ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΖΩΗ ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 120X175 7 2016 teliko
ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΖΩΗ ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 120X175 7 2016 teliko
ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΖΩΗ ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 120X175 7 2016 teliko
του Καραβέλα
ΚΛΑΣΙΚΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Κωνσταντίνος Θεοτόκης
Κεντρικά βιβλιοπωλεία:
• Δημητρίου Γούναρη 39, 546 22 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310277113
• Ερμού 53, 546 23 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310252888
ISBN: 978-960-457-821-4
Αντώνης Μαλλιάρης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Χρονολόγιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14
Γλωσσάριο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 226
Στο βιβλίο αυτό (όπως και στα άλλα βιβλία της σειράς αυτής), σεβαστήκα-
με τη γλώσσα του συγγραφέα και δεν κάναμε καμία παρέμβαση, παρά μόνο
στο τονικό σύστημα, προς διευκόλυνση του αναγνώστη, μια που οι νεότερες
γενιές έχουν διδαχθεί και διδάσκονται το μονοτονικό σύστημα.
ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος
Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος
πέρασε απ’ όλες τις ανησυχίες και τους καημούς, απ’ όλες
τις αρνήσεις και τους θανάτους, από την Κόλαση ως τον
Παράδεισο, για να φτάσει την απολύτρωση».
1908 – Επαναστατική Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου στην
Κρήτη. Κίνημα Νεότουρκων.
1909 – Η Στέλλα Βιολάντη, έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, κυ-
κλοφορεί. Είναι η εποχή του αθηναϊκού μυθιστορήματος.
Επαναστατικό κίνημα στο Γουδί.
1910 – Η Φλογέρα του Βασιλιά του Κωστή Παλαμά. Το βυζα-
ντινό παρελθόν «μιλάει» στους μεταγενέστερους αιώνες
και, κυρίως, στην εποχή του ποιητή, λίγα χρόνια πριν τους
Βαλκανικούς Πολέμους.
1911 – Θάνατος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη γενέτειρά
του Σκιάθο.
1912 – Κατάληψη Ρόδου από Ιταλούς. Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-
1913).
1913 – Δολοφονία Γεωργίου Α΄. Η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Κρήτη
και τα νησιά του Αιγαίου παραχωρούνται στην Ελλάδα.
1914-1918 – Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
1915 – Διαφωνία Βενιζέλου και Κωνσταντίνου. «Εθνικός διχα-
σμός». Παραίτηση Βενιζέλου.
1916 – Κυβέρνηση «Εθνικής Αμύνης» Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.
1917 – Παραίτηση Κωνσταντίνου. Έναρξη βασιλείας Αλεξάνδρου.
1920 – Δολοφονία Ίωνος Δραγούμη. Συνθήκη Σεβρών: η Δυτική
Θράκη παραχωρείται στην Ελλάδα. Η περιοχή της Σμύρ-
νης διοικητικά στην Ελλάδα. Ήττα Βενιζέλου σε εκλογές.
Επάνοδος Κωνσταντίνου.
1922 – Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο συγγραφέας του έργου Τα
λόγια της πλώρης, πεθαίνει στην Αθήνα. Μικρασιατική
Καταστροφή.
1923 – Η Ασκητική, το έργο με τα «πιστεύω» του συγγραφέα
Νίκου Καζαντζάκη, κυκλοφορεί. Πεθαίνει σε ηλικία πενή-
ντα ενός ετών ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, την 1η Ιουλίου.
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ
τίλια! Και κοίταξέ σου, μωρή, μην πιεις ούτε στάλα στο
δρόμο, γιατί αλιά στο κόκκαλό σου!».
«Μάλιστα!» είπε ντροπαλά το κορίτσι κ’ έγερνε τες
πλάτες για να φύγει.
«Οι άντρες μας», είπε πειραχτικά η Μαρία «πίνουνε
στ’ αργαστήρι· εμείς τίποτα! Θέλουνε με νερό να περά-
σουμε. Κι’ ο Αργύρης ως τόσο φέρνει κρυφά τση μού-
μιας του!…».
Ο Γιάννης εγέλασε, εσφόγγισε μ’ ένα πανί τα κρε-
μαστά μουστάκια του κ’ είπε: «Δος της και για με μία
άλλη δεκάρα!».
Η Μαρία ετύλιξε το πρόσωπό της στη μπόλια της, του
γύρισε απότομα τες πλάτες κ’ είπε: «Να του πεις έτσι,
Όλγα, να στείλει τον κυρ Αργύρη τον καλό τον αδερφό
να του φέρει όσο θέλει! Ναι, αυτόνε που δεν του αφίνει
ποτέ λεφτό στην τσέπη! Ακούς εκεί, ακούς εκεί! Χαχά!
Κάνουμε που λησμονήσαμε κι’ όλας ό,τι εγίνηκε τώρα
λίγο! Α εγώ, ξέρεις, δε συμπαθάω εύκολα, Όλγα! Να του
φέρει ο κυρ Αργύρης, αφού τούδωκε κι’ όλας την εξου-
σίας να δέρνει!… Ας τον έχει και γυναίκα του».
Τα δύο μεγάλα παιδιά, η Αμαλία κι’ ο Αντρέας, εγέ-
λασαν από καρδιάς, διασκεδάζοντας με το θυμό της κι’
ο Γιάννης έκαμε πως δεν άκουσε· μόνο έσκυψε απάνου
στο τραπέζι κ’ εμάκραινε το λαιμό του πασκίζοντας να
της ιδεί το πρόσωπο. Αυτή με την άκρη του ματιού της
τον είδε, εκοκκίνισε και του γύρισε πάλι απότομα το κε-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 41
καμπόσα βάσανα!».
«Τι είναι ο άνθρωπος», ξανάπε σκεφτικός ο Αργύρης·
«σαν το χόρτο του κάμπου! πράσινο σήμερα, αύριο ξερό,
άμα πατήσει ο Αλωνάρης! Κάνουμε, κάνουμε σε τούτη
τη ζωή, σα νάμαστε για πάντα μας στη γης, και δεν ανα-
νογιούμαστε που μοναχά διαβαίνουμε! Αδικιές, πλεονε-
ξίες, κλεψιές, όλα τα κάνουμε! Κ’ είναι τόσο γλυκειά ή
ζωή, κι’ ο θάνατος μάς τρομάζει τόσο! Μας τρομάζει!…
Κι’ ολομεμιάς έρχεται το μήνυμά του, και πρέπει να
το ακούσουμε, θέλουμε δε θέλουμε. Πρέπει! Πρέπει ν’
αφήκουμε, θέλουμε δε θέλουμε, αυτόν τον ώμορφον κό-
σμο κι’ όλα του τα καλά· και ποιος ξέρει τι βρίσκουμε
στον άλλον κόσμο… Άσκημα όμως έτσι! Μυστήριο!…».
Ο Θωμάς εσήκωσε τες πλάτες. «Πάω να ιδώ», είπε,
«τι γένεται αυτή η γυναίκα. Λείπω καμπόση ώρα».
«Έχε στο νου σου όσα σούπα!» του φώναξε ο Αργύ-
ρης, ενώ έβγαινε από την πόρτα.
«Μη σε μέλει!» του αποκρίθηκε.
ΙΙΙ
τσα του, που μετά βιας ακουότουν και που έβγαινε σαν
ανάλαφρη πνοή από τα ροδοκόκκινα μικρά του χείλη,
ενώ όλο το πρόσωπό του εφαινότουν να γελάει, γιατί
τέτοια ήταν η όψη του ως κι’ όταν ήταν λυπημένος ή θυ-
μωμένος, είπε: «Εγώ, εγώ έκαμα το ζωντοβούλι, επέρσυ,
επέρσυ σαν τώρα! είναι, είναι καθολικός κληρονόμος ο
Θωμάς, ο Θωμάς στα παντοία αγαθά της! Μάλιστα!».
«Βλέπεις;» είπε ο Καραβέλας, «μούκαμε διάταξη
που δεν τήνε κόφτει ούτε η Όστρια!».
Τώρα οι παπάδες είχανε φορέσει τα φελόνια τους
μπρος στην πόρτα, κ’ ένας ένας ιεροφορεμένος έμπαινε
στο σπίτι. Το λείψανο ήταν κι’ όλας ξαπλωμένο στο χα-
μηλό μαύρο νεκροκρέββατο, και οι τέσσεροι καλοντυμέ-
νοι νέοι ήταν στη θέση τους, παρέτοιμοι να το σηκώσουν.
Οι παπάδες έβηξαν, ευλόγησαν, εθυμιάτησαν, παίρνο-
ντας θέση γύρω στο λείψανο, κ’ είπαν καθένας ένα τρι-
σάγιο, ενώ οι γυναίκες κ’ οι άντρες που ήταν μέσα στο
σπίτι, εσταυροκοπιόνταν αδιάκοπα κι’ αναστέναζαν. Ο
Καραβέλας είχε μείνει όξω κ’ οι ανθρώποι πούχαν έρθει
με τους παπάδες τούδιναν ένας ένας το χέρι, βγάνοντας
με τάλλο την ψάθα από το κεφάλι. Το παιδί, πούχε το
σταυρό, τον έστησε στο κοντάρι, εκείνο με το θυμιατήρι
έτρεξε και το γέμισε αθράκια στο μαγειριό του Αργύρη,
και το πήρε μέσα στο σπίτι.
Κατόπι άρχισαν οι συνηθισμένες ψαλμουδιές, κι’ ο κό-
σμος εστάθηκε ξεσκούφωτος. Εσταυροκοπήθηκαν όλοι,
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 85
«Μάλιστα!»
«Και πού θα βρεθεί ο άνθρωπος;»
«Ε, θα ξετάσουμε.»
«Θα το κάνατε σεις;» ερώτησε ο Καραβέλας μ’ ένα
πονηρό γέλοιο. «Για σας το σπίτι μου αξίζει, γιατί το
ενώνετε μία μέρα με το δικό σας και τα κάνετε μαζή
ένα σεράγι.»
«Ωχ», τούπε ο Αργύρης αδιάφορος· «τι θα θέλου-
με τα πολλά τα σπίτια! Ο παλαιός ο μύθος λέει: Χτήμα
όσο βλέπεις, σπίτι όσο σε χωράει! Τα σπίτια είναι έξο-
δο. Με τες οικοδομές όλοι οι χωριάτες καταχαλιούνται.
Είναι κουτοί ανθρώποι. Άμα τύχει κ’ έχουνε δύο όβολα
ζηλεύουνε απαλάτια… Μάλιστα… Μα άφησε να μιλήσω
και ταδερφού μου· ως κι’ αυτός φυσικά ορίζει, όπως και
γω· και σου δίνουμε απάντηση».
«Ο Γιάννης;» χαμογέλασε πάλι πονηρά ο Καραβέλας·
«ο Γιάννης είναι του λόγου σου, και του λόγου σου είσαι
ο Γιάννης! Κ’ εγώ εσκεφτόμουνα αντίς αλλοιώς. Έλεγα
να ξαναπαντρευτώ, και σύντομα μάλιστα· όσο βαστιέ-
μαι ακόμα. Μπορεί νάκανα και κανένα παιδί, ποιος ξέ-
ρει!… μα κι’ ας μην έκανα· θάχα γυναίκα κοντά μου·
θάχα δούλα χάρισμα».
«Και ποια σε παίρνει, καημένε;» τούπε αμέσως ο
Αργύρης, που αυτή η ιδέα τον ανησύχησε. «Βέβαια, ποια
σε παίρνει; Ας αφήσουμε τα αστεία, τα χρόνια είναι
χρόνια. Και πάλε μπορεί να βρεθεί καμία γρηά, καμία
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 97
πάλι να κλαίει.
«Χα, χα, χα!» εγέλασε ο Καραβέλας από κάτου· «ο
νοδάρος γαμπρός! και τι νέος! ογδοήντα χρονώνε! και
ζητάει της θυγατέρας του ένα κομμάτι ψωμί για να κά-
μει δύναμη! Χα, χα! Πεινάει το αντρόγυνο πριν κάμου-
νε παιδιά! Χα! χα! χα!… Νοδάρε, εσμίξανε δυο τρελλοί
εδώ μέσα! Εχαρίσαμε κ’ οι δύο το δικό μας της θυγα-
τέρας σου! Χα, χα!».
Κι’ ο Γιάννης είπε: «Μαρία, δε μας ζητάει κανένα
πράμα μεγάλο! Τούχουμε το χτήμα του! Αν ήθελε το
πουλούσε!».
Ο νοδάρος τον ευχαρίστησε με μία ματιά· μα η Μα-
ρία τότες αγρίεψε: «Πατέρα», είπε, «για το καλό που
σου θέλω, παράτησέ την αυτήν τη γυναίκα· αυτή σε χά-
λασε! Θάσουνε σήμερα αφέντης, πνιμένος στα τάλλαρα,
χωρίς αυτήνε! Παράτησέ τηνε και μη γνοιαστείς πλια
για κείνηνε. Θα βρει τον τρόπο να ζήσει· στο νησί μας
δεν απέθανε ακόμα ούτε ένας της πείνας. Γύρισε σπίτι
σου, και θα σε δεχτεί ο παπάς κ’ η παπαδιά, σαν παι-
διά σου πούναι. Γύρισε μοναχός σου, και μην κάμεις το
κακό που μελετάς στο νου σου. Τήνε ντρεπόμαστε».
«Έτσι;» είπε ο νοδάρος, ανοίγοντας τα μάτια και
τρέμοντας όλος, ενώ τα χείλη του, πούχαν χλωμιάσει,
αδιάκοπα χαμογελούσαν, χωρίς να το θέλει· «έτσι;…»
Kαι ο Αργύρης σοβαρός τούπε: «Ούτε η παπαδιά,
ούτε η Μαρία δεν έχουνε καμία υποχρέωση για κείνην
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 159
και της είπε: «Ως και συ, Μαρία, όπως όλος ο άλλος
κόσμος, ως και συ με μάχεσαι, ως και συ μ’ απελπίζεις!
ήξερες πως ήμουνα γέροντας, κ’ ήξερες πόση ήτανε η
αγάπη μου, και μ’ έκαμες και γίνηκα πένητας! και με
καλόπιασες, ως να με καταφέρεις, και τώρα με κατα-
φρονάς, τώρα με ψένεις, τώρα με βρίζεις! Καραβέλα; ε;
Το πρωί τα παιδιά από τες ράχες, τα κορίτσια τη βρα-
δειά, τα παιδιά σας όλη μέρα, κάθε στιγμή, τώρα ως
και συ! και καμία ευχαρίστια, καμία! Αχ, μα έτσι δεν
τήνε θέλω τη ζωή, μα δεν τήνε θέλω!». Και με το γρόθο
εχτύπησε δυνατά το κεφάλι του.
Η οργή της έπεσε άξαφνα, τούδωκε μία ματιά από
συμπάθεια, λησμονώντας μία στιγμή ό,τι της είχε κά-
μει, κ’ αιστάνθηκε πως η καρδιά της απάλαινε. «Κα-
κομοίρη!» τούπε.
Ο Θωμάς την εκοίταξε θλιβερά για πολλήν ώρα με
δακρυσμένο μάτι σα να εζητούσε έλεος· τέλος τής είπε:
«Ω Μαρία, ένας λόγος δικός σου, ένα ναι, θα μ’ έκανε
να ιδώ ζωντανός τον Παράδεισο! Ω νάμουνα μία στιγμή
νέος, μία στιγμή μοναχά και ν’ απεθίνησκα αμέσως! Ω,
θα μ’ ήθελες τότες!… Μα έτσι, μα έτσι!».
Αυτή εγέλασε πρώτα κ’ εξαναθύμωσε: «Μα ξέρεις
τι μου ζητάς; Και δε βλέπεις τι κοτζάμ άντρα πώχω και
πόσο τον αγαπάω;».
«Κ’ η συμφωνία;» της είπε δειλά, κατεβάζοντας τα
μάτια.
170 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ
σάς κλειώ μες στο καλύβι, και κάθομαι απ’ όξω και σας
φυλάω! Μη φοβάσαι, καημένο παιδί! Και για να μη με
ντραπεί, κρύβομαι, όταν θάρθει!».
Κ’ εγέλασε.
Ο Αντρέας επήρε τρέχοντας τον κατήφορο, κι’ ο γέ-
ρος τον εκοίταζε με μίσος. «Σε κατάφερα» είπε με το
νου του· «θα το κάμεις τώρα το σημείο! Και θα γελάω,
ω πώς θα γελάω!». Κ’ έπειτα εκοίταξε ολόγυρά του.
Ήτανε μοναχός. Έβγαλε μέσα από το τάγιστρο τον άγριο
σπόρο, τον ανακάτεψε με ξερό χώμα, εμπήκε στ’ αμπέλι,
έκοψε δύο σταφύλια και με μίαν άγρια λάμψη στα μά-
τια τον άφινε να πέφτει ανάμεσα στα κλήματα, προβα-
τώντας σιγά σιγά στα ορδίνια. «Του χρόνου» είπε πάλι
με το νου του, «δεν τρυγάτε ούτε ρόγα, ο γούννιερας
θάχει πνίξει τα κλήματα. Μα ούτε εφέτος, ούτε εφέτος!
βράδυ, βράδυ, ο ασπάλαθρας θα τα διορθώσει! Θα σας
κάμω εγώ να πικραθείτε από πολλές μεριές! Έγνοια
σας, έγνοια σας!».
Κ’ έπειτα εγύρισε προς το χωράφι του γείτονα. Τα
ζώα αναχάραζαν ακόμα κάτου από την εληά τους, κι’
ο Καραβέλας τα κοίταξε σκεφτικός καμπόση ώρα, σα
να εζύγιζε μέσα του την πράξη που εμελετούσε, και τέ-
λος είπε με το νου του: «Α όχι! δεν μούφταιξαν, ούτε
ο γείτονας, ούτε τα καημένα τα ζα του! Ω φτάνει, φτά-
νει, ό,τι έκαμα!». Κ’ ένα δάκρυ εκύλησε άξαφνα στα
μάγουλά του, κ’ εθυμήθηκε την ώρα του θανάτου που
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 191
όλα από την αρχή!… όλα αυτός! Έκαμε τον γαμπρό μου
το Γιάννη, τον αδερφό του, κερατά, γιατί ο Καραβέλας
είχε τη θυγατέρα μου, το ξέρω εγώ, και τάκαμε όλα για
να τόνε κληρονομήσει!… Τα ίδια μού κάμανε και με!
Εσυμφωνήσανε με το γαμπρό μου τον παπά, να μπει ο
διάολος μέσα του, και μ’ έχουνε στο δρόμο, και ζητια-
νεύω, εγώ νοικοκύρης άνθρωπος!… Παρακαλώ το Θεό
να μη μείνει ψυχή σπίτι τους, να πεθάνουνε όλα τα γγό-
νια μου! Αληθινά σάς λέω, ο Αργύρης τον εκρέμασε!…».
Ο γιατρός, ο αστυνόμος κ’ οι νεκροθάφτες ξεκαρδι-
στήκαν στα γέλοια. Κι’ ο τάφος ήταν τώρα έτοιμος. Και
μία γρηά ζύγωσε τότες το λείψανο, εκάθισε μία στιγ-
μή αμίλητη ομπρός του, εδάκρυσε και τούπε: «Έχασες,
καημένε Θωμά, τη ζωή σου και την ψυχή σου! Καημέ-
νε Θωμά, τι σου κάμανε!…». Κ’ αναστέναξε. Ήταν η
αδερφή του.
Και τώρα δύο από τους νεκροθάφτες έπιασαν τον
πεθαμένο, τον έφεραν στον τάφο, όπου είχαν κατέβει
οι δύο άλλοι, και οι τέσσεροι μαζή εκατέβασαν μέσα
το λείψανο.
Κι’ ο νοδάρος είπε τότες με τη σβημένη φωνή του,
χαμογελώντας αδιάκοπα: «Βάλτε χώμα μπόλικο απάνου
του, για να μη μπορεί να σηκωθεί και να βρικολακιάσει
και να σκιάζει τον κόσμο! Θάψετέ τονε βαθειά βαθειά!».
Και ο ένας από τους νεκροθάφτες αποκρίθηκε, ενώ
και οι τέσσεροι επετούσαν βιαστικά τα χώματα μέσα
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 225
Μικέ Μαίρη, «Τα απύλωτα και δύσφημα στόματα του κόσμου: λει-
τουργίες της “κοινής γνώμης” σε νεοελληνικά πεζογραφικά κείμενα
(1870-1920)», στο: Κροντίρη Τίνα και Κίτση-Μυτάκου Κατερίνα
(επιμ.), Η λογοτεχνία και οι προϋποθέσεις της. Τιμητικό αφιέρω-
μα στην Τζίνα Πολίτη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999.