολογικές λειτουργίες και τις σχέσεις τους με το
περιβάλλον, αλλά και την παλαιοντολογία, η οποία επικεντρώνεται στην εξέλιξη των ζώων και των ανθρώπων
χωρίς να ασχολείται με τις ενδεχόμενες σχέσεις ανάμεσά τους (Reitz 2008: 1-31˙ Yannouli 2010: 13-43).
11
Η πρώτη αναφορά σε οστέινα μη επεξεργασμένα αρχαιολογικά ευρήματα στον ελλαδικό χώρο ανάγεται στο
1897 και αφορά ένα σύνολο θραυσμένων και καμένων οστών που αποδόθηκε σε απορρίμματα γεύματος, από το
σπήλαιο Μιαμού στην Κρήτη (Taramelli 1897: 287-312). Ο Vickery επιχειρεί το 1936 την πρώτη σύνθεση της
οικονομικής συμβολής των ζώων στην ελλαδική προϊστορία από τις ζωοαρχαιολογικές αναφορές.
12
Χαρακτηριστική για την πρόοδο της ζωοαρχαιολογίας τα τελευταία χρόνια είναι η δημοσίευση
Kotjabopoulou et al. 2003.
13
Trantalidou 2000˙ διάφορα άρθρα στο Kotjabopoulou et al 2003.
14
Masseti 1997, 1998, 2000 και 2003˙ Porter 1996: 295-315.
15
Για παράδειγμα, μόνο από τη Δυτική Οικία της Θήρας έχουν απογραφεί τουλάχιστον 83 είδη ζώων
(Τελεβάντου 1994). Ωστόσο, με εξαίρεση τα εξημερωμένα είδη, δεν υπάρχει καμία αντιστοιχία ανάμεσα στα
οστεολογικά δεδομένα και το εικονογραφικό πρόγραμμα (Τρανταλίδου 2000: 710-711).
16
Marinatos 1984, 1986, 1987, 1989 και 1993.
17
Marinatos 1993: 196 κε.
18
Ταύρος: Hallager & Hallager 1995˙ Sikla 2003, Λιοντάρι: Bloedow 1992˙ Morgan 1995˙ 1996 Αίγαγρος:
Bloedow 1990˙ 2003, Πλάτων 2003.
19
Hamilakis 2003: 239-47.
10
μιας εθνοαρχαιολογικής προσέγγισης, αναλύει τις μεθόδους κυνηγιού στην προϊστορική Κρήτη, με
αναφορές στην ηθολογία και την αντίστοιχη εικονογραφία των ζώων20.
Στις νεώτερες μελέτες της μινωικής εικονογραφίας των ζώων εντάσσεται το έργο του A. Shapland.
Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του21, ο ίδιος επιχειρεί να ερευνήσει τις ποσοτικές διαφοροποιήσεις μεταξύ
των απεικονίσεων των ζώων και να απαντήσει στο ερώτημα γιατί μη-οικόσιτα ζώα απαντούν σε τόσο
μεγάλο αριθμό στο εικονογραφικό πρόγραμμα της Νεοανακτορικής Κρήτης. Παράλληλα, σε άλλη
μελέτη του22, εστιάζει στο λιοντάρι και θεωρεί ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στον τρόπο
αποτύπωσής του στις σφραγίδες και στο υλικό τους.
Έτσι, η σύγχρονη βιβλιογραφία για τα ζώα στην εικονογραφία είναι ιδιαίτερα πλούσια σε
διαφορετικά επίπεδα όπως στην τέχνη, τη θρησκεία, τη διαμόρφωση ιδεολογίας. Παράλληλα,
ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις εστιάζουν στην οικονομική διάσταση των ζώων, ως πηγή πρώτων υλών 23
και ως τμήμα του μινωικού διαιτολογίου 24 αλλά και στα ζώα ως παράγοντες διαμόρφωσης κοινωνικών
σχέσεων. Στη μελέτη της Αιγαιακής τέχνης, δεν προσεγγίζεται σε βάθος, ωστόσο, η δυναμική των
σχέσεων ανθρώπων και ζώων στην καθημερινότητα της Εποχής του Χαλκού.
Επειδή ο τρόπος που βλέπουμε τη φύση και τα ζώα σήμερα25 διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από ό,τι
στις προβιομηχανικές κοινωνίες, η συναφής έρευνα έχει περιορισμένα στραφεί και σε πληροφορίες της
κοινωνικής ανθρωπολογίας26 που προσεγγίζει τις αντιλήψεις για το φυσικό περιβάλλον σε
παραδοσιακές συνάφειες. Βασική συμβολή για τη σύνδεση ανθρωπολογίας και αρχαιολογίας είναι
αυτή του Α. Leroi-Gourhan27 ως προς τα διαχρονικά συστήματα σκέψης, όπως αντανακλώνται για
παράδειγμα στην Παλαιολιθική ζωγραφική των σπηλαίων, αλλά πιο πρόσφατα και εκείνη του I.
Hodder28, εισηγητή της μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας. Αν και αφορούν εποχές και περιοχές
διαφορετικές από την Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο, έδωσαν ωστόσο το έναυσμα να μελετηθεί η
εικονογραφία των ζώων, από μια νέα οπτική γωνία29.
Υπάρχει, επομένως, σαφής εξέλιξη στην αρχαιολογική έρευνα για τη φύση, που έχει διανύσει
«μεγάλη απόσταση από τον αφελή, απροβλημάτιστο χαρακτηρισμό των Μινωιτών ως εραστών της
φύσης, που απολάμβαναν, κάτω από την ευεργετική εξουσία των βασιλέων - ιερέων, τους καρπούς της
Pax Minoica», όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Cherry30. Σήμερα, συζητούμε τα σχετικά δεδομένα
διεπιστημονικά και σφαιρικά. Παρόλο που τέτοιες σύγχρονες μελέτες είναι ακόμη λίγες, εντούτοις
δείχνουν μια τάση μεθοδολογικής και ερμηνευτικής ανανέωσης και οδηγούν σε καινούργιες υποθέσεις
εργασίας.

20
Papamanoli-Guest 1996: 337-349.
21
Shapland 2010a.
22
Shapland 2010b.
23
Isaakidou 2006: 95-112˙ Trantalidou 2001: 266-317.
24
Isaakidou 2007: 5-24.
25
Berger 1980: 1-28.
26
Levi-Strauss 1962˙ Ingold 1987 και 2000a (κεφ. 4 & 6).
27
Leroi-Gourhan 1957, 1967 και 1982.
28
Hodder 1982, 1989, 1992 και 1996.
29
Βλ. Zeimbeki 2009: 151-163.
30
Cherry 1999: 18-19.
11
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ
«Ηomo sapiens is a symbol using, symbol making, and symbol misusing animal» (Burke 1966: 3)
«Every archaeologist is, in a way, a semiotic researcher»
(Nordbladh 1977: 68)
Τα ζώα, βασική πηγή τροφής, πρώτων υλών, αρωγοί στις γεωργικές εργασίες και υλικό για τη
δημιουργία μύθων, αποτέλεσαν αναπόσπαστο στοιχείο πολιτισμικής γνώσης των ανθρώπων της
προϊστορίας. Σύμφωνα με τον T. Ingold, κάθε πολιτισμική γνώση μεταδίδεται μέσα από την εγγραφή
της σε αντικείμενα, τα οποία λειτουργούν ως οχήματα για τη μετάδοση μηνυμάτων που συνθέτουν τη
κοσμοθεωρία ενός πολιτισμού31.
Οι άνθρωποι που έζησαν στις Κυκλάδες, την Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα στην Εποχή του
Χαλκού, ενσωμάτωσαν τα ζώα στο γνωστικό χάρτη του κόσμου τους, όπως αποδεικνύεται από την
πληθώρα των αναπαραστάσεών τους σε τέχνεργα. Για την προσέγγιση των προϊστορικών εγγραφών
των ζωικών παραστάσεων, στην παρούσα εργασία προτείνεται ως αποτελεσματικό εργαλείο η
εφαρμογή των βασικών αρχών της Σημειωτικής ή Σημειολογίας (Semiotics), και ειδικότερα, της
υποκατηγορίας της που ονομάζεται Σημειολογία των εικόνων32 (pictorial semiotics). Η σημειολογία
των εικόνων είναι ένα από τα βασικά θέματα της γνωστικής αρχαιολογίας 33 (cognitive archaeology)
που είναι η μελέτη των τρόπων σκέψης, μέσα από τα υλικά κατάλοιπα ενός πολιτισμού 34. Ο C.
Renfrew συγκρίνει τη γνωστική αρχαιολογία με τη σημειολογία και αναφέρει ότι και τα δύο «είναι
προορισμένα να βαδίσουν σε ένα δύσκολο μονοπάτι, ανάμεσα σε φιλόδοξες αναλύσεις και στο
εκτυφλωτικά εμφανές35». Ο F. de Saussure, θεμελιωτής της γλωσσολογικής και σημειωτικής
επιστήμης, αναφέρει ότι η σημειολογία δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο υπό εξέταση, εκτός από τη
μελέτη της άποψης που υιοθετούμε απέναντι σε άλλα αντικείμενα36. Είναι η επιστήμη που μελετά όλα
τα φαινόμενα του πολιτισμού37 στις σημερινές και στις περασμένες κοινωνίες, ως συστήματα
σημείων38.
Στη βασική σημειολογική προσέγγιση της γλωσσολογίας, οι νοηματικές απεικονίσεις κωδικοποιούνται
σε ήχους και το σημείο ή σύμβολο (sign) είναι η ένωση δύο στοιχείων, του σημαίνοντος (signifier) και
του σημαινόμενου (signified)39.

Εικόνα 2. Οι έξι παράγοντες της αποτελεσματικής λεκτικής


επικοινωνίας κατά τον Jakobson 1971: 570-79 (το
διάγραμμα είναι από τους Rafferty & Hidderley 2005: 87).

31
Ingold 1988: 21.
32
Sonesson 1994: 1-64.
33
Renfrew & Bahn 1992: 363 κε.
34
Αυτόθι 2001: 401.
35
Renfrew 1982: 14.
36
Saussure 1979.
37
Η σημειωτική προσφέρει ένα ενιαίο εννοιολογικό πλαίσιο κι ένα σύνολο μεθόδων και όρων, που μπορούν
να χρησιμοποιηθούν στο πλήρες φάσμα των σημασιοδοτικών πρακτικών: χειρονομίες, ένδυση, γραφή, ομιλία,
φωτογραφία, κινηματογράφος, τηλεόραση, γλυπτική, ζωγραφική, τρόπος παρασκευής και κατανάλωσης τροφής
(Turner 1992: 17).
38
Chandler 2002.
39
Jakobson 1971: 575.
12
Οι λέξεις αποτελούν σύμβολα καθώς αντικαθιστούν και, επομένως, αντιπροσωπεύουν/ συμβολίζουν
μια όψη του πραγματικού κόσμου40. Ένα γλωσσολογικό παράδειγμα είναι το: σημείο = η γραπτή λέξη
'δέντρο', σημαίνον = τα γράμματα 'δ-ε-ν-τ-ρ-ο' και σημαινόμενο = η κατηγορία 'δέντρο'. Το διάγραμμα
(Εικ.2) αποδίδει σχηματικά τη λειτουργία της επικοινωνίας. Το μήνυμα (message) βασίζεται σε ένα
κώδικα (code), δηλαδή σε ένα σύστημα σημείων που επιτρέπει την παρουσίαση της πληροφορίας,
μέσω ενός καναλιού (channel), το οποίο εντοπίζεται σε ένα πλαίσιο αναφοράς (context). Για να
μεταδοθεί το μήνυμα χρειάζεται η προσθήκη και άλλων βασικών παραμέτρων, όπως ο φορέας του
σημείου – μηνύματος ή πομπός (sender) και ο παραλήπτης του ή δέκτης (receiver), οι οποίοι
κατανοούν το μήνυμα, όταν ο κώδικας είναι 1) κοινά αποδεκτός και από τους δύο και 2) η σημασία
του σημείου διατηρείται αναλλοίωτη.
Το μήνυμα μπορεί να μεταδοθεί λεκτικά όσο και οπτικά: μέσω των εικόνων. Οι εικόνες είναι το
αντικείμενο του κλάδου εκείνου που ονομάζεται Σημειολογία των Εικόνων. Ο G. Sonesson, καθηγητής
Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο Lund της Σουηδίας, δίνει τον εξής ορισμό: «η εικονογραφική
σημειολογία είναι ο κλάδος που ασχολείται ειδικά με την κατανόηση της ιδιαιτερότητας των οχημάτων
νοήματος που είναι γνωστά με τον όρο εικόνα, καθώς και με τα χαρακτηριστικά που τις
διαφοροποιούν από άλλους τρόπους μετάδοσης πληροφοριών»41. Η αναπαράσταση – εικόνα προκύπτει
ως μια σύνθετη διαδικασία που σημασιοδοτείται από τα πολιτισμικά, κοινωνικά και ψυχολογικά
χαρακτηριστικά του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο παράγεται. Αναλυτικότερα, στην εικονιστική
σημειολογία, η εικόνα αποτελεί το αντικείμενο (object) που έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα (attributes) τα οποία συνθέτουν τα σημεία (sign) τα οποία στην συνέχεια ερμηνεύονται
(interpretant)42. Το κρίσιμο σημείο στην ανάλυση είναι το πέρασμα από τα σημεία στην ερμηνεία τους,
διότι όταν το αντικείμενο της εικόνας έχει μια βασική σημασιοδότηση στο ίδιο πάντα πλαίσιο, το
σημαινόμενο είναι σαφές. Αντίθετα, όταν ένα αντικείμενο έχει περισσότερες νοηματοδοτήσεις, όπως
συνήθως συμβαίνει, τότε αντίστοιχα πολλαπλά θα είναι και τα μηνύματα που διαμορφώνονται από τα
συμφραζόμενα. Για παράδειγμα, μια καρέκλα μπορεί να είναι κάθισμα, εργαλείο (σκάλα), αλλά όταν
κάθεται σε αυτήν ένας ηγεμόνας, μετατρέπεται σε θρόνο και συμβολικά φθάνει να συνδέεται με
ολόκληρο το σύστημα εξουσίας.
Γίνεται αντιληπτό ότι, εφόσον οι εικόνες/σύμβολα είναι μέσο επικοινωνίας, μπορεί κανείς να
ανιχνεύσει και να μελετήσει τη «συνομιλία» ανάμεσα στις συνιστώσες ενός πολιτισμού, όπως αυτή
κωδικοποιείται στην εικονογραφία του. Αυτό θα ήταν εύκολο εγχείρημα στην περίπτωση της
εικονογραφίας της Εποχής του Χαλκού, μόνο εάν ανακαλύπταμε ένα εικονογραφημένο λεξικό
συμβολισμών των Κυκλαδιτών, των Μινωιτών και των Μυκηναίων, καθώς υπάρχει μια διαφορά
ανάμεσα στη λεκτική και στη μη λεκτική και με εικόνες επικοινωνία με σημεία, που οριοθετεί τις
δυνατότητες εφαρμογής της σημειολογίας στη προϊστορική αρχαιολογία43.
Αναλυτικότερα, ένα σημείο μπορεί να διατηρείται σταθερό στη γλώσσα, ενώ η εννοιοδότηση μιας
εικόνας να ποικίλλει στο χωροχρόνο. Ένα σύμβολο μπορεί να εμφανίζεται με την πρωταρχική του
μορφή και με άλλη έννοια, προσαρμοζόμενο κάθε φορά σε συγκεκριμένη πραγματικότητα, στην οποία
λειτουργεί και την οποία εκφράζει44. Για παράδειγμα η λέξη δέντρο πάντοτε θα έχει το ίδιο
σημαινόμενο αλλά η εικόνα π.χ. μιας ελιάς στην Ακρόπολη των Αθηνών παραπέμπει στη μυθολογική
παράδοση της ονομασίας της πόλεως, δηλ. στη συγκεκριμένη συνάφεια το συγκεκριμένο δέντρο
αποτελεί σύμβολο και όχι απλώς ένα ακόμη ελαιόδεντρο.
Έτσι, μια εικόνα της προϊστορίας αποτελείται και αυτή από ένα ή περισσότερα σημαίνοντα του
εικονιστικού μηνύματος και παραπέμπει σ' ένα ή περισσότερα σημαινόμενα, που μόνο οι δέκτες που
ανήκουν στο ίδιο πολιτιστικό μόρφωμα με τον πομπό μπορούν να κατανοήσουν 45. Επιπρόσθετα, τα
συμβολικά νοήματα της εικονογραφίας, όταν ήταν ενεργά στο παρελθόν ανήκαν σε πολιτιστικές
συνάφειες που μπορούσαν να διαφοροποιηθούν ακόμη και στο ίδιο κοινωνικό περιβάλλον και την ίδια

40
Renfrew & Bahn 1992: 402.
41
Sonesson 1994: 267-332.
42
Chandler 2002˙ Louhivuori 2010: 44.
43
Renfrew 1982: 11.
44
Jung 1964: 30.
45
Αυτόθι: 1-64.
13
χρονική στιγμή. Είναι καθοριστικό να ορίζεται κάθε φορά η συγκεκριμένη συνάφεια, που
νοηματοδοτεί και παράλληλα νοηματοδοτείται από την εικονογραφία 46, καθώς υφίσταται μια
δυναμική, διαλεκτική σχέση ανάμεσα τους. Γι’ αυτό είναι σημαντικό για την παρούσα εργασία να
προσδιορίζονται με όσο τον δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια το σημείο εύρεσης, ο τόπος, ο τρόπος και ο
χρόνος χρήσης των υπό εξέταση παραστάσεων.
Στον καθορισμό όμως των συναφειών των απεικονίσεων στην Αιγαιακή τέχνη υπάρχει μια βασική
δυσκολία που αντιμετωπίσαμε και στην παρούσα εργασία. Όπως την περιγράφει ο C. Renfrew: «τα
σημεία εύρεσης κατά χώραν των τεχνέργων είναι δυστυχώς λίγα στην Κρήτη και στην ηπειρωτική
Ελλάδα, ενώ ούτε και αυτά που πιστοποιούν αναμφισβήτητες αλληλεπιδράσεις με το χώρο που
εντοπίσθηκαν δεν αποκαλύπτουν με βεβαιότητα την πρωταρχική τους χρήση»47.
Συνοπτικά, η αναφορά στο αρχαιολογικό περιβάλλον εντοπισμού ενός αντικειμένου είναι πρωταρχικής
σημασίας για τη μελέτη της εικονογραφίας. Η ‘ιερή’, ‘τελετουργική’, ‘θρησκευτική’, ‘αποτροπαϊκή’,
‘εμβληματική’, ή ‘διακοσμητική’ ή άλλη σημασία ενός τέχνεργου μπορεί να αποσαφηνιστεί μόνο
βάσει μιας πολυεπίπεδης ανάλυσης που θα λαμβάνει υπόψη, τον τόπο εύρεσης του, όσο και άλλες
παραμέτρους όπως εάν πρόκειται για πρωτογενή, δευτερογενή χρήση του ή τυχαία απόθεση του. Η
σύγκριση επαναλαμβανόμενων προτύπων εύρεσης, αρχαιολογικών συναφειών και των μέσων που
επιλέγουν σε διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά, οικονομικά, θρησκευτικά, αλλά και διεθνή
συμφραζόμενα48, στο Αιγαίο και τους σύγχρονους, γειτονικούς του πολιτισμούς, μπορεί να φωτίσει ως
ένα βαθμό το ρόλο και τις νοηματοδοτήσεις των εικονογραφικών δεδομένων. Τέτοιες ξεκάθαρες
αρχαιολογικές συνάφειες είναι σπάνιες, ιδίως σε πολύ σημαντικές για τη μελέτη μας κατηγορίες
ευρημάτων, όπως οι σφραγίδες.
Επομένως, πώς μπορεί να εφαρμοστεί η σημειολογική προσέγγιση στην εικονιστική τέχνη του
Αιγαίου; Ο δημιουργός και πομπός μιας εικόνας (τοιχογραφίας, σφραγίδας, ειδωλίου) ανήκει πάντα
στο ίδιο κοινωνικό, πολιτισμικό περιβάλλον με το θεατή – δέκτη της, και ως εκ τούτου μπορεί να
κατανοήσει χωρίς πρόβλημα το μήνυμα της. Ωστόσο, οι κοινωνίες δεν είναι ποτέ απολύτως
ομοιογενείς, ώστε να προσλαμβάνουν τους συμβολισμούς με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Εδώ, θα
προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε βασικά και πιθανά μηνύματα της Αιγαιακής εικονογραφίας. Αφού,
ως σύγχρονοι μελετητές στερούμαστε των πραγματικών εννοιολογικών κωδίκων της εποχής,
αδυνατούμε να αποκωδικοποιήσουμε με βεβαιότητα τα νοήματα των εικόνων, προπαντός, ελλείψει
γραπτών επεξηγηματικών στοιχείων, όπως συμβαίνει π.χ. στην αιγυπτιακή τέχνη. Υπάρχουν, ωστόσο,
τρόποι να ερευνηθούν οι ‘’σχέσεις’’ στο εσωτερικό των Αιγαιακών εικόνων, χρησιμοποιώντας
σημειολογική αφετηρία (πομπός – μήνυμα/σημαινόμενο – δέκτης), σε συνδυασμό με τη εξέταση των
διαθέσιμων αρχαιολογικών συναφειών των τεχνουργημάτων και να επιχειρηθούν πιθανές αναγνώσεις
τους.
Καθώς στην εργασία θα προσεγγισθούν εικόνες ζώων, θεωρούμε απαραίτητη μια σύντομη αναφορά
στις διαχρονικές διαδράσεις τους με τους ανθρώπους. Στο πλαίσιο του δυνατού, θα προσπαθήσουμε να
απομακρυνθούμε από τη σύγχρονη δυτική ματιά για να δούμε τους όρους με τους οποίους καθίσταται
δυνατή η κατανόηση και η ποικιλότροπη ερμηνεία των ζώων από τους κατοίκους του Αιγαίου κατά
την Εποχή του Χαλκού.

46
Hodder 1992: 15.
47
Renfrew 1981: 67 (η μετάφραση είναι δική μου).
48
Αναφορά σε παράλληλα από σύγχρονους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, με το μινωικό και ανάλυση της
περίπτωσης δανεισμού εικονογραφικών στοιχείων.
14
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΖΩΑ
Οι σχέσεις των ανθρώπων με το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο και το φυσικό περιβάλλον εν γένει είναι
διαχρονικές και ουσιαστικές στο υλικό και συμβολικό επίπεδο. Οι κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες, των
οποίων η επιβίωση βασίζονταν στην βαθύτερη γνώση της φύσης και των συνηθειών των ζώων49, είχαν
διαφορετική αντίληψη από τους ανθρώπους των προβιομηχανικών, αγροτικών κοινωνιών και βέβαια
από τους κατοίκους των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Ο Lenski50 διατύπωσε μια τυπολογία των
κοινωνιών ανάλογα με τον τρόπο που χρησιμοποιούν το περιβάλλον για να ικανοποιήσουν βασικές
ανάγκες επιβίωσης, όπως είναι η τροφή, η ένδυση και η στέγη και διέκρινε τις εξής κατηγορίες: τις
προβιομηχανικές κοινωνίες που περιλαμβάνουν τις κυνηγητικές και τροφοσυλλεκτικές και τις
αγροτικές – κτηνοτροφικές κοινωνίες, τις βιομηχανικές κοινωνίες, μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση
(Αγγλία, 1760-1830) που στηρίζονται σε νέες πηγές ενέργειας και τη μηχανοποίηση για τη μαζική
παραγωγή αγαθών και τέλος, τις μεταβιομηχανικές κοινωνίες, με τη μετάβαση από τον
αγροτοκτηνοτροφικό και το δευτερογενή βιομηχανικό τομέα στον τριτογενή: (παροχή ιατρικών,
νομικών, τραπεζιτικών, εκπαιδευτικών υπηρεσιών).

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΖΩΑ ΣΕ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ


Τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες
Είναι γενικά αποδεκτό51 αναφέρουν ότι οι άνθρωποι στις τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες διατηρούν
ισχυρούς δεσμούς με τη φύση και δεν προσπαθούν να την ερμηνεύσουν και να την ορίσουν ως κάτι
εξωτερικό προς τους ίδιους. Τα ζώα κατέχουν σημαντική θέση στην οργάνωση της ζωής τους, καθώς
αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του φυσικού του περιβάλλοντος. Ο Μ. Oelschlaeger, θεωρητικός
της περιβαλλοντικής φιλοσοφίας, αναφέρει ότι οι άνθρωποι πίστευαν ότι ήταν ένα με τα φυτά και τα
ζώα, τα ποτάμια και τα δάση, ως μέρη ενός μεγαλύτερου, συνόλου52, τα οποία συνδέονται με δεσμούς
κοινής καταγωγής και αποτελέσουν συχνά πρώιμες μορφές θεοποίησης53. Η απόδοση συγγενικών
σχέσεων στους ανθρώπους και τα ζώα θεμελίωσε ένα σύστημα μαγικών, θρησκευτικών πεποιθήσεων,
γνωστό από τον 19ο αιώνα54 στην ανθρωπολογία και τη θρησκειολογία ως τοτεμισμός55.
Ο Τ. Ingold χαρακτηρίζει τις σχέσεις κυνηγών – τροφοσυλλεκτών και ζώων δεσμούς εμπιστοσύνης
και ανταποδοτικότητας56, όπου το θήραμα ήταν για τους κυνηγούς ένα είδος πνευματικού αδελφού, σε
αντίθεση με τις αγροτικές κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι γίνονται αφέντες των υπόδουλων οικόσιτων
ζώων57. Η ισορροπία χάνεται με τη Νεολιθική εποχή, όταν η προηγούμενη συνάρθρωσή της διασπάται
σε χωράφια, σοδειές, βοσκές και κοπάδια58.
Οι σχέσεις των ανθρώπων με τη φύση και τα ζώα στις τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, θεωρώ ότι
διαφοροποιούνταν στις εκάστοτε ομάδες, όπως δείχνουν οι διαφορές στις απεικονίσεις 59 και τη μη
απεικόνιση60 των ζώων στην τέχνη των κυνηγών.

49
Βλ. Ingold 2000: 112.
50
Lenski 1982.
51
Vining 2003: 88, με αναλυτική βιβλιογραφία για τις σχέσεις ανθρώπου – φύσης από την προϊστορία ως
σήμερα.
52
Oelschlaeger 1991: 1-30.
53
Harrison 1996: 67-78.
54
Ενδεικτικά: Frazer 1887˙ Durkheim 1912˙ Ingold 2000a: 112-113.
55
Ο τοτεμισμός αποτελεί κοινωνική σχέση: παραπέμπει στη συγγενική (ή μυστικιστική) σχέση ανάμεσα σε
μία ομάδα ανθρώπων και ένα ζωικό ή φυσικό είδος, το ‘τοτέμ’. Ο όρος ‘τοτέμ’ προέρχεται από τη λέξη ototeman
των Ινδιάνων Ojibwa Μεγάλων Λιμνών της Βόρειας Αμερικής, που σήμαινε ‘αδελφός’ ή ‘αδελφή’ (Desveaux
1991: 709).
56
Ingold 2000b: 69-74.
57
Οπ.π: 72-74.
58
Βλ. και Oelschlaeger 1991: 28
59
Ingold 2000a: 111-131, όπου γίνεται σύγκριση των ζωγραφικών και εγχάρακτων απεικονίσεων από
Αβορίγινες της Αυστραλίας και κυνηγούς από το Βόρειο Πόλο, που ανταποκρίνονται στην τοτεμική και την
ανιμιστική οντολογία τους αντίστοιχα. Ανιμισμός ονομάζεται η φιλοσοφική, θρησκευτική ιδέα που αναγνωρίζει
την ύπαρξη ψυχής σε όλα τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος: ζώα, φυτά, ποτάμια, φυσικά φαινόμενα (λήμμα
"Animism" στο American Heritage Dictionary of the English Language, 4th ed. Boston: Houghton Mifflin, 2006:
72).
60
Nurit 2006: 33-50, με ανάλυση των Nayaka (κοινωνία τροφοσυλλεκτών της Νότιας Ινδίας) των οποίων η
κοσμοθεωρία δεν περιλαμβάνει κανενός είδους απεικόνιση.
15
Αγροτικές κοινωνίες
Η εκμετάλλευση των αιγοπροβάτων, των βοοειδών και άλλων ζώων για το κρέας, το γάλα, τις
δορές και την εργασία τους άρχισε στην Εγγύς Ανατολή περίπου 11.000 χρόνια πριν 61. Προέκυψε απ
την εξημέρωση62 που άλλαξε ριζικά την ιστορία της ανθρωπότητας και είχε πολλαπλές επιπτώσεις.
τροποποίησε τις σχέσεις των ανθρώπων με τα ζώα63 και διαμόρφωσε νέες κοινωνικές ισορροπίες.
Κατά μια άποψη, ο έλεγχος που μπορούσαν πλέον να ασκήσουν οι άνθρωποι στα εξημερωμένα είδη
δημιούργησε ένα μοντέλο κυριαρχίας που επεκτάθηκε και στις ανθρώπινες σχέσεις64.
Αναλυτικότερα, από τη στιγμή που οι βοσκοί και οι κτηνοτρόφοι της Εγγύς Ανατολής άρχισαν να
ευνουχίζουν, να δένουν, να μαρκάρουν τα αιχμάλωτα ζώα, για να ελέγξουν την κινητικότητα, τη
διατροφή και την αναπαραγωγική ζωή τους, τα έθεσαν υπό την εξουσία τους, «με τη δύναμη του
μαστίγιου, με τα ζώα ανίκανα να ανταποδώσουν», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τ. Ingold65. Η Κ.
Armstrong66 αντίθετα υποστηρίζει ότι η εξημέρωση δημιούργησε τις προϋποθέσεις χρόνου και χώρου,
για να αναπτυχθεί οικειότητα μεταξύ ανθρώπων και ζώων που θεμελιώνεται στην αμοιβαία
εμπιστοσύνη και όχι στην κυριαρχία. Οι άνθρωποι εμπιστεύονται τα εν δυνάμει επιθετικά ζώα ως
συνεργάσιμα, ενώ αυτά εμπιστεύονται τους ανθρώπους για να τα ταΐζουν και να τα φροντίζουν 67. Έτσι
μόνο επιτυγχάνεται μια αρμονική σχέση μεταξύ τους, με σκοπό, για παράδειγμα, το επιτυχές άρμεγμα
αγελάδων και κατσικιών, τη συνεργασία των σκύλων για τη φύλαξη του κοπαδιού, των βοοειδών για
τα αποτελέσματα της ζεύξης τους, κλπ.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το πέρασμα από το κυνήγι στην εξημέρωση χαρακτηρίζεται από μια
αλλαγή, από την κυριαρχία στην εμπιστοσύνη και όχι το αντίστροφο, όπως πιστεύει ο Τ. Ingold68. Μία
τρίτη οπτική θα μπορούσε να είναι ο συγκερασμός των δύο παραπάνω απόψεων, δηλαδή ότι η σχέση
ανθρώπων και ζώων στο πλαίσιο μιας μικτής αγροτικής κοινωνίας, δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη,
βασιζόμενη αποκλειστικά σε αίσθημα επικυριαρχικού ελέγχου ή εμπιστοσύνης. Θεωρώ ότι πρέπει να
συνυπολογιστούν και άλλα συναισθήματα ανθρώπων και ζώων, όπως η αγάπη, η αφοσίωση, η
συντροφικότητα, το αίσθημα προστασίας και φροντίδας, ο θαυμασμός που αποτυπώνονται εύγλωττα
σε πλήθος εκδηλώσεων από την ανθρώπινη πλευρά, όπως για παράδειγμα η προσφώνηση των ζώων με
ανθρώπινα ονόματα και τα είδη, οι δράσεις και οι συμβολισμοί, όπως διαχρονικά αποτυπώνονται στην
τέχνη.
Η εξημέρωση τροποποίησε όχι μόνο βιολογικά αλλά και ιδεολογικά τα ζωικά είδη. Στον αντίποδα
των ήμερων, οικόσιτων ζώων δημιουργήθηκε αυτόματα η κατηγορία των άγριων ζώων, καθώς το ένα
δεν μπορεί να υφίσταται νοηματικά χωρίς το άλλο. Η δημιουργία αυτής της διχοτομίας είχε
σημαντικές συνέπειες για την ανθρώπινη σκέψη, καθώς τα τελευταία ενδύθηκαν με νέες
νοηματοδοτήσεις, ως πλούσια πηγή συμβολισμών69. Το κυνήγι έπαψε να αποτελεί αναγκαιότητα για
την επιβίωση και έγινε πεδίο διαμόρφωσης και επαλήθευσης κοινωνικών σχέσεων ιεράρχησης και
κυριαρχίας70.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΖΩΑ ΣΕ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ & ΜΕΤΑΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ


Ο 19ος αιώνας στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική υπήρξε η αρχή μιας διαδικασίας που
σήμερα, με τον καπιταλισμό του 20ου και του 21ου αιώνα έχει ολοκληρωθεί. Πρόκειται για τη διάσπαση
της σχέσης ανθρώπων και φύσης. O J. Berger θεωρεί ότι «η Βιομηχανική Επανάσταση έβαλε το
τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ενότητας ανθρώπου και φύσης»71. Η εγγενής ανάγκη του ανθρώπου

61
Perkins 1973: 279-282.
62
Ο όρος εξημέρωση δηλώνει τη σχέση των ανθρώπων με ένα αριθμό ζώων που οδήγησε στη διαφοροποίηση
των δεύτερων, σε επίπεδο βιολογικής μορφολογίας και συμπεριφοράς (Ingold 1980: 82).
63
Αυτόθι: δεν υφίσταται πλέον σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ισότητας μεταξύ πνευματικών αδελφών,
αλλά σχέση κυριαρχίας των ανθρώπων πάνω στα ζώα.
64
Russell 2002: 285.
65
Αυτόθι: 73.
66
Armstrong 2010: 177.
67
Αυτόθι: 182.
68
Ingold 2000.
69
Russell 2002: 290.
70
Hamilakis 2003.
71
Berger 1980: 12.
16
να προοδεύσει κοινωνικά, τεχνολογικά και διανοητικά τον απομάκρυνε όλο και περισσότερο από τις
φυσικές του καταβολές. Τα ζώα στη σύγχρονη εποχή αποτελούν καταναλώσιμο προϊόν και στην
καλύτερη περίπτωση, τους αναγνωρίζεται δικαίωμα ύπαρξης με συγκεκριμένη λειτουργία και θητεία
ζωής72.
Η απομάκρυνση ανθρώπων και ζώων δεν σχετίζεται, με την οικονομία, αλλά και με την εμπέδωση
των μονοθεϊστικών θρησκειών73. Πριν από αυτή τη «διάσπαση», τα ζώα αποτελούσαν τον άμεσο
κύκλο όσων περιέβαλαν τους ανθρώπους και όποιες και αν ήταν οι αλλαγές στην παραγωγική
διαδικασία και στην κοινωνική οργάνωση, το ανθρώπινο είδος εξαρτιόταν στενά από τα ζώα για το
φαγητό, την ένδυση και τις εργασίες του.
Στη σύγχρονη μεταβιομηχανική εποχή, όλα τα είδη ζώων συνεχίζουν να περιβάλουν τους
ανθρώπους, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Παιχνίδια, κινούμενα σχέδια, διακοσμητικά
αντικείμενα, αλλά και τα παραμύθια, οι παροιμίες, από βιβλία και ταινίες 74, αποδεικνύουν ότι η
πολιτισμική περιθωριοποίηση των ζώων είναι πλέον μια πολύ πιο περίπλοκη διαδικασία, από την
αντίστοιχη, φυσική συνύπαρξη τους με τους ανθρώπους75.
Οι μοναδικές, εξάλλου, εικόνες που έχουν οι σύγχρονοι άνθρωποι από τα άγρια ζώα στο φυσικό
τους περιβάλλον, προέρχονται από εικόνες περιοδικών και από ντοκιμαντέρ τύπου National
Geographic, όπου ο φακός τα κρατά σε ασφαλή απόσταση.
Οι τηλεθεατές εντυπωσιάζονται από τα στιγμιότυπα της
καθημερινότητας των άγριων ζώων (σκηνές πάλης,
κυνηγιού, έρωτα, φροντίδας των μικρών τους) όμως δεν θα
νιώσουν το δέος, το φόβο και το θαυμασμό που μόνο η
άμεση επαφή μπορεί να προκαλέσει. Εξαίρεση αποτελεί η
εμπειρία των σαφάρι για σχετικά λίγους και οι ζωολογικοί
κήποι και το τσίρκο για τους πολλούς, όπου οι άνθρωποι
μπορούν να παρατηρήσουν από κοντά τα άγρια αλλά
δαμασμένα ζώα (Εικ.3).
Ωστόσο, οι χώροι αυτοί λειτουργούν με ακριβώς
αντίθετα αποτελέσματα: είναι μνημεία της αδυναμίας μας Εικόνα 3. Τίγρης σε ζωολογικό κήπο της
να ξανακερδίσουμε τις φυσικές σχέσεις μας με το υπόλοιπο Αμερικής.
βασίλειο και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο J. Berger: «(οι ζωολογικοί κήποι)…είναι ο επιτάφιος
μιας σχέσης τόσο παλιάς, όσο και ο άνθρωπος»76. Τα ζώα εκεί είναι ληθαργικά, βαρετά, απομονωμένα
και εξαρτημένα από τους φροντιστές τους. Σήμερα ουσιαστικά ζούμε χωρίς τα άγρια ζώα, σε μια νέα,
πρωτόγνωρη για το ανθρώπινο είδος, απομόνωση. Εξαίρεση για τις πόλεις αποτελούν τα κατοικίδια
που ικανοποιούν βαθύτερες ανθρώπινες ανάγκες, όπως η συντροφικότητα77, σε αντίθεση με την
ύπαιθρο, όπου τα οικόσιτα ζώα έχουν επιβιωτική, εμπορική και οικονομική αξία.
Ανάλογα με τις εποχές και τις κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες, αποδίδονται διαφορετικά ποιοτικά
χαρακτηριστικά στη φύση και τα ζώα, ενώ οι σχέσεις και οι αντιλήψεις μεταβάλλονται σημαντικά, στη
διάρκεια της ιστορίας78. Προκειμένου να γεφυρωθεί το χρονολογικό και κυρίως το ιδεολογικό χάσμα
ανάμεσα στις προσλήψεις για τα ζώα των υπό μελέτη προϊστορικών κοινωνιών του Αιγαίου και των
μελετητών τους, που είναι κατά κανόνα μέλη των μεταβιομηχανικών δυτικών κοινωνιών, αυτοί
χρειάζεται να ερμηνεύουν τα αρχαία εικονογραφικά και άλλα δεδομένα, με μια επιστημονική, αλλά
ανανεωτική οπτική, ώστε να κατανοήσουν τα ίδια τα ζώα, τη βιολογία τους, τον οικολογικό τους ρόλο
και το πώς διαμορφώνουν τη κοσμοθεωρία των εκάστοτε αρχαίων πολιτισμών.

72
Adams 1990.
73
Στις θρησκείες αυτές οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση της δύναμης τους, και τα ζώα τους εντυπωσιάζουν ή
τους απειλούν λιγότερο (Preece 2005). Για μια αναλυτική προσέγγιση αυτής της εννοιολογικής διαφοροποίησης
των ζώων στο τέλος της αρχαιότητας, βλ. Gilhus 2006.
74
Παραδείγματα αποτελούν οι ιστορίες της Beatrix Potter, οι παιδικές σειρές και οι κινηματογραφικές
υπερπαραγωγές από την εταιρεία Disney, όπου πρωταγωνιστούν ζώα σε ανθρωποποιημένους ρόλους.
75
Berger 1980: 15.
76
Οπ.π 21.
77
Vining 2003: 88.
78
Αντιλήψεις των ανθρώπων για το περιβάλλον στην ιστορική τους διαδρομή στο Μποτετζάγιας 2010.
17
Με μια τέτοια ανανεωτική προσέγγιση, ο Α. Leroi – Gourhan, ο πρωτοπόρος Γάλλος μελετητής
προσπάθησε να κατανοήσει τις δομές της φαντασιακής παραγωγής των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών με
τη συστηματική του προσέγγιση79 στις παλαιολιθικές εικονογραφήσεις των σπηλαίων της
Φραγκοκανταβρίας, όπου οι περισσότερες αναγνωρίσιμες μορφές είναι ζώα 80. Προχώρησε πέρα από
τις συνήθεις έως τότε ερμηνείες της εικονογραφίας ως προϊόντος κυνηγετικής ή γονιμικής μαγείας, και
υποστήριξε ότι οι εικόνες αντανακλούσαν συστήματα σκέψης και όχι καταγραφές της πανίδας που
θηρευόταν τότε81.
Η ιδέα ότι οι άνθρωποι μοιράζονται το περιβάλλον τους με τα ζώα είναι τόσο αυτονόητη που οι
συνιστώσες της σπάνια λαμβάνονται πλήρως υπόψη. Αυτό που παρατηρείται στην έρευνα είναι μια
τάση να εξετάζεται η σχέση αυτή μονομερώς: αναλύεται δηλαδή ο τρόπος που επιδρούν οι άνθρωποι
πάνω στα ζώα, πριν και μετά το θάνατο τους, σε οικονομικό επίπεδο, με την εκμετάλλευση των
δευτερογενών προϊόντων82 ή εξετάζεται η σπουδαιότητα της κατανάλωσης του κρέατος τους στη
διαμόρφωση κοινωνικών ταυτοτήτων, μέσα από σε κοινοτικά συμπόσια (feasting)83.
Η προσέγγιση μας στην εικονογραφία των χερσαίων θηλαστικών, στο Αιγαίο της Εποχής του Χαλκού,
βασίστηκε στη σκέψη ότι αυτά εμπλέκονται σε μια διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης με τους
ανθρώπους, στην οποία αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι διαντιδρούν και αλληλοεπηρεάζονται.
Θεωρήσαμε ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον να μετατοπιστεί το βάρος της ανάλυσης από τον άνθρωπο στο
ζώο για να ερευνηθεί το πώς το δεύτερο, επηρεάζει και διαμορφώνει ατομικές και συλλογικές
πνευματικές διεργασίες και κυρίως πως εκφράζεται σημειολογικά η διαδικασία αυτή στην
εικονογραφία.
Τα ζώα προκαλούν σκέψεις, αντιδράσεις, συναισθήματα και διαπλάθουν τις κοινωνικές πρακτικές
που αποτυπώνονται στον υλικό πολιτισμό. Η αρχαιολογική έρευνα έχει απασχοληθεί ενδελεχώς με το
ζήτημα της διαμόρφωσης της υλικής παραγωγής αλλά παρόλο που σε κάποιες περιπτώσεις επιδιώκεται
μια ενεργητική προσέγγιση84, τα μη έμβια κατάλοιπα παραμένουν παθητικά. Ένα ειδώλιο, μια
σφραγίδα, μια τοιχογραφία δεν πρόκειται ποτέ να παίξουν κουνώντας την ουρά, να προσφέρουν κρέας,
γάλα και δέρμα, αλλά ούτε και να βρυχηθούν, να επιτεθούν ή να σκοτώσουν. Τα ζώα έχουν μια ζωή
πριν σφαγιαστούν, κυνηγηθούν ή θυσιαστούν. Αναπτύσσονται έτσι, συναισθηματικοί δεσμοί, καθώς οι
άνθρωποι φροντίζουν τα ζώα τους, τα αιγοπρόβατα, τα βοοειδή, τα άλογα που τους παρέχουν τα
προϊόντα τους, και τους διευκολύνουν στις εργασίες, την έλξη, την άροση, την μεταφορά. Αλλά και
προκαλούν ποικίλες ψυχικές αντιδράσεις, όπως ο φόβος, ο θαυμασμός, η περιέργεια, το δέος απέναντι
στα άγρια ζώα και τα έντομα που απειλούν τις σοδειές και τα οικόσιτα ζώα.
Θεωρούμε λογικό οι νοηματοδοτήσεις και οι συμβολισμοί που αποδίδουν σε κάθε είδος ζώου να
σχετίζεται με τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Ακόμη και αν ένα ζώο ‘ενδύεται’ με περίπλοκες
σηματοδοτήσεις στην εικονογραφία, εντούτοις δεν μπορεί να χάσει το πρωταρχικό του νόημα ως
αντιπρόσωπος του είδους του, έστω και αν αυτό λειτουργεί υποσυνείδητα στον πομπό και στο δέκτη.

79
Cauvin 2004: 20.
80
Από αυτά 60% είναι άλογα και βίσωνες. Άλλα είδη που απεικονίζονται είναι: αίγαγροι, μαμούθ, ελάφια,
ρινόκεροι, αρκούδες και αιλουροειδή (Leroi-Gourhan 1982: 138).
81
Ο τάρανδος, το βασικό θήραμα της μαγδαλένιας περιόδου απεικονίσθηκε ελάχιστα, γεγονός που δείχνει ότι
τα ζώα της συγκεκριμένης εποχής αποτελούν ένα πολυεπίπεδο συμβολικό σύστημα (Leroi-Gourhan 1957˙ 1967˙
1982).
82
Π.χ. Isaakidou 2006.
83
Ενδεικτικά: Halstead et al. 2004˙ Borgna 2004.
84
Hodder 1982: 185-210, 218-228: εθνοαρχαιολογική μελέτη για το πως διαμορφώνεται ο υλικός πολιτισμός
στις ζωντανές κοινωνίες των Baringo, Lozi και Nuba και εφαρμογή των ευρημάτων στην αρχαιολογία σε επίπεδο
ταφικών εθίμων, ανταλλαγών, κοινωνικής διαστρωμάτωσης κ.ά.
18
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Στην εργασία αυτή θα επιχειρήσουμε, αντίθετα, μια αναλυτική και ερμηνευτική προσέγγιση που θα
αντλεί εξίσου από τη σχετική ζωοαρχαιολογική, εθνογραφική και ανθρωπολογική μεθοδολογία και
προβληματική.
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται η μεθοδολογία με την οποία προσεγγίζονται τα ερωτήματα και οι
στόχοι που τέθηκαν παραπάνω, οι ορισμοί των δεδομένων του θέματος και το γεωγραφικό και
χρονολογικό πλαίσιο.

Επιλογή των αρχαιολογικών θέσεων


Ο προϊστορικός ελλαδικός χώρος χωρίζεται σε τέσσερις γεωπολιτισμικές ενότητες με κοινά
χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τον Χ. Ντούμα 85: α) την ηπειρωτική Ελλάδα β) τα νησιά του βόρειου
Αιγαίου και τα παράλια της Τρωάδας γ) τα νησιά του νοτίου Αιγαίου με κέντρο τις Κυκλάδες, τα
παράλια της Αττικής και μερικά νησιά της Δωδ/νήσου και δ) την Κρήτη.
Στην παρούσα εργασία θα εστιάσουμε στο νότιο Αιγαίο και πιο συγκεκριμένα στην Κρήτη και τις
Κυκλάδες, ενώ παράλληλα, θα γίνουν αναφορές σε εγκαταστάσεις της Πελοποννήσου και ειδικότερα
σε ευρήματα σημαντικών τάφων, όπως οι λακκοειδείς στις Μυκήνες και ο θολωτός στο Βαφειό. Η
επιλογή στηρίχθηκε στα εξής κριτήρια: το πρώτο ήταν η πληθώρα των εικονογραφικών δεδομένων με
θέμα τα ζώα από τις συγκεκριμένες περιοχές και το δεύτερο η προσωπική προτίμηση και εξειδίκευση
μου σε αυτές.

Επιλογή των δεδομένων


Τα δεδομένα που αναλύονται εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία αρχαιολογικής μαρτυρίας, κατά τους
Renfrew και Bahn86, δηλαδή τα τέχνεργα, ή τεχνουργήματα (artefacts), που έχουν κατασκευαστεί και
χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο. Συγκεκριμένα, θα χρησιμοποιηθούν αγγεία, ειδώλια, σφραγίδες,
όπλα, κοσμήματα και τοιχογραφίες, που απεικονίζουν χερσαία θηλαστικά, ειδικότερα τα βοοειδή, τα
αιγοπρόβατα, τα αιλουροειδή, τους χοίρους, τα ελάφια, τους σκύλους, τα άλογα και τους πιθήκους.
Δεν θα αναλυθούν τα θαλάσσια θηλαστικά, τα ψάρια και τα θαλασσινά, ούτε και τα πτηνά, τα ερπετά
και τα έντομα. Σκεπτικό μου είναι να προσεγγίσω μόνο την εικονογραφία των ζώων που περπατούν
στην επιφάνεια της γης. Οι απεικονίσεις των ειδών της θάλασσας 87 (ψάρια, δελφίνια, χταπόδια,
ναυτίλοι) και των πουλιών 88 αποτελούν ούτως ή άλλως, μια μεγάλη κατηγορία στην Αιγαιακή τέχνη
που απαιτεί ειδική πραγμάτευση.

Σημειολογική προσέγγιση των δεδομένων


Σύμφωνα με τις βασικές αρχές της σημειολογίας υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τύποι απεικόνισης του
σημαίνοντος, δηλαδή του θέματος. Ο πρώτος είναι ο εικονικός τύπος, κατά τον οποίο το σημαίνον
μοιάζει φυσικά ή μιμείται το σημαινόμενο, όντας όμοιο σε κάποιες από τις ιδιότητες του π.χ. μορφή
(πορτραίτο, μιμητική χειρονομία κ.α.). Στον ενδεικτικό τύπο το σημαίνον συνδέεται άμεσα – με τρόπο
φυσικό που παρατηρείται ή μπορεί να συναχθεί με το σημαινόμενο π.χ. καπνός – φωτιά και στο
συμβολικό τύπο το σημαίνον δεν ομοιάζει με το σημαινόμενο, αλλά είναι αυθαίρετο, καθαρά
συμβατικό και πρέπει να επεξηγηθεί ανάμεσα σε πομπό και δέκτη 89. Θα προσπαθήσουμε να
εντοπίσουμε στα δεδομένα των χερσαίων θηλαστικών, όπου αυτό είναι δυνατόν, το ποιος τύπος
επιλέχθηκε για την απόδοση του σημαίνοντος.

Ζητήματα Χρονολόγησης
Ο A. Evans90, στη βάση της κεραμικής τυπολογίας, διαίρεσε τον Μινωικό πολιτισμό σε τρεις
περιόδους: την Πρωτομινωική (ΠΜ), Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, τη Μεσομινωική (ΜΜ), Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και την Υστερομινωική

85
Doumas 1996: 146.
86
Renfrew - Bahn 2001: 40.
87
Ενδεικτικά: Mountjoy 1985: 231-242˙ 1977: 557-560.
88
Harte 2000: 681-698˙ Masseti 1997: 354-363.
89
Chandler 2002
90
PM I - IV.
19
(ΥΜ), Ι, ΙΙ, ΙΙΙ91. Το σύστημα αυτό
αποτελεί χρήσιμο και απαραίτητο οδηγό
σε σχέση με τη στρωματογραφική
χρονολόγηση.
Για να ξεπεραστεί η σημαντική αυτή
αδυναμία, ο Ν. Πλάτων προχώρησε σε μια
εναλλακτική χρονολογική περιοδοποίηση,
που λαμβάνει υπόψη την ανάδυση και
πορεία των ανακτόρων και του κοινωνικού
και πολιτικού συστήματος, και χώρισε τον
Μινωικό πολιτισμό στην Προανακτορική
(ΠM I – MM IΑ), Παλαιοανακτορική
(MM IΒ – MM IIIΑ), Νεοανακτορική
(MM IIIΒ – ΥΜ II [ΥΜ IIIΑ στην
Εικόνα 4. Χρονολογικός πίνακας των φάσεων του Μινωικού Κνωσό]) και Μετανακτορική περίοδο (ΥΜ
πολιτισμού κατά τον Manning (1995: 217). III Β-Γ)92.
Ο πολιτισμός των νησιών του κεντρικού και του δυτικού Αιγαίου, ονομάστηκε Κυκλαδικός και
διαιρέθηκε κατά αναλογία με το χρονολογικό σύστημα του Α. Evans στην Πρωτοκυκλαδική περίοδο
(ΠΚ) που χωρίζεται σε Ι, ΙΙ, ΙΙΙΑ-Β φάσεις, την Μεσοκυκλαδική (ΜΚ) Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και την
Υστεροκυκλαδική (ΥΚ) Ι, ΙΙ, ΙΙΙ περίοδο. Αντίστοιχη ήταν και η διαίρεση του πολιτισμού της
ενδοχώρας που ονομάστηκε Ελλαδικός σε Πρωτοελλαδική (ΠΕ) Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, Μεσοελλαδική (ΜΕ) Ι, ΙΙ, ΙΙΙ
και Υστεροελλαδική περίοδο (ΥΕ) Ι, ΙΙΑ, ΙΙΒ, ΙΙΙΑ1-2, ΙΙΙΒ (ΙΙΙΒ1 & ΙΙΙΒ2 στην Αργολίδα), ΙΙΙΓ
(ΙΙΙΓ1 - ΙΙΙΓ3 ή ΙΙΙΓ5 σε ορισμένες θέσεις) 93. Η σχετική χρονολόγηση του Μινωικού, του Κυκλαδικού
και του Ελλαδικού πολιτισμού δεν αντιμετωπίζει προβλήματα, σε αντίθεση με την απόλυτη,
ειδικότερα αυτήν της πρώτης περιόδου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Οι απόψεις είναι δύο: η
χαμηλή χρονολόγηση που επικρατούσε παλαιότερα94 και η υψηλή χρονολόγηση95. Στην παρούσα
εργασία επιλέχθηκε η δεύτερη, η υψηλή απόλυτη χρονολόγηση, όπως διαμορφώθηκε από τον S.
Manning (Εικ.4). Τα υπό μελέτη δεδομένα ανήκουν, όσον αφορά στην Κρήτη, στο πρώτο ήμισυ της
2ης χιλιετίας π.Χ, από τη ΜΜ ΙΑ ως και την ΥΜ ΙΒ περίοδο (2050/2000 – 1490). Δεν θα εξεταστεί η
Μετανακτορική περίοδος96, λόγω πρακτικών περιορισμών της εργασίας, με εξαίρεση επιλεκτικές
αναφορές στα σημαντικότερα εικονογραφικά παραδείγματα.
Στις Κυκλάδες, τα δεδομένα χρονολογούνται από το τέλος της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙΙ περιόδου ως και
την Υστεροκυκλαδική Ι: από τα τέλη δηλαδή της 3ης χιλιετίας π.Χ., ως τα τέλη του 17ου αιώνα, όταν
καταστρέφεται ολοκληρωτικά η πόλη του Ακρωτηρίου στη Θήρα 97. Ενώ, για την ηπειρωτική Ελλάδα,
το χρονολογικό πλαίσιο περιλαμβάνει τη Μέση Εποχή του Χαλκού 98 έως και την πρώτη φάση της
Υστεροελλαδικής περιόδου (ΜΕ Ι 2050/2000 - 1900 και ΥΕ Ι 1675 - 1500).

91
Ειδικότερα, η Μεσομινωική περίοδος υποδιαιρείται σε ΜΜ ΙΑ, ΜΜ ΙΒ, ΜΜ ΙΙΑ-Β (μόνο στα ανάκτορα
της Κνωσού, Φαιστού και Μαλίων), ΜΜ ΙΙΙΑ και ΜΜ ΙΙΙΒ και η Υστερομινωική αντίστοιχα, στην ΥΜ ΙΑ, ΥΜ
ΙΒ, ΥΜ ΙΙ, ΥΜ ΙΙΙΑ1-2, ΥΜ ΙΙΙΒ και ΥΜ ΙΙΙΓ (Cadogan 1983: 507-518).
92
Πλάτων 1961-1962: 127-136.
93
Συγκριτικοί πίνακες του Μινωικού, Κυκλαδικού και Ελλαδικού Πολιτισμού στο Barber 1994: 21.
94
Η χαμηλή χρονολόγηση υποστηρίζεται από τους Bietak (1998: 321-322) και Warren (1990: 29-39˙ 1999:
893-903). Ο τελευταίος χρονολογεί την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας στα 1535/32 π.Χ. (Warren 1984: 492-
93) σε αντίθεση με τον Manning (1999) που την ανεβάζει στα 1627-1600 π.Χ.
95
Ο Manning (2006˙ 1999˙ 1996˙ 1995), προτείνει ένα χρονολογικό πλαίσιο για την Κρήτη και το Νότιο
Αιγαίο, αναλύοντας τα αρχαιολογικά δεδομένα σε συνδυασμό με εργαστηριακές μεθόδους, όπως οι
ραδιοχρονολογήσεις και η θερμοφωταύγεια.
96
Treuil et al. 1996: 556-581.
97
Σύμφωνα με τη δενδροχρονολόγηση, τοποθετούν την έκρηξη στο 1627-1600 π.Χ. με πιθανότητα 95.4% :
(Friedrich et al. 2006: 548).
98
Rutter 1993: 774-783.
20
Οργάνωση των Πινάκων
Η έρευνα για την εργασία αυτή, στηρίχθηκε αποκλειστικά στη βιβλιογραφία και όχι σε πρωτότυπο
υλικό. Για τις ανάγκες της έρευνας δημιουργήθηκαν 12 πίνακες σε πρόγραμμα Excel, κάθε ένας από
τους οποίους αφορά ένα είδος ζώου (Εικ.5). Όταν ένα είδος, π.χ. τα βοοειδή ή το λιοντάρι, έχει πολλά
παραδείγματα σε κάθε περίοδο, τότε για κάθε περίοδο δημιουργήθηκε χωριστός Πίνακας. Έτσι για
παράδειγμα, ο Πίνακας 1 ανήκει στα βοοειδή της Παλαιοανακτορικής περιόδου, ο Πίνακας 2 σε αυτά
της Νεοανακτορικής, ενώ αντίστοιχα ο Πίνακας 8 αναφέρεται στο σκύλο στην Παλαιοανακτορική και
Νεοανακτορική περίοδο μαζί, λόγω του μικρού αριθμού των σχετικών εικονογραφικών δεδομένων. Οι
πίνακες παρουσιάζονται στον τόμο 2. Τα είδη που ανήκουν στις ίδιες οικογένειες π.χ. τα βοοειδή και
τα αιλουροειδή θα παρουσιαστούν μαζί.

Εικόνα 5. Τμήμα του Πίνακα 1 (Βοοειδή).

Το υπό εξέταση υλικό οργανώθηκε σε μια βάση δεδομένων που εδώ παρουσιάζεται με μορφή
πινάκων: Ο τίτλος κάθε πίνακα αφορά το ζώο και την περίοδο, π.χ. Βοοειδή Νεολιθική-
Παλαιοανακτορική περίοδος. Τα δεδομένα στη συνέχεια καταγράφονται με χρονολογική σειρά. Κάτω
από τον τίτλο αναφέρεται το σημαίνον και η στάση: το βοοειδές δηλαδή μεμονωμένο – με αντικείμενο
– με ζώο/α – με ανθρώπινη μορφή/ες (με ξεχωριστή αναφορά σε κάθε φύλο). Αν σε κάποια από τις
παραπάνω κατηγορίες υπάρχουν παραδείγματα από τη Θήρα ή την Πελοπόννησο ακολουθεί ιδιαίτερο
τμήμα στον πίνακα. Στην πρώτη στήλη του πίνακα καταγράφεται ο αύξων αριθμός του κάθε
παραδείγματος π.χ. το πρώτο παράδειγμα από το κάθε είδος ζώου, παίρνει τον αριθμό 1 και η αναφορά
στο κείμενο θα έχει την εξής μορφή: Πίν.1.1. Το δεύτερο αντίστοιχα, παράδειγμα του ίδιου πίνακα θα
είναι το Πίν.1.2. Ο πρώτος αριθμός αφορά τον πίνακα και ο δεύτερος το παράδειγμα/εικόνα. Η
δεύτερη στήλη αφορά το σημαίνον δηλαδή το θέμα και τη στάση κάθε ζώου: εάν απεικονίζεται δηλαδή
ιστάμενο, καθήμενο, σε ιπτάμενο καλπασμό, βοσκή, κυνήγι, θηλασμό και το περιβάλλον της δράσης
[πραγματικό (βλάστηση, οκτώσχημες ασπίδες, αρχιτεκτονικά στοιχεία) ή εξωτικό (νειλωτικά τοπία).
21
Η τρίτη στήλη καταγράφει το μέσον της παράστασης: σφραγίδα, ρυτό, εγχειρίδιο, ειδώλιο,
τοιχογραφία, αγγείο, κόσμημα κ.α. Η τέταρτη στήλη αναφέρεται στο υλικό του μέσου: πηλός, χρυσός,
φαγεντιανή, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι κ.α. Εάν αναφέρονται πάνω από ένα υλικά, όπως
συμβαίνει συχνά σε σφραγίδες με τον ίδιο εικονογραφικό τύπο με διαφορετικό υλικό κατασκευής, τότε
κάθε υλικό αντιστοιχεί στις σφραγίδες με τη σειρά καταγραφής τους στη στήλη βιβλιογραφία.
Ακολουθεί στην πέμπτη στήλη η χρονολόγηση του αντικειμένου, σύμφωνα με τον ανασκαφέα και
στην περίπτωση των σφραγίδων, σύμφωνα με τους τόμους της σειράς CMS. Η έκτη στήλη αναφέρεται
στη γεωγραφική προέλευση του αντικείμενου και όταν στη βιβλιογραφία αναφέρεται και ο ακριβής
χώρος εύρεσης (ανάκτορο, σπήλαιο, τάφος, οικία, δωμάτιο, αυλή), τότε προστίθεται στη στήλη αυτή.
Στην έβδομη στήλη καταγράφονται οι βιβλιογραφικές παραπομπές του αντικείμενου. Για τις
σφραγίδες χρησιμοποιήθηκε η αρίθμηση των τόμων του CMS και στην περίπτωση που καταγράφονται
πάνω από μία σφραγίδες ή σφραγίσματα, τότε με τονισμένη γραμματοσειρά (bold), καταγράφεται η
σφραγίδα/σφράγισμα που απεικονίζεται στην επόμενη στήλη, αυτή των εικόνων. Η όγδοη στήλη
αφορά την εικόνα του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται ολόκληρη η γραμμή του εκάστοτε πίνακα
και η αναφορά της στο κείμενο έχει τη μορφή που αναφέρθηκε παραπάνω: π.χ. Πίν.1.1. Όσες από τις
παραπάνω πληροφορίες δεν εντοπίστηκαν στη βιβλιογραφία, δεν συμπληρώθηκαν στο αντίστοιχο
πεδίο του πίνακα.
Σκοπός της βάσης δεν ήταν η συγκέντρωση όλων των παραδειγμάτων ενός εικονογραφικού τύπου, π.χ.
όλων των σκηνών ταυροκαθαψίων αλλά ούτε και η λεπτομερής τυπολογική ανάλυσή τους, αλλά ένα
πρόγραμμα έρευνας που θα λαμβάνει υπόψη του την επανάληψη ενός θέματος σε διαφορετικά υλικά,
αρχαιολογικές συνάφειες και περιοχές.
Στην εργασία αφιερώνεται ένα υποκεφάλαιο σε κάθε είδος ζώου. Πρώτα γίνεται μια σύντομη
περιγραφή των βασικότερων ζωολογικών τους χαρακτηριστικών, απαραίτητων για την ορθή ταύτιση
του είδους στην εικονογραφία και την προσέγγιση της ηθολογίας τους. Στη συνέχεια παρουσιάζονται
σε συντομία τα εικονογραφικά δεδομένα, όπως καταγράφηκαν στον σχετικό πίνακα του είδους. Το
επόμενο τμήμα αφορά τη συζήτηση των παραμέτρων δράσης, μέσου και αρχαιολογικού
περιβάλλοντος εύρεσης (context), ανά εποχή. Τέλος, επιχειρούμε τη δοκιμαστική εφαρμογή της
σημειολογικής προσέγγισης μέσω του τρίπτυχου πομπού και μέσου/εικόνας και δέκτη και προτείνουμε
όσο το δυνατόν περισσότερες ερμηνείες για κάθε τύπο με τις εκάστοτε διαφοροποιήσεις του99 από την
Κρήτη κυρίως και στη συνέχεια από τη Θήρα και την Πελοπόννησο.

99
Όταν ένα ζώο χαρακτηρίζεται διαφορετικά από τους μελετητές, σημειώνονται όλες οι επιμέρους απόψεις,
ενώ οι περιπτώσεις εντελώς αδιάγνωστων, ως προς το είδος, ζώων δεν έχουν συμπεριληφθεί στους πίνακες.
22
Ι. ΒΟΟΕΙΔΗ
BOS PRIMIGENIUS – BOS TAURUS
ΒΟΥΣ Ο ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ – ΒΟΥΣ Ο ΟΙΚΟΔΙΑΙΤΟΣ

1.1 Ταύρος – βόδι – αγελάδα: Στοιχεία ταυτότητας


Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Αρτιοδάκτυλα (Artiodactyla)
Οικογένεια: Βοοειδή (Bovidae)
Υποοικογένεια: (Bovinae)
Γένος: Βους (Bos)
Είδος: Βους ο πρωτογενής (Bos Primigenius)
& Βους ο οικοδίαιτος (Bos Taurus)

Εικόνα 6. Αναπαράσταση Bos


primigenius (επάνω) και σύγκριση με τον
εξημερωμένο απόγονό του Bos Taurus
(κάτω) (Brock 1987: 64, εικ. 6.3).

Βους (Bos) χαρακτηρίζεται το γένος των θηλαστικών μηρυκαστικών της οικογένειας των βοοειδών.
Σήμερα στην Ευρώπη υπάρχει το οικόσιτο είδος Bos taurus (Βους ο οικοδίαιτος), άγριος πρόγονος του
οποίου ήταν ο Bos primigenius (Βους ο πρωτογενής) που έζησε κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου
και ζούσε ακόμη στο Ολόκαινο100. Άγρια βοοειδή ζούσαν στην Ευρώπη έως το 1627, όταν πέθανε
στην Πολωνία ο τελευταίος εκπρόσωπος του είδους 101 (Εικ.6). Τα εξημερωμένα βοοειδή είναι
μικρότερα σε μέγεθος. Πρόκειται για τον ταύρο, το αρσενικό που χρησιμοποιείται για αναπαραγωγή,
την αγελάδα το θηλυκό, βόδι το αρσενικό που έχει ευνουχιστεί για πάχυνση και εργασία και μοσχάρι
το νεαρό βοοειδές.
Στην αρχαιότερη γνωστή μόνιμη εγκατάσταση της Κρήτης, αυτήν του ακεραμεικού στρώματος Χ της
Κνωσού δεν αναγνωρίστηκε με βεβαιότητα το άγριο είδος 102 και θεωρείται ότι τα βοοειδή ήρθαν ήδη
εξημερωμένα στην Κρήτη στα τέλη της 8ης χιλιετίας π.Χ. και η μεταφορά τους, που θα απαιτούσε πολύ
κόπο από την πλευρά των πρώτων εποίκων, δείχνει τη σπουδαιότητα τους για την υλική παραγωγή,
την κοινωνική και την πνευματική ταυτότητα των ανθρώπων 103.

1.2.1 ΠΡΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Από τα νεολιθικά στρώματα της Κνωσού προέρχονται χειροποίητα ειδώλια βοοειδών που
χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική περίοδο 104. Από την Προανακτορική περίοδο τα παραδείγματα
βοοειδών πληθαίνουν. Από τον ΠΜ ΙΙ οικισμό της Μύρτου, Φούρνου Κορυφή, προέρχεται ένα ειδώλιο
ταύρου με γραπτή διακόσμηση ταινιών κατά μήκος των κεράτων, της κεφαλής και του λαιμού 105.
Στην ΠΜ ΙΙ – ΙΙΙ περίοδο εμφανίζονται τα πρώτα πήλινα ρυτά βοοειδών, κυρίως σε τάφους της
Μεσαράς. Παραδείγματα από οικισμούς είναι τα ταυρόμορφα ζώδια από τη Μύρτο, Φούρνου

100
Davis 1987: 69, 127, 131, 135, εικ.6.7˙ Εκπαιδ. Ελλ. Εγκυκλοπαίδεια 1991, τομ. 11: 14.
101
Brock 1987: 63. Ο βους ο πρωτογενής ήταν μεγάλων διαστάσεων με ύψος περ. 2μ. και βάρος πάνω από 1
τόνο. Το αρσενικό είχε καστανό ως σχεδόν μαύρο τρίχωμα, μακριά και καμπύλα κέρατα, ενώ το θηλυκό είχε
μικρότερο μέγεθος και κέρατα, με καστανοκόκκινο τρίχωμα (Maas 2011: λήμμα ‘Aurochs - Bos primigenius’).
102
Ο Jarman αναφέρει ότι τα λιγοστά δείγματα οστών από την Κνωσό δεν μπορούν να καθορίσουν με
ακρίβεια εάν ανήκουν σε εξημερωμένα βοοειδή (1996: 213). Ο Younger αναφέρει ότι δείγματα οστών Bos
primigenius εντοπίσθηκαν στα Χανιά και κατατάσσει τα ζώα σε τοιχογραφίες και σφραγιστικά δακτυλίδια στο
άγριο είδος, ενώ τα βοοειδή στις σφραγίδες και τη σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας στο εξημερωμένο (1995: 508,
βλ. σημ. 7).
103
Π.χ. Zeimbeki 2006: 29-30.
104
Evans 1921: 44, εικ.4a-b˙1964: 238, εικ.60.23-24, Vanschoonwinkel 1996, αρ.κατ. 147.
105
Warren 1972: 219-22, εικ.95.
23
Κορυφή106 με γραπτή διακόσμηση και τα πήλινα ειδώλια βοοειδών της ΠΕ ΙΙ περιόδου από τις
Λιθαρές Βοιωτίας107 (Πίν.1.2). Τη μορφή καθήμενου ταύρου έχει ζωομορφική σφραγίδα από το
θολωτό τάφο του Πλατάνου (Πίν.1.3). Άνθρωποι και βοοειδή σε παραστάσεις συνυπάρχουν για
πρώτη φορά στην Προανακτορική και στην πρώιμη Παλαιοανακτορική περίοδο σε ταφικό περιβάλλον.
Πήλινα ρυτά, ένα από την Κουμάσα και ένα από το Πορτί (Πίν.1.4, 1.5), απεικονίζουν μικρές
ανθρώπινες μορφές, πιθανότατα νεαρές ανδρικές να κρέμονται από τα κέρατα και την κεφαλή του
ταύρου σε σκηνές σύλληψης του ζώου108.

1.2.2 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Στην Προανακτορική περίοδο κυριαρχεί ο ταύρος, το βόδι ή η αγελάδα μεμονωμένος, ιστάμενος ή
καθήμενος ή με μία ή περισσότερες μορφές να κρέμονται από τα κέρατα και το λαιμό του στην
πλαστική και με ελάχιστα παραδείγματα εικονογράφησής του στη σφραγιδογλυφία. Στην πρώτη
περίπτωση που αφορά ειδώλια και ρυτά από τον οικισμό της Μύρτου, το ζώο κοσμείται με γραπτές
ταινίες που μπορεί να απεικονίζουν ζυγό109. Αν η υπόθεση αυτή ισχύει, τότε με εικονικό τύπο 110,
σημαίνεται η δράση του οικόσιτου ζώου (υποζύγιο) από τον πομπό. Όσον αφορά τις σφραγίδες στην
Προανακτορική περίοδο, ο J. Younger αναφέρει ότι είναι πιθανό να αποτελούσαν προσωπικά
αντικείμενα/κοσμήματα με περιορισμένη γραφειοκρατική χρήση, που χρησίμευαν και ως φυλακτά,
προστατεύοντας τον κάτοχό τους111, εν ζωή και μετά θάνατον, υπόθεση που ενισχύεται στο
συγκεκριμένο παράδειγμα, αφού αποτελεί ταφικό κτέρισμα. Η επιλογή του θέματος του βοοειδούς, σε
συνδυασμό με το πολύτιμο υλικό του σε σφραγίδες (ελεφαντόδοντο 112) ίσως εξυπηρετεί
σημασιολογικά την πρόθεση του πομπού - κατόχου της σφραγίδας να προβάλλει οικονομική δύναμη
και κοινωνικό κύρος, συνδυάζοντας το πολυτελές υλικό με τη μορφή ενός πολύτιμου, οικονομικά
ζώου.
Η πρωιμότερη συνύπαρξη ανθρώπων και βοοειδών στην τέχνη αποτυπώνεται στα ρυτά που βρέθηκαν
μέσα ή κοντά σε θολωτούς προανακτορικούς τάφους της Μεσαράς, σε ένα στιγμιότυπο από την
προσπάθεια σύλληψης του ζώου. Σημασιολογικά, στα πλαστικά ρυτά ο ταύρος απειλεί (μεγάλο
μέγεθος – κέρατα) και συγχρόνως υποτάσσεται (δίχτυ – αναβάτες). Ο J. Younger αναγνωρίζει
αυθόρμητες εκδηλώσεις νεανικής επίδειξης δύναμης, σε ένα πρώιμο στάδιο στην ιστορία των
ταυροκαθαψίων που σχετίζονταν με τις κοινοτικές ταφικές πρακτικές και που ίσως τελούνταν και
στους υπαίθριους χώρους των θολωτών τάφων113. Οι πλακοστρωμένοι χώροι όμως γύρω από τους
θολωτούς τάφους είναι μικρού μεγέθους και ο ταύρος, ασχέτως εάν είναι άγριος ή οικόσιτος, όταν
βρεθεί σε θορυβώδες περιβάλλον 114, γίνεται επιθετικός και απειλεί ανθρώπους και κτίσματα.
Οργανωμένα ταυροκαθάψια σημαίνουν ότι ο ταύρος έχει ήδη συλληφθεί και υποταχθεί και
μεταφερόταν στα νεκροταφεία για να πάρει μέρος σε αθλοπαιδιές.
Για τη Ν. Μαρινάτου το κυνήγι του ταύρου είναι τελετουργικό, άρα και τα πλαστικά συμπλέγματα-
ρυτά έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα: πρώτον, εξαιτίας των ταφικών τόπων εύρεσης, δεύτερον, λόγω
του ιδιαίτερα μεγαλόσωμου, συγκριτικά με τον/τους αναβάτη/τες, ζώου και τρίτον, του διχτιού πάνω
στη ράχη τους115.

106
Warren 1972: 60, 220, Πίν.73.
107
Tζαβέλλα-Evjen 1984: εικ. 83α-ε
108
Τα ρυτά της Κουμάσας βρέθηκαν στην περιοχή Δ, ανάμεσα στους Θολωτούς Α, Γ και Ε. Ο ανασκαφέας
αναφέρει ότι τα αντικείμενα δεν διέφεραν από αυτά που ήταν μέσα στους τάφους και πιθανώς: 1) ανήκαν σε
ταφικά κτήρια που είχαν καταστραφεί, 2) προήλθαν από καθαρισμό των τάφων σε μεταγενέστερη περίοδο 3)
αποτελούν υπολείμματα τελετουργιών (Xanthoudides 1924: 33, 39-44˙ Branigan 1998: 24, Πίν.1.6, αρ.4115 -
4117). Το ρυτό από το Πορτί βρέθηκε εντός του θολωτού τάφου, όπου είχε αποτεθεί ως κτέρισμα (Xanthoudides
1924: 40).
109
Warren 1972: 219-22.
110
Chandler 2002.
111
Younger 1977: 148˙ Karytinos 1998: 85.
112
Το ελεφαντόδοντο εισάγεται πιθανώς από την Αίγυπτο, για το υλικό και τη χρήση του γενικότερα, βλ.
Krzyszkowska (1988˙1989).
113
Younger 1977: 509. Παρόμοια άποψη αναφέρει η Soar 2009: 18
114
Στις ταφές και τις τελετές λογικά θα συγκεντρώνονταν πολλοί ανθρώπων και οι δράσεις τους (μουσική,
φωτιά), θα ερέθιζαν ακόμη περισσότερο το ζώο.
115
Η μελανή γραμμική διακόσμηση στον ανοιχτόχρωμο πηλό αποδίδει δίχτυ (Marinatos 1989: 25).
24
Πως σχετίζονται όμως τα ρυτά με το συγκεκριμένο αρχαιολογικό περιβάλλον; Πρόκειται για
αντικείμενα με τελετουργική χρήση116; Οι πομποί και οι δέκτες του μηνύματος, όταν χρησιμοποιείται
το ρυτό - μέσον, είναι οι συμμετέχοντες στην τελετή. Μετά τη χρήση ή τις χρήσεις του117 στη ζωή ή σε
ταφικές τελετές, τα ρυτά συνόδευαν τους νεκρούς ως κτερίσματα. Σε αυτή την περίπτωση γεννιούνται
νέα ερωτήματα: ποιός δικαιούται να λαμβάνει ένα τέτοιο κτέρισμα; Μήπως κάποιος που σκοτώθηκε σε
μια προσπάθεια σύλληψης ταύρου; Όποια και αν είναι η ‘’βιογραφία’’ των ταυρόμορφων ρυτών,
απεικονίζουν μια σημαντική δράση σε ιδεολογικό ή/και θρησκευτικό επίπεδο, που επιλέχθηκε για να
αποτυπωθεί σε τελετουργικά αγγεία προορισμένα για ένα φορτισμένο συναισθηματικά περιβάλλον,
όπως ο τάφος. Ερωτήματα όπως το αν ο θάνατος ενός μέλους της κοινότητας ήταν αφορμή για τη
σύλληψη ή και τη θυσία του ζώου, εάν κατανάλωναν το κρέας του και χρησιμοποιούσαν το αίμα του
για τις χοές, παραμένουν αναπάντητα για την Προανακτορική περίοδο.
Στην Προανακτορική περίοδο, τα βοοειδή, οικόσιτα ή άγρια, εμφανίζονται στους λιγοστούς, γνωστούς
έως τώρα, χώρους οίκησης και σε τάφους. Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα τους ήταν παρούσα στην
καθημερινή ζωή των ανθρώπων, στην τέχνη τους και στις ταφικές κοινοτικές συνάφειες. Θα μπορούσε
κανείς να υποθέσει ότι οι αναπαραστάσεις των βοοειδών απορρέουν από την οικονομική
σπουδαιότητα, αλλά και τη φυσική δύναμη τους: τα βοοειδή διευκολύνουν τις γεωργικές εργασίες,
παρέχουν το δέρμα, την κοπριά, τα κέρατα τους. Όμως, τα ειδώλια αυτά δεν αποτυπώνουν κάποια
λεπτομέρεια που να μεταδίδει σχετικό σημαινόμενο, αλλά από την άλλη, η μορφή ενός βοοειδούς
χωρίς διαφοροποιητικές λεπτομέρειες κάλλιστα θα μπορούσε να προβάλλει ποικίλα μηνύματα.
Ο ταύρος εξασφαλίζει την αναπαραγωγή άρα και τη συνέχιση της ζωής του κοπαδιού. Όταν λοιπόν
‘’συλλαμβάνεται’’ στα ρυτά από ακροβάτες το σημαινόμενο ίσως να αφορά τη μεταβίβαση αυτής της
αναγεννησιακής δύναμης του ζώου στους ανθρώπους που καταφέρνουν να το δαμάσουν, μια δύναμη
απαραίτητη ψυχολογικά όταν θάβουν ή θυμούνται τελετουργικά τους νεκρούς τους. Κατά την ύστερη
προανακτορική περίοδο που θα σημειώνονταν λογικά κοινωνικές προστριβές για αύξηση της επιρροής
των τοπικών ελίτ, αυτή η έκφραση της επικράτησης πάνω στο ισχυρό ζώο, μέσω των ρυτών,
αποτέλεσε ενδεχομένως κατάλληλο κτέρισμα για απόθεση σε νεκροταφεία, όχι μόνο για λόγους
ψυχικής ανάτασης αλλά και ίσως, επειδή τα μέλη της οικογένειας, του γένους ή και της κοινότητας
επικοινωνούσαν με την προβολή των κτερισμάτων πριν την απόθεσή τους, την επιρροή και το κύρος
τους στον περίγυρο τους.

1.3 ΠΑΛΑΙΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ΜΜ ΙΒ – ΜΜ ΙΙΒ): ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Στην Παλαιοανακτορική περίοδο οι απεικονίσεις βοοειδών πληθαίνουν και παρατηρείται
διαφοροποίηση ως προς τις μορφές τέχνης και των επιμέρους χαρακτηριστικών τους. Από την ΜΜ ΙΒ
περίοδο, ειδώλια βοοειδών ανατίθενται σε ιερά κορυφής (Πίν.1.6, 1.12), σε ιερά από ανακτορικούς
χώρους, όπως το Δωμάτιο IL στο ιερό της Κατώτερης Δυτικής αυλής της Φαιστού (Πίν.1.8) και σε
τάφους, όπως για παράδειγμα στο Μόχλο (Πίν.1.14). Ειδώλιο βοοειδούς στο εσωτερικό λοπάδας
βρέθηκε σε οικία του Παλαίκαστρου (Πίν.1.9). Ιδιαίτερα είναι τα παλαιοανακτορικά αμφικέφαλα
ειδώλια βοοειδών από τα ιερά κορυφής του Βρύσινα και του Τραόσταλου (Πίν.1.13). Τέλος, πλαστικά
συμπλέγματα με ανθρώπινη μορφή που κρατά το ζώο από τα κέρατα, όμοια των αντίστοιχων της προ-
ανακτορικής, βρέθηκαν σε οικίες στα Μάλια και στο ιερό κορυφής του Γιούχτα (Πίν.1.19). Σε
ανάγλυφη απεικόνιση όρθιου ταύρου σε καδόσχημο καμαραϊκό αγγείο από το ιερό στα Ανεμόσπηλια
Αρχανών, το ζώο βρίσκεται ανάμεσα σε γραπτή φυτική διακόσμηση (Πίν.1.10). Στη μικρογλυπτική ο
ταύρος ή η αγελάδα απεικονίζεται άλλοτε μεμονωμένος/η και ιστάμενος/η π.χ. σε σφραγίδες από το
Quartier Gamma στα Μάλια και από τη Φαιστό (Πίν.1.7, 1.11), και άλλοτε σε συνδυασμό με ακόντιο
σε σκηνές τραυματισμού (Πίν.1.15), με αρχιτεκτόνημα (Πίν.1.16), με δύο ασπίδες (Πίν.1.17) και με
δικτυωτό μοτίβο που πιθανώς απεικονίζει δίκτυ (Πίν.1.18).

116
Koehl 2006.
117
Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε το είδος του υγρού (κρασί, νερό, αίμα, κτλ.), που έρρεαν από τα ρυτά για να
συγκροτήσουμε μια συνολικότερη εικόνα της χρήσης τους και της αίσθησης που θα προκαλούσε στους θεατές.
25
1.3.1. ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Όταν ένα ειδώλιο βοοειδούς αποδίδεται σε εικονικό τύπο, μιμείται δηλαδή επακριβώς το σημαινόμενο,
τότε το μήνυμα που μεταδίδεται είναι αυτό της πρωταρχικής, ουσιαστικής έννοιας του ζώου. Έτσι το
ζώδιο αντιπροσωπεύει ολόκληρο το είδος (βόδια, ταύρους, αγελάδες και τα κοπάδια). Εάν ο πομπός
του μηνύματος, π.χ. αυτός που αφιερώνει ένα ειδώλιο σε ιερό χώρο, και στην συγκεκριμένη περίοδο
στα ιερά κορυφής, είναι κτηνοτρόφος τότε πιθανώς αυτό υποκαθιστά την προσφορά/θυσία του
πραγματικού ζώου118 που θα ήταν αναμφίβολα οικονομικά πιο ζημιογόνα. Εάν απέδιδαν δυνάμεις στα
ζώα119, τότε το ζητούμενο ίσως να ήταν η προστασία των κοπαδιών, ή η γονιμότητα για τα ζώα και για
ολόκληρη τη φύση, μέσω της απεικόνισης του αρσενικού που γονιμοποιεί και του θηλυκού που γεννά.
Ενδεχομένως, ο συμβολισμός των ειδωλίων βοοειδών να μην ήταν πάντα ο ίδιος, αλλά να
παραλλάσσονταν ανάλογα με την περιοχή, αναλογικά με τη σημασία της κτηνοτροφίας. Μπορεί ακόμη
και να άλλαζε με την προσφορά διαφοροποιημένων ειδωλίων, π.χ. μεγαλύτερου ή μικρότερο
μεγέθους120 ώστε να ενέχουν ποικιλία συμβολισμών, πιθανόν και κοινωνικών διαβαθμίσεων των
αφιερωτών121. Μια ξεχωριστή, σπάνια κατηγορία ειδωλίων από ιερά κορυφής είναι τα αμφικέφαλα
παραδείγματα από τον Βρύσινα και τον Τραόσταλο, με τα οποία υποστηρίζεται ότι: «ο αναθέτης έδινε
έμφαση στην υλοποίηση της επίκλησης που απηύθυνε στη θεϊκή δύναμη»122. Η διπλή κεφαλή
βοοειδούς σημειολογικά θα μπορούσε να σημαίνει έμφαση αλλά και πλήθος άλλων συμβολισμών,
όπως π.χ. μια ιδιαίτερη θεϊκή μορφή του ζώου.
Στη ΜΜ ΙΙ περίοδο χρονολογούνται τρία ρυτά με γραπτή διακόσμηση καμαραϊκού ρυθμού που
βρέθηκαν στη Φαιστό (Πίν.1.8), ενώ πλαστικές κεφαλές ταύρων από ρυτά εντοπίστηκαν σε οικίες της
ίδιας εγκατάστασης123. Συνεχίζεται η παράδοση των ρυτών με μορφή βοοειδών της Προανακτορικής
περιόδου (Πίν.1.2), που διακοσμούνται πλέον με τον καμαραϊκό ρυθμό. Με χρώμα αποδίδεται κατά
κανόνα υφασμάτινο κάλυμμα. Πρόκειται για δίχτυ, οπότε το ζώο είναι παγιδευμένο, όπως στις σκηνές
σύλληψης των ταυρόσχημων ρυτών από την Κουμάσα και το Πορτί; Εάν είναι κάλυμμα, τότε το ζώο
απεικονίζεται στολισμένο, αντανακλώντας μάλλον μια τελετουργική πρακτική. Αναλόγως, στο ΜΜ ΙΒ
ρυτό από τον Τάφο ΧΙ του νεκροταφείου του Μόχλου (Πίν.1.14), η γραπτή διακόσμηση περιλαμβάνει
ταινίες και κύκλους στην κεφαλή και το σώμα του ζώου που μοιάζει να αποδίδει ελαφρύ διχτυωτό,
ενώ στα πόδια οριζόντιες ταινίες ίσως αντιστοιχούν σε σκοινί124, οπότε πρόκειται για ταύρο που
συλλαμβάνεται. Αναφερόμαστε σε ταύρο καθώς είναι εμφανή τα ευμεγέθη κέρατα που ξεκινούν από
το κρανίο του ζώου που όμως δεν αποδίδονται σε όλο τους το μήκος. Η απουσία των κεράτων δεν
οφείλεται σε αποκοπή τους, είχε αποδοθεί έτσι πριν την όπτηση του 125. Πιθανώς και η απουσία των
κεράτων και από τα ρυτά της Φαιστού να μην οφείλεται σε μεταγενέστερη καταστροφή του σημείου
αυτού στο ειδώλιο, αλλά να ήταν επίσης ηθελημένη.
Το πριόνισμα των άκρων δείχνει ότι το ζώο ήταν εξημερωμένο126 αλλά και την πρόθεση να
εξουδετερωθεί ο κίνδυνος προς τους χειριστές των ζώων. Εφόσον το μέσο που χρησιμοποιείται είναι
το τελετουργικό ρυτό, μήπως το υγρό της σπονδής ήταν το αίμα των ταύρων που θυσιάζονταν με
κομμένα κέρατα, σε ταφικά συμφραζόμενα (Μόχλος) ή σε τελετές σε ιερούς χώρους (Φαιστός); Αίμα
ταύρου περιείχε το καδόσχημο αγγείο καμαραϊκού ρυθμού με πλαστική διακόσμηση του ιστάμενου
βοοειδούς, από τα Ανεμόσπηλια Αρχανών κατά τον ανασκαφέα (Πίν.1.10) 127. Η εικονική αποτύπωση
του βοοειδούς, εάν πράγματι συνδυαζόταν με το αίμα του ζώου, υπόθεση που μόνο η τεχνολογία

118
Πλάτων 1951: 157.
119
Ο Peatfield (2000: 12-13) αναφέρει ότι η έμφαση στη δήλωση του φύλου σε ειδώλια από το ιερό των
Ατσιπάδων υποδηλώνει τη σημασία που είχε το φύλο για το συμβολισμό τους.
120
Βρίσκονται, συνήθως μικρών διαστάσεων ειδώλια ύψους έως 20 εκ., αλλά και 50 εκ. (ιερό Μαζά, Πλάτων
1951: 112) ή 80 εκ. π.χ. στα ιερά κορυφής του Κόφινα και του Βρύσινα (Δαβάρας 1974: 210-213).
121
Zeimbeki 2004: 359-360.
122
Παπαδοπούλου – Τζαχίλη 2010: 454, εικ.10, σημ.5.
123
Betancourt 1985: Πίν. 8Ε.
124
Ο Soles (1992: 94-97) θεωρεί ότι απεικονίζεται δίκτυ με το οποίο παγιδεύεται ο ταύρος πριν λάβει μέρος
σε θρησκευτικές τελετουργίες.
125
Koehl 2006: 74-75.
126
Younger 1995: 509-510.
127
Σακελλαράκης 1991: 549-562, εικ. 553-56.
26
μπορεί να επιβεβαιώσει με την ανάλυση των υπολειμμάτων στα ρυτά και το αγγείο των Αρχανών, θα
προκαλούσε ισχυρή εντύπωση στους θεατές/δέκτες της.
Διαφορετική είναι η απεικόνιση του ολόγλυφου ταύρου μέσα σε κύπελλο (Πίν.1.9) που βρέθηκε σε
οικία στο Παλαίκαστρο128, ενώ ιστάμενος ταύρος (Πίν.1.7) και αγελάδα (Πίν.1.11) αποδίδονται σε
σφραγίδα και σφράγισμα από τα Μάλια και τη Φαιστό αντίστοιχα, σε εικονικό τύπο.
Ο συσχετισμός των βοοειδών και πιο συγκεκριμένα των ταύρων, με φέροντα αντικείμενα είναι
ποικίλος στην Παλαιοανακτορική περίοδο. Σε σφράγισμα από την Φαιστό αποδίδεται ιστάμενος
ταύρος ανάμεσα σε οκτώσχημες ασπίδες (Πίν.1.17), ένα αφύσικο περιβάλλον για το θηλαστικό. Είναι
πιθανό να χρησιμοποιούνταν η δορά των βοοειδών για την κατασκευή των ασπίδων αυτών από την
Παλαιοανακτορική περίοδο129 και έτσι να εξηγείται η παρουσία των τόσο δύο διαφορετικών στοιχείων
μαζί. Ταύρος εφορμών απεικονίζεται μεταξύ πριονωτών μοτίβων που υποδηλώνουν ίσως οδοντωτή
επίστεψη κτίσματος, σε δύο διαφορετικά σφραγίσματα από τη Φαιστό 130 (Πίν.1.16). Θα μπορούσαν
άραγε τα μοτίβα αυτά να απεικονίζουν επίστεψη δημόσιων – ανακτορικών ίσως κτηρίων και να
αποτυπώνουν ένα σημαινόμενο σχετικό με τα πρώτα ανάκτορα;
Η ανθρώπινη δράση σε σχέση με τον ταύρο στη ΜΜ εποχή είναι άμεση και έμμεση. Από τα Μάλια
προέρχεται ένα ΜΜ Ι-ΙΙ πήλινο σύμπλεγμα ταύρου με ανδρική μορφή (Πίν.1.19), που κρατά το ζώο
από το δεξί κέρατο, μια στάση που θυμίζει τα πρωϊμότερα ρυτά από την Κουμάσα και το Πορτί. Δεν
είναι γνωστό αν ανήκει σε κάποιο οικιακό ιερό ή ήταν αποθηκευμένο, αφού το κτήριο όπου βρέθηκαν
είναι αδημοσίευτο131. Έμμεση ανθρώπινη δράση (κυνήγι) μαρτυρείται σε σκηνή τραυματισμού
βοοειδούς από δόρυ (Πίν.1.15) σε σφραγίδα-κτέρισμα σε τάφο στην Κνωσό και σε ΜΜ ΙΙ–ΙΙΙ
παράσταση ταύρου σε σφραγίδα (Πιν.1.18), όπου το ζώο συσπάται έντονα μπροστά από δικτυωτό
θέμα που συμβολίζει πιθανότατα δίχτυ και πρόκειται ενδεχομένως για σκηνή σύλληψης.
Συμπερασματικά, στην τέχνη της Προανακτορικής και της Παλαιοανακτορικής περιόδου, τα βοοειδή
μεμονωμένα έχουν τη μορφή ειδωλίων, πλαστικών ρυτών, σφραγισμάτων και προέρχονται από
οικισμούς, αποθηκευτικούς και λατρευτικούς χώρους ανακτόρων, νεκροταφεία και ιερά κορυφής.
Είναι πιθανό τα ειδώλια που βρέθηκαν σε ένα οικιστικό, αποθηκευτικό context να προορίζονταν για
άλλο περιβάλλον, π.χ. να φυλάσσονταν πριν κατατεθούν ως αφιερώματα ή κτερίσματα, άρα δεν
γνωρίζουμε με βεβαιότητα εάν ο χώρος εύρεσης ήταν και ο τελικός χώρος επίδειξης του μηνύματος -
σημαινόμενου των πομπών. Από την άλλη τα νεκροταφεία και τα ιερά κορυφής αποτελούν τους
χώρους της τελικής φάσης χρήσης των τεχνέργων, δηλαδή της απόθεσης. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι
στα ιερά κορυφής, τους κατεξοχήν χώρους αγροτικής/κτηνοτροφικής λατρείας, τα ειδώλια
μεμονωμένων βοοειδών σηματοδοτούν τη θρησκευτική – τελετουργική διάσταση του ζώου που
ανατίθεται ίσως ως αφιέρωμα, προσφορά, μέσο επίκλησης, ομοίωμα θεότητας ή κάτι άλλο.
Και στα νεκροταφεία όμως παρατηρείται μια σύνδεση συγκεκριμένου τύπου απεικόνισης με
συγκεκριμένο χώρο: το βοοειδές, πιθανότατα ταύρος, συλλαμβάνεται, καλύπτεται με δίκτυ,
τραυματίζεται ή συσχετίζεται με ανθρώπινες μορφές πάλι στο θέμα της σύλληψης. Το σημαινόμενο
αφορά μια προσπάθεια επιβολής δύναμης: Ο άνθρωπος υποτάσσει το πιο επικίνδυνο είδος ζώου στο
νησί, πιθανώς για να το θυσιάσει στη συνέχεια 132 και αφιερώνει τη σχετική απεικόνιση σε ένα χώρο
όχι μόνο ταφής των νεκρών αλλά και προβολής της δύναμης των ζωντανών σε μια εποχή κοινωνικών
ζυμώσεων, κατά την περίοδο των πρώτων ανακτόρων.

1.4 ΝΕΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ΜΜ ΙΙΙΑ – ΥΜ ΙΒ): ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Στα τέλη της Παλαιοανακτορικής περιόδου σημειώνονται μεγάλες καταστροφές στην Κνωσό, τη
Φαιστό, τα Μάλια και αλλού. Αν και στη ΜΜ ΙΙΙ διατηρούνται ορισμένες μορφές του υλικού
πολιτισμού της προηγούμενης περιόδου, στο τέλος της ΜΜ ΙΙ εγκαταλείπονται πολλές

128
Ο Evans (1921: 181) αναφέρει ότι έχει αναθηματικό σκοπό με πολλά παράλληλα από την Αίγυπτο.
129
Για Ύστερη Εποχή του Χαλκού υπάρχουν πληροφορίες για τη χρήση του δέρματος των βοοειδών στην
κατασκευή ασπίδων σε πινακίδες της Γραμμικής Β από το Ανάκτορο της Κνωσού (Loughlin 2004: 184).
130
Μετά το σφράγισμα CMS II 5, 165, το συγκεκριμένο θέμα έχει τα περισσότερα παραδείγματα. Ο Hallager
το χαρακτηρίζει ως την «πρώτη ξεκάθαρη σκηνή ταυροκαθαψίων» (1995: 550, σημ.29), χωρίς όμως πουθενά να
υπονοείται έστω το δεύτερο απαραίτητο στοιχείο της, ο ταυροκαθάπτης.
131
Σίκλα 2003: 378, σημ. 17-18.
132
Παπαποστόλου 1977: 35-43.
27
Παλαιοανακτορικές συνήθειες133. Ένας αριθμός από ιερά σπήλαια και τα λίγα τελευταία ιερά κορυφής
εγκαταλείπονται ως την ΥΜ ΙΒ134, ενώ ανοικοδομούνται τα ανάκτορα με νέα χαρακτηριστικά135. Οι
αλλαγές αυτές επηρέασαν τον υλικό πολιτισμό, καθώς εκτός από τα ειδώλια, τα ρυτά, τις σφραγίδες
που συνεχίζουν με διαφοροποιημένο θεματολόγιο, εμφανίζονται οι τοιχογραφίες, τα μετάλλινα
σφραγιστικά δακτυλίδια, τα λίθινα και ελεφάντινα αγγεία και διακοσμητικά αντικείμενα136.
Τα βοοειδή έχουν μια σημαντική θέση σε όλες τις παραπάνω εκφάνσεις της τέχνης, όχι μόνο στην
Κρήτη, αλλά και σε άλλες σύγχρονες Αιγαιακές εγκαταστάσεις, όπως στο Ακρωτήρι στη Θήρα και
στις Μυκήνες. Τα δεδομένα του Πίνακα 2 θα παρουσιαστούν συνοπτικά με κύριο άξονα το θέμα –
δράση μεμονωμένων βοοειδών, με άλλα ζώα και με ανθρώπινες μορφές.

1.4.1. ΒΟΟΕΙΔΗ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΑ


Τα πήλινα ειδώλια μεμονωμένων βοοειδών εμφανίζουν μια συνέχεια από τις προηγούμενες περιόδους.
Προέρχονται από όψιμα στρώματα ιερών κορυφής, σπήλαια, ΜΜ ΙΙΙ – ΥΜ Ι οικιακά και ανακτορικά
ιερά (Πίν.2.1). Πλαστικά ρυτά ιστάμενων ταύρων συναντώνται σε οικισμούς και νεκροταφεία
(Πίν.2.4), ενώ πήλινα ζώδια της ΥΚ Ι περιόδου είναι γνωστά και στο Ακρωτήρι της Θήρας (Πίν.2.8).
Τα ειδώλια βοοειδών αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα και της αλλαγής στο υλικό που
σημειώνεται στην νεοανακτορική περίοδο: είναι το συνηθέστερο είδος χάλκινων ειδωλίων από
λατρευτικούς χώρους, όπως σπήλαια, ιερά κορυφής και οικιακά ιερά 137 (Πίν.2.1).
Στις σφραγίδες και τα σφραγίσματα από την ΥΜ Ι κ.ε, το θεματολόγιο των βοοειδών εμπλουτίζεται με
νέες στάσεις και δράσεις: ο ταύρος καλπάζει (Πίν.2.3, 2.6), κάθεται (Πίν.2.5), μυρίζει το χώμα 138 ή
ξύνεται (Πίν.2.2), ενώ απεικονίζονται και μοσχάρια 139 να συστρέφουν το σώμα (Πίν.2.7). Ταύροι
ιστάμενοι, καθήμενοι, σε καλπασμό ή που γλύφουν το πόδι, απεικονίζονται σε σφραγίδες και
σφραγίσματα από τάφους στις Μυκήνες και το Βαφειό (Πίν.2.9 έως 2.12), ενώ ιδιαίτερο είναι το ΥΕ ΙΙ
χρυσό ζώδιο, καθήμενου ταύρου με δισκάρια στα κέρατα που βρέθηκε σε θαλαμοειδή τάφο των
Μυκηνών (Πίν.2.13).
Βοοειδή μεμονωμένα απεικονίζονται σε συνδυασμό με ποικίλα αντικείμενα σε ρυτά και κυρίως
σφραγίδες και σφραγίσματα. Πλαστικά ρυτά με ένδυμα/δίχτυ και κομμένα κέρατα προέρχονται από τη
Ψείρα και το Μόχλο (Πίν.2.16) και χρονολογούνται στην ΥΜ ΙΑ σε ένα τύπο με παράδοση από τη
ΜΜ ΙΒ – ΙΙΑ (Πίν.1.8, 1.14). Στη μικρογλυπτική, οι ταύροι συνδυάζονται με φυτικό κόσμημα
(Πίν.2.21), ενώ αρκετά παραδείγματα της ΥΜ Ι τους απεικονίζουν να εγκλωβίζονται σε δίχτυ
(Πίν.2.19), να τραυματίζονται από δόρυ (Πίν.2.20), σε συνδυασμό με οκτώσχημη ασπίδα (Πίν.2.18,
2.22) και με αρχιτεκτονικά στοιχεία (κιονόκρανο Πίν.2.15, γείσο με διακόσμηση συνεχούς τρέχουσας
σπείρας (Πίν.2.17). Τέλος, από την ΥΜ ΙΙ – ΙΙΙΑ1, ο ταύρος απεικονίζεται πάνω σε τράπεζα θυσιών
(Πίν.2.23). Ανάλογα παραδείγματα απεικονίσεων είναι γνωστά από θέσεις εκτός Κρήτης. Έτσι, ρυτό
ταύρου με δίχτυ προέρχεται από το Ακρωτήρι Θήρας (Πίν.2.24) και σφραγίδες με ταύρο με φυτική
διακόσμηση (Πίν.2.28), με δόρυ (Πίν.2.25), με δίχτυ (Πίν.2.26) και πάνω σε τράπεζα θυσιών βρέθηκαν
σε τάφους στις Μυκήνες, στο Ρούτσι και την Αργολίδα της ΥΕ Ι - ΥΕ ΙΙΑ1 περιόδου.

1.4.2 ΒΟΟΕΙΔΗ ΜΕ ΖΩΟ/Α


1.4.2.Α. ΒΟΟΕΙΔΕΣ ΜΕ ΒΟΟΕΙΔΕΣ
Στη Νεοανακτορική περίοδο εμφανίζεται για πρώτη φορά στα πλακίδια από φαγεντιανή από τα Ιερά
Θησαυροφυλάκια της Κνωσού, σκηνές θηλασμού μικρού μοσχαριού από αγελάδα (Πίν.2.29).
Εντοπίζεται, επίσης, σε χάλκινο ειδώλιο (Πίν.2.32) και σφραγίδες (Πίν.2.39) της ΥΜ ΙΙ έως την ΥΜ

133
Treuil et al. 1996: 246.
134
Από τα 25 συστηματικά διερευνημένα ιερά κορυφής της Παλαιοανακτορικής περιόδου, μόνο οκτώ
συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στη Νεοανακτορική, με σημαντικές αλλαγές. Σχετική συζήτηση στο Peatfield
1987.
135
Μεγαλύτερος έλεγχος στην πρόσβαση, μείωση αποθηκευτικών χώρων και αύξηση των χώρων
αφιερωμένων σε τελετουργικές δραστηριότητες (Rehak & Younger 2001: 395).
136
Treuil et al. 1996: 317.
137
Γενικά για τα χάλκινα ζωόμορφα ειδώλια βλ. Pilali-Papasteriou 1985.
138
Ο Evans αναφέρει ότι μυρίζει ίχνη αγελάδας (1928: 188).
139
Γενικά για την απεικόνιση μόσχων βλ. Loughlin 2004.
28
ΙΙΙΒ περίοδο140. Ενώ μοσχαράκι απεικονίζεται δίπλα στη μητέρα του (Πίν.2.40) σε σφράγισμα από την
Κνωσό. Άλλο θέμα είναι ο συνδυασμό βοοειδών δίπλα σε κίονα (Πίν.2.37) ή καθήμενοι (Πίν.2.38) σε
σφραγίδες και σφραγίσματα. Στην Πελοπόννησο συνεχίζεται η εικονογραφική παράδοση της σκηνής
θηλασμού (Πίν.2.43), αλλά και των ιστάμενων (Πίν.2.46) και καθήμενων βοοειδών (Πίν.2.44, 2.45) σε
σφραγίδες και σφραγίσματα από τις Μυκήνες και το Βαφειό.

1.4.2.Β. ΒΟΟΕΙΔΕΣ ΜΕ ΑΛΛΟ ΖΩΟ


Βοοειδή στην εικονογραφία συναντιούνται με άλλα χερσαία θηλαστικά, όπως οι αίγες και τα
λιοντάρια, αλλά και με ένα έντομο, τη λιβελούλη. Έτσι, από τη Θήρα προέρχεται δίωτος πίθος της ΥΚ
Ι, που φέρει παράσταση ταύρου και αίγας που στέκονται σε πλούσιο φυτικό περιβάλλον (Πίν.2.41).
Στην κρητική μικρογλυπτική, από την ΜΜ ΙΙΒ κ.ε., τα λιοντάρια επιτίθενται σε βοοειδή 141 (Πίν.2.31,
2.36). Μια ιδιαίτερη σκηνή προέρχεται από ΥΜ Ι σφράγισμα της Ζάκρου και αποτυπώνει ένα ταύρο
σε βηματισμό και μια τεράστια λιβελούλα να πετά από πάνω του (Πίν.2.33). Στην Πελοπόννησο,
οικεία φαίνεται να είναι η σκηνή επίθεσης από λιοντάρι σε ταύρο, όπως εμφανίζεται σε σφραγίδες
(Πίν.2.47), αλλά και σε χρυσό, περίτμητο έλασμα από το λακκοειδή τάφο ΙΙΙ των Μυκηνών (Πίν.2.42).

1.4.2.Γ. ΒΟΟΕΙΔΕΣ ΜΕ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΖΩΟ


Σφίγγες, μινωικοί δαίμονες (genius) και γρύπες συγχρωτίζονται με ταύρους σε ποικίλες μορφές της
μινωικής εικονογραφίας. Σε ΜΜ ΙΙΙΒ–ΥΜ ΙΑ σπάραγμα τοιχογραφίας από το ανάκτορο της Κνωσού
αποδίδεται κεφαλή βοοειδούς δίπλα σε καθήμενη σφίγγα (Πίν.2.30), ενώ σε ΥΜ Ι σφράγισμα και
πλακίδιο από φαγεντιανή από την Κνωσό, γρύπας επιτίθεται σε ταύρο (Πίν.2.35). Σε σφράγισμα από
τη Ζάκρο (Πίν.2.34), σε βραχώδες τοπίο, ο μινωικός δαίμονας επιτίθεται με δόρυ σε ταύρο που
προσπαθεί να τον αντικρούσει με τα κέρατα.

1.4.3. ΒΟΟΕΙΔΕΣ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ/ΕΣ ΜΟΡΦΗ/ΕΣ


Οι άνθρωποι και τα βοοειδή συνδέονται άμεσα και έμμεσα στη νεοανακτορική εικονογραφία. Σε
απεικονίσεις ταύρων με δικτυωτή επικάλυψη, τραυματισμού τους από βέλος ή σε τράπεζα θυσιών, η
ανθρώπινη παρουσία υπονοείται. Ενώ, απεικονίζονται βοοειδή και άνθρωποι σε σκηνές πάλης,
σύλληψης και ακροβατικών, αλλά και σε κτηνοτροφικές σκηνές ανδρών δίπλα σε βόδια ή να αρμέγουν
αγελάδες. Σκηνές που εντάσσονται στον εικονογραφικό κύκλο των ταυροκαθαψίων 142 αποτυπώνονται
σε σφραγίδες και σφραγίσματα, ειδώλια, αγγεία, πλακίδιο και τοιχογραφίες (Πίν.2.48 - 2.64).
Παραστάσεις με θέματα ταύρου που εφορμά, μεταξύ θεατών και αρχιτεκτονικών προσόψεων
(Πίν.2.50), με δέντρα ελιάς και με ανθρώπινες μορφές (Πίν.2.52), και με ακροβάτες 143 (Πίν.2.64)
προέρχονται από διάφορα σημεία του ανακτόρου144. Από τη Δεξαμενή Καθαρμών της Αίθουσας του
Θρόνου προέρχεται ένα μοναδικό πλακίδιο από ορεία κρύσταλλο με παράσταση ταύρου και
ανθρώπινης μορφής σε σκηνή σύλληψης ή ταυροκαθαψίων (Πίν.2.57). Ακόμη, στο ανάκτορο βρέθηκε
το γνωστό ελεφάντινο σύμπλεγμα από τρεις τουλάχιστον ανθρώπινες μορφές και κεφαλή ταύρου
(Πιν.2.60)145. Σφραγίδες και σφραγιστικά δακτυλίδια με παράσταση ταυροκαθαψίων (Πίν.2.48), καθώς
και ελεφάντινη πυξίδα με σκηνή κυνηγιού (Πίν.2.51, 2.55, 2.56) εντοπίσθηκαν τόσο στο ανάκτορο της
Κνωσού, όσο και σε άλλες θέσεις στην Κρήτη και στο Ακρωτήρι της Θήρας, ενώ δεν λείπουν και οι
κτηνοτροφικές σκηνές με άνδρες και βόδια ή με αγελάδα σε σκηνή αρμέγματος (Πίν.2.62, 63) από την

140
Π.χ. Evans 1935: 553-558, Vanschoonwinkel 1996: αρ.κατ. 203-205. ΥΜ ΙΙΙΑ παράλληλα υπάρχουν σε
λαβές κατόπτρων από ελεφαντόδοντο από τον Μυκηναϊκό Περίβολο και από το Θολωτό τάφο Α στο Φουρνί
Αρχανών (Σακελλαράκης 1997: 732, εικ. 853-54).
141
Οι Hallager (1995: 552, σημ. 42) παρατηρούν ότι το θύμα δύσκολα θα μπορούσε να είναι ταύρος,
πιθανότερο είναι να απεικονίζονται αγελάδες και μοσχαράκια.
142
Γενικά για την εικονογραφία των ταυροκαθαψίων βλ. Evans 1930: 71-431˙Marinatos 1989: 23-32, σημ.1-
2˙ Hallager 1995: 549-553˙ Σίκλα 2003: 373-383.
143
Π.χ. Evans 1921: 369-376, 527-29, 1928: 310, 332-33, 599-610, 620-21, 674-77, 1930: 36-42.
144
Ενδεικτικά: Είσοδοι βόρειας, δυτικής, ΝΑ πλευράς, Δυτικό πρόπυλο, ΒΔ αποθέτες, Προθάλαμος της
Αίθουσας του θρόνου, Αποθήκη ΧΙΙΙ Δυτικής πτέρυγας, Ιδιωτικά διαμερίσματα – Θησαυροφυλάκιο, Κλειστός
Διάδρομος/ «Μεγάλη Ανατολική Αίθουσα», Υπόγειο με Υφαντικά Βάρη, Αυλή με τη Λίθινη Προχοή (Immerwahr
1990: 85-88, Shaw 1995: 97, εικ.8, Hallager 1995: 547-549, Younger 1995: 521-22, Σίκλα 2003: 381, Πίν. 1).
145
Πρόκειται για την πρώτη απεικόνιση του θέματος στη ΜΜ ΙΙΙ – ΥΜ ΙΑ (Evans 1930: 401-437).
29
Κνωσό και τους Αρμένους. Ταύροι πάνω σε τράπεζα θυσιών ανιχνεύονται σε σφραγίδες και
σφραγίσματα από την ΥΜ ΙΒ–ΙΙΙ περίοδο (Πίν.2.65) και την ΥΜ ΙΙΙΑ σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας
(Πίν.2.66). Από το Ακρωτήρι της Θήρας προέρχονται σκηνές ταυροκαθαψίων σε σφραγίσματα
(Πίν.2.67, Πίν.2.68) και σκηνή κοπαδιού βοοειδών στη μικρογραφική τοιχογραφία της Νηοπομπής
(Πίν.2.69). Στην Πελοπόννησο, ταύρος δέχεται επίθεση από λιοντάρια και άνδρα με δόρυ σε επιτύμβια
στήλη του Ταφικού Περιβόλου Β των Μυκηνών (Πίν.2.70), ενώ εξαιρετικές σκηνές σύλληψης ταύρων
αποτυπώνονται στα δύο χρυσά κύπελλα από τον τάφο του Βαφειού (Πίν.2.71). Τα δύο
αριστουργήματα της Κρητομυκηναϊκής μεταλλοτεχνίας βρέθηκαν μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα
στο θολωτό τάφο του Βαφειού Λακωνίας και σώζουν δύο από τις ωραιότερες σκηνές σύλληψης
ταύρων: στη μία η σύλληψη του ζώου γίνεται χωρίς τη χρήση βίας: τρεις ταύροι βόσκουν, ενώ ένας
άνδρας δένει το πόδι άλλου ταύρου την ώρα που αυτός ερωτοτροπεί με αγελάδα που αποτελεί το
δόλωμα. Στο δεύτερο κύπελλο, ένας από τους ταύρους εικονίζεται παγιδευμένος σε δίχτυ, άλλος
επιτίθεται στους δύο κυνηγούς και ένας τρίτος καταφέρνει να διαφύγει. Τα δύο κύπελλα θεωρούνται
έργο του ίδιου τεχνίτη, αν και το πρώτο φαίνεται ότι κατασκευάσθηκε με μεγαλύτερη επιμέλεια 146.
Τέλος, θυσία ταύρου αποτυπώνεται σε ΥΕ ΙΙ σφραγίδα από τις Μυκήνες (Πίν.2.72).

1.4.4 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Βοοειδές μεμονωμένο: Πήλινα ειδώλια και πλαστικά ρυτά βοοειδών συνεχίζουν να αποτελούν
αφιερώματα σε ιερά κορυφής, σπήλαια, οικιακά και ανακτορικά ιερά, οικισμούς και νεκροταφεία. Ο
Α. Peatfield αναφέρει ότι ο πλούτος και ο τύπος των αφιερωμάτων των ιερών κορυφής υποδεικνύει τη
μετάβαση από μια διευρυμένη, αγροτική σε μια κεντρικά, ελεγχόμενη, λατρεία 147. Παρόλο που η
άσκηση της μέσω των αφιερωμάτων λογικά θα αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος επίδειξης και
ανταγωνισμού της ανώτερης τάξης, εντούτοις οι λατρευτικές πρακτικές από τον κεντρικό πυρήνα των
πιστών, τους γεωργούς και κτηνοτρόφους, θεωρώ ότι δεν θα επηρεάστηκαν στη βάση τους από τη νέα
τάξη πραγμάτων.
Στη μικρογλυπτική, εντύπωση προκαλούν οι νέες κατηγορίες του θεματολογίου: για πρώτη φορά
νατουραλιστικές σκηνές, όπως βοοειδές δίπλα σε φυτικό στοιχείο, που μυρίζει το χώμα ή γλύφει το
πόδι του αποτυπώνουν μια ειρηνική εικόνα της αγροτικής ζωής. Το θέμα αυτό απέχει σημασιολογικά
πολύ από τις σκηνές σύλληψης με δίκτυ και ακόντιο που εμφανίζονται στην Παλαιοανακτορική
περίοδο και συνεχίζουν αδιάλειπτα ως την ΥΜ ΙΙ – ΙΙΙΑ. Φαίνεται ότι το σημαινόμενο των
παραγγελιοδοτών – πομπών δεν σχετίζονταν πλέον μόνο με την προβολή δύναμης πάνω στο ζώο αλλά
και με εικόνες από την πραγματικότητα των βοοειδών.
Βοοειδές με αντικείμενο: Ποιά η νοηματοδότηση βοοειδούς πάνω σε αρχιτεκτονικό μέλος; (Πίν.2.15,
2.17); Μεταφέρθηκε σε συγκεκριμένο χώρο, ίσως ανάκτορο ή ιερό για να χρησιμοποιηθεί σε
ταυροκαθάψια ή για να θυσιαστεί; Θα μπορούσε σημασιολογικά η παρουσία του να έχει εμβληματική
– προφυλακτική σημασία για το χώρο που υποδηλώνεται μέσω του αρχιτεκτονήματος; Το μέσο, στην
πρώτη περίπτωση (ρυτό), το context ρυτού και σφραγίδας (ανάκτορο της Κνωσού, Βασιλικός Τάφος -
Ιερό) και ο αφύσικος συνδυασμός βοοειδούς – κτηρίου οδηγούν σε μια ερμηνεία τελετουργικής
φύσεως. Στο συνδυασμό βέλους και ασπίδων με βοοειδές (Πίν.2.18 – Πιν.2.22), το σημαινόμενο θα
μπορούσε να σχετίζεται με κυνήγι ως ιερή πράξη που απαιτούσε τη συμβολική προστασία των
οκτώσχημων ασπίδων. Σε μια άλλη πιο πρακτική προσέγγιση θα μπορούσαν να αποτυπώνουν το θύμα
(βοοειδές), το μέσο (κυνήγι) και το σκοπό: την κατασκευή δηλαδή των οκτώσχημων ασπίδων, για τις
οποίες ήταν απαραίτητο το δέρμα των ζώων αυτών. Αναμφίβολα θρησκευτικό περιεχόμενο έχουν οι
παραστάσεις ταύρων σε τράπεζα θυσιών, ένα στιγμιότυπο από μια ιερή τελετουργία. Ίσως το
σημαινόμενο να αφορούσε την μεταβίβαση της ιερότητας της στιγμής στο σφράγισμα και συνεκδοχικά
στον κάτοχο της σφραγίδας.
Βοοειδές με πραγματικό ή φανταστικό ζώο: Όταν βοοειδή συνυπάρχουν στην εικονογραφία, αφορούν
εικόνες από την φυσική ζωή, ανάμεσα στις οποίες είναι και η μητρότητα, ένα θέμα ανοίκειο στη
μινωική τέχνη όταν αποτυπώνει ανθρώπους. Μια ξεχωριστή συνάντηση από ένα φαντασιακό σύμπαν

146
(Ιακωβίδης 1994: 258, εικ. 42).
147
Peatfield 1987: 89-93.
30
είναι αυτή του ταύρου με τεράστια λιβελούλα σε συγκρίσιμη αναλογία με εκείνη του βοοειδούς 148.
Πρόκειται για τη σύζευξη δύο διαφορετικών στοιχείων, της γης και του νερού 149 που δεν συναντάται
ξανά με κανένα άλλο χερσαίο θηλαστικό. Είναι μια τυχαία, γι’ αυτό και έως σήμερα μοναδική
επιλογή; Από την άλλη, η λιβελούλα έχει πιθανώς θρησκευτικό συμβολισμό, όπως σκιαγραφείται και
από τις άλλες παραστάσεις της150, πράγμα που σημαίνει ότι ίσως ο ταύρος προφυλάσσεται από το
σύμβολο της θεότητας και αποτυπώνονται δύο θρησκευτικά σημαίνοντα μαζί, ώστε να ενδυναμώσουν
το μήνυμα του πομπού.
Με το λιοντάρι τα βοοειδή παλεύουν και χάνουν τη μάχη. Σε ΜΜ ΙΙΙ έως ΥΜ ΙΙΙ σφραγίδες και
σφραγίσματα (Πίν.2.31, 2.36) το λιοντάρι δαγκώνει το ζώο στην κοιλιά ή στο λαιμό. Αυτό φανερώνει
γνώση των συνηθειών του κυνηγιού, αφού το δάγκωμα στη τραχεία αποτελεί το πιο γρήγορο τρόπο
θανάτωσης του θύματος. Για τη Ν. Μαρινάτου, οι αναπαραστάσεις αυτές αποτελούν έκφραση μιας
ιεραρχίας των ζώων, στην οποία το λιοντάρι βρίσκεται ψηλότερα από τα βοοειδή 151. Ποιος πομπός
όμως κατέταξε τα βοοειδή χαμηλότερα από τα λιοντάρια και γιατί; Πρόκειται για αποτύπωση της
φυσιολογικής τάξης πραγμάτων ή το σημαινόμενο αφορά τα ζώα αυτά ως σύμβολα – εμβλήματα; Εάν
η θεματολογία των σφραγίδων καθοριζόταν από το σύστημα εξουσίας, τότε είναι πιθανό να
εικονογραφείται ο ταύρος ως πολιτικό σύμβολο, και μάλιστα κνωσιακό. Η Κνωσός από την ΥΜ Ι
περίοδο, αποκτά κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική αρένα152 και η θανάτωση του εμβλήματος της θα
μπορούσε να αποτελεί μια μορφή αντίστασης στην κεντρική εξουσία. Εάν όμως, όπως παρατηρεί ο
Hallager153, στις παραστάσεις με σκηνή επίθεσης λιονταριού σε βοοειδές το θύμα είναι αγελάδα ή
μοσχαράκι και όχι ταύρος, τότε αυτόματα αποδυναμώνεται η παραπάνω ερμηνεία. Από την άλλη,
ακόμη και αν απεικονίζονταν ταύροι σε όλες τις παραστάσεις, τότε ποιοί θα μπορούσε να
οικειοποιηθούν το λιοντάρι ως δικό τους έμβλημα σε μια πολιτική αντιπαράθεση; Ίσως οι Μυκηναίοι
που έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το αιλουροειδές, όπως αποδεικνύεται από το πλήθος των
εικονογραφήσεών του στη μυκηναϊκή τέχνη;
Τα βοοειδή συναντιούνται στην εικονογραφία και με φανταστικά ζώα και πάλι ως θύματα γρυπών και
μινωικού δαίμονα. Σε τι πλαίσιο συνυπάρχουν τα διαφορετικά αυτά όντα; Αντιπροσωπεύεται το
επίγειο μέσω του ταύρου και το υπερβατικό, ίσως καταστρεπτικό μέσω των πλασμάτων της
φαντασίας; Γιατί η σχέση τους είναι επιθετική; Πρόκειται μήπως για μυθολογικές σκηνές όπου ο
ταύρος, ενδεχομένως θεότητα και προστάτης των ανθρώπων, πάλεψε ενάντια σε εχθρικά όντα;
Ενδιαφέρουσα είναι η διαπίστωση ότι στην περίπτωση που απεικονίζονται βοοειδή με ζώα του οικείου
περιβάλλοντος, οι σχέσεις μεταξύ τους είναι ειρηνικές, ενώ δίνεται η δυνατότητα αποτύπωσης και της
μητρότητας μέσω του θηλασμού ως απεικόνιση ειρηνικής συνύπαρξης. Αντίθετα, όταν τα βοοειδή
συναντιούνται με ζώα, από τη σφαίρα του εξωτικού, όπως τα λιοντάρια ή της φαντασίας, τότε η σχέση
είναι επιθετική, με τα βοοειδή στο ρόλο του θύματος. Στην Αιγαιακή εικονογραφία υιοθετείται μια
ιεραρχία, μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων στην οποία τα βοοειδή έχουν κατά κανόνα εξιλαστήριο
ρόλο.
Βοοειδές με ανθρώπινες μορφές: Από το ανάκτορο της Κνωσού προέρχονται όλες οι τοιχογραφίες
(φυσικών διαστάσεων, μικρογραφικές και ανάγλυφες) με παράσταση ταύρου σε σκηνές
σύλληψης/κυνηγιού και ταυροκαθαψίων. Από τη ΜΜ ΙΙΙ έως την ΥΜ ΙΙΙΑ περίοδο, η ακριβής
χρονολόγηση154 και η αρχική τους θέση155, αποτελούν ζητήματα με τα οποία έχει απασχοληθεί εκτενώς
η έρευνα και που δυσχεραίνουν τη δική μας προσέγγιση. Στο τοιχογραφικό πρόγραμμα του κνωσιακού

148
CMS ΙΙ 7, 41.
149
Η λιβελούλη ζει σε λίμνες, ρυάκια και υδροβιότοπους και εκτός από το ότι πετάει, μπορεί συγχρόνως να ζει
και μέσα στο νερό.
150
Λιβελούλη σε λατρευτική παράσταση εντοπίζεται σε χρυσό δακτυλίδι από τις Αρχάνες (Σαπουνά-
Σακελλαράκη 1994: 201, εικ. 80), στο κόσμημα που φορά η γυναικεία μορφή (Θεά) στην τοιχογραφία από των
Κροκοσυλλεκτριών από τη Ξεστή 3 στο Ακρωτήρι της Θήρας (Ντούμας 1992: εικ.158, 162-163) και σε χάλκινο
περίαπτο από ΥΜ ΙΒ στρώμα καταστροφής της οικίας C7 στο κέντρο του οικισμού του Μόχλου, για την
ανασκαφή βλ. Soles 2010.
151
Marinatos 1993: 197.
152
Hallager 1995: 551, σημ.41
153
Αυτόθι.
154
Π.Χ. Immerwahr 1990: 170-179, Hood 2000α: 191-208 & 2005: 45-81.
155
Π.χ. Cameron 1987: 320-328, Hood 2000β: 21-32.
31
ανακτόρου της Νεοανακτορικής και Τελικής Ανακτορικής περιόδου156, ο ταύρος δεσπόζει σε
νευραλγικά σημεία του χώρου, σε παραστάσεις ακροβατικών και σκηνές πάλης. Για την ερμηνευτική
προσέγγιση και αποκωδικοποίηση των σχετικών μηνυμάτων που ήθελε να μεταδώσει η αρχή του
ανακτόρου στους δέκτες, δηλαδή στους Μινωίτες που σύχναζαν στο χώρο ή και τους ξένους
επισκέπτες, θα ήταν ιδανικό να γνωρίζαμε το πλήρες εικονογραφικό πρόγραμμα, όπως θα το έβλεπαν
οι σύγχρονοί του σε κάθε περίοδο. Παρόλο που αυτό είναι αμετάκλητα χαμένο, η μορφή του ταύρου
κοσμεί τους τοίχους του ανακτόρου σε δύο βασικά και πολυσυζητημένα επίπεδα: σε σκηνές
κυνηγιού/σύλληψης του ζώου, μάλλον ένα πεδίο έκφρασης ατομικών ικανοτήτων και σε σκηνές
ταυροκαθαψίων, μιας έκφρασης ίσως κοινωνικής ταυτότητας της ανακτορικής ελίτ 157. Υπό συζήτηση
είναι ο χώρος τέλεσης των αθλημάτων όσο και το φύλο των ταυροκαθαπτών. Η Ν. Μαρινάτου
υποστηρίζει ότι οι μορφές με λευκό χρώμα δεν είναι γυναίκες, αλλά λιγότερο έμπειροι άνδρες, από
εκείνους που αποδίδονται με καστανό χρώμα158. H S. Indelicato – Damiani υποστηρίζει ότι
απεικονίζεται το ίδιο άτομο σε διαφορετική χρονική στιγμή 159, ενώ οι J. Younger και P. Rehak
υποστηρίζουν ότι πρόκειται για γυναίκες 160.
Ο επισκέπτης στο κνωσιακό ανάκτορο, θα αντίκριζε με την είσοδό του τοιχογραφίες με θέμα τον
ταύρο, στον εικονικό του τύπο, άρα την απεικόνιση του πιο άγριου ζώου του νησιού. Η τοποθέτηση
της μορφής του ζώου στην είσοδο του ανακτόρου έχει τη σημασία της σημειολογικά, καθώς επιθυμία
των πομπών ήταν η άμεση οπτική επαφή του επισκέπτη με τον ταύρο. Ο λόγος ήταν επειδή το ζώο
λειτουργούσε ως θρησκευτικό/πολιτικό σύμβολο του/της ηγεμόνα – πομπού, άρα έπρεπε να κοσμεί το
όριο του ανακτόρου ώστε να ασκεί μια προπαγανδιστική προειδοποίηση για τη δύναμη του φορέα
εξουσίας; Η θεματολογία (σύλληψη και ταυροκαθάψια) υποδηλώνει ότι το πανίσχυρό ζώο161
υποτάσσεται ποικιλοτρόπως, άρα το ίδιο συμβαίνει στους εχθρούς ή ακόμη και στα φυσικά φαινόμενα,
όπως οι σεισμοί162 που συχνά συντάρασσαν την Κρήτη.
Άλλες παραστάσεις ταύρων εντοπίσθηκαν σε περίοπτες θέσεις, π.χ. σε αίθουσες των ορόφων, στην
Ανατολική πτέρυγα και στα Ιδιωτικά Διαμερίσματα163 και είχαν περιορισμένο κοινό – δέκτες.
Αποτυπώνουν ίσως την κνωσιακή ιδεολογία μέσω της οικειοποίησης της δύναμης του ταύρου 164, και
της σύνδεσης με το απώτερο τοπικό παρελθόν. Η Κ. Soar τονίζει το κενό 300 χρόνων από τις πρώτες
παραστάσεις ταυροκαθαψίων (ειδώλια από Κουμάσα, Πορτί) και των Νεοανακτορικών παραστάσεων
στην Κνωσό, που υποδεικνύει ότι μέσω της επαναφοράς ενός θέματος του παρελθόντος, ο φορέας
εξουσίας εδραιώνει την πολιτική του ταυτότητα, ως συνεχιστής της παράδοσης165. Σε τελετουργικά -
πολιτικά συμφραζόμενα η Ν. Μαρινάτου ερμηνεύει τις παραστάσεις αυτές ως αποτυπώσεις
διαβατήριων τελετών των νέων της κνωσιακής άρχουσας τάξης 166. Όποιος/οι και αν ήταν οι
πραγματικοί συμβολισμοί του ταύρου, η δυναμική παρουσία του στο ανάκτορο της Κνωσού δείχνει τη
σπουδαιότητα του ως εμβλήματος που συνδέεται άμεσα με την άρχουσα τάξη. Τα φυσικά
χαρακτηριστικά, η δύναμη, η ζωτικότητα, η γονιμότητα, η επικινδυνότητα, το αποτελούν θαυμάσια
μεταφορά για τις ιδιότητες που θα επιθυμούσε να οικειοποιηθεί η εξουσία167. Μέσω της σύλληψης του
ζώου, αλλά και των ταυροκαθαψίων, ενός επικίνδυνου αθλήματος που φανερώνει την τόλμη των
συμμετεχόντων, υποβάλλεται η ιδέα της ανθρώπινης και ειδικότερα της κνωσιακής υπεροχής.
Ανάλογα θα ήταν τα μηνύματα μέσα από διαφορετικά μέσα, τα κνωσιακά σφραγιστικά δαχτυλίδια με
παράσταση ταυροκαθαψίων. Σφραγίσματα τους εντοπίσθηκαν στα Χανιά, την Αγία Τριάδα, τον

156
Πίνακας τοιχογραφικού προγράμματος της Μετανακτορικής περιόδου στο McEnroe 2010: 125, εικ. 10.2.
157
Shapland 2010: 123.
158
Marinatos 1989: 23-32.
159
Indelicato – Damiani 1988.
160
Younger 1995: 515, σημ. 25.
161
Η Μ. Ζεϊμπέκη αναφέρει ότι στην Αίγυπτο η θυσία του ταύρου συμβόλιζε την επιβολή της τάξης από τον
Φαραώ πάνω στο χάος που συμβόλιζε το ζώο (2006: 33).
162
Zeimbekis 2006: 30.
163
Shaw 1995.
164
Hallager 1995.
165
Soar 2009: 16-24.
166
Marinatos 1989: 28 κε.
167
Σίκλα 2003: 369 (με βιβλιογραφία).
32
Σκλαβόκαμπο, τη Ζάκρο αλλά και το Ακρωτήρι της Θήρας 168. Τα δακτυλίδια αυτά που σφράγιζαν
έγγραφα και μικρού μεγέθους αντικείμενα και αποτελούσαν εργαλείο προπαγάνδας του φορέα
εξουσίας της Κνωσού, ίσως και αναγνώρισης της εξουσίας του ανθρώπου που τα χρησιμοποιούσε 169.
Βόδι ως υποζύγιο και αγελάδα σε σκηνή αρμέγματος εντοπίζονται σε σφραγίδες και σφραγίσματα
(Πίν.2.62,63), ενώ και στη Θήρα, βοοειδή αποδίδονται σε κοπάδι στη μικρογραφική τοιχογραφία της
Νηοπομπής170 (Πίν.2.69). Παρατηρούμε ότι η νοηματοδότηση των βοοειδών σχετίζεται άμεσα με το
μέσο: στις σφραγίδες βρίσκει χώρο η αποτύπωση ειρηνικών, κτηνοτροφικών σκηνών. Παράλληλα,
στην τοιχογραφική σύνθεση της Δυτικής οικίας 171, το κοπάδι λειτουργεί παραπληρωματικά στην
παράσταση. Παρατηρούμε λοιπόν ότι οι δράσεις των βοοειδών στην εικονογραφία δεν ήταν καθόλου
ρευστές και τυχαίες: τα ζώα πρωταγωνιστούν στον πραγματικό τους ρόλο να προσφέρουν τα αγαθά
τους στους κτηνοτρόφους στη σφραγιδογλυφία και σε τοιχογραφία ιδιωτικού χώρου, όταν οι πομποί
ανήκουν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο αλλά μετατρέπονται σε θύματα όταν εισέρχονται στο
ανακτορικό εικονογραφικό ‘λεξιλόγιο’. Η επισήμανση αυτή υπογραμμίζει την εξέλιξη από την
Προανακτορική κυρίως και την Παλαιοανακτορική περίοδο, όταν η επιβολή στον ταύρο – θύμα μέσω
των ρυτών σχετίζονταν με την οικογένεια, το γένος ή την ευρύτερη κοινότητα, σε μια αντίστοιχη,
μικρότερη σε κλίμακα ίσως, προσπάθεια για επικράτηση.
Παρόμοια προπαγανδιστική χρήση των βοοειδών φαίνεται να ισχύει και στην Πελοπόννησο, όπου
ταύροι είναι τα θύματα επίθεσης λιονταριών σε επιτύμβια στήλη (Πίν.2.70), στο αγαπητό θέμα του
κυνηγιού της ανώτερης ελίτ της Μυκηναϊκής κοινωνίας, ως ένδειξη ανδρείας και κύρους. Σε σκηνές
σύλληψης στα χρυσά κύπελλα από τον τάφο στο Βαφειό (Πίν.2.71), το υλικό, η επεξεργασία και το
θέμα μεταδίδουν το σημαινόμενο ότι ο νεκρός του τάφου αυτού ανήκε σε μια εξέχουσα κοινωνική και
οικονομική θέσης, με κρητική ίσως καταγωγή ή προτίμηση προς τα μινωικά πρότυπα.
Συμπερασματικά, από τα προανακτορικά ειδώλια της Κνωσού έως τα μυκηναϊκά χρυσά ταφικά
αντικείμενα, τα βοοειδή αποτέλεσαν ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα της Αιγαιακής τέχνης στην
πλαστική, τη μικρογλυπτική, τη μεταλλοτεχνία και τη ζωγραφική στην Κρήτη, τη Θήρα και τις
Μυκήνες. Η ποικιλία των αναπαραστάσεων και οι συνδυασμοί των ζώων με άλλα είδη, φυτά,
ανθρώπους βεβαιώνει τη σπουδαιότητα των βοοειδών ως όχημα μετάδοσης της ευρύτερης Αιγαιακής
κοσμοθεωρίας.

Εικόνα 7. ΥΜ ΙΒ σφράγισμα με απεικόνιση ζώου σε Εικόνα 8. ΥΜ ΙΙΙ σφραγίδα από σάρδιο με


ιπτάμενο καλπασμό. Λόφος Καστέλλι, πλατεία Αγίας παράσταση επίθεσης λιονταριού σε ταύρο.
Αικατερίνης Χανιά (CMS V1A, 145). Κνωσός (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
207).

Εικόνα 9. Χρυσό δακτυλίδι με παράσταση


ταυροκαθαψίων. Αγοράστηκε από τον Α. Evans στις
Αρχάνες και προέρχεται ίσως από σύληση τάφου από
το Φουρνί (Σακελλαράκης, Σαπουνά – Σακελλαράκη
1994: 15, εικ.5).

168
Αυτόθι 373, 382, Πίν. 2.
169
Hallager 1995: 549˙ Weingarten 2010: 412.
170
Για αναλυτική περιγραφή και ερμηνείες της τοιχογραφίας βλ.: Marinatos 1974: 25-46˙ Marinatos 1984: 38
κε., 52 κε.˙ Morgan 1988˙ Doumas 1992: 47-49, εικ. 26-48.
171
Η Δυτική Οικία, με περίμετρο 49,65 μέτρα, είχε αποθήκες τροφίμων, εργαστήρια, μαγειρείο και χώρος
μυλωνά. Στον πρώτο όροφο υπήρχε δωμάτιο με αργαλειούς (Δωμάτιο 3), μια αποθήκη σκευών και τροφίμων, ένα
αποχωρητήριο (Δωμάτιο 4Α) και δύο δωμάτια με τοιχογραφίες (Δωμάτια 4 και 5). Πιθανολογείται ότι ήταν η
οικία του αρχηγού του στόλου (Doumas 1992: 47-49).
33
Ι. ΒΟΟΕΙΔΗ
2. CAPRA AEGAGRUS – ΑΙΓΑΓΡΟΣ/ΑΙΓΑ
2.1 Αίγαγρος – Αίγα: Στοιχεία ταυτότητας
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Αρτιοδάκτυλα (Artiodactyla)
Οικογένεια: Βοοειδή (Bovidae)
Υποοικογένεια: Καπρίνες (Caprinae)
Γένος: Αιξ (Capra)
Είδος: Αιξ ο Αίγαγρος (C. Aegagrus)
Υποείδος: Αιξ Αίγαγρος ο Κρητικός (Capra aegagrus
creticus ή cretica ή cretensis) – Αίγα (Capra aegagrus hircus).
Κρητικός αίγαγρος ονομάζεται το υποείδος Capra aegagrus creticus της οικογένειας των βοοειδών
που αποτελεί άγριο θηλαστικό του νησιού. Αρκετοί επιστήμονες θεωρούν ότι προήλθε από
ημιεξημερωμένες αίγες που επανήλθαν σε άγρια κατάσταση, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι το αγρίμι και η
αίγα εξελίχθηκαν παράλληλα, ως ξεχωριστά είδη, από κάποιο κοινό πρόγονο που έχει πια
εξαφανιστεί172. Πρόσφατες γενετικές αναλύσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μάλλον έχει προέλθει
από ημιεξημερωμένες αίγες που μετέφεραν οι νεολιθικοί πληθυσμοί στην Κρήτη πριν από 9.000
χρόνια και όχι από κάποιο άγριο ενδημικό πρόγονο173.
Οι σύγχρονοι κρητικοί ονομάζουν αγρίμι το αρσενικό και σανάδα το θηλυκό. Το είδος παρουσιάζει
έντονο φυλετικό διμορφισμό. Τα αρσενικά μπορεί να φτάσουν το 0,95μ.και1μ. ύψος, το 1μ.και1,30μ.
μήκος σώματος, τα 40 κιλά βάρος και το μήκος των κυρτών προς τα πίσω κεράτων τους, μπορεί να
φτάσει και το 1μ. Από τα κέρατα υπολογίζεται εύκολα η ηλικία τους, αφού στην επιφάνεια τους
αναπτύσσονται ευδιάκριτοι ετήσιοι δακτύλιοι. Αντίστοιχα, τα θηλυκά φτάνουν τα 70εκ. ύψος, τα 65
κιλά βάρος και το μήκος των κεράτων τους δεν ξεπερνά τα 20εκ. Τα αρσενικά έχουν σχετικά μεγάλο
γένι και τρίχωμά καστανέρυθρο και κοντό στη διάρκεια του καλοκαιριού και καστανόφαιο και πυκνό
το χειμώνα. Το τρίχωμα των θηλυκών αγριμιών δε μεταβάλλεται με την ηλικία, ή την εποχή, όπως στα
αρσενικά και είναι πιο ανοιχτόχρωμο174.
Εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής, τα αρσενικά αγρίμια ζουν χωριστά από τα θηλυκά.
Μόνο τα νεαρά αρσενικά ακολουθούν τα κοπάδια των θηλυκών σε ομάδες το πολύ 20 ατόμων ή των
ηλικιωμένων αρσενικών. Τα ηλικιωμένα αρσενικά ζουν μόνα τους ή μαζί με άλλα δυο ή τρία νεότερα
ζώα, πολύ σπάνια σε μεγαλύτερες ομάδες με απόλυτη ιεραρχία. Ο αίγαγρος ζει δέκα με δεκαπέντε
χρόνια και φυσικός του βιότοπος πλέον, καθώς οι υπόλοιπες περιοχές έχουν καταληφθεί από τους
ανθρώπους (γεωργία – κτηνοτροφία) είναι οι ορεινές περιοχές, με μεγάλη κλίση και έντονη παρουσία
βράχων175, όπου κινείται με ιδιαίτερη ευχέρεια, αποφεύγοντας τους ανθρώπους τους οποίους μπορεί
και οσμίζεται από μεγάλη απόσταση176. Η οικόσιτη κατσίκα, γίδα ή αίγα, είναι υποείδος της
εξημερωμένης κατσίκας και κατάγεται από την άγρια κατσίκα της Νοτιοδυτικής Ασίας και της
Ανατολικής Ευρώπης και εκτρέφεται για το γάλα, το κρέας και για το τρίχωμά της.
Ο αίγαγρος είναι το δεύτερο, μετά τον ταύρο, πιο δημοφιλές θέμα στην Αιγαιακή τέχνη της 2ης
χιλιετίας σε σφραγίδες, ειδώλια, ανάγλυφα λίθινα αγγεία και τοιχογραφίες, ενώ η οικόσιτη αίγα είναι
μάλλον σπάνια. Ένα από τα βασικότερα ζητήματα στη πραγμάτευση της εικονογραφίας της είναι,
όπως τονίζει ο Hiller, η δυσκολία να ξεχωρίσουν οι μελετητές το οικόσιτο από το άγριο είδος 177. Στην
παρούσα εργασία θα γίνει προσπάθεια να διαχωριστούν τα είδη, αλλά και τα φύλα, βάση των ειδικών
μορφολογικών τους χαρακτηριστικών και κυρίως των κεράτων τους. Ο J. Younger αναφέρει ότι όσον

172
Πληροφορίες από την ιστοσελίδα του Εθνικού Πάρκου Λευκών Ορέων: www.crete-region.gr/samaria/.
173
Shapland 2010: 122.
174
Παπαγεωργίου 1990: 140-144.
175
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 1991, τομ.11: 17-18.
176
Σχετικά με τα χαρακτηριστικά, την ηθολογία, τις λαϊκές παραδόσεις, τραγούδια και ιστορίες σχετικά με τον
αίγαγρο στην Κρήτη βλ. Πλυμάκης 2001.
177
Ο ίδιος αναφέρεται συνολικά σε παραστάσεις αιγών, χωρίς καμιά διαφοροποίηση σε υποείδη (Hiller 2001).
34
αφορά στους τράγους, τις αρσενικές δηλ. κατσίκες έχουν κέρατα που απολήγουν δίπλα στο στόμα, ενώ
οι αρσενικοί αίγαγροι διακρίνονται για τα μεγάλα τοξοειδή κέρατα, καμπύλα μόνο στην απόληξή τους
και με χαρακτηριστικούς δακτυλίους178, κριτήρια αυτά υιοθετήσαμε και εμείς στην παρούσα εργασία.

2.2 ΠΡΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Οι αίγαγροι εμφανίζονται στη κρητική τέχνη κατά τη Νεολιθική περίοδο κατά τον Α. Evans, με τη
μορφή πήλινων χειροποίητων ειδωλίων179. Στα επίσης, πρώιμα ΠΜ παραδείγματα ανήκει «το
λαμπρότερο κόσμημα ολόκληρης της Προανακτορικής χρυσοχοΐας», όπως αναφέρει ο Κ. Δαβάρας 180.
Πρόκειται για χρυσό ταινιωτό διάδημα (Πίν.3.1) με έκτυπη κοκκίδωση που απεικονίζει τρεις
σχηματοποιημένους αιγάγρους και απολήγει σε τρεις πανύψηλες διπλές κεραίες σε σχήμα V από λεπτό
έλασμα, με παράσταση μικροσκοπικού αίγαγρου στις πλατύτερες άκρες τους που βρέθηκε διπλωμένο
μέσα σε αργυρό αγγείο στο νεκροταφείο του Μόχλου 181. Σε τάφους επίσης, εντοπίσθηκαν οι πρώτες
εγχάρακτες παραστάσεις ιστάμενων αίγαγρων σε κυκλική κίνηση στη σφραγιστική επιφάνεια
ελεφάντινων σφραγίδων182 (Πίν.3.2, 3.3). Το θέμα αυτό συνεχίζεται στη σφραγιδογλυφία της
Παλαιοανακτορικής περιόδου και εμπλουτίζεται με νέες στάσεις: ο αίγαγρος απεικονίζεται
μεμονωμένος ιστάμενος, καθήμενος και σε καλπασμό (Πίν.3.5) σε ταφικό και σε ανακτορικό
περιβάλλον. Πήλινα ειδώλια αιγάγρων αφιερώνονται σε ιερά κορυφής (Πίν.3.4), ενώ αίγαγρος και
άνθη κρόκου, αποτελούν την επίθετη διακόσμηση σε αγγείο καμαραϊκού ρυθμού από τη Φαιστό
(Πίν.3.6). Ακόμη, βράχοι και βλάστηση ή μικροί κύκλοι, πιθανώς ηλιακά σύμβολα, αποτελούν βάθος
σφραγιστικών παραστάσεων με αίγαγρο σε καλπασμό (Πίν.3.7) ή ιστάμενο (Πίν.3.10). Τη ΜΜ Ι – ΙΙ
περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους δόρατα, ακόντια και δίκτυα για το κυνήγι του ζώου, μεμονωμένα
(Πίν.3.8, 3.9) ή σε συνδυασμό με αστρικά σύμβολα (Πίν.3.11) πάντοτε στις σφραγιστικές επιφάνειες.
Οι αίγες και οι αίγαγροι συνδυάζονται εικονογραφικά με διάφορα ζώα. Από την Κνωσό προέρχεται
ένας μοναδικός συνδυασμός με αίγα και σκαθάρι σε όστρακο αγγείου (Πίν.3.12), ενώ σε σφραγίδες
συνυπάρχουν ζεύγη αιγάγρων σε βραχώδες περιβάλλον (Πίν.3.13), αίγαγροι και σκύλοι που τους
επιτίθενται (Πίν.3.14) και τέλος, καθήμενος αίγαγρος με πτηνό (Πίν.3.15).
Οι παραστάσεις αιγοειδών και ανθρώπινων μορφών είναι λίγες στην Παλαιοανακτορική περίοδο. Ένα
από τα γνωστότερα παραδείγματα αποτελεί το κύπελλο από το Παλαίκαστρο που φέρει στο εσωτερικό
του 160 ολόγλυφες μορφές ζώων, αιγών κατά την Vanschoonwinkel183, την άποψη της οποίας
ασπαζόμαστε, βοοειδών κατά τον Evans184, με μελανή διακόσμηση και το βοσκό του κοπαδιού αυτού
(Πίν.3.16). Από την Κνωσό προέρχεται ελεφάντινη σφραγίδα με θηρευτική σκηνή, στην οποία ο
κυνηγός με το σκύλο του, σημαδεύει με τόξο τον αίγαγρο (Πίν.3.17).

2.3 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Οι πρώτες παραστάσεις αιγάγρων χρονολογούνται στην Προανακτορική περίοδο και ανήκουν
αποκλειστικά σε ταφικά περιβάλλοντα. Ειδικότερα, για το χρυσό διάδημα από το Μόχλο, ο Κ.
Δαβάρας υποστηρίζει ότι, εφόσον δεν βρέθηκε δίπλα στο κρανίο του νεκρού, αλλά φυλαγμένο σε
αγγείο, «αποτελεί αντικείμενο πραγματικής χρήσης που μετατράπηκε σε κτέρισμα και σίγουρα θα
ανήκει σε γυναίκα, μια ιέρεια της Μεγάλης Μητέρας Θεάς που είχε ακόλουθους τους κυρίαρχους των
κρητικών βουνών, τους αιγάγρους»185. Εάν ανήκε σε γυναίκα ή όχι, είναι ένα ζήτημα που εύκολα θα
λυνόταν με μια οστεολογική ανάλυση και αν όντως πρόκειται για νεκρή, ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει ο

178
Younger 1988.
179
Evans 1921: 44, εικ.11, 3a-b.
180
Δαβάρας 1981: 13.
181
Πρόκειται για το ΠΜ ΙΙ νεκροταφείο του Μόχλου βρίσκεται στην ομώνυμη νησίδα κοντά στη βόρεια ακτή
της επαρχίας Σητείας. Το νεκροταφείο που αποτελείται από διάφορους τύπους ορθογώνιων τάφων, ανέσκαψε ο
Αμερικανός R. Seager στις αρχές του αιώνα (Seager 1912).
182
Για Προανακτορικές και πρώιμες Παλαιοανακτορικές σφραγίδες με παράσταση αίγαγρων βλ. Yule 1980:
121 κε.
183
Vanschoonwinkel 1990: 327.
184
Evans 1921: 180.
185
Δαβάρας 1981: 13. Ο Bloedow (1990: 65) αναφέρει ότι η σκηνή δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ‘Θεάς των
Αιγάγρων’ περισσότερο από παρεμφερείς σκηνές που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπήρχε μια ‘Θεά των Γρυπών,
των Λιονταριών ή των Ταύρων’(1990: 65).
35
έμφυλος συγκερασμός του αρσενικού αίγαγρου και της θηλυκής κατόχου που τον έφερε ως
διακόσμηση στο διάδημα της. Όπως και αν έχει, το σημαντικό είναι ότι σε ένα πολύτιμο κόσμημα της
κεφαλής, απεικονίστηκαν μόνο αίγαγροι. Η διακοσμητική αυτή επιλογή έχει ιδεολογική – θρησκευτική
σημασία ή όχι; Το διάδημα είναι μιας εξέχουσας κοινωνικά μορφής που οικειοποιήθηκε ενδεχομένως
εμβληματικά τα χαρακτηριστικά του αίγαγρου π.χ. την ταχύτητα, την ευκινησία και την αντοχή του;
Πρόκειται για τελετουργικό εξάρτημα ενός ιερέα ή ιέρειας, άρα και οι αίγαγροι είναι ιερά ζώα,
ακόλουθοι μιας ορεινής θεότητας; Αναλόγως οι σφραγίδες με παράσταση αιγάγρων αντανακλούν μια
προσωπική προτίμηση του παραγγελιοδότη – κατόχου τους; Όποια και αν είναι η σωστή ερμηνεία, το
χρυσό διάδημα και οι σφραγίδες από ελεφαντόδοντο και ημιπολύτιμους λίθους, ανήκουν σε
ανθρώπους της μινωικής κοινωνίας με ιδιαίτερη κοινωνική ή και θρησκευτική θέση και πιστοποιούν
τη σημαντική νοηματοδότηση του αίγαγρου σε επίπεδο γένους – κοινοτήτων πριν ακόμη την ίδρυση
των πρώτων ανακτόρων.
Στην επόμενη περίοδο, τα πήλινα ζώδια στα ιερά κορυφής πιθανότατα επιτελούσαν την ίδια
λειτουργία, όπως και αυτά των βοοειδών, ως σημαίνοντα υποκατάστατα της προσφοράς/θυσίας των
πραγματικών ζώων. Η αφιέρωση αιγών και τράγων θα ήταν επιζήμια οικονομικά, ενώ των αιγάγρων,
ιδιαίτερα δυσεπίτευκτη, αφού το κυνήγι τους ήταν μια απαιτητική και επικίνδυνη διαδικασία186. Το
νόημα αυτής της προσφοράς ίσως πηγάζει από τα προσδιοριστικά γνωρίσματα των ειδών: ο
γονιμοποιός κριός θα αφιερωνόταν για να ζητηθεί προστασία και ευόδωση του ζευγαρώματος και των
γεννήσεων στο κοπάδι, ενώ ο αίγαγρος, άγριος, ελεύθερος και δύσκολος στη σύλληψη, θα συμβόλιζε
ίσως την πολύτιμη και κατάλληλη αφιέρωση ενός ορεσίβιου ζώου στην/στις θεότητα/τες που
λατρευόταν στα ιερά κορυφής. Μια άλλη ερμηνεία είναι να συμβολίζει ο αίγαγρος την ανεξαρτησία
που προσφέρουν τα ορεινά, έναντι της κοινωνικής δέσμευσης στην οποία αναγκάζονται οι κοινότητες
στα πεδινά, ιδίως στα τέλη της προανακτορικής εποχής και μετά, όταν οι ελίτ εξαπλώνονται και τελικά
κυριαρχούν.
Στις σφραγιστικές επιφάνειες οι Μινωίτες αποτυπώνουν τον αίγαγρο με σύμβολα που εντάσσονται σε
δύο κατηγορίες. Από τη μια πλευρά, τα ζώα βρίσκονται στο πραγματικό τους περιβάλλον, ανάμεσα σε
φυτά και βράχους και κάθονται, στέκονται ή καλπάζουν ελεύθερα. Πρόκειται για μια εικόνα που
αναμφισβήτητα είχαν την ευκαιρία να παρατηρήσουν οι Μινωίτες, καθώς οι αίγαγροι αφθονούσαν
τότε στα βουνά187. Ο ήλιος που απεικονίζεται σε κάποιες από τις σφραγίδες, ίσως αποσκοπεί στον
προσδιορισμό της ώρας κατά την οποία κυκλοφορούν τα ημερόβια αυτά ζώα 188.
Από την άλλη πλευρά, τα δόρατα, τα ακόντια και τα δίκτυα μεταδίδουν το μήνυμα της έμμεσης
ανθρώπινης παρουσίας στο κυνήγι, όχι μόνο με σκοπό τη θανάτωση του ζώου, αλλά και τη σύλληψη
του189, για να φυλαχθεί, να θυσιαστεί αργότερα σε τελετή ή για το γάλα του 190. Ήδη αναφέρθηκε ότι ο
αίγαγρος απεικονίζεται σε ζεύγη στο φυσικό του περιβάλλον ή με άλλα ζώα, όπως σκύλους, σε
στιγμιότυπο κυνηγετικής σκηνής. Υπάρχουν όμως και οι πιο αμφιλεγόμενες περιπτώσεις, όπως η
συνύπαρξη του με σκαθάρι ή με πτηνό. Είναι μια συνάντηση των άγριων πλασμάτων της γης, του αέρα
και της θάλασσας; Το σημαινόμενο της συνάντησης των ιερών συμβόλων 191 είναι η αποτροπαϊκή και
φυλακτική δράση στη σφραγίδα, το σφράγισμα και τον κάτοχό της;
Άμεση παρουσία άνδρα192 σε στιγμιότυπο κυνηγιού με τόξο και σκύλο 193 αποτυπώνεται σε σφραγίδα
από την Κνωσό194, ο κυνηγός τοξεύει το άγριο ζώο για το κρέας 195, το δέρμα ή τα κέρατα του, από τα

186
Ο Πλυμάκης αναφέρει σύγχρονες περιπτώσεις θανάτων των αγριμολόγων (κυνηγών αιγάγρων) στη
διάρκεια του κυνηγιού από πτώση στα απόκρημνα βράχια ή επίθεση του ζώου στην προσπάθειά του να ξεφύγει
(2001: 105 κε.). Ανάλογη θα ήταν η επικινδυνότητα στη Μινωική εποχή και ίσως ήταν μεγαλύτερη, λόγω των
όπλων της εποχής (τόξο, ακόντιο, δόρυ, δίχτυ) που προϋπέθεταν πιο κοντινή επαφή με το ζώο.
187
Porter 1996: 299.
188
http://www.crete-region.gr/samaria.
189
Ο Hiller αναφέρει ότι οι σκηνές κυνηγιού αιγοειδών οφείλονται σε αιγυπτιακά πρότυπα (2001: 294).
190
Bloedow 1990: 62-63.
191
Εάν, όπως γενικά θεωρείται, τα πτηνά χρησιμοποιούνται στην εικονογραφία για να δηλώσουν της
επιφάνεια θεοτήτων (Evans 1921: 223˙ Πλάτων 2003: 357 με βιβλιογραφία).
192
Λογικά κυρίως άνδρες θα μπορούσαν να συμμετέχουν στο κυνήγι λόγω των απαιτήσεων του, όχι μόνο σε
ταχύτητα και δεξιότητα στο τόξο, αλλά κυρίως λόγω του μεγάλου βάρους των θηραμάτων που θα έπρεπε να
μεταφέρουν, σε περίπτωση που το κυνήγι ήταν επιτυχές.
36
οποία έφτιαχνε τα τόξα του196. Καθημερινές στιγμές, όπως η βοσκή και το κυνήγι αποτυπώνονται σε
τέχνεργα, όπως για παράδειγμα στο κύπελλο από το Παλαίκαστρο. Τα μηνύματα των παραπάνω
εικόνων εκτείνονται ίσως σε διάφορα επίπεδα: από την απλή αποτύπωση μιας γνώριμης αγροτικής ή
κυνηγετικής σκηνής, έως την οικειοποίηση των ικανοτήτων του κυνηγού από τον κάτοχο της
σφραγίδας ή την επίκληση μιας ορεινής θεότητας για την επιτυχία της θήρας.
Συμπερασματικά, στην Προανακτορική και Παλαιοανακτορική περίοδο, οι Μινωίτες απεικονίζουν με
ευκρίνεια τα διαφορετικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των άγριων και των οικόσιτων αιγοειδών, που
συνδυάζουν αρμονικά με το μέσο πάνω στο οποίο σμιλεύονται, χαράσσονται και ζωγραφίζονται. Οι
αρσενικοί αίγαγροι, με τα τόσο χαρακτηριστικά μεγάλα και καμπυλωτά κέρατα είναι πρωταγωνιστές
παραστάσεων σε αντικείμενα από πολύτιμα υλικά, σε μέσα της γραφειοκρατίας και σε αγγεία από
ανακτορικό περιβάλλον: απεικονίζονται μόνοι τους ή με άλλα είδη ζώων, σε στιγμιότυπα κυνηγιού. Ο
αίγαγρος και το κυνήγι του είχαν ίσως ‘ενδυθεί’ με μια θρησκευτική νοηματοδότηση και αφού είναι
θήραμα που χαρακτηρίζεται πέρα από ομορφιά, από ταχύτητα, δύναμη και θαυμαστές ικανότητες
επιβίωσης197, το κυνήγι του απαιτεί ανάλογα προσόντα που προσδίδουν ίσως κάποια γνωρίσματα και
στον πομπό, μέλος ίσως της μινωικής ελίτ που επέλεγε τον αίγαγρο στην εικονογραφία.
Αντίστοιχα, οι αίγες περιορίζονται σε ταπεινά υλικά, σε πήλινα ειδώλια και ομοιώματα που θα
μπορούσαν να προσφέρουν στη ταιριαστή θεότητα ενός ιερού κορυφής οι Μινωίτες που διέθεταν
τέτοια κοπάδια. Στην επόμενη περίοδο των Νέων ανακτόρων, οι παραστάσεις των αιγοειδών
εμπλουτίζονται με νέα θέματα και υλικά.

2.4 ΝΕΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ΜΜ ΙΙΙΑ – ΥΜ ΙΒ): ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Αίγαγροι, αρσενικοί και θηλυκοί και αίγες εντάσσονται στο θεματολόγιο της Νεοανακτορικής
περιόδου σε πολλές παραστάσεις και σε νέους συνδυασμούς, με άλλα ζώα και ανθρώπινες μορφές.
Στα παραδείγματα μεμονωμένων ιστάμενων ή καθήμενων αιγοειδών, ανήκει η παράσταση αίγας στα
πλακίδια από φαγεντιανή (Πίν.4.1), αλλά και χάλκινα ειδώλια αιγάγρων (Πίν.4.2.). Παραστάσεις
αιγάγρων ιστάμενων ή σε βηματισμό αποτυπώνονται επιπλέον σε σφραγίδες από την ΥΜ Ι ως την ΥΜ
ΙΙΙ (Πίν.4.3). Από θέσεις εκτός Κρήτης, προέρχονται πολύτιμα έργα μεταλλοτεχνίας, όπως ο χρυσός
καθήμενος αίγαγρος (περίαπτο και Πίν.4.4), το μοναδικό στο είδος του χρυσό ειδώλιο από το
Ακρωτήρι (Πίν.4.5) και ο μικροσκοπικός αίγαγρος που κοσμεί την κεφαλή περόνης από λακκοειδή
τάφο των Μυκηνών (Πίν.4.6).
Αίγαγροι μεμονωμένοι με φυτικό θέμα ή αντικείμενο απεικονίζονται σε σφραγίδες. Κάθονται σε
βράχια (Πίν.4.7), τρέχουν στην ύπαιθρο (Πίν.4.8), ή απειλούνται από δόρυ (Πίν.4.9). Ενώ, αίγες
στέκονται δίπλα ή είναι δεμένες σε κίονα με οκτώσχημη ασπίδα να συμπληρώνει την παράσταση
(Πίν.4.10, 4.11) ή συνδυάζονται με θέμα αγκυλωτού σταυρού (Πίν.4.48, 4.49). Τέλος, απεικονίζονται
σε ομάδες των τριών και τεσσάρων ζώων στην Κρήτη (Πίν.4.50, 4.51) και τις Μυκήνες (Πίν.4.53).
Παραστάσεις με αίγαγρο ή αίγα με ασπίδα και στοιχεία βλάστησης συνεχίζονται στη ΥΜ ΙΙ – ΙΙΙ
περίοδο σε σφραγίδες, αλλά και σε ελεφάντινο πλακίδιο από τάφο στο Φουρνί (Πίν.4.12, 4.13). Στις
Μυκήνες, αίγαγροι εξακολουθούν να απεικονίζονται στη φύση (Πίν.4.15), να τραυματίζονται από
βέλος (Πίν.4.14) και τέλος να θανατώνονται σε τράπεζα θυσιών (Πίν.4.16).
Νέοι συνδυασμοί αιγάγρων με άλλα ζώα εμφανίζονται στη Νεοανακτορική περίοδο σε σφραγίδες,
πλακίδια και τοιχογραφίες. Θηλυκοί αίγαγροι με τα μικρά τους να κάθονται δίπλα τους ή σε σκηνή
θηλασμού αποτυπώνονται σε πλακίδια φαγεντιανής (Πίν.4.17) και σε σφραγίδες (Πίν.4.18, 4.19).
Αρσενικοί αίγαγροι δίπλα σε δέντρο και κρόκους αποτελούν το θέμα τοιχογραφίας από την Κνωσό
(Πίν.4.20), ενώ σκηνή ζευγαρώματος εντοπίζεται σε χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι (Πίν.4.21). Ακόμη,

193
Πρόκειται για τη ράτσα του κρητικού ιχνηλάτη, μιας από τις αρχαιότερες Ευρώπης που είναι κατάλληλη
για κυνήγι σε όλα τα εδάφη, ακόμη και στα πιο βραχώδη, τραχέα και δύσβατα, όπου ζει ο αίγαγρος.
194
Evans 1921: 197, εικ.145.
195
Το κρέας του αίγαγρου, λόγω της διατροφής του με διάφορα άνθη και αρωματικά φυτά, είναι ιδιαίτερα
νόστιμο.
196
Evans 1936: 171.
197
Οι αίγαγροι μπορούν να πραγματοποιούν άλματα έως και 8μ. σε απόκρημνους βράχους, ενώ μπορούν να
γλύφουν ακόμη και θαλασσινό νερό από τους βράχους για να επιβιώσουν (Πλυμάκης 2001).
37
αίγαγροι ιστάμενοι, καθήμενοι, σε καλπασμό ή σκηνή μάχης απεικονίζονται σε φυσικό βάθος με
βράχια μόνοι ή με την παρουσία βέλους και οκτώσχημης ασπίδας (Πίν.4.22, 4.23, 4.24).
Η σκηνή επίθεσης σκύλου σε αίγαγρο συνεχίζει από την Παλαιοανακτορική περίοδο (Πίν.4.25), όπως
επίσης και ο συνδυασμός πτηνών και αιγάγρων στο ρυτό από τη Ζάκρο (Πίν.4.26). Για πρώτη φορά
στη Νεοανακτορική περίοδο εμφανίζονται θέματα στη σφραγιδογλυφία, όπως λιοντάρια που
επιτίθενται σε αιγάγρους (Πίν.4.27), στην Κρήτη και στις Μυκήνες (Πίν.4.54), γρύπας που στέκεται σε
αντιθετική διάταξη με αίγαγρο (Πίν.4.28) και μινωικός δαίμονας που μεταφέρει το νεκρό θύμα του
(Πίν.4.29), σε σκηνές που εκτυλίσσονται σε σφραγιστικές επιφάνειες.
Σε γραπτή κύμβη από το Ακρωτήρι της Θήρας προέρχονται παραστάσεις αιγών που καλπάζουν και
συνδυάζονται με δελφίνια (Πίν.4.30). Από τον ίδιο οικισμό προέρχονται: το κοπάδι με βοσκούς στη
μικρογραφική τοιχογραφία της Νηοπομπής (Πίν.4.31), οι αντιλόπες 198 που έχουν ερμηνευθεί και ως
αίγαγροι199 (Πίν.4.32), καθώς και οι μικρές, ιστάμενες αίγες στην ύπαιθρο 200 (Πίν.4.33). Από τη Ξεστή
3, προέρχονται σπαράγματα τοιχογραφιών με θέμα ανδρός – άλτη και αίγας, την οποία κρατά από τα
κίτρινα κέρατα της που λόγω της μεγάλης αποσπασματικότητάς της δεν συμπεριελήφθη στους
πίνακες201. Σε σφραγίδες από τις Μυκήνες περιλαμβάνονται τα θέματα αιγών που θηλάζουν τα μικρά
τους (Πίν.4.34) και αντιθετικών αιγάγρων (Πίν.4.35).
Καινοτομία αποτελούν οι παραστάσεις αιγάγρων με ανθρώπινες μορφές, άνδρες αλλά για πρώτη φορά
και γυναίκες. Σε κομμάτι λίθινου ρυτού άνδρας συλλαμβάνει αίγαγρο, ενώ της σκηνής υπόκειται
κράνος (Πίν.4.36). Σε χρυσή σφραγίδα με σκηνή κυνηγιού, ανδρική μορφή κρέμεται από τα κέρατα
αίγαγρου, ενώ σκύλος τρέχει δίπλα στο ζώο (Πίν.4.37). Σκηνές θήρας που έχει στεφθεί με επιτυχία
αλλά και κτηνοτροφικά στιγμιότυπα αποτυπώνονται σε σφραγίδες (Πίν.4.38, 4.40, 4.41). Σε μια άλλη
σφραγίδα, οι άνδρες απεικονίζονται σε άρμα που μοιάζει να το σύρουν αίγαγροι (Πίν.4.39),
παράσταση που εντοπίζεται και αργότερα στη σαρκοφάγο της Αγία Τριάδας (Πίν.4.45). Χρυσό
σφραγιστικό δακτυλίδι φέρει θρησκευτική σκηνή με ανδρική μορφή και αίγαγρο να πλησιάζουν βωμό
(Πίν.4.46). Γυναικείες μορφές, ντυμένες με περικόρμιο και μακριά φούστα με πτυχώσεις, μεταφέρουν
αιγάγρους ενδεχομένως για θυσία (Πίν.4.42, 4.47). Ακόμη, βρίσκονται ανάμεσα σε καλπάζοντες
αιγάγρους και αγριόγατες στην τοιχογραφία από την Αγία Τριάδα (Πίν.4.43) ή ταΐζουν καθήμενες το
άγριο ζώο (Πίν.4.44).

2.5 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Μεμονωμένες αίγες και αίγαγροι εμφανίζονται στη Νεοανακτορική περίοδο σε προϋπάρχουσες
(πλαστική, μεταλλοτεχνία, γλυπτική) ή νέες μορφές τέχνης (φαγεντιανή, τοιχογραφίες). Τα πλακίδια
φαγεντιανής από το ανάκτορο της Κνωσού ανήκουν σε σύνολο 202 που διακοσμούσε πιθανώς ξύλινο
κιβωτίδιο. Εικονογραφικά συγκρίνεται με τα ΥΜ ΙΑ παραδείγματα της Τοιχογραφίας της Νηοπομπής
από το Ακρωτήρι και του ΥΕ Ι Ρυτού της Πολιορκίας από τον τάφο IV των Μυκηνών και πρόκειται
ίσως για μια ανάλογη παράσταση παραθαλάσσιας πόλης. Τα χάλκινα ειδώλια από τη Φαιστό, το
Δικταίο Άντρο και την Αγία Τριάδα203 αποτελούν λατρευτικά αφιερώματα.

198
Σύμφωνα με τους: Doumas 1992: 110, 117, εικ. 83˙ Morgan 1995: 180-183˙Immerwahr 1990: 49
199
Porter 1996: 295-315.
200
Η τοιχογραφία από το Κτήριο Β6 σώζεται πολύ αποσπασματικά, γι’ αυτό και έχει ερμηνευθεί
ποικιλότροπα. Ο Μαρινάτος πρώτα αναγνώρισε κεφαλές σκύλων, μετά αιγών (Marinatos 1971: 46), ο Ντούμας
θεώρησε ότι πρόκειται για αίγες που δεν μπορούν όμως να ενταχθούν σε κάποιο θέμα με σαφήνεια (Doumas
1983: 78˙ 1992: 111, εικ. 91).
201
Βλαχόπουλος 2008: 491.
202
Το ΜΜ ΙΙΙ σύνολο που βρέθηκε στην ανατολική πτέρυγα του ανακτόρου της Κνωσού αποτελείται από 24
πλακίδια φαγεντιανής με παράσταση αρχιτεκτονικών προσόψεων, γνωστά με την ονομασία ‘Μωσαϊκό της Πόλης’
μαζί με τις απεικονίσεις δέντρων, στρατιωτών, αιγών, βοδιού, την πρύμνη πλοίου και τμήμα θάλασσας (Foster
1979: 99-115).
203
Από την αποθήκη 17 της Έπαυλης, που θεωρείται ιερός χώρος από τον Watrous (1984: 123-134) ή χώρος
αποθήκευσης - φύλαξης υγρών από τον Halbherr (et al. 1980: 77-78) προέρχονται δύο ειδώλια καθιστών
αιγάγρων.
38
Ο αίγαγρος στην Κρήτη αποτελεί από την προηγούμενη περίοδο αγαπητό θέμα σε σφραγίδες και
αντικείμενα κύρους, συχνά εντοπίζονται ανάλογα παραδείγματα στις Μυκήνες και στην Αίγινα.
Περόνη204 και περίαπτο από χρυσό έχουν βρεθεί σε τάφους.
Δεν είναι γνωστό εάν οι αίγαγροι αποτελούσαν τμήμα της άγριας πανίδας των τόπων αυτών. Οπότε,
εάν το είδος αυτό ήταν αποκλειστικά μινωικό, με την εικονογράφησή του, οι κάτοχοι των κοσμημάτων
θα επιθυμούσαν να προβάλλουν τις γνώσεις ή την προσωπική τους σχέση με την Κρήτη, ίσως και
κρητική καταγωγή. Δεν αποκλείεται βέβαια η περίπτωση να πρόκειται για καλλιτεχνικό δάνειο, χωρίς
κάποια ιδεολογική συμπαραδήλωση.
Το ειδώλιο αιγάγρου205 από το Ακρωτήρι (Εικ.10) και
κυρίως ο χώρος εύρεσής του, αφήνουν λίγα περιθώρια
για να αμφισβητηθεί η θρησκευτική του υπόσταση. Το
μοναδικό αυτό χρυσό206 εύρημα έχει εγείρει συζητήσεις,
ως προς τον χαρακτήρα του. Θα μπορούσε να είναι δώρο
από κάποιον επισκέπτη προς την αρχή του Ακρωτηρίου
ή τη λατρευόμενη εκεί θεότητα; Η μήπως είναι ανάθημα
ενός ή όλων των κατοίκων του οικισμού; Όποιος και εάν
ήταν ο πομπός, το αρχαιολογικό περιβάλλον εύρεσης και
το υλικό του ειδωλίου υποδεικνύουν ότι αυτό σχετίζεται
Εικόνα 10. ΥΚ Ι χρυσό ειδώλιο αιγάγρου, άμεσα με το τελετουργικό της λατρείας, ενδεχομένως ως
Ακρωτήρι Θήρας (Doumas et al. 2000: 67, πολύτιμο υποκατάστατο ή ως συμβολική παρουσία του
εικ. 85-86). ζώου μέσω του εικονικού του τύπου, ανάμεσα σε
πραγματικά κέρατα διαφόρων ειδών.
Σε πλακίδια φαγεντιανής και σφραγίδες θηλυκοί αίγαγροι θηλάζουν (Εικ.11). Είναι χαρακτηριστικό
ότι παρόλο ο θηλασμός παραπέμπει στο θηλυκό, το ζώο απεικονίζεται με τεράστια κέρατα με τους
χαρακτηριστικούς δακτυλίους που μόνο τα αρσενικά έχουν στη
φύση. Τα κέρατα των θηλυκών δεν αναπτύσσονται σε τέτοιο
μέγεθος και ίσως η πρόθεση των καλλιτεχνών ήταν να τονίσουν
ότι πρόκειται για αίγαγρο και όχι για οικόσιτη αίγα. Ακόμη,
κάθονται με τα μικρά τους, σε ανάλογες σκηνές με των
αγελάδων, που δείχνουν ότι οι παραγγελιοδότες ενδιαφέρονται
για τη μητρότητα, όχι μόνο των οικόσιτων, αλλά και των άγριων
ζώων.
Χρυσό δακτυλίδι, άγνωστης προέλευσης, φέρει παράσταση
ζευγαρώματος207. Το ζευγάρωμα αιγάγρων στη φύση έπεται μιας
Εικόνα 11. ΜΜ ΙΙΒ – ΙΙΙ πλακίδιο
σκληρής σύγκρουσης με τα κέρατα για να κερδίσουν το θηλυκό,
φαγεντιανής με παράσταση αιγάγρου που
στιγμιότυπο που επίσης αποτυπώνεται σε σφραγίδες. Η θηλάζει, Ανάκτορο Κνωσού (Ιστορία του
επιθετικότητα των αιγάγρων, η ορμή και η τάση τους να Ελληνικού Έθνους, 203).
πολεμούν μέχρι να κατατροπώσουν τον αντίπαλο είναι
χαρακτηριστικά που θα επιζητούσε ένας πολεμιστής 208. Οι Μινωίτες γνώριζαν καλά τον κύκλο ζωής
και τις συνήθειες των αιγάγρων, τη δύναμη, την ταχύτητα, τη μαχητικότητα, τον ερωτικό τους

204
Πρώιμο ΠΚ ΙΙ παράλληλό αποτελεί η περόνη από άργυρο σε σχήμα κεφαλής κριού, από το νεκροταφείο
Δωδεκαθισμάτων της Αμοργού, που δείχνει ότι στο Αιγαίο τα αιγοειδή έχουν μια μακρά παράδοση ως
εξαρτήματα ένδυσης που συνοδεύουν τον νεκρό (Παπαθανασόπουλος 1981: 135, εικ. 62.5˙ Sapouna-Sakellaraki
1976: 128, εικ. 98).
205
Βρέθηκε in situ σε ξύλινη θήκη, της οποίας σώθηκε μόνο το αποτύπωμα, μέσα σε μικρή πήλινη λάρνακα,
δίπλα σε βωμό με φυσικά κέρατα από αιγοπρόβατα, ελάφια και ταύρους που είχαν αποκοπεί με προσοχή και είχαν
φυλαχθεί μέσα σε ύφασμα, ραμμένο πιθανώς με χρυσοκλωστή (Doumas et al. 2000: 67, εικ. 85-86, ΑΛΣ 1: 2003,
Βλαχόπουλος 2006: 109).
206
Για την ανάλυση του χρυσού από τον οποίο κατασκευάστηκε το ειδώλιο με μέθοδο των ακτινών Χ, βλ.
Pantazis et al., 2003.
207
Για το ζευγάρωμα και τη μάχη των αιγάγρων βλ. Πλυμάκης 2001: 39-40.
208
Πρβ. τη μικρογραφική τοιχογραφία από την Οικία των Τοιχογραφιών στην Κνωσό, όπου οι μορφές έχουν
στην κεφαλή φτερά ή κέρατα αιγών (‘Ο αρχηγός των μαύρων’: Evans 1928: 756, Πίν. XIII).
39
παροξυσμό, που ίσως τους εντυπωσίαζαν, οπότε και θα επιθυμούσαν να οικειοποιηθούν τις ιδιότητες
και τις ικανότητές τους.
Ιστάμενοι ή καθήμενοι αίγαγροι σε ομάδες των δύο ως έξι, απεικονίζονται σε σφραγίδες, χωρίς κάποια
άλλη υποδήλωση του περιβάλλοντα χώρου, και σε τοιχογραφία, με ζεύγος αντιθετικά ιστάμενων
αρσενικών που πλαισιώνει ελαιόδενδρο, ενώ από πάνω τους υπάρχουν διάσπαρτοι κρόκοι 209. Με
ανάλογο τρόπο, στο λίθινο ρυτό της Ζάκρου έξι αίγαγροι και δύο πτηνά συνδυάζονται με
αρχιτεκτονική κατασκευή σε ορεινό τοπίο. Οι δύο τελευταίες παραστάσεις χρήζουν ιδιαίτερης
ανάλυσης. Η συνύπαρξη των αιγάγρων με τα άνθη των κρόκων σε τοιχογραφίες, αγγεία και ρυτά 210
ερμηνεύεται ως αποτύπωση του κύκλου ζευγαρώματος και γεννήσεων των αγριμιών που γίνονται το
φθινόπωρο211, εποχή στην οποία αναπτύσσονται τα άνθη των κρόκων και γίνεται η συγκομιδή τους.
Ο κρόκος αποτελεί όμως φυτό με συμβολική και θρησκευτική διάσταση 212, όπως αποδεικνύεται από
τις αναπαραστάσεις του στην Αιγαιακή εικονογραφία, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν
αποτυπώνεται μονάχα μια συγκεκριμένη περίοδος του έτους, αλλά ίσως ότι ο αίγαγρος ανήκει στο ίδιο,
θρησκευτικά φορτισμένο περιβάλλον. Παρόμοιο είναι ίσως το νόημα στην τοιχογραφία με τις δύο
αίγες από το Κτήριο Β6 στο Ακρωτήρι που στέκονται ανάμεσα σε κρόκους, ο Μπουλώτης αναφέρει:
«ότι παρόλο το γευστικό δέλεαρ που φύεται στα πόδια τους, αυτά απομακρύνονται σεβαστικά» 213.
Το ανάγλυφο ρυτό της Ζάκρου (Εικ.12) που βρέθηκε σπασμένο σε τέσσερα
κομμάτια, πεσμένα από διαμερίσματα
του ορόφου, στη Δυτική πτέρυγα του
ανακτόρου της Ζάκρου214 αποτελεί
μια παράσταση που έχει ερμηνευθεί
ποικιλότροπα. Σε ένα βραχώδες τοπίο
με θύσανους κρόκων στις κορυφές
των βράχων, έξι αίγαγροι, τέσσερις
καθήμενοι, ένας σε ιπτάμενο
καλπασμό και ένας σε ανάβαση και
δύο πτηνά αποτελούν τα μοναδικά

Εικόνα 12. ΜΜ ΙΙΙ – ΥΜ Ι ρυτό και ανάπτυγμα τηςέμψυχα όντα στη σύνθεση. Υπάρχει
παράστασης του από τον Cameron, Ζάκρος (Σαπουνά -
ακόμη, ένα τρίκλιτο οικοδόμημα, με
Σακελλαράκη 1994: 178, εικ. 45, Cameron 1987: 324).
περίβολο, κέρατα καθοσιώσεως,
ιστία, βωμούς και κλειστή θύρα, ίσως ιερό κορυφής κατά τον ανασκαφέα 215. Ο Ε. Bloedow216
αντιπροτείνει ότι το οικοδόμημα είναι τμήμα του ανακτόρου της Ζάκρου, όπου τα ζώα ήταν σε
αιχμαλωσία και αποσυνδέει την εικονογραφία του ρυτού από την τελετουργική χρήση του,
υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ζώα σε αιχμαλωσία που έδωσαν στον καλλιτέχνη τη δυνατότητα να
παρατηρήσει με λεπτομέρεια τη μορφολογία τους 217. Η άποψη αυτή δύσκολα μπορεί να ευσταθεί,
καθώς οι Μινωίτες λογικά θα επέλεγαν θρησκευτικά στιγμιότυπα για τα τελετουργικά αγγεία, κυρίως
από τη στιγμή που τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης (βωμοί, κέρατα καθοσιώσεως, πτηνά και
κρόκοι), ανήκουν στο μινωικό θρησκευτικό λεξιλόγιο. Ο Λ. Πλάτωνας πρόσφατα υποστήριξε ότι το
οικοδόμημα της παράστασης παρουσιάζει ομοιότητες με το Βασιλικό Τάφο – Ιερό της Κνωσού και δεν

209
Τα σπαράγματα ανακαλύφθηκαν τo 1923 σε απόθεση στo Xώρo E τoυ ισoγείoυ τoυ κτηρίoυ της Οικίας
των Τοιχογραφιών στην Κνωσό (Cameron 1968: 25-26, εικ.4a-b, 6c-e, 12).
210
Κρόκοι μαζί με αιγάγρους αποτυπώνονται σε δύο ρυτά από το Παλαίκαστρο, στην τοιχογραφία με τις δύο
αίγες από το Ακρωτήρι (Κτήριο Β6-ΒΔ γωνία) και στο ρυτό από τη Ζάκρο (Hiller 2001: 296).
211
Οκτώβριο με Νοέμβριο, όταν ο δροσερός καιρός ενεργοποιεί το αναπαραγωγικό ένστικτο των ζώων (Porter
1996: 297).
212
Για τους συμβολισμούς και τις χρήσεις του κρόκου στο Αιγαίο της 2ης χιλιετίας, βλ. Μπουλώτης 1999: 7 –
10.
213
Μπουλώτης 1999: 8.
214
Πλάτων 2003: 334 – 341, για αναλυτική περιγραφή ρυτού: 361.
215
Πλάτων 1971: 161– 169.
216
Bloedow 1990: 72.
217
Οπ.π: 68.
40
αποκλείεται να αποδίδει και ένα, μη εντοπισμένο μέχρι σήμερα, ταφικό μνημείο ηγεμόνος 218.
Διαφορετικές ερμηνείες έχουν προταθεί και για τους αιγάγρους που έχουν απεικονισθεί σε ιεραρχική
διάταξη219, στην οποία την ανώτερη θέση κατέχουν οι καθήμενοι αίγαγροι που πλαισιώνονται από τα
δύο πτηνά.
Οι παραπάνω ερμηνείες δείχνουν χαρακτηριστικά πόσο μπορούν να επεκταθούν οι μελετητές, όταν
είναι άγνωστο το ακριβές νόημα μιας παράστασης. Από σημειολογική σκοπιά, τα σημαίνοντα στοιχεία
της παράστασης είναι οι αρσενικοί αίγαγροι, τα δύο πτηνά, το οικοδόμημα με τα θρησκευτικά
αρχιτεκτονικά στοιχεία, το βραχώδες τοπίο, οι κρόκοι αλλά και η ανθρώπινη απουσία. Η δράση
εκτυλίσσεται σε ορεινό χώρο, στο φυσικό περιβάλλον των αιγάγρων που κινούνται ή αναπαύονται με
χαρακτηριστική ευκολία. Το κτήριο ορίζει τον κεντρικό χώρο της παράστασης αλλά σημειολογικά η
κλειστή θύρα υποδηλώνει ότι ο χώρος ήταν ασφαλισμένος και οι άνθρωποι ήταν απόντες τη στιγμή
που απεικονίζεται στο ρυτό ή βρισκόταν εντός του σφραγισμένου κτηρίου. Ακολουθώντας την
ερμηνεία του ανασκαφέα220 και από τα παραπάνω στοιχεία, θεωρώ ότι το σημαινόμενο αφορά ιερό
κορυφής, που αποτυπώθηκε σε μια στιγμή απόλυτης ηρεμίας. Αίγαγροι και πτηνά, ακόλουθοι ή και
σύμβολα μιας ορεινής θεότητας, βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον και συμβάλλουν με την
παρουσία τους στην ανάδειξη μιας μυστικιστικής θρησκευτικής σχέσης θεών και ζώων.
Στη σφραγιδογλυφία, σε παραστάσεις, γρύπες και μινωικοί δαίμονες συνυπάρχουν με αιγάγρους σε
αντιθετική διάταξη ή με τα ζώα ως θύματα των δαιμόνων. Υφίσταται και εδώ, όπως και στην
περίπτωση των βοοειδών, μια διαβάθμιση στην οποία ο αίγαγρος βρίσκεται χαμηλότερα ως θύμα. Το
ίδιο παρατηρείται και στη σχέση αιγάγρων με λιοντάρια που ακόμη και αν υπήρχαν στην Κρήτη, λόγω
της φυσιολογίας τους, δεν θα μπορούσαν να κυνηγήσουν τους αίγαγρους πάνω στα απόκρημνα βράχια.
Όπως φαίνεται, οι μινωίτες αποτυπώνουν σημειολογικά στο μινωικό εικονογραφικό θεματολόγιο την
ιεραρχία ενός φαντασιακού κόσμου, στον οποίο οι αίγαγροι, ως πραγματικά ζώα χάνουν τη μάχη από
τα εξωτικά αιλουροειδή ή τα φανταστικά ζώα.
Σημαντικό επίπεδο συνάντησης ανδρών, αιγάγρων και αιγών είναι πέρα από το πραγματικό κόσμο
(κτηνοτροφία, κυνήγι) είναι ο φανταστικός, όταν δηλαδή το εικονογραφικό θέμα είναι ανέφικτο στην
πραγματικότητα, τότε οι πομποί και οι δέκτες του μηνύματος της εικόνας κινούνται σε ένα
εξωπραγματικό πεδίο που θα μπορούσε να ανήκει στη συμβολική ή και μυθολογική τους παράδοση.
Για παράδειγμα, συμβολική είναι η ζεύξη αιγάγρων σε άρμα, όπως απεικονίζεται σε σφραγίδα 221 και
αργότερα στη σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας. Η παράσταση αυτή λοιπόν θα μπορούσε να απεικονίζει
ήρωες/ηρωίδες ή πολεμιστές/πολεμίστριες, αρκετά γενναίους και ικανούς να πιάσουν και να ζέψουν
αιγάγρους; Ή θα μπορούσαν να είναι θεότητες στις οποίες υπακούν τα ζώα; Οι Kristiansen και Larsson
αναφέρουν ότι στη Ινδοευρωπαϊκή μυθολογική παράδοση υπάρχει το θέμα των αιγών που σύρουν το
άρμα δίδυμων θεοτήτων, ένα θέμα με παράλληλα στη μινωική εικονογραφία 222.
Στην πρώτη φάση της Μυκηναϊκής περιόδου και συγκεκριμένα στο λακκοειδή τάφο IV του Ταφικού
περιβόλου Α των Μυκηνών βρέθηκε χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι 223 με παράσταση άνδρα και
αίγαγρου που προχωρούν προς υπαίθριο βωμό. Το ζώο δεν είναι δεμένο και ακολουθεί ήρεμο τον
άνδρα. Πρόκειται άραγε για θρησκευτική σκηνή, όπου οι ακόλουθοι της θεότητας, άνθρωπος και ζώο,
επισκέπτονται το βωμό της - ίσως και τόπο θυσίας του ζώου;
Τέλος, μια παράσταση που έχει ερμηνευθεί ως αποτύπωση τελετουργικής σκηνής είναι η τοιχογραφία
από το Κτήριο Β στο Ακρωτήρι της Θήρας, στην οποία δύο νεαρά αγόρια πυγμαχούν, ενώ σε γειτονικό

218
Ο ίδιος (2003: 362) υποθέτει ότι το ρυτό μεταφέρθηκε στη Ζάκρο από Κνώσιους αποίκους, με ηγεμόνα
κάποιον που έλαβε μερίδιο από το περιεχόμενο του Βασιλικού Τάφου – Ιερού όταν εκκενώθηκε από το πολύτιμο
περιεχόμενο του στην ΥΜ ΙΑ.
219
Huebner 2003.
220
Πλάτων 1971.
221
CMS VI, 285.
222
Kristiansen & Larsson 2007: 262, 333. Παράλληλα, στη βουδιστική εικονογραφία, οι αίγες απεικονίζονται
συχνά σε άρμα να μεταφέρουν ειρηνικές θεότητες (Werness 2003: 198).
223
CMS I, 119.
41
τοίχο απεικονίζονται έξι αντιλόπες 224. Ο Porter225 αντιπροτείνει αίγαγρους αντί για αντιλόπες. Οι
ερμηνείες ποικίλουν, από την ‘ερωτική συνομιλία’ μεταξύ θηλυκού και αρσενικού 226, έως την
‘περήφανη στάση’ αρσενικών, ανταγωνιστική συμπεριφορά που συνδέεται και αναδεικνύει την
αντίστοιχη συμπεριφορά των νεαρών πυγμάχων227.
Σε σφραγίδες, σφραγίσματα και τοιχογραφίες γυναίκες συνυπάρχουν με αίγαγρους και αίγες. Στις
πρωιμότερες απεικονίσεις του θέματος ανήκει η ΥΜ ΙΑ τοιχογραφία στο Δωμάτιο 14 στην Αγία
Τριάδα την οποία ο Μ. Cameron228 αποκατέστησε ως ένα ολάνθιστο τοπίο με δύο γυναικείες μορφές,
μια καθήμενη σε κατασκευή που μοιάζει με βωμό και μία που μαζεύει κρόκους, με επίσημο ένδυμα με
ανοικτό περικόρμιο και φούστα με πτυχώσεις. Αίγαγροι καλπάζουν προς το μέρος τους, αγριόγατες
παραμονεύουν φασιανό και ελάφι αποδίδεται σε ιπτάμενο καλπασμό. Η καθήμενη γυναίκα έχει
ερμηνευθεί ως θεά, η οποία μπορεί να είχε αρχικά αποτυπωθεί να ταΐζει αίγαγρο 229. Πρόκειται
αναμφίβολα για μια τελετουργική παράσταση που εκτυλίσσεται στην ύπαιθρο. Συστατικά της στοιχεία
είναι οι πολυτελώς ενδεδυμένες γυναίκες που δεν θυμίζουν αγρότισσες σε ορεινό τοπίο με κρόκους,
μαζί με ζώα, αιγάγρους και γάτες, που δεν φαίνονται να ενοχλούνται από τις γυναικείες παρουσίες.
Στην ίδια θεματική ενότητα εγγράφονται σφραγίσματα από την Κνωσό, την Αγία Τριάδα και τα Χανιά
με καθήμενη γυναικεία μορφή με παρόμοια ενδυμασία που ταΐζει αίγαγρο και σε σφράγισμα από την
Αγία Τριάδα230, με γυναίκα, με μινωικό πάντοτε ένδυμα, να έχει πιάσει έναν αίγαγρο από τα κέρατα,
με το ζώο ήρεμο να την ακολουθεί (Πιν.4.44). Είναι ενδιαφέρον σημειολογικά ότι οι γυναίκες
συνυπάρχουν αρμονικά με το άγριο ζώο που τις πλησιάζει άφοβα. Αυτό έρχεται εν μέρει σε αντίθεση
με τη συχνά, αν και όχι πάντα, επιθετική (κυνήγι, προσπάθεια σύλληψης του ζώου) σχέση ανδρών και
αιγάγρων. Σε άλλο θεματικό σφραγιστικό κύκλο από την Κρήτη231 και την Πελοπόννησο. π.χ. από το
τάφο του Βαφειού (Πιν.4.47), γυναίκες που φορούν είδος διαδήματος, μεταφέρουν νεκρά τα ζώα.
Το σημαινόμενο στις παραστάσεις γυναικών και αιγάγρων αφορά την καταγραφή μιας ξεχωριστής,
ίσως τελετουργικής ή θρησκευτικής σκηνής αλλά ίσως ακόμη περισσότερο της ιδιαίτερης ταυτότητας
των γυναικών που πρωταγωνιστούν στις παραστάσεις αυτές. Και αυτό διότι σημαίνον στοιχείο των
εικόνων είναι η πολυτέλεια της ενδυμασίας τους που υποδεικνύει, αν όχι μια ανώτερη θέση των
γυναικών αυτών, τουλάχιστον μια ιδιαίτερη περίσταση που απαιτούσε τέτοια ενδυμασία. Άλλο
στοιχείο είναι οι ικανότητες των συγκεκριμένων γυναικών να προσεγγίζουν το άγριο ζώο το οποίο
τρώει από αυτές, τις ακολουθεί ήσυχο, συμπεριφορές που δεν συνάδουν με την πραγματικότητα του
θηλαστικού αυτού ή μεταφέρεται στα χέρια τους νεκρό πια, μια πράξη που απαιτεί μεγάλη σωματική
δύναμη που δεν χαρακτηρίζει το γυναικείο φύλο.
Συμπερασματικά, ο αίγαγρος (Εικ.13-16) και η οικόσιτη αίγα εμφανίστηκαν στην Προανακτορική
περίοδο και διέγραψαν μια ξεχωριστή πορεία έως και τη Μετανακτορική εικονογραφία με το κάθε
είδος να αποτυπώνεται στο αντίστοιχο με την ηθολογία του πεδίο δράσης: οι αίγες σε κτηνοτροφικά
στιγμιότυπα και οι αίγαγροι σε ειρηνικές στιγμές ή σε συμπλοκές με ομοειδή ή άλλα είδη, ως
θηράματα ή ακόλουθοι των ανθρώπων, κυρίως γυναικών, σε μια ίσως ‘μυστικιστική’ συνάντηση.
Σημείο επαφής των δύο αυτών κόσμων, του εξημερωμένου και του άγριου δεν φαίνεται να εντοπίζεται
στην εικονογραφία, καθώς οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι διατήρησαν την αντιστοιχία της
πραγματικότητας των αιγών και των αιγάγρων και στην εικονογράφησή τους. Μονάχα το άγριο είδος,
ο αίγαγρος είχε τη δυνατότητα να υπάρχει και σε συμβολικά συμφραζόμενα, ίσως λόγω των
χαρακτηριστικών του, της ελευθερίας, της ταχύτητας και των ιδιαίτερων ικανοτήτων επιβίωσης που
εκφράζει σημειολογικά η μορφή του.

224
Marinatos 1974 (Oryx beisa)˙ Doumas 1992: 110, 117, εικ. 83˙ Morgan 1995: 180-183˙Immerwahr 1990:
49. Η Μαρινάτου αναφέρει ότι η εικονογραφική μορφή των ζώων είναι ένα υβρίδιο που προέρχεται από διάφορα
είδη (αντιλόπες και γαζέλες) που πιθανόν να μην είχε δει ποτέ από κοντά ο καλλιτέχνης (Marinatos 1984: 106).
225
Porter 1996: 295-315.
226
Marinatos 1971: 47.
227
Morgan 1995: 183.
228
Cameron 1987: 326, εικ.10.
229
Hiller 2001: 304.
230
CMS II 6, 231.
231
CMS ΙS, 180, ΙΙ 3, 213, II 4, 111, II 7, 23.
42
Εικόνα 13. Αριστερά σχέδιο αρσενικού αίγαγρου (Brock 1987:
59, εικ. 5.6). Δεξιά ταριχευμένος αίγαγρος. Μουσείο Φυσικής
Ιστορίας Πανεπιστημίου Κρήτης (φωτό της γράφουσας).

Εικόνα 15. ΜΜ ΙΙΙΒ – ΥΜ ΙΑ τοιχογραφία με


Εικόνα 14. Χάλκινο νεοανακτορικό ειδώλιο αίγαγρους εκατέρωθεν δέντρου, κάτω από
αιγάγρου. Αγία Τριάδα (Πλάτων 1966: 50, διακοσμητική ζώνη με κρόκους. Οικία των
εικ.25). Τοιχογραφιών, Κνωσός (Cameron 1968: 25-26, εικ.
4 a-b).

Εικόνα 16. ΥΕ Ι χρυσό δακτυλίδι με παράσταση ανδρικής μορφής και


αιγάγρου που κατευθύνονται σε κατασκευή (βωμό;) με δέντρο. Τάφος
84, Νεκρόπολη Μυκηνών (CMS Ι, 119).

43
ΙΙ. ΑΙΛΟΥΡΟΕΙΔΗ
PANTHERA LEO - ΛΙΟΝΤΑΡΙ
1.1 Στοιχεία ταυτότητας
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Οικογένεια: Αιλουρίδες (Felidae)
Γένος: Panthera
Είδος: Λιοντάρι (P. Leo)

Το λιοντάρι (Panthera leo), ένα από τα 36 είδη της τάξης των σαρκοφάγων θηλαστικών, είναι το
δεύτερο μεγαλύτερο αιλουροειδές μετά την τίγρη. Εμφανίστηκε στην ανώτερη Ηώκαινο περίοδο
(56000000 χρόνια πριν) και μέχρι το ύστερο Πλειστόκαινο (2000000 - 12000 πριν είχε τη μεγαλύτερη
εξάπλωση χερσαίου θηλαστικού μετά τον άνθρωπο. Ζούσε στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, σε
μεγάλο τμήμα της Ευρασίας και στην Αμερική 232. Όσον αφορά στον ελληνικό χώρο, ιστορικές
αναφορές233 και ζωοαρχαιολογικά ευρήματα234 δείχνουν ότι υπήρχαν πληθυσμοί λιονταριών στην
Ηπειρωτική Ελλάδα και το νησιωτικό Αιγαίο235, ενώ για την Κρήτη αποτέλεσε εξωτικό ζώο, καθώς
δεν ανήκε ποτέ στην πανίδα του νησιού. Η λανθασμένη άποψη236 ότι λιοντάρια υπήρχαν στην Κρήτη
στην Εποχή του Χαλκού, στηρίζεται στη συχνότητα εμφάνισής τους στην μινωική τέχνη 237.
Τα λιοντάρια ζουν περίπου 10 - 14 χρόνια στη σαβάνα, σε θαμνώδεις περιοχές και σε δάση. Τα θηλυκά
συνήθως κυνηγούν μαζί, σε ομάδες το ξημέρωμα, ενωρίς το απόγευμα ή τη νύχτα, επειδή είναι
μικρότερα, ταχύτερα και πιο ευκίνητα από τα αρσενικά, που υπερβαίνουν συχνά τα 250 κιλά. Τα
θηλυκα είναι απαλλαγμένα από το βάρος της βαριάς χαίτης που προκαλεί υπερθέρμανση. Τη
θανάτωση του θύματος τους πετυχαίνουν με δάγκωμα στην αορτή ή με σπάσιμο του λαιμού. Είναι
ασυνήθιστα κοινωνικά ζώα σε σχέση με τα υπόλοιπα αιλουροειδή. Αγέλη 5 έως 10 λιονταριών
αποτελείται από συγγενικά θηλυκά, τα νεογνά τους και δύο συνήθως αρσενικά που μοιράζονται την
περιοχή, καθώς και τα θηλυκά και τα θηράματα238.

1.2 ΠΡΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Από την Προανακτορική έως την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, το λιοντάρι, ένα από τα πιο επικίνδυνα
θηλαστικά, αποτελούσε για τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους ένα ‘συναρπαστικό φαινόμενο’, όπως
αναφέρει ο Bloedow239. Στην Προανακτορική τέχνη, το ζώο εμφανίζεται μεμονωμένο ιστάμενο και σε
βηματισμό, σε χάλκινο κτέρισμα από το Μόχλο (Πίν.5.1) και σε σφραγίδες (Πίν.5.2) που είχαν επίσης
αποτεθεί σε τάφους. Ζεύγος αντιθετικά ιστάμενων λεαινών με φυτικό κόσμημα ανάμεσα τους
απεικονίζεται σε σφράγισμα από τη Φαιστό (Πίν.5.3). Ενώ, σε σφραγίδες που βρέθηκαν σε τάφους
ανήκουν και οι πρώτες παραστάσεις λιονταριών με άλλα ζώα, όπως σκορπιούς (Πίν.5.4) και αράχνες
(Πίν.5.5) που κινούνται μαζί σε κυκλική κατεύθυνση. Την ίδια περίοδο, ανθρώπινες μορφές και
λιοντάρια συναντιούνται στη σφραγιδογλυφία, με διαφορετικούς τρόπους. Το ανθρώπινο σώμα
βρίσκεται κάτω από αυτό του αιλουροειδούς σε ζωομορφική σφραγίδα (Πίν.5.6, Εικ.17) ή ιστάμενος
μαζί με δύο ή περισσότερα ζώα (Πίν.5.7, 5.8).

232
Η τάξη των σαρκοφάγων απαρτίζεται από 6 γένη και 36 είδη, όπως τα: λιοντάρι, γάτα, πάνθηρας, τίγρη,
λεοπάρδαλη, πούμα, τσιτάχ, λύγκας κ.α. (Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 1991, τομ. 11: 18).
233
Αναφορές υπάρχουν στον Ηρόδοτο και τον Αριστοτέλη (Bloedow 1992: 299-300˙ Thomas 2004: 191, σημ.
172), αλλά και στην Ιλιάδα Σ: 577-586.
234
Thomas 2004: 162, 190.
235
Αυτόθι: 189 -190˙ Trantalidou 2000˙ Yannouli 2010: 13, εικ.1.
236
Ενδεικτικά ο Bloedow θεωρεί πιθανή την παρουσία τους στην Κρήτη (1992: 304).
237
Papamanoli-Guest 1996.
238
Για τη συμπεριφορά των αιλουροειδών βλ. Cairns 1990.
239
Ο Bloedow αναφέρει 600 περ. παραδείγματα (1992: 295), αριθμός που ανεβαίνει στα 920, δέκα χρόνια
μετά (Thomas 2004: 161, σημ. 1).
44
Στην Παλαιοανακτορική περίοδο, το λιοντάρι μεμονωμένο εξακολουθεί να αποτυπώνεται σε
σφραγίδες με τη μορφή κεφαλής σε κατατομή (Πίν.5.9), ιστάμενο (Πίν.5.10) ή σε ιπτάμενο καλπασμό
(Πίν.5.11) στη φύση που υποδηλώνεται με φυτά και βράχια. Ο μοναδικός συνδυασμός λιονταριού με
άλλο ζώο αφορά το ίδιο είδος, σε σφραγίδα από τη Φαιστό, στην οποία δύο αιλουροειδή
απεικονίζονται να καλπάζουν.

Εικόνα 17. ΠΜ ΙΙΙ – ΜΜ ΙΑ ζωομορφική σφραγίδα από


χαυλιόδοντα ιπποπόταμου με παράσταση ξαπλωμένου άνδρα με
υπερκείμενο λιοντάρι. Τάφος στα Καλαθιανά (CMS ΙΙ 1, 130).

1.3 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Το λιοντάρι είναι το πιο συχνά απεικονιζόμενο και αναγνωρίσιμο είδος στις σφραγίδες της
Προανακτορικής περιόδου240, γεγονός ιδιαίτερα ενδιαφέρον εάν αναλογιστεί κανείς ότι δεν ανήκει
στην κρητική άγρια πανίδα. Οι σωματικές αναλογίες και η απόδοση χαίτης, αποτελούν τα διαγνωστικά
στοιχεία για την ταύτιση των αιλουροειδών σε βηματισμό, σε σύνολο σφραγίδων της ΠΜ ΙΙΙ – ΜΜ ΙΑ
περιόδου, που ονομάστηκε «Ομάδα της Παρέλασης Λεόντων 241». Η J. Weingarten αναφέρει ότι η
ακριβής αποτύπωση της μορφής των λιονταριών, οφείλεται σε εισηγμένες απεικονίσεις242. Το θέμα
που συμπληρώνει τις παραστάσεις αυτές είναι η ‘’palmette’’ ή ‘’raquette’’, είδος ρακέτας που
προκαλούσε θόρυβο, όταν οι κυνηγοί χτυπούσαν κλαδιά δέντρων, στη διάρκεια του κυνηγιού (battue)
των λιονταριών243. Το ίδιο μοτίβο εμφανίζεται και σε σφραγίδα244 και διαχωρίζει δύο λιοντάρια από
ανδρική μορφή, η οποία ερμηνεύεται ως κυνηγός245.
Σε συνδυασμό με το μέσο τους που είναι οι εισηγμένοι χαυλιόδοντες ιπποπόταμου, οι σφραγίδες αυτές
δείχνουν τη ξεχωριστή ατομική και κοινωνική ταυτότητα των κατόχων τους, μελών μιας ελίτ που
αποκτά ακριβά υλικά και τα διακοσμεί με εξωτικά σύμβολα. Πρόκειται ίσως για μέσο διάκρισης, σε
μια περίοδο κοινωνικών αλλαγών στα τέλη της Προανακτορικής περιόδου, όταν οι νέες ιεραρχίες
προσπαθούν να εδραιωθούν.
Την συγκεκριμένη περίοδο το λιοντάρι ποτέ δεν κυνηγά θηράματα και όταν συνδυάζεται με άλλα ζώα,
επιλέγονται σκορπιοί και αράχνες. Είναι πιθανόν ένα ακόμη δάνειο 246 ή ζώα με μινωική
νοηματοδότηση συσχετίζονται με ένα άγνωστο πλάσμα 247, σε νέο εννοιολογικό κράμα από δύο
επικίνδυνα όντα που θα ισχυροποιούσε το μήνυμα της σφραγίδας και θα προφύλασσε τον κάτοχο της;

240
Shapland 2010: 278.
241
‘Parading Lions and Spirals Group’ (Yule 1980: 208-9).
242
Weingarten 2005: 763.
243
Σύμφωνα με την Papamanoli-Guest σε περίπτωση που υπήρχαν λιοντάρια στην Κρήτη, σε πεδιάδες της
Μεσαράς ή και αλλού, αυτή θα ήταν η μέθοδος σύλληψής τους (1996: 344-347, εικ. 27.11).
244
CMS ΙΙ 1, 222a.
245
Με την ερμηνεία της παράστασης ως σκηνής κυνηγιού συμφωνεί και η Krzyszkowska (2005: 67).
246
Στην Αίγυπτο π.χ., ο σκορπιός ήταν σύμβολο της Σέλκετ, προστάτιδας στο θάνατο (Werness 2003: 360).
Ίσως και στην Κρήτη να υπήρχε ανάλογη σύνδεση, καθώς ο σκορπιός αποτελεί συχνό θέμα στις σφραγίδες που
βρίσκονται σε τάφους: ενδεικτικά βλ. τις ΠΜ ΙΙΙ – ΜΜ ΙΑ σφραγίδες: CMS VS1A 265a, 306 από τη Μονή
Οδηγήτριας.
247
Το λιοντάρι αποτελούσε στην Αίγυπτο το φύλακα του ορίζοντα, της ανατολής και της δύσης του ήλιου,
ενώ ανάμεσα στους λεοντοκέφαλους θεούς ήταν η Τεφνούτ, το μάτι του Ρα (Werness 2003: 255 κε.). Οι
συμβολισμοί αυτοί είναι σε απόλυτη αρμονία με την ηθολογία των λιονταριών που κυνηγούν το ξημέρωμα και
στη δύση του ηλίου και φημίζονται για την ικανότητά τους να επαγρυπνούν συνεχώς για την προστασία των
μικρών τους, σαν να έχουν μονίμως τα μάτια τους ανοικτά.
45
Τη σπουδαιότητα των λιονταριών, ως προστατευτικών σύμβολων, δείχνει ίσως σφράγισμα από τη
Φαιστό με δύο αντιθετικά ιστάμενες λέαινες 248 που φαίνονται να βρυχώνται και θυμίζουν με τη στάση
τους τη μεταγενέστερη χρονολογικά Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες.
Στην Προανακτορική σφραγιδογλυφία σε ελάχιστες περιπτώσεις συνυπάρχουν ανθρώπινες μορφές και
λιοντάρια. Σε μια εισηγμένη από την Ανατολή σφραγίδα από τάφο στα Καλαθιανά (Εικ.17), ένα
μεγάλο λιοντάρι έχει καταπλακώσει έναν άνθρωπο. Ο Α. Evans ερμήνευσε την παράσταση ως
παράδειγμα της αιγυπτιακής ιδέας της προστασίας του νεκρού 249. Αντίθετα, ο Ε. Bloedow θεωρεί ότι
απεικονίζεται η απειλή που συμβολίζουν τα λιοντάρια για τους ανθρώπους250 και η άποψη του
φαίνεται ότι ταιριάζει στη στρατηγική επίθεσης των λιονταριών στα θύματα τους 251. Σε αυτήν την
περίπτωση, η σκηνή θα μεταβίβαζε το μήνυμα της επικινδυνότητας του ζώου που γι’ αυτό ίσως
απεικονίζεται σημειολογικά μεγαλύτερο του ανθρώπου. Το συγκεκριμένο θέμα εμφανίζεται προς το
παρόν άπαξ στην αιγαιακή τέχνη.
Στη σφραγίδα CMS ΙΙ 1, 222a που προαναφέρθηκε με παράσταση
ανθρώπου, δύο λιονταριών και αντικειμένων (φράχτης από palmette,
αιχμή δόρατος) που ερμηνεύονται ως εξαρτήματα κυνηγιού252, να
σημειωθεί ότι άνθρωπος253 και ζώο δεν διαπλέκονται και
καταλαμβάνουν χωριστό πεδίο στη σφραγίδα που διαχωρίζεται από
τεράστιο κατακόρυφο μοτίβο254. Σε άλλη σφραγίδα (εικ.18) δύο
αντιθετικές ανδρικές μορφές βρίσκονται στο κέντρο της παράστασης,
γύρω από τις οποίες μοιάζουν να βαδίζουν περιμετρικά πέντε λιοντάρια,
Εικόνα 18. ΠΜ ΙΙΙ – ΜΜ ΙΑ ενώ τα σύνεργα του κυνηγιού λείπουν. Πρόκειται για σκηνή
σφραγίδα από χαυλιόδοντα επίθεσης που δεν έχει ακόμη αρχίσει ή τα ζώα προστατεύουν
ιπποπόταμου με παράσταση
ανθρώπινων μορφών ανάμεσα σε τους ανθρώπους περικυκλώνοντας τους; Όταν οι
λιοντάρια της. Θολωτός τάφος, διαφοροποιητικές λεπτομέρειες απουσιάζουν, τα νοήματα
Μαραθοκέφαλο (CMS II 6, 149). παραμένουν ρευστά και οι ερμηνείες διακλαδώνονται σε άπειρες
ατραπούς.
Ποσοτικά, η Προανακτορική περίοδος παρουσιάζει το μεγαλύτερο αριθμό παραστάσεων λιονταριών
σε σφραγίδες αλλά με λιγότερο νατουραλισμό σε σχέση με την επόμενη περίοδο255. Μια άποψη θέλει
το λιοντάρι να γίνεται σύμβολο της φυλής και του γένους στην Προανακτορική Κρήτη 256. Η άποψη
αυτή δεν ευσταθεί λογικά καθώς εάν θεωρήσουμε ότι ο πομπός του μηνύματος είναι συλλογικός τα
χαρακτηριστικά των λιονταριών αποτελούν κοινά σύμβολα για όλα τα μέλη που χρησιμοποιούν τη
συγκεκριμένη εικονογραφία. Ποιοι θα σημασιοδοτούσαν το λιοντάρι ως έμβλημα, τί μήνυμα θα
μετέδιδαν και πως θα το εκλάμβαναν οι δέκτες, εφόσον το σαρκοβόρο θηλαστικό ήταν άγνωστο στην
Κρήτη; Για το λόγο αυτό είναι μάλλον πιθανότερο το αιλουροειδές να αποτέλεσε σημαίνον στοιχείο σε
ατομικό επίπεδο από μεμονωμένους πομπούς.
Για πρώτη φορά στην Παλαιοανακτορική περίοδο το ζώο απεικονίζεται με περισσότερο νατουραλισμό
σε σχέση με την προηγούμενη φάση. Δεν συναντάται η κυκλική παρέλαση λιονταριών (Parading Lion
Group) που ολοκληρώνεται με τη ΜΜ ΙΑ, ενώ το ενδιαφέρον στρέφεται στη μορφή του άγριου ζώου,
σε μια προσπάθεια να αποτυπωθεί με σαφήνεια η πραγματική του εικόνα. Πρόκειται για μια τάση

248
CMS II 5, 282. Χαρακτηρίζονται λέαινες επειδή απουσιάζει οποιαδήποτε υποδήλωση της χαίτης, ενώ δεν
αποκλείεται να πρόκειται και για απεικόνιση σκύλων.
249
Evans 1928: 55, εικ. 26.
250
Bloedow 1992: 302.
251
Σε ντοκιμαντέρ με σκηνές επίθεσης λιονταριών σε ανθρώπους σε πάρκα της Αφρικής (βλ.
www.YouTube.com/lion attacks on humans), είναι χαρακτηριστικό ότι το ζώο πρώτα ρίχνει και κρατά στο έδαφος
το θύμα του, στη στάση δηλαδή της σφραγίδας, και μετά αρχίζει να το δαγκώνει.
252
Papamanoli-Guest 1996: 344 – 345, εικ. 27.11.
253
Η ανθρώπινη μορφή φαίνεται να έχει στο δεξί τμήμα της κεφαλής είδος βοστρύχου, ίσως ένδειξη νεαρής
ηλικιακής βαθμίδας (Ντούμας 2010). Άρα θα μπορούσε η παράσταση να σχετίζεται με κάποιο είδος διαβατήριας
τελετής που περιελάμβανε το κυνήγι άγριων ζώων;
254
Το θέμα αυτό, εκτός από palmette, θα μπορούσε να είναι απλά ένα διακοσμητικό ή φυτικό στοιχείο.
255
Βλ. σχετικό πίνακα στο Shapland 2010: 279 - 280, εικ. 1.
256
Weingarten 2005: 765.
46
επίδειξης γνώσεων των πομπών σχετικά με ένα εξωτικό ζώο που θα τους προσέδιδε μοναδικότητα,
κύρος και κοινωνική διάκριση στην ανταγωνιστική περίοδο των Παλαιών ανακτόρων 257;

1.4 ΝΕΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ΜΜ ΙΙΙΑ – ΥΜ ΙΒ): ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Από τη ΜΜ ΙΙΙ περίοδο, κυρίως λιοντάρια απεικονίζονται ιστάμενα, καθήμενα και σε ιπτάμενο
καλπασμό, αλλά η περιγραφή θα ξεκινήσει από ένα άλλο είδος αιλουροειδούς, τη λεοπάρδαλη που
εμφανίστηκε ελάχιστες φορές στην Αιγαιακή τέχνη και αναφερόμαστε στην κεφαλή σκήπτρου από
σχιστόλιθο με τη μορφή λεοπάρδαλης σε ιπτάμενο καλπασμό εντοπίσθηκε σε ανακτορικό
περιβάλλον258 (Πίν.6.1). Από την Κνωσό προέρχεται χρυσό λιοντάρι (Πίν.6.2). Πλήθος σφραγίδων από
νεοανακτορικές οικίες, τάφους και ανακτορικά σύνολα της Κρήτης (Πίν.6.6) και της Πελοποννήσου
(Πίν.6.35, 6.37) απεικονίζουν ιστάμενο το ζώο.
Καθήμενα λιοντάρια αποτελούν το θέμα σφραγίδων από εξίσου ποικίλους χώρους (Πίν. 6.3, 6.38).
Χρυσό καθήμενο λιοντάρι αποτελεί εξάρτημα κοσμήματος από τάφο στην Αγία Τριάδα (Πίν.6.5).
Ανάλογα παραδείγματα εντοπίσθηκαν στους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών (Πίν.6.33, 6.36), όπου
βρέθηκε και χάλκινο ξίφος με χρυσές λεοντοκεφαλές που δαγκώνουν τη λαβή (Πίν.6.34), λαβή ξίφους
με τέσσερα λιοντάρια σε ιπτάμενο καλπασμό και λαβή κάτοπτρου με παράσταση λιονταριών 259.
Ένα ακόμη ιδιαίτερο εύρημα αποτέλεσαν τα ρυτά με κεφαλές λεαινών από το ανάκτορο της
Κνωσού260 (Πίν.6.4). Από λακκοειδή τάφο των Μυκηνών προέρχεται χρυσό ρυτό σε σχήμα
λεοντοκεφαλής (Πίν.6.32).
Όταν τα λιοντάρια απεικονίζονται μαζί με κάποιο αντικείμενο, τότε αυτό είναι: οκτώσχημη ασπίδα που
φαίνεται να ίπταται πάνω από το ζώο που στρέφει το βλέμμα του προς αυτήν (Πίν.6.7), βέλος που έχει
ήδη πληγώσει το λιοντάρι, δημοφιλές θέμα στην Κρήτη (Πίν.6.8) και την Πελοπόννησο (Πίν.6.39),
κίονας, δίπλα στον οποίο στέκεται το αιλουροειδές (Πίν.6.9) και τέλος ιερός κόμβος κοντά στο
ιστάμενο ζώο (Πίν.6.40).
Από τη ΜΜ ΙΙΙ περίοδο και εξής, το λιοντάρι στη σφραγιδογλυφία επιτίθεται σε άλλα ζώα, σε λέαινα
(Πίν.6.10), σε αίγαγρο (Πίν.6.11, 6.18), σε ταύρο (Πίν.6.12, 6.17) και σε ελάφι (Πίν.6.20). Αντίστοιχα,
σε σφραγίδες, εγχειρίδια, χρυσά ελάσματα και πυξίδες της Μυκηναϊκής περιόδου θύματα σε σκηνές
επίθεσης εξακολουθούν να είναι τα βοοειδή (Πίν.6.44, 6.50), τα ελάφια (Πίν.6.45, 6.51), αλλά και
υδρόβια πτηνά σε νειλωτικό τοπίο (Πίν.6.46). Στη μνημειακή εικονογραφία, ωστόσο, τέτοιες
συνθέσεις απουσιάζουν261. Εξαίρεση αποτελεί η μικρογραφική τοιχογραφία της Νηοπομπής από το
Ακρωτήρι (Πίν.6.31), στην οποία αποτυπώνεται ένα από τα πρωιμότερα παραδείγματα κυνηγιού
ελαφιού από λιοντάρι262.
Άλλες σκηνές αποδίδουν ζεύγη λιονταριών που καλπάζουν σε τοπίο με φοίνικες σε σφραγίσματα από
τη Ζάκρο (Πίν.6.13) και αντικείμενα από πολύτιμα υλικά από τάφους της Μυκηναϊκής περιόδου,
κυρίως τον Ταφικό Περίβολο Ά και το Βαφειό (Πίν.6.41, 6.42, 6.43, 6.48). σε άλλες συνθέσεις δυάδα
λιονταριών στέκεται εκατέρωθεν αμφίκοιλου βωμού και πύλης (Πίν.6.14και15). Ο συνδυασμός αυτός
συνεχίζει στη Μυκηναϊκή τέχνη στη σφραγιδογλυφία (Πίν.6.47) και τη μνημειακή απεικόνιση της
Πύλης των Λεόντων (Πίν.6.52). Σε ΥΜ ΙΙΙΑ/Β σφραγίδα λέαινα που θηλάζει απειλείται έμμεσα από
υπερκείμενο βέλος (Πίν.6.19), ενώ στις Μυκήνες, λιοντάρι παίζει ανενόχλητο με το μικρό του
(Πίν.6.49).

257
Shapland 2010: 277.
258
Vanschoonwinkel 1996: 363.
259
Thomas 2004: 182, εικ. 9.23 & 9.24. Ο Rehak αναφέρει δύο ακόμη παραδείγματα καθήμενων λιονταριών:
ένα από στεατίτη από το ιερό κορυφής του Γιούχτα και ένα από ελεφαντόδοντο από το Δωμάτιο 31 του
Θρησκευτικού κέντρου των Μυκηνών (1992: 56, σημ. 179-180).
260
Βρέθηκαν στον αποθέτη των λίθινων αγγείων του κεντρικού θησαυροφυλακίου του ανακτόρου, σε ΥΜ
ΙΙΙΑ αρχαιολογικό περιβάλλον, αλλά χρονολογούνται στην ΥΜ Ι περίοδο (Evans 1928: 825-30, εικ. 542-44).
261
Ο Evans αναφέρει σπάραγμα τοιχογραφίας από το ανάκτορο της Κνωσού, που σώζει τμήμα χαίτης
λιονταριού (1935: 538, εικ. 489). Ακόμη, αναφέρονται σπαράγματα από μικρογραφικές τοιχογραφίες στην Κέα
(περίοδος VI - ΥΜ ΙΑ) που πιθανώς περιλαμβάνουν λιοντάρια, βλ. Thomas 2004: 169 - 171, σημ. 49, 52.
262
Vanschoonwinkel 1990: 331.
47
Λιοντάρια συνδυάζονται με φανταστικά ζώα και μινωικούς δαίμονες 263. ΥΕ Ι-ΙΙ σφραγιδοκύλινδρος
από τάφο στη Καζάρμα φέρει παράσταση γυναικών, λιονταριού και γρύπα 264. Στην πρώτη περίπτωση,
οι επιτιθέμενοι εναλλάσσονται, ενώ στη δεύτερη, σε ένα μόνο παράδειγμα 265 φαίνεται να επικρατεί ο
μινωικός δαίμονας (Πίν.6.16).
Στη Νεοανακτορική σφραγιδογλυφία, οι ανδρικές μορφές απεικονίζονται μεμονωμένες ή σε ζεύγη με
λιοντάρια, τα οποία στέκονται δίπλα τους (Πίν.6.21, 6.25), τους απειλούν (Πίν.6.22, 6.24), ή έχουν ήδη
χάσει τη μάχη σε σκηνή αγώνα (Πίν.6.23). Στη Μυκηναϊκή περίοδο τα θέματα αποδίδονται πέρα από
τις σφραγίδες (Πίν.6.57, 6.59, 6.60), σε επιτύμβιες στήλες και εγχειρίδια, στα οποία, το λιοντάρι, ενώ
επιτίθεται σε άλλο ζώο (αίγα, ελάφι ταύρο, γαζέλα) αποτελεί το ίδιο ποθητό θήραμα ανδρικών μορφών
(Πίν.6.53 - 6.56).
Στη μινωική σφραγιδογλυφία, οι γυναίκες πάντοτε ενδεδυμένες με μακρύ μινωικό ένδυμα, ιστάμενες ή
καθήμενες αγγίζουν (Πίν.6.26) ή μεταφέρουν (Πίν.6.27) αιλουροειδή. Σε σφραγίδα από την Κνωσό,
γυναικεία μορφή ίσταται μεταξύ δύο αντιθετικών, όρθιων λιονταριών (Πίν.6.28), ενώ το ίδιο θέμα
εντοπίζεται και σε σφραγίδες από τις Μυκήνες (Πίν.6.61).
Αξίζει να γίνει αναφορά σε δύο απεικονίσεις που περιλαμβάνουν συγχρόνως ανδρικές και γυναικείες
μορφές, το σφράγισμα της «Μητέρας των Ορέων» από τα ανάκτορο της Κνωσού 266 (Πίν.6.29) και το
«δακτυλίδι του Νέστορα267» από τάφο στην Ηλεία (Πίν.6.58).

1.5 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Κυνηγός, θήραμα, σύμβολο, φύλακας είναι μερικοί από τους ρόλους που διαδραματίζει το λιοντάρι
στη Νεοανακτορική και τη Μυκηναϊκή περίοδο. Η απεικόνιση του αιλουροειδούς μεμονωμένου,
ιστάμενου, καθήμενου ή σε βηματισμό σε μέσα, όπως τοιχογραφίες, σφραγίδες, κοσμήματα, όπλα και
λαβές κατόπτρων, από ανακτορικά, οικιστικά και ταφικά σύνολα (Πίν.6.2, 6.3, 6.5, 6.6, 6.33 και 6.38),
δείχνει ότι οι πομποί των μηνυμάτων είναι μάλλον μέλη της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Αν κρίνει
κανείς από την αξία των πολύτιμων υλικών (χρυσός, ημιπολύτιμοι λίθοι) το συγκεκριμένο ζώο δεν
φαίνεται να αφορά την πλειονότητα των Μινωιτών. Το λιοντάρι
αφορά πιο λίγους που οικειοποιούνται τη μορφή του σε σφραγίδες
και πολυτελή αντικείμενα γοήτρου, ίσως ως όντα κοινωνικού
κύρους και ανταγωνισμού. Ενώ, πιθανόν στο ζώο να αποδίδονταν
μαγικές ιδιότητες π.χ. κάθε φορά που σφράγιζαν ένα αντικείμενο,
φορούσαν ένα κόσμημα ή χρησιμοποιούσαν ένα ξίφος, τη λαβή
του οποίου ασφάλιζαν με το δυνατό δάγκωμα τους λιοντάρια268
(Εικ.19). Ένα ανοίκειο ζώο, για την αγριότητα και δύναμη του
οποίου θα κυκλοφορούσαν μονάχα περιγραφές, αποκτά πιο Εικόνα 19. Λεπτομέρεια από τη λαβή ΥΕ Ι
χάλκινου ξίφους, Τάφος Δ, Ταφικός Περίβολος
εύκολα φυλακτικές και αποτροπαϊκές δυνάμεις στη συλλογική Β Μυκηνών (Ιακωβίδης 1994: 332, εικ. 27).
συνείδηση.

Εικόνα 20. ΜΜ ΙΙΙ σκήπτρο από τα Μάλια αριστερά (Σακελλαράκης 1994: 320, εικ. 36) και το ΠΕ ΙΙ
παράδειγμα από τους Σιταγρούς Δράμας δεξιά (Οδηγός Αρχαία Μακεδονία 1988: 158, αριθ. κατ. 71 ).

263
Το ΥΜ ΙΒ αποτύπωμα τριεδρικής σφραγίδας με ιστάμενο δαίμονα που κρατά λιοντάρι ή δέρμα λιονταριού
από το δωμάτιο 11 της έπαυλης της Αγίας Τριάδας φέρει στις άλλες επιφάνειες του σημεία της γραμμικής Α
γραφής (Καρέτσου 2000: 158, εικ. 135).
264
(Rehak 1992: 56).
265
CMS II 6, 98.
266
Rehak 1992: 56, σημ. 115, 182.
267
CMS VI, 277 (Evans 1925: 1-75, Nilsson, 1928: 43, εικ. 10).
268
Η επένδυση της λαβής του ξίφους (Τάφος Δ, Ταφικός Περίβολος Β Μυκηνών) αποτελείται από δύο χρυσά
ελάσματα με έκτυπη σπειροειδή διακόσμηση που αγκαλιάζουν τους ώμους της λεπίδας σχηματίζοντας δύο
αντιμέτωπες κεφαλές λιονταριών, ενώ και οι δύο εξωτερικές γωνίες της λαβής σχηματίζουν κεφαλές ζώων
(Ιακωβίδης 1994: 332, εικ. 27).
48
Παρεμφερείς ιδιότητες, σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό, φαίνεται να είχε ένα ιδιαίτερο αντικείμενο, με
παράσταση αιλουροειδούς, η κεφαλή σκήπτρου από σχιστόλιθο με τη μορφή λεοπάρδαλης από το
ανάκτορο των Μαλίων269 (Πίν.6.1, Εικ.20). Το μέσο (σκήπτρο) είναι ήδη συνυφασμένο με πλήθος
συμβολισμών, καθώς θεωρείται insignium dignitatis της κοσμικής ή και θρησκευτικής εξουσίας. Όταν
αποκτά τη μορφή ενός ηγετικού ζώου, ιδίως σε μια δυναμική και επιθετική κίνηση (ιπτάμενο
καλπασμό), διευρύνονται ενδεχομένως τα σημαινόμενα και οι συμβολικές του εκφάνσεις και
πολλαπλασιάζεται ο ψυχολογικός αντίκτυπος των δεκτών.
Ακόμη, ιδιαίτερη εντύπωση στους συμμετέχοντες σε μια
τελετουργία, θα προκαλούσε η χρήση των τριών ζωομορφικών
ρυτών από το ανάκτορο της Κνωσού (Εικ.21). Οι μορφές των
αιλουροειδών270 θα ζωντάνευαν με την προσθήκη οφθαλμών από
κόκκινο ίασπη ή ορεία κρύσταλλο 271, και η επίδραση της έμμεσης
παρουσίας του ζώου θα αυξάνονταν για τους δέκτες του
μηνύματος, κυρίως εάν τα ρυτά χρησιμοποιούνταν, όπως
πιστεύεται, σε θρησκευτικά ή και κοινωνικά, φορτισμένες
περιστάσεις. Εικόνα 21. ΥΜ Ι ζωομορφικό ρυτό με
μορφή κεφαλής λέαινας. Κνωσός
Η αποτύπωση αιλουροειδών σε τελετουργικά αγγεία και σύμβολα
(Καρέτσου 2000: 245, εικ. 247).
εξουσίας σημαίνει ότι είχαν διεισδύσει στο μινωικό και
μυκηναϊκό θρησκευτικό θεματολόγιο και εάν ναι, πώς; Ο/η ηγεμόνας – ιερέας/ιέρεια μπορούσε να
υιοθετήσει οποιοδήποτε εικονογραφικό θέμα για την τελετουργική σκευή και να πρόκειται εν τέλει για
το προσωπικό του/της γούστο; Εάν συνέβαινε αυτό, αναμφισβήτητα οι επιλογές της εξουσίας, θα
πυροδοτούσαν αντίστοιχες εκδηλώσεις από τα μέλη της ανώτερης τάξης, σε μια προσπάθεια
μιμητισμού και εντυπωσιασμού, παρόλο που έχουν βρεθεί ελάχιστα τέτοια αντικείμενα έως σήμερα.
Από την άλλη πλευρά όμως, οι σφραγιστικές παραστάσεις με λιοντάρι και οκτώσχημη ασπίδα 272, ιερό
κόμβο273, θεωρητικά θρησκευτικά σύμβολα, αλλά και δίπλα σε κίονα 274 προκαλούν προβληματισμούς.
Σε τι πλαίσιο συνυπάρχουν τα αιλουροειδή με κάθε ένα από τα παραπάνω στοιχεία; Για να απαντηθεί
το ερώτημα, απαραίτητο είναι να οριστεί επακριβώς η νοηματοδότηση των ιερών κόμβων, των
ασπίδων κτλ. στόχος που παραμένει δυσεπίτευκτος, αν όχι ανέφικτος με τα έως τώρα δεδομένα. Έτσι,
μια ασπίδα, θα μπορούσε να συμβολίζει πολεμιστή, θεότητα, τρόπαιο, εξάρτημα κυνηγιού κ.α., έχει
δηλαδή πολλαπλές πιθανές ερμηνείες. Το ίδιο ισχύει για τον κίονα που δυνητικά υποδηλώνει
ανάκτορο, ιερό ή ακόμη και ανεικονική θεότητα. Άραγε, τα λιοντάρια είχαν εισχωρήσει στη
θρησκευτική εικονογραφία, γι’ αυτό και απεικονίζονται μαζί με μινωικά ‘ιερά’ αντικείμενα και αν ναι,
σε τί πλαίσιο; Θα μπορούσαν να είναι, έμβλημα του/της ηγεμόνος - θρησκευτικής αρχής; Ενώ δεν
αποκλείεται όντως οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι να είχαν δανειστεί εκτός από τη μορφή του ζώου και
την ειδική σημασία που είχε σε άλλες περιοχές 275, εντούτοις η άγνοια μας για το σύστημα εξουσίας, τα
πρόσωπα και τις δικαιοδοσίες τους δυσχεραίνει τις ερμηνευτικές απόπειρες. Το μόνο που μπορεί να
λεχθεί είναι ότι η οκτώσχημη ασπίδα και ο ιερός κόμβος εντοπίζονται σε ανακτορικό και ταφικό
περιβάλλον276, που σημαίνει ότι ήταν τμήμα ενός ειδικού θρησκευτικού ή κοσμικού λεξιλογίου της
ανώτερης άρχουσας τάξης, στο οποίο εντάσσονταν και το λιοντάρι.

269
Ένα πρωιμότερο παράλληλο είναι η ΠΕ ΙΙ κεφαλή σκήπτρου με τη μορφή αιλουροειδούς από τη Μακρά
Οικία των Σιταγρών Δράμας (περίοδος V) Οδηγός Αρχαία Μακεδονία 1988: 158, αριθ.κατ.71.
270
Ο Shapland (2010: 283, Πίν.7) αναφέρει ότι, παρόλο που το γνωστότερο παράδειγμα από τα τρία ρυτά
αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως λέαινα, όλα έχουν υποδήλωση της χαίτης.
271
Αυτόθι: 284.
272
CMS ΙΙ 4, 206.
273
CMS Ι, 54.
274
CMS ΙΙ 8, 290.
275
Στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή, το λιοντάρι εμφανίζεται ως ακόλουθος του ηγεμόνα, ως φύλακας
ναών και ανακτόρων, ή σύμβολο της ανδρείας και των ικανοτήτων του βασιλιά που απεικονίζεται να το
εξολοθρεύει (Rehak 1992: 57, βλ. σημ. 184, Morgan 1995: 175, σημ. 13-15).
276
Ενδεικτικά αναφέρεται η νεοανακτορική τοιχογραφία της ‘Παριζιάνας’ με τον ιερό κόμβο από το ανάκτορο
της Κνωσού (Σαπουνά-Σακελλαράκη 1994: 140), η οκτώσχημη ασπίδα από ελεφαντόδοντο, το περιδέραιο από
αμέθυστο, με έντεκα χάντρες σε σχήμα οκτώσχημης ασπίδας και τα ομοιώματα ιερών κόμβων από φαγεντιανή
49
Ως εικονικός τύπος του κυνηγιού, το βέλος μοιάζει συχνά να πετυχαίνει το στόχο του στις
σφραγιστικές παραστάσεις όταν απεικονίζεται καρφωμένο στο σώμα του ζώου που φαίνεται κάποιες
φορές να βρυχάται από το πόνο (Πίν.6.8, 6.39). Ο κυνηγός μονάχα υπονοείται, ίσως διότι το μήνυμα
που ενδιέφερε δεν ήταν η προσωπική συμμετοχή στην επικίνδυνη αποστολή αλλά το κυνήγι καθεαυτό.
Ίσως ακόμη η δορά των λιονταριών να έφτανε ως την Κρήτη και να αποτελούσε την πηγή γνώσης των
σφραγιδογλύφων για την απεικόνιση των ζώων που ίσως δεν είχαν αντικρύσει ποτέ ζωντανά277.
Όταν λιοντάρια συναντιούνται με άλλα ζώα στην εικονογραφία, τότε προκύπτουν οι εξής πιθανοί
συνδυασμοί:
1. Λιοντάρια μεταξύ τους
α) Ζεύγη λιονταριών του ίδιου φύλου που καλπάζουν σε εξωτικό τοπίο, ΥΜ/ΥΕ Ι – ΙΙ (Πίν.6.13, 6.41 -
43, 6.48).
β) Ζεύγος λιονταριού με μικρό σε σκηνή παιχνιδιού ή θηλασμού ΥΕ ΙΙ – ΙΙΙΑ1/ΥΜ ΙΙΙΑ/Β (Πίν.6.19,
6.49).
γ) Ζεύγη λιονταριών του ίδιου φύλου που στέκονται δίπλα ή πατούν πάνω σε αμφίκοιλο βωμό ή πύλη,
ΥΜ/ΥΕ Ι έως ΥΕ ΙΙΙΒ1 (Πίν.6.14 - 15, 6.47, 6.52).
2. Λιοντάρι με διαφορετικό είδος πραγματικού ζώου σε σκηνή επίθεσης:
α) με ταύρο ΜΜ ΙΙΙ – ΥΜ ΙΙ (Πίν.6.12, 6.17) και ΥΕ Ι – ΙΙΙΑ1 (Πίν.6.44, 6.50).
β) με αίγαγρο ΜΜ ΙΙΙ – ΥΜ ΙΙΙ (Πίν.6.11, 6.18).
γ) με ελάφι - ζαρκάδι ΥΜ/ΥΚ/ΥΕ Ι έως την ΥΕ ΙΙΙΑ2 (Πίν.6.20, 6.31, 6.45, 6.51).
δ) με υδρόβια πτηνά σε νειλωτικό τοπίο ΥΕ Ι (Πίν.6.46).
3. Λιοντάρι με φανταστικό ζώο σε σκηνή επίθεσης (Πίν.6.16):
α) με γρύπα στην ΥΜ Ι
β) με δαίμονα/genius στην ΥΜ Ι
Όταν τα αιλουροειδή απεικονίζονται στη φυσική τους δράση (Συνδυασμός 1), υπάρχει φροντίδα να
σκιαγραφηθεί με σαφήνεια ο χώρος που κινούνται και η εξωτική χλωρίδα αποτελεί κοινό τόπο στις
παραστάσεις. Είναι μια προσπάθεια για πληρέστερη απόδοση της πραγματικότητας ή τονισμού του
εξωτικού χαρακτήρα της εικόνας με ένα επιπλέον στοιχείο; Το ίδιο συμβαίνει και σε σκηνές κυνηγιού
(Πίν. 6.43), αλλά και στην μοναδική τοιχογραφία της Νηοπομπής από το Ακρωτήρι, στην οποία το
αιλουροειδές278 τρέχει σε νειλωτικό τοπίο. Σημείο συνάντησης των παραπάνω αποτελεί η
πραγματικότητα: τα λιοντάρια είναι στο φυσικό τους χώρο και δρουν σύμφωνα με την ηθολογία τους,
όπως και όταν η λέαινα απεικονίζεται να παίζει ή να θηλάζει το μικρό της. Παρατηρείται εδώ η
πιθανόν ηθελημένη λανθασμένη απόδοση του θηλυκού με χαίτη, ώστε να είναι ίσως ξεκάθαρο το
είδος.

που βρέθηκαν στις Μυκήνες (Ακρόπολη και Ταφ. Περίβολος Α, τάφος IV) Δημακοπούλου 1990: 90, 221, 295,
αριθ. κατ. 16, 201, 242-243.
277
Shapland 2010: 283.
278
Η Τρανταλίδου (2000: 711, σημ. 9) αναφέρει ότι το συγκεκριμένο ζώο είναι μια ελεύθερη απόδοση
αιλουροειδούς και ότι οι διαστάσεις του δεν αντιστοιχούν σε κάποιο γνωστό είδος. Αντίθετα η Morgan (1988, 41-
44) θεωρεί ότι είναι απεικόνιση του είδους Felis serval που ζει σήμερα στην αφρικανική σαβάνα.
50
Εικόνα 22. Η ΥΜ ΙΙΙΒ1 Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες (Mylonas 1966: 15-35).

Αντίθετα, στον τρίτο συνδυασμό, τα αιλουροειδή μετακινούνται από τη σφαίρα του πραγματικού
σε έναν άλλο αφαιρετικό ίσως κόσμο που καθορίζεται από τα συμπληρωματικά στοιχεία και τη δράση:
ένας αμφίκοιλος βωμός, ένα εργαλείο τελετουργίας είναι ο κεντρικός πυρήνας της παράστασης. Δύο
αντωπά ιστάμενα λιοντάρια πλαισιώνουν (CMS ΙΙ 7, 73) ή πατούν πάνω του (CMS Ι, 46, ΙΙ 8, 326), όχι
μόνο σε σφραγίδες, αλλά και στην γνωστή Πύλη των Λεόντων των Μυκηνών: δύο αμφίκοιλοι βωμοί
και κίονας κυριαρχούν στο βασικό, κατακόρυφο άξονα του ανάγλυφου 279 (Πίν.6.52, Εικ.22). Οι
ερμηνείες για τη γλυπτή αυτή παράσταση συνοψίζονται στην άποψη του Rehak που μιλά για
‘’έκφραση της δύναμης και του κύρους των ανακτόρων 280’’. Ένα ερώτημα που τίθεται είναι γιατί
επιλέγεται αυτό το δυαδικό θέμα; Ένα αιλουροειδές μόνο του δεν αρκεί ως φύλακας ή έμβλημα του
ηγεμόνα και των ανακτόρων; Πρόκειται για καλλιτεχνική επιλογή, ώστε να υπάρχει ισορροπία στη
σύνθεση; Τα σημαίνοντα, βωμός και κίονας, συνδέονται με την κοσμική ή και θρησκευτική εξουσία; Ο
βωμός, ο κίονας ή η πύλη281, το κεντρικό, κατακόρυφο στον άξονα σημείο στις παραστάσεις είναι το
ιερότερο θρησκευτικό έμβλημα ή η συμβολική δήλωση του οίκου που προφυλάσσεται από τα
λιοντάρια282; Θα μπορούσε το σημαινόμενο να αφορά δύο, σύγχρονους της παράστασης συμβασιλείς,
προγονικές μορφές ή δύο βασιλικούς οίκους που ενώθηκαν μέσω γάμου; Όλες οι παραπάνω υποθέσεις
θα μπορούσαν ακόμη και να συνδυαστούν. Το βέβαιο είναι ότι το συγκεκριμένο ζώο δεν επιλέχθηκε
τυχαία. Οι μυθικές δυνάμεις, η βασιλική μορφή με την πλούσια χαίτη, ο φοβερός βρυχηθμός που
ακουγόταν σε ακτίνα χιλιομέτρων, αποτέλεσαν ιδανικά στοιχεία για τη μεταφορά του λιονταριού ως
αρμόζοντος ηγεμονικού συμβόλου.
Συγκεντρωτικά παρατηρείται ότι τα λιοντάρια μπορούν να αποτελούν συγχρόνως μέρος της
πραγματικότητας και φορείς συμβολικών μηνυμάτων. Ακόμη, αποτυπώνονται μαζί με ζώα άλλου
είδους, πάντοτε σε σκηνές επίθεσης, αλλά για ακόμη μια φορά σε δύο επίπεδα, στον πραγματικό και
στον φαντασιακό κόσμο. Αναλυτικότερα, τα λιοντάρια επιτίθενται σε βοοειδή (Συνδυασμός 2) στην
Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Ο αίγαγρος ως θύμα των αιλουροειδών περιορίζεται εικονογραφικά στην
Κρήτη. Και στις δύο περιπτώσεις, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η σκηνή δύσκολα θα μπορούσε να
εκτυλιχθεί στην πραγματικότητα σε κρητικό έδαφος. Λιοντάρια κυνηγούν ελάφια, ζαρκάδια, αλλά και
υδρόβια πουλιά, σε σφραγίδες, επενδυμένες με χρυσό πυξίδες και χάλκινα εγχειρίδια 283 σε insignia
dignitatis της ηγεμονικής θέσης των κατόχων τους.
Τέλος, συνδυασμός λιονταριών δημιουργείται από τη σύζευξη τους με δύο εκπροσώπους του
φανταστικού κόσμου, το γρύπα και το μινωικό δαίμονα. Σε νεοανακτορικές σφραγίδες από την
Κνωσό, τη Ζάκρο και τον Σκλαβόκαμπο, οι γρύπες εμπλέκονται με λιοντάρια σε άγριες μάχες με

279
Έχει υποστηριχθεί ότι πρόκειται για λέαινες, λόγω της απουσίας δήλωσης χαίτης, η οποία όμως λογικά θα
αποτυπώνονταν γύρω από την κεφαλή των ζώων, στο τμήμα που δεν σώθηκε στο ανάγλυφο.
280
Αναφέρει ότι, ιδίως μετά την ΥΜ/ΥΕ ΙΙΙΑ τα αιλουροειδή σπάνια είναι κυνηγοί ή θηράματα, αλλά
αποκτούν συμβολική αξία που αυξάνεται σταδιακά (Rehak 1992: 56).
281
CMS ΙΙ 7, 74.
282
Morgan 1995: 173.
283
Στο εγχειρίδιο από τον τάφο V του Ταφικού Περιβόλου Α στις Μυκήνες εκτυλίσσεται μια σκηνή στις
όχθες ενός ποταμού, ίσως του Νείλου. Δύο αιλουροειδή κυνηγούν πτηνά στην όχθη του ποταμού, ενώ ψάρια
κολυμπούν στο νερό και στυλιζαρισμένοι πάπυροι προσδιορίζουν το βάθος. Τα ζώα και φυτά αποδίδονται με
ελάσματα από χρυσό και ήλεκτρο και τα φτερά των πουλιών και τα φύλλα των παπύρων είναι αργυρά. Οι
σταγόνες αίματος στο στήθος των πουλιών είναι από σκούρο κοκκινωπό ήλεκτρο, ενώ οι λεπτομέρειες
δηλώνονται με εγχάραξη (Πίν.6.46).
51
ασαφή έκβαση. Άλλοτε φαίνεται να υπερισχύει ο γρύπας 284, άλλοτε το λιοντάρι285, σε σκηνές με
ιδιαίτερη επιθετικότητα. Η αμφίρροπη σύγκρουση είναι ακόμη ένα δεδομένο υπέρ της υψηλής
ιεραρχικής θέσης των ζώων στο μινωικό πάνθεο286;
Αντίθετα, σε μια σκηνή με μινωικό δαίμονα 287, το λιοντάρι φαίνεται να είναι νεκρό στα χέρια του
υπερμεγέθους φανταστικού όντος. Είναι άραγε οι γρύπες και οι δαίμονες ένα διαφορετικό είδος
κυνηγών, ανώτερο ίσως των θηλαστικών, λόγω των μειξογενών τους χαρακτηριστικών; Πρόκειται για
στιγμιότυπα μυθολογικών επεισοδίων, στα οποία διασταυρώνονται οι δύο κόσμοι; Γιατί στο
υπερβατικό, θρησκευτικό, μυθολογικό, μαγικό σύμπαν, όπως το αντιλαμβάνονταν οι Μινωίτες, σε
ψυχολογικό πλέον επίπεδο, απέδωσαν επιθετικότητα και ανταγωνισμό στη σχέση θηλαστικών –
γρυπών/δαιμόνων; Τι προεκτάσεις έχει αυτό για τις απεικονίσεις ανθρώπινων/θεϊκών (;) μορφών με
φανταστικά όντα, στα οποία επιφύλαξαν ρόλους πειθήνιων ακολούθων και φυλάκων;
Στη μινωική σφραγιδογλυφία της Νεοανακτορικής περιόδου, τα λιοντάρια διασταυρώνονται και με τα
δύο φύλα, αντίθετα με την Προανακτορική και Παλαιοανακτορική περίοδο, όταν μόνο οι άνδρες
απεικονίζονταν μαζί με αιλουροειδή288. Από τη ΜΜ ΙΙΙ – ΥΜ ΙΑ289 ιστάμενες ανδρικές μορφές, με
καλύμματα κεφαλής, ποδήρες ένδυμα, κοσμήματα και δόρυ 290, σκοινί (;)291 πολεμική εξάρτηση292,
αλλά και άνδρες με απλό περίζωμα293 στέκονται δίπλα σε ήρεμο αιλουροειδές.

Εικόνα 23. CMS ΙΙ 8, 237 (αριστερά) CMS ΙΙ 8, 249 (δεξιά).

Για να εντοπισθεί το μήνυμα των σφραγίδων αυτών, πρώτα πρέπει να εστιάσει κάποιος στις ανδρικές
μορφές και να αναρωτηθεί αν είναι ηγεμόνες, ιερείς, ευγενείς, πολεμιστές, ήρωες, θεοί ή κάτι άλλο. Η
Morgan μιλά για πολεμιστές294, ενώ η Thomas για θεότητες295. Στην πρώτη περίπτωση πού είναι η
ασπίδα, το ξίφος, το κράνος του πολεμιστή; Στη δεύτερη, με ποια κριτήρια οι μορφές χρίζονται θεοί
και όχι ηγεμόνες, ήρωες, πρόγονοι ή θηριοδαμαστές; Οι άνδρες αυτοί αμέριμνοι, αδιάφοροι σχεδόν
στέκονται δίπλα στο πιο επικίνδυνο σαρκοβόρο θηλαστικό, το οποίο από την πλευρά του
συμπεριφέρεται σαν κατοικίδιο (Εικ.23). Τα δεδομένα αυτά όμως δεν επαρκούν για την ασφαλή
ταύτιση της ιδιότητας του ανδρός. Ανάλογες εικόνες στην πραγματικότητα θα συνέβαιναν μόνο
ανάμεσα σε ένα θηριοδαμαστή, φροντιστή λιονταριών, εκτος κι αν πρόκειται για πραγματική πρακτική
με εξημερωμένα ζώα που χρησιμοποιήθηκαν από την ελίτ ή το ιερατείο ως μέρος της αίγλης τους. Θα
μπορούσε να είναι μια τέτοια περίπτωση ή η οικειότητα ανδρός και λιονταριού πηγάζει από τις
υπερφυσικές δυνάμεις του πρώτου; Τότε, πώς ερμηνεύονται οι μορφές που φορούν μόνο ένα απλό

284
CMS ΙΙ 7, 96.
285
CMS ΙΙ 8, 359-360.
286
Marinatos 1993: 197.
287
CMS ΙΙ 6, 98.
288
Thomas 2004: 172, σημ. 73.
289
Για τη συζήτηση σχετικά με τη χρονολόγηση των συνόλων που απέδωσαν σφραγίδες και σφραγίσματα με
παράσταση ανδρικής μορφής με αιλουροειδές, βλ. Thomas 2004: 166-168, σημ. 37- 42.
290
CMS ΙΙ 8, 237.
291
CMS ΙΙ 6, 36.
292
Υπάρχει μια διχογνωμία σχετικά με τη σφραγίδα CMS ΙΙ 8, 236. Αρχικά, το ζώο της παράστασης
αναγνωρίστηκε ως λιοντάρι (Evans 1921: 503, Marinatos 1993: 170, εικ. 165), ενώ στη συνέχεια άλλοι το
χαρακτηρίζουν πάνθηρα (Vanschoonwinkel 1996: 363) ή σκύλο (Hallager 1996: 161), άποψη που συμφωνεί με το
μέγεθος του ζώου και κυρίως με την απουσία δήλωσης χαίτης.
293
CMS ΙΙ 3, 24, ΙΙ 7, 27, 33.
294
Morgan 1988: 170.
295
Thomas 2004: 168.
52
περίζωμα; Είναι και αυτοί θεοί, ιερείς, ηγεμόνες, αλλά χωρίς εξωτερικά διαγνωστικά χαρακτηριστικά;
Μία άλλη σκέψη είναι το λιοντάρι να μην έχει στις σφραγίδες αυτές το χαρακτήρα του επικίνδυνου
θηλαστικού, αλλά να σηματοδοτεί μια ιδέα, ένα σύμβολο που προφυλάσσει και προσδιορίζει τον
άνδρα, όποια και αν ήταν η ιδιότητά του.
Η ειρηνική αυτή συνύπαρξη, που φθάνει πιθανώς έως και την ΥΜ ΙΙΙΑ1 περίοδο 296, δεν είναι η
μοναδική έκφανση των σχέσεων ανδρών – λιονταριών. Στην ΥΜ Ι - ΙΒ χρονολογούνται παραστάσεις
με άνδρα και δύο απειλητικά λιοντάρια να ορθώνονται εκατέρωθεν του (Πίν.6.22), ενώ σε μια άλλη
παράσταση αντιστρέφονται οι ρόλοι: δύο άνδρες δένουν με σκοινιά το νεκρό πλέον λιοντάρι
(Πίν.6.23). Επίσης, πολεμιστές μπορεί να επιτίθενται με ορμή στο σηκωμένο στα πίσω πόδια
αιλουροειδές (Πίν.6.24).
Το θέμα της αντιπαράθεσης ανδρών - κυνηγών/πολεμιστών εξακολουθεί να απεικονίζεται σε
σφραγίδες στη Μυκηναϊκή περίοδο (Πίν.6.57, 6.59, 6.60) και σε άλλα μέσα όπως οι επιτύμβιες στήλες
και τα πολύτιμα εγχειρίδια από τους ταφικούς κύκλους των Μυκηνών (Πίν.6.54και6.55). Ο Ε.
Bloedow θεωρεί τις παραστάσεις αυτές φυσική απόρροια της πραγματικότητας, αφού τα λιοντάρια
ήταν μια αληθινή απειλή στην Ηπειρωτική Ελλάδα και έπρεπε να κυνηγηθούν, αλλά όχι για να
θυσιαστούν297. Οι κυνηγοί τους, οι απειλούμενοι βοσκοί κατά τον ερευνητή, ανέπτυξαν μια
ανταγωνιστική σχέση με τα λιοντάρια που αποτυπώθηκε και στην τέχνη. Γιατί όμως δεν έτυχαν της
ίδιας εικονογραφικής αντιμετώπισης και τα άλλα είδη, εξίσου επικίνδυνα και περισσότερο κοινά, όπως
οι λύκοι που θα απειλούσαν ίσως περισσότερο τους κτηνοτρόφους και βοσκούς της Ηπειρωτικής
Ελλάδας; Μήπως η επιλογή των λιονταριών ως σημαινόντων στοιχείων στην τέχνη νοηματοδοτείται
από την ψηλότερη, συγκριτικά με άλλα άγρια ζώα, θέση που κατείχαν στην ιεραρχία της φύσης που
συνεκδοχικά τους χάρισε την αντίστοιχη θέση στην σκέψη των ανθρώπων;
Αντίθετα με τον Ε. Bloedow, η Ν. Μαρινάτου θεωρεί ότι τα λιοντάρια ήταν θυσιαστικά σφάγια,
ταυτίζοντας το κυνήγι με τη θυσία, ενώ τα ονομάζει ακόμη ‘θυσιαστές, ισοδύναμα με το ιερέα που
πραγματοποιεί τη θυσία298’. Η L. Morgan από την άλλη, βλέπει ηρωικές πράξεις ανδρική ωρίμανσης,
καθώς ο ήρωας/κυνηγός περνά από την ύψιστη δοκιμασία θάρρους και τόλμης, όταν έρχεται
αντιμέτωπος με τον κορυφαίο, άγριο αντίπαλο του 299.
Ωστόσο, ποιοί θα μπορούσαν να είναι κυνηγοί λιονταριών; Θα μπορούσαν απλοί κτηνοτρόφοι και
βοσκοί να έχουν ασπίδες, όπλα, άλογα και άρματα, ώστε να οργανώσουν ένα επιτυχές κυνήγι
αιλουροειδών; Τέτοια κατορθώματα απλών ανθρώπων θα γίνονταν αντικείμενο εικονογράφησης από
τη Μυκηναϊκή ελίτ σε χρυσά σφραγιστικά δακτυλίδια, πολυτελή εγχειρίδια και ταφικές στήλες; Δεν θα
ήταν λογικότερο, σε περίπτωση ανάγκης, οι άνθρωποι της υπαίθρου να στρέφονταν για βοήθεια στους
κατέχοντες τα μέσα και τον τρόπο;
Το κυνήγι των λιονταριών απαιτεί οργάνωση, συγχρονισμό επιδεξιότητα στο χειρισμό όπλων και
αρμάτων, απαραίτητα στοιχεία και για τη μάχη. Δεν θα ήταν παράλογο, λοιπόν, το κυνήγι σε καιρό
ειρήνης να αποτελούσε μια μορφή άσκησης ετοιμότητας των πολεμιστών. Οι πρακτικές απαιτήσεις
του κυνηγιού, αλλά και τα μέσα απεικόνισής του παραπέμπουν στην ανώτερη οικονομικά ή και
κοινωνικά τάξη. Σε ψυχολογικό επίπεδο, το κυνήγι του λιονταριού προϋποθέτει θάρρος, τόλμη,
ψυχραιμία και στρατηγική για να αντιμετωπίσει κάποιος ένα ζώο, ίσως και άνω των 250 κιλών που
επιτίθεται με ταχύτητα 80 χλμ/ώρα300.
Θα μπορούσαν οι παραστάσεις αυτές να φέρουν θρησκευτικούς συμβολισμούς - σημαινόμενα, όπως
προτείνει η Ν. Μαρινάτου και να απεικονίζονται θυσίες; Βασικό αντεπιχείρημα εδώ είναι ότι πουθενά
δεν υπάρχει λιοντάρι σε θυσιαστική τράπεζα, όπως συμβαίνει με τον ταύρο, ενώ οι υπό μελέτη
απεικονίσεις δεν επικεντρώνονται στη θανάτωση του ζώου, αλλά σε σκηνές σύλληψης και κυρίως σε
αμφίρροπη μάχη που κάλλιστα θα μπορούσε να καταλήξει και στο θάνατο του κυνηγού.
Θεωρώ ότι το κυνήγι ήταν μια υπόθεση προβολής εξαιρετικών ικανοτήτων των μελών της άρχουσας
τάξης, χωρίς εμφανή, τουλάχιστον, θρησκευτικό συμβολισμό. Μέσω της απόκτησης, επίδειξης αλλά

296
CMS ΙΙ 3, 52.
297
Bloedow 1992: 304.
298
Marinatos 1986: 13, 43, 45.
299
Morgan 1995: 171-180.
300
http://el.wikipedia.org/wiki/λιοντάρι.
53
και απόθεσης στους νεκρούς και πιθανόν ένδοξους προγόνους πολυτελών αντικειμένων που
αποθανατίζουν μια τέτοια σπουδαία περίσταση, το κύρος των πομπών – κατόχων των αντικειμένων
τέχνης που φέρουν λέοντες αυξάνεται και συντελεί στη διατήρηση ή και τον επαναπροσδιορισμό των
μεταξύ τους ανταγωνιστικών σχέσεων. Το παραπάνω μεγιστοποιείται στην περίπτωση που το κυνήγι
αποτελούσε μια μορφή δοκιμασίας στο πλαίσιο μιας διαβατήριας τελετής των νέων που έπρεπε να
αντιμετωπίσουν επιτυχώς ένα άγριο ζώο για να γίνουν άνδρες, πολεμιστές ή και ηγεμόνες. Εάν το
επιτύγχαναν, τα δακτυλίδια, τα εγχειρίδια και οι επιτύμβιες στήλες θα αποτελούσαν τη μακρά, απτή
υπενθύμιση των κατορθωμάτων τους.
Συμπερασματικά, οι σχέσεις ανδρών και αιλουροειδών στη Νεοανακτορική τέχνη είναι ειρηνικές,
συνεχίζοντας τη μινωική παράδοση των ειρηνικών σκηνών των θηλαστικών με πλήθος υποθετικών
ερμηνειών για το νόημα της παράστασης αλλά και εχθρικές, όταν οι άνδρες, με ή χωρίς πολεμική
εξάρτηση, επιτίθενται στα απειλητικά αιλουροειδή ή δένουν τα νεκρά πλέον λιοντάρια. Οι Μυκηναίοι
δεν υιοθετούν όλες τις μινωικές εικονογραφήσεις, καθώς μάλλον δεν εξέφραζαν στοιχεία της δικής
τους κοσμοθεωρίας. Στην Πελοπόννησο αποτυπώνεται μόνο η δεύτερη, η ανταγωνιστική και επιθετική
σχέση μεταξύ ανδρών και λιονταριών, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη των Μυκηναίων που
ζούσαν με τα ζώα αυτά να προβάλλουν τη δύναμη και το θάρρος τους. Σε περισσότερα και πιο
πολυτελή μέσα από την Κρήτη, οι άνδρες – πολεμιστές301 κυνηγούν λιοντάρια που την ίδια στιγμή
μπορεί να επιτίθενται σε άλλο ζώο302. Η υποταγή του μέγιστου αντιπάλου στη φύση ήταν για τους
άρχοντες που έζησαν στην πρώτη περίοδο του Μυκηναϊκού κόσμου αποτέλεσμα μιας επικίνδυνης
σύγκρουσης, την οποία ακόμη και αν δεν έζησαν ποτέ εκ του σύνεγγυς στη ζωή, φρόντιζαν να
οικειοποιηθούν στην τέχνη.

Εικόνα 24. ΥΜ ΙΙ σφραγίδα με παράσταση γυναικείας μορφής που


αγγίζει δύο λιοντάρια που στέκονται εκατέρωθεν της (CMS II 8, 254).

Οι σχέσεις γυναικών και λιονταριών στη Μινωική σφραγιδογλυφία αποτελούν ένα άλλο κεφάλαιο.
Από την ΥΜ Ι περίοδο γυναικείες μορφές, ιστάμενες ή καθήμενες σε βράχια, με τη γνωστή μινωική
ενδυμασία φαίνονται να αγγίζουν τρυφερά τα ήρεμα αιλουροειδή σε σκηνές που θυμίζουν πολύ τις
αντίστοιχες σκηνές με αίγαγρους303 (Εικ.24). Τα ερωτήματα είναι τα ίδια: ποια είναι η ιδιαίτερη
ταυτότητα των γυναικών που τους επιτρέπει να έχουν άφοβα μια τόσο στενή σχέση με τα άγρια ζώα;
Είναι θεές, ιέρειες, βασίλισσες που δρουν σε ένα μυθολογικό κόσμο, όπου λιοντάρια, αλλά και
αίγαγροι αποτελούν τους πιστούς τους συντρόφους;
Σε μια άλλη σύνθεση (CMS VI, 316) που εντοπίζεται και στις Μυκήνες304 την ΥΜ/ΥΕ Ι – ΙΙ περίοδο η
γυναίκα, με ένα μεγάλο οφιοειδές εξάρτημα πάνω από την κεφαλή, τοποθετείται στο κεντρικό άξονα
της εικόνας και πλαισιώνεται από δύο αντιθετικά, ιστάμενα λιοντάρια. Η εικόνα συγκρίνεται με τις
ανάλογες παραστάσεις, όπου κεντρικό σημείο είναι αμφίκοιλος βωμός ή κίονας. Η αναλογία αυτή ίσως

301
Π.χ. στο χάλκινο εγχειρίδιο του τάφου IV από τον Ταφικό Περίβολο Α, διακοσμημένο κατά την εμπίεστη
(niello) τεχνική, απεικονίζεται σκηνή κυνηγιού λιονταριών από πέντε άνδρες με περισκελίδες, τόξα, δόρατα και
μεγάλες οκτώσχημες και πυργόσχημες ασπίδες, ενώ δεν φορούν κράνη. Ένα λιοντάρι έχει ήδη πληγωθεί και ένας
άνδρας κείτεται στο έδαφος, ενώ δύο άλλα λιοντάρια τρέπονται σε φυγή. Στην πίσω όψη λιοντάρι κυνηγά
ζαρκάδια (Πίν.6.55).
302
Βλ. τις σκηνές επίθεσης λιονταριών σε αίγα, ελάφια και ταύρο σε ταφικές στήλες, τη στιγμή που
κυνηγιούνται από ανδρικές μορφές σε άρματα (Πίν.6.53-54). Η Μαρινάτου (1993: 147) αναφέρει ότι οι
παράλληλες δράσεις τίθενται μαζί για να δημιουργήσουν ένα εικονογραφικό εννοιολογικό παράλληλο, μεταξύ της
ανδρείας των πολεμιστών στη μάχη και της γενναιότητας των λιονταριών.
303
Η Μαρινάτου (1993: 152) χαρακτηρίζει τη σχέση αυτή «σχέση αρμονίας και τρυφερότητας».
304
Η σφραγίδα CMS I, 145 είναι η μοναδική απεικόνιση γυναικείας μορφής και αιλουροειδούς της πρώιμης
Μυκηναϊκής περιόδου.
54
να επεκτείνεται και στην αντίστοιχη νοηματοδότηση: η γυναίκα αυτή ως ιερό πρόσωπο, ως ‘Πότνια
Θηρών’ προφυλάσσεται από τα ζώα.
Το γνωστό σφράγισμα από το ανάκτορο της Κνωσού 305 (Πίν.6.29, Εικ.25), απεικονίζει γυναίκα σε
βραχώδες ύψωμα με δύο λιοντάρια να την πλαισιώνουν, να προτάσσει ένα δόρυ/σκήπτρο (;) και
απέναντι στο έδαφος μια ανδρική μορφή με υψωμένο χέρι 306. Πίσω της βρίσκεται οικοδόμημα με
κέρατα καθοσιώσεως, ένα θρησκευτικό σύμβολο όταν επιστέφει ιερά, ανάκτορα και τάφους.
Το ύψωμα συμβολικά θα μπορούσε να είναι κάποιο βουνό ή να σημαίνει την υψηλότερη θέση της
γυναίκας συγκριτικά με τον άνδρα, του οποίου η σεβίζουσα χειρονομία χαρακτηρίζει ανδρικά και
γυναικεία ειδώλια κυρίως από ιερά κορυφής 307. Τέλος, τα δύο λιοντάρια εστιάζουν προς τη γυναίκα,
πιθανόν μια θεότητα που παραδίδει ένα σύμβολο θρησκευτικής; κοσμικής; πολεμικής εξουσίας; σε
θνητό ηγεμόνα. Πιθανώς πρόκειται για μυθολογική σκηνή για το πώς κάποιος πρόγονος πήρε
δικαιοδοσία από τη θεότητα ή για το πώς ανανεωνόταν η εξουσία. Το πήλινο σφράγισμα από το
Καστέλι Χανίων με ανδρική μορφή να κρατά δόρυ/σκήπτρο πάνω από πόλη σε ύψωμα, που
ονομάστηκε «το σφράγισμα του ηγεμόνα - Master Impression» ίσως να αποτελεί το επόμενο στάδιο,
στο οποίο η διαδικασία μεταβίβασης/ανανέωσης εξουσίας έχει ολοκληρωθεί 308.
Από τον τάφο ΙΙΙ του Ταφικού Περιβόλου Α των Μυκηνών προέρχονται οι αγριότερες σκηνές μάχης
με λιοντάρια. Το ‘γυναικείο πρόβλημα’, όπως το χαρακτηρίζει η Thomas309 αφορά το ότι οι νεκροί
στους οποίους τοποθετήθηκαν τα κτερίσματα με τις σκηνές αυτές ήταν γυναίκες και βρέφη. Αυτό
σημαίνει ότι ακυρώνεται η ταύτιση πομπού και εικονογραφημένου προσώπου ή ότι οι γυναίκες ήταν
‘ατρόμητες πολεμίστριες310’; Θα μπορούσαν τα κτερίσματα να είναι δώρα των ανδρών για τη νεκρή
μητέρα, σύζυγο, αδελφή, κόρη τους για να τιμηθεί ή να προφυλαχτεί στο μεταθανάτιο ταξίδι;
Το ‘Δακτυλίδι του Νέστορα’ υπήρξε από τότε που το είχε αναλύσει ο Α. Evans το 1925, αντικείμενο
πολλών συζητήσεων311. Σε αυτό αποτυπώνεται πλήθος μορφών γύρω από ένα δέντρο που ορίζει τον
οριζόντιο και τον κατακόρυφο άξονα της εικόνας. Άνδρες, γυναίκες, πτηνόμορφα όντα, γρύπες και ένα
τεράστιο, καθήμενο λιοντάρι απαρτίζουν ένα σύνολο που κατά τον Evans ανήκει στη σφαίρα της
μινωικής μυστηριακής λατρείας και της μεταθανάτιας ζωής. Το λιοντάρι βρίσκεται πάνω σε ένα είδος
πλατφόρμας/βωμού, ενώ ανθρώπινες μορφές φαίνεται να το προσκυνούν, με το σημαινόμενο της
παράστασης να αφορά τη θρησκευτική υπόσταση του ζώου.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι στην Κρήτη το
λιοντάρι ενσωματώθηκε από νωρίς στο εικονογραφικό λεξιλόγιο,
όπου πολλές φορές συναντά τα ζώα της κρητικής πανίδας, τους
ισχυρούς φανταστικούς του αντιπάλους αλλά και άνδρες και
γυναίκες με ρευστά χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα στην
Πελοπόννησο, όπου ήταν υπαρκτή απειλή, αποτυπώθηκε στο
πλαίσιο της πραγματικότητας, στην σκηνή κυνηγιού του χωρίς
Εικόνα 25. ΥΜ ΙΙ σφράγισμα με γυναικεία μορφή φυσικά να εκλείπει η συμβολική του διάσταση, όπως
σε ύψωμα να παραδίδει δόρυ σε ανδρική μορφή με π.χ. στην Πύλη των Λεόντων. Έτσι, για να εντυπωθεί
ζεύγος αντωπών λεαινών στη βάση του υψώματος ένα ζώο στη συλλογική συνείδηση ως επικίνδυνος
(CMS ΙΙ 8, 256), Ανάκτορο Κνωσού.
θηρευτής, προστατευτικό
σύμβολο, συνοδός θεότητας παρατηρούμε ότι δεν προαπαιτείται η
εξοικείωση με το πραγματικό ζώο. Κάποιες φορές, αρκεί η μετάδοση της
ιδέας του ζώου και των ικανοτήτων του ώστε τελικά να αναχθεί σε κυρίαρχο
σύμβολο, ακόμη και από ανθρώπους που δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή μαζί του.

305
Evans 1921: 809, εικ. 528.
306
Η στάση αυτή θεωρείται ότι παραπέμπει σε ικεσία και δέηση στη θεότητα και ίσως αντιστοιχεί σε μια τις
διαδοχικές φάσεις τελετουργικών κινήσεων, κατά τις οποίες τα χέρια εκτείνονται και μαζεύονται (Marinatos
1993).
307
Σαπουνά-Σακελλαράκη 1994: 191, εικ. 63.
308
Hallager 1985: εικ. 11.
309
Thomas 2004: 185, σημ. 124-132.
310
Άποψη που εξέφρασε ο Friedrich Matz, στον οποίο παραπέμπει η Thomas 2004: σημ. 127.
311
Evans 1925: 1-75˙ 1930: 145˙ Nilsson 1950: 43 – 50, εικ. 10˙ Marinatos 2011: 17-27.
55
ΙΙ ΑΙΛΟΥΡΟΕΙΔΗ
FELIX SILVESTRIS – ΑΓΡΙΟΓΑΤΑ
FELIX CATUS – ΟΙΚΟΣΙΤΗ ΓΑΤΑ
1.6 Στοιχεία ταυτότητας
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Οικογένεια: Αιλουρίδες (Felidae)
Γένος: Αίλουρος (Felis)
Είδη: Αγριόγατα της Κρήτης (Felic silvestris cretensis)
& Αίλουρος η γαλή (Felic catus)

Η ευρωπαϊκή Αγριόγατα (Felis silvestris), άγριος πρόγονος της κοινής γάτας (Felic catus)312, είναι
ιδιαίτερα άγρια και εξημερώνεται πολύ δύσκολα. Οι αρσενικές αγριόγατες έχουν συνολικό μήκος 83
έως 97 εκ. ενώ οι θηλυκές 73 έως 94 εκ. και ύψος που φτάνει μέχρι και τα 40 εκ. Ζυγίζει γύρω στα 8
κιλά και είναι νυκτόβιο θηλαστικό 313. Προτιμά μεγάλα πυκνά δάση, είναι μοναχική και αποφεύγει τον
άνθρωπο. Οι αναπτυγμένες αισθήσεις της σε συνδυασμό με την υψηλή νοημοσύνη την καθιστούν
ικανή να αντιληφθεί αμέσως τον κίνδυνο. Τα χαρακτηριστικά μεγάλα νύχια, σε συνδυασμό με τα
κοφτερά δόντια, την οξύτατη όραση, ακοή και την ευκινησία, την καθιστούν ένα δυνατό θηρευτή. Η
αγριόγατα μπορεί να μείνει ακίνητη για αρκετή ώρα, ειδικά όταν ενεδρεύει τη λεία της, πριν επιτεθεί
αιφνιδιαστικά στα θύματά της με ένα άλμα314.
Ο αγριόγατος της Κρήτης ή φουρόγατος αποτελεί ενδημικό υποείδος του Ευρωπαϊκού αγριόγατου. Το
σώμα του είναι μεγαλύτερο από τις κοινές γάτες, και στα αρσενικά φτάνει σε μήκος τα 50 εκ. και η
ουρά τα 30 εκ. Η ουρά του είναι στενότερη στη βάση και πιο φουντωτή στην άκρη. Επίσης, το χρώμα
του τριχώματος είναι ανοιχτό καφέ με σκούρες κηλίδες και ραβδώσεις. Στη ουρά υπάρχουν μαύροι
δακτύλιοι, ενώ το άκρο είναι πάντα μαύρο. Τρέφεται με λαγούς, πουλιά, έντομα και τρωκτικά, ενώ ζει
σε βραχώδεις περιοχές και απομονωμένα δάση σε υψόμετρο 900-1200 μ. Τέλος γεννάει 4-7 μικρά, 1-2
φορές το χρόνο. Το εξαιρετικά σπάνιο αυτό ζώο ζει κυρίως στον Ψηλορείτη και ιδιαίτερα στο
πρινοδάσος του Ρούβα315.
Οι κατοικίδιες γάτες, μικρότερες σε μέγεθος από τις αγριόγατες, συντροφεύουν τους ανθρώπους από
την πρώιμη Νεολιθική εποχή316. Την εποχή της αρχαίας Αιγύπτου, λατρεύονταν ως προστάτιδα του
σπιτιού με το όνομα Μπαστέτ (ή Μπαστ, Ουμπάστι και Μπασέτ, αγγλ. Bastet ή Pasht) από μολύνσεις
που προκαλούσαν διάφορα βλαβερά ζώα, όπως τα ποντίκια 317, αλλά και ως προσωποποίηση των θεών
Ρα και Ατούμ με προστατευτικές ιδιότητες. Περίαπτα σε σχήμα γάτας είναι γνωστά ήδη από το ύστερο
Αρχαίο Βασίλειο ή την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο. Ως ιερά ζώα ταριχεύονταν από τους Αιγύπτιους
μετά θάνατον318.

1.7 ΠΡΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΕΩΣ ΝΕΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Η γάτα είναι ένα ζώο με λιγοστές απεικονίσεις στη μινωική τέχνη, οι περισσότερες από τις οποίες
σημειώνονται στην Παλαιοανακτορική περίοδο319. Σε ΜΜ ΙΒ–ΙΙ σφραγίδες απεικονίζεται κεφαλή
γάτας μεμονωμένη ή με σημείο ιερογλυφικών (CMS II 2, 316d, IV 156b - Εικ.26). Στη ΜΜ ΙΙ ανήκει

312
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 1991, τομ. 11: 77 - 79.
313
http://el.wikipedia.org/wiki/αγριόγατα της Ευρώπης.
314
Αυτόθι.
315
316
Σε νεολιθική ταφή (μεταξύ του 8300-7000 π.Χ.), στη θέση Σιλουρόκαμπος της Κύπρου εντοπίσθηκαν οστά
γάτου δίπλα στα ανθρώπινα. Θεωρείται η πρωιμότερη ένδειξη ότι οι εξημερωμένες γάτες αποτελούσαν ήδη
κατοικίδια ζώα: http://news.nationalgeographic.com/news/oldestpetcat.html & http://www.focusmag.gr/id/view-
user-article.78049).
317
Wozencraft 2005.
318
http://en.wikipedia.org/wiki/CatsthinthancientthEgypt.
319
Vanschoonwinkel 1996: 364.
56
ένα σύνολο τριών αγγείων από τα Μάλια με παράσταση καθήμενης γάτας που παραμονεύει το θήραμά
της, σε τοπίο με δένδρα, φυτά, θαλάσσια είδη και βράχους (Πίν.7.2). Την ίδια περίοδο και ως την ΜΜ
ΙΙΙ χρονολογούνται οι πρώτες απεικονίσεις ολόκληρου του ζώου σε βηματισμό ή καθήμενου στη
σφραγιδογλυφία (Πίν.7.3).
Στη Νεοανακτορική περίοδο και συγκεκριμένα από τη ΜΜ ΙΙΙ έως την ΥΜ Ι, χρονολογούνται τα τρία
ομοιώματα και ρυτό σε σχήμα κεφαλής αγριόγατας 320 (Πίν.7.4, 7.5). Από την ΥΜ Ι περίοδο η γάτα
εμφανίζεται για πρώτη φορά μαζί με άλλο ζώο: πρόκειται για σκηνή επίθεσης του αιλουροειδούς σε
υδρόβια πτηνά (Πίν. 7.6), ένα θέμα που συνεχίστηκε έως την ΥΜ ΙΙΙΒ321. Το ίδιο θέμα, η σκηνή
επίθεσης σε ένα πρωϊμότερο στάδιο, όταν η γάτα παραμονεύει το θήραμα της, ένα φασιανό,
αποτυπώνεται στην τοιχογραφία από το δωμάτιο 14 της Έπαυλης της Αγίας Τριάδας (Πίν. 7.7), ενώ
και το ανάκτορο της Κνωσού απέδωσε σπαράγματα ανάλογων τοιχογραφιών (Πίν. 7. 8).
Η συνύπαρξη γάτας και ανθρώπινης μορφής στη μινωική Κρήτη είναι πολύ περιορισμένη, καθώς
μόνο μια γάτα απεικονίζεται καθήμενη στην κεφαλή του ειδωλίου γυναικείας μορφής από φαγεντιανή
που ονομάστηκε «Θεά των Όφεων322» (Πίν.7.11). Ίσως όμως να πρόκειται για άλλο αιλουροειδές και
συνήθως ονομάζεται πάνθηρας.
Στην ΥΕ Ι περίοδο χρονολογούνται τα δύο μοναδικά παραδείγματα απεικόνισης αγριόγατων που
προέρχονται από τους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών. Πρόκειται για χρυσά επιρράματα ενδυμάτων
με τη μορφή καθήμενων ζώων σε εξωτικό φυτό (Πίν.7.9) και για ένα χάλκινο εγχειρίδιο με αγριόγατες
που κυνηγούν υδρόβια πτηνά σε νειλωτικό τοπίο (Πίν.7.10). Το ίδιο θέμα που εντοπίζεται και στο
Ακρωτήρι της Θήρας, στην μικρογραφική Τοιχογραφία της Νηοπομπής323.

1.8 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Οι λιγοστές απεικονίσεις γάτας εντοπίζονται σε ποικίλα μέσα, όπως σφραγίδες, αγγεία, ομοιώματα,
ρυτά, κοσμήματα, όπλα και τοιχογραφίες.

Εικόνα 26. ΜΜ ΙΒ – ΙΙ σφραγίδα με παράσταση κεφαλής γάτας ανάμεσα σε ιερογλυφικά σημεία (CMS IV,
156b).
Οι κεφαλές γατών στην παλαιοανακτορική σφραγιδογλυφία αποτυπώνονται μεμονωμένες, πολλές
μαζί σε μία σφραγίδα324 και με σημεία της ιερογλυφικής γραφής 325 (Εικ.26). Ολόκληρες γάτες,
καθήμενες και σε βηματισμό, τοποθετούνται ανάμεσα σε σύμβολα, όπως ήλιος, φίδι (Πιν.7.3), την ίδια
πάλι περίοδο. Οι γάτες έχουν μια ξεχωριστή, θρησκευτική, μαγική νοηματοδότηση στις παραστάσεις
αυτές; Μήπως η επικοινωνία δεν περιορίζεται σε πομπό και δέκτη της εικόνας, αλλά επεκτείνεται
ανάμεσα στον πρώτο και τη θεότητα;
Από τα Μάλια και συγκεκριμένα από το ΜΜ ΙΙ κτήριο D στο Quartier Mu προέρχονται τρία αγγεία
που μοιάζουν στον τραχωτό ρυθμό, με σαφείς αιγυπτιακές επιδράσεις 326: η γάτα, ανάμεσα σε πλούσιο
τοπίο με φυτά και θαλάσσια είδη παραμονεύει στη χαρακτηριστική στάση, παρόλο που το θήραμά της
δεν αποδίδεται (Εικ.27).

320
Έχουν κατασκευασθεί σε μήτρα και πιθανώς ήταν προϊόντα του ίδιου κεραμικού εργαστηρίου της
ανατολικής Κρήτης. Απόδειξη της μαζικής παραγωγής τέτοιων κεφαλών αποτελεί η πήλινη μήτρα που βρέθηκε
στη Σητεία (Καρέτσου 2000: 177 – 178).
321
CMS IV, 246.
322
Evans 1921: 504, εικ. 362a-d.
323
Morgan 1988: 41-44, 146-147, Πίν. 187
324
CMS VI, 100a.
325
Καρέτσου 2000: 268, εικ. 266.
326
Αυτόθι: 56 – 57, εικ. 30-32.
57
Εικόνα 27. Λεπτομέρεια ενός από τα τρία ΜΜ ΙΙ αγγεία των
Μαλίων με αγριόγατα που παραμονεύει (Καρέτσου 2000: 56,
εικ. 30-31).

Στη Νεοανακτορική περίοδο, το θέμα αυτό αναπτύσσεται στη


μικρογλυπτική και τη μνημειακή τέχνη της τοιχογραφίας.
Αγριόγατες κυνηγούν πτηνά σε νειλωτικά τοπία και σε
σφραγίδες και φαίνεται ότι προβάλλουν ένα θέμα με αιγυπτιακά,
εξωτικά συμφραζόμενα. Σε σπάραγμα τοιχογραφίας από την
Κνωσό δύο κεφαλές των ζώων αυτών και ουρά πτηνού, ίσως
εντάσσονται σε σκηνή κυνηγιού.
Τρεις αγριόγατες στην τοιχογραφία από το Δωμάτιο 14 της
Έπαυλης της Αγίας Τριάδας (Εικ.28) ανήκουν στο ίδιο σύνολο
με τις δύο γυναικείες μορφές και τους αίγαγρους σε πλούσιο
Εικόνα 28. Τμήμα της ΥΜ ΙΑ φυσικό τοπίο327 που σώζεται όμως αποσπασματικά. Ο ρόλος
τοιχογραφίας από την Αγία Τριάδα των αιλουροειδών, πέρα από του κυνηγού είναι δυσανάγνωστος
με αγριόγατα που παραμονεύει καθώς τα τρία ζώα περιορίζονται σε ένα μόνο τμήμα της εικόνας
πουλί (Immerwahr 1990: 179,
no.12). και δεν φαίνονται να έχουν καμία επαφή με τους αίγαγρους και
τις γυναικείες μορφές. Η αγριόγατα ως κυνηγός εμφανίζεται και
στις Μυκήνες, σε χάλκινο εγχειρίδιο από τον τάφο V του ταφικού Περιβόλου Α, που απέδωσε
παρόμοιο εγχειρίδιο με λιοντάρια που κυνηγούν υδρόβια πτηνά.
Επιστρέφοντας στην Κρήτη, τα ομοιώματα και οι κεφαλές αγριόγατων από οικίες στα Γουρνιά, τη
Ζάκρο328 και το Παλαίκαστρο βρέθηκαν σε χώρους χωρίς λατρευτικές συνάφειες. Μαζί βρέθηκε και
μήτρα κατασκευής κεφαλών γάτας, γεγονός που δείχνει ότι οι κάτοικοι της ανατολικής Κρήτης
έδειχναν μια προτίμηση στο εικονογραφικό αυτό θέμα, που χρησιμοποιούνταν ίσως διακοσμητικά,
ίσως και αποτροπαϊκά, καθώς μια αγριόγατα θα προστάτευε την κατοικία, τα τρόφιμα και τους ίδιους
από ποντίκια και ερπετά, όπως και στην Αίγυπτο, όπου σώζεται σε παραστάσεις από υπέρθυρα
εισόδων και σε αναθηματικές στήλες της 18ης και 19ης δυναστείας329.

327
Βλ. συζήτηση στη σελ. 35.
328
Platon 1971: 262.
329
Καρέτσου 2000: 178-179, όπου αναφέρεται και πρωιμότερη κεφαλή γάτας από το ιερό Κορυφής στον
Πρινιά Σητείας.
58
Η τελευταία απεικόνιση αγριόγατας που θα συζητηθεί είναι αυτή
πάνω στο κεφάλι της «Θεάς των Όφεων», του διάσημου ειδωλίου
από φαγεντιανή που βρέθηκε στα Ιερά Θησαυροφυλάκια του
ανακτόρου της Κνωσού, το 1903330 (Εικ.29). Οι σχετικές ερμηνείες
ποικίλλουν: ο Evans331 υποστηρίζει ότι είναι θεά των φιδιών που
αντιστοιχεί στην Μεγάλη Μητέρα Θεά του Κάτω κόσμου. Μήπως
είναι μια ιέρεια ή μια γητεύτρα φιδιών, με τα ερπετά να είναι
σημαίνοντα στοιχεία μιας οικιακής λατρείας 332; Αν είναι όντως
θεότητα, πώς λειτουργούν τα ζώα στην απόδοση των
χαρακτηριστικών της ιδιοτήτων; Το φίδι, ακόμη και εάν δεν είναι
θανατηφόρο, πράγμα που ισχύει για τα φίδια της ελληνικής πανίδας,
μπορεί να τραυματίσει, άρα θα μπορούσε να πρόκειται για μια θεά
που κρατώντας σφιχτά τα επικίνδυνα ερπετά προφυλάσσει τους
ανθρώπους. Αν όντως είναι γάτα το αιλουροειδές στην κεφαλή της,
η δεύτερη ερμηνεία ενισχύεται, καθώς είναι το καταλληλότερο ζώο
για την εξόντωση των ερπετών αυτών. Το φίδι όμως δεν είναι μόνο
σύμβολο μιας καταστρεπτικής δύναμης. Η ικανότητά του να
δημιουργεί νέο δέρμα έκαναν το φίδι σύμβολο αναγέννησης,
Εικόνα 29. Η «Θεά των Όφεων», ΜΜ δημιουργίας και καλοτυχίας333. Είναι λοιπόν μια θεά που
ΙΙΙ ειδώλιο από φαγεντιανή, Ιερά προτάσσει τα ιερά της ζώα, μαζί με το πλούσιο στήθος της, μια
Θησαυροφυλάκια Ανακτόρου Κνωσού
εικόνα που παραπέμπει στη σεξουαλικότητα που άλλωστε
(Evans 1921: 504, εικ. 362 a-d).
αποτελεί το απαραίτητο πρώτο στάδιο ώστε να επιτευχθεί η
συνεύρεση και συνεκδοχικά η γέννηση;
Από την παραπάνω συζήτηση μπορούμε να συμπεράνουμε πως η γάτα εμφανίζεται σε πολλές
εκφάνσεις του υλικού πολιτισμού, όπως σφραγίδες, αγγεία, τοιχογραφίες αλλά ο ρόλος που
διαδραμάτισε δεν φαίνεται να απείχε πολύ από την ηθολογία της. Μονάχα στις σφραγίδες της
Παλαιοανακτορικής περιόδου διαγράφεται μια πιθανή ιερή νοηματοδότηση, λόγω των παρακείμενων
ιερογλυφικών σημείων και αστρικών συμβόλων, ενώ ως είδος δεν αναμετρήθηκε ποτέ εικονογραφικά
με εξωτικούς ή φανταστικούς αντιπάλους. Στις υπόλοιπες παραστάσεις η γάτα είναι ο κυνηγός
πουλιών και ως σημαίνον στοιχείο χρησιμοποιείται μάλλον παραπληρωματικά παρά ως το κυρίαρχο
σημείο της εκάστοτε παράστασης.

Εικόνα 30. Ταριχευμένη αγριόγατα στο Μουσείο


Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
(φωτό της γράφουσας).

330
Το ειδώλιο δεν βρέθηκε ολόκληρο, αλλά συμπληρώθηκε αργότερα και μέρος της διαδικασίας αυτής ήταν η
τοποθέτηση του καλύμματος της κεφαλής με το καθήμενο αιλουροειδές, που ίσως να είναι ακόμη και πάνθηρας,
στο άνω τμήμα του ειδωλίου. Η γυναίκα με ανασηκωμένα χέρια κρατάει από ένα φίδι στο καθένα, φορά το
περίτεχνο μινωικό ένδυμα, το στενό περικόρμιο με μανίκια που αφήνει ακάλυπτο το πλούσιο στήθος και το μακρύ
φόρεμα που διαχωρίζεται σε επτά επάλληλα οριζόντια επίπεδα και καλύπτεται με κοντή ποδιά (Evans 1921: 504).
331
Αυτόθι.
332
Nilsson 1950: 311, 321.
333
Σε χωριά της σύγχρονης εποχής υπάρχει ο το φίδι του σπιτιού, ο «οικουρός όφις» των αρχαίων Ελλήνων
για το οποίο άφηναν ένα πιατάκι με γάλα.
59
ΙΙΙ. ΚΥΝΙΔΕΣ – ΕΛΑΦΙΔΕΣ – ΣΥΙΔΕΣ

1.1 Κυνίδες: στοιχεία ταυτότητας


Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Οικογένεια: Κυνίδες (Canidae)
Γένος: Κύων (Canis)
Είδος: C. lupus
Υποείδος: Κύων ο οικόσιτος (C. l. familiaris)

Ο σκύλος κατάγεται από το λύκο (Canis lupus) και εξημερώθηκε στα τέλη της Παλαιολιθικής
περιόδου334. Το είδος που συναντάται στις μινωικές απεικονίσεις είναι πιθανώς ο κρητικός ιχνηλάτης
λόγω μορφολογικών ομοιοτήτων. Είναι η αρχαιότερη από όλες τις κυνηγετικές ράτσες της Ευρώπης,
ηλικίας 4000 ετών και κατάγεται από τους λαγωνικούς σκύλους που έφεραν από την Αίγυπτο οι
Κρήτες έμποροι και οι Φοίνικες τη 2η χιλιετία π.Χ335.
«Η ταχύτης του ήτο τόσο μεγάλη, ώστε ηδύνατο να τρέχει ευκόλως παραπλέυρως των ίππων, δια
τούτο ονομάζεται "πάριππος" υπό του Πολυδεύκους. Επίσης εκαλείτο "διάπονος" διότι είχε καταμάχητον
αντοχήν εις το κοπιώδες κυνήγιον και την αναρρίχησην επί αποτόμων δασωδών κυνηγοτόπων. Ο ειδικός
ζωολόγος Κόνδαρ Κέλλερ βεβαιοί ότι έχωμεν να κάμωμεν με ένα γνήσιον τύπο Λαγωνικού όστις
διεφύλαξε τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά του. Πρόκειται περί ωραιοτάτου ζώου με λεπτήν μακράν
κεφαλήν, αιχμηρόν ρύγχος, ευρύ στήθος συνεσταλμένας λαγόνας και πόδας νευρώδεις και ηψηλούς 336».
Η περιγραφή του Μαρινάτου συμπυκνώνει σε λίγες γραμμές τα βασικά χαρακτηριστικά μιας
πανάρχαιας φυλής σκύλων, του κρητικού ιχνηλάτη: «Λαγωνικό δίωξης με ισχυρή μυϊκή διάπλαση,
λυγερόκορμο, νευρώδες, ταχύ, με επιμήκη, σφηνοειδή κεφαλή και κυκλοτερή ουρά, ο εύστροφος, και
επιδέξιος λαγωνικός, με αστραπιαίες αντιδράσεις και ταχύτατο καλπασμό, κυνηγά το λαγό, το
αγριοκούνελο και παλαιότερα τον αίγαγρο, μόνος ή σε ζεύγος. Ανθεκτικός και αποτελεσματικός σε
όλα τα εδάφη και ιδιαίτερα τα βραχώδη και δύσβατα, όπου αναδεικνύονται οι ικανότητές του στην
αναρρίχηση, ερευνά, ξεφωλιάζει και καταδιώκει το θήραμα με ορμητικότητα και εξαιρετική
ευελιξία337».

1.2 ΠΡΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Απεικονίσεις σκύλων εμφανίζονται πολύ νωρίς στην Κρήτη, με τα πρώτα παραδείγματα να


χρονολογούνται στην Προανακτορική περίοδο338. Από τα ευρήματα αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει το πώμα μιας ΠΜ ΙΙ πυξίδας από τη Zάκρο και το σύγχρονό της ανάλογο από τάφο στον
Mόχλο, στα οποία τη θέση της λαβής κατέχει μια ανάγλυφη μορφή ξαπλωμένου σκύλου (Πίν.8.1).
Την ίδια περίοδο ο κρητικός ιχνηλάτης κάνει την εμφάνιση του και στη σφραγιδογλυφία, σε σκηνές
επίθεσης ή παιχνιδιού με άλλο σκύλο (Πίν.8.2) ή με ταύρο339. Παράλληλα, στις Κυκλάδες της ΠΚ ΙΙ
περιόδου, στη Χαλανδριανή της Σύρου βρέθηκε ασημένιο διάδημα, μήκους μισού μέτρου με στικτή
διακόσμηση σκύλων με περιλαίμιο, πτηνόμορφων όντων και ροδάκων (Πίν.8.3), ενώ σε οικία από το
Ασκηταριό Ραφήνας ένας εγχάρακτος σκύλος κοσμεί την επιφάνεια ενός ΠΕ ΙΙ πίθου (Πίν.8.4). Στην
Παλαιοανακτορική περίοδο πληθαίνουν τα εικονογραφικά δεδομένα. Σκύλοι μεμονωμένοι ή μόνο οι
κεφαλές τους, αποτυπώνονται σε πήλινα ειδώλια από Ιερά κορυφής (Πίν.8.5) και σε ΜΜ ΙΙ σφραγίδες

334
Luce 2008: 263.
335
Κυνολογικός Όμιλος Ελλάδος: http://www.koe.gr.
336
Μαρινάτος 1933.
337
Πληροφορίες και φωτογραφίες στην επίσημη ιστοσελίδα του Κρητικού ιχνηλάτη του κυνοτροφείου
Κρήτης: www.kritikosichnilatis.gr.
338
Vanschoonwinkel 1996: 363.
339
Αυτόθι: 355, αρ. κατ. 302.
60
(Πίν.8.6, 8.7). Τότε χρονολογούνται και οι σφραγίδες με σκηνές θηλασμού (Πίν.8.8), επίθεση σκύλου
σε αδιάγνωστο τετράποδο (Πίν.8.9) και καθήμενο αίγαγρο (Πίν.8.10). Για πρώτη φορά, ανθρώπινες
μορφές και σκύλος συναντιούνται σε ΜΜ ΙΙ–ΙΙΙ πρισματική, ελεφάντινη σφραγίδα από την Κνωσό
(Πίν.8.11), όπου ένα ζεύγος απεικονίζεται στο άνω τμήμα, ενώ ένας ιστάμενος σκύλος και τέσσερις
πρόχοι καταλαμβάνουν το κατώτερο. Σε άλλη όψη της ο ιχνηλάτης στέκεται πίσω από τον κυνηγό που
τοξεύει αίγαγρο.
Στη Νεοανακτορική περίοδο, οι απεικονίσεις σκύλων συνεχίζονται στα ίδια μέσα, ενώ
εμφανίζονται σε νέες δράσεις, συνδυασμούς και υλικά. Πήλινα ειδώλια που έχουν ερμηνευθεί ως
αίγαγροι (Πίν.8.12), έχουν τριγωνικά, όρθια και φαρδιά στη βάση αυτιά, σφηνοειδές ρύγχος, λεπτό,
μυώδη λαιμό και καμπυλωτή ουρά του κρητικού ιχνηλάτη340. Στη σφραγιδογλυφία οι στάσεις και οι
δράσεις εμπλουτίζονται. Εμφανίζονται όχι μόνο ιστάμενοι, αλλά και σε απόλυτα φυσιοκρατικές
στάσεις, με το κεφάλι π.χ. στραμμένο προς τα πίσω (Πίν.8.13) ή να το ξύνουν (Πίν.8.14). Την ίδια
περίοδο στην Πελοπόννησο, κεφαλές σκύλων διαμορφώνουν την απόληξη λαβής σε χρυσή κύλικα
(Πίν.8.15). Όπως και στην περίπτωση των λιονταριών με τη λαβή ξίφους, οι σκύλοι δαγκώνουν το
χείλος του αγγείου.
Ο κρητικός ιχνηλάτης συνυπάρχει στην εικονογραφία με άγρια είδη ζώων. Μπορεί να γαυγίζει σε
αίγαγρο (Πίν.8.16) ή να επιτίθεται σε ελάφια (Πίν.8.20, 8.21), ένα θέμα αγαπητό από την ΥΜ Ι έως και
την ΥΜ ΙΙΙΑ1 περίοδο. Όταν πολλοί σκύλοι απεικονίζονται μαζί, τότε υπάρχουν δύο περιπτώσεις: είτε
το θηλυκό θηλάζει τα κουτάβια της (Πίν.8.17, 8.18) είτε τα ζώα φαίνονταν να παίζουν μεταξύ τους
(Πίν.8.19). Στις Μυκήνες, από τον τάφο V του Ταφικού Περιβόλου Α, προέρχεται ένα μοναδικό
αντικείμενο: μια ξύλινη πυξίδα με επίθετη διακόσμηση σκύλων από ελεφαντόδοντο (Πίν.8.22).
Άνθρωποι και σκύλοι συνυπάρχουν σε σφραγιστικές επιφάνειες στην Κρήτη και τοιχογραφίες στην
Πελοπόννησο. Από το ανάκτορο της Κνωσού προέρχεται το ΜΜ ΙΙΙ σφράγισμα με παράσταση
πολεμιστή και σκύλου στο πλευρό του (Πίν.8.23). Ανδρική μορφή κρατά με λουριά δύο υπερμεγέθεις
σκύλους, πιθανώς της ράτσας Μαστίφ (Mastiff) 341 σύμφωνα με το σωματότυπο τους (Πίν.8.24).
Απεικονίσεις σκύλων απουσιάζουν στη Θήρα και τη σφραγιδογλυφία της Μυκηναϊκής εποχής. Μόνο
σε τοιχογραφικές παραστάσεις της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου, σκύλοι αποτυπώνονται σε κυνήγι κάπρου και
μαζί με ηνίοχο στην Τίρυνθα (Πίν.8.25) και σε κυνήγι ελαφιού στο ανάκτορο του Νέστορα στον
Επάνω Εγκλιανό (Πίν.8.26).

1.3 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Ένας αναπαυτικά ξαπλωμένος σκύλος, ως λαβή σε πώματα πυξίδας (Εικ.32) πως θα μπορούσε να
ερμηνευθεί; Αναμφισβήτητα, πρόκειται για ένα ζώο, με το οποίο έρχονταν συχνά σε επαφή οι
Μινωίτες και το γεγονός ότι το επέλεξαν για να κοσμήσει ένα προσωπικό τους αντικείμενο που
χρησίμευε στη φύλαξη κοσμημάτων ή ειδών καλλωπισμού, ίσως υποδηλώνει, ότι ο σκύλος
‘προστατεύει’ συμβολικά το περιεχόμενο της πυξίδας. Ιδιαίτερο συμβολισμό πιθανόν δεν φαίνεται να
έχουν τα σκυλιά που παίζουν σε σφραγίδες της ΠΜ ΙΙ, ούτε και ο σκύλος πάνω στο πιθάρι της ΠΕ ΙΙ
Οικίας στη Ραφήνα (Εικ.31). Πρόκειται για πραγματικές σκηνές που σχετίζονται με την εξημέρωση
των σκύλων και που επέλεξαν να αποτυπώσουν σε σφραγίδες, ένα ακόμη αντικείμενο προσωπικής
χρήσης και σε πίθο, ένα μέσο οικιακής αποθήκευσης.
Αντίθετα, στην περίπτωση του αργυρού διαδήματος από την ακρόπολη της ΠΚ ΙΙ Χαλανδριανής, το
ίδιο το μέσο προϊδεάζει προς διαφορετικές ερμηνείες. Πρόκειται για μοναδικό εύρημα που στόλιζε το
κεφάλι ενός ανώτερου κοινωνικά νεκρού προσώπου είτε αυτός/αυτή ήταν άρχων, ιερέας ή άτομο με
συνδυασμένες ιδιότητες. Ο Γ. Παπαθανασόπουλος αναφέρει «το ζώο έχει μια χαριτωμένη αφέλεια που
τη ζωντανεύει η κίνηση της ουράς, τα ορθωμένα αυτιά και η προσπάθεια του τεχνίτη να παραστήσει τα
πόδια ανασηκωμένα342». Το γιατί απεικονίζεται μαζί με πτηνόμορφα όντα και ρόδακες δεν τίθεται ως
ερώτημα. Θα μπορούσαν τα κατοικίδια αυτά να υποδηλώνουν κάποια μορφή προστασίας ή υποταγής

340
Η ίδια παρανόηση φαίνεται να έχει γίνει και για το ΜΜ ΙΑ πήλινο ειδώλιο από το Πορτί ( Πίν.8.5).
341
Τα Μαστίφ παραμένουν στις πλέον μεγαλόσωμες φυλές, έχουν γεροδεμένη κατασκευή και δίνουν μία
εντύπωση ισχύος και βαρύτητας, με θώρακα βαθύ και μυώδη. Η χώρα προέλευσης τους είναι η αρχαία Αίγυπτος
(www.interpet.gr/themata/ratses/dogs/skiloithergasias.htm).
342
Παπαθανασόπουλος 1981: 133, εικ. 61.
61
στα παρακείμενα τους σύμβολα; Είναι γεγονός πάντως ότι συνδυασμός σκύλων με κάποιο είδος
φανταστικού ζώου δεν συναντάται ποτέ ξανά.
Οι κρητικοί ιχνηλάτες, όταν είναι μόνοι τους, στην Παλαιοανακτορική Κρήτη, έχουν τη μορφή
ειδωλίων σε ιερά κορυφής, ίσως αφιερώματα για την προστασία των πραγματικών σκύλων που θα
ήταν πολύτιμοι αρωγοί στη φύλαξη του κοπαδιού, στο κυνήγι και σε άλλες δραστηριότητες.
Παρεμφερείς λόγοι πιθανώς οδήγησαν στην επιλογή του θέματος του σκύλου σε σφραγίδες. Ίσως ο
κάτοχος να ήταν κάτοχος ενός ή πολλών σκύλων και απλά να έλκονταν από την εικόνα του
τετράποδου. Παράλληλα, το γεγονός ότι ο σκύλος δαγκώνει, γαυγίζει, επιτίθεται δικαιολογεί την
επιλογή του, γιατί προφυλάσσει το σφράγισμα με τη μορφή του.
Η πιο συνήθης εικόνα του σκύλου στην Παλαιοανακτορική περίοδο είναι αυτή, στην οποία
συμμετέχει στο κυνήγι. Σε αρκετά στατικές παραστάσεις ο κρητικός ιχνηλάτης, κάποιες φορές με
περιλαίμιο, δαγκώνει το θύμα του ή συνοδεύει τον κυνηγό. Στη σφραγίδα με το ζεύγος και τις τέσσερις
πρόχους (Πίν.8.11), η προσθήκη του σκύλου γεννά ερωτήματα. Είναι μια αναπαράσταση ενός ‘γάμου’,
πραγματικών ανθρώπων ή θεϊκού ζεύγους343 και ο σκύλος είναι ο φύλακας τους; Αντίθετα, η εικόνα
στη σφραγιστική επιφάνεια της ίδιας σφραγίδας είναι σαφής, πρόκειται για μια σκηνή κυνηγιού.
Στη Νεοανακτορική τέχνη, οι σκύλοι συνεχίζουν ως αναθήματα σε ιερά κορυφής, αλλά και
κοσμούν πλήθος σφραγίδων. Η δράση τους κινείται πάντοτε στο όριο του αναμενόμενου και
φυσιολογικού. Στέκονται, ξύνονται, γαυγίζουν, θηλάζουν, παίζουν, συνοδεύουν τον αφέντη τους και
επιτίθενται σε ζώα, όπως αίγαγρους, ελάφια, κάπροι, ενώ απουσιάζουν οι ταύροι, τα λιοντάρια, οι
γάτες, οι γρύπες και οι μινωικοί δαίμονες από το ανάλογο θεματολόγιο. Ο ρόλος του κρητικού
ιχνηλάτη στην εικονογραφία είναι απόλυτα ενταγμένος στην πραγματικότητα του ζώου. Είναι ένας
εξαιρετικός κυνηγός, ειδικευμένος στη θήρα ορισμένων ειδών. Παράλληλα, η κατοχή πολλών σκυλιών
σε συνδυασμό με τα άρματα, θα προσέδιδε ξεχωριστό κύρος στον κάτοχο τους, όπως δείχνουν οι
τοιχογραφίες ανακτόρων με σκηνές κυνηγιού που θα συνέβαλαν στην προβολή μηνυμάτων κύρους της
άρχουσας τάξης.
Συμπερασματικά, ο αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου, ο σκύλος και κυρίως η ιδιαίτερη ράτσα, ο
κρητικός ιχνηλάτης αποτέλεσε αγαπητό, αν και πολλές φορές συμπληρωματικό θέμα σε πλήθος
παραστάσεων στην Κρήτη, το Αιγαίο και την Πελοπόννησο (Εικ.33). Η πλειονότητα των
παραστάσεων εγγράφονταν στις βιολογικές συνήθειες του ζώου που ποτέ απεικονίσθηκε σε
φανταστικά συμφραζόμενα.

Εικόνα 31. Εγχάρακτη παράσταση σκύλου σε ΠΕ ΙΙ Εικόνα 32. Πυξίδες με ζωομορφικές λαβές στο
πιθάρι από το Ασκηταριό Ραφήνας(Θεοχάρης 1970: 91) πώμα. Ζάκρος, Μόχλος (Σαπουνά -
Σακελλαράκη 1994: 320, εικ. 35)

Εικόνα 33. Τμήμα ΥΕ ΙΙΙΒ2 τοιχογραφίας με άρμα, ανδρική μορφή


και κρητικό ιχνηλάτη. Ανάκτορο Τίρυνθας (φωτό της γράφουσας).

343
Ο Evans θεωρεί ότι πρόκειται για τη συριακή θεά Ιστάρ (Ishtar), βασιζόμενος στο ένδυμά της και σε
παράλληλο με ανδρική και γυναικεία μορφή, σε βαβυλωνιακό κύλινδρο από αιματίτη που βρέθηκε στο
οστεοφυλάκιο του Πλάτανου (1921: 197-198, εικ. 145-146).
62
ΕΛΑΦΙΔΕΣ

1.4 Ελαφίδες: στοιχεία ταυτότητας


Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Αρτιοδάκτυλα (Artiodactyla)
Οικογένεια: Ελαφίδες (Cervidae)
Γένος: Έλαφος (Cervus)
Είδη: Έλαφος η ευγενής, κόκκινο ελάφι (C. elaphus elaphus) και
Πλατώνι (dama dama)

Η έλαφος η ευγενής ή αλλιώς κόκκινο ελάφι (Red deer) είναι το πιο μεγαλόσωμο είδος της οικογένειας
των ελαφιδών στον ελλαδικό χώρο. Έχει μήκος 1,80 - 2,20 μ., ύψος 1,20 - 1,50 μ. και βάρος 100 - 350
κιλά. Το βάρος των αρσενικών είναι μεγαλύτερο κατά 1/3 ή 1/4 από εκείνο των θηλυκών 344. Έχει
σώμα επίμηκες και στενό, μακρύ λαιμό, ευρύ στήθος, ψηλά και ισχυρά σκέλη. Το κεφάλι του είναι
λεπτό μπροστά και διευρυμένο προς τα πίσω. Μόνο τα αρσενικά έχουν κέρατα. Τα μάτια είναι
καστανά, ενώ τα αυτιά είναι μεγάλα και όρθια. Η ουρά είναι κοντή και δεν ξεπερνά τα 12-15 εκ. Το
χρώμα του τριχώματος το καλοκαίρι είναι κοκκινόξανθο ως κοκκινόφαιο, ενώ το χειμώνα γίνεται
γκριζόφαιο. Η αλλαγή του τριχώματος γίνεται δύο φορές το χρόνο, την άνοιξη (Απρίλιο-Μάιο) και το
φθινόπωρο (Σεπτέμβριο-Οκτώβριο)345. Κάποτε ζούσε σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ σήμερα
έχουν μείνει μόλις δύο πληθυσμοί του είδους αυτού: ένας μικρός στη Ροδόπη και ο μεγαλύτερος στην
Πάρνηθα, όπου υπολογίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 400 άτομα 346.
Το πλατώνι (Fallow deer) μορφολογικά μοιάζει με το ελάφι, αλλά είναι πιο
μικρόσωμο. Έχει μήκος σώματος 1,60 - 1,90 μ., ύψος 0,90 - 1,00 μ., ουρά 16 -
19 εκ. και βάρος 40 - 80 κιλά. Ο χρωματισμός του ποικίλλει ανάλογα με την
εποχή. Το καλοκαίρι είναι κοκκινόφαιος με λευκές κηλίδες στη ράχη και στα
πλευρά. Το κάτω μέρος του σώματος είναι λευκωπό. Το χειμώνα το τρίχωμα
γίνεται γκριζωπό και οι λευκές κηλίδες δεν είναι ευδιάκριτες. Χαρακτηριστικό
γνώρισμά του είναι η μορφή των κεράτων, η οποία αποτέλεσε τη βάση για την
ταξινομική διάκρισή του από το είδος Cervus347. Κέρατα έχουν μόνο τα
αρσενικά: στην ηλικία των 15 μηνών φθάνουν τα 14-15 εκ, το 2ο χρόνο
εμφανίζεται η πρώτη διακλάδωση των κεράτων, τον 3ο βγαίνουν οι πλατιές
διακλαδώσεις και τον 5ο οι οξύληκτες απολήξεις. Η πλήρης ανάπτυξή τους
γίνεται στα 60 με 70 χρόνια τους. Τα κέρατα απορρίπτονται κάθε χρόνο τον
Απρίλιο και η πλήρης ανάπτυξή τους γίνεται σε 4 μήνες.
Το οστά ελαφιδών που εντοπίζονται στις περισσότερες προϊστορικές θέσεις
των Κυκλάδων (Ακρωτήρι, Κεφάλα Κέας, Αγ. Ειρήνη, Φυλακωπή Μήλου),
προέρχονται από το κόκκινο ελάφι348. Στη Μακεδονία, την Κεντρική Ελλάδα
και την Κρήτη υπήρχαν και τα δύο είδη. ενώ στην Πελοπόννησο, με εξαίρεση
ένα μικρό δείγμα από τη Τίρυνθα, δεν έχουν βρεθεί δείγματα από πλατώνι, το
οποίο αποτελεί το αποκλειστικό είδος στις Σποράδες και τη Ρόδο 349.
Ειδικότερα για την Κρήτη τα δύο είδη εισήχθηκαν στο νησί πιθανώς στην

344
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 1991, τομ. 11: 95.
345
Παπαγεωργίου 1990: 102 - 124.
346
Στοιχεία από: http://www.wwf.gr.
347
Οι δύο πρώτες διακλαδώσεις τους είναι κυλινδρικές και οξύληκτες, ενώ οι υπόλοιπες ενώνονται πλαγίως
μεταξύ τους και σχηματίζουν έτσι μια ενιαία πλατιά απόληξη που έχει μορφή παλάμης (Παπαγεωργίου 1990: 125
- 126, σχήμα 56).
348
Η Τρανταλίδου θεωρεί ότι ελάφια δεν ζούσαν στις Κυκλάδες, επειδή τα οστά που εντοπίζονται
ανασκαφικά είναι συνήθως κέρατα που αποτελούσαν πρώτη ύλη, την οποία έφερναν από την Εύβοια και την
Πελοπόννησο (2000: 712).
349
Trantalidou 2000: 712.
63
Τελική Νεολιθική – Πρώιμη Προανακτορική περίοδο350.
1.5 ΠΡΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Το ελάφι είναι γνωστό στην Αιγαιακή τέχνη, αλλά όχι ιδιαίτερα δημοφιλές. Σύμφωνα με την Α.
Σακελλαρίου, το μόνο είδος που αποτυπώνεται στις μινωικές σφραγίδες είναι το κόκκινο ελάφι 351.
Στην Προανακτορική περίοδο συναντάται μεμονωμένο και ιστάμενο σε μια σφραγίδα από θολωτό
τάφο στο Σίβα (Πίν.9.1) και ο Ρ. Yule συμφωνεί ότι, ως θέμα δεν είναι συχνό352. Το ελάφι
μεμονωμένο, ιστάμενο, σε βηματισμό, καθήμενο, συνεχίζει στη σφραγιδογλυφία και στη
Νεοανακτορική περίοδο353 σε παραδείγματα από ανακτορικά και οικιστικά σύνολα (Πίν.9.2), ενώ από
οικίες και ταφικά σύνολα, προέρχονται παραστάσεις ελαφιών με αντικείμενο, συγκεκριμένα με
βέλος/ακόντιο που τραυματίζει το ζώο (Πίν.9.3, 9.9).
Ελάφια μεμονωμένα ή με αντικείμενα υπάρχουν και στη μυκηναϊκή τέχνη. Από τις Μυκήνες
προέρχεται χεττιτική εισαγωγή σε σχήμα αργυρού ζωομορφικού ρυτού από τον Ταφικό Περίβολο Α
(Πίν.9.4). Στις Μυκήνες βρέθηκε ΥΕ Ι – ΙΙ σφραγίδα με ιστάμενο ελάφι δίπλα σε οκτώσχημη ασπίδα
(Πίν.9.5), ενώ στην ΥΕ ΙΙ – ΙΙΙΑ1 ανήκει σφραγίδα με το ζώο καθήμενο.
Οι περισσότερες απεικονίσεις ελαφιών εγγράφονται σε σκηνές όπου είναι περισσότερα μαζί. Σε
σφραγίδες από την Κρήτη και χρυσό περίτμητο έλασμα από τις Μυκήνες τα ελάφια κάθονται μαζί ή
παίζουν με τα μικρά τους (Πίν.9.10, 9.15, 9.16).
Η συχνότερη σχέση τους με άλλα ζώα είναι αυτή του θηρευτή – θηράματος. Τα ελάφια στη
Νεοανακτορική σφραγιδογλυφία δέχονται επίθεση από σκύλους (Πίν.9.7, 9.8), από λιοντάρια ή
συνδυαστικά από λιοντάρι και φανταστικό όν (Πίν.9.11, 9.13), ενώ μεταφέρονται από μινωικούς
δαίμονες (Πίν.9.12). Στο Ακρωτήρι της Θήρας, στην
μικρογραφική Τοιχογραφία του Δωματίου 5 της Δυτική Οικίας
πλατώνια καλπάζουν ή κυνηγιούνται από λιοντάρι (Πίν.9.14). Η
τοιχογραφία αυτή, μαζί με τη σύγχρονή της από την Κέα με
σκηνή κυνηγιού ελαφιού354, αποτελούν τις πρωιμότερες
απεικονίσεις του θέματος στη μνημειακή τέχνη. Το κυνήγι
ελαφιού συνεχίζεται και στην ΥΕ ΙΙΙΒ, όπως φαίνεται από Εικ. 34. Σπάραγμα ΥΕ ΙΙΙΒ τοιχογραφίας
σπαράγματα τοιχογραφιών από το ανάκτορο του Νέστορα στην με κεφαλή ελαφιού. Πύλος, Μουσείο
Πύλο355 (Εικ.34). Χώρας (φωτό της γράφουσας)
Στην πίσω όψη του χάλκινου εγχειριδίου από τις Μυκήνες (Εικ.35), λιοντάρια κυνηγούν ελάφια 356.
Στη μυκηναϊκή μικρογλυπτική ως την ΥΕ
ΙΙΙΑ1, υπάρχουν σκηνές σκύλων που
επιτίθενται σε ελάφι (Πίν.9.17). Σε ΥΕ ΙΙΙΑ
ελεφάντινη πυξίδα από μυκηναϊκό τάφο στην
Αγορά των Αθηνών, δύο γρύπες κυνηγούν δύο
Εικόνα 35. Χάλκινο εγχειρίδιο της ΥΕ Ι με σκηνή επίθεσης μεγάλα και δύο μικρότερα ελάφια σε βραχώδες
λιονταριών σε ελάφια. Τάφος IV Ταφικού Περιβόλου Α των τοπίο (Πίν.9.18).
Μυκηνών (Ιακωβίδης 1994, 332 εικ. 30). Όταν απεικονίζονται ελάφια με ανθρώπινες
μορφές η δράση ποικίλλει ανάλογα με το φύλο
των μορφών αλλά και το μέσο. Στην Αγία Τριάδα, σε τοιχογραφία απεικονίζεται γυναίκα που οδηγεί
δεμένο με σκοινί ελάφι σε βωμό ακολουθείται από ανδρική μορφή που μεταφέρει δεύτερο ελάφι
(Πίν.9.19, Εικ.36). Σε σφραγίδα της ΥΜ ΙΙ – ΙΙΙΑ, ανδρικές μορφές και γρύπες επιτίθεται σε ελάφια
(Πίν.9.20). Οι παραστάσεις με ανδρικές μορφές και ελάφια είναι σαφώς περισσότερες, εκτός Κρήτης.

350
Rackham 1995: 48
351
Sakellariou 1966: 7-10.
352
Yule 1980: 125-126.
353
Vanschoonwinkel 1996: 358.
354
Abramovitz 1980: 61-62, 66-67, Πίν. 6d.
355
Lang 1969: 205-207.
356
Ταφικός περίβολος Α, τάφος IV (Karo 1930: 95, no. 394˙ Ιακωβίδης 1994: 332, εικ. 30).
64
Σε σφραγιστικό δακτυλίδι από το Ταφικό Περίβολο Α των Μυκηνών δύο άνδρες σε άρμα κυνηγούν
ελάφι (Πίν.9.21), ενώ το ίδιο θέμα αποτυπώνεται και σε επιτύμβιες στήλες από τον ίδιο χώρο 357.
Τέλος, σε τοιχογραφία της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου (Πίν.9.22) από το ανάκτορο της Πύλου κυνηγός
σημαδεύει ελάφι σε ιπτάμενο καλπασμό.

1.6 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Στην τέχνη της Προανακτορικής και της Παλαιοανακτορικής περιόδου τα ελάφια σπανίζουν 358 ως και
ελλείπουν. Το ζώο αυτό, με τα χαρακτηριστικά κέρατα με τις διακλαδώσεις, εμφανίζεται δυναμικά στη
Νεοανακτορική περίοδο, είτε μόνο του είτε με το ενδεικτικό σημαίνον του κυνηγιού, δηλαδή το βέλος.
Ο κυνηγός στην ΥΜ Ι-ΙΙ απουσιάζει, με ανάλογο τρόπο, όπως και στον ταύρο, το λιοντάρι και τον
αίγαγρο την ίδια περίοδο: το ευκταίο μήνυμα του πομπού ίσως καταρχήν είναι το ίδιο το κυνήγι και
κατόπιν η αναγνώριση του ως κυνηγού. Παράλληλα, ίσως να πρόκειται για το πρωταρχικό στάδιο ενός
θρησκευτικού στιγμιότυπου: το κυνήγι προηγείται της θυσίας του άγριου ζώου, πράγμα που σημαίνει
ότι, ίσως για όλες τις ανάλογες παραστάσεις με άγρια είδη, να υποκρύπτεται μια θρησκευτική
νοηματοδότηση. Ανάλογη ερμηνεία θα μπορούσε λογικά να έχει η παράσταση ελαφιού και
οκτώσχημης ασπίδας, θέμα που εντοπίζεται και σε άλλα άγρια είδη. Η ασπίδα, όργανο πολέμου ή
πιθανώς σύμβολο θεότητας, εξασφαλίζει το κυνήγι του ζώου και το εντάσσει στο πλαίσιο του
θρησκευτικού σύμπαντος.
Ένα μοναδικό αντικείμενο είναι το αργυρό ρυτό σε σχήμα ελαφιού που βρέθηκε σε λακκοειδή τάφο
των Μυκηνών. Το αργυρό αγγείο θεωρείται Χεττιτικό έργο, το οποίο κάποιος μυκηναίος τεχνίτης
προσπάθησε να το διαμορφώσει σε ρυτό, καταστρέφοντας ένα τμήμα του 359. Γιατί κάποιος να θέλει να
τροποποιήσει ένα αντικείμενο κύρους, μια εισαγωγή σε ρυτό; Μήπως η αλλαγή του από απλό σε
τελετουργικό αγγείο αύξησε τη μυκηναϊκή του ταυτότητα, εάν θυμηθούμε και τα άλλα εντυπωσιακά
ρυτά – χρυσή λεοντοκεφαλή και ασημένια ταυροκεφαλή - από τον ίδιο τάφο; Από τον παρακείμενο
Τάφο ΙΙΙ, προέρχεται και το χρυσό έλασμα με ζεύγος ελαφιών που κάθονται πάνω σε φοίνικα, ανάλογο
αντικείμενο με τις αγριόγατες από τον ίδιο τάφο360 και δείχνουν την προτίμηση της ελίτ της εποχής σε
παραστάσεις άγριων ζώων, σε διακοσμητικά ελάσματα των ενδυμάτων στο μεταθανάτιο ταξίδι τους.
Την ίδια εποχή στη Νεοανακτορική Κρήτη, οι σφραγιδογλύφοι αποτυπώνουν σκηνές επίθεσης
πραγματικών και φανταστικών όντων σε ελάφια. Σκύλοι, λιοντάρια, δαίμονες και γρύπες εξαπολύουν
τις επιθέσεις τους στο ελάφι που είναι πάντοτε το θύμα. Οι κρητικοί ιχνηλάτες αποτελούν πιθανότατα
το μοναδικό είδος που θα μπορούσε να επιτεθεί σε ελάφι την Εποχή του Χαλκού στην Κρήτη και έτσι
τα συμβολικά σημαινόμενα της συνύπαρξης ελαφιών και εξωτικών ή φανταστικών ζώων στη μινωική
εικονογραφία.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ο σφραγιδοκύλινδρος361 με
πλήθος πραγματικών και φανταστικών μορφών και ελάφι με
κέρατα που ενώ θηλάζει, γίνεται θύμα ενός σκύλου. Όπως
και στα λιοντάρια, ο καλλιτέχνης προκειμένου να αποδώσει
με ευκρίνεια το είδος του ζώου, δεν διστάζει να βάλει το
αρσενικό να θηλάζει. Ο θηλασμός πάλι από αρσενικό ελάφι
συναντάται και στις Μυκήνες362. Πέρα από το ενδεχόμενο
λάθος του σφραγιδογλύφου, τα ελάφια ανήκουν στα ζώα που
απεικονίζουν τη μητρότητα στη φύση μέσω του θηλασμού.
Εικόνα 36. Γυναικεία και ανδρική μορφή Στις τοιχογραφίες το ελάφι συνδυάζεται και με τα δύο
οδηγούν ελάφια σε βωμό. ΥΜ ΙΑ ανθρώπινα φύλα στην ΥΜ ΙΑ τοιχογραφία από την Αγία
τοιχογραφία. Αγία Τριάδα Τριάδα (Πίν.9.20, Εικ. 38), ενώ στη σφραγιδογλυφία, στην
(Evans 1928, 355, εικ. 201).
Κρήτη και στις Μυκήνες, μόνο με ανδρικές μορφές. Σε ΥΜ

357
Mylonas 1973, Πίν. 40, 12β.
358
Μοναδικό παράδειγμα το CMS II 1, 374a.
359
(Karo 1930: 94, no. 338, Πίν. CXV).
360
Ιακωβίδης 1994: 337, εικ. 69.
361
CMS XII, 242.
362
CMS Ι, 13.
65
ΙΙ–ΙΙΙ σφραγίδα (CMS I, 324), άνδρας με δόρυ συμμετέχει σε σύγκρουση γρυπών και ελαφιών,ενώ σε
μυκηναϊκό χρυσό δακτυλίδι δύο άνδρες κυνηγοί σε άρμα τοξεύουν ελάφι.
Από τις παραπάνω παραστάσεις προκύπτει ο διττός ρόλος του άγριου αυτού ενδημικού ζώου στην
τέχνη. Σε πραγματικό επίπεδο, το ελάφι απεικονίζεται να θηλάζει, να ξεκουράζεται αλλά κυρίως ως το
σπουδαίο θήραμα που είναι, αφού προσέφερε κρέας, κέρατα όσο και κύρος στον επιδέξιο κυνηγό. Σε
φαντασιακό και θρησκευτικό επίπεδο, το ελάφι κατείχε εξίσου σημαντική θέση, αφού συνυπάρχει με
φανταστικά ζώα, αλλά και οδηγείται σε θυσία (Εικ.36).

ΣΥΙΔΕΣ
1.7 Συίδες: στοιχεία ταυτότητας
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Αρτιοδάκτυλα (Artiodactyla)
Οικογένεια: Συίδες (Suidae)
Γένος: Συς (Sus)
Είδος: Αγριόχοιρος (Sus scrofa scrofa) & οικόσιτος χοίρος (Sus scrofa
domesticus)

Ο χοίρος, κοινώς γουρούνι, είναι οικόσιτο θηλαστικό ζώο του γένους Συς. Προέρχεται από τον
αγριόχοιρο που εξημερώθηκε κατά τη Νεολιθική εποχή363. Ζει μέχρι 10 χρόνια σπανιότερα μέχρι 15 ή
παραπάνω. Έχει ανεπτυγμένη όσφρηση, ακοή και περιορισμένη όρασή. Ο αγριόχοιρος ή κάπρος έχει
ογκώδες σώμα, με μήκος 1,80μ., ύψος 1μ., και βάρος που κυμαίνεται από 100 – 350 κιλά. Έχει
τέσσερις χαυλιόδοντες τοποθετημένους στο στόμα του με τέτοιο τρόπο, ώστε να τρίβονται και να
ακονίζονται μεταξύ τους. Το δέρμα του που ποικίλει από το γκρίζο έως το μαύρο, ανάλογα την εποχή
είναι υπερβολικά σκληρό, ενώ η ράχη καλύπτεται από χαίτη που ξεκινά από το κεφάλι. Είναι ζώο
παμφάγο και κυνηγιέται από ομάδες κυνηγών για το νόστιμο κρέας και το δέρμα του 364. Ο οικόσιτος
απόγονός του έχει κυλινδρικό σώμα, 44 δόντια, χοντρό δέρμα με λευκό, κοκκινωπό, καφέ, μαύρο ή
κηλιδωτό τρίχωμα και χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο για το κρέας, το λίπος και το δέρμα του 365.

1.8 ΠΡΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Οι αναπαραστάσεις οικόσιτων και άγριων χοίρων στη μινωική τέχνη ξεκινούν στην όψιμη
Προανακτορική περίοδο, σε σφραγίδα με σχήμα κεφαλής χοίρου από το Θολωτό τάφο στον Πλάτανο
(Πίν.11.1). Οι μετέπειτα παλαιοανακτορικές απεικονίσεις εμπλουτίζονται σε θέματα και υλικά.
Ιστάμενοι αγριόχοιροι καταλαμβάνουν τη σφραγιστική επιφάνεια ΜΜ ΙΙ σφραγίδων (Πίν.11.2, 11.4),
ενώ και κεφαλή κάπρου κοσμεί μαζί με εγχειρίδιο σφραγίδα της ίδιας περιόδου (Πίν.11.5). Στη μια
πλευρά χάλκινου εγχειρίδιου από το σπήλαιο του Ψυχρού στο Λασίθι απεικονίζεται κυνήγι
αγριόχοιρου (Πίν.11.3). Άνδρας με δόρυ επιτίθεται στο ευμέγεθες ζώο που καλπάζει καταπάνω του,
ενώ την άλλη όψη κοσμεί μάχη ταύρων.
Στην Νεοανακτορική περίοδο, ο χοίρος εμφανίζεται σε καινούργιο μέσο: σε πλαστικό ρυτό. Πήλινα
ρυτά σε σχήμα κεφαλών χοίρου εμφανίζονται από τη ΜΜ ΙΙΙ στη Φαιστό (Πίν.11.6), τη Ζώμινθο
(Πίν.11.7) αλλά και εκτός Κρήτης, όπως φαίνεται από τα δύο ζωομορφικά ρυτά από το Ακρωτήρι
(Πίν.11.12). Στην ΥΜ Ι-ΙΙ σφραγιδογλυφία, χοίροι απεικονίζονται συνήθως σε ζεύγη ιστάμενοι
(Πίν.11.8) ή ξαπλωμένοι (Πίν.11.9) αλλά και μεμονωμένοι (Πίν.11.11). Η συνύπαρξη με άλλα είδη
ζώων περιορίζεται στο γρύπα (Πίν.11.10).
Σε ΥΕ Ι – ΙΙ σφραγίδες από εγκαταστάσεις της Πελοποννήσου, αγριόχοιροι απεικονίζονται σε νέα
θέματα σε σχέση με την Κρήτη. Εκτός από τη σκηνή κυνηγιού τους από ανδρική μορφή με δόρυ
(Πίν.11.13), οι θηλυκοί χοίροι θηλάζουν τα μικρά τους (Πίν.11.14) και ζευγαρώνουν (Πίν.11.15) σε

363
http://el.wikipedia.org/wiki/Αγριόχοιρος.
364
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 1991, τομ. 11: 15-16.
365
Αυτόθι: 374 – 375.
66
σφραγίδες της περιόδου. Τέλος, από το ανάκτορο της Τίρυνθας προέρχεται η ΥΕ ΙΙΙΒ2 τοιχογραφία με
θέμα κυνηγιού κάπρου366.

1.9 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Η Vanschoonwinkel αναφέρει ότι είναι πολύ δύσκολη η διάκριση στην εικονογραφία μεταξύ χοίρου
και αγριόχοιρου, που αμφότεροι αποτελούν μέρος της πανίδας της Κρήτης 367. Αν και αυτό ισχύει σε
κάποιες σφραγίδες, τις περισσότερες φορές η διαφορά μεταξύ του άγριου θηλαστικού και του
εξημερωμένου ζώου είναι ξεκάθαρη, όχι μόνο από το θέμα (κυνήγι), αλλά και από τα μορφολογικά
χαρακτηριστικά του άγριου ζώου (κυνόδοντες και χαίτη που διατρέχει όλη τη ράχη).

Εικόνα 37. Πήλινα ΥΚ Ι ρυτά σε σχήμα κεφαλής χοίρων, Ακρωτήρι Θήρας (Koehl cat. no. 337-338).

Οικόσιτοι χοίροι απεικονίζονται σε σφραγίδες, με τη μορφή κεφαλών368, σε


σφραγίδες (CMS ΙΙ 6, 232) και σε ρυτά (Εικ.37). Κεφαλές χοίρων απεικονίζονται
μαζί με εγχειρίδιο που προαναγγέλλει τη θανάτωση ή θυσία του ζώου σε σφραγίδα
(Εικ.38), καθώς και μαζί με γρύπα αλλά χωρίς να υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ
των ζώων και τέλος σε σκηνές ζευγαρώματος και θηλασμού από την
Πελοπόννησο. Όσον αφορά τον οικόσιτο χοίρο οι ρόλοι που του επεφύλαξαν οι
Μινωίτες είναι περιορισμένοι. Απεικονίζεται μεμονωμένο, χωρίς τη παρουσία
άλλων ζώων ή συμβόλων που θα το ενσωμάτωναν σε εικονογραφία ανάλογη με Εικόνα 38. ΜΜ ΙΙ–ΙΙΙ σφραγίδα με
παράσταση κεφαλής κάπρου και
των άλλων θηλαστικών.
εγχειριδίου (CMS ΙΙ 2, 213Α).
Βέβαια η ύπαρξη των σφραγίδων με τη μορφή του και κυρίως των
ρυτών (Εικ.39), αποδεικνύουν ότι ο χοίρος, πέρα από τα οφέλη που είχε
στην πραγματική ζωή, είχε αποκτήσει και συμβολική αξία. Ίσως μέσω
της μορφής του ζώου, κυρίως με τη χρήση των ρυτών σε τελετουργίες να
επιδιώκονταν η καλή υγεία των κοπαδιών.

Εικόνα 39. Πήλινο ΜΜ ΙΙΙ


ρυτό σε σχήμα χοίρου,
Φαιστός (Koehl cat. no. 39).

Εικόνα 40. Χάλκινο εγχειρίδιο με σκηνή κυνηγιού κάπρου,


Σπήλαιο Ψυχρού (Evans 1921: 178, εικ. 541).

Όταν όμως απεικονίζεται κάπρος, οι έννοιες των μηνυμάτων αλλάζουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελεί το χάλκινο εγχειρίδιο με τη σκηνή κυνηγιού από το Ψυχρό Λασιθίου (Εικ.40). Ο κάτοχος του
διάλεξε να προβάλλει μια συνήθεια της εποχής που προσέφερε εκτός από το κρέας, λογικά και την
αναγνώριση της ανδρείας του ως κυνηγού. Όπως και το λιοντάρι, έτσι και ο κάπρος είναι ένα
επικίνδυνο θηλαστικό που μπορεί να τραυματίσει ή και να σκοτώσει τους κυνηγούς του, ίσως λοιπόν
το πολύτιμο εγχειρίδιο να αποτελεί ανάθημα του κυνηγού στη θεότητα του σπηλαίου.

366
Βλ. Πίν.8.25.
367
Vanschoonwinkel 1996: 358-359.
368
ΠΜ ΙΙΙ – ΜΜ ΙΑ σφραγίδα CMS ΙΙ 1, 294.
67
Ποιοί συμμετείχαν στο κυνήγι του κάπρου στο μινωικό και μυκηναϊκό κόσμο; Πιθανόν μόνο εκείνοι
που είχαν ανώτερη κοινωνική τάξη μπορούσαν να ‘’πιστοποιήσουν’’ την εμπειρία τους αυτή μέσα από
την τέχνη: με πιο έμμεσο τρόπο οι κάτοχοι των σφραγίδων με ανάλογο θέμα, που υπερτερούν στην
Πελοπόννησο, όσο και η ανακτορική τάξη της Τίρυνθας όπου η τοιχογραφία με κυνήγι κάπρου και με
πιο άμεσο τρόπο οι κάτοχοι των οδοντόφρακτων κράνων με χαυλιόδοντες κάπρου, που έχουν βρεθεί
στη Κνωσό, τους Αρμένους και τα Δενδρά (Εικ.41).

Εικόνα 41. Οδοντόφρακτα κράνη από τη Κνωσό (δεξιά) και τις Μυκήνες (αριστερά)
(http://www.salimbeti.com/helmets1.htm).

Οδοντόφρακτα κράνη απεικονίζονται σε σφραγίδες και σε τοιχογραφίες, π.χ. από το Ακρωτήρι


Θήρας369. Για ένα τέτοιο κράνος χρειαζόταν μεγάλος αριθμός δοντιών κάπρου, άρα ζώων –
‘’θυμάτων’’, που ίσως σημαίνει ότι ο πολεμιστής ή ο κυνηγός που το φορά είχε σκοτώσει και
προβάλλει επομένως, με τον πλέον ευδιάκριτο τρόπο το κατόρθωμά του, με ένα κράνος-απόδειξη της
ανδρείας του370. Ανάλογα λειτουργούσε πιθανόν και το μήνυμα χρυσών δακτυλιδιών από τον
λακκοειδή τάφο IV του Ταφικού Περιβόλου Α των Μυκηνών με παράσταση πολεμιστών με
οδοντόφρακτα κράνη (CMS 1, 16) και σφραγίδων με παραστάσεις οδοντόφρακτων κρανών σε κεφαλές
πολεμιστών ή κυνηγών. Η σημασία του κυνηγιού του κάπρου επιβεβαιώνεται όχι μόνο από την
εικονογραφία της Εποχής του Χαλκού, αλλά και από την επιβίωση του στη μυθολογία, για παράδειγμα
στη σύλληψη του Ερυμάνθιου κάπρου από τον Ηρακλή, στον μύθο του Καλυδώνιου κάπρου και τη
σχέση του με τον Θησέα και τον μυθικό βασιλιά Μελέαγρο.
Στη Μυκηναϊκή σφραγιδογλυφία ο κάπρος ωστόσο συμμετέχει και σε παραστάσεις από την Ασίνη που
αναδεικνύουν τελείως διαφορετικά θέματα. Σε σφραγίδα CMS VS1B, 6 θηλυκό αγριογούρουνο
θηλάζει δύο μικρά του. Η σκηνή ζευγαρώματος των κάπρων γεννά επίσης ερωτηματικά: γιατί
επιλέγουν άγρια είδη, όπως τον κάπρο και τον αίγαγρο (CMS VII 2, 68) με τέτοιες δράσεις; Συνδέεται
νοηματικά η άγρια φύση με τη συνουσία, και ίσως γι’ αυτό τον λόγο ανάλογες σκηνές ήταν ταμπού για
τους ‘πολιτισμένους’ ανθρώπους;
Συμπερασματικά, ο ήμερος και ο άγριος χοίρος αποτυπώθηκε στην αιγαιακή εικονογραφία σε
πραγματικές για το είδος δράσεις σε ποικίλα μέσα. Το κυνήγι του κάπρου απέφερε καλής ποιότητας
κρέας, δέρμα και δόντια, τα οποία αποτέλεσαν εξαιρετική πρώτη ύλη για την κατασκευή κρανών. Τα
κράνη αυτά θα λειτουργούσαν επίσης και συμβολικά, ως μόνιμη υπενθύμιση της αξίας του κυνηγού-
πολεμιστή, που θα επενεργούσε ανάλογα στη ψυχολογία των εχθρών στη μάχη.

369
Για πληροφορίες και εικόνες σχετικά με κράνη στην Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο βλ.:
http://www.salimbeti.com/micenei/index.htm.
370
Morgan 1995: 172-173.
68
IV. ΚΕΡΚΟΠΙΘΗΚΙΔΕΣ - ΙΠΠΙΔΕΣ

1.1 Κερκοπιθηκίδες: στοιχεία ταυτότητας


Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Πρωτεύοντα (Primates)
Υπεροικογένεια: Κερκοπιθηκοειδείς (Cercopithecinae)
Οικογένεια: Κερκοπιθηκίδες (Cercopithecidae)
Γένος: Κερκοπίθηκος (Cercopithecus)
Είδος: Πράσινος πίθηκος (Cercopitechus aethiops)

Πίθηκοι είναι τα πρωτεύοντα θηλαστικά της υπεροικογένειας των Aνθρωποειδών (Hominoidea).


Με διακριτικό τους γνώρισμα το ρινικό διάφραγμα χωρίζονται σε δύο ομάδες: τους πλατύρρινους και
τους κατάρρινους πιθήκους. Οι τελευταίοι χωρίζονται περαιτέρω σε δύο υπεροικογένειες, τους
κερκοπιθηκοειδείς και τους ανθρωποειδείς371. Οι πίθηκοι που απεικονίζονται στην Αιγαιακή τέχνη
ανήκουν, σύμφωνα με τον Ε. Cline, στην πρώτη οικογένεια και συγκεκριμένα στο είδος του πράσινου
πιθήκου, ονομασία που οφείλεται στο χρώμα του τριχώματος του372. Όλοι οι πίθηκοι είναι ικανότατοι
στην αναρρίχηση σε δέντρα. Είναι παμφάγοι και η δίαιτά τους αποτελείται από καρπούς, χόρτα,
σπόρους, κρέας, αυγά πτηνών, μικρά πουλερικά και έντομα. Κατάγονται από την Αφρική και την
Ασία, και έχουν εξαπλωθεί σε όλες τις ηπείρους 373.
Ο πίθηκος δεν αποτελεί μέρος της Αιγαιακής πανίδας374
και το ‘’απολιθωμένο κρανίο’’ που μελέτησε ο Πουλιανός
το 1966375 (Εικ.42), είναι σύμφωνα με τον Ντούμα κομμάτι
λάβας που θυμίζει αμυδρά κρανίο πιθήκου376. Οι κάτοικοι
του Αιγαίου ήλθαν σε επαφή με το εξωτικό ζώο μέσω της
Αιγύπτου, όπου το ζώο είναι ενδημικό. Στην αιγυπτιακή
μυθολογία, ο κυνοκέφαλος πίθηκος ή βαβουΐνος
αποτελούσε ζωόμορφη έκφανση του θεού της σοφίας και Εικόνα 42. Το ‘’απολιθωμένο κρανίο’’ πιθήκου
προστάτη των γραφέων Θωτ (Thoth), και απεικόνιση του στο Ακρωτήρι και οι θέσεις με τοιχογραφίες με
πιθήκους της Εποχής του Χαλκού. (Masseti 2009:
Hapy, ενός από τους γιούς του Ώρου377. Ενώ, κερκοπίθηκοι 60, εικ. 10).
εικονίζονταν ως κατοικίδια, ως μουσικοί και χορευτές και
συσχετίζονται και με το θεό της γονιμότητας Bes378.

1.2 ΠΡΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Η παρουσία των πιθήκων στη μινωική τέχνη ξεκινά από την Προανακτορική περίοδο και συνεχίζεται
ως την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Η πρωιμότερη σχετική απεικόνιση είναι αυτή σε ελεφάντινη ΠΜ
ΙΙ–ΙΙΙ σφραγίδα από τον τάφο ΙΙ του Μόχλου, με δύο σχηματοποιημένους αντινωτούς κυνοκέφαλους
που οκλάζουν με τα χέρια λυγισμένα μπροστά στο πρόσωπο (Πίν.10.1). Οι πίθηκοι καταλαμβάνουν τη
σφραγιστική επιφάνεια, ενώ την ίδια περίπου περίοδο χρονολογείται η πλαστική σφραγίδα σε σχήμα
κυνοκέφαλου που κάθεται σε πεταλόσχημη βάση και η αντίστοιχή της με πίθηκο πάνω σε σφαίρα
(Πίν.10.2).
Τη ΜΜ ΙΑ – ΙΒ περίοδο συνεχίζει να είναι παρών ο τύπος του οκλάζοντος πιθήκου, όπως δείχνουν
πλαστικές σφραγίδες από δόντι ιπποπόταμου, στεατίτη και ορεία κρύσταλλο από διαφορετικές θέσεις

371
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 1991, τομ. 11: 268-271.
372
Cline 1991: 29-42.
373
http://en.wikipedia.org/wiki/Vervet_monkey.
374
Vanschoonwinkel 1996: 364-365.
375
Το υποτιθέμενο κρανίο βρέθηκε στη Θήρα (Masseti 2009: 60).
376
Doumas 2000.
377
Μορφή βαβουΐνου είχε και ένα από τα τέσσερα κανωπικά αγγεία, αυτό στο οποίο φυλάσσονταν οι
πνεύμονες κατά την μουμιοποίηση (Καρέτσου 2000: 172).
378
Καρέτσου 2000: 171-172, με αναλυτική βιβλιογραφία.
69
(Πίν.10.3), Στη ΜΜ ΙΙ το θέμα αυτό μεταφέρεται στη σφραγιστική επιφάνεια (Πίν.10.4) και κάποιες
φορές μαζί με τον πίθηκο σχεδιάζουν φυτικό θέμα (Πίν.10.5).

1.3 ΝΕΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Εικόνα 43. Η ΜΜ ΙΙΙΒ – ΥΜ ΙΑ τοιχογραφία του «Κροκοσυλλέκτη πιθήκου» πριν και μετά την ορθή ταύτιση
της μορφής από τον Ν. Πλάτωνα (Evans 1921: 265-66, Πλάτων 1947: 505).

Η πρωιμότερη μινωική τοιχογραφική παράσταση, ο ΜΜ ΙΙΙΒ – ΥΜ ΙΑ κροκοσυλλέκτης που βρέθηκε


στην περιοχή του Παλαιού Φρουρίου (Early Keep) στην Κνωσό379 (Πίν.10.6). Ο ανασκαφέας της
Κνωσού, Α. Evans αποκατέστησε λανθασμένα την κυανή μορφή ως πριγκηπικό αγόρι, λάθος που
διορθώθηκε από τον Νικόλαο Πλάτωνα το 1947380 (Εικ.43). Με την επανεξέταση μάλιστα των
τοιχογραφικών θραυσμάτων αποδείχτηκε πως ο κροκοσυλλέκτης πίθηκος δεν ήταν μόνος, αλλά στην
ίδια σύνθεση υπήρχαν και άλλοι που συνέλεγαν άνθη κρόκου από ανθοδοχεία με διακόσμηση λευκού
επί σκοτεινού.
Από την Οικία των Τοιχογραφιών, δυτικά του ανακτόρου της Κνωσού, προέρχεται μια σύγχρονη της
προηγούμενης, τοιχογραφική σύνθεση. Τέσσερις πίθηκοι παίζουν σε βραχώδες τοπίο και κινούνται
προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ανάμεσα σε ρυάκι, με πτηνά και υδρόβια φυτά, μυρτιές, κρίνα και
κρόκους. Οι πίθηκοι ταράσσουν την ειδυλλιακή σκηνή, εκδιώχνοντας τα πτηνά από τις φωλιές και
τρώγοντας τα αυγά τους381 (Πίν.10.7).
Στη σφραγιδογλυφία συνεχίζει να απεικονίζεται στην ΥΜ Ι περίοδο το θέμα των οκλαζόντων πιθήκων
(Πίν.10.8). Ύστερο παράδειγμα του τύπου αυτού αποτελεί το αιγυπτιακό ζωομορφικό αλαβάστρινο
αγγείο που βρέθηκε σε ΥΜ ΙΙΙΑ σύνολο από τον θολωτό τάφο στη Αγία Τριάδα (Πίν.10.15).
Στην ΥΜ ΙΒ περίοδο ξεκινούν οι παραστάσεις με ζεύγος πιθήκων και τα ζώα μαζί με ανθρώπινες
μορφές. Αντωπά ιστάμενο ζεύγος πιθήκων πατά με τα μπροστινά πόδια σε αμφίκοιλο βωμό
(Πίν.10.12), σύνθεση που συναντήσαμε και με αιλουροειδή. Ενώ οκλάζων πίθηκος με ιστάμενο άνδρα
και φυτικά κοσμήματα απεικονίζονται σε σφραγίδα από Οικία στην Πρασσά Ηρακλείου (Πίν.10.9). Σε
σφραγίσματα από το ανάκτορο της Κνωσού, πίθηκος κάθεται σε δίφρο με τα χέρια υψωμένα στο
πρόσωπο, απέναντί σε ανθρώπινη μορφή (Πίν.10.10): Αρχικά ο Evans αναγνώρισε τον πίθηκο ως
«νεαρό Μινώταυρο382», αλλά ο Πλάτων τον ταύτισε με κυνοκέφαλο και παραλλήλισε τη ζώνη που
φέρει στη μέση με αυτή του κροκοσυλλέκτη πιθήκου 383. Γυναίκες απεικονίζονται επίσης μαζί με
πιθήκους, σε ΥΜ ΙΒ σφράγισμα από τη Ζάκρο, με ζώο καθήμενο και τα άνω άκρα λυγισμένα προς στο
πρόσωπο, απέναντι σε ιστάμενη, πλούσια ενδεδυμένη γυναίκα με το ένα χέρι λυγισμένο στο ύψος της
μέσης και το άλλο μπροστά από το πρόσωπο της (Πίν.10.11). Σε σφραγιστικό δακτυλίδι της ΥΜ Ι – ΙΙ,
η σύνθεση αντιστρέφεται και η γυναικεία μορφή κάθεται δίπλα σε φοίνικα και στην απέναντι πλευρά ο
ιστάμενος πίθηκος (Πίν.10.13). Σε χρυσό δακτυλίδι από τάφο στα Καλύβια Φαιστού ο πίθηκος
στέκεται ανάμεσα σε δύο γυναικείες μορφές (Πίν.10.14): η όρθια πίσω του φορά πτυχωτή φούστα και

379
Evans 1921: 265-266, Hood 1993: 58, εικ. 27.
380
Πλάτων 1947: 505.
381
Τα σπαράγματα της τοιχογραφίας αποκαλύφθηκαν, όχι πεσμένα αλλά μάλλον τακτοποιημένα, σε ένα
τμήμα του κεντρικού μακρόστενου δωματίου. Λεπτές στρώσεις από ζωγραφισμένο κονίαμα, πάχους μόλις 4
χιλιοστών, βρέθηκαν σε διαδοχικά στρώματα και από αυτά συμπληρώθηκε η τοιχογραφία με τους γαλάζιους
πιθήκους και η τοιχογραφία των χελιδονιών (Evans 1928: 2, 433-66, εικ. 262, 264, 270˙ Hood 1993: 62, εικ. 34).
382
Evans 1928: 763, εικ. 491
383
Πλάτων 1947: 516-517.
70
φαίνεται να κάνει κάποιου είδους χειρονομία προς εκείνη που κάθεται γυμνή μπροστά τους και έχει
ευμεγέθη στήθη, υπερβολικά λεπτή μέση και φαρδείς γοφούς, ενώ πίσω της διακρίνεται ένας κίονας.

Εικόνα 44. Η ΥΚ Ι τοιχογραφία της ‘’Πότνιας Θηρών’’. Ξεστή 3, Ακρωτήρι Θήρας (Marinatos 1984: εικ. 40).

Στο Ακρωτήρι της Θήρας έχουν αποκαλυφθεί μερικές από τις σημαντικότερες τοιχογραφικές
συνθέσεις που περιλαμβάνουν πιθήκους. Στην Ξεστή 3, το μόνο και μέχρι τώρα και αδιαμφισβήτητο
δημόσιο ιερό του οικισμού, κατά τον Χ. Μπουλώτη384, στο Δωμάτιο 3α του πρώτου ορόφου,
απεικονίζεται η ‘’Πότνια θηρών’’ (Εικ.44) που αποτελεί θεματική ενότητα με την τοιχογραφία με τις
‘’Κροκοσυλλέκτριες’’ στο ίδιο δωμάτιο. Μια δεσπόζουσα γυναικεία μορφή με μινωική πτυχωτή
φούστα, περικόρμιο και κοσμήματα, κάθεται σε βαθμιδωτό βάθρο. Δίπλα της είναι δεμένος ένας
γρύπας και μπροστά της κυανοπίθηκος αναρριχάται προς αυτήν, προτείνοντας ένα μπουκέτο από
στήμονες κρόκων. Πίσω του, μια κροκοσυλλέκτρια αδειάζει κρόκους από το καλάθι της σε ένα
μεγαλύτερο που βρίσκεται μπροστά της (Πίν.10.16). Στο Δωμάτιο 4 του ίδιου κτηρίου,
αποκαλύφθηκαν σπαράγματα τοιχογραφικής σύνθεσης με πιθήκους που παίζουν λύρα και παίζουν με
ξίφος385 (Πίν.10.19).
Η τοιχογραφία των ‘’Κυανοπιθήκων’’ κοσμούσε τον βόρειο και
τον δυτικό τοίχο του δωματίου Β6 στο Κτήριο Β του Ακρωτηρίου
(Πίν.10.17, Εικ.45). Στο κάτω μέρος υπάρχουν πλατιές ανισομεγέθεις
κυανές γραμμές, οι οποίες παριστάνουν το υγρό στοιχείο, από τις
οποίες ξεκινούν βράχια. Στους βράχους αυτούς αναρριχώνται κυανοί
πίθηκοι. Γλαφυρή απόδοση είναι η περιγραφή του ανασκαφέα, Σ.
Μαρινάτου386: «Αγέλη από τους ευκίνητους και αναιδείς αυτούς κλέπτας
εισήλασεν εις αγρούς και κήπους τους οποίους ελεηλάτησεν απηνώς.
Εναντίον τους εξαπελύθησαν οι κύνες, οι οποίοι τους καταδιώκουν από
κοντά. Έντρομοι οι πίθηκοι αναρριχώνται ολοταχώς επάνω στους
βράχους του ηφαιστείου. Εκεί ευρίσκονται εν ασφάλεια. Ο γηραιός της
αγέλης μένει τελευταίος. Οργίλος στρέφει την κεφαλήν προς τους
διώκτας του. Φεύγει όμως και αυτός άνω, προς τους ερυθρούς βράχους,
από όπου ακινδύνως δύναται να παίζη τον ρόλο του οπισθοφύλακος».

Εικόνα 45. Η ΜΜ ΙΙΙΒ – ΥΜ ΙΑ τοιχογραφία των


‘’Κυανοπιθήκων’’. Κτήριο Β, Ακρωτήρι Θήρας
(Doumas 1992: 120, εικ. 85).

384
Μπουλώτης 2005.
385
Αναλυτική περιγραφή στο Rehak 1999.
386
Ως σκύλους αναγνώρισε τις κεφαλές από τις μικρές αίγες που βρέθηκαν στο ίδιο δωμάτιο (Μαρινάτος
1972).
71
Εικόνα 46. Ο Τομέας Α (αριστερά) και η ΥΚ Ι τοιχογραφία των ‘’Σεβιζόντων πιθήκων’’ (δεξιά). Ακρωτήρι
Θήρας (Τομέας Α: http://el.wikipedia.org/wiki/Ακρωτήρι_Θήρας, τοιχογραφία: Thera II, 52-54, εικ.43).

Στην ευρύτερη περιοχή του Τομέα Α του ίδιου βρέθηκε διαβρωμένο από το νερό κτήριο με
σπαράγματα τοιχογραφιών όπως του ‘’Αφρικανού’’, των ‘’Σεβιζόντων πιθήκων’’ και του ‘’Γαλάζιου
πτηνού’’, που ο Μαρινάτος είχε θεωρήσει αρχικά ότι ανήκουν στην ίδια σύνθεση 387 (Πίν.10.18). Στη
δεύτερη ενότητα σώζεται το άνω τμήμα ενός πιθήκου με υψωμένα χέρια, πίσω από άνθος πάπυρου που
φαίνεται να επιστέφεται από κέρατα καθοσιώσεως, ένας συνδυασμός που παραπέμπει σε βωμό
(Εικ.46).
Η τελευταία απεικόνιση που θα αναφερθεί εδώ είναι το πρώιμο, λίθινο αιγυπτιακό αλάβαστρο που
βρέθηκε στην Ακρόπολη των Μυκηνών (Πίν.10.20), με σχήμα θηλυκού πιθήκου που κρατά και με τα
δύο χέρια πάνω στο σώμα το μικρό του 388.

1.4 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Από την ανάλυση αυτού του εξωτικού ζώου για το Αιγαίο δεν γίνεται να αποκλεισθούν οι αναφορές
και οι συγκρίσεις με την Αίγυπτο, χώρα προέλευσης όχι μόνο της εικονογραφίας αλλά και πιθανόν
ζωντανών πιθήκων που εισάγονταν ίσως στην Κρήτη και τον ελλαδικό χώρο 389. Η πρώτη εμφάνιση
του είδους στη μινωική τέχνη ανάγεται στην Προανακτορική περίοδο, σε σφραγίδες – κτερίσματα από
τάφους. Τα αντινωτά ζεύγη οκλαζόντων κυνοκεφάλων εγγράφονται μεν στην αιγυπτιακή
εικονογραφία του Αρχαίου Βασιλείου από την 6η έως την 9η δυναστεία390, αλλά ήδη στις
προανακτορικές σφραγίδες το σχήμα και η τεχνοτροπία είναι μινωικά391. Το θέμα συναντάται στη
σφραγιστική επιφάνεια και στο ίδιο το σχήμα σφραγίδων, με γραμμικά μοτίβα στη σφραγιστική
επιφάνεια392. Ο οκλάζων κυνοκέφαλος ενσάρκωνε τον αιγυπτιακό θεό Thoth, νοηματοδότηση που
μπορεί να υιοθετήθηκε και στο Αιγαίο. Οι Μινωίτες – πομποί, ίσως ήθελαν να προφυλάξουν με τη
μαγική παρουσία ενός αιγύπτιου θεού, τη σφραγίδα, το σφράγισμα και όλη τη συναφή οικονομική
διαδικασία. Η συχνά εξωτική φύση του υλικού, π.χ. ελεφαντόδοντο, δόντι ιπποπόταμου αλλά και το
ίδιο το ζώο, ως σημαίνοντα στοιχεία θα έδιναν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στον κάτοχο να στείλει
μήνυμα κύρους.
Σε Νεοανακτορικές σφραγίδες, καθήμενοι πίθηκοι, μεμονωμένοι ή μαζί με άνδρες ή γυναίκες και
ενίοτε με φυτικά κοσμήματα και σπανιότερα με αρχιτεκτονικά θέματα που υποδηλώνουν την ύπαιθρο
ή το όριο του δομημένου χώρου, αποτελούν αγαπητά θέματα. Αντίθετα, στον Μυκηναϊκό πολιτισμό
δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την απεικόνιση πιθήκων στη σφραγιδογλυφία. Όταν ο πίθηκος είναι μόνος
με τα χέρια στο πρόσωπο, πρόθεση του παραγγελιοδότη μπορεί να είναι η απεικόνιση θρησκευτικής
σκηνής, καθώς η κίνηση του ζώου δεν συνάδει με τη φυσιολογική του συμπεριφορά αλλά με στάση
σεβιζόντων ανθρώπων. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τις παραστάσεις, όπου ο πίθηκος κάθεται και

387
Μαρινάτος 1974.
388
Καρέτσου 2000: 253-254, εικ. 252.
389
Η πιστή απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών και στάσεων των πιθήκων στις μινωικές και θηραϊκές
τοιχογραφίες υποδηλώνει ότι οι καλλιτέχνες είχαν τη δυνατότητα άμεσης παρατήρησης του ζώου κάνοντας πολύ
πιθανή την εισαγωγή πιθήκων από την Αίγυπτο (Masseti 2003˙ 2009).
390
Kenna 1960: 18.
391
Yule 1980: 34, εικ. 139.
392
Αυτόθι: 100.
72
μάλιστα σε δίφρο απέναντί σε ιστάμενη ανθρώπινη μορφή. Αυτό μήπως σηματοδοτεί την πρόσληψη
των πιθήκων ως λάτρεων της θεότητας ή ως ιερών ζώων;
Η απάντηση λογικά είναι θετική, ειδικά εάν συνυπολογίσει κανείς και τη σκηνή (CMS II 6, 74) με δύο
αντωπά ιστάμενους πίθηκους που πατούν σε αμφίκοιλο βωμό αλλά και τα χρυσά σφραγιστικά
δακτυλίδια, όπου πίθηκοι συναναστρέφονται με γυναίκες, ενδεδυμένες και γυμνές, με φοινικόδενδρα
και κίονα να συμπληρώνουν τη σύνθεση. Πουθενά στη σφραγιδογλυφία δεν φαίνεται η πραγματική,
παιχνιδιάρικη και ζωηρή φύση των ζώων αυτών. Αντιθέτως απεικονίζονται σε τελετουργικές στάσεις,
ίσως ως θεϊκές μορφές με τους ιερείς, ιέρειες, ηγεμόνες, λατρευτές ή απλά τους κατόχους των
σφραγίδων που επιζητούν τη θεϊκή προστασία.

Εικόνα 47. Η ΜΜ ΙΙΙΒ – ΥΜ ΙΑ τοιχογραφία των ‘’Γαλάζιων Πιθήκων’’ (Κυανοπίθηκοι). Οικία των
Τοιχογραφιών, Κνωσός (Immerwahr 1990: cat.Kn.2, εικ.16).

Αναμφισβήτητα πιο κοντά στη φύση τους είναι οι πίθηκοι στις ΜΜ ΙΙΙΒ – ΥΜ ΙΑ τοιχογραφικές
συνθέσεις από το ανάκτορο και την Οικία των Τοιχογραφιών της Κνωσού 393 (Εικ.47) στην ίδια
περιοχή. Στην πρώτη πίθηκοι μαζεύουν κρόκους ίσως, από ένα είδος οργανωμένου ζαφορόκηπου όπως
υποδηλώνεται από τις γλάστρες με το φυτό. Παρόλο που η δράση τους θα μπορούσε να εντάσσεται
στο πλαίσιο της πραγματικής τους συμπεριφοράς394, εντούτοις το είδος του φυτού παραπέμπει σε
τελετουργική σκηνή. Στη δεύτερη, όπου τα ζώα διώχνουν τα πουλιά και τρώνε τα αυγά τους, μια
κίνηση απόλυτα συνυφασμένη με τη φύση τους, απεικονίζονται επίσης κρόκοι. Αν και σε καμία από
τις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει θεότητα ή ιερό κτίσμα, ωστόσο οι πίθηκοι και οι κρόκοι ανακαλούν
θρησκευτικά στιγμιότυπα. Ο Μπουλώτης αναφέρει: «H μη απεικόνιση χτιστής κατασκευής καθόλου δεν
μειώνει την ιερότητα του τοπίου, αφού όσο μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε τις θρησκευτικές δοξασίες
της εποχής, ολόκληρη η φύση αποτελούσε για τους Mινωίτες ένα απέραντο, ανοιχτό ιερό, όπου
εκδηλωνόταν η χάρη της Mεγάλης Θεάς»395.
Έτσι οι πίθηκοι εντάσσονται σε μια ιδιαίτερη ομάδα, τους κροκοσυλλέκτες, η οποία απαρτίζεται μόνο
από ένα ακόμη είδος θηλαστικού: τους ανθρώπους. Η επίπονη και απαιτητική διαδικασία της
περισυλλογής ενός ευαίσθητου λουλουδιού από πιθήκους σημαίνει ότι ή ήταν εκπαιδευμένοι στην
πραγματικότητα για το έργο αυτό ή λειτουργούσαν υπό τη θεότητα που με μαγικό τρόπο μεταλλάσσει
τα υπερδραστήρια αυτά ζώα σε πειθήνια όργανα της στην Κρήτη και στη Θήρα.
Μεγαλύτερη έκφραση του τελευταίου αποτελεί η τοιχογραφία της ‘’Πότνιας θηρών’’ και των
‘’Κροκοσυλλεκτριών’’ από το Δωμάτιο 3α, της Ξεστής 3 του Ακρωτηρίου. Σε ένα πολυτελές δημόσιο
κτήριο με δεξαμενή καθαρμών, ο πίθηκος απεικονίζεται τόσο κοντά στη γυναικεία μορφή-θεότητα, μια
θέση που μόνο με αυτήν του γρύπα μπορεί να συγκριθεί, αν και ο τελευταίος είναι δεμένος με σκοινί.
Στον πίθηκο επιτρέπεται, επομένως, να εισέλθει σε έναν υπερβατικό χώρο, όπου εμφανίζεται η θεά 396
με το φανταστικό ακόλουθό της. Η Ν. Μαρινάτου μιλά για ‘ενδιάμεσο’ μεταξύ των ανθρώπων και του
θεϊκού κόσμου397.

393
Cameron 1968: 1-31, εικ. 13.
394
Masseti 2000˙ 2003.
395
Μπουλώτης 1999: 8.
396
Οι Ferrence και Bendersky (2004:199-226) προτείνουν την ενδιαφέρουσα ερμηνεία της γυναικείας μορφής
ως θεάς που θεραπεύει με τη χρήση των στιγμάτων του κρόκου (Crocus cartwrightianus).
397
Marinatos 1987: 124-130.
73
Στο κτήριο Β, όπου βρέθηκαν και άλλες σημαντικές τοιχογραφίες 398, οι πίθηκοι απεικονίζονται σε όλη
την ένταση μιας πραγματικής σκηνής, όταν αναρριχώνται στα βράχια, πιθανώς της Θήρας. Όπως και
στις τοιχογραφίες της Κνωσού, έτσι και εδώ η μορφολογική αναπαράσταση του ζώου είναι τόσο
ακριβής που οδήγησε ερευνητές στην άποψη ότι πραγματικοί πίθηκοι λειτούργησαν ως μοντέλα των
ζωγράφων399 και μάλιστα ότι τα ζώα αυτά φυλάσσονταν σε ειδικά διαμορφωμένα πάρκα 400.
Στον τομέα Α, οι πίθηκοι λειτουργούν και πάλι σε τελετουργικό πλαίσιο. ‘Σεβίζοντες’ πίθηκοι
στέκονται μπροστά από ένα αιγυπτιακό σύμβολο, το άνθος πάπυρου που επιστέφεται με ένα μινωικό
σύμβολο: τα κέρατα καθοσιώσεως. Ο συγκερασμός αυτός της Αιγύπτου και της Κρήτης και Θήρας,
λειτουργεί με την ίδια δυαδικότητα και σε ένα άλλο επίπεδο: είναι ένα αιγυπτιακό ζώο που κάνει την
κίνηση σεβασμού προς ένα είδος ‘βωμού’ σε μινωικό έδαφος.

Εικόνα 48. Η ΥΚ Ι τοιχογραφία με πιθήκους που ξιφομαχούν ή παίζουν λύρα. Δωμάτιο 4 Ξεστής 3, Ακρωτήρι
Θήρας (Rehak 1999: 705-09, πιν.CXLIX).

Στο Δωμάτιο 4 της Ξεστής 3, οι πίθηκοι παίζουν λύρα και μάχονται με ξίφος, σε μια τοιχογραφική
σύνθεση που δυστυχώς έχει σωθεί πολύ αποσπασματικά (Εικ.48). Πρόκειται και πάλι για την
υιοθέτηση ενός γνωστού αιγυπτιακού θέματος 401. Οι Μυκηναίοι καλλιτέχνες δεν πείσθηκαν επαρκώς
από τις πραγματικές και συμβολικές ιδιότητες του ζώου, που απουσιάζει από την τέχνη τους, με
μοναδική εξαίρεση ένα αιγυπτιακό αλάβαστρο, στο οποίο μια μητέρα αγκαλιάζει σφιχτά το μικρό της,
εντάσσοντας τον πίθηκο στα είδη που αποτύπωναν τη μητρότητα στη φύση.
Συμπερασματικά, μέσα από τα δεδομένα από την Κρήτη και τη Θήρα, μπορεί κανείς να διακρίνει τη
πολυδιάστατη φύση των πιθήκων στην Αιγαιακή εικονογραφία. Οι πράξεις τους κινούνται μεταξύ
πραγματικότητας και φαντασίας, όταν από τη μια σκαρφαλώνουν σε βράχους και από την άλλη
κάθονται σε δίφρους, υπηρετούν τη θεότητα ή παίζουν με ξίφη και μουσικά όργανα. Η ανάδειξη των
ξεχωριστών τους ικανοτήτων οφείλεται ίσως στις περιγραφές Αιγυπτίων που παρατηρούσαν στο
φυσικό τους περιβάλλον τα ευφυή αυτά πλάσματα να λειτουργούν όπως οι άνθρωποι, ένα
χαρακτηριστικό που έκανε τους πιθήκους τους καταλλήλους διαμεσολαβητές μεταξύ ανθρώπων και
θεών στο ζωικό βασίλειο.

398
Οι πιο χαρακτηριστικές είναι οι ‘’Νεαροί Πυγμάχοι’’ (Δωμάτιο Β1, νότιος Τοίχος), οι ‘’Αντιλόπες’’
(Δωμάτιο Β1, δυτικός Τοίχος) και τα σπαράγματα της τοιχογραφίας με τις μικρές αίγες (Δωμάτιο Β6).
399
Masseti 2000: 89-90.
400
Η Morgan (1988) παρατηρεί ότι όλες οι αναπαραστάσεις της Ύστερης Εποχής του Χαλκού με πιθήκους
απεικονίζουν ελεγχόμενο περιβάλλον και όχι την άγρια φύση. Ο Masseti (2009) αναφέρει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν
αναγκαιότητα λόγω της σπανιότητας και της αξίας των ζώων.
401
Καρέτσου 2000: 171-172.
74
ΙΠΠΙΔΕΣ

1.5 Άλογο: στοιχεία ταυτότητας


Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Περισσοδάκτυλα (Perissodactylα)
Οικογένεια: Ιππίδες (Equidae)
Γένος: Ίππος (Equus)
Είδος: Ίππος ο κατοικίδιος (E. caballus)

Ίππος, άλογο και άτι είναι οι ελληνικές ονομασίες του είδους Equus caballus που εξημερώθηκε την 4η
χιλιετία402. Πρόκειται για κατά κανόνα ψηλό ζώο, δυνατό, ταχύτατο και με ανεπτυγμένες όλες τις
αισθήσεις. Ζει 20 με 30 χρόνια. Το θηλυκό γεννά ένα μικρό (πουλάρι) μετά από κυοφορία 11
μηνών403. Το άλογο κάποτε καταναλώθηκε ως διατροφικό είδος από τον άνθρωπο αλλά
χρησιμοποιείται κυρίως σε αγροτικές εργασίες, στις μεταφορές και στον πόλεμο.

1.6 ΝΕΟΑΝΑΚΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΔΕΔΟΜΕΝΑ


Το ζήτημα εάν υπήρχαν άλογα στην Κρήτη ή εισήχθησαν από τους Μυκηναίους στο νησί μετά την
κατάκτησή του είναι δύσκολο να απαντηθεί404. Το άλογο εμφανίζεται εικονογραφικά στην Ύστερη
Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο. Στις πρώτες απεικονίσεις αλόγου στην Νεοανακτορική Κρήτη
ανήκουν τα ΥΜ Ι σφραγίσματα από την Αγία Τριάδα, την Κνωσό και το Σκλαβόκαμπο, με παράσταση
ανδρικής μορφής σε άρμα που το σέρνουν άλογα (Πίν.12.1). Στην ΥΜ ΙΙ–ΙΙΙΑ1 περίοδο ανήκει
παράσταση ιστάμενου άνδρα δίπλα σε άλογο (Πίν.12.3), ενώ στην τελική φάση του ανακτόρου της
Κνωσού χρονολογείται η σφραγίδα με το άλογο που μεταφέρεται πάνω σε πλοίο (Πίν.12.2). Από τη
Θήρα προέρχεται ένα σφράγισμα με άνδρα σε άρμα, που προέρχεται από την ίδια σφραγίδα που
απέδωσε τα σφραγίσματα του Σκλαβόκαμπου και της Αγία Τριάδας (Πίν.12.11).
Στην ηπειρωτική Ελλάδα τα άλογα και τα άρματα φαίνονται να είναι ένα χαρακτηριστικό μυκηναϊκό
πολιτιστικό γνώρισμα. Οι απεικονίσεις αλόγων πληθαίνουν σε αριθμό και εμπλουτίζονται με νέα
φέροντα υλικά. Σε ορειχάλκινο ξίφος από τον λακκοειδή τάφο V απεικονίζονται 10 άλογα σε ιπτάμενο
καλπασμό προς την άκρη του ξίφους (Πίν.12.4). Το γνωστό κρητικό θέμα με άνδρες σε άρμα με άλογα
εμφανίζεται σε ΥΕ Ι σφραγίδα από το Βαφειό (Πίν.12.5) και από τις Μυκήνες σε χρυσό σφραγιστικό
δακτυλίδι, σε σκηνή κυνηγιού ελαφιού (Πίν.12.6) αλλά και σε επιτύμβια στήλη του τάφου V σε σκηνή
καταδίωξης ή αγώνων (Πίν.12.7). Δεύτερη επιτύμβια στήλη φέρει παράσταση ανδρός σε τροχήλατο
άρμα συρόμενο από δύο άλογα (δίφρο) να διασχίζει βραχώδες τοπίο, ενώ άλλος άνδρας με κράνος και
οκτώσχημη ασπίδα κείτεται στο έδαφος. Στη βάση της σκηνής, λιοντάρι σε ιπτάμενο καλπασμό
κυνηγά αιγοειδές ή ελάφι (Πίν.12.8). Το θέμα του άρματος συνεχίζεται στη ΥΕ ΙΙ σε χρυσό δακτυλίδι
από τάφο στα Αηδόνια (Πίν.12.9), ενώ στην επόμενη ΥΕ ΙΙΙ περίοδο ανήκει η τοιχογραφία από το
ανάκτορο της Τίρυνθας με γυναικείες μορφές πάνω σε άρμα που σέρνουν άλογα (Πίν.12.10).

1.7 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Από τα ΥΜ Ι κρητικά σφραγίσματα έως την ΥΕ ΙΙΙΒ2 τοιχογραφία από την Τίρυνθα, το άλογο
απεικονίστηκε σε συντριπτικό ποσοστό να σύρει άρμα, είτε μεμονωμένο είτε σε σκηνή κυνηγιού ή
αγώνων. Οι υπόλοιπες παραστάσεις αφορούν μεταφορά αλόγου σε πλοίο, άνδρα με άλογο, αλλά όχι
ιππέα και άλογα σε καλπασμό. Όσον αφορά το θέμα των φύλων, σχεδόν σε όλες τις παραστάσεις τα

402
Τα πρωιμότερα στοιχεία για την εξημέρωσή του αλόγου προέρχονται από την Ουκρανία, από τη θέση
Dereivka, όπου εντοπίσθηκαν 2412 οστά ίππου και εξαρτήματα ιππασίας (Μαυρίδης 1993: 67). Για νέα στοιχεία
για την εξημέρωση του αλόγου 5.500 χρόνια πριν, στις πεδιάδες του σημερινού βόρειου Καζακστάν από αρχαίους
Κοζάκους (λαός των Μποτάϊ) βλ. Outram 2009: 1332-1335).
403
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 1991, τομ. 11: 22-23.
404
Castleden 2005: 109.
75
άλογα συνδυάζονται με άνδρες, ενώ δεν συνδυάζονται με ζώα η σχέση τους είναι ανύπαρκτη καθώς
στο κυνήγι π.χ. του ελαφιού, το άλογο δεν αλληλεπιδρά καθόλου με το θήραμα.

Εικόνα 49. ΥΜ Ι σφράγισμα με παράσταση άνδρα σε άρμα. Αγία Τριάδα (CMS ΙΙ 6, 19).

Ξεκινώντας την συζήτηση από την Κρήτη και τις σφραγίδες και τα σφραγίσματα της ΥΜ Ι από το
ανάκτορο της Κνωσού, τις επαύλεις του Σκλαβόκαμπου και της Αγίας Τριάδας (Εικ.49) αλλά και από
το Ακρωτήρι της Θήρας, με την παράσταση άνδρα σε άρμα, θα μπορούσε κανείς να προτείνει ότι ο
πομπός του μηνύματος της σφραγίδας, θα μπορούσε να αποτυπώνει μια αληθινή του ιδιότητα, ως
κάτοχος άρματος, άρα μέλος μιας ανώτερης κοινωνικής τάξης που μπορεί να συντηρήσει ένα άρμα με
άλογα.

Εικόνα 50. ΥΜ ΙΙΙ σφραγίδα με παράσταση άρματος που το σύρουν άλογα. Κνωσός
(Kenna 1964: 115).
Όταν απεικονίζεται ένα ευμέγεθες άλογο πάνω σε πλοίο με κωπηλάτες και μάλιστα στη μυκηναϊκή
περίοδο της Κρήτης (Εικ.50), είναι πιθανό να αποτυπώνεται μια πραγματική σκηνή, π.χ. η μεταφορά
αλόγων από την ηπειρωτική Ελλάδα, το εμπόριο των ζώων σε άλλες περιοχές της Μεσογείου, ή ακόμη
και ένα ιστορικό γεγονός, όπως η έλευση των πρώτων αλόγων στην Κρήτη. Εναλλακτικά, θα
μπορούσε η σφραγίδα αυτή να απεικονίζει τη σύνθεση δύο εμβληματικών συμβόλων: του μυκηναϊκού
ίππου και του μινωικού πλοίου και να υπογραμμίζει επομένως το μικτό στάτους μιας ντόπιας
Μυκηναϊκής ελίτ στην Κρήτη.
Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το άλογο ως ζώο έλξης και μόνο περί τον 13ο αί. π.Χ. για ιππασία, όπως
φαίνεται από το ειδώλιο αλόγου με άνδρα αναβάτη που βρέθηκε στις Μυκήνες 405. Εκεί, όπως φαίνεται
από τα ευρήματα, τα άλογα κατείχαν πιο σημαντική θέση απ’ ότι στην Κρήτη. Η ταχύτητά τους
γοήτευσε αρκετά τους ηγεμόνες των Μυκηνών ώστε να αποτυπώσουν σε ξίφος ένα ολόκληρο κοπάδι
σε ιπτάμενο καλπασμό. Τα άλογα τρέχουν προς την άκρη του ξίφους σε μια κίνηση όλο ενέργεια που
θα μεταφέρονταν ίσως συμβολικά και στο ίδιο το ξίφος.
Το άλογο αποτέλεσε εμβληματικό στοιχείο της προβολής την ανώτερης κοινωνικής τάξης όπως
δείχνουν οι παραστάσεις αρμάτων και κυνηγιού, όσο και τα μέσα που επιλέχθηκαν. Έτσι, εκτός από το
ξίφος – σύμβολο κύρους που προαναφέρθηκε, άλογα σε άρμα απεικονίζει χρυσό σφραγιστικό
δακτυλίδι, κτέρισμα ηγεμονικής ταφής του λακκοειδή τάφου V των Μυκηνών, αλλά και σε δύο
επιτύμβιες στήλες – σήματα τάφων του. Φαίνεται πως η κατοχή αλόγων και αρμάτων και η συμμετοχή
στο κυνήγι, προσέδιδαν τέτοιο γόητρο στο νεκρό και την οικογένεια του, ώστε επιλέχθηκαν από
οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής του για να αποτυπωθούν στα αντικείμενα που τοποθετούσαν μέσα
ή πάνω από τον τάφο.
Η ίδια συνήθεια διαπιστώνεται και στα αντίστοιχα χρυσά δακτυλίδια και τις πολύτιμες σφραγίδες από
τάφους στο Βαφειό και στη Νεμέα. Τα άλογα προϋποθέτουν οικονομική ευρωστία, γι’ αυτό και
λειτουργούν ως σύμβολα κύρους και δύναμης, ειδικά όταν συνδυάζονται με πολύτιμα υλικά, όπως ο
χρυσός. Αν και πολύ μεταγενέστερη, η ΥΕ ΙΙΙΒ2 τοιχογραφία από την Τίρυνθα, απεικονίζει δύο λευκές
γυναικείες μορφές να οδηγούν άρμα με άλογα. Πρόκειται για μια κυνηγετική σκηνή που δείχνει ότι και
οι γυναίκες της ανώτερης ελίτ μπορούσαν να συμμετέχουν στη θήρα, άρα αποτυπώνεται μια

405
Hood 1953: 84-93.
76
πραγματική σκηνή ή είναι θεότητες που επιβλέπουν το κυνήγι του αγριόχοιρου, οπότε το σημαινόμενο
αφορά στο τελετουργικό χώρο;
Το άλογο αποτελούσε σημαντικό σύμβολο γοήτρου για τον/την κάτοχο του. Έτσι είναι λογικό να
επιθυμούσε να διαιωνίσει τη σχέση του/της με το ευγενικό αυτό ζώο, όχι μόνο μέσω προσωπικών
αντικειμένων που τον/την συντρόφευαν μετά θάνατον, αλλά και με ένα πολύ πιο απτό τρόπο. Η θυσία
αλόγων που μαρτυρείται ευρέως στο μυκηναϊκό κόσμο, π.χ. στα Δενδρά, το Μαραθώνα και τον τάφο
Α από το Φουρνί Αρχανών 406, αποτελεί την αδιαμφισβήτητη απόδειξη της σημαντικής θέσης του ζώου
αυτού στη συλλογική συνείδηση των Μυκηναίων.

406
Σακελλαράκης 1991˙ Μαυρίδης 1993.
77
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ακολουθεί μια σύνοψη των δεδομένων για κάθε είδος ζώου που μελετήθηκε στην εργασία αυτή και
μια συζήτηση για τα συμπεράσματα που προέκυψαν.

Ο ΤΑΥΡΟΣ, ΤΟ ΒΟΔΙ ΚΑΙ Η ΑΓΕΛΑΔΑ


Τα βοοειδή και κυρίως ο ταύρος έχουν ισχυρή παρουσία σε όλες τις εκφάνσεις της τέχνης από την
Προανακτορική έως και τη Μυκηναϊκή περίοδο. Ειδώλια, ρυτά, σφραγίδες, αγγεία, κοσμήματα,
πλακίδια, τοιχογραφίες κοσμούνται με βοοειδή μεμονωμένα ή με τα μικρά τους, με ήμερα και άγρια
ζώα της τοπικής αιγαιακής αλλά και εξωτικής πανίδας, με φανταστικά ζώα και με ανθρώπους.
Από τα πήλινα νεολιθικά ζώδια έως τα γραπτά ζώα στις τοιχογραφίες του ανακτόρου της Κνωσού, τα
βοοειδή μεταδίδουν πολλαπλά μηνύματα από διαφορετικούς πομπούς σε διαφορετικούς δέκτες. Ο
γεωργός φυλά ειδώλιο βοδιού στην οικία του ή το αφιερώνει σε ιερό κορυφής, τα μέλη μιας
οικογένειας ή γένους χρησιμοποιούν ταυρόσχημα ρυτά σε τελετουργίες, οι κάτοχοι των σφραγίδων και
των δακτυλιδιών με σχετικές παραστάσεις ασφαλίζουν αγγεία, μικροαντικείμενα και έγγραφα. Η
άρχουσα κνωσιακή τάξη επιλέγει τον ταύρο ως το ιδεολογικό της έμβλημα. Όλοι στέλνουν ένα μήνυμα
στον κοινωνικό τους περίγυρο, στους θεατές και δέκτες των εκάστοτε αντικειμένων, που ίσως
διαφοροποιούταν ανάλογα το μέσο και το ειδικό εικονογραφικό θέμα που επέλεγαν κάθε φορά. Μόνο
οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι θα αναγνώριζαν τις εκάστοτε νοηματοδοτήσεις, καθώς και τις ειδικές
μυθολογικές, ιδεολογικές, πολιτικές και άλλες αποχρώσεις.
Το συμπέρασμα που προκύπτει στο πλαίσιο πάντα ερμηνευτικών υποθέσεων είναι ότι οι κάτοικοι της
Κρήτης από την Προανακτορική περίοδο και μετά, αλλά και της Θήρας και της Πελοποννήσου του
μέσου της 2ης χιλιετίας π.Χ., αποτυπώνουν τα βοοειδή ως οικόσιτα ζώα με τα μικρά τους σε
κτηνοτροφικές, ειρηνικές σκηνές ή ως άγρια ζώα σε σκηνές υπόταξης (σύλληψης, ταυροκαθαψίων), με
μέσα (τοιχογραφίες, χρυσά σφραγιστικά δακτυλίδια) που συσχετίζουν τους ταύρους με την ανώτερη
τάξη407. Ως ζώα θυσίας αποτυπώνονται σε ανάλογες σκηνές, στις οποίες ενίοτε συμμετέχουν, εκτός
από τους ανθρώπους - κυρίως άνδρες που υπερτερούν ως φύλο σε σχέση με τις γυναίκες στις
παραστάσεις, εξωτικά ή φανταστικά ζώα. Ο ταύρος συμβόλιζε τη γονιμοποιητική αλλά και
καταστρεπτική ισχύ της φύσης και του αρσενικού και η σύλληψή του θα οδηγούσε ίσως στην
οικειοποίηση της δύναμης του και την έμφαση στην υπεροχή των ανθρώπων απέναντι στη φύση αλλά
και στον κοινωνικό τους περίγυρο.
Σε ένα ευρύτερο χρονολογικό και γεωγραφικό πλαίσιο, ο ταύρος
εκπροσωπεί διαχρονικά και διαπολιτισμικά τις γονιμικές δυνάμεις των
ουράνιων θεοτήτων, της ατμόσφαιρας, του κεραυνού, της βροχής και των
φυσικών, δηλαδή, φαινομένων που σχετίζονται με τη γονιμότητα της γης.
Παραπέμπει επίσης, στη γονιμοποιό δύναμη της Μεγάλης Θεάς, της
Μητέρας - γης των αγροτικών πολιτισμών και ενσαρκώνει τον αρσενικό
παράγοντα της φυσικής ευφορίας: από τις βραχογραφίες της
Παλαιολιθικής εποχής, τα ευρήματα στο νεολιθικό Çatal höyük, το
Σουμέριο θεό Enlil, τον Αιγύπτιο Api, τις ινδικές θεότητες Dyaus, Εικόνα 51. Ταύρος που
Parjanya, Rudra, Indra και Agni, έως τους μύθους της αρπαγής της χαράχθηκε με ακτίνα λέιζερ με
Ευρώπης από τον μεταμορφωμένο σε ταύρο Δία, του κρητικού ταύρου – την τεχνική της νανοτεχνολογίας
σε ρητίνη. Έχει μέγεθος ενός
συντρόφου της Πασιφάης, και τις αντίστοιχες μυθικές παραδόσεις της ανθρώπινου ερυθρού
Κύπρου, της Ιβηρικής χερσονήσου, της Γαλατίας και της Ετρουρίας 408. Ο αιμοσφαιρίου.
ταύρος πρωταγωνιστεί σε μια διαδικασία μετουσίωσης των επιβιωτικών (http://physicsworld.com/cws/arti
cle/news/2619)
αναγκών των αγροτοκτηνοτροφικών σε σύνθετες θεωρίες και εξαιρετικά
περίπλοκες θρησκειολογικές συλλήψεις.
Ο ταύρος συμβόλιζε και εξακολουθεί να συμβολίζει, την αντοχή, τον δυναμισμό, την ανυπότακτη
ανεξαρτησία και την ατέλειωτη γονιμοποιό ενέργεια. Γι’ αυτό οι άνθρωποι διατηρούν επίμονα και

407
Shapland 2010: 122.
408
Συγκεντρωτικές πληροφορίες για τον ταύρο σε διάφορες θρησκείες στα Werness 2003: 56-61˙ Azara 2003.
78
εμπλουτίζουν την ιδιαίτερη σχέση μαζί του με θυσίες, ταυροκαθάψια και ταυρομαχίες 409 και τον
αποτυπώνουν σε έργα τέχνης και με νέες τεχνολογίες410, αποδεικνύοντας τη δυναμική που εξακολουθεί
να έχει ως σύμβολο στην μακραίωνη πορεία του (Εικ.51).

Ο ΑΙΓΑΓΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΙΓΑ


Ο άγριος κρητικός αίγαγρος και η οικόσιτη αίγα διέγραψαν μια ιδιαίτερη πορεία στη μινωική
εικονογραφία που ξεκινά στην Προανακτορική περίοδο και συνεχίζεται έως τα τέλη της 2ης χιλιετίας
π.Χ. Με ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά του καμπυλωτά κέρατα, μεμονωμένος ή σε ομάδες ο αρσενικός
αίγαγρος αποτυπώνεται σε πλαστικά ζώδια ή καταλαμβάνει την επιφάνεια κοσμημάτων και
σφραγίδων. Από την αρχή της Παλαιοανακτορικής περιόδου, τους καλλιτέχνες απασχολεί ο φυσικός
χώρος του ζώου, η συμβολική αποτύπωση του κυνηγιού και της θυσίας του, αλλά και η σχέση που
αναπτύσσει με τα ομοειδή του (σκηνές συνύπαρξης, θηλασμού, ζευγαρώματος και μάχης) ή με άλλα
είδη, όπως τα πτηνά και οι σκύλοι. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν τμήμα ενός ψηφιδωτού όπου
μεταγράφονται πραγματικές, καθημερινές εικόνες στην τέχνη, χωρίς να αποκλείονται συμβολικές,
θρησκευτικές και άλλες νοηματοδοτήσεις. Καθαρότερες σχέσεις με τη τελετουργική σφαίρα στην
οποία εγγράφονται οι αίγαγροι καθρεπτίζουν οι σκηνές συνύπαρξής τους με λιοντάρια, γρύπες και
μινωικούς δαίμονες, στις οποίες τα άγρια ζώα παλεύουν με εξωπραγματικούς αντιπάλους σε μια
μάταιη για τα θηλαστικά μάχη.
Ποια είναι τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν για τη σχέση ανθρώπων και αιγάγρων μέσα
από την τέχνη; Οι άνδρες αναμετρούνται με το άγριο ζώο, το κυνηγούν με τα τόξα τους, το
συλλαμβάνουν από τα κέρατα και το λαιμό και τελικά μεταφέρουν το νεκρό πια σώμα του. Οι
παραστάσεις αυτές θα μπορούσαν να παραπέμπουν στην οικονομική σπουδαιότητα του αίγαγρου που
παρέχει κρέας, δέρμα, κέρατα και αποτελεί θυσιαστήριο ζώο. Αλλά τονίζεται από την εικονογραφία
και η ανταγωνιστική, επιθετική σχέση του ανδρικού φύλου με το είδος, όταν κυνηγοί, πολεμιστές,
ήρωες ή θεοί, προσπαθούν να το υποτάξουν. Οι κάτοχοι/πομποί των αντικειμένων με ανάλογες σκηνές
μεταδίδουν πιθανά μηνύματα όπως την υιοθέτηση των αιγάγρων ως εμβλημάτων, ως ιερών ζώων –
ακόλουθων θεότητας.
Αντίθετα, το γυναικείο φύλο δεν χρειάζεται να κατακτήσει το άγριο ζώο. Σε τοιχογραφίες και
σφραγίδες, ο αίγαγρος μοιάζει εξοικειωμένος, ‘’υποταγμένος’’ στη δύναμη των πολυτελώς
ενδεδυμένων γυναικών, με τις οποίες νιώθει τόσο άνετα ώστε να τις πλησιάζει και να τρέφεται από το
χέρι τους. Μια έντονη παρουσία σκηνών με γυναίκες και αιγάγρους στην Αγία Τριάδα, συνδέει
πιθανόν το ζώο με ένα τοπικό εικονογραφικό πλαίσιο κατ’ αναλογία με την αντίστοιχη εικονογραφία
του ταύρου που κυριαρχεί στην Κνωσό411;
Η οικόσιτη αίγα εμφανίζεται από την Παλαιοανακτορική περίοδο στην Κρήτη, σε πήλινα ειδώλια,
αγγεία και σφραγίδες, μεμονωμένη ή με ανδρικές μορφές σε κτηνοτροφικές σκηνές. Στη
Νεοανακτορική σφραγιδογλυφία αίγες απεικονίζονται δίπλα σε κίονες, οκτώσχημες ασπίδες,
αγκυλωτό σταυρό και τράπεζες θυσιών ή με ανθρώπινες μορφές, κυρίως γυναίκες που μεταφέρουν
νεκρό το ζώο. Τα σύμβολα που συνοδεύουν τις αίγες, η πολυτελής ενδυμασία των γυναικών (θεές ή
ιέρειες) και η απουσία σκηνών ανάλογων με αυτές των αιγάγρων, δείχνουν ότι το οικόσιτο αιγοειδές
επικεντρωνόταν στο ρόλο του ως σφάγιο κατάλληλο για θυσία. Η εικονογράφηση τους σε αγγεία και
ρυτά από τον 11ο αιώνα ως το τέλος της 1ης χιλιετίας π.Χ., με παραστάσεις του ‘Πότνιου’ και της
‘Πότνιας αιγών’ που ταυτίζεται με την Άρτεμη από τον 7 ο αι. π.Χ. και εξής, πιστοποιεί τη
σπουδαιότητα που είχαν σε θρησκευτικά επίπεδο για πολλούς αιώνες ακόμη, μετά το μινωικό
πολιτισμό.

409
Σε μία σύγχρονη πρακτική στη νότια Γαλλία τελούνται άλματα με ταύρους, με το όνομα Course Landaise,
στην πόλη Mont de Marsan στη Gascogne καθώς και στην Ισπανία, οι Recortadores πραγματοποιούν ένα είδος
σύγχρονων ταυροκαθαψίων, εκτός από τις γνωστές ταυρομαχίες: πληροφορίες από την ιστοσελίδα
http://el.wikipedia.org/wiki/ταυροκαθάψια. Θυσίες ταύρων τελούνται ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα σε
χριστιανικές γιορτές, όπως για παράδειγμα στη Λέσβο (Χατζηγιάννης 1999).
410
Το γλυπτό με την μορφή ταύρου χαράχθηκε με ακτίνα λέιζερ σε ρητίνη (νανοτεχνολογία) από τον
καθηγητή Σατόσι Καουάτα στο Πανεπιστήμιο της Οσάκα στην Ιαπωνία και έχει μέγεθος ανθρώπινου ερυθρού
αιμοσφαιρίου (http://physicsworld.com/cws/article/news/2619).
411
Hiller 2001: 295.
79
Ως επίλογος για το συγκεκριμένο θηλαστικό παρατίθεται ένα ωραίο σχετικό παράδειγμα, η περιγραφή
του κυνηγιού αίγαγρου και της επεξεργασίας των κεράτων του από τεχνίτη στην Ιλιάδα:
«'`Ως φάτ' 'Αθηναίη, τώ δέ φρένας άφρονι πείθεν:
αυτίκ' εσύλα τόξον εΰξοον ιξάλου αιγός
αγρίου, όν ρά ποτ' αυτός υπό στέρνοιο τυχήσας
πέτρης εκβαίνοντα δεδεγμένος εν προδοκήσι
βεβλήκει πρός στήθος: ό δ' ύπτιος έμπεσε πέτρη.
τού κέρα εκ κεφαλής εκκαιδεκάδωρα πεφύκει412».

ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ Η ΓΑΤΑ


Σύμφωνα με την Thomas, το λιοντάρι, «σχετίζεται με όλα τα προβλήματα της αιγαιακής τέχνης και
εισχωρεί σε όλες τις σφαίρες των σχετικών σπουδών, την κοινωνική, οικονομική, πολιτική και
θρησκευτική-συμβολική413». Στην επισκόπηση των δεδομένων, έγινε προσπάθεια να κατανοηθεί πώς
το συγκεκριμένο αιλουροειδές συνυφάνθηκε στον κοινωνικοπολιτικό και συμβολικό-θρησκευτικό ιστό
Μινωιτών και Μυκηναίων.
Τα λιοντάρια έχουν ισχυρή παρουσία, κυρίως στην προανακτορική σφραγιδογλυφία, ενώ μειώνονται
ποσοτικά στην Παλαιοανακτορική περίοδο, οπότε εικονίζονται σε περιορισμένες στάσεις. Τη 3 η
χιλιετία π.Χ. στέκονται, βηματίζουν, καλπάζουν ή συνυπάρχουν με σκορπιούς, αράχνες ή ανθρώπους,
χωρίς να είναι ξεκάθαρη, στους σύγχρονους μελετητές τουλάχιστον, η μεταξύ τους σχέση. Παρόλα
αυτά, η ευδιάκριτη μορφή τους σε σφραγίδες και εργαλεία οικονομικών συναλλαγών, είχε, εκτός από
τις πιθανές μαγικές, φυλακτικές δυνάμεις και κοινωνική σημασία, καθώς συνέδεε τον κάτοχο τους με
ένα ξεχωριστό ζώο που του προσέδιδε ανάλογο γόητρο.
Ενώ λοιπόν, η μορφή τους έχει καθιερωθεί νωρίς στο μινωικό θεματολόγιο, η επικινδυνότητά τους ως
θηρευτές δεν συνάγεται από τις παραστάσεις, τουλάχιστον όχι μέχρι τη Νεοανακτορική περίοδο. Την
εποχή αυτή τα λιοντάρια απεικονίζονται ιστάμενα ή καθήμενα, με ασπίδες και βέλη. Η καταστρεπτική
τους δύναμη έχει ως θύματα ταύρους, αίγαγρους, ελάφια, ακόμη και γρύπες. Σπάνια μέσω των
λιονταριών εκφράζεται η μητρότητα και όταν αυτό συμβαίνει στην ΥΜ ΙΙΙΑ/Β περίοδο, η Κρήτη
βρίσκεται ήδη υπό Μυκηναϊκή κατοχή.
Στην Κρήτη το εξωτικό αιλουροειδές απεικονίζεται ως σύντροφος ανδρικής μορφής με μινωική
περιβολή αλλά άγνωστη, για εμάς, ταυτότητα. Το πραγματικό, όμως, πεδίο συνάντησης ανθρώπων και
λιονταριών είναι το κυνήγι, όπου με ή χωρίς στρατιωτική περιβολή, οι πρωταγωνιστές στις
σφραγιστικές επιφάνειες, επιδεικνύουν μέγιστη ανδρεία, όπως και όταν επιχειρούν να συλλάβουν
ταύρο από τα κέρατα ή να υπερπηδήσουν το βοοειδές στα ταυροκαθάψια.
Με τις γυναίκες αντίθετα τα λιοντάρια μεταμορφώνονται από επικίνδυνους θηρευτές σε πειθήνιες,
μεγαλόσωμες γάτες. Βρίσκονται συχνά σε εγρήγορση, πιθανότατα ως φύλακες της σε εραλδική θέση,
όταν η γυναίκα φορά διακριτικά σύμβολα κεφαλής ή όταν πραγματοποιεί μια τελετουργική ίσως
πράξη, π.χ. στο σφράγισμα της ‘’Θεάς των Ορέων’’.
Στη Μυκηναϊκή περίοδο υπερισχύει η σχέση ανδρών/κυνηγών – λιονταριού/θηράματος στην
εικονογραφία, καθώς το κυνήγι ήταν μια πραγματικότητα, όπως φαίνεται από τα οστεολογικά
κατάλοιπα λιονταριών στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πρόκειται για επαναλαμβανόμενη τάση των
Μυκηναίων να εκφράζουν κυρίως σχέσεις ανταγωνισμού και επιθετικότητας μέσω της τέχνης τους,
όπως φαίνεται και από την εικονογράφηση σκηνών με άλλα είδη ζώων π.χ. τα ελάφια. Έτσι, η ήπια
‘συνομιλία’ μεταξύ ανδρός και αιλουροειδούς της μινωικής εικονογραφίας, τμήμα μιας παράδοσης
που καταγράφει και ειρηνικές σχέσεις ανθρώπων και ζώων στο νησί, δεν αποτέλεσε επιλογή στις
Μυκήνες. Εκεί, εκφράστηκε η σύγκρουση ανδρών – λιονταριών στην τέχνη, σε σφραγίδες, εγχειρίδια,
ελάσματα, πυξίδες και ταφικές στήλες της εποχής. Οι ηρωικές μάχες των Μυκηναίων αρχόντων με

412
Ιλιάδα, Δ 105-110, μετάφραση (Πάλλης 1936): «Μ' αφτά τα λόγια τ' άμιαλου του πείθει το μιαλό του. Ίσα
γυμνώνει στη στιγμή τ' ωριόξυστο δοξάρι, τ' αγριοτραγήσο, π' άλλοτες αφτός τον άγριο τράγο κάτου απ' τα στήθια
βάρεσε, εκεί που τον καρτέραε κι' απ' το ποδόχι στον γκρεμό τον είδε να προβάλει· κι' έπεσε χάμου ανάσκελα τ'
αγρίμι εκεί στο βράχο. Κατάκορφα 'χε κέρατα μακριά δεκάξη χούφτες, που ο κερατοπελεκητής του τάδεσε με
τέχνη τα γιάλισε όλα, και χρυσό τους έβαλε κοράκι.».
413
Thomas 2004: 161.
80
λιοντάρια, ίσως αποτέλεσαν απαραίτητο στοιχείο της εκπαίδευσης τους και δοκιμασία σε διαβατήριο
πέρασμα προκειμένου να ενσωματωθούν ως άξια μέλη στην μυκηναϊκή κοινωνία.
Από τον Gilgamesh της Μεσοποταμίας έως τον Σαμψών και τον Δαυίδ της Παλαιάς Διαθήκης, που
έχουν ως κοινό τόπο τη νικητήρια συνάντησή τους με το λιοντάρι 414, το ζώο αυτό υπήρξε απαραίτητο
στοιχείο για τη δημιουργία μύθων και παραδόσεων. Η πολιτισμική μεταφορά των λιονταριών υπήρξε
διαχρονικά θετική, παρόλα τα θανατηφόρα περιστατικά επιθέσεων του σε ανθρώπους. Ο «βασιλιάς της
ζούγκλας και των ζώων» εξακολουθεί έως σήμερα να αποτελεί δημοφιλές σύμβολο γενναιότητας,
μεγαλοπρέπειας, βασιλείας που κοσμεί πύλες ανακτόρων, οικόσημα και σημαίες κρατών.
Οι γάτες εμφανίζονται στην παλαιοανακτορική τέχνη μεμονωμένες, πολλές μαζί, με σύμβολα ή με
σημεία της ιερογλυφικής γραφής. Φαίνεται ότι το σημαινόμενο τους αυτήν την περίοδο σχετίζεται
πιθανόν με την αιγυπτιακή νοηματοδότηση τους. Στη Νεοανακτορική περίοδο τα μικρόσωμα αυτά
αιλουροειδή απεικονίζονται στη μικρογλυπτική και τη μνημειακή τέχνη της τοιχογραφίας να κυνηγούν
πουλιά, σε ρόλο πλήρως εναρμονισμένο με τη βιολογική τους δράση.

ΣΚΥΛΟΣ
Αν υφίσταται μια ιεραρχική τάξη στα ζώα στη Αιγαιακή τέχνη, οι σκύλοι καταλαμβάνουν χαμηλή
θέση σε αυτήν. Οι σκύλοι δεν απεικονίσθηκαν ως θύματα εξωτικών ζώων ή των φανταστικών όντων
και δεν απεικονίζονται ούτε με γυναίκες που μοιάζουν ειδικευμένες στην εικονογραφία στην
προσέγγιση – εξημέρωση άγριων πλασμάτων. Συνοδεύουν συνήθως μόνο άνδρες πολεμιστές,
κυνηγούς, ηνίοχους που ίσως αποτελούν θεϊκές μορφές 415. Η στενή σχέση των σκύλων με τους
ανθρώπους και ιδιαίτερα τους άνδρες που εκφράστηκε σε σφραγίδες, τοιχογραφίες και ειδώλια,
αντανακλάται και στα σκελετικά κατάλοιπα σκύλων που τάφηκαν μαζί με τους κυρίους τους, ως
αχώριστοι σύντροφοι και φύλακες τους στο μεταθανάτιο ταξίδι τους 416.

ΕΛΑΦΙ
Τα ελάφια, που εμφανίζονται στη Νεοανακτορική τέχνη της Κρήτης αποτελούν αγαπητό θέμα και
στην πρώτη περίοδο του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Απεικονίζονται κυρίως στη σφραγιδογλυφία,
μεμονωμένα, με βέλος, ασπίδα ή και με άλλο ζώα, πραγματικά ή φανταστικά, ενώ συνδυάζονται με
ανθρώπινες μορφές σε σκηνές κυνηγιού. Το οργανωμένο μυκηναϊκό κυνήγι με τις πολυέξοδες
απαιτήσεις του, π.χ. το άρμα, τα άλογα, τον εξοπλισμό κτλ. αποτελούσε μέσο επίδειξης της
κοινωνικοοικονομικής θέσης του πομπού που θα μπορούσε άνετα να αποκτήσει ένα χρυσό
σφραγιστικό δακτυλίδι για να επιδεικνύει σε κάθε σφράγισμα στους δέκτες ένα από τα γνωρίσματα
του κύρους τους. Το γεγονός ότι το ελάφι επιλέχθηκε ως εικονιστικό θέμα σε αγγεία, πυξίδες και
κοσμήματα, όλα από πολύτιμα υλικά που μόνο η ελίτ θα μπορούσε να αποκτήσει υπογραμμίζει την
προτίμηση της άρχουσας τάξης σε θεματικές από το φυσικό κόσμο και ιδίως από την άγρια πανίδα.
Αντίθετα στις τοιχογραφίες, ένα μέσο με μεγαλύτερο αριθμό δεκτών, η θέση του ελαφιού
διαφοροποιείται ελαφρά. Όταν αποτυπώνεται σε ένα πλούσιο φυσικό περιβάλλον, το ελάφι τρέχει σε
ολάνθιστο τοπίο ή να κυνηγιέται από αιλουροειδή σε πλήρη αρμονία με τη βιολογική του δράση στην
πραγματικότητα. Αποτελούσε, επίσης, ζώο κατάλληλο για θυσία, όπως δείχνουν σφραγιστικές
παραστάσεις του με βέλη και ασπίδες αλλά και η τοιχογραφία της Αγίας Τριάδας, όπου ελάφι
οδηγείται με σκοινί σε βωμό. Η θέση που επεφύλαξαν στο ελάφι οι Μινωίτες και ο Μυκηναίοι αρμόζει
πλήρως στην φύση του αλλά μόνο στην Κρήτη το ζώο συμμετέχει και στο φανταστικό εικονογραφικό
«λεξιλόγιο», όταν π.χ. παλεύει με φανταστικά ζώα.

ΧΟΙΡΟΣ
Ο χοίρος και ο κάπρος δεν αποτέλεσαν ένα συνηθισμένο θέμα της Μινωικής και Μυκηναϊκής
εικονογραφίας. Συμπληρώνουν, όμως, έστω και με τις λίγες παραστάσεις τους, το θεματολόγιο των

414
Morgan 1995: 180.
415
CMS II 8, 248: με παράσταση άνδρα που η Μαρινάτου ερμηνεύει ως νεαρό θεό που κρατά με λουρί δύο
μεγαλόσωμους σκύλους (1993: 169, εικ. 159).
416
Για ταφές σκύλων από τη πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου στον ελλαδικό
χώρο βλ. Preston – Day 1984: 21 – 32.
81
θηλαστικών στην Αιγαιακή τέχνη. Οι δράσεις τους στη σφραγιδογλυφία και τη ζωγραφική κινούνται
στο πλαίσιο του πραγματικού. Τα μηνύματα που μεταδίδουν οι εκάστοτε πομποί μέσα από την τέχνη
επικοινωνούν τις αξίες του οικονομικά πολύτιμου αυτού οικόσιτου ζώου και τους συμβολισμούς του
άγριου εκπροσώπου του είδους στις σκηνές κυνηγιού.
Το γεγονός ότι αποτυπώνεται από τη ΜΜ ΙΙ περίοδο σε κρητικό εγχειρίδιο ως την ΥΕ ΙΙΙΒ αντίστοιχα
στην τοιχογραφία της Τίρυνθας, σε διαφορετικά μέσα και περιοχές, καθώς και η ύπαρξη πραγματικών
οδοντόφρακτων κράνων και απεικονίσεων τους στην τέχνη, πιστοποιεί ότι το κυνήγι του αγριόχοιρου
ήταν πράξη ανδρείας που φρόντιζαν να εγγράψουν σε τέχνεργα τους οι άνθρωποι της Εποχής του
Χαλκού.

ΠΙΘΗΚΟΣ
Η πρώτη εμφάνιση των πιθήκων στην Αιγαιακή εικονογραφία χρονολογείται στην Προανακτορική
περίοδο. Στις προανακτορικές σφραγίδες ο οκλάζων κυνοκέφαλος ενσάρκωνε πιθανόν τον αιγυπτιακό
θεό Thoth, ενώ το σχήμα και η τεχνοτροπία τους παρέμεναν μινωικά 417. Στην Ύστερη Εποχή του
Χαλκού κυριαρχεί ο τύπος του πιθήκου, που απεικονίζεται σε τοιχογραφίες ή σφραγίδες/σφραγίσματα
σε μια ποικιλία στάσεων και δραστηριοτήτων: ως λατρευτής των θεοτήτων, μεσολαβητής μεταξύ θεών
και ανθρώπων, δέκτης λατρείας. Η προτίμηση στους πίθηκους περιορίζεται στην Κρήτη και στη Θήρα,
όπου το εξωτικό ζώο με την αιγυπτιακή προέλευση γοήτευσε αρκετά τους κατοίκους τους Αιγαίου. Το
γεγονός αυτό λογικά θα σχετίζεται και με τις εμπορικές και ως εκ τούτου και πολιτιστικές σχέσεις των
νησιών με την Αίγυπτο. Έτσι το πανέξυπνο θηλαστικό κατάφερε να ενταχθεί στη θρησκευτική αλλά
και κοσμική εικονογραφία των περιοχών αυτών και να αποτελέσει συχνό θέμα, όχι μόνο σε προσωπικά
αντικείμενα, αλλά και σε τοιχογραφικές συνθέσεις ανακτόρων και οικιών της άρχουσας τάξης.

ΑΛΟΓΟ
Το άλογο αποτυπώθηκε σε λίγες παραστάσεις στην Αιγαιακή τέχνη, σε απόλυτη συνάφεια με την
πραγματική του ηθολογία και δεν συνδυάστηκε με θρησκευτικά σύμβολα ή φανταστικά όντα. Ίσως
επειδή εισήχθηκε στο νησί πολύ αργότερα σε σχέση με τα υπόλοιπα θηλαστικά, πιθανώς κατά
Υστερομινωική περίοδο, η νοηματοδότηση του παρέμεινε στο πλαίσιο του πραγματικού.
Αποτυπώθηκε ιστάμενο, σε ιπτάμενο καλπασμό ή κυρίως σέρνοντας άρμα και αποτέλεσε αγαπητό
θέμα της άρχουσας κυρίως τάξης. Πολύτιμα χρυσά δακτυλίδια, ξίφη και τοιχογραφίες της Τίρυνθας
και της Πύλου418, προβάλλουν το σημαινόμενο του αλόγου, ως ζώου απαραίτητου στη μεταφορά, στο
κυνήγι και στον πόλεμο, ενώ το κοινωνικό κύρος που προσέδιδε η κατοχή αλόγων πιστοποιούνταν και
με τη θυσία των ζώων αυτών για να συντροφεύουν τους ιδιοκτήτες τους στο θάνατο τους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το βασικό ερώτημα που θέσαμε αρχικά ήταν γιατί υπάρχει τόσο δυναμική και αδιάλειπτη παρουσία
ζώων στην εικονογραφία, σε όλα τα καλλιτεχνικά μέσα, σε όλη τη διάρκεια του μινωικού και
μυκηναϊκού πολιτισμού. Τί σήμαιναν δηλαδή τα χερσαία θηλαστικά για τους Μινωίτες και τους
Μυκηναίους και ποιες αλήθειες και όψεις της κοσμοθεωρίας τους εξέφραζαν; Για μια πιο ουσιαστική
προσέγγιση της νοηματοδότησης των θηλαστικών θεωρήσαμε σωστό να απομακρυνθούμε από
τεχνοτροπικές αναλύσεις και να εστιάσουμε στην εικονογραφία κάθε είδος ζώου, σε κάθε δράση,
αδράνεια, συγκερασμό με φέροντα αντικείμενα, άλλα είδη ζώων από τον πραγματικό αλλά και
φαντασιακό κόσμο και φυσικά με τους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες που συμπρωταγωνίστησαν με
τα χερσαία θηλαστικά στην Αιγαιακή τέχνη. Ως όχημα για αυτήν τη προσέγγιση επιλέξαμε τη
σημειολογία, το θεωρητικό κλάδο που αποκωδικοποιεί λέξεις, εικόνες, σχήματα, χρώματα,
χειρονομίες, συμπεριφορές κ.α. Στην συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιήσαμε το βασικό
σημειολογικό εργαλείο, τις έννοιες δηλαδή σημείο, σημαίνον, σημαινόμενο για να αναλύσουμε τις
εικονογραφήσεις και να εντοπίσουμε πιθανούς πομπούς, μηνύματα και δέκτες.

417
Yule 1980: 34, εικ. 139.
418
Εκτός από την Τίρυνθα, άλογα σε άρμα με άνδρες βρέθηκαν και στο ανάκτορο της Πύλου.
82
Ξεκινήσαμε συγκεντρώνοντας τα δεδομένα, τα τέχνεργα δηλαδή στα οποία απεικονίζονται ταύροι,
αγελάδες, μοσχαράκια, αίγαγροι, αίγες, λιοντάρια, γάτες, σκύλοι, ελάφια, χοίροι, πίθηκοι και άλογα
και καταγράψαμε πάνω από 340 διαφορετικά θέματα. Στη συνέχεια τα κατηγοριοποιήσαμε ανάλογα τη
στάση – δράση του ζώου, το μέσο εικονογράφησης, το υλικό, τη χρονολόγηση και την προέλευση του
εκάστοτε αντικειμένου, με πολλά περισσότερα παραδείγματα για κάθε θέμα.

Δημιουργήθηκε μια πλούσια, αν και όχι πλήρης, δεξαμενή πληροφοριών που απάντησε στο πρώτο
μας ερώτημα: ποιά ζώα εικονογραφούνται σε κάθε περίοδο, με ποιον τρόπο και σε ποια αρχαιολογικά
περιβάλλοντα εντοπίζονται. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να ανιχνεύσουμε το βαθμό στον οποίο οι
εικονογραφήσεις αποτυπώνουν την πραγματικότητα ή ένα φανταστικό κόσμο. Κριτήριο μας
αποτέλεσε η δράση του ζώου, εάν συμπεριφέρεται σύμφωνα με την ηθολογία του ή ενεργεί
εξωπραγματικά, όπως π.χ. οι πίθηκοι σε σεβάσμιες στάσεις λατρευτών. Άλλο κριτήριο για να
εντάξουμε μια εικονογράφηση σε ένα υπερβατικό σύμπαν ήταν οι συνδυασμοί των ειδών. Η
συνύπαρξη δηλαδή ζώων που δεν θα μπορούσαν να βρεθούν μαζί στη φύση, λόγω διαφορετικού
περιβάλλοντος διαβίωσης π.χ. λιοντάρια – ανοικτή πεδιάδα και αίγαγροι – απόκρημνα βράχια. Ακόμη
η εμπλοκή των πραγματικών χερσαίων θηλαστικών με μειξογενή όντα, όπως οι γρύπες και οι μινωικοί
δαίμονες εντάχθηκε στην κατηγορία του φανταστικού κόσμου, όπως και οι παραστάσεις στις οποίες οι
άνδρες και οι πάντοτε πολυτελώς ενδεδυμένες γυναίκες ‘’συνδιαλέγονται’’ με έναν ιδιαίτερο τρόπο με
τα άγρια κυρίως ζώα, όταν π.χ. ταΐζουν άγριους αίγαγρους ή στέκονται αμέριμνοι δίπλα σε επικίνδυνα
λιοντάρια, με το σκεπτικό ότι οι παραστάσεις αυτές πιθανώς δεν αντανακλούν μια πραγματική
πρακτική με εξημερωμένα ζώα.
Επόμενο βήμα ήταν να προσπαθήσουμε να εντρυφήσουμε στα ζεύγη εννοιών, στους συνδυασμούς
δηλαδή των ζώων με φέροντα αντικείμενα που με εικονικό τύπο υποδήλωναν μια δράση π.χ. τα βέλη
που καταδεικνύουν το κυνήγι αλλά και των συσχετισμών των ειδών σε σχέση με τα φύλα. Από την
έμφυλη αυτή προσέγγιση προέκυψαν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως η διαφορετικότητα των
δράσεων ανάμεσα στα θηλυκά και αρσενικά είδη που κάποιες φορές ήταν απόλυτα σύμφωνη με τη
φύση των ζώων, π.χ. το άρμεγμα μιας αγελάδας. Κάποτε η διαφοροποίηση αυτή ερχόταν σε πλήρη
αντιδιαστολή με το φυσικό κόσμο, για παράδειγμα στην εικονογράφηση αρσενικών ζώων με ξεκάθαρα
απεικονισμένα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του φύλου τους να θηλάζουν! Άλλες έννοιες που
προσπαθήσουμε να αναδείξουμε αφορούσαν τη διάδραση μεταξύ των ίδιων των ζώων και τα στοιχεία
που αυτή αναδείκνυε. Παρατηρήσαμε δύο τάσεις: από τη μια, εικονογραφήθηκαν ειρηνικές σκηνές
από το φυσικό κόσμο και την κτηνοτροφία, όπως ζώα που συνυπάρχουν αρμονικά, παίζουν,
ζευγαρώνουν ή θηλάζουν. Από την άλλη, μεγάλο τμήμα του εικονογραφικού προγράμματος
καταλαμβάνουν βίαιες σκηνές επίθεσης, σύγκρουσης μεταξύ των ειδών αλλά και στιγμιότυπα
κυνηγιού, σύλληψης και χειραγώγησης από την πλευρά των ανθρώπων προς τα θηλαστικά.
Φθάνοντας στο επόμενο ζήτημα του ποιοί είναι οι πομποί και ποιοί οι δέκτες των παραστάσεων
αυτών αποπειραθήκαμε να τους εντοπίσουμε βασιζόμενοι κυρίως στον χώρο εύρεσης των τεχνέργων
και κυρίως στις περιπτώσεις όπου ήταν βέβαιη η τελική θέση χρήσης – θέασης μιας εικόνας, π.χ. ως
ανάθημα σε ιερό κορυφής, κτέρισμα σε τάφο, τοιχογραφία σε τοίχο ιδιωτικών οικιών ή ανακτόρων.
Χρησιμοποιήσαμε μια συλλογιστική που βασίστηκε στο πιο πιθανό και λογικό, όπως για παράδειγμα
ότι τα πήλινα ειδώλια ζώων σε ένα χώρο αγροτικής/κτηνοτροφικής λατρείας θα προέρχονταν από τους
πιστούς κτηνοτρόφους, ότι τα πολύτιμα αντικείμενα γοήτρου θα ανήκαν στα μέλη της ανώτερης ελίτ
που θα τα επεδείκνυαν για λόγους εντυπωσιασμού και ανταγωνισμού και ότι οι τοιχογραφίες ενός
χώρου άσκησης εξουσίας θα ασκούσαν προπαγανδιστικό ρόλο υπέρ του φορέα – πομπού τους.
Ασφαλώς δεν αποκλείεται η περίπτωση να εναλλάσσονταν οι πομποί π.χ. οι πλούσιοι να αφιέρωναν
τέχνεργα από ταπεινά υλικά και τα μέλη της ασθενέστερης οικονομικά και κοινωνικά τάξης να
φρόντιζαν να έχουν στην κατοχή τους κάποιο πολύτιμο αντικείμενο για μια πολύ ειδική περίπτωση,
όπως για να τους συνοδέψει στον τάφο. Παρόλες τις δυσκολίες του εγχειρήματος προτείναμε πιθανούς
πομπούς για την πλειονότητα των τεχνέργων καθώς και ενδεχόμενα υποβόσκοντα μηνύματα.
Μέσα από αυτήν τη διαδικασία προέκυψαν νέα δεδομένα όταν συγκρίναμε θέματα και ενδεχόμενα
μηνύματα ανά εποχή και περιοχή. Στην Κρήτη, ανάμεσα στην Προανακτορική, την Παλαιοανακτορική
και τη Νεοανακτορική περίοδο παρουσιάζεται διαφορετικότητα ως προς τα είδη χερσαίων θηλαστικών

83
που εικονογραφούνται, στα υλικά των τεχνέργων, στους χώρους εύρεσης και κυρίως στις στάσεις –
δράσεις – σημαινόμενα που καλούνται να εκφράσουν τα ζώα κάθε φορά. Έτσι, είδη όπως τα βοοειδή,
τα αιλουροειδή, οι πίθηκοι, οι χοίροι εμφανίζονται κατά την Προανακτορική περίοδο, ενώ π.χ. το
άλογο και το ελάφι εικονογραφούνται στη Νεοανακτορική περίοδο.
Η ποικιλία των ευρημάτων υποδεικνύει ότι τα περισσότερα χερσαία θηλαστικά είχαν
κατηγοριοποιηθεί νοηματικά με συγκεκριμένο τρόπο από τους Μινωίτες ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ.
Όλα τα είδη των θηλαστικών που μελετήσαμε αποτυπώνονται μεμονωμένα και σε στιγμές από την
πραγματική τους ζωή, π.χ. τα βοοειδή σε κτηνοτροφικές σκηνές ή τα λιοντάρια σε κυνήγι. Τα
περισσότερα από τα ζώα, πιο συγκεκριμένα τα βοοειδή, ο αίγαγρος, το λιοντάρι και το ελάφι
αποτυπώνονται και σε εικονογραφήσεις μαζί με φανταστικά ζώα, γρύπες και μινωικούς δαίμονες, σε
σκηνές μάχης ή μεταφοράς νεκρών θηλαστικών, σκηνές που φαίνεται να ακολουθούν μια
συγκεκριμένη αυστηρή ιεραρχική τάξη θηρευτών – θηραμάτων. Ο πίθηκος παρόλο που δεν εμπλέκεται
σε σκηνές μάχης, ανήκει στην κατηγορία των ειδών που εντάσσονται στη τελετουργική σφαίρα, καθώς
εικονογραφείται μαζί με γρύπα στο Ακρωτήρι της Θήρας αλλά και σε πολλές σκηνές σε στάση
λατρευτή, σε κάθισμα, σε βωμό, δράσεις που δεν ανήκουν στην πραγματική φύση του θηλαστικού.
Ακόμη, η γάτα εικονογραφήθηκε μαζί με σημεία ιερογλυφικής γραφής και σύμβολα που ίσως να
αφορούν μια θρησκευτική νοηματοδότηση του είδους. Αντίθετα, ο σκύλος, ο χοίρος και το άλογο είναι
τα είδη που αποτυπώθηκαν σύμφωνα με την ηθολογία τους, χωρίς να έλθουν ποτέ σε επαφή με
υπερφυσικά μειξογενή όντα.
Κάποιες σηματοδοτήσεις της μινωικής εικονογράφησης των ζώων, π.χ. των ειδωλίων, ως
κατάλληλων αφιερωμάτων σε ιερά, συνεχίζουν αδιάλειπτα για μεγάλες χρονικές περιόδους. Άλλοι
θεματικοί κύκλοι εγκαταλείπονται στην εποχή των Νέων ανακτόρων [π.χ. η κυκλική παρέλαση
λιονταριών (Parading Lion Group)] ή ‘’επανεμφανίζονται’’ με νέα μορφή αλλά παρεμφερές
σημαινόμενο (π.χ. ρυτά ταύρων με ακροβάτες της Παλαιοανακτορικής – Ταυροκαθάψια
Νεοανακτορικής).
Στην Πελοπόννησο αντίστοιχα, παρατηρούμε σημαντικές διαφορές σε σχέση με τις επιλογές των
Μινωιτών της Νεοανακτορικής περιόδου. Οι Μυκηναίοι δεν ενδιαφέρθηκαν να αποτυπώσουν τα ίδια
ζώα στον ίδιο βαθμό και με τον ίδιο τρόπο, π.χ. οι παραστάσεις αιγάγρων και πιθήκων είναι πολύ
λιγότερες συγκριτικά με την Κρήτη, ενώ αντίθετα το λιοντάρι πρωταγωνιστεί στη μυκηναϊκή τέχνη και
κυρίως σε σκηνές κυνηγιού και όχι ειρηνικής συνύπαρξης που συναντήσαμε στο μινωικό θεματολόγιο.
Είναι λογικό οι επιλογές της εικονογραφίας σε κάθε θέση να σχετίζονται πέρα από την ταυτότητα του
πομπού και με την πανίδα κάθε περιοχής αλλά και με τις εξωτερικές πιθανές επιρροές, παράγοντες που
επηρεάζουν σαφέστατα και την νοηματοδότηση ενός είδους ζώου. Έτσι, άλλη θα ήταν η
νοηματοδότηση των αιγάγρων στην Πελοπόννησο, όπου αποτελεί εξωτικό στην ουσία ζώο και άλλη
στην Κρήτη. Διαφορετική επίσης θα ήταν η δυναμική των λιονταριών στην ηπειρωτική ενδοχώρα,
όπου ήταν μέρος της άγριας πανίδας από τη νησιωτική Ελλάδα, όπως και άλλες οι πιθανές
προσλαμβάνουσες, π.χ. αιγυπτιακές επιρροές στην εικονογραφία των πιθήκων για το Αιγαίο σε
σύγκριση με την Πελοπόννησο.
Στο τελευταίο μας ερώτημα, αν δηλαδή, μπορούν να ανιχνευθούν ψήγματα ψυχισμού των
ανθρώπων της εποχής μέσα από τις εικόνες των ζώων, η απάντηση είναι ότι σε ένα βαθμό μπορέσαμε
να επισημάνουμε τέτοια στοιχεία της ψυχολογίας. Οι εικόνες αρμονίας, όπως ο θηλασμός, η
συνύπαρξη, το παιχνίδι με πρωταγωνιστές τα ζώα εκφράζουν μια ειρηνική, ιδανική κατάσταση που
είχαν την ανάγκη να αποτυπώσουν Μινωίτες και Μυκηναίοι στην εικονογραφία. Όταν, όμως, οι
κάτοικοι του Αιγαίου και της Πελοποννήσου αποτυπώνουν στην τέχνη τους γενναίους άνδρες και
γυναίκες που προσπαθούν να συλλάβουν ή να υπερπηδήσουν ταύρους, να κυνηγήσουν επικίνδυνους
αίγαγρους ή να σκοτώσουν λιοντάρια, θεωρώ ότι εκφράζεται η βαθύτερη τους ανάγκη να ξεπεράσουν
τους φόβους τους απέναντι στο φυσικό περιβάλλον που αντιπροσωπεύεται από όλα αυτά τα μεγάλα,
επικίνδυνα και ανεξέλεγκτα ζώα. Γι’ αυτό έπρεπε τα άγρια θηλαστικά να κυνηγηθούν, να συλληφθούν,
να δαμαστούν, να θανατωθούν στη ζωή αλλά και στην τέχνη για να ικανοποιείται το αίσθημα
κυριαρχίας και ασφάλειας πάνω στην φύση. Την ίδια εσωτερική, ψυχολογική ανάγκη θεωρώ πως
εξέφραζαν όταν συνταίριαζαν τον πραγματικό κόσμο με το φανταστικό: τα επικίνδυνα ζώα σχεδόν
πάντα χάνουν τη μάχη από τα πανίσχυρα πλάσματα της μινωικής φαντασίας, επιβεβαιώνοντας την

84
ιεραρχία που φαίνεται πως είχαν δομήσει στην κοσμοθεωρία τους οι Μινωίτες. Σε αυτήν την ιεραρχία
οι ίδιοι καταλαμβάνουν αντίστοιχη με τα φανταστικά ζώα υψηλή θέση, ως κυνηγοί, ταυροκαθάπτες,
ιερείς, σεβάσμιες μορφές που πλαισιώνονται άφοβα από τα άγρια ζώα, ενώ το ίδιο σπουδαίο έργο της
επικράτησης πάνω στη φύση πραγματοποιούν και οι θεϊκές μορφές, όπως η Πότνια και ο Πόσις
Θηρών.
Στην προσπάθεια μας να προτείνουμε ερμηνείες για όλα τα παραπάνω ζητήματα, αντιληφθήκαμε
τους περιορισμούς της έρευνάς μας. Αρχικά είναι χρήσιμο να αναφερθούμε στα πρακτικά προβλήματα
της συγκέντρωσης ενός ιδιαίτερα μεγάλου όγκου υλικού αλλά και στις δυσκολίες που συναντήσαμε
στην εφαρμογή των αρχών της σημειολογικής προσέγγισης.
Έτσι, πολλά απαραίτητα στοιχεία, όπως η συνάφεια, η ακριβής προέλευση ενός τέχνεργου ή ακόμη
και η χρονολόγησή του δεν ήταν διαθέσιμα από τη βιβλιογραφία, κάτι που δυσχέραινε τη προσέγγισή
μας. Ένα άλλο ζήτημα που περιέπλεκε την επιμέρους ανάλυση των πιθανών πομπών και δεκτών της
εικονογραφίας των ζώων, είναι ότι προϋπέθετε την κατανόηση πολλών πλευρών της Μινωικής και
Μυκηναϊκής κοινωνίας, γεγονός που δεν ήταν δυνατόν να γίνει στο απαιτούμενο βάθος στο πλαίσιο
αυτής της εργασίας. Για παράδειγμα, το σύστημα των σφραγίδων, που αποτέλεσαν κύρια πηγή του
υλικού και της γραφειοκρατίας που αντιπροσωπεύουν, ποιοί δηλαδή επέλεγαν την εικονογράφηση
τους, ποιοι τις χρησιμοποιούσαν και ποιοί ερχόταν σε επαφή με τα σφραγίσματα, είναι θέμα υπό
ανάπτυξη από ειδικούς μελετητές και σαφώς δεν μπορούσε να καλυφθεί επαρκώς στη μελέτη μας.
Ακόμη, το γεγονός ότι συγκεντρώσαμε εκατοντάδες εικονογραφικά παραδείγματα, από τη μία
προσέφερε τη συνολική εικόνα των δεδομένων αλλά από την άλλη, μας απαγόρευσε να εφαρμόσουμε
σε κάθε εικονογραφικό τύπο κάθε εποχής και θέσης τη σημειολογία των εικόνων. Έτσι επιλέξαμε
συνειδητά να προσδιορίσουμε μόνο τα βασικότερα στοιχεία (πομπό – μήνυμα/σημαινόμενο – δέκτη),
στο βαθμό πάντοτε του εφικτού. Σε μια μελλοντική επανεξέταση ενός μικρότερου αριθμού δεδομένων
θα είναι δυνατό να εφαρμοστούν και άλλα σημειολογικά εργαλεία [(ανάλυση του εικονιστικού
μηνύματος μέσω του μορφολογικού του κώδικα (αντίθεση, παράθεση, παρουσίες, απουσίες,
συμπαραδήλωση)] που θα αποδώσουν επιπλέον ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Μπορέσαμε τελικά να κατανοήσουμε τη σκέψη των ανθρώπων της Εποχής του Χαλκού μέσα από
την τέχνη τους και ειδικότερα μέσα από την αποτύπωση των χερσαίων θηλαστικών σε αυτήν; Η
εικονογράφηση είναι μια σύνθετη διαδικασία που σηματοδοτείται από τα πολιτισμικά, κοινωνικά και
ψυχολογικά χαρακτηριστικά του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο παράγεται. Μέσα από την
προσπάθειά μας να δούμε τις εικονογραφήσεις αυτές ως αντανάκλαση της εποχής τους, καταφέραμε
διαμορφώσουμε ερωτήματα που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα εργαλεία σε μια τέτοια έρευνα.
Επίσης διακρίναμε κάποιες τάσεις και επαναλαμβανόμενες επιλογές στην εικονογράφηση των ζώων
που θα μπορούσαν να ερευνηθούν διεξοδικά. Μέσα από την εκπόνηση της παρούσας εργασίας, τις
δυσκολίες και τις ματαιώσεις που την συνόδευσαν, διαπιστώσαμε ότι τα ζώα στις Αιγαιακές
παραστάσεις της 3ης και 2ης χιλιετίας π.Χ. δεν ήταν γενικές, αφηρημένες έννοιες αλλά αποτυπώσεις
πολλαπλών εκφράσεων και σημασιοδοτήσεων που πραγματεύτηκαν τις κοινωνίες που τις
δημιούργησαν και έδρασαν ως καταλύτης για την κατανόησή τους.

85
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΛΣ 1, Περιοδική έκδοση της Εταιρείας Στήριξης Σπουδών Προϊστορικής Θήρας, τεύχος 1 ο,
2003.
Aρχαία Μακεδονία (οδηγός), 1988. Αθήνα.
Βασιλάκης, Α., 2006. ‘Το Ιδαίον Άντρο στη Μινωική εποχή’, σε Γαβριλάκη, Ε., (επιμ.), Ο
Μυλοπόταμος από την αρχαιότητα ως σήμερα: ΙΙΙ Αρχαίοι χρόνοι. Ιδαίον Άντρο. Ρέθυμνο:
Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία, 21-30.
Βλαχόπουλος, Α., Μπίρταχα, Κ. (επιμ.), 2003. Αργοναύτης, Τιμητικός τόμος για τον
καθηγητή Χρήστο Γ. Ντούμα από τους μαθητές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1980-
2000), Αθήνα.
Βλαχόπουλος, Α., (επιμ.), 2005. Αρχαιολογία. Νησιά του Αιγαίου, Αθήνα.
Γιαννούλη, Ε., 2010. ‘Η αρχαιολογία των ζώων: Ορισμοί, τάσεις και αφορισμοί’σε
Ανάσκαμμα, τόμος 4, 13-43.
Δαβάρας, Κ. 1981. ‘Ο χρυσός στην προανακτορική Κρήτη’, Αρχαιολογία 1: 11-16.
Δημακοπούλου, Κ. (επιμ.), 1990. Τροία, Μυκήνες, Τίρυνς, Ορχομενός. Εκατό χρόνια από το
θάνατο του Ερρίκου Σλήμαν, Κοινή έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Προϊστορίας και Πρωτοϊστορίας των κρατικών Μουσείων του Βερολίνου, Υπουργείο
Πολιτισμού - Ελληνικό Τμήμα ICOM.
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια: [θεματική - αλφαβητική], 1991. Τόμος 11:
Ζωολογία. Αθήνα.
Θεοχάρης, Δ., 1970. ‘Παλαιολιθική & Μεσολιθική’ & ‘Πρωτοελλαδικός Πολιτισμός’, ΙΕΕ,
τόμος Ά, 32-47 & 88-97.
Ιακωβίδης, Σ., 1994. ‘Μυκηναϊκή Τέχνη’ σε Ελληνική Τέχνη, Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης,
Αθήνα, 219-229 & 328-341.
Καρέτσου, Α., 1974. ‘Ιερόν Κορυφής Γιούχτα’, Πρακτικά: 228-239, 408-418.
- et al.(επιμ.), 2000. Κρήτη – Αίγυπτος. Πολιτισμικοί δεσμοί τριών χιλιετιών, Αθήνα.
Μαρινάτος, Σ., 1933. ‘Αι περίφημοι κρητικαί κύνες της αρχαιότητος’, Κυνηγετικά Νέα,
τεύχος Μαρτίου.
- 1969 – 1976. Ανασκαφαί Θήρας ΙΙ - VI, Βιβλιοθήκη της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής
Εταιρείας, Αθήνα.
Μαυρίδης, Φ. Χ., 1993. ‘Η εξημέρωση του αλόγου και η παρουσία του στην προϊστορική
περίοδο του Αιγαίου’, Αρχαιολογία 48: 67-68.
-1995. ‘Πρώιμη νεολιθική οικονομία στον αιγιακό χώρο: Η εξημέρωση των ζώων’,
Αρχαιολογία 54: 20-22.

86
Μποτετζάγιας, Ι., 2010. Η ιδέα της φύσης. Απόψεις για το περιβάλλον από την αρχαιότητα
μέχρι τις μέρες μας, Αθήνα.
Μπουλώτης, X., 1995. ‘Αιγιακές τοιχογραφίες: Ένας πολύχρωμος αφηγηματικός λόγος’,
Αρχαιολογία 55: 13-32.
- 1999. ‘Yπό το βλέμμα της Mεγάλης θεάς. Συμβολισμοί και χρήσεις του κρόκου στο Αιγαίο
της 2ης χιλιετίας π.X’. Αφιέρωμα: Επτά Ημέρες Καθημερινή, 18 Απριλίου 1999, 7-10.
- 2005. ‘Πτυχές θρησκευτικής έκφρασης στο Ακρωτήρι’, Περιοδικό ΑΛΣ, Εταιρεία Στήριξης
Σπουδών Προϊστορικής Θήρας, Τεύχος 3, Αθήνα.
Μυλωνάς, Γ.Ε., 1973. Ο Ταφικός Περίβολος Β των Μυκηνών, Βιβλιοθήκη της
εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αριθ. 73, Αθήνα.
Ντούμας, Χ., 1970. ‘Πρωτοκυκλαδικός Πολιτισμός’, ΙΕΕ, τόμος Α, 98-107.
- 1992. Οι Τοιχογραφίες της Θήρας, Αθήνα.
- 1994. ‘Κυκλαδική Τέχνη’, Ελληνική Τέχνη, Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης, Εκδοτική
Αθηνών, 31-45 & 295-315.

- 2010. ‘Οι διαχρονικοί συμβολισμοί της κόμης: Ο τρόπος της κόμμωσης και το κόψιμο των
μαλλιών όπως απεικονίζονται στις τοιχογραφίες από το Ακρωτήρι της Θήρας’, Εφημερίδα
Καθημερινή, τεύχος της 23-05-2010.
Οδηγός, Ο θησαυρός των Αηδονιών, Σφραγίδες και κοσμήματα της ύστερης εποχής στο Αιγαίο,
Αθήνα.
Πάλλης, Α., 1936. Η Ιλιάδα, Αθήνα.
Παπαγεωργίου, Ν., 1990. Βιολογία άγριας πανίδας, Θεσσαλονίκη.
Παπαδημητρίου, Α. 2001. Tίρυνς, ιστορικός και αρχαιολογικός οδηγός, Αθήνα.
Παπαδοπούλου, Ε., Τζαχίλη, Ι. 2010. ‘Ανασκαφή στο ιερό κορυφής του Βρύσινα Νομού
Ρεθύμνης’, Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 1, πρακτικά της 1ης συνάντησης, Ρέθυμνο, 28-30
Νοεμβρίου 2008, Ρέθυμνο, 452-463.
Παπαθανασόπουλος, Γ., (επιμ.), 1981. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Νεολιθικά-Κυκλαδικά,
Αθήνα.
Παπαποστόλου, Ι.Α., 1977. Τα σφραγίσματα των Χανίων. Συμβολή στη μελέτη της μινωικής
σφραγιδογλυφίας, Αθήνα.
Πλάτων, Λ., 2003. ‘Το ανάγλυφο ρυτό τις Ζάκρου, κάτω από ένα νέο σημασιολογικό πρίσμα’
σε Βλαχόπουλος, Α., & Μπίρταχα, Κ., (επιμ.), Αργοναύτης, Τιμητικός τόμος για τον
καθηγητή Χρήστο Γ. Ντούμα από τους μαθητές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1980-
2000). Αθήνα, 331-366.
Πλάτων, Ν., 1947. ‘Ο Κροκοσυλλέκτης Πίθηκος’, Κρητικά Χρονικά, 505-524.
-1951. ‘Το ιερόν Μαζά (Καλού Χωριού Πεδιάδος) και τα μινωικά ιερά κορυφής’, Κρητικά
Χρονικά, τομ. 5, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, 96-160.

87
-1961-1962. ‘Συγκριτική χρονολογία των τριών Μινωικών ανακτόρων’ Πεπραγμένα του Ά
Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τόμος 1. Κρητικά Χρονικά, 15-16, 127-136.
- 1966. Crete. Series Archaeologia Mundi. Cleveland and New York.
Πλυμάκης, Α. Γ., 2001. Το αγρίμι της Κρήτης, Χανιά.
Σακελλαράκης, Γ., 1994. ‘Πρώιμη Τέχνη’, Ελληνική Τέχνη, Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης, 13-
29 & 293-295.
- 2006. ‘Με αφορμή κάποια λείψανα επίπλων στο Ιδαίο Άντρο, σε Γαβριλάκη, Ε., (επιμ.), Ο
Μυλοπόταμος από την αρχαιότητα ως σήμερα: ΙΙΙ Αρχαίοι χρόνοι. Ιδαίον Άντρο. Ιστορική
και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνου, 137-181.
- & Σαπουνά – Σακελλαράκη, Ε., 1994. Κρήτη Αρχάνες, Αθήνα.
- 1997. Αρχάνες: μια νέα ματιά στη μινωική Κρήτη, 2 τόμοι, Αθήνα.
Σακελλαρίου, Α., 1966. Μυκηναϊκή σφραγιδογλυφία. Αθήναι.
Σαπουνά – Σακελλαράκη, Ε., 1994. ‘Μινωική Τέχνη’, Ελληνική Τέχνη, Η Αυγή της Ελληνικής
Τέχνης, 131-143 & 315-327.
Σίκλα, Ε., 2003. ‘Θρησκευτικός συμβολισμός και ιδεολογία της εξουσίας στη μινωική
ανακτορική Κρήτη: ο Ταύρος ως σύμβολο του ανακτόρου της Κνωσού’, σε Βλαχόπουλος,
Α., Μπίρταχα, Κ. (επιμ.), Αργοναύτης, Αθήνα, 367-388.
Τελεβάντου, Χ., 1994. Ακρωτήρι Θήρας: οι τοιχογραφίες της Δυτικής Οικίας, Αθήνα.
Τζαβέλλα-Evjen, Χ., 1970. Τα πτερωτά όντα της προϊστορικής εποχής του Αιγαίου. Αθήνα.
Treuil, R., et al. (επιμ.), 1996. Οι πολιτισμοί του Αιγαίου κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του
Χαλκού, Αθήνα.
Χατζηγιάννης, Δ. 1999. Το Πανηγύρι του Ταύρου Αγίας Παρασκευής Λέσβου, Δ’ έκδοση του
Γεωργικού Σωματείου Αγίας Παρασκευής «Η Πρόοδος», Μυτιλήνη.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Abramovitz, K., 1980. ‘Frescoes from Ayia Irini, Keos’, Hesperia 49: 57-85.
Andreadaki-Vlazaki, M., Rethemiotakis, G., Dimopoulou-Rethemiotaki, N., (eds.) 2008.
From the Land of the Labyrinth: Minoan Crete, 3000-1100 B.C., New York.
Armstrong, O. Kr., 2010. ‘Between trust and domination: social contracts between humans
and animals’, World Archaeology 42: 2, 175-187.
Azara, P., 2003. ‘Χρυσός μόσχος: Ο ταύρος στη συλλογική φαντασία της Αρχαίας
Μεσογείου’, Ο Ταύρος στο Μεσογειακό Κόσμο (κατάλογος της ομώνυμης έκθεσης στο
Μουσείο Μπενάκη), Αθήνα.

88
Ballintijn, M., 1995. ‘Lions depicted on Aegean seals - How realistic are they?’ in Müller,
W., (ed.), Sceaux Minoens et Mycéniens: IV symposium international, (CMS Beiheft 5),
Berlin, 23-37.
Barber, R.L.N., 1994. Οι Κυκλάδες στην Εποχή του Χαλκού, Αθήνα.
Barclay, A.E., 2001. ‘The Potnia Theron: Adaptation of a Near Eastern Image’, in Laffineur,
R. & Hägg, R., (eds), Potnia: Deities and Religion in the Aegean Bronze Age. Proceedings
of the 8th International Aegean Conference Göteborg, [Aegaeum 22], Göteborg
University, 12-15 April 2000. Liège: Université de Liège, 373-386.
Bell, D., 1974. The Coming of Post-Industrial Society. New York.
Berger, J., 1980. ‘Why Look at Animals?’ in Berger, J. (ed.), About Looking. London, 1-28.
Berlanstein, L., (ed.), 1992. The Industrial Revolution and work in nineteenth-century
Europe, www.questia.com/PM.qst?a=o&d=107622068.
Betancourt, P.P., 1985. The History of Minoan Pottery, Princeton.
Betancourt, P.P., Marinatos, N. 1997. ‘The Minoan Villa. Part I: The Definition of the
Minoan Villa’ in Hägg, R., (ed.),The Function of the 'Minoan Villa': Proceedings of the
Eighth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, 6-8 June 1992. Skrifter
Utgivna av Svenska Institutet I Athen 4°, 46. Stockholm: Paul Åströms Forlag, 91-98.
Bietak, M., 1998. ‘The Late Cypriot White Slip I Ware as an Obstacle of the High Aegean
Chronology,’ in Balmuth, M. S. & Tykot, R. H., (eds), Sardinian and Aegean Chronology:
Towards the Resolution of Relative and Absolute Dating in the Mediterranean, Oxford,
321-322.
Blegen, C.W., Rawson, M. (eds), 1966. The Palace of Nestor at Pylos in western Messenia:
Volume II: The frescoes, by Lang, M. L., Princeton.
Bloedow, E., 1990. ‘The 'Sanctuary Rhyton' from Zakros: What Do the Goats Mean?’, in
Annales d'archéologie égéenne de l'Université de Liège [Aegaeum 6] Liège: Université de
Liège, 59-78.
-1992. ‘On Lions in Minoan and Mycenaean Culture’ in Laffineur, R. & Crowley, J. (eds),
ΕΙΚΩΝ: Aegean Bronze Age Iconography: Shaping a Methodology. 4th International
Aegean Conference, University of Tasmania, Hobart, 6-9 April 1992. [Aegaeum 8]. Liège:
Université de Liège, 295-305.
-2003. ‘The Significance of the Goat in Minoan Culture,’ in PZ 78: 1-59.
Blomberg, P. E., 2006. ‘A New Interpretation of the Figurines from Petsophas and
Traostalos’, Πεπραγμένα του Θ’Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τόμος A4 Ηράκλειο:
Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, 333-348.
Borgna, E., 2004. ‘Aegean Feasting: A Minoan Perspective’, Hesperia 73, No. 2, Special
Issue: The Mycenaean Feast, 247-279.

89
Branigan, K., 1998. ‘The Nearness of You: Proximity and Distance in Early Minoan Funerary
Behaviour’ in Branigan, K. (ed.), Cemetery and Society in the Aegean Bronze Age.
Sheffield Studies in Aegean Archaeology 1. Sheffield, 13-26.
Buchholtz, H., Karageorghis, V. 1973. Prehistoric Greece and Cyprus. London.
Bulliet, R.W., 2005. Hunters, Herders, and Hamburgers: The Past and Future of Human-
Animal Relationships, Columbia.
Burke, K., 1968. Language as Symbolic Action: Essays on Life, Literature and Method.
Berkeley.
Cadogan, G., 1983. ‘Early and Middle Minoan Chronology’, AJA 87: 507-518.
Cairns, S. G., 1990. Social behavior within prides of lions (Panthera leo), Cornell University.
Cameron, M.A.S., 1968. ‘Unpublished Paintings from the 'House of the Frescoes' at
Knossos’, BSA 63: 1-31.
-, 1987. ‘The "Palatial" Thematic System in the Knossos Murals. Last Notes on Knossos
Frescoes’, in: Hagg, R., Marinatos, N. (eds), The Function of the Minoan Palaces.
Proceedings of the Fourth International Symposium at the Swedish Institute in Athens, 10-
16 June, 1984, Stockholm, 320-328.
Castleden, R., 2005. Myceneans, New York, Routledge.
Cauvin, J., 2004. Naissance des divinités, Naissance de l’agriculture. La Révolution des
symboles au Néolithique, (επιστημονική επιμέλεια Κόπακα, Κ., & Λιανέρης, Ν.).
Ηράκλειο.
Chandler, D., 2002. Semiotics: The Basics, Routledge.
Chapin, A.P., (ed.) 2004. ‘Charis: Essays in Honor of Sara A. Immerwahr’, Hesperia Suppl.
33, Princeton, N.J., The American School of Classical Studies at Athens.
Cherry, J. F., 1999. ‘Introductory Reflections on Economies and Scale in Prehistoric Crete’,
in Chaniotis, A. (ed.), From Minoan Farmers to Roman Traders. Sidelights on the
Economy of Ancient Crete, Stuttgart, 18-19.
Cline, E. H., 1991. ‘Monkey business in the Bronze Age Aegean: The Amenhotep II Faience
Figurines at Mycenae and Tiryns’, BSA 86, 29-42.
Clutton-Brock, J., 1999. A Natural History of Domesticated Mammals, 2nd ed. Cambridge.
CMS, Matz, F., Biesantz, H., (eds), Berlin 1964-2000.
Cosmopoulos, M. B., 1992. ‘The Development of Iconography in the Early Bronze Age
Aegean’ in Laffineur, R., & Crowley, J.L., (eds), ΕΙΚΩΝ: Aegean Bronze Age
Iconography: Shaping a Methodology. 4th International Aegean Conference, University of
Tasmania, Hobart, 6-9 April 1992. [Aegaeum 8]. Liège: Université de Liège, 87-96.
Crabtree, P.J., 1993. ‘Early Animal Domestication in the Middle East and Europe’,
Archaeological Method and Theory, Vol.5, 201-245.

90
Crowell, J.H., 1981. Chariot and other means of land transport in Bronze Age Greece. Allard
Pierson Series, Vol.3, Amsterdam: Allard Pierson Museum.
Davis, S., 1987. The Archaeology of Animals, New Haven.
Day, L. P., 1984. ‘Dog Burials in the Greek World’, AJA 88 (1): 21-32.
Desveaux, E., 1991. Dictionnaire de l'ethnologie et de l'anthropologie, PUF.
Detournay, B., Poursat, J.-Cl., 1980. Le Quartier Mu 2: Vases de pierre et de métal, vannerie,
figurines et reliefs d’applique, éléments de parure et de décoration, armes, sceaux et
empreintes, Études crétoises 26, École Française d'Athènes.
Dimopoulou-Rethemiotaki, N., G. Rethemiotakis, K. Romiopoulou and D. Zafeiropoulou
(eds), 2007. Archaeological Museum of Heraklion, Temporary Exhibition, Athens:
Hellenic Ministry of Culture Archaeological Receipts Fund.
Doumas, C., (ed.), 1978-1980. Thera and the Aegean world ΙΙ: papers presented at the Second
International Scientific Congress, Santorini, Greece, August 1978, London: Thera and the
Aegean World.
- 1983. Thera, Pompeii of the Ancient Aegean, London: Thames and Hudson.
- 1996. History of Humanity, 146-158.
- & Marthari, Μ. Televantou, C., 2000. Museum of Prehistoric Thera. Brief Guide. Athens:
XXI Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities.
Driessen, J., 2011. ‘Beyond the collective. The Minoan Palace in Action’ uncorrected draft
for the volume, Relaki, M., Papadatos, I. (eds.), on the January 2010 Sheffield workshop
in honour of K. Branigan.
Durkheim, É., 1912. Les formes élémentaires de la vie religieuse, London: G. Allen &
Unwin; New York, Macmillan.
Evans, A., 1925. ‘The Ring of Nestor: A Glimpse into the Minoan After-world, and a
Spectacular Treasure of Gold Signet-rings and Bead-seals from Thisbê Boeotia’, JHS 45:
1-75.
Evans, A.J., 1921. The Palace of Minos: a Comparative Account of the Successive Stages of
the Early Cretan Civilization as illustrated by the Discoveries at Knossos. Volume I,
London: Macmillan.
- 1928. The Palace of Minos: a Comparative Account of the Successive Stages of the Early
Cretan Civilization as illustrated by the Discoveries at Knossos. Volume II, London:
Macmillan.
- 1930. The Palace of Minos: a Comparative Account of the Successive Stages of the Early
Cretan Civilization as illustrated by the Discoveries at Knossos. Volume III, London:
Macmillan.

91
- 1935. The Palace of Minos: a Comparative Account of the Successive Stages of the Early
Cretan Civilization as illustrated by the Discoveries at Knossos. Volume IV, London:
Macmillan.
Evely, D., 1999. Fresco: A Passport into the Past. Minoan Crete through the Eyes of Mark
Cameron. Athens: British School at Athens; Athens: N.P. Goulandris Foundation -
Museum of Cycladic Art.
Ferrence, S.C., Bendersky, G., 2004. ‘Therapy with Saffron and the Goddess at Thera’,
Perspectives in Biology and Medicine 47.2: 199-226.
Frankfort, H., 1939. Cylinder Seals. London
Frazer, J.G., 1887. Totemism, Edinburgh.
Friedrich, W.L., Kromer, B., Friedrich, M., Heinemeier, J., Pfeiffer, T., Talamo, S. 2006.
Science 28, Vol. 312.
Gilhus I.S, 2006. Animals, Gods and Humans. Changing attitudes to animals in Greek,
Roman and early Christian ideas, London and New York.
Gimbutas, M., 1989. The Language of the Goddess, London.
Gourhan-Leroi, A., 1957. Prehistoric Man, New York.
-1967. Treasures of Prehistoric Art, New York.
-1982. The Dawn of European Art: An Introduction to Paleolithic Cave Painting, Cambridge.
- 1986. ‘The Religion of the Caves: Magic or Metaphysics?’, the MIT Press, vol. 37, 6-17.
Ellen, R., 1996, ‘Introduction,’ in Ellen, R. & Fukui, K. (eds), Redefining Nature: Ecology,
Culture and Domestication, 1-36.
Foster, K. P., 1979. Aegean Faïence of the Bronze Age, New Haven.
Halbherr, F., Stefani E., Banti E. 1980. ‘Haghia Triada nel periodo tardo palaziale’,
AnnScAtene 55, L'Erma de Bretschneider, Roma.
Hallager E., 1985. ‘The Master Impression. A Clay Sealing from the Greek-Swedish
Excavations at Kastelli, Khania’, SIMA, vol. LXIX, Göteborg, Paul Astroms Forlag.
- & Hallager, B. P., 1995. ‘The Knossian bull - political propaganda in Neo-Palatial Crete?’ in
R. Laffineur and W-D. Niemeier (eds), POLITEIA: Society and State in the Aegean
Bronze Age [Aegaeum 12] (Liège 1995), 163-67.
Halstead, P., & Barrett, J.C., (eds) 2004. Food, Cuisine and Society in Prehistoric Greece,
Oxford, Oxbow Books, Sheffield Studies in Aegean Archaeology 5.
Hamilakis, Y., 2000. ‘Re-inventing environmental archaeology.’ in Albarella, U. (ed.)
Environmental Archaeology: Meaning and Purpose., New York: Kluwer, 29-38.
- 2003. ‘The sacred geography of hunting: wild animals, social power and gender in early
farming societies’, in Kotjabopoulou, E., et al, (eds), Zooarchaeology in Greece: Recent
Advances, BSA Studies 9, London, 239-47.

92
- & Anagnostopoulos, A. 2009. ‘What is archaeological ethnography?’ in Public Archaeology
8 (2-3): 65-87.
Harrison, P., 1996. God and Animal Minds, Sophia Vol. 35 (2), 67-78.
Harte, K. J., 2000. ‘Birds of the Thera Wall Paintings’ in Sherratt, S. (ed.), The Wall
Paintings of Thera. Proceedings of the First International Symposium, Petros M. Nomikos
Conference Centre, Thera, Hellas, 30 August - 4 September 1997, Vol. II. Athens, Thera
Foundation, 681-698.
Herva, V.-P., 2006. ‘Flower Lovers, after All? Rethinking Religion and Human-Environment
Relations in Minoan Crete’, World Archaeology, Vol. 38, No. 4, Debates in "World
Archaeology", 586-598.
- & Ikäheimo, J., 2002. “Defusing Dualism: Mind, Materiality and prehistoric Art”,
Norwegian Archaeological Review, Vol. 35, No 2, Oct. 01, 95-108.
Higgins, R. 1980. Greek and Roman Jewellry, 2nd ed, London.
Hiller, S., 2001. ‘Potnia/Potnios Aigon. On the Religious Aspects of Goats in the Aegean Late
Bronze Age’ in Laffineur, R. and Hägg, R. (eds), Potnia: Deities and Religion in the
Aegean Bronze Age [Aegaeum 22] (Göteborg 2000), 293-304.
Hitchcock, L. A., 2009. ‘Knossos is burning: gender bending the Minoan genius’ in Kopaka,
K. (ed.) FYLO: Engendering Prehistoric ‘Stratigraphies' in the Aegean and the
Mediterranean [Aegaeum 30] (Rethymno 2009).
- 2010. ‘The big nowhere: A Master of Animals in the Throne Room at Knossos?’ in Counts
D. B. & Arnold B., (eds), The Master of Animals in Old World Iconography, Main Series
24, Budapest, 107-118.
Hogarth, D.G. 1900-1901. ‘Excavations at Zakro, Crete,’ BSA 7, 121-149.
Howell, S., 1996. ‘Nature in culture or culture in nature? Chewong ideas of 'humans' and
other species,’ in Descola, P. & Palsson, G., (eds), Nature and Society: Anthropological
Perspectives, Routledge, 127-144.
Hodder, I., 1982. Symbols in Action. Ethnoarchaeological Studies of Material Culture. New
Studies in Archaeology. Cambridge.
- 1982. The Present Past. An Introduction to Anthropology for Archaeologists. New York.
- 1986. Reading the Past. Current approaches to interpretation in archaeology, Cambridge.
- (ed.) 1989. The Meanings of Things: Material culture and symbolic expression. London and
New York.
- (ed.) 1992. ‘Symbolic meaning and context’, Theory and practice in archaeology, London /
New York, 11-23.
- 1996. ‘Hunting and Gathering as Ways of Perceiving the Environment’ in Ellen, R., Fukui,
K. (eds), Redefining Nature: Ecology, Culture and Domestication, Oxford, 117-155.

93
Hood, M.S.F., ‘A Mycenaean Cavalryman’, BSA 48: 84-93.
- 1993. Η Τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα, Αθήνα.
- 2000α. ‘Cretan Fresco Dates’ in Sherratt, S., (ed.), The Wall Paintings of Thera.
Proceedings of the First International Symposium, Petros M. Nomikos Conference Centre,
Thera, Hellas, 30 August - 4 September 1997, Vol. I. Athens, Thera Foundation - Petros
M. Nomikos and The Thera Foundation, 191-208.
- 2000β. ‘The Wall Paintings of Crete’ in Sherratt, S., (ed.), The Wall Paintings of Thera.
Proceedings of the First International Symposium, Petros M. Nomikos Conference Centre,
Thera, Hellas, 30 August - 4 September 1997, Vol. I. Athens, Thera Foundation - Petros
M. Nomikos and The Thera Foundation, 21-32.
- 2005. ‘Dating the Knossos frescoes’ in Morgan, L., (ed.), Aegean Wall Painting: A Tribute
to Mark Cameron, London: British School at Athens, Krzyszkowska, O.,(ed.) British
School at Athens Studies 13, 45-81.
Huebner, K., 2003. ‘A Minoan Vase from Zakros, Crete. The Sanctuary Rhyton’ in
Anistoriton, Vol. 7/2003,
Immerwahr, S. A., 1985. ‘A possible influence of Egyptian art in the creation of Minoan wall
painting’, BCH Suppl.11, 41-50.
- 1990. Aegean Painting in the Bronze Age, Pennsylvania State University Press, University
Park, PA.
Indelicato – Damiani, S., 1988. ‘Were Cretan Girls Playing at Bull-Leaping?’ Cretan Studies
1, 39-47.
Ingold, T., 1980. Hunters, pastoralists, and ranchers: Reindeer economies and their
transformations. Cambridge.
- 1987. The appropriation of nature: Essays on human ecology and social relations,
Iowa City.
-1993. ‘The Temporality of the Landscape’, World Archaeology 25: 24-174.
-1994. What is an Animal, One World Archaeology, London.
-1996. ‘Hunting and Gathering as Ways of Perceiving the Environment,’ in R. Ellen, K.
Fukui, (eds), Redefining Nature: Ecology, Culture and Domestication, Berg Publishers,
117-155.
- 2000α. ‘Totemism, Animism and the Depiction of Animals’ in Ingold, T. (ed), The
Perception of the Environment: Essays on Livelihood, Dwelling and Skill, Vol.1, Part 2,
London and New York, 111 – 131.
- 2000β. ‘From trust to domination: an alternative history of human-animal relations’ in
Ingold, T. (ed.), The Perception of the Environment: Essays on Livelihood, Dwelling and
Skill, Vol.1, Part 2, London and New York, 61–76.

94
Isaakidou, V., 2006. ‘Ploughing with Cows: Knossos and the Secondary Products Revolution’
in Serjeantson, D., & Field, D. (eds), Animals in the Neolithic of Britain and Europe,
Neolithic Studies Group Seminar Papers 7, Oxford, 95-112.
- 2007. ‘Cooking in the Labyrinth: exploring 'cuisine' at Bronze Age Knossos’ Mee, C., &
Renard, J. (eds), Cooking up the Past: Food and Culinary Practices in the Neolithic and
Bronze Age Aegean, Oxford, 5-24.
Jarman, M. R., 1996. ‘Human influence in the development of the Cretan Mammalian Fauna’
in Reese (ed), Pleistocene and Holocene Fauna of Crete and Its First Settlers, 211- 229.
Karetsou, A., 1981. ‘The Peak Sanctuary of Mt. Juktas’, in Hägg, R., Marinatos, N., (eds.)
Sanctuaries and Cults in the Aegean Bronze Age. Proceedings of the First International
Symposium at the Swedish Institute in Athens, 12-13 May 1980. SkrAth, 4°, XXVII.
Stockholm, 137-153.
Karnava, A., 2010. ‘The LM IA Cretan sealings from Akrotiri: Cronological and historical
implications’ in Godart, L., Negri, M., & Sacconi, A. (eds), Pasiphae 2, Riflessioni sulla
cronologia egea alla luce delle recenti scoperte di Santorini, 27-28 aprile 2009.
Karo, G. 1930–3. Die Schachtgraber von Mykenai, Munich.
Karytinos, A., 1998. ‘Sealstones in Cemeteries: A Display of Social Status?’ in Branigan, K.,(
ed.), Cemetery and Society in the Aegean Bronze Age. Sheffield Studies in Aegean
Archaeology 1. Sheffield, 78-86.
Kenna, V.E.G., 1960. Cretan Seals, Together with a Catalogue of the Minoan Gems in the
Ashmolean Museum. Oxford.
- 1964. V. ‘Seals and Scripts III. Cretan Seal Use and the Dating of Linear Script B,’ Kadmos
3:1, 29-57.
Koehl, R.B. 2006. Aegean Bronze Age Rhyta, Prehistory Monographs 19, Philadelphia.
Kopaka, K. 2001. ‘A Day in Potnia’s Life. Aspects of Potnia and Reflected ‘Mistress’
Activities in the Aegean Bronze Age’ in Laffineur, R., and Hägg, R., (eds), Potnia: Deities
and Religion in the Aegean Bronze Age [Aegaeum 22] (Liège: Université de Liège), 15-27.
- (ed.), 2009. FYLO. Engendering Prehistoric ‘Stratigraphies’ in the Aegean and the
Mediterranean [Aegaeum 30] (Rethymno 2005).
Kotjabopoulou, E., et al., (eds) 2003. Zooarchaeology in Greece: Recent Advances. BSA
Studies 9, The British School at Athens, London.
Kress G., Leeuwen van T., 1996. Reading Images: The Grammar of Visual Design. London.
Kristiansen, K., Larsson, T.B., 2007. The Rise of the Bronze Age Society, Travels,
Transmissions and Transformations, Cambridge.
Krzyszkowska, O. H., 1988. ‘Ivory in the Aegean Bronze Age: Elephant Tusk or
Hippopotamus Ivory?’ BSA 83, 209-234.

95
-1989. ‘Early Cretan Seals. New Evidence for the Use of Bone, Ivory and Boar's Tusk’ in
Pini, I., (ed.), CMS Beiheft 3. Gebr. Mann Verlag, Berlin, 111-126.
-2005. Aegean Seals: An Introduction. BICS Suppl.85. London.
Lada-Richards, Ι. 2002. ‘Foul Monster or Good Saviour?’Reflections on Ritual Monsters’, in
Atherton C., (ed.), Monsters and Monstrosity in Greek and Roman Culture. Nottingham
Classical Literature Studies Midland Classical Studies vol. 6, 41-82.
Laffineur, R., 2001. ‘Seeing is Believing: Reflections on Divine Imagery in the Aegean
Bronze Age’ in Laffineur, R. & Hägg, R. (eds) Potnia: Deities and Religion in the Aegean
Bronze Age [Aegaeum 22] (Göteborg 2000), 387-392.
Lang, M. 1969. The Palace of Nestor 2. The Frescoes. Princeton: Princeton University Press.
Lee, R. B., & Daly R. H., (eds) 2006. The Cambridge Encyclopedia of Hunters and
Gatherers, New York.
Lenski, G., 1982. Human Societies: An Introduction to Macrosociology, 4th ed., New York.
Levi Strauss, Cl., 1962. Le Totemisme aujourd’hui, France.
Long, C., 1978. ‘The Lasithi Dagger’, AJA, Vol. 82, No. 1, 1978, 35-46.
Losey, R., 2010. ‘Animism as a means of Exploring Archaeological Fishing Structures’, CAJ
20:1, 17-32.
Loughlin, E., 2004. ‘The calf in Bronze Age Cretan art and society’, Pecus: Man and Animal
in Antiquity. Proceedings of the Conference at the Swedish Institute in Rome, September
9-12, 2002, Rome, 183-189.
Louhivuori, M., 2010. Understanding Neolithic Southern Levant: case studies of
Archaeological Semiosis in Action, Ǻbo.
Luce, J-M., 2008. ‘Quelques jalons pour une histoire du chien en Grèce antique’, Pallas, 76,
261-293.
Maas, P.H.J. 2011. ‘Aurochs - Bos primigenius’, TSEW (2011). The Sixth Extinction
Website. <http://www.petermaas.nl/extinct>.
Manning, S. W. et al., 1995. The Absolute Chronology of the Aegean Early Bronze Age:
Archaeology, History and Radiocarbon, Monographs in Mediterranean Archaeology 1,
Sheffield.
- 1996. ‘Dating the Aegean Bronze Age: Without, With, and Beyond, Radiocarbon’,
Randsborg, K. (ed), Absolute Chronology: Archaeological Europe [Acta Archaeologica
67] Suppl. 1: 15-37, Copenhagen.
-1999. A test of time: the volcano of Thera and the chronology and history of the Aegean and
east Mediterranean in the mid second millennium BC, Oxford.
-2006. ‘Chronology for the Aegean Late Bronze Age 1700-1400 B.C.’, Science 28, April
2006: Vol. 312, n. 5773: 565-569.

96
Marinatos, S., Hirmer, M. 1973. Kreta, Thera und das mykenische Hellas. Munich.
Marinatos, N., 1984. Art and Religion in Thera: Reconstructing a Bronze Age Society,
Athens.
-1986. Minoan Sacrificial Ritual: Cult Practice and Symbolism. Stockholm.
-1987. ‘An Offering of Saffron to the Minoan Goddess of Nature: The Role of the Monkey
and the Importance of Saffron,’ in Linders, T. & Nordquist, G. (eds), Gifts to the Gods,
Uppsala, 123-132.
-1989. ‘The Bull as an Adversary: Some Observations on Bull-Hunting and Bull-Leaping’,
Ariadne 5, Festschrift S. Alexiou, Rethymnon, 23-32.
-1993. Minoan Religion. Ritual, Image, and Symbol, Columbia, SC.
-2011. ‘The Pseudo-Minoan Nestor Ring and Its Egyptian Iconography’ JAEI, Vol 3, No 2,
17-27.
Marthari, M. 1998. ‘The Griffin Jar from Ayia Irini, Keos, and its Relationship to the Pottery
and Frescoes from Thera’ in Mendoni, L. G., Mazarakis Ainian, A. (eds) Kea-Kythnos:
History and Archaeology. Proceedings of an International Symposium Kea-Kythnos. 22-
25 June 1994. Meletimata 27. Athens, 139-154.
Masseti, M., 1997. ‘Representations of Birds in Minoan Art’, International Journal of
Osteoarchaeology 7, 354-363.
-1998. ‘Observations on the Quaternary mammalian faunas of the Mediterranean Islands’in
Peretto, C. (ed.), Atti del XIII congresso 1996: Unione Internazionale delle Scienze
Preistoriche e Protostoriche, Vol. 6.1. Forli: A.B.A.C.O, 11-24.
-2000. ‘Did the Study of Ethology Begin in Crete 4000 Years Ago?, Ethology Ecology and
Evolution 12.1, 89-96.
-2003. ‘Taxonomic and behavioural aspects of the representation of mammals in Aegean
Bronze Age art’ in Kotjabopoulou, E., et al. (eds), Zooarchaeology in Greece: Recent
Advances, London: The British School at Athens, British School at Athens Studies 9, 273-
281.
- & Bruner, E., 2009. ‘The primates of the western Palaearctic: a biogeographical, historical,
and archaeozoological review’, Journal of Anthropological Sciences, Vol. 87, 33-91.
Morgan, L., 1988. The Miniature Wall Paintings of Thera: A Study in Aegean Culture and
Iconography, New York.
-1990. ‘Island Iconography: Thera, Kea, Milos’ in Hardy, D.A., et al. (eds) Thera and the
Aegean World III. Vol. 1, London: The Thera Foundation, 252-266.
-1995. ‘Of Animals and Men: The Symbolic Parallel’ in Morris, C. (ed), Klados: Essays in
Honour of J. N. Coldstream, BICS Suppl. 63. London: Institute of Classical Studies, 171-
184.

97
-1996. ‘Power of the Beast: Human-Animal Symbolism in Egyptian and Aegean Art’,
Ägypten und Levante 7, 17-32.
Morris, C., Peatfield, Α., 2004. ‘Experiencing ritual: Shamanic elements in Minoan religion’
in Wedde, M., (ed), Celebrations: Selected papers and discussions from the Tenth
Anniversary Symposion of the Norwegian Institute at Athens, 12-16 May 1999, Bergen:
The Norwegian Institute at Athens.
Mountjoy, P.A., 1977. ‘Attributions in the LM IB Marine Style’, AJA 81: 557-560.
-1985. ‘Ritual Associations for LM I B Marine Style Vases’ in Darcque, P., & Poursat, J.,
(eds) L'Iconographie minoenne. Actes de la table ronde d'Athènes, BCH Suppl. 11. École
française d'Athènes, 231-242.
Nanoglou, S., 2009. ‘Animal Bodies and Ontological Discourse in the Greek Neolithic’,
Archaeological Method & Theory 16, 184-204.
Nilsson, M.P., 1932. The Mycenaean Origin of Greek Mythology, Berkeley, California.
- 1950. The Minoan-Mycenaean religion and its survival in Greek religion, Lund.
Nordbladh, J., 1977. ‘Images as messages in society. Prolegomena to the study of
Scandinavian Petroglyphs and Semiotics’, in Kristiansen, K., & Paludan-Müller, C., (eds),
New Directions in Scandinavian Archaeology, Copenhagen, 63-78.
Nurit Bird, D., 2006. ‘Animistic epistemology: Why do some hunter-gatherers not depict
animals? Ethnos, Vol. 71: 33-50.
O'Connor, T. P., 1997. ‘Working at Relationships: Another Look at Animal
Domestication’, Antiquity 71: 149-156.
Oelschlaeger, M., 1991. The Idea of Wilderness: From Prehistory to the Age of Ecology, New
Haven.
Outram, A. K., et al. 2009. ‘The Earliest Horse Harnessing and Milking’, in Science 6 March
2009, 1332-1335.
Pantazis, T. Karydas, A. G., Doumas, Chr. Vlachopoulos, A., Nomikos, P., Dinsmore, M.
2003. X-Ray Fluorescence Analysis of a Gold Ibex and other Artifacts from Akrotiri’ in
Foster K. P. and Laffineur, R., (eds), METRON: Measuring the Aegean Bronze Age
[Aegaeum 24] (Liège/Austin 2003), 155-160.
Papamanoli-Guest, Α., 1996. ‘Hunting and Trapping in Prehistoric Crete: A Proposal for
Ethnoarchaeological Research,’ in Reese, D. S., (ed), Pleistocene and Holocene Fauna of
Crete and its First Settlers, Monographs in World Archaeology 28. Madison, 337-349.
Peatfield, A., 1987. ‘Palace and peak: the political and religious relationship between palaces
and peak sanctuaries’ in Hagg, R., Marinatos, N., (eds), The Function of the Minoan
Palaces. Stockholm Sweden, 89-93.

98
-2000. ‘Minoan Religion for Ordinary People’. Πεπραγμένα ΄Η Διεθνούς Κρητολογικού
Συνεδρίου, τομ. Α3. Ηράκλειο, 9-17.
Perkins, D., 1973. ‘The Beginnings of Animal Domestication in the near East’, AJA 77: 279-
282.
Pilali-Papasteriou, A., 1985. Die bronzenen Tierfiguren aus Kreta. Prähistorische
Bronzefunde I, 3. München.
Pini, I., 1990. ‘The Hieroglyphic Deposit and the Temple Repositories at Knossos’ in
Palaima, T.G. (ed.), Aegean Seals, Sealings and Administration [Aegaeum 5] (Austin
Texas 1989), 33-60.
- 1992. ‘Towards a standardization of terminology problems of description and identification’
in Laffineur, R., & Crowley, J.L., (eds), ΕΙΚΩΝ: Aegean Bronze Age Iconography:
Shaping a Methodology, [Aegaeum 8] (University of Tasmania 1992), 11-18.
Preece, R., 2005. Brute Souls, Happy Beasts, and Evolution: The Historical Status of
Animals, University of British Columbia Press.
Platon, N., 1971. Zakros: The Discovery of a Lost Palace of Ancient Crete. Charles Scribner'
s Sons, NY.
Preston Day, L., 1984. ‘Dog burials in the Greek World’, AJA 88, 21-32.
Preziosi, D.A., & Hitchcock, L. Α., 1999. Aegean Art and Architecture. Oxford.
Porter, R., 1996. ‘The Cretan Wild Goat (Capra aegagrus cretica) and the Theran Antelopes’
in Reese, D. S. (ed.) Pleistocene and Holocene Fauna of Crete and Its First Settlers.
Monographs in World Archaeology 28. Madison, 295-315.
Poursat, J.C., 1973-74. ‘Le sphinx minoen: un nouveau document,’ in Carratelli, G. P., &
Rizza, G. (eds), Antichità Cretesi. Studi in onore di Doro Levi I (Catania), 111-114.
- & Detournay, B., Vandenabeele, F. 1980. Fouiles éxecutées a Mallia, le Quartier Mu, II,
Paris.
Rackham, O., & Moody J., 1995. The Making of the Cretan Landscape, Manchester.
Rafferty, P., Hidderley, R. 2005. Indexing Multimedia and Creative Works: The Problems of
Meaning and Interpretation, Ashgat.
Reese, D.S., 1994. ‘Recent work in Greek Zooarchaeology’ in Kardulias, P.N., (ed), Beyond
the Site: Regional Studies in the Aegean Area, Lanham: University Press of America. 191-
222.
- (ed.), 1996. Pleistocene and Holocene Fauna of Crete and Its First Settlers. Monographs in
World Archaeology 28. Madison.
Rehak, P., 1992. ‘Tradition and Innovation in the Fresco from Room 31 in the 'Cult Center' at
Mycenae’ in Laffineur, R., & Crowley, J.L., (eds), ΕΙΚΩΝ: Aegean Bronze Age

99
Iconography: Shaping a Methodology, [Aegaeum 8] (University of Tasmania 1992), 39-
62.
-1995a. ‘The Use and Destruction of Minoan Bull's Head Rhyta,’ in Laffineur, R. and
Niemeier, W.-D. (eds), Politeia: Society and State in the Aegean Bronze Age [Aegaeum
12] (Liege/Austin 1995), 435-460.
-1995b. ‘The 'Genius' in Late Bronze Age Glyptic: the Later Evolution of an Aegean Cult
Figure,’ in Müller, W., (ed.), Sceaux Minoens et Mycéniens [CMS Beiheft 5], Berlin, 215-
231.
- 1997. ‘The Role of Religious Painting in the Function of the Minoan Villa: The Case of
Ayia Triadha’ in Hägg, R., (ed.), The Function of the 'Minoan Villa': Proceedings of the
Eighth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, 6-8 June 1992. Skrifter
Utgivna av Svenska Institutet I Athen 4°, 46. Stockholm, 163-175.
-1999. ‘The Monkey Frieze from Xeste 3, Room 4: Reconstruction and Interpretation,’ in P.
P. Betancourt, V. Karageorghis, R. Laffineur, and W.-D. Niemeier (eds.), MELETEMATA:
Studies in Aegean Archaeology Presented to Malcolm H. Wiener as He Enters His 65th
Year [Aegaeum 20] (Liège/Austin 1999), 705-709.
- & Younger, J. G. 2001. ‘Neopalatial, Final Palatial and Postpalatial Crete’ in Cullen, T.
(ed.), Aegean Prehistory: A Review, Boston, Archaeological Institute of America, AJA
Suppl. I, (Reprint of AJA 102.1), 383-465.
Reitz, E.J., & Wing, E.S., 2008. Zooarchaeology. New York.
Renfrew, C., 1972. The Emergence of Civilization. London.
- 1981. ‘The sanctuary at Phylakopi’, Sanctuaries & Cults, 67-80.
- 1982. ‘Explanation Revisited’, in Renfrew, C., & Rowlands, M. J. (eds), Theory and
Explanation in Archaeology, 5-24.
- 1994a. ‘Towards a cognitive archaeology’, in Renfrew, C., Zubrow, E. B. W. (eds.) Ancient
Mind: Elements of Cognitive Archaeology (New Directions in Archaeology), 3-12.
- 1994b. ‘The archaeology of religion’, in Renfrew, C., Zubrow, E. B. W. (eds.) Ancient
Mind: Elements of Cognitive Archaeology (New Directions in Archaeology), 47-54.
- & Bahn, P., 2001. Αρχαιολογία: θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, Αθήνα.
Russell, N. 2002. ‘The Wild Side of Animal Domestication’, Society & Animals 10:3,
Koninklijke Brill NV, Leiden, 285-302.
Rutkowski, B., 1991. Petsofas. A Cretan Peak Sanctuary, Studies and Monographs in
Mediterranean Archaeology and Civilization, Studies and Monographs in Mediterranean
Archaeology and Civilization, I. 1, Warsaw..
Rutter, J.B., 1993. ‘Review of Aegean Prehistory II: The Prepalatial Bronze Age of the
Southern and Central Greek Mainland’, AJA 97: 774-783.

100
Sambin, C., 1989. ‘Génie minoen et génie egyptien, un emprunt raisonné’, BCH 113: 77-96.
Saussure F. de, 1979. Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Αθήνα.
Sbonias, K., 1999. ‘Social Development, Management of Production, and Symbolic
Representation in Prepalatial Crete’ in Chaniotis, A., (ed.), From Minoan Farmers to
Roman Traders: Sidelights on the Economy of Ancient Crete. Stuttgart, 25-51.
Seager, R. B., 1912. Explorations in the Island of Mochlos, New York.
Seidlmayer, St. 1998. Egypt, the World of the Pharaohs.
Shapland, A. 2010α. ‘Wild Nature? Human – Animal Relations on Neopalatial Crete’, CAJ
20:1, 109-127.
- 2010β. ‘The Minoan Lion: Presence and absence on Bronze Age Crete’, World
Archaeology, 42 (2), 273–289.
Shaw, M. C., 1995. ‘Bull Leaping Frescoes at Knossos and their Influence on the Tell el-
Dab'a Murals’ in Bietak, M., (ed.), Trade, Power and Cultural Exchange: Hyksos Egypt
and the Eastern Mediterranean World 1800-1500 B.C. An International Symposium,
November 3, 1993, Metropolitan Museum of Art. Ägypten und Levante 5. Wien, 91-120.
-1997. ‘Aegean Sponsors and Artists: Reflections of their Roles in the Patterns of Distribution
of Themes and Representational Conventions in the Murals’ in Laffineur, R., &
Betancourt, P.P.,(eds), ΤΕΧΝΗ: Craftsmen, Craftswomen and Craftsmanship in the
Aegean Bronze Age, [Aegaeum 16] (.University of Texas), 481-504.
- 2004. ‘The ‘Priest-King’ Fresco from Knossos: Man, Woman, Priest, King, or Someone
Else?’ in Chapin, A., (ed.), Χάρις: Essays in Honor of Sara A. Immerwahr, Princeton, N.J.,
The American School of Classical Studies at Athens, Hesperia Suppl. 33, 65-84.
Shelmerdine, C.W. (ed), 2008. The Aegean Bronze Age. New York.
Sherratt, S., (ed), 2000. The Wall Paintings of Thera, Proceedings of the First International
Symposium. Vol. I & ΙΙ, Petros M. Nomikos Conference Center Thera Hellas, 30 August –
4 September 1997.
Simandiraki-Grimshaw, A., 2010. ‘Minoan animal-human hybridity’ in Counts D. B. &
Arnold B., (eds), The Master of Animals in Old World Iconography, 93-106.
Soar, K., 2009. ‘Old Bulls, New Tricks: The Reinvention of a Minoan Tradition’ in
Georgiadis, M., Gallon, G., The Past in the Past: The significance of memory and tradition
in the transmission of culture, BAR International Series 1925, 16-24.
Soles, J. S., 1988. ‘Social Ranking in Prepalatial Cemeteries’ in French, E.B. & Wardle, K.A.,
(eds), Problems in Greek Prehistory, Papers Presented at the Centenary Conference of the
British School of Archaeology at Athens, Manchester, April 1986, Bristol, 49-61.
- 1992. ‘Prepalatial Cemeteries at Mochlos and Gournia and the House Tombs of Bronze Age
Crete’, Hesperia Suppl. 24, 94-97.

101
- 2010. ‘Greek-American Excavations at Mochlos’. Kentro 13, 1-3.
Sonesson, G., 1994. ‘Prolegomena to a semiotic analysis of prehistoric visual displays’, in
Bouissac, P. (ed.), Semiotica 100: 3/4, July 1994, Special issue: Prehistoric signs, 267-332.
Taramelli, Α., 1897. ‘The Cretan Expedition of the Institute: VIII – The Prehistoric Grotto at
Miamù.’ AJA I 4: 287-312.
Thomas, N.R., 2004. ‘The Early Mycenaean Lion Up to Date’ in Chapin, A. P., (ed) Charis:
Essays in Honor of Sara A. Immerwahr, Hesperia Suppl. 33, 161-206.
Trantalidou, C., 2000. ‘Animal Bones and Animal Representations at Late Bronze Age
Akrotiri’ in Sherratt, S., (ed.), The Wall Paintings of Thera. Vol. II. Athens, Thera
Foundation - Petros M. Nomikos and Thera Foundation, 709-735.
-2001. ‘Producing and recording leather and other animal products’ in Michailidou, A., (ed.),
Manufacture and Measurement. Counting, Measuring and Recording. Craft Items in Early
Aegean Societies, Athens, 266-317.
Turner, Gr., 1992. British Cultural Studies: An Introduction. New York.
Van Effenterre, H.M., 1969. Fouilles éxecutées a Mallia. Le centre politique I. L’ agora
(1960-1966), Paris.
Vanschoonwinkel, J., 1990. ‘Animal Representations in Theran and Other Aegean Arts’ in
Hardy, D.A., et al. (eds), Thera and the Aegean World III. Vol.1: Archaeology.
Proceedings of the Third International Congress, Santorini, Greece, 3-9 September 1989.
The Thera Foundation, London, 327-347.
-1996. ‘Les animaux dans l'art minoen’ in Reese, D. S., (ed.), Pleistocene and Holocene
Fauna of Crete and Its First Settlers. Monographs in World Archaeology 28. Madison,
351-412.
Vickery, K.F., 1936. Food in Early Greece, Illinois studies in the social science 20, 3,
University of Illinois.
Vining, J., 2003. ‘The Connection to Other Animals and Caring for Nature’ Human Ecology
Review 10.2, 87-99.
Vlachopoulos, A., 2006. ‘Mythos, logos and eikon: motifs of early Greek poetry in the wall
paintings of Xeste 3 at Akrotiri, Thera’ in Morris, S., Laffineur, R. (eds) EPOS,
Reconsidering Greek epic and Aegean Bronze Age archaeology [Aegaeum 28], 107-118.
- 2008. ‘The Wall Paintings from the Xeste 3 Building at Akrotiri: Towards an Interpretation
of the Iconographic Programme’, in Brodie, N., Doole, J., Gavalas, G., Renfrew C., (eds),
Horizon: A Colloquium on the Prehistory of the Cyclades. McDonald Institute
Monographs, Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research, 491-506.
Walberg, G., 1986. Tradition and Innovation: Essays in Minoan Art, Mainz.
Warren, P.M., 1972. Myrtos: An Early Bronze Age Site in Crete, BSA Suppl. Vol. 7, London.

102
-1984. ‘Absolute Dating of the Bronze Age Eruption of Thera (Santorini)’ Nature 308: 5959,
492-493.
- 1990. ‘The Minoan Civilization of Crete and the Volcano of Thera,’ Journal of the Ancient
Chronology Forum 4 (1990-91): 29-39.
-1999. ‘Aspects of Minoan chronology’ in Betancourt, P.P. et al. (eds), Meletemata: studies
in Aegean archaeology presented to Malcolm H. Wiener as he enters his 65th year. Vol.
III: [Aegaeum 20], 893-903.
Watrous, V. L., 1984. ‘Ayia Triada: A New Perspective on the Minoan Villa’, AJA 88:2,123-
134.
- 1990. ‘The Minoan Civilization of Crete and the Volcano of Thera,’ Journal of the Ancient
Chronology Forum 4 (1990-91): 29-39.
- 1994. ‘Review of Aegean Prehistory III: Crete from Earliest Prehistory through the
Protopalatial Period’, AJA 98: 695-753.
-1995. ‘Some Observations on Minoan Peak Sanctuaries’ in Laffineur R. & Niemeier, W.-D.,
(eds) Politeia, Society and State in the Aegean Bronze Age, [Aegaeum 12] (Heidelberg
1994), 393-403.
Webster's New World College Dictionary, 2010. Wiley Publishing, Inc., Cleveland, Ohio.
Wedde, M., 1995. ‘On Hierarchical Thinking in Aegean Bronze Age Glyptic Imagery’ in
Laffineur R. & Niemeier, W.-D., (eds) Politeia, Society and State in the Aegean Bronze
Age, [Aegaeum 12] (Heidelberg 1994), 493-504.
Weingarten, J., 1985. ‘Aspects of tradition and innovation in the work of the Zakro Master’
BCH 11, 167-180.
-1991. ‘The Transformation of Egyptian Taweret into the Minoan Genius. A Study in Cultural
Transmission in the Middle Bronze Age’ SIMA 88, Partille.
-2009. ‘The Zakro master and questions of gender’ in Kopaka, K. (ed), Engendering
Prehistoric ‘Stratigraphies’ in the Aegean and the Mediterranean [Aegaeum 30]
(Rethymno 2005), 139-149.
-2010. ‘Corridors of Power: A Social Network Analysis of the Minoan 'Replica Rings'’, CMS
Beiheft 8, 395-412.
Werness, H.B., 2003. The Continuum encyclopedia of animal symbolism in art, New York.
Wright, J., 1995. ‘The Archaeological Correlates of Religion: case studies from the Aegean’
in Laffineur R. & Niemeier, W.-D., (eds) Politeia, Society and State in the Aegean Bronze
Age, [Aegaeum 12] (Heidelberg 1994), 343-348.
-2004. ‘The Emergence of Leadership and the Origins of Civilization in the Aegean,’ in
Barrett, J. C. & Halstead, P., (eds), The Emergence of Civilization Revisited, Sheffield
Studies in Aegean Archaeology 6, Oxford, 64-89.

103
Wozencraft, W. C. 2005 ‘Species Felis catus’ in Wilson, D. E., Reeder, D. M. Mammal
Species of the World (3rd ed.). Johns Hopkins University Press.
Xanthoudides, S., 1924. The Vaulted Tombs of Mesara. London: Hodder & Stoughton Ltd.
Jung, C.G., & Franz, M. L., 1964. Man and His Symbols. Doubleday.
Younger, J. G., 1976. ‘Bronze Age Representations of Bull-Leaping’, AJA 80.2: 125-137.
- 1978. ‘The Mycenae – Vapheio Lion Group’, AJA 82.3, 285-299.
- 1979. ‘The lapidary’s workshop at Knossos’, BSA 74: 259-268.
- 1988. The Iconography of Late Minoan and Mycenaean Sealstones and Finger Rings,
England.
- 1995. ‘Bronze Age Representations of Aegean Bull-Games, III’ in Laffineur R. & Niemeier,
W.-D., (eds) Politeia, Society and State in the Aegean Bronze Age, [Aegaeum 12]
(Heidelberg 1994), 507-545.
- 1997. ‘The Stelai of Mycenae Grave Circles A and B’ in Laffineur, R. and Betancourt, P. P.
(eds.), TEXNH: Craftsmen, Craftswomen and Craftsmanship in the Aegean Bronze Age
[Aegaeum 16] (Liège 1997), 229-239.
Yule, P. 1980. Early Cretan Seals: A Study of Chronology, Band 4. Mainz.
Zeimbeki, M., 2004. ‘The organisation of votive production and distribution in the peak
sanctuaries of state society Crete: a perspective offered by the Juktas clay animal figures’,
in G. Cadogan, et al. (eds), 2004. Knossos: Palace, City, State, London, 351-361.
-2006. ‘Grappling with the Bull: A Reappraisal of Bull and Cattle-Related Ritual in Minoan
Crete’, in A. Karetsou (ed.) Πεπραγμένα ΄Θ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τομ. Α2.
Ηράκλειο, 27-44.
Zervos, C., 1956. L’art de la Crète néolithique et minoenne. Paris.

104
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

1. Χάρτης του ελλαδικού χώρου με θέσεις της Μέσης Εποχής του Χαλκού (Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, 125).
2. Οι έξι παράγοντες της αποτελεσματικής λεκτικής επικοινωνίας κατά τον Jakobson
(1971: 570-79, το διάγραμμα είναι από τους Rafferty & Hidderley 2005: 87).
3. Τίγρης σε ζωολογικό κήπο στο Seattle της Αμερικής:www.destination360.com/north-
america/us/washington/seattle/woodland-park-zoo.
4. Χρονολογικός πίνακας των φάσεων του Μινωικού πολιτισμού κατά τον Manning
(1995: 217).
5. Τμήμα του Πίνακα 1 (Βοοειδή).
6. Αναπαράσταση Bos primigenius και σύγκριση με τον οικόσιτο απόγονό του (Brock
1987: 64, εικ. 6.3).
7. ΥΜ ΙΒ σφράγισμα με απεικόνιση ζώου σε ιπτάμενο καλπασμό. Λόφος Καστέλλι,
πλατεία Αγίας Αικατερίνης Χανιά (CMS V1A, 145).
8. ΥΜ ΙΙΙ σφραγίδα από σάρδιο με παράσταση επίθεσης λιονταριού σε ταύρο. Κνωσός
(Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 207).
9. Χρυσό δακτυλίδι με παράσταση ταυροκαθαψίων. Αγοράστηκε από τον Α. Evans
στις Αρχάνες και προέρχεται πιθανότατα από σύλληση τάφου από το Φουρνί
Αρχανών (Σακελλαράκης, Σαπουνά – Σακελλαράκη 1994: 15, εικ. 5).
10. ΥΚ Ι χρυσό ειδώλιο αιγάγρου. Ακρωτήρι Θήρας (Doumas et al. 2000: 67, εικ. 85-
86).
11. ΜΜ ΙΙΒ–ΙΙΙ πλακίδιο φαγεντιανής με παράσταση αιγάγρου που θηλάζει. Ανάκτορο
Κνωσού (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 203).
12. ΜΜ ΙΙΙ–ΥΜ Ι ρυτό και ανάπτυγμα της παράστασης του από τον Cameron. Ζάκρος
(Σαπουνά-Σακελλαράκη 1994: 178, εικ. 45, Cameron 1987: 324).
13. Σχέδιο αρσενικού αίγαγρου (Brock 1987: 59, εικ .5.6) & ταριχευμένος αίγαγρος.
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Πανεπιστημίου Κρήτης (φωτό της γράφουσας).
14. Χάλκινο νεοανακτορικό ειδώλιο αιγάγρου. Αγία Τριάδα (Πλάτων 1966: 50, εικ. 25).
15. ΜΜ ΙΙΙΒ – ΥΜ ΙΑ τοιχογραφία με αίγαγρους εκατέρωθεν δέντρου, κάτω από
διακοσμητική ζώνη με κρόκους. Οικία των Τοιχογραφιών, Κνωσός (Cameron 1968:
25-26, εικ. 4 a-b).
16. ΥΕ Ι χρυσό δακτυλίδι με παράσταση ανδρικής μορφής και αιγάγρου που
κατευθύνονται σε κατασκευή (βωμό;) με δέντρο. Τάφος 84, Νεκρόπολη Μυκηνών
(CMS Ι, 119).

105
17. ΠΜ ΙΙΙ – ΜΜ ΙΑ ζωομορφική σφραγίδα από χαυλιόδοντα ιπποπόταμου με
παράσταση άνδρα με υπερκείμενο λιοντάρι. Τάφος Καλαθιανά (CMS ΙΙ 1, 130).
18. ΠΜ ΙΙΙ – ΜΜ ΙΑ σφραγίδα από χαυλιόδοντα ιπποπόταμου με παράσταση
ανθρώπινων μορφών ανάμεσα σε λιοντάρια. Θολωτός τάφος Μαραθοκέφαλο (CMS
II 6, 149).
19. Λεπτομέρεια από τη λαβή ΥΕ Ι χάλκινου ξίφους. Τάφος Δ, Ταφικός Περίβολος Β
των Μυκηνών (Ιακωβίδης 1994: 332, εικ. 27).
20. ΜΜ ΙΙΙ σκήπτρο από τα Μάλια και το πρωιμότερο παράδειγμα από τους Σιταγρούς
Δράμας (Σακελλαράκης 1994: 320, εικ. 36, Οδηγός Αρχαία Μακεδονία 1988: 158,
αριθ. κατ. 71 ).
21. ΥΜ Ι ζωομορφικό ρυτό με μορφή κεφαλής λέαινας. Κνωσός (Καρέτσου 2000: 245,
εικ. 247).
22. ΥΜ ΙΙΙΒ1 Πύλη των Λεόντων. Μυκήνες (Mylonas 1966: 15-35).
23. Σφραγίδες με παράσταση ανδρικής μορφής με λιοντάρια (CMS ΙΙ 8, 237, 249).
24. ΥΜ ΙΙ σφραγίδα με παράσταση γυναικείας μορφής που αγγίζει δύο λιοντάρια που
στέκονται εκατερωθέν της (CMS ΙΙ 8, 254).
25. ΥΜ ΙΙ σφράγισμα με γυναικεία μορφή σε ύψωμα να παραδίδει δόρυ σε ανδρική
μορφή με ζεύγος αντωπών λεαινών στη βάση του υψώματος (CMS ΙΙ 8, 256).
Ανάκτορο Κνωσός.
26. ΜΜ ΙΒ – ΙΙ σφραγίδα με παράσταση κεφαλής γάτας ανάμεσα σε ιερογλυφικά σημεία
(CMS IV, 156b).
27. Λεπτομέρεια ενός από τα τρία ΜΜ ΙΙ αγγεία με αγριόγατα που παραμονεύει.
Ανάκτορο Μάλια (Καρέτσου 2000: 56, εικ. 30-31).
28. Τμήμα της ΥΜ ΙΑ τοιχογραφίας με την αγριόγατα που παραμονεύει πτηνό. Αγία
Τριάδα (Immerwahr 1990: 179, no.12).
29. Η «Θεά των Όφεων», ΜΜ ΙΙΙ ειδώλιο από φαγεντιανή. Ιερά Θησαυροφυλάκια
Ανακτόρου Κνωσού (Evans 1921: 504, εικ. 362 a-d).
30. Ταριχευμένη αγριόγατα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
(φωτό της γράφουσας).
31. Εγχάρακτη παράσταση σκύλου σε ΠΕ ΙΙ πιθάρι. Ασκηταριό Ραφήνας (Θεοχάρης
1970: 91).
32. Πυξίδες με ζωομορφικές λαβές στο πώμα. Ζάκρος, Μόχλος (Σαπουνά -
Σακελλαράκη 1994: 320, εικ. 35).
33. Τμήμα ΥΕ ΙΙΙΒ2 τοιχογραφίας με άρμα, ανδρική μορφή και κρητικό ιχνηλάτη.
Ανάκτορο Τίρυνθας (φωτό της γράφουσας).

106
34. Σπάραγμα ΥΕ ΙΙΙΒ τοιχογραφίας με κεφαλή ελαφιού. Πύλος (φωτό της γράφουσας).
35. Χάλκινο ΥΕ Ι εγχειρίδιο με σκηνή επίθεσης λιονταριών σε ελάφια. Τάφος IV
Ταφικού Περιβόλου Α Μυκηνών (Ιακωβίδης 1994, 332 εικ. 30).
36. ΥΜ ΙΑ τοιχογραφία με γυναικεία και ανδρική μορφή να οδηγούν ελάφια σε βωμό.
Αγία Τριάδα (Evans 1928, 355, εικ. 201).
37. Πήλινα ΥΚ Ι ρυτά σε σχήμα κεφαλής χοίρων. Ακρωτήρι Θήρας (Koehl cat. no. 337-
338).
38. ΜΜ ΙΙ – ΙΙΙ σφραγίδα με παράσταση κεφαλής κάπρου και εγχειριδίου (CMS ΙΙ 2,
213Α).
39. Πήλινο ΜΜ ΙΙΙ ρυτό σε σχήμα χοίρου. Φαιστός (Koehl cat. no. 39).
40. Χάλκινο εγχειρίδιο με σκηνή κυνηγιού κάπρου. Σπήλαιο Ψυχρού Λασιθίου (Evans
1921: 178, εικ. 541).
41. Οδοντόφρακτα κράνη. Κνωσός, Μυκήνες (http://www.salimbeti.com/helmets1.htm).
42. Το ‘’απολιθωμένο κρανίο’’ πιθήκου και οι θέσεις με τοιχογραφίες με πιθήκους της
Εποχής του Χαλκού (Masseti 2009: 60, εικ. 10).
43. Η ΜΜ ΙΙΙ – ΥΜ ΙΑ τοιχογραφία του ‘’Κροκοσυλλέκτη’’ από την περιοχή του
Παλαιού Φρουρίου, πριν και μετά την ορθή ταύτιση της μορφής ως πιθήκου από τον
Ν. Πλάτωνα. Ανάκτορο Κνωσού (Evans 1921: 265-266, Πλάτων 1947: 505).
44. Η ΥΚ Ι τοιχογραφία της ‘’Πότνιας Θηρών’’. Ξεστή 3, Ακρωτήρι Θήρας (Marinatos
1984: εικ. 40).
45. Η ΜΜ ΙΙΙΒ – ΥΜ ΙΑ τοιχογραφία των ‘’Κυανοπιθήκων’’. Κτήριο Β, Ακρωτήρι
Θήρας (Doumas 1992: 120, εικ. 85).
46. Ο Τομέας Α και η ΥΚ Ι τοιχογραφία των ‘’Σεβιζόντων πιθήκων’’. Ακρωτήρι Θήρας
(http://el.wikipedia.org/wiki/Ακρωτήρι_Θήρας, Thera II, 52-54, εικ. 43).
47. Η ΜΜ ΙΙΙΒ–ΥΜ ΙΑ τοιχογραφία των ‘’Γαλάζιων Πιθήκων’’ (Κυανοπίθηκοι). Οικία
των Τοιχογραφιών Κνωσός (Immerwahr 1990: cat.Kn.2, εικ. 16).
48. Η ΥΚ Ι τοιχογραφία με πιθήκους που ξιφομαχούν ή παίζουν λύρα. Δωμάτιο 4
Ξεστής 3, Ακρωτήρι Θήρας (Rehak 1999: 705-09, πιν. CXLIX).
49. ΥΜ Ι σφράγισμα με παράσταση άνδρα σε άρμα. Αγία Τριάδα (CMS ΙΙ 6, 19).
50. ΥΜ ΙΙΙ σφραγίδα με παράσταση άρματος που το σύρουν άλογα. Κνωσός (Kenna
1964: 115).
51. Ταύρος που χαράχθηκε με ακτίνα λέιζερ σε ρητίνη, με μέγεθος ενός ανθρώπινου
ερυθρού αιμοσφαιρίου (http://physicsworld.com/cws/article/news/2619).

107

You might also like