ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΖΩΗ ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 120X175 7 2016 teliko

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 240

Η ζωή και ο θάνατος

του Καραβέλα
ΚΛΑΣΙΚΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Κωνσταντίνος Θεοτόκης

Η ζωή και ο θάνατος


του Καραβέλα
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ

Για την έκδοση συνεργάστηκαν:


Διεύθυνση έκδοσης: Δημήτρης Μαλλιάρης
Επιμέλεια: Mάριος-Κυπαρίσσης Μώρος
Διόρθωση κειμένων: Μαρία Σαντοριναίου
Σελιδοποίηση – Προσαρμογή στο μονοτονικό: Ελένη Μιχαηλίδου
Εξώφυλλο: Κυριάκος Μεγαλόπουλος
Εκτύπωση: Unisoft

Α΄ έκδοση, για την Μαλλιάρης-Παιδεία, 2017

© 2017 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΙΔΕΙΑ / ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ Α.Ε.


Κεντρική διάθεση:
25ης Μαρτίου 51, 564 29 Ν. Ευκαρπία, Θεσσαλονίκη,
τηλ.: 2310649251
www.malliaris.gr e-mail: [email protected]

Κεντρικά βιβλιοπωλεία:
• Δημητρίου Γούναρη 39, 546 22 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310277113
• Ερμού 53, 546 23 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310252888

ISBN: 978-960-457-821-4

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό


του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή
του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέ-
χνης, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2121/1993 και 100/1975, χωρίς τη γρα-
πτή άδεια του εκδότη.

Στο εξώφυλλο: Ιlya Ρepin, πορτρέτο χωρικού.


ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΌΤΗ

Το βιβλίο H Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα του


Κωνσταντίνου Θεοτόκη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις
μας, αποτελεί μέρος της σειράς «Κλασική Νεοελληνική Λογο-
τεχνία». Στόχος μας είναι να συμπεριλάβουμε στη σειρά αυτή
και άλλα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, από
συγγραφείς που έχουν καταξιωθεί στο αναγνωστικό κοινό κι
έχουν διαχρονική αξία.
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης κατέχει μια σημαντική θέση
ανάμεσα στους λογοτέχνες μας, και αυτός είναι ο λόγος που
ο εκπαιδευτικός κόσμος τον συμπεριέλαβε στο εκπαιδευτικό
του πρόγραμμα.
Εμείς σεβαστήκαμε τις γλωσσικές επιλογές της πρώτης
έκδοσης του βιβλίου και δεν κάναμε καμία παρέμβαση στα
κείμενα, παρά μόνο στο τονικό σύστημα, προς διευκόλυνση
του αναγνώστη, μια που οι μαθητές στο σχολείο διδάσκονται
το μονοτονικό σύστημα.
Στα βιβλία αυτής της σειράς θεωρήσαμε σκόπιμο να συ-
μπεριλάβουμε επιπλέον στοιχεία που θα βοηθήσουν τον ανα-
γνώστη να ταξιδέψει νοερά στη χρονική περίοδο που γρά-
φτηκε το έργο. Γι’ αυτό και στην παρούσα έκδοση θα βρείτε,
εκτός από το βιογραφικό του συγγραφέα, πίνακα με ιστορικά
και πολιτιστικά δρώμενα της εποχής, κριτικές για το έργο του
συγγραφέα, γλωσσάρι για το συγκεκριμένο βιβλίο, καθώς επί-
6 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

σης και μια μικρή βιβλιογραφία, στοιχεία που είναι χρήσιμα


για κάθε αναγνώστη, και κυρίως για τους εκπαιδευτικούς και
τους μαθητές, γιατί θα τους βοηθήσουν στις εργασίες τους.
Πιστεύουμε πως και τα βιβλία της σειράς αυτής των εκ-
δόσεών μας θα βρουν τον στόχο τους μέσα στο πλαίσιο μιας
γενικότερης προσπάθειας για την αύξηση του αναγνωστικού
κοινού στη χώρα μας, καθώς και την ανάλογη ανταπόκριση
από τους νέους αναγνώστες, τους οποίους και ευχαριστούμε.
Ευχαριστούμε, τέλος, όλους όσοι συνέβαλλαν και συμβάλ-
λουν στην εκδοτική μας προσπάθεια γενικότερα.

Αντώνης Μαλλιάρης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σημείωμα του εκδότη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 5

Σημείωμα του επιμελητή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 8

Βιογραφικό σημείωμα Κωνσταντίνου Θεοτόκη . . . . . . . . . . 10

Χρονολόγιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14

Η ΖΩΉ ΚΑΙ Ο ΘΆΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΈΛΑ . . . . . . . . . . . 17

Γλωσσάριο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 226

Η κριτική για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη . . . . . . . . . . . . . . . 230

Ενδεικτική Βιβλιογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 238

Στο βιβλίο αυτό (όπως και στα άλλα βιβλία της σειράς αυτής), σεβαστήκα-
με τη γλώσσα του συγγραφέα και δεν κάναμε καμία παρέμβαση, παρά μόνο
στο τονικό σύστημα, προς διευκόλυνση του αναγνώστη, μια που οι νεότερες
γενιές έχουν διδαχθεί και διδάσκονται το μονοτονικό σύστημα.
ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923) είναι ένας από τους


σημαντικότερους πεζογράφους των αρχών του 20ού αιώνα, ο
οποίος επηρέασε με τη γραφή του, όχι μόνο το λογοτεχνικό,
αλλά και το πολιτικό τοπίο. Από τους πρώτους που συνδέθηκε
με τη σοσιαλιστική ιδεολογία, που αναζήτησε ακόμη και στον
μέχρι τότε ειδυλλιακό χώρο της ηθογραφίας τις σκοτεινές
της πτυχές, που ζωντάνεψε στα έργα του ήρωες αληθινούς,
υποκείμενους στις δυνάμεις του περιβάλλοντός τους, έρμαιους
μιας σκληρής μοίρας. Ας μη ξεχνάμε πως ο Θεοτόκης είναι ο
πρώτος που έφερε σε επαφή το ελληνικό αναγνωστικό κοινό
με το κοινωνικό μυθιστόρημα. Ο Κώστας Στεργιόπουλος,
μιλώντας για τον Θεοτόκη, παρατηρεί: «Ο Θεοτόκης είναι ο πιο
καθαρόαιμος εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού ανάμεσα
στους συνοδοιπόρους του κι ο εισηγητής του κοινωνιστικού
μυθιστορήματος, αυτός που εύρυνε ουσιαστικότερα από κάθε
άλλον σύγχρονό του τα όρια της ηθογραφίας και της έδωσε
καινούργια αίγλη, διατηρώντας από τα χαρακτηριστικά του
είδους μονάχα το πλαίσιο και χρωματίζοντας τη γλώσσα του
με το κερκυραϊκό ιδίωμα, όπου οφείλει κι ένα μέρος από την
εκφραστικότητα του ύφους του, έτσι ώστε ο όρος ηθογραφία να
μη σημαίνει πια στην περίπτωσή του ό,τι συνήθως για πολλούς
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ 9

απ’ τους προηγούμενους»*.


Στο έργο που εδώ παρουσιάζεται, Η ζωή και ο θάνατος του
Καραβέλα, η σκληρή ζωή έρχεται να επιβεβαιώσει τη μοίρα των
αδύναμων· ο πρωταγωνιστής, γνήσιο τέκνο του νατουραλισμού,
σκληρός, διεστραμμένος, μια ανθρώπινη φύση στο ακρότατό
της σημείο, έρχεται απέναντι στην κοινωνία που ολοένα και
εξελίσσεται, με αποτέλεσμα ο Καραβέλας, το πρωτόγονο θύμα,
όπως τον ονομάζει ο Beaton, να πεθαίνει και μαζί του να χάνεται
ό,τι αυτός εκπροσωπεί. Η γραφή του Θεοτόκη φέρνει στην
επιφάνεια τη βιαιότητα των συναισθημάτων των ηρώων του,
αλλά και του κόσμου στον οποίο ζουν, καθηλώνει τον αναγνώστη
και συνάμα του υποβάλλει το λανθάνον νόημα. Οι καινούργιες
μυλόπετρες του πολιτισμού θα συνθλίψουν ό,τι παλιό, με
την ίδια βιαιότητα κι απανθρωπιά που αυτό επιβλήθηκε στο
προγενέστερό του.

Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος

* Στεργιόπουλος Κώστας, Περιδιαβάζοντας, τ. Β΄, Στο χώρο της παλιάς πε-


ζογραφίας μας, Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 167.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ (1872-1923)

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1872,


γιος του Μάρκου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ανιψιός
–από τη μεριά της μητέρας του– του Ιάκωβου Πολυλά. Τα
πρώτα γράμματα τα έμαθε στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούτη, για
να συνεχίσει για οχτώ χρόνια στο Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας·
το γυμνάσιο θα το τελειώσει το 1888. Από μαθητής ακόμη, ο
Κωνσταντίνος έδειξε την κλίση του στα γράμματα, με το
ενδιαφέρον του να κεντρίζουν και οι φυσικές επιστήμες· μάλιστα,
σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών, με τον αδερφό του θα
εκδώσουν την εφημερίδα Ελπίς, και τρία χρόνια αργότερα ο
Κωνσταντίνος θα εκδώσει μια μελέτη για τον ηλεκτροχημικό
τηλέγραφο, και άλλη μια μελέτη για το κυβερνώμενο αερόστατο
θα στείλει στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών, για να λάβει
τον έπαινό της.
Το 1889 γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης για
να σπουδάσει φυσικομαθηματικές επιστήμες· δίπλωμα δεν θα
λάβει από τη Σορβόννη, όμως, ποτέ. Στη Γαλλία θα επιλέξει να
κάνει μια κοσμοπολίτικη ζωή, μην αποφεύγοντας τις σπατάλες,
γεγονός που θα τον οδηγήσει να συνεχίσει, τα επόμενα δύο
χρόνια, τις σπουδές του στη Βενετία. Εκεί γνωρίστηκε με τη
βαρόνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς, δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερή
του, σύναψε μαζί της σχέση, χώρισε, όμως, προσωρινά κατόπιν
παρέμβασης του πατέρα του τον ίδιο χρόνο. Ο Θεοτόκης με τη
βαρόνη φον Μάλοβιτς θα παντρευτούν δυο χρόνια αργότερα στη
Βοημία, κι ένα χρόνο αργότερα θα εγκατασταθούν στον πύργο
BIOΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 11

των Καρουσάδων. Εκείνη την εποχή χρονολογείται και η έναρξη


της στενής του φιλίας με τον Λορέντζο Μαβίλη, μαζί με τον
οποίο θα πάρει μέρος στην Κρητική Επανάσταση το 1896 και
στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Κοντά στον Μαβίλη, ο
Θεοτόκης θα έρθει σε επαφή με τη σανσκριτική μυθολογία, που
από τότε θα του κεντρίσει το ενδιαφέρον.
Αργότερα, ο Κωνσταντίνος έφυγε για σπουδές έξι μηνών
στο Γκρατς της Αυστρίας, όπου θα ’ρθει σε επαφή με τη σκέψη
του Μαρξ και του Νίτσε και θα στραφεί προς τις θεωρητικές
επιστήμες, αφήνοντας πίσω το θετικιστικό του ενδιαφέρον. Το
1895 εξέδωσε ένα ρομάντζο στα γαλλικά, το 1899 δημοσίευσε σε
συνέχειες το «Πάθος» και το «Πίστομα» στο βραχύβιο περιοδικό
Τέχνη του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Από τότε οι δημοσιεύσεις
του Θεοτόκη θα αρχίσουν να πληθαίνουν. Το 1901 δημοσιεύεται
στον Διόνυσο το «Juventus Mundi» και ένα χρόνο κατόπιν η
«Κασσώπη». Το 1902 επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο με αφορμή
τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Διονυσίου Σολωμού· τον
ίδιο χρόνο, ο Θεοτόκης δημοσίευσε κι ένα άρθρο για τον εθνικό
ποιητή στην εφημερίδα Neue Presse της Βιέννης.
Το 1904 θα δημοσιεύσει στον Νουμά τη διατριβή του,
«Σανσκριτική και καθαρεύουσα», μπαίνοντας στον κυκεώνα του
γλωσσικού ζητήματος. Το 1905, με αφορμή την επίσκεψη του
Αλέξανδρου Πάλλη στο νησί, οργάνωσε συνέδριο δημοτικιστών
στην Κέρκυρα. Οι επίσης καλεσμένοι Κωστής Παλαμάς, Γιάννης
Ψυχάρης και Ιωάννης Γρυπάρης δεν παραβρέθηκαν.
Στη διετία 1907-1909, ο Θεοτόκης θα συνεχίσει τις σπουδές
του στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, και το 1909 θα επιστρέψει
στην Κέρκυρα, όπου υποδέχτηκε τον σοσιαλιστή Μαζαράκη. Το
σοσιαλιστικό πνεύμα από τότε και στο εξής θα τον συνοδεύει.
12 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας


και κατόπιν του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου
Κερκύρας. Το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού του
Σωτήρος από την κυβέρνηση, βραβείο που όμως αρνήθηκε. Το
1916, μέσα στα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού, συμμετείχε σε
ειδική αποστολή του επαναστατικού κινήματος Θεσσαλονίκης
στη Ρώμη, μετά από ανάθεση του τότε υπουργού Εξωτερικών
Νικολάου Πολίτη. Όταν επέστρεψε στην Κέρκυρα, διορίστηκε
αντιπρόσωπος της κυβέρνησης, θέση, ωστόσο, που τον ίδιο χρόνο
εγκατέλειψε.
Το 1917, μετά την πτώση της αυστροουγγρικής μοναρχίας,
ο Θεοτόκης και η σύζυγός του καταστράφηκαν οικονομικά.
Επιπλέον και η υγεία του λογοτέχνη θα κλονιστεί. Ο Θεοτόκης θα
εργαστεί σποραδικά ως διευθυντής λογοκρισίας (για δύο μέρες),
ως υπάλληλος των εκδόσεων Ελευθερουδάκη, της Υπηρεσίας
Ξένων και Εκθέσεων και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, χωρίς να
πάψει, μέσα σε όλες αυτές τις ανακατατάξεις της ζωή του, να
δημοσιεύει πεζογραφικά, ποιητικά και μεταφραστικά έργα
του σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες (όπως η
Τέχνη, ο Νουμάς, ο Διόνυσος κ.ά.). Τα τελευταία χρόνια της
ζωής του ήταν πολύ δύσκολα λόγω της άθλιας οικονομικής του
κατάστασης και της αρρώστιας του· μετά από μια εγχείρηση
στον «Ευαγγελισμό», οι γιατροί τον συμβούλεψαν να φύγει για
την Κέρκυρα, όπου πέθανε την 1η Ιουλίου του 1923, αφήνοντας
ανολοκλήρωτο το τελευταίο του έργο με τίτλο «Ο παπά Ιορδάνης
Περίχαρος και η ενορία του».
Όπως είπαμε, ο Θεοτόκης ασχολήθηκε κυρίως με την
πεζογραφία. Ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα (κυρίως κατά την
περίοδο 1898-1910), επηρεασμένος από τον γερμανικό ιδεαλισμό
BIOΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 13

και τη σκέψη του Νίτσε, ενώ δεν έκρυψε ποτέ το ενδιαφέρον


του και για θέματα μυθολογικά, μεσαιωνικά κ.ά. Σύντομα
άλλαξε κατεύθυνση και διέγραψε μια εξελικτική πορεία από
την ψυχογραφική ηθογραφία που αγγίζει τα νατουραλιστικά όρια
και την αισθητιστική γραφή, προς τον ιδεολογικά φορτισμένο
σοσιαλιστικό τρόπο γραφής. Έργα-σταθμοί της πορείας του
στάθηκαν Το Πάθος, Το Πίστομα, Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή
και ο θάνατος του Καραβέλα. Στο χώρο της ποίησης έγραψε 32
σονέτα με ερωτική κυρίως θεματολογία, που εκδόθηκαν υπό τον
γενικό τίτλο Σονέτα. Δημοσίευσε επίσης πληθώρα φιλολογικών
μελετών και μεταφράσεις σημαντικών έργων της παλαιότερης
και σύγχρονής του λογοτεχνίας.
Με τη χρονική απόσταση του 21ου αι. η Αγγέλα Καστρινάκη
σημειώνει: «Αντιφατικός και αμφίσημος ο ίδιος –χριστιανός
σοσιαλιστής και ειρηνόφιλος επαναστάτης– έχει το προσόν να
μην έχει απόλυτα ξεκαθαρισμένες ιδέες. Αν στο παρελθόν τον
έψαξαν γι’ αυτό τον λόγο, σήμερα η αμφίρροπη στάση του,
συνδυασμένη βέβαια με την υψηλή καλλιτεχνική του ποιότητα,
αποτελεί πηγή γοητείας για μας»*, αποτιμώντας το σύνολο του
έργου του.

Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος

* Καστρινάκη Αγγέλα, Η φωνή του γενέθλιου τόπου. Μελέτες γα την ελληνι-


κή πεζογραφία του 20ού αιώνα, Πόλις, Αθήνα 1997, σ. 30.
Χρονολόγιο (ιστορικό-πολιτιστικό)
κατά την περίοδο που έζησε ο συγγραφέας (1872-1923)

1872 – Γεννιέται ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης στην Κέρκυρα.


1875 – Ο Χαρίλαος Τρικούπης πρωθυπουργός της Ελλάδας.
1878 – Συνθήκη Αγίου Στεφάνου. Η Κύπρος περιέρχεται στην
αγγλική κυριαρχία.
1880 – Η Νανά, έργο του Εμίλ Ζολά, κυκλοφορεί. Η απεικόνιση
της γυναίκας και κυρίως του γυναικείου σώματος στο
έργο θα προκαλέσει συζητήσεις περί ηθικής, αλλά και περί
λογοτεχνίας. Είναι η χρυσή εποχή του νατουραλισμού.
1881 – Προσάρτηση Θεσσαλίας και Άρτας στην Ελλάδα.
1883-1884 – O Γεώργιος Βιζυηνός γράφει τα διηγήματά του, Το αμάρ-
τημα της μητρός μου (1883), Μεταξύ Πειραιώς και Νε-
απόλεως (1883), Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου
(1883), Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας (1884), Το
μόνον της ζωής του ταξείδιον (1884).
1888 – Το ταξίδι μου του Γιάννη Ψυχάρη κυκλοφορεί και ξεσπά
θύελλες αντιδράσεων σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα.
1897 – Κρητική Επανάσταση. «Ο ατυχής πόλεμος»: ελληνοτουρ-
κικός πόλεμος με ήττα της Ελλάδας.
1898-1899 – Περίοδος περιοδικού Τέχνη.
1903 – Περιοδικό Νουμάς. Η Φόνισσα, ένα από τα λίγα μεγά-
λα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, κυκλοφορεί. Η
θέση της γυναίκας της εποχής στο επίκεντρο μιας ιστορίας
πολλαπλών αναγνώσεων.
1903-1908 – Μακεδονικός Αγώνας.
1904 – Α΄ έκδοση των καβαφικών ποιημάτων σε ένα τεύχος. Μέχρι
τότε, ο ποιητής κυκλοφορεί σε μεμονωμένα μονοσέλιδα
ένα ένα τα ποιήματά του.
1905 – Ρωσική Επανάσταση.
1907 – Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κωστή Παλαμά. Η κρι-
τική θα γράψει: «Ο Γύφτος είναι ο ίδιος ο ποιητής, που
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ 15

πέρασε απ’ όλες τις ανησυχίες και τους καημούς, απ’ όλες
τις αρνήσεις και τους θανάτους, από την Κόλαση ως τον
Παράδεισο, για να φτάσει την απολύτρωση».
1908 – Επαναστατική Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου στην
Κρήτη. Κίνημα Νεότουρκων.
1909 – Η Στέλλα Βιολάντη, έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, κυ-
κλοφορεί. Είναι η εποχή του αθηναϊκού μυθιστορήματος.
Επαναστατικό κίνημα στο Γουδί.
1910 – Η Φλογέρα του Βασιλιά του Κωστή Παλαμά. Το βυζα-
ντινό παρελθόν «μιλάει» στους μεταγενέστερους αιώνες
και, κυρίως, στην εποχή του ποιητή, λίγα χρόνια πριν τους
Βαλκανικούς Πολέμους.
1911 – Θάνατος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη γενέτειρά
του Σκιάθο.
1912 – Κατάληψη Ρόδου από Ιταλούς. Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-
1913).
1913 – Δολοφονία Γεωργίου Α΄. Η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Κρήτη
και τα νησιά του Αιγαίου παραχωρούνται στην Ελλάδα.
1914-1918 – Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
1915 – Διαφωνία Βενιζέλου και Κωνσταντίνου. «Εθνικός διχα-
σμός». Παραίτηση Βενιζέλου.
1916 – Κυβέρνηση «Εθνικής Αμύνης» Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.
1917 – Παραίτηση Κωνσταντίνου. Έναρξη βασιλείας Αλεξάνδρου.
1920 – Δολοφονία Ίωνος Δραγούμη. Συνθήκη Σεβρών: η Δυτική
Θράκη παραχωρείται στην Ελλάδα. Η περιοχή της Σμύρ-
νης διοικητικά στην Ελλάδα. Ήττα Βενιζέλου σε εκλογές.
Επάνοδος Κωνσταντίνου.
1922 – Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο συγγραφέας του έργου Τα
λόγια της πλώρης, πεθαίνει στην Αθήνα. Μικρασιατική
Καταστροφή.
1923 – Η Ασκητική, το έργο με τα «πιστεύω» του συγγραφέα
Νίκου Καζαντζάκη, κυκλοφορεί. Πεθαίνει σε ηλικία πενή-
ντα ενός ετών ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, την 1η Ιουλίου.
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ

Ο Αργυρησ και ο Γιαννησ, οι Στατήριδες, ήταν αδέρφια.


Αμοίραστοι ακόμα, εκατοικούσαν, με τη φαμιλιά τους
καθένας, στο ίδιο σπίτι, ψηλά, στου χωριού τη γειτονιά
που ανέβαινε ως τη μέση μιανής ράχης. Και το σπίτι
τους ήταν διορθωμένο και κάτασπρο· μονόπατο από τη
μπροστινή μεριά του, κατά τον κατήφορο, χαμώγι από
την άλλη, μακρύ, χαμηλό, με τέσσερα πράσινα καινούρ-
για παράθυρα από μπρος, πάνουθε από μία μεγάλη ξύ-
λινη κληματαριά καταπράσινη. Κάτου από την κλημα-
ταριά μία πλατειά μεγάλη πόρτα έμπαζε στα μαγαζιά
και στο στάβλο, όπου τη νύχτα ερχόνταν τα πρόβατα, η
γίδα και τα δύο γουρούνια, ενώ η καθαυτό μπασιά του
σπιτιού ήταν ανοιγμένη στο πίσω μέρος, σ’ ένα μεγάλο
δωμάτιο με δύο παράθυρα, στη μέση του σπιτιού, που
είχε δεξιά κι’ αριστερά δύο άλλα δωμάτια μικρότερα,
18 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

του Αργύρη το ένα, του Γιάννη το άλλο.


Ήτανε κ’ οι δύο αδερφοί παντρεμένοι από χρόνια.
Ψηλός ο πρώτος, σαράντα χρόνων άντρας, ωχρός πολύ,
παχύς, μ’ ολοστρόγγυλο πρόσωπο, με πολύ μικρά κα-
στανά κι’ ανήσυχα μάτια, με καστανό μουστάκι, όχι
πολύ μακρύ, ξυρισμένος, με χοντρά χείλη, με παχειά με-
γάλα χέρια, και με πολύ μεγάλο στομάχι, που του σή-
κωνε, ως τα στραγάλια, τα χοντρά μαύρα βρακιά του,
και που δεν άφινε να θηλυκώνονται όλα τα κουμπιά του
γελέ του και της χοντρής γιακέτας του. Χειμώνα καλο-
καίρι, ο Αργύρης εφορούσε μάλλινα χοντρά ρούχα, γιατί
ενόμιζε πως όλες οι αρρώστειες παίρνουν αρχή από ένα
κρυολόγημα, και έλεγε συχνά πως ο άνθρωπος κρυολο-
γεί το καλοκαίρι ευκολώτερα παρά το χειμώνα, και πολύ
πλιό εύκολα ένας σακάτης, σαν αυτόν τον ίδιον, που το
άσθμα τον ετυραννούσε από χρόνους τώρα, κάθε μέρα,
και μάλιστα όταν εθύμωνε, όταν εβανότουν να δουλέ-
ψει, ή όταν ανέβαινε του σπιτιού του τον ανήφορο. Για
τούτο κι’ όλας είχε πάντα μαζή του ένα χοντρό γυριστό
ραβδί, και δεν έβγαζε ποτέ από το στρογγυλό του το
κεφάλι τη μεγάλη αρχοντική του ψάθα, κ’ εκουβέντιαζε
χαμηλόφωνα πάντα για να μην κουράζεται, με μια ψιλή
γυναίκεια κι’ άσκημη φωνή· και, θέλοντας να φαίνεται
πάντα σοβαρός και μετρημένος, εμιλούσε αργά αργά,
σηκώνοντας το κεφάλι του, κλειόντας τα μικρά του τα
μάτια και κάνοντας να τρέμουν τα βλέφαρά του.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 19

Ο Γιάννης τούμοιαζε βέβαια πολύ, μα ήταν κι’ όλας


πολύ διαφορετικός του και πολύ πλιο νέος. Ήταν χο-
ντρός κ’ εκείνος, μα χαμηλότερος, γερός και ροδοκόκ-
κινος· είχε χοντρή φωνή, ήταν πλιο πρόστυχα ντυμένος
κ’ είχε πλιο πρόστυχους και πλιο αμελέτητους τρόπους.
Τα μικρά του καστανά μάτια ήταν πρόσχαρα, μισόκλει-
στα και υγρά πάντα, και τα κόκκινα χείλη του χαμογε-
λούσαν αδιάκοπα κι’ άφιναν να φαίνονται τα μαυροκί-
τρινα δόντια του· το μουστάκι του έπεφτε στο πηγούνι
του στρογγυλαίνοντας· και συχνά εβαστούσε τη μεγάλη
του ψάθα στο χέρι, αφίνοντας να φαίνονται τα καλοχτε-
νισμένα σγουρά και μαύρα μαλλιά του· συχνά κι’ όλας,
όταν ήταν ζέστη, εφορούσε ριχτή τη γιακέτα του στον
έναν ώμο κι’ άφινε ανοιχτόν το γελέ του και το σουφρω-
τό και άσπρο πουκάμισό του, κ’ εφαινότουν τότες το
τριχωτό κ’ ηλιοκαμένο στήθος του. Κ’ ήταν δουλευτής
ο Γιάννης ξακουσμένος στο χωριό, κ' εχόρευε καλύτε-
ρα απ' όλους τους άντρες του χωριού, με τη χαμηλή του
την ψάθα γυρισμένην προς το ένα αυτί και πάρα μικρήν
για το στρογγυλό του μεγάλο κεφάλι. Τον παρανόμιζαν
όλοι Σκουφά, και το παρατσούκλι τόχε συνηθίσει από
μικρός, τόσο που δεν του κακοφαινότουν.
Εκόντευε το μεσημέρι, κ’ ήταν αρχή του καλοκαι-
ριού. Ο Αργύρης είχε ξανάρθει στο σπίτι, είχε πιθώσει
σε μίαν αγκωνή το χοντρό ραβδί του, είχε ανασηκώσει
πάνου από το καταϊδρωμένο μικρό και πολύ παχύ μέ-
20 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

τωπό του τη μεγάλη του ψάθα, είχε πέσει μ’ όλο του το


βάρος πάνου σε μία καρέκλα, σιμά στο μεγάλο τραπέζι
που ήταν στη μέση της κάμαρας, κι’ άπλωσε τα χοντρά
του πόδια, βαστώντας ψηλά το στρογγυλό του κεφάλι
και φυσώντας με τα ωχρά του τα χείλη. Ήταν λαχανια­
σμένος από τον ανήφορο, και με το μαντίλι του έκανε
αέρα στο πρόσωπό του, κ’ έφερνε από δω κι’ από κει
το κεφάλι. Έκαμε καμπόση ώρα για να συνέρθει, και
τέλος επήρε μία βαθειά πνοή, ανοιγόκλεισε τρεμουλια-
στά το βλέμμα του, και με την ψιλή του φωνή έκραξε:
«Νύφη! Νύφη!».
«Ορίστε!» του αποκρίθηκε μία ωραία γυναίκεια
φωνή από το μαγειριό, που ήταν σ’ ένα άλλο ξεχωρι-
στό σπιτάκι, ξάγναντα στην πόρτα, ακουμπημένο όλο
στο πλάγι της ράχης.
Και σε μία στιγμή εμπήκε στη μεγάλη την κάμαρα
μία ψηλή, μελαχροινή, νόστιμη γυναίκα, που δεν ήταν
πλια πολύ νέα. Τα μάτια της ήταν ζωηρά και μαύρα, τα
μάγουλά της αζάρωτα ακόμη και ροδοκόκκινα, τα λια-
νά μικρά της χείλη πολύ κόκκινα και κείνα. Εφορούσε
αδιόρθωτη στο κεφάλι την άσπρη μπόλια της, κ’ είχε
ανασηκωμένο ως το γόνα το μάλλινο φουστάνι της, που
τόχε ντεμένο στη ζώνη και που άφινε έτσι να φαίνεται
το άσπρο, μουντό και μακρύ ποκάμισό της.
«Τι, τι ορίζεις;» τον ερώτησε πάλι μιλώντας τόσο
μπερδευτά που δύσκολα ένας ξένος θα την καταλάβαινε.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 21

«Πρώτ’ απ’ όλα νερό!» της είπε παίρνοντας κοντές


γλίγωρες αναπνοές και χτυπώντας τη γλώσσα του στο
απόξερο στόμα του.
«Ν..ν.. νερό;» του αποκρίθηκε μ’ ένα περγελαστικό
χαμόγελο. «Τα πολλά νερά που πίνεις σας κάρλακας,
αυτά, αμιά, σ’ αρρωσταίνουνε… Σέπουνε, άκου το, τα
σωθικά· και φυσικό είναι. Ιδές το ξύλο: στη νότια τι θα
κάμει; θα βαστάξει ένα δύο χρόνια… δέκα χρόνια, ο κό-
σμος όλος! στο ύστερο θα σαπεί ως και κείνο, πούναι,
μάτια μου, ξύλο… Νάχες φέρει λίγη κουνιά, σούκανα κ’
εγώ συντροφιά· αμή νερό, εγώ δεν το πίνω, ποτέ μου!
ποτέ μου, ούτε και στη βρύση που πάω!… Και ποιος από
τους νοικοκυρέους πίνει νερό, όξω από του λόγου σου;…
Οι διακοναρέοι μοναχά. Εγώ, για μέρος μου, πουλώ κά-
που κάπου κανένα αυγό από τσι κοτίτσες μου, κ’ έτσι
η κουνιά ή το ρακί δε μου λείπονται ποτέ· κάθε αυγό
κι’ από μία γουλιά… Μ’ ανασταίνει! Και τ’ απόγιομα
κάποτες… ναίσκε, το πίνουμε!…»
Και, λέγοντας έτσι, τούχε γεμίσει από τη στάμνα,
πούταν ορθή στο παραθύρι, ένα μεγάλο ποτήρι και του
τόχε δώσει στα χέρια.
«Μην πιεις ακόμα», του ξανάπε, «γιατί είσαι αναμ-
μένος. Μπορεί να σε κάμει χειρότερα! Και οι αρρώστει-
ες, ο Θεός φυλάξοι, είναι κολλητικές!»
Μα ο Αργύρης δεν την άκουσε κ’ έπιε όλο το νερό
με μία ρουφηξιά, παίρνοντας στο ύστερο μία βαθειάν
22 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ανάσα και κλειόντας από ευχαρίστηση τα μικρά του τα


μάτια. Εσφούγγισε έπειτα το μουστάκι του με την παλά-
μη του χεριού του, κ’ είπε: «Και το φαΐ; είναι έτοιμο;».
«Όπου κι’ αν είναι, η νοικοκυρά σου θα μας κράξει»,
του απάντησε.
Κ’ έπειτα εσώπασαν κ’ οι δύο. Το άσθμα του Αργύ-
ρη επράυνε κ’ εμπόρεσε να συλλογιστεί καμπόσες στιγ-
μές. Ανοιγόκλεισε τα μικρά του τα μάτια, έγυρε προς
απάνου το στρογγυλό του μεγάλο κεφάλι, κ’ ερώτησε:
«Πες μου, νύφη: για τη δουλειά εμίλησες;».
«Nαι», τούπε αδιάφορη, στραβώνοντας τα κόκκινα
χείλη της· «μα, ως φανεί, δε γένεται τίποτα! Εμίλησα
με την αδερφή μου την παπαδιά, μα τίποτα! Τάπε, λέει,
του παπά της, περιττά είναι. Για τον πατέρα μας, λέει,
θέλει ή δε θέλει, είναι αδιάφορο· γιατί, λέει, τι θα κάμει
ο κακορίζικος. Με το στανιό ή με το θέλημα πρέπει να
υποταχτεί! Μα ο παπάς, λέει, του χρειάζεται το σπί-
τι· όλο το σπίτι· κι’ αν επιμένουμε, λέει, να πάρουμε κ'
εμείς μερτικό, τότες, λέει, δε γένεται, λέει, τίποτα. Τί-
ποτα! Ο παπάς θα παντρέψει τώρα τον υγιό του, για-
τί θέλει να τόνε κάμει κι' αυτόνε παπά· και για να μην
έχουνε όλοι τους στενοχώρια, θα σηκώσει κι’ άλλο ένα
πάτωμα στο σπίτι. Του χρειάζεται… Πού να μας δώκει
το μισό!… Και λογαριάζει που α δεν το μοιράσει τώρα,
θα καταφέρει με καιρό τον πατέρα μας να της κάμει
γράμματα, κ’ έτσι θα μείνει το σπίτι της παπαδιάς.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 23

Αυτά είναι που θέλουνε. Αν όμως εμείς τους αφίνουμε


από τα τώρα το σπίτι για δικό τους, η παπαδιά θέλει ν’
αποζημιώσει με χτήμα, κ’ η μοιρασιά γένεται… μαγάρι
κι’ αύριο… Εγώ φυσικά δεν τση ’δωκα λόγο, γιατί μου
φαίνεται βαρύ το πράμα· τι λες; Να μην πάρω κ’ εγώ
δύο κεραμίδια από τον πατέρα μου, κι’ ας έχουμε σπί-
τι· το μισό από τούτο… Κ’ ύστερα ήθελα να πάρω και
τη ρώτησή σας… του αντρός μου, παναπεί· του λόγου
σου τι μπαίνεις;…».
Ο Αργύρης τής έρριξε μία λοξή ματιά κ’ εγίνηκε χλω-
μότερος. Και την ίδια στιγμή εμπήκε κι’ ο Γιάννης στο
σπίτι με τη γιακέτα ριχτή στον ένα του ώμο, με το πο-
κάμισό του ανοιχτό στο ηλιοκαμένο στήθος του. Ήταν
γερός και ροδοκόκκινος. Κ’ η Μαρία τον εδέχτηκε μ’
ένα χαμόγελο, τον εκοίταξε από την κορφή στα πόδια
καμαρώνοντάς τον, κ’ έρριξε μία ματιά καταφρονετική
στον αδερφό του.
«Καλώς τα κουβεντιάζετε!» τους είπε ο Σκουφάς. Κ’
εγέλασε: «Χα! χα! χα» με μισοκλεισμένα μάτια.
Ο Αργύρης τον εκοίταξε κατάμματα σοβαρός, σα νά-
θελε να τόνε γκρινιάξει.
«Πάλε», τούπε, «δεν είσαι στα σύγκαλά σου· ε; Πάλε
σήμερα θάβρηκες κάποια παρέα και τότσουξες· ε; Πριν
το γιόμα· ε; ένα περσότερο!… ε;».
H Μαρία εκούνησε το κεφάλι της κ’ εκοκκίνισε. Τα
λόγια του Αργύρη τής κακοφαινόνταν. Αυτή δεν ήθελε
24 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

να της αποπαίρνει τον άντρα της, που δεν ήτανε και


μικρό παιδί! Κι’ αν έπινε, καλά έκανε· ήξερε να ξετά-
ζει τόβολο, κ’ είχε δίκηο να διασκεδάζει όπως ήθελε!
Άδεια δεν του χρεαζότουνε βέβαια!… Και τούπε σοβα-
ρά: «Μου μιλεί, ξέρεις, για τη μοιρασιά με την αδερφή
μου, ξέρεις…».
«Ο πατέρας τους», είπε ο Αργύρης ανοιγοκλειόντας
τα βλέφαρα και ζυγίζοντας κάθε του λόγο, «δεν είναι
χρεία να ρωτηθεί· έτσι λέει ο παπάς, κ’ έχει φυσικά
δίκηο. Γιατί, σα γένει η μοιρασιά, η κάθε μία από τες
αδερφάδες μπαίνει ευτύς στο μερίδιό της· και τι θα
κάμει τότες ο γέρο νοδάρος; θα θυμώσει; Εχ! όπως θα
τούρθει, έτσι και θα του περάσει. Θα θελήσει να μπαί-
νει στα χωράφια, στσ’ εληές, στα σπίτια του!… ε, ας
μπαίνει! ποιος θα τόνε μποδήσει! Να πουλήσει όμως το
χτήμα του, α, δε μπορεί!… Και ποιος τ’ αγοράζει; ποιος
είναι εκείνος ο ξένος που θάμπαινε άκραχτος σε ξένα
ιντερέσα; θάτανε τρελός για δέσιμο!… να παχτώσει, το
ίδιο πάλε, δε βρίσκει… Το όλο λοιπόν στην υπόθεση εί-
ναι η διαφορά για το σπίτι. Ο σύγαμπρός σου, ο πα-
πάς, το θέλει όλο δικό του κι’ αποζημιώνει φυσικά με
χτήμα· τώρα στέκει σ’ εσέ να παραδεχτείς τη μοιρασιά,
και γένεται, λέει, αμέσως!… Εγώ η γνώμη μου είναι πως
σε συφέρει!…».
«Μωρ’ κάμετε ό,τι θέλετε!» είπε μ’ ένα γέλοιο ο
Γιάννης, που εβαρυότουν ως και να συλλογιστεί· «ας
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 25

δώκει ο παπάς ό,τι θέλει· λες που εμέ με γνοιάζει; Ούτε


τότσο!». Κ’ έκαμε να σημάνει στο δόντι του το νύχι του
μεγάλου δάχτυλού του. «Δόξα σοι ο Θεός, εδώ μέσα
έχουμε ψωμί μπόλικο· γιατί να βάνω έγνοιες στο μυα-
λό μου; για να χτικιάσω; Α όχι! Ο Γιάννης φυλάει την
υγεία του, γιατί αγαπάει το Γιάννη του, τον αγαπάει
πολύ, μα πολύ!…». Κ’ εγέλασε δυνατά.
Ο Αργύρης δεν του απάντησε, απόμεινε σοβαρός, κ’
έπειτα από λίγες στιγμές ανασήκωσε το κεφάλι του,
ανοιγόκλεισε πάλι τα μάτια, κ’ είπε χαμηλόφωνα: «Τι
κάνει η Καραβέλαινα;».
«Ωχ!» είπε η Μαρία στραβώνοντας το στόμα· «η κα-
κομοίρα, ζει και δε ζει! Ως απόψε, ως αύριο…».
Κ’ εγύριζε το δεξί της χέρι μ’ ανοιχτά όλα τα δά-
χτυλα.
«Κρίμας!» είπε ο Γιάννης· «η καλή η γειτόνισσα…».
«Καλή· ναι!» είπε σοβαρά ο Αργύρης κουνώντας το
κεφάλι· «καλή και για μας ίσως!… Αν καταφέρναμε ό,τι
σας είπα, κι’ αποχτούσαμε εμείς το σπίτι του Καραβέλα,
ανάγκη δε θάχαμε από άλλα σπίτια. Καλύτερο μάλιστα
είναι το κτήμα, γιατί η γης δίνει διάφορο! Ας μοιράζατε
τότες όπως θέλει ο παπάς! Κι’ αν αλήθεια η Καραβέ-
λαινα πεθάνει, ο Θεοσχωρέσ’ τηνε, το πράμα δεν είναι,
εγώ λέω, κι’ αδύνατο! Μένει ο Καραβέλας μοναχός του,
και μπορεί να θελήσει ν’ απακουμπιστεί σ’ εμάς…».
«Έχει ανιψίδια πούναι σαν παιδιά του», είπε ο Γιάν-
26 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

νης καθίζοντας στο κατώφλι της πόρτας και κοιτάζοντας


όξω· «γιατί βάζει ο νους σου τέτοιες ιδέες; Τι τήνε θέ-
λεις την αδικία;».
«Θα το πάρεις του λόγου σου στο μερτικό σου του
Καραβέλα το σπίτι», είπε η Μαρία με κακοσύνη· «εμείς
δεν το θέλουμε!».
«Το παίρνω!» είπε ο Αργύρης αδιάφορος· «το παίρ-
νω! γιατί όχι; Το ίδιο κάνει· τι το ένα μισό, τι το άλλο!
Σαν το πάρουμε, φυσικά θα το γκρεμίσουμε και θα το
χτίσουμε καινούργιο κολλητά σε τούτο, όμοιο με τούτο·
θα τα κάμουμε τα δύο σπίτια ένα· και τότες…».
«Α Αργύρη!» τον αντίσκοψε η Μαρία· «δουλεύει ο
νους σου για να μου ξεθεώσεις πάλε το Γιάννη μου στη
δουλειά! Σαν είναι κούτιακας και σ’ ακούει! Έπρεπε
Γιάννης νάμαι εγώ! Θάδινα δύο μούτζες ορθά κι’ ανά-
ποδα… έτσι! Μα αυτός από την αρχή του είναι ανέμυα-
λος, ραγιάς σου, ο κακορίζικος! Και θα μου τον αδυ-
νατίσεις!».
Ο Γιάννης εγέλασε.
«Α δε δουλέψουμε, δε ζούμε!» είπε σοβαρά ο Αρ-
γύρης.
«Εμείς τρώμε», είπε αναστενάζοντας η Μαρία, «κι’
αυτουνού του κακότυχου του βγαίνει η πίστη στη δου-
λειά όλη μέρα!».
«Μα ποιο είναι το κεφάλι που δουλεύει, κυράτσα
μου;» είπε περήφανα ο Αργύρης κιτρινίζοντας.
«Ω, ησυχάστε», είπε βαρεμένος ο Γιάννης· «μην αρ-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 27

χινήσετε ως και σήμερα πάλε! Κάθε μέρα βρίσκετε τού-


την την ώρα, που θα φαρμακωθούμε, για να μαλώσετε
και να φαγωθείτε! Άμε, στο Θεό σου, Μαρία, στο θέλη-
μά σου· άμε στο καλό!…».
«Καλύτερα», είπε η Μαρία, «να μοιράζατε ως κ’
εσείς από τα τώρα, και νάξερε ο καθένας το δικό του…
όχι έτσι! Τώρα πάλε καρτερείτε τσι κληρονομιές του
Καραβέλα! ω Θε μου! θ’ αποχτήσουμε εμείς, θα δουλέ-
ψουμε εμείς, και θα μοιράσετε έπειτα!».
«Ακούς, ακούς!» είπε ο Αργύρης συγχυσμένος. «Έτσι
μου πρέπει! Ας είχα γνώση από ξαρχής· ας είχα μοιρά-
σει από τότες· ό,τι σας απόχτησα, θάτανε σήμερα όλο
δικό μου· εμέ και των παιδιώνε μου!».
«Όλα από τη ράχη του εβγήκανεεε!» είπε η Μαρία
δείχνοντας τον άντρα της. «Εσύ δε μπορείς να δουλέ-
ψεις· δε φταις ούτε συ!».
«Ήρθανε», είπε ο Αργύρης, «άσοδες, δυστυχίες, δί-
σεχτοι χρόνοι· ο κόσμος όλος επεινούσε· ως και οι αρ-
χόντοι· εδώ μέσα δε σας έλειψε ποτέ τίποτα! Πέστε το:
τίποτα! Κι’ όλο αποχτούσαμε· πότε μία, πότε δύο, πότε
δέκα εληές· πότε ένα χωράφι· πότε πέτρα για το σπίτι
που θα χτίσουμε· κ’ εκάμαμε κατάσταση! Δόξα σοι ο
Θεός! Μέρα νύχτα εγώ είχα αυτήν την αρίδα στο μυα-
λό μου για τα παιδιά μου και για τα δικά σας… Θέλετε
τώρα να μοιράσουμε; Τώρα;… Μάλιστα· μένω ως κ’ εγώ
φχαριστημένος. Τι μας άφηκε ο πατέρας μας; Το ξέρεις,
Γιάννη! Τ’ άλλα μας τ’ αδέρφια, τα πρώτα, εβαστάξανε
28 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

το καλύτερο πράμα για τον εαυτό τους· αυτά είχανε και


το προικιό της μάννας τους· μας βγάλανε από τη μέση
και μας ρίξανε εδώ με τη μάννα μας, σ’ ένα παληόσπι-
το· γιατί, το ξέρεις, Γιάννη, δεν ήταν έτσι αυτό το σπίτι·
εγώ τόκαμα! Και τόσους χρόνους σάς είχα στην πλάτη
μου, και τη μάννα μας κ’ εσέ που ήσουνε ανήλικος… κι’
αυτή ήτανε γρηά και παράξενη… Ποιος άλλος αδερφός
έκαμε όπως εγώ; Και δεν επήγα χώρια μου, παρά σού-
φτιασα το σπίτι, σούκαμα κάμαρη καλύτερη από την
εδικήνε μου· κ’ εγώ σ’ επάντρεψα, κ’ εγώ ως τα τώρα
εφρόντισα για τα παιδιά σου· και συ ξέγνοιαστος· ύπνο
και διασκέδαση! Κι’ όθε τα βγάλει η άκρη!… Τώρα θέ-
λετε να μοιράσουμε· μάλιστα· να μοιράσουμε!…»
«Τι είναι αυτά που του λες!» είπε θυμωμένη η Μα-
ρία· «όλα εγινήκανε με τον ίδρο του, με τον κόπο του,
αυτουνού του κούτιακα, που σ’ ακούει σ’ ό,τι του πεις!…
Είσαι εσύ καλός να το δουλέψεις; έλα πες το! Δεν είσαι
άρρωστος; άρρωστος λέει; τόσα χρόνια τώρα, όλο έτσι
παιδεύεσαι, ο δυστυχισμένος, όλο έτσι!… μπχ! μπχ!…
και δε θα ζήσεις πολύ… Μα δε μπορώ, διάολε κάνε, ν’
ακούω τα παράξενα!».
Ο Αργύρης εγίνηκε κίτρινος σα νεκρός κ’ εγέλασε
ένα άσκημο γέλοιο.
«Ησύχασε, καημένη γυναίκα», είπε ο Γιάννης· «μα
εύρηκες πάλε την ώρα! ω, ω!».
«Ας λέει, ας λέει», είπε ο Αργύρης· «την ακούει ο
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 29

Θεός από πάνου από τα κεραμίδια, εμέ δε μου κάνει


τίποτα! Τόσα χρόνια την έχω μαθημένηνε· ο αδικημένος
είμαι γω· εγώ ο άρρωστος· ναι!… Μα κοιτάχτε να κά-
μετε τη μοιρασιά με τον παπά, γιατί ούτε μπορώ, ούτε
θέλω ν’ αδικήσω τα παιδιά μου… Όταν μοιράσουμε, ή
σήμερα ή αύριο, πρέπει να το ξέρετε: τα μοιράδια δε
θάναι ίσια… φυσικά όχι!».
«Δε θάναι ίσια;…» είπε η Μαρία ξαναθυμώνοντας·
«δε θάναι ίσια, γιατί φυσικά θα πάρεις η αφεντιά σου
το λιγώτερο, αφού και δεν εδούλεψες! Δε σ’ άφηκε,
βλέπεις, η αρρώστεια σου! Μωρ’ δεν κοιτάζεις, δυστυ-
χισμένε Αργύρη, που θα ζήσεις λίγο, και θέλεις ακόμα
να βογγάει κι’ ο αδερφός σου εναντίο σου, όπως τόσοι
και τόσοι άλλοι, που τους αδίκεψες;».
«Για να τρώτε εσείς καλά!» είπε ο Αργύρης γελώ-
ντας πικρά.
«Χρεία που σ’ είχε ο νοικοκύρης μου!» είπε η Μαρία
με θυμό και περήφανα· «αυτός μάς θρέφει όλους, αυ-
τός!… ως και προχτές του πήρες πάλε του καημένου τα
δέκα τάλλαρα, που του μείνανε από το νεγότσιο του με
το μοσκάρι πώσφαξε. Κ’ έφερε και το κρέας στο σπίτι·
κ’ εφάγαμε όλοι· και το Σαββάτο θα ξανασφάξει· μα
αυτήν τη φορά δε θα ιδείς ούτε λεφτό, ούτε ένα λεφτό!
Α, τίποτα. Έχω κι εγώ θυγατέρες και θα τσι προικίσω·
πότε καρτερώ; Τα θηλυκά μεγαλώνουνε γλίγωρα, είναι
θεριά· πότε θα τσου πάρω λίγο πανί κι’ αυτουνώνες;
30 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Αμή τι; να σου τα χαριτώσει όλα πάλε στα χέρια σου,


αυτός ο κούταυλος ο Γιάννης; Ξύπνα, ξύπνα, μωρέ Γιάν-
νη, Κουτόγιαννε, Σκουφά, ξύπνα!…».
Κ’ έπιασε τον άντρα της από τον ώμο και τον ετί-
ναξε δυνατά. Ο Αργύρης έχασε τότε την υπομονή του,
εκιτρίνισε περσότερο κ’ εγέλασε: «Χα χα! Ένα είναι το
σπίτι, ένας θάναι πικεφαλής! Δε μπορεί να κάνει κα-
θένας εδώ μέσα του Θεού του! Καλά που σας αφίνω
νάχετε χώρια τες κότες σας, τ’ αρνιά της η κάθε μία,
τη γίδα της· τώρα χώρια καθένας και το πουγγί του;
θα πάμε ώμορφα! α, ρουμπαραρούμ!… έτσι αρέσει της
αφεντιάς της!…».
«Μοιράστε το λοιπό! να ξέρει καθένας το δικό του·
εγώ το λέω τώρα δέκα χρόνια!» είπε η Μαρία, βάζοντας
το ένα της χέρι στη μέση και σκύφτοντας λίγο.
«Μπρος! να μοιράσουμε!» είπε ο Αργύρης χλωμός
και τρέμοντας· «μα όχι βέβαια ίσια κι’ όμοια! Κρατώ
στο χαρτί τους λογαριασμούς μου· καθενού και τα έξο-
δά του και τα έσοδά του. Εγώ έχω περσότερο χτήμα,
γιατί η προίκα μου είναι μεγαλύτερη· και δεν έχω παρά
δύο παιδιά, κ’ έχετε τέσσερα!…».
«Τα θυμήθηκε!» εφώναξε η Μαρία· «μα τζα! μα τζα!
τα ξυλοπάντουρα τση μούμιας του! Βα, βα, βα, βα!».
Κι’ ανοιγοκλειόντας το στόμα, έκανε τη μαϊμού μ’ όλο
της το πρόσωπο.
«Τση μούμιας;» είπε χολεμένος ο Αργύρης· «και οι
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 31

εληές της; και τα χωράφια της; και το λουτρουβειό της;


και…»
«Τα δουλεύουμε εμείς!» του φώναξε η Μαρία σιμώ-
νοντάς τον με το κεφάλι και χτυπώντας στην αριστερή
της παλάμη τα τρία πρώτα δάχτυλα του άλλου χεριού
της· «όλο μ’ αυτά μάς βγαίνεις όξω! Εβαρέθηκα και να
σ’ ακούω, Αργύρη αδικητή!…».
«Δεν τήνε διορθώνεις;» είπε του αδερφού του ο Αρ-
γύρης κατασυγχισμένος.
«Και τι να τση κάμω;» απάντησε ο Γιάννης σηκώνο-
ντας τες πλάτες· «δεν την ακούς πώς κάνει! σαν Άρει-
ος;». K’ εγέλασε.
«Το λοιπόν είσαστε σύμφωνοι!» είπε ο Αργύρης κά-
νοντας να σηκωθεί.
Μα αυτήν τη στιγμή εμπήκε μέσα στο σπίτι η Χρυ-
σάνθη η γυναίκα του. Ήταν μισόκοπη, ως σαράντα πέντε
χρόνω, με λίγα δόντια στο στόμα, στεγνή και ζαρωμένη,
με νεκρά βαθουλωμένα μάτια. Τα λίγα της μαλλιά είχαν
αρχίσει ν’ ασπρίζουν κάτου από τη μπόλια της, και το
κεφάλι της έσκυφτε κομμάτι προς τα εμπρός, κ’ έτρε-
με πάντα σαν εμιλούσε, κ’ ήτανε πάντα ωχρή στην όψη.
«Τι έχεις, μωρή, και βρίζεις;» είπε της Μαρίας θυ-
μωμένη.
Η άλλη τής έρριξε μία ματιά, σα για να τήνε φοβί-
σει, κ’ εφώναξε μιλώντας τάχα του αντρός της: «Μά-
λιστα! εβγήκε πάλε ο κυρ Αργύρης με τσι περηφάνιες
32 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

του! Μάλιστα! Επήρε πλούσια γυναίκα! Αλιμάνκου γυ-


ναίκα!». Και με το δάχτυλο έδειξε τη Χρυσάνθη χωρίς
να την κοιτάζει.
«Είμαι καλύτερή σου!» είπε η Χρυσάνθη· «και ξέρεις
πόσο; εδώ και τη χώρα και πιλιότερο!… Μα κάθε μέρα,
μωρή, να βρίσκεις τούτην την ώρα για να συγχύζεις τον
κακομοίρη τον άντρα μου για να μην του πιάνεται φαΐ!
Γιατί έτσι, μωρή; γιατί;».
«Φαΐ!» επεργέλασε η Μαρία· «αυτός παχαίνει με τσ’
αδικιές του!». Κ’ εφούσκωσε μ’ αέρα τα μάγουλά της.
«Δεν τόνε γλέπεις που εγίνηκε όλος μία κέλπα και δεν
είναι καλός ν’ ανεβεί ούτε ένα ανηφοράκι; Κοίτα τόνε!
Είναι άρρωστος ο κακομοίρης· και δε θα σου ζήσει· όχι,
μα το Θεό! Φαίνεται. Και γι’ αυτό είναι και κακός! Φτο-
νάει τσου γερούς! Έχει μέσα του αυτό το φαρμάκι, κ’
η κακοσύνη του τον έφαε! Και σ’ εχτίκιασε ως κ’ εσέ-
νανε! Είσαι χτικιασμένη, ναι, ναι! Γι’ αυτό είσαι σαν το
κιτρινάγγουρο!…»
«Η αφεντιά σου η ώμορφη!» την επεργέλασε πικρα-
μένη η Χρυσάνθη· «γι’ αυτό έκαμες όσα έκαμες… Έλα,
τσώπα, γιατί θ’ αρχινήσω κ’ εγώ το τετραβάγγελο! Λες
που τ’ αλησμόνησε ο κόσμος. Έτσι λες· ε; Γελιέσαι· δε
θυμάσαι που δεν είχες παντρεμό και που λείποντας ο
Αργύρης κ’ εγώ να σε δώκουμε του αδερφού του θάμε-
νες ανύπαντρη, κούτσουρο, γιατί δε σ’ έπαιρνε κανένας;
Και του δίνεις τώρα το σπολλάητη! Γεια σου! Καλά κά-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 33

νεις! Δεν τα θυμάσαι όσα έκανες με τον ξάδερφό σου;


Ήταν ώμορφος κ’ εκείνος, ε; Και σ’ ευρίσκανε μέσα
στες σούδες… και, και, και… Κ’ έπειτα σ’ ερωτεύτηκε η
αφεντιά του, γιατί είσαι ώμορφη, και τα κατσουλώθηκε
αυτός όλα τα κέρατα!… Κοπιάστε τώρα να φάτε, Πανα-
γία μου! μ’ αυτήν τη σύγχυση, μ’ αυτήν τη σύγχυση!…»
«Μωρή μούμια!» της φώναξε θυμωμένη. «Βα βα βα!
Σας έφαε, σου λέω, η κακοσύνη σας, το σωτερικό!…»
Κ’ εχτύπησε τα στήθια της. Και ξακολούθησε με πε-
ρισσότερο θυμό: «Όσα λες τα γράφω εκεί». Και σηκώ-
νοντας το πόδι εχτύπησε ζωηρά την πατούσα της από
πίσω. «Σ’ εχτίκιασε, μωρή, ο Αργύρης! Πάει, σ’ εχτί-
κιασε! Ιδές, μωρή, το μάγουλό μου στάζει αίμα, τώρα
που είμαι θυμωμένη· κι’ ας μη φέρνει ποτέ κρασί στο
σπίτι ο Αργύρης· κι’ ας το φέρνει κρουφά για σένανε!
Λες και δεν το ξέρω, ε; Εγώ δεν κιτρινίζω σα θυμώνω,
και κοιτάχτε τα μούτρα σας εκεί πέρα στον καθρέφτη,
κοιτάχτε τα κ’ οι δύο!… μα κοιτάχτε τα! Και κοίταξε
παλληκάρι που με κοιμάται εμένανε! Είναι κι’ αυτός
ροδοκόκκινος, ως το ρόιδι, που να μου ζήσει! Ιδές τονε!
Ο φλίβερος ο Αργύρης ούτε στο νύχι του! Σάπιος όλος·
πλεμόνα· βωζιασμένος ο κακόμοιρος!» Κ’ έφτυσε χά-
μου. «Και θα πεθάνετε, μωρή, σύντομα κ’ οι δυο σας, οι
δυστυχισμένοι, και θα πρέπει νάχουμε εμείς τα παιδιά
σας, τα ορφανά! και θάρθω από πάνου από τα μνήματά
σας και θα χορεύω έτσι, έτσι, έτσι!». Κ’ έρριξε χάμου
34 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

τη μπόλια της κ’ εβάλθηκε ζωηρά να χορεύει κάνοντας


με τη φωνή της το βιολί.
«Πρέπει αυτή η ιστορία να τελειώσει!» είπε ο Αργύ-
ρης ιδρωμένος από το θυμό του και με φωνή πώτρεμε
και πούχε γίνει ψιλώτερη. «Α δε μπορείς εσύ, Σκουφά,
να της βάλεις γνώση, ε τότες της βάζω εγώ!… Τόχαμε
πει μία άλλη φορά κ’ έπρεπε έτσι να κάνουμε πάντα
μας, όταν οι δύο νοικοκυρές μαλώνουνε· δέρνω εγώ τη
δική σου κ’ εσύ τη δική μου!…» Κι’ αγριοκοίταξε τη
Μαρία λαχανιασμένος.
«Θάτανε», εφώναξε η Μαρία, «πάλε κερδεμένη η
μούμια σου, γιατί ο Γιάννης μου είναι καλός, έχει καλή
καρδιά και συμπονεί. Μα εσύ;… Κύριε φύλαττε!».
«Εγώ πεινάω όμως!» είπε γελώντας ο Γιάννης. Και
βιαστικά εσηκώθηκε, κ’ εβγήκε όξω, χωρίς ούτε να κοι-
τάξει οπίσω του.
«Μωρέ Στατήρη, κερατωμένε από γενεά σε γενεά!»
του φώναξε, ενώ έφευγε, χτυπώντας το πόδι της η Μα-
ρία. «Έπειτα βλέπεις! Στο κρεββάτι κάνουμε το λογα-
ριασμό μας! Εγώ σού τα φυλάω!»
«Βάρ’ της!» είπε ταντρός της με χαρά η Χρυσάνθη·
«βάρ’ της για ν’ αγιάσεις!».
«Μωρή μούμια! της εφώναξε η Μαρία. «Βα, βα, βα,
βα, βα!»
«Πρώτα εσένανε», είπε ο Αργύρης της γυναικός του·
«γιατί μπαίνεις εσύ στη μέση; Για να μας ακούει, ε, ο
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 35

κόσμος;». Και λέγοντας έτσι της κατάφερε ανάποδα


ένα καλό χαστούκι.
Η Χρυσάνθη εβάλθηκε αμέσως να κλαίει με παρά-
πονο· εκάθισε χάμου, σιμά στην κασέλα και ακουμπώ-
ντας στο σκέπασμα έκρυψε το πρόσωπό της ανάμεσα
στα χέρια της.
«Τώρα κ’ η αφεντιά σου!» είπε πάλι με κόπο και
λαχανιασμένος ο Αργύρης κι’ άδραξε από το γιάδεμα
τη Μαρία και την ετίναξε δυνατά.
Εκείνη έβγαλε πρώτα μίαν ψιλή, μεγάλη φωνή και
τούπε σφίγγοντας τα δόντια της: «Ανάθεμα το γένος
σας, Αργύρη!». Κ’ εφώναξε: «Βοήθεια κόσμε! Ο Αργύ-
ρης θα με σκοτώσει! Κόσμε, ο Αργύρης! ο Αργύρης!».
Μα αυτός δεν εφοβήθηκε τες φωνές της και την ετί-
ναζε ακόμη, και τούπε: «Μωρέ! δεν τα βάνω κάτου,
μωρέ Αργύρη! Ναι, ναι· είσαι σάπιος όλος· δε μπορείς
ούτε να βαρήσεις, κακομοίρη μου! Για, άντρας! Πώς
εκιτρίνισες, μωρέ! πάει, απέθανες, έσκασες! ο άλλος ο
κόσμος, σα θυμώνει, κοκκινίζει, κ’ εσύ γίνεσαι σαν το
φλέρονα! α εσύ… Μη βαρείς, σου λέω, με τόση δύναμη,
κακομοίρη! Φάουσα λοιπό στα χέρια σου! Μη, σου λέω,
γιατί σε λίγο θα σούρθει το κόλπο που σούπε ο γιατρός!
Πάει ο Αργύρης! Εδείλιασες! Ου! ου! ου!…».
Μα ο Αργύρης δεν είχε τώρα πλια πνοή! Ο κόπος
κι’ ο θυμός τον είχε κάμει να ιδρώσει, και το πρόσωπό
του ήταν κατακίτρινο σαν του πεθαμένου. Την άφησε
36 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ολομεμιάς, εσωριάστηκε απάνου στην καρέκλα του κι’


ανάγυρε προς τα οπίσω το στρογγυλό του κεφάλι, όλο
φυσώντας με τα χλωμά του τα χείλη και γυρεύοντας με
το βλέμμα βοήθεια.
«Μου τον εσκότωσες, φόνισσα!» ούρλιαξε η Χρυσάν-
θη που ευρέθηκε ευτύς σιμά του. «Τι τούκαμες! ω που
να σ’ το πλερώσει ο Θεός!» Κ’ εζύγωσε κλαίοντας τον
Αργύρη και του χάιδευε το κεφάλι και με τη μπόλια της
τούκανε αέρα στο πρόσωπο, κοιτάζοντας το ανήσυχο κι-
τρινιασμένο μάτι του. «Μου τον εσκότωσες!»
«Στο γέρον το διάολο!» εφώναξε με μίσος η Μαρία
κ’ έβαλε τα γέλοια. Και κάνοντας τη χαρούμενη, εβγήκε
χορεύοντας από την πόρτα, πηγαίνοντας στο μαγειριό
για να γιοματίσει.
«Για τα καλά που τους έκαμα», εψιθύριζε με κόπο
ο Αργύρης, «παθαίνω τώρα όλα αυτά!». Κι’ ανάγυ-
ρε τα μάτια του αφίνοντας μόνο να φαίνεται λίγο το
ασπράδι. Κ’ έπειτα από καμπόση ώρα αγωνία ξανάπε
της γυναικός του χαμηλόφωνα: «Θα πάω να ξαπλωθώ!
Ουφ! ουφ!».
Και με πολύν κόπο κατόρθωσε να σηκώσει το βαρύ
κορμί του από την καρέκλα, κι’ ακουμπώντας στο χέρι
της γυναίκας του, εσύρθηκε αργά αργά ως την κάμα-
ρά τους, κ’ εκεί απλώθηκε μεμιάς στο ψηλό κρεββάτι,
κι’ άνοιξε τα φορέματά του για να παίρνει ευκολώτερα
την πνοή του. Η Χρυσάνθη τούβγαλε τα παπούτσια κ’
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 37

έμενε ορθή σιμά του κι’ αμίλητη.


«Πήγαινε», της είπε σε λίγο· «τώρα είμαι καλύτερα.
Αλλοιώς αυτή μάς αφίνει νηστικούς. Και κοίταξέ σου
να φυλάξεις και τη μερίδα του Καραβέλα. Κράξε τόνε
και δος του τήνε. Και πες του νάρθει ως εδώ να τόνε
κουβεντιάσω».
«Τι καλή ψυχή!» είπε με θαμασμό αναστενάζοντας η
Χρυσάνθη· «δεν κοιτάζει ο καημένος τον εαυτό του, εδώ
που τον έρριξε η κακοσύνη της εκεινής και φροντίζει να
κάμει ψυχικά του Καραβέλα! Τι καλή ψυχή! Θα πας μια
μέρα ολοζώντανος στον Παράδεισο!». Κ’ εβάλθηκε να
κλαίει τρέμοντας με το κεφάλι. «Ω τι σου κάνει αυτή η
φαμιλιά!» του ξανάπε· «και συ να μη θέλεις να πας χώ-
ρια σου και να τσου μουτζώξεις και να ησυχάσεις! Για-
τί να μη θέλεις την ησυχία σου; για το καλό τους, ε;».
«Αυτοί δουλεύουνε», εψιθύρισε πικρά ο Αργύρης·
«χώρια μας εμείς θα βάλουμε ξένους εργάτες και τότες
ξένοι θα δουλεύουνε, ξένοι και θα τρώνε. Έλα πήγαινε!».
Η Χρυσάνθη έμεινε ακόμη μία στιγμή ορθή μπρος
στο κρεββάτι, και κοιτάζοντας σκεφτική τον άντρα της
εκούνησε πικρά το κεφάλι και τέλος σιγά σιγά εβγήκε
σκυφτή από την κάμαρη.
ΙΙ

Στο μαγειριό ο Γιάννης, καθισμένος σ’ ένα στενό μακρύ


ξύλινο μπάγκο, μπρος σ’ ένα άστρωτο τραπέζι, και γυρι-
σμένος κατά τον τοίχο, σε τρόπο που έστρεφε τες πλά-
τες του στην πόρτα, έσκυφτε απάνου στο βαθύ χοντρό
του πιάτο, κ’ έτρωγε ακόμη μ’ όρεξη, γεμίζοντας ζουμιά
τα κρεμαστά μουστάκια του, χτυπώντας τα χείλη του,
κάνοντας θόρυβο με τα ρουθούνια του, όπως και όταν
εκοιμότουν. Κ’ η Μαρία ήταν καθισμένη σιμά του, αλλά
τούγερνε τες πλάτες, ακουμπώντας στο τραπέζι, κρα-
τώντας με τόνα χέρι απάνου στα γόνατα το πιάτο της
και με τ’ άλλο ένα ξύλινο κουτάλι. Και δεν του μιλούσε.
Μπρος στη μικρή πόρτα εκαθότουν κατά γης με
απλωτά τα ξυπόλητα πόδια της η θυγατέρα της κ’ έρ-
ραφτε. Ήταν κορίτσι δεκατεσσάρων χρόνων· ξανθή, ψηλή
κι’ ώμορφη· της έμοιαζε στην κορμοστασιά και στο ρο-
δοκόκκινο χρώμα. Τώρα εβαστούσε το κεφάλι σκυμ-
μένο πολύ πάνου στ’ άσπρο πανί της, που το τέντωνε
σφίγγοντάς το ανάμεσα στα γόνατα, κ’ εφαινότουν να
προσέχει πολύ τες ψιλές βελονιές της. Δεν είχε μπόλια
στο κεφάλι, είχε ανασηκωμένα τα μανίκια της και γύρω
στο λαιμό της εκρεμόνταν οι κλωστές της δουλειάς της.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 39

Απέναντί της κι’ ακουμπώντας στον τοίχο, εκαθότουν


κατά γης, στον ίδιον τρόπο, κι’ ο Αντρέας, ένα μεγάλο
παιδί δεκάξη χρόνων, ψηλό ψηλό κι’ αδύνατο, με πάρα
μεγάλα λιγνά πόδια, σκευρωμένο στες πλάτες, με διά-
φανο δέρμα κι’ ώμορφα μάγουλα, αλλά με πολύ μεγά-
λο στόμα και πολύ μεγάλα δόντια κάτου από τα κόκκι-
να χείλη. Ήταν ξανθός ο Αντρέας με μάτια μεγάλα και
γλαρά, πιτισμένα με χρυσές και κόκκινες κουκκίδες. Τα
δύο ξαδέρφια ήταν αγαπημένα από μικρά κ’ έπαιζαν
πάντα μονάχα τους· τώρα επειραζόνταν μεταξύ τους,
εχωράτευαν, εκρυφογελούσαν, εκοιταζόνταν κατάμματα.
Ο Αντρέας την ετσιμπούσε κάπου κάπου, την αγκάλιαζε
κάθε τόσο, επροσπαθούσε να της βγάλει μέσα από τον
κόρφο τη χάντρα που εκρεμότουν στο μαύρο γαϊτάνι του
λαιμού της, κ’ η Μαρία, που δεν είχε ξεθυμώσει ακόμη,
τους έρριχνε λοξές ματιές, αλλά δεν έλεγε τίποτα, για-
τί δεν ήθελε ούτε τώρα να κάμει τη θυγατέρα της να
βάλει στο νου της την πονήρια. Έτσι είχε ορμηνέψει ο
Αργύρης, έτσι είχε αποφασίσει κι’ ο Γιάννης γελώντας.
Άξαφνα η Μαρία έκραξε: «Όλγα!» μίαν άλλη πολύ
μικρότερη θυγατέρα της, που έπαιζε όξω από την πόρτα
με τους δύο μικρούς αδερφούς της. Το κορίτσι, ώμορ-
φη παιδούλα έντεκα χρόνων, ντυμένη κι’ όλας σα μεγά-
λη γυναίκα, ήρθε μέσα κ’ η μητέρα της τότες της είπε:
«Να, μωρή! πάρε εδώ μία δεκάρα, κι’ άμε να μου φέ-
ρεις λίγο κρασί, για να ξεσκάσω! Πλύνε πρώτα τη μπο-
40 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

τίλια! Και κοίταξέ σου, μωρή, μην πιεις ούτε στάλα στο
δρόμο, γιατί αλιά στο κόκκαλό σου!».
«Μάλιστα!» είπε ντροπαλά το κορίτσι κ’ έγερνε τες
πλάτες για να φύγει.
«Οι άντρες μας», είπε πειραχτικά η Μαρία «πίνουνε
στ’ αργαστήρι· εμείς τίποτα! Θέλουνε με νερό να περά-
σουμε. Κι’ ο Αργύρης ως τόσο φέρνει κρυφά τση μού-
μιας του!…».
Ο Γιάννης εγέλασε, εσφόγγισε μ’ ένα πανί τα κρε-
μαστά μουστάκια του κ’ είπε: «Δος της και για με μία
άλλη δεκάρα!».
Η Μαρία ετύλιξε το πρόσωπό της στη μπόλια της, του
γύρισε απότομα τες πλάτες κ’ είπε: «Να του πεις έτσι,
Όλγα, να στείλει τον κυρ Αργύρη τον καλό τον αδερφό
να του φέρει όσο θέλει! Ναι, αυτόνε που δεν του αφίνει
ποτέ λεφτό στην τσέπη! Ακούς εκεί, ακούς εκεί! Χαχά!
Κάνουμε που λησμονήσαμε κι’ όλας ό,τι εγίνηκε τώρα
λίγο! Α εγώ, ξέρεις, δε συμπαθάω εύκολα, Όλγα! Να του
φέρει ο κυρ Αργύρης, αφού τούδωκε κι’ όλας την εξου-
σίας να δέρνει!… Ας τον έχει και γυναίκα του».
Τα δύο μεγάλα παιδιά, η Αμαλία κι’ ο Αντρέας, εγέ-
λασαν από καρδιάς, διασκεδάζοντας με το θυμό της κι’
ο Γιάννης έκαμε πως δεν άκουσε· μόνο έσκυψε απάνου
στο τραπέζι κ’ εμάκραινε το λαιμό του πασκίζοντας να
της ιδεί το πρόσωπο. Αυτή με την άκρη του ματιού της
τον είδε, εκοκκίνισε και του γύρισε πάλι απότομα το κε-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 41

φάλι. Καμπόσες στιγμές δεν εμίλησε κανένας. Ο Γιάννης


αποτέλειωσε το φαγητό του, ξανασφούγγισε το στόμα
του με το κουρελιασμένο πανί, κ’ έγυρε σιγά σιγά ως
που άγγιξε με τον αγκώνα τη γυναίκα του. Αυτή εκοκκί-
νισε πάλι, εκοίταξε ολόγυρά της, απίθωσε το άδειο πιάτο
της στο τραπέζι, τόσπρωξε μ’ ορμή ως τη μέση, εσηκώ-
θηκε άξαφνα και βάζοντας τα χέρια στη ζώνη της είπε:
«Σήκω μωρή Αμαλία, σήκω, να πας κάτου με τα ζα σου.
Θα με κάμετε σήμερα να σκάσω! Παίρνεις τη δουλειά
σου κάτου κ’ έτσι ράφτεις κι’ όλας… Ταφίνεις τα ζα να
ψοφάνε τση πείνας! είναι αμαρτία από το Θέονε!…».
«Πάμε μαζή!» της είπε ο ξάδερφός της.
Και στη στιγμή ευρέθηκαν ορθοί κ’ οι δύο.
«Δε μας χρειάζεται! Δε μας χρειάζεται!», τούπε πει-
σμωμένη η Μαρία και κουνώντας το κεφάλι της· «εγώ
δεν τα θέλω αυτά τα ξατρεχαρίκια! όλη μέρα ο ντρα-
ντάς κατόπι της! εγώ τα βαριέμαι αυτά τα πράματα!
τώρα εμεγαλώσατε! Κ’ έπειτα ξέρουμε ποιανού είσαι
γιος! Μχ, μχ!».
«Ωχ», είπε γελώντας ο Γιάννης και πασκίζοντας ν’
ανοίξει με κάποιον τρόπο κουβέντα· «αδέρφια είναι· σαν
αδέρφια! τι τους βάζεις στο νου την πονήρια!».
«Μωρέ Αντρέα», είπε ευτύς η Μαρία, μιλώντας επί-
τηδες μονάχα τ’ ανιψιού της, «το σόι σας, μωρέ, είναι
πάρα βρωμερό από την αρχή του, και θέλω να φυλά-
ομαι!».
42 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Ο Αντρέας εγέλασε πειραγμένος· έπειτα έσκυψε κ’


εψιθύρισε στ’ αυτί της ξαδέρφης του: «Σε σμίγω κά-
του! Άμε!».
Και τα δύο ξαδέρφια εκοιτάχτηκαν κατάμματα και
εχαμογέλασαν. Κι’ ως τόσο η Μαρία ξακολουθούσε:
«Εγώ, μωρέ Αντρέα, είμαι γυναίκα έξυπνη! Δεν αλλά-
ζω το μυαλό μου με του καλύτερου άντρα! Νάτανε κ’
οι άλλοι σαν εμένανε!…».
Και σε μία στιγμή ερώτησε κοιτάζοντας όξω από την
πόρτα: «Πού πάνε, μωρή, ανάθεμά σε, τ’ αδέρφια σου;».
«Σκολείο.»
«Αμή η κυρά αδερφή σου, Αντρέα; Α, αυτήνε τήνε
ψιλομαθαίνετε, ε; θα μπει, βλέπεις, σε μεγάλο σπίτι! Χα
χα! Μα καμιά φορά άλλα μετράει ο γάιδαρος κι’ άλλα
ο γαϊδουριάρης! Το αλησμονήσατε φαίνεται!»
«Αυτή», είπε γελώντας ο Αντρέας, «πάει κάτω από
την ώρα που αρχίσατε τον τράκο· ούτε δεν εγεύτηκε·
επήρε λίγο ψωμί μαζή της. Αυτηνής δεν τσ’ αρέσουνε οι
φωνές… δεν τη διασκεδάζουνε…».
Κ’ εγέλασε δυνατά κ’ ετήραζε την Αμαλία, που σκυμ-
μένη τώρα εμάζευε τη δουλειά της και την έβαζε μέσα
σ’ ένα άδειο στρογγυλό καλάθι.
«Μη χασομεράς!» της είπε η μητέρα της. «Έλα, έλα!»
Εκείνη εφόρεσε τη ρόκα της για να κάμει το δρόμο
γνέθοντας, επήρε στο κεφάλι το καλάθι, εβγήκε από την
πόρτα και για καμπόση ώρα εκόμη ακουότουν μέσα στο
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 43

μαγειριό η φωνή της που εμαύλιζε τ’ αρνιά για να την


ακολουθήσουν.
Αυτήν τη στιγμή ξανάρθε από το μαγαζί κ’ η Όλγα
με το κρασί κ’ εφώναξε μπαίνοντας μέσα: «Επλάκωσε
κι’ ο Καραβέλας!».
«Κακή φάουσα στο στόμα σου!» της εφώναξε θυ-
μωμένη η μάννα της, πούχε το σύστημα να καταριέται
συχνά τα θηλυκά παιδιά της· «δε σούπα, μωρή αγγε-
λοκρουσμένη, να μην τόνε λες έτσι; Α σ’ ακούει θα ση-
κώσει επανάσταση! Αυτός ο λόγος τού κακοφαίνεται,
το ξέρεις· τόνε κάνει σκυλί! γιατί δε βαστάς τη γλώσσα
σου; Μπα, μπα, μπα! Κ’ έπειτα είναι γέροντας άνθρω-
πος, και πρέπει να τόνε σέβεσαι, σαν πατέρα σου· κα-
λύτερα από τον πατέρα σου!». Κ’ έγυρε προς το Γιάννη
κ’ έκαμε περγελώντας: «Πφ! πφ!». «Κ’ έπειτα», ξακο-
λούθησε, «αυτός θα μας κάμει καλό· το ξέρεις, γιατί σας
τόπα· και μπορεί να μας το κάμει το καλό!…».
«Η μάννα σου έχει δίκηο!» είπε σοβαρά ο Γιάννης
κλειόντας κωμικά τα μάτια του.
Κι’ αυτήν τη στιγμή επρόβαλε στην πόρτα σιμώνο-
ντας μ’ αργά πατήματα ο Καραβέλας. Ήταν άντρας
εξήντα χρόνων, μα ζωηρός ακόμη και γεμάτος υγεία.
Ασπρομάλλης, χαμηλός, γεμάτος, δυνατός, μα σκευρωμέ-
νος λίγο, κόκκινος στο πρόσωπο, με μάτια λίγο θολά, με-
γάλα και κοκκινισμένα κάπως, μ’ άγρια μακρυά φρύδια,
πούχαν ασπρίσει και κείνα καθώς και το μακρύ και αρηό
44 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

μουστάκι του, και με ροδοκόκκινα χοντρά κι’ ώμορφα


χείλη, εφορούσε μια γαλάζια, χοντρή, πλατειά, βαμπα-
κερή βράκα, που του κατέβαινε ως το γόνα, άσπρες λε-
ρές κάλτσες, και τσαρούχια χωρίς φούντες στα πόδια,
ένα μεγάλο πάνινο ζωνάρι γαλάζιο στη μέση, κ’ ένα
σταυρωτό μαύρο τζιπούνι, που τρία ασημένια κουμπιά
το βαστούσαν κλεισμένο και στο κεφάλι βαθειά μία με-
γάλην ψάθα με κατεβασμένο το γύρο, χωρίς καθόλου
κορδέλλα· κ’ η ψάθα τούκρυβε όλο το πρόσωπο καθώς
περπατούσε σκευρωμένος.
«Καλό στο Θωμά!» είπε ο Γιάννης μ’ ένα χαμόγελο.
«Καλό στο Θωμά μου!» είπε γλυκότροπα η Μαρία.
«Καλή σας μέρα!» τους απάντησε αναστενάζοντας
ο γέρος και κοιτάζοντας τη γυναίκα.
Ο Αντρέας εγέλασε κάτου από τη μύτη του. Εσυλλο-
γίστηκε τι θα γενότουν εκεί μέσα αν εφώναζε κανείς το
γέρο με το παρατσούκλι του, εκοίταξε καλά τη Μαρία,
εκατάλαβε πως κανένας πλια δεν τον επρόσεχε κ’ είπε
με το νου του: «Εγώ πάω!». Κ’ εβγήκε απαρατήρητα
από την πόρτα.
«Και η Αγγέλω; πώς περνάει;» ερώτησε σοβαρά η
Μαρία.
«Ωχ, ωχ!» είπε ο Θωμάς· «ζει και δε ζει! Ως από-
ψε, ως αύριο…». Και λέγοντας έτσι εγύριζε από τη μια
κι’ από την άλλη μεριά το δεξί του χέρι και μ’ ανοιχτά
όλα τα δάχτυλα. «Και να σας πω», ξακολούθησε, «να
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 45

σας πω, Μαρία μου, καλύτερα να πάει στο καλό μία


ώρα αρχήτερα, τώρα που εγίνηκ’ έτσι. Είχε πάρα γε-
ράσει. Πάρα πολύ! Δεν εφελούσε πια για τίποτα! Μα
για τίποτα!». Κ’ εχαμογέλασε πονηρά. «Και τώρα μά-
λιστα, τες ύστερες μέρες, δεν κρατιέται πιλιό: βρωμέ-
ζεται, φτου! μου σάπισε όλα τα στρώματα, πού να σας
τα λέω… πού!».
Η Μαρία έφτυσε κ’ εκείνη κατά γης και με την άκρη
της μπόλιας της εσφούγγισε τα χείλη της. Ο Γιάννης
εγέλασε μία στιγμή κ’ είπε: «Πώς κατανταίνει ο άν-
θρωπος!».
«Επαραγέρασε, επαραγέρασε!» ξανάπε ο Καραβέ-
λας κοιτάζοντας κατάμματα τη Μαρία.
«Κ’ έτσι, καημένε Θωμά», τούπε εκείνη, «θα μεί-
νεις τώρα μοναχός σου· καλόγερος!… Καημένε Θωμά!».
«Ποιος ξέρει τι μου μέλλεται!» είπε ο Θωμάς απλώ-
νοντας τα χέρια και μαζεύοντας τες πλάτες. «Ποιος ξέ-
ρει!».
«Στην ηλικία σου!» έκαμε γελώντας ο Γιάννης.
«Παίρνεις τάχα μέτρα να πάρεις άλληνε;» τον ερώ-
τησε γελώντας η Μαρία. «Μα το ναι! είναι κοτσανάτος
ο Θωμάς, κι’ ας είναι προεστός!»
«Αν εύρω καμίανε», είπε γελώντας ο γέρος, «μι-
σόκοπη βέβαια, έτσι σαν του λόγου σου, ας πούμε, δε
ξέρω τι θάκανα!».
«Α! σ’ αρέσω», τούπε η Μαρία κοιτάζοντας με πεί-
46 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

σμα τον άντρα της κατάμματα και πιάνοντας τα κόκκι-


να μάγουλά της. Κ’ εγέλασε. «Πίνεις Θωμά μια στάλα;»
Ο Γιάννης εγέλασε από καρδιάς για πολλήν ώρα.
«Δεν εγεύτηκα ακόμα», αποκρίθηκε ο Θωμάς.
Αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο μαγειριό η Χρυσάνθη,
ωχρή σα λείψανο, σκυφτή, τρέμοντας όλη. Η Μαρία τής
έρριξε μία ματιά γεμάτη μίσος και της εγύρισε το κε-
φάλι με περιφρόνηση. Η άλλη εταράχτηκε και εκιτρίνισε
περισσότερο, μα εχαιρέτησε το Θωμά, τον ερώτησε κ’
εκείνη για την άρρωστη, κ’ έπειτα τούπε: «Ο νοικοκύρης
μου άκουσε πως ήσουν εδώ και μ’ έστειλε για να σε φι-
λέψουμε τη μερίδα σου, αφού δε μαγειρεύεις σπίτι σου,
τώρα με την αρρώστεια. Σου την έχουμε φυλαμένη!».
«Σπολλάητή σας», απάντησε ο Θωμάς. «Αλλά να μ’
αφήσετε κι’ όλας να φάω εδώ μέσα· αν το πάρω εκεί,
πρέπει να δώκω και της αδερφής μου, που βαϊλεύει την
άρρωστη. Και τότες… Αυτή ας φάει ψωμί!… αλλά σή-
μερα δεν έχω ούτε από κείνο. Δώστε μου ένα δανεικό!»
«Έχουμε κάποιο καρβέλι!» είπε η Μαρία κ’ εδάγκα-
σε άξαφνα τα χείλη της.
«Καρβέλι! Καρβέλι!» είπε ο Θωμάς κοκκινίζοντας
ολομεμιάς και κοιτάζοντας γύρω του.
«Καρβέλι!» ξανάπε κ’ εκατάλαβε πως εκόντευε να
βγει από τα όριά του και πως δεν όριζε πλια τον εαυτό
του, γιατί η λέξη εκείνη έμοιαζε στο παρατσούκλι του.
Οι δύο συνυφάδες ελησμόνησαν μεμιάς την έχθρα
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 47

τους κ’ εκοίταξαν κατάμματα η μία την άλλη. Κι’ ο


Γιάννης μετά βιας εκρατούσε τα γέλοια. Αλλά κι’ αυτός
εσυλλογίστηκε αμέσως πως ο γέρος δε θα ημέρωνε ποτέ
πλια, αν καταλάβαινε που κ’ εκείνοι τον κορόιδευαν, κ’
εμπόρεσε να κρατηθεί ως το τέλος. Και τώρα η Μαρία
με σοβαρό πρόσωπο εκατέβασε από το κρεμαστό κα-
νίστρι ένα μεγάλο, χαμηλό κιτρινοκόκκινο ψωμί, ενώ η
Χρυσάνθη αμίλητη του κένωνε το φαΐ του στο πιάτο και
του τόφερνε στο τραπέζι, σιμά στη θέση όπου ακόμη
εκαθότουν ο Γιάννης, κ’ επήγε κ’ εκάθισε σιμά στη γω-
νιά μ’ ένα κομμάτι ψωμί στο χέρι. Έβγαλε έπειτα σ’ ένα
πιάτο το λίγο μαγειρεμένο φαΐ που απόμενε κι’ άρχισε
να τρώει αργά, γιατί δεν εμπορούσε εύκολα να μασήσει.
Κι’ ο Καραβέλας άρχισε κ’ εκείνος κ’ έτρωγε σιωπηλός.
Σε λίγο τούπε η Μαρία γιομίζοντάς του από το κρα-
σί της το μισό ποτήρι: «Πιε!».
«Στην υγειά σας!» είπε ο Καραβέλας, παίρνοντάς το
από τα χέρια της.
«Καλή ψυχή!» τούπε η Χρυσάνθη με την τρεμάμε-
νη φωνή της.
Ο γέρος τής έρριξε μια λοξή ματιά φέρνοντας το πο-
τήρι στα χείλη. «Α όχι», εσκέφτηκε, «δεν ήθελε να πε-
θάνει».
«Στσι χαρές σου, Θωμά!» τον εχαιρέτησε η Μαρία
χαμογελώντας και κλειόντας του το ένα μάτι.
Αυτός την ευχαρίστησε με μια γλυκειά ματιά, ενώ
48 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

έπινε το κρασί του. Ο Γιάννης εγέλασε πάλι.


«Κ’ εγώ το ρέστο!» ξανάπε η Μαρία, φέρνοντας στο
στόμα της τη μπουκάλα. «Κανένας άλλος, τίποτα. Ας
πάνε ν’ αγοράσουνε όσοι έχουνε λεφτά! Το μαγαζί που-
λεί… Στην υγειά σου Θωμά!»
Κι’ αναποδόγυρε το κεφάλι βαστώντας με το ζερ-
βί χέρι το γιάδεμά της, και με το μπουκάλι έχυνε σιγά
σιγά στο στόμα της το κρασί.
Έπειτα εσώπασαν όλοι κ’ εκοίταζαν τον Καραβέλα
που εμασούσε με περίσσια όρεξη. Και σε λίγο η Χρυ-
σάνθη τούπε χαμηλόφωνα: «Ο νοικοκύρης μου μου μί-
λησε να πας να τον εύρεις μέσα σπίτι, που σε προσμέ-
νει. Τον εσυγχύσανε πάλε σήμερα, που να τόβρουνε από
το Θέονε! και δεν εμπόρεσε να φάει ο καημένος. Έπε-
σε στο κρεββάτι κ’ ήτανε όλην την ώρα πλαγιασμένος,
μετά βιας τώρα εσηκώθηκε, γιατί θέλει να σου μιλήσει.
Σ’ αγαπάει, Θωμά, ο νοικοκύρης μου· είναι καλός άν-
θρωπος ο καημένος· όλο στο στόμα του σ’ έχει· όλη μέρα
σε μελετάει. Ως και τη δύστυχη τη νοικοκυρά σου».
Ο Θωμάς εχαμογέλασε ανάμεσα σε δύο μπουκιές.
«Θα πάω», της απάντησε με το στόμα γεμάτο.
Κ’ η Μαρία κοιτάζοντας με μίσος τη Χρυσάνθη εψι-
θύρισε: «Η οχιά! ο κακός ο άνθρωπος!».
Έπειτα πάλι εσώπασαν όλοι. Ο Θωμάς απόφαγε χω-
ρίς να προφέρει πλια ούτε μία λέξη. Η Μαρία επηγαινο-
ερχότουν στο μαγειριό συνάζοντας τα ξύλινα κοιτάλια,
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 49

τα χοντρά πιάτα, τα σιδερένια μαχαιροπήρουνα, τ’ αγ-


γειά όπου είχαν μαγειρέψει, για να τα πλύνει· εσκού-
πισε έπειτα το προαύλι κ’ εγέμισε από τη στάμνα νερό
ένα μεγάλον κάδο. Η Χρυσάνθη αποκοιμιότουν, ενώ σιγά
σιγά εμασούσε το φαγί της· ο Γιάννης ετοιμαζότουν να
κατεβεί στα μαγαζιά.
Τέλος ο Καραβέλας εσφούγγισε το στόμα του, εση-
κώθηκε κ’ έκαμε το σταυρό του: «Παίρνω», είπε, «πρώ-
τα το ψωμί αυτό της αδερφής μου, και πηγαίνω κατόπι
αμέσως να βρω τον Αργύρη!».
«Όπως ορίζεις», τούπε δειλά η Χρυσάνθη· «σε προσμέ-
νω».
«Γεια σου!» τούπε η Μαρία μ’ ένα χαμόγελο.
Αυτός τής έπιασε το χέρι και της χαμογέλασε ευτυ-
χισμένος. «Απόψε», είπε, «το πολύ αύριο, μας αφίνει
γειες!». Κ’ εχαμογέλασε πάλι.
Σε καμπόση ώρα ο Θωμάς ευρισκότουν με τον Αρ-
γύρη στη μεγάλην κάμαρη του σπιτιού κ’ εσυνομιλού-
σαν σοβαρά κ’ οι δυο τους. Ο Αργύρης ήτανε κίτρινος
ακόμη κι’ ανάπνεε με πολλή δυσκολία, ξαπλωτός στην
καρέκλα του κι’ ακουμπώντας στο χέρι το χοντρό του
κεφάλι. Ο Καραβέλας εστεκότουν ορθός μπροστά του.
«Μην τα παίρνεις όλα κατάκαρδα», τούλεγε τούτος.
«Εγώ σ’ ορμηνεύω σαν παιδί μου· μην παίρνεις τόσες
χολοτάραξες· κάνεις κακό του εαυτού σου να ποτίζεσαι
χολή όλη μέρα! Πού θα τελειώσεις; Γλέπεις εγώ; ξεθυ-
50 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

μαίνω γλίγωρα· τα ρίχνω όλα πισώπλατα κ’ έτσι είμαι


ακόμα σαν παιδί. Όχι;».
«Αχ», είπε ο Αργύρης, «αυτή η νύφη μου! Είναι πάρα
αψιά! τι το θέλεις! Βρίζει, κάνει, φωνάζει!…».
«Σαν άλογο από στάβλο!» είπε ο Καραβέλας, και
τα μάτια του άστραψαν. Κ’ επρόσθεσε σκεφτικός έπει-
τα από λίγες στιγμές: «Οι γυναίκες θέλουνε ξύλο! Το
ξύλο μοναχά τες μαϊνάρει. Το ξύλο, λέει, ήτανε μες στον
Παράδεισο· ναι, μες στη μέση. Το λέει και το τροπάρι·
ποιο τροπάρι δεν ηξέρω, γιατί δεν είμαι βέβαια θεολό-
γος, μα ως τόσο!… Και δεν πρέπει οι άντρες ποτέ να
συγχύζονται, να χολοταράζονται, να φαρμακώνονται, να
ποτίζονται χολές… α όχι! Ο θυμός άλλο πράμα· ο άν-
θρωπος κοκκινίζει, φωνάζει, κάνει, χτυπιέται και ξε-
θυμαίνει. Ουφ!… Η χολή άλλο· αυτή καθίζει μέσα στα
σωθικά, συμμαζεύεται στην καρδιά του ανθρώπου, τήνε
κιτρινίζει, σα φλερόνι, και τήνε σαπίζει!… Να τι κερδί-
ζει ένας που χολεύεται… Εγώ, παιδί μου, δε χολεύομαι
ποτέ μου· δεν είμαι, γλέπεις, εσωτερικός άνθρωπος, δεν
έχω κακοσύνη, δε βαστάω μέσα μου πάθος! όχι. Και τη
γρηά μου, σαν εθύμωνα, την εκοπάνιζα· α! την έδερνα
κανονικά. Σαν έφταιγε, παναπεί! Δε τση χάριζα καμία,
καμία, μα τον Άγιο! Αμή τι; Μάλιστα τώρα ύστερα,
πούχε γεράσει και δεν εφελούσε, με συμπάθειο, πλια
για τίποτα… Ας επήγαινε στο καλό μία ώρα αρχήτερα·
τι να τση κάμω; κάλλιο αυτή παρά εγώ! Δεν είναι έτσι;
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 51

Κρίμα στα βυζανταρούδια που θάφινε κατόπι της! Χα,


χα, χα!». Κ’ εγέλασε.
«Αυτή τώρα πάει», τούπε ο Αργύρης κλειόντας τα
μάτια του και σα φοβισμένος από την ιδέα του θανά-
του. «Και φυσικό είναι, αφού εγέρασε. Μα ήθελα να σε
ρωτήσω: εφρόντισες καθόλου για του λόγου σου; Αυτός
που πάει δεν του χρειάζεται πλια τίποτα, μα όποιος
απομένει, θα φάει, θα πιει, θα ζήσει… Ε;»
«Έκαμα», αποκρίθηκε ο Καραβέλας, «ό,τι μ’ ορμήνε-
ψες, είναι καιρός τώρα. Ήταν τότες ακόμα καλά. Καλά;
ξωθιό μας! Εσερνότουνε ακόμας όπως όπως!… Δεν είναι
παρά έξη μήνες στην κοίταση. Επήγαμε αντάμα στου
νοδάρου κουτσάκι, κουτσάκι· εκάμαμε όσο δύο ώρες ως
που να φτάσουμε· και πόσος είναι ο δρόμος; μία σκε-
πετιά; ναι και όχι. Ο κόσμος μάς εκοίταζε κ’ εγελούσε.
Εγώ έβραζα μέσα μου, μα δεν έλεγα τίποτα, αλλοιώς
θα μ’ αρχίζανε με τα παρανόμια… Ουφ!… Ως τόσο επή-
γαμε. Κ’ εκεί ο νοδάρος, ο συμπέθερός σου, μας εκατά-
στρωσε ένα ζωντοβούλι· γράμματα, παναπεί, όπως τα
γράφουνε όσοι ξέρουνε, που ελέγανε πως όποιος από
τους δυο μας πρωτοαπεθίνησκε θάφινε κληρονόμο τον
άλλονε. Αν απέθαινα εγώ, έμενε παναπεί κληρονόμα η
αφεντιά της… Μα πώς θ’ απεθίνησκα, μάτια μου, πρώ-
τος εγώ; Αυτή και τότες μετά βιας είχε την πνοή στα
δόντια, εγώ ήμουνα και είμαι γερός και καλός… κ’ είμαι
και πλιο νέος… κ’ ύστερα είπα με το νου μου, αν πάλε
52 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

μού ήτανε γραμμένο, ε, καληώρα μου τότες!… τι είχα


να κάμω;… Μα να που γένεται όπως έλεγα. Τήνε κλη-
ρονομάω τώρα εγώ. Α λίγα πράματα, λίγα, να ζήσεις!
Σαν τα λες προικιά και τα χωριάτικα! Μα ως τόσο…
γιατί νάχω σήμερα ξένους στο σβέρκο μου; καυγάδες,
σκοτούρες σπίτι μου με τους κληρονόμους, λογαρια-
σμούς, πράματα, χίλια βάσανα!… και να δίνω πίσω τα
ποκάμισά της, που τα χάλασε εδώ και είκοσι ή τριάντα
χρόνια! ένα, ένα, όσα γράφει ή, αρεσκιά μου, όσα έφε-
ρε! Μάτια μου, νόμος κι’ αυτός! Εκείνος που τον έκαμε
ήθελε πνίξιμο!… Πνίξιμο, λέει; Πνίξιμο, όπως όλοι όσοι
κάνουνε νόμους!… Τώρα οι κληρονόμοι της θα μείνουνε
όμως με το δάχτυλο βυζάνοντας! Κ’ έχει η αδερφή της
η καλότυχη ένα κοπάδι παιδιά· αυτή δεν ήτανε στείρα,
σαν την Αγγέλω… μούλαχε εμένανε αυτός ο λαχνός· έχει
εκείνη δύο γιους, άντρες ίσια με κει πάνου, και δεν ξέρω
πόσες θυγατέρες· ένα ξαφνικό!…»
«Τέσσερις!» είπε κλειόντας τα μάτια του ο Αργύ-
ρης που εγνώριζε όλα τα σπίτια και καθενού την ιδιο-
χτησία. «Μα βάλε και κάτι άλλο στο νου σου, Θωμά:
εγώ σ’ αγαπάω σαν πατέρα μου… τόπες κι’ ο ίδιος…»
«Την ευκή μου νάχεις!» του απάντησε μ’ ένα πονη-
ρό χαμόγελο, πώλεγε πως δεν τον επίστευε· «το ξέρω,
το ξέρω που μ’ αγαπάς! σπολλάητή σου!». Κι’ ανάμεινε
μία στιγμή προσμένοντας ν’ ακούσει τι θάλεγε ο Αργύ-
ρης. «Λοιπόν τι θα μου πεις;» τον ερώτησε. «Εγλύτω-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 53

σες, λες, από τους κληρονόμους της, μα φυλάξου τώρα


από τους δικούς σου. Καλά κι’ άξια είναι τανιψίδια σου,
καλή κι’ άξια η αδερφή σου, καλός κι’ άξιος ο άντρας
της και τίμιο το σπίτι τους· ποιος λέει το εναντίο; Όλοι
φρόνιμοι ανθρώποι! Μα θα θελήσουνε ως κι’ αυτοί να σε
πάρουνε σπίτι τους, για να σε γεροκομήσουνε· έτσι θα
πούνε φυσικά! και φυσικό είναι να πας μαζή τους. Τι θα
κάμεις μοναχός; Να πας, να πας! Ναι… Μα… Και ποιον
άλλον έχεις παρά τ’ ανιψίδια σου, να σου ζήσουνε!…»
«Να μου ζήσουνε;» τον αντίσκοψε ο Θωμάς πειραγ-
μένος· «να ζήσουνε, α θέλουνε, τ’ αφέντη τους και της
μάννας τους!…»
«Και ποιους άλλους έχεις, αφού είσαι άτεκνος; Μα,
μα… Καημένε Θωμά, θα μπεις σ’ άσκημα νερά, βαθειά
πολύ και θολά· και πού να ξεβγείς απόκει; Άσκημη η
θέση σου, αν πας μαζή τους! Εκεί μέσα, στου γαμπρού
σου, είναι μαζεμένη τόση πολυκοσμία, τόση κοσμούρα,
σ’ ένα στενόχωρο σπίτι· καθένας εκεί μέσα έχει και τη
γνώμη του· από μία γνώμη καθένας· πού ναύρεις άκρη!
Κ’ είναι άντρες τ’ ανιψίδια σου· οι τρεις· το τέταρτο
ακόμη ανήλικο· αύριο μεθαύριο παντρεύονται, και θα
πέσεις, θέλεις δε θέλεις, σε χέρια νυφάδωνε… Είναι και
κοπέλλες εκεί μέσα… γιομάτο κόσμο το σπίτι! δε χωρά-
ει όλους, ούτε τώρα. Φυσικά θάρθουνε κ’ εδώ κάποιοι.
Σιγά σιγά έπειτα θα μπούνε στο χτήμα σου για να σου
το δουλέψουνε, θα ειπούνε· και κόπιασε τότες βγάλ’
54 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

τους. Δε σου λέω, παναπεί, να μην πας μαζή τους, μα…


Άκουσέ με, Θωμά: Δεν είναι τάχα καλύτερα να πάρεις
καιρό να ιδείς πώς πάνε τα πράματα και ν’ αποφασί-
σεις; Όχι ευτύς αμέσως, μπουμ-μπαμ! Με τον καιρό δεν
είναι λες, καλύτερα;» Κι όλο μιλώντας έτσι ανοιγοκλει-
ούσε τα μάτια κ’ εχαμογελούσε.
«Τόχω και γω στο νου… θα κακοπερνούσα!»
«Μη βιαστείς!»
«Έγνοια σου! Άφησέ με να κάμω εγώ… Το κακό εί-
ναι μοναχά που το γέννημά μου θέλει σκάλισμα, ο τα-
μπάκος μου μάζεμα, βούρλιασμα, ξέραμα, τόπιασμα!
όλο δουλειές! κ’ οι δουλειές θέλουνε χέρια και τα χέρια
έχουν έξοδα! Κ’ εγώ, τώρα, μπορείς να το φανταστείς,
δεν έχω! Πού να ταύρω; Η αρρώστεια τση γερόντ’σσάς
μου εβάσταξε όλα μου τα θελήματα οπίσω. Ήθελα να
βάλω εχτές ή εσήμερα δύο τρεις αργατίκισσες, μα πού
ν’ αφήκω το σπίτι; Να τήνε κλείσω μοναχή της μέσα;…
Βλέπεις λοιπόν, αν είχα μαζή μου τ’ ανιψίδια μου, οι
δουλειές μου θάτανε τώρα καμωμένες…»
«Μην πονοκεφαλιέσαι! Αύριο, αύριο, σού στέρνω εγώ
τες δύο συγάμπρισσες, τον υγιό μου, τη θυγατέρα μου
και την ανιψιά μου και σου κάνουνε όλες τες δουλειές
στον αέρα! Αν τόχες πει πρωτήτερα, τέτοια ώρα θάτανε
όλες καμωμένες· μα η μέρα απέρασε σήμερα· κι’ ούτε
αύριο δε θα μπορέσουμε, γιατί, καθώς λες, θα πεθά-
νει απόψε… όχι; Ας καρτερέσουμε λοιπόν για την άλλη
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 55

μέρα… Ξέρεις, Θωμά, τι γυναικάρα είναι η νύφη μου;


τη γης αυτή τήνε τρώει! άντρας δεν τα βγάζει πέρα κα-
νένας μαζή της!…»
«Γυναικάρα!» είπε ο Καραβέλας και τα μάτια του
άστραψαν.
Ο Αργύρης τον εκοίταξε με τα μικρά ζωηρά του μά-
τια, εκούνησε το κεφάλι κ’ εχαμογέλασε. Μα ολομεμιάς
εγίνηκε σκυθρωπός, γιατί εθυμήθηκε που ο θάνατος ολο-
ένα εζύγωνε στη γειτονιά τους, και εσυλλογίστηκε πως
κι’ ο ίδιος ήταν άρρωστος άνθρωπος και πως σε λίγο
βέβαια θ’ ανέβαινε πάλι ο θάνατος το πλάι της ράχης
και για κείνον. Κ’ η ιδέα του θανάτου τον έκανε πάντα
να τρέμει. Κ’ είπε: «Λοιπόν πεθαίνει; Αλήθεια πεθαίνει;
Αλήθεια απόψε; Ποιος ξέρει ποια ώρα;».
«Ναι!» αποκρίθηκε ανυπόμονα ο Καραβέλας, σα φο-
βισμένος μην τα λόγια του Αργύρη την εβαστούσαν ακό-
μα στη ζωή με μαγική δύναμη· «κ’ είναι ώρα να πάει
στο καλό! Είναι καλό και γι’ αυτήνε, που παιδεύεται, η
δύστυχη, σα νάχε κάμει τα μεγαλύτερα κακά! Καλό και
για μας!… Οι φλαρέοι οι φράγκοι κάνουνε καλά! Αυτοί,
λέει ο κόσμος, κ’ είναι παναπεί η αλήθεια, κάνουνε το
χρίσμα τους την ύστερη ώρα· χρίσμα; ξωθιό μας! κό-
λαση! Κι’ αν ο άρρωστος αργεί να πεθάνει, αφού τόνε
χρίσανε, για να μην τυχό ζήσει και γιατρευτεί έπειτα, ο
φλάρης τόνε πιάνει από το λαρύγγι και τόνε μένει. Να
σου πω, κάνουνε καλά· οικονομάνε έτσι του αθρώπου
56 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

καμπόσα βάσανα!».
«Τι είναι ο άνθρωπος», ξανάπε σκεφτικός ο Αργύρης·
«σαν το χόρτο του κάμπου! πράσινο σήμερα, αύριο ξερό,
άμα πατήσει ο Αλωνάρης! Κάνουμε, κάνουμε σε τούτη
τη ζωή, σα νάμαστε για πάντα μας στη γης, και δεν ανα-
νογιούμαστε που μοναχά διαβαίνουμε! Αδικιές, πλεονε-
ξίες, κλεψιές, όλα τα κάνουμε! Κ’ είναι τόσο γλυκειά ή
ζωή, κι’ ο θάνατος μάς τρομάζει τόσο! Μας τρομάζει!…
Κι’ ολομεμιάς έρχεται το μήνυμά του, και πρέπει να
το ακούσουμε, θέλουμε δε θέλουμε. Πρέπει! Πρέπει ν’
αφήκουμε, θέλουμε δε θέλουμε, αυτόν τον ώμορφον κό-
σμο κι’ όλα του τα καλά· και ποιος ξέρει τι βρίσκουμε
στον άλλον κόσμο… Άσκημα όμως έτσι! Μυστήριο!…».
Ο Θωμάς εσήκωσε τες πλάτες. «Πάω να ιδώ», είπε,
«τι γένεται αυτή η γυναίκα. Λείπω καμπόση ώρα».
«Έχε στο νου σου όσα σούπα!» του φώναξε ο Αργύ-
ρης, ενώ έβγαινε από την πόρτα.
«Μη σε μέλει!» του αποκρίθηκε.
ΙΙΙ

Ητανε νυχτα βαθεια. Το χωριό όλο εκοιμότουν, και μόνο


μέσα στο σπίτι του Θωμά αγρυπνούσαν ακόμα αυτήν
την ώρα. Ένα μαύρο λυχνάρι, κρεμασμένο από ένα καρ-
φί σιμά στο κρεββάτι, έγλυφε με την κόκκινη φλόγα του
τον παληό γδαρμένον τοίχο, τον εμαύριζε αδιάκοπα, κ’
επάσκιζε με το δειλό του φως να νικήσει τα σκοτάδια
του σπιτιού. Στη γωνιά η φωτιά είχε σβήσει, και τα
δύο χοντρά δαυλιά εκοιτόνταν απάνου στη στάχτη σαν
ξεψυχισμένα. Κ’ ήταν μέσα στο σπίτι όλα κατάμαυρα.
Μαύρη γυαλιστερή η γωνιά, ως απάνου στη στέγη, από
την αθάλη· μαύροι οι παληωμένοι τοίχοι, πώδειχναν τες
πέτρες τους· μαύρο το πατημένο χώμα του σπιτιού·
μαύρα τα δοκάρια και οι αραιές σανίδες της στέγης
από τους καπνούς πολλών αιώνων· μαύρο το κόνισμα
πάνουθε από το κρεββάτι. Και τώρα εφαινότουν ως κι’
ο αέρας μαύρος, παρόμοιος σε ψιλή πυκνή αθάλη, σκορ-
πισμένη σ’ όλο το σπίτι, κ’ εθάμπωνε του λυχναριού το
φως. Κι’ αυτή η μαυρίλα εμύριζε βαρειά από καπνούς,
από χυμένο κρασί, από πρόβατο και τράγο, και από μίαν
άλλη αηδιαστική οσμή που ερχότουν από το κρεββάτι.
Το λυχνάρι το φώτιζε. Ήταν ψηλό κι’ ακάθαρτο, πάνου
58 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

σε δύο ξύλινα στρίποδα. Και μέσαθε από το παληό,


σκισμένο και λιγδερό πάπλωμα, κι’ από το λερό χοντρό
σεντόνι, έβγαινε ένα γέρικο, λιγνό, σουρωμένο πρόσωπο,
το πρόσωπο της γυναίκας του Θωμά, που εψυχομαχού-
σε. Από τα ψιλά ωχρότατα χείλη της έβγαινε κάθε τόσο
ένας βόγγος μουγγός κι’ αδύνατος. Τα μάτια της ήταν
κλειστά μέσα στες βαθουλωμένες κι’ άπλυτες κώχες
τους· η μύτη της ήτανε μακρυά, κίτρινη, διάφανη, ψιλή
σα λεπίδι, κι’ ανοιγοκλειούσε συχνά συχνά, κι’ όλο το
αυλακωμένο μικρό κι’ άσκημο πρόσωπό της εγυάλιζε
από τον ίδρο. Ξεχτένιστα τάσπρα μαλλιά της έφευ-
γαν μέσα από τες λερές μέριζες, της σκέπαζαν ταυτιά,
κολλούσαν στα βαθουλωμένα μάγουλά της, στάσαρκο
μέτωπο, φυτίλια από δω, φυτίλια από κει, και στο λαιμό
της εφαινότουν κ’ εξεχώριζε ξερός, σαν από ξύλο, ο
λάρυγγας, που κάθε τόσο ανεβοκατέβαινε. Και τα χέρια
της, μαύρα, ζαρωμένα, κοκκαλιάρικα, παληωμένα από
την εργασία κι’ από την αρρώστεια εψηλαφούσαν αδιά-
κοπα το λιγδερό πάπλωμα, εσηκωνόνταν ανήσυχα ως το
κεφάλι της, σα για ν’ αδράξουν κάτι, και ξανάπεφταν
σιμά στο κορμί της, που κάπου κάπου ένας τρόπος το
τίναζε ολόκληρο. Και η άρρωστη όλο εβογγούσε.
Ο άντρας της ήρθε σιμά στο κρεββάτι, εστάθηκε
ορθός και την εκοίταξε. «Δεν πιστεύω να βγάλει τη
νύχτα!» είπε κουνώντας το κεφάλι.
Μία άλλη γρηά γυναίκα, η αδερφή του Θωμά, που
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 59

καθότουν καμπουριασμένη σιμά στη σβημένη γωνιά,


στο σκοτάδι, και που ακουμπούσε το κεφάλι της στον
τοίχο κ’ έπαιρνε κάθε τόσο λίγον ύπνο, του αποκρίθηκε
νυσταγμένη: «Ποιος ξέρει!».
Η ετοιμοθάνατη ετινάχτηκε στο κρεββάτι της, εβόγγησε
βαθειά δύο τρεις φορές, και φοβισμένη μισοάνοιξε το ένα
της μάτι, εκούνησε τα χείλη της, σα νάθελε να μιλήσει, κ’
επροσπάθησε του κάκου να καταπιεί το σάλιο της.
«Θα διψάει!» ξανάπε ο Θωμάς.
Η αδερφή του σηκώθηκε από τη θέση της, εχασμουρή-
θηκε, έτριψε τα μάτια της, κ’ εσύρθηκε σκυφτή ως σ’
ένα τραπέζι, που ήταν σιμά στα πόδια του κρεββατιού
και που στο σκοτάδι δεν εφαινότουν.
«Να της δώσουμε», είπε μιλώντας με τη μύτη «λίγο
κ ο ρ δ ι ά λ ο ;».
«Κορδιάλο!» εγέλασε ο Θωμάς· «το κορδιάλο μονα-
χά τής λείπει! Αυτή είναι πεθαμένη κι’ όλας· δεν τήνε
βλέπεις; Να την ανάπαυε, να λες, ο Θεός γλίγωρα για
να μην τυραγνιέται· τι τη θέλει τη ζωή έτσι; γιατί να την
κάμουμε να ζήσει περσότερο; Βρέξε της μοναχά λίγο τα
χείλη, για να μη φρύγεται η καρδιά της, και φυλάξου
μη σου πνιγεί!».
Η άρρωστη ξανατρόμαξε, σα νάχε καταλάβει, κι’
ανοιγόκλεισε το ένα της μάτι.
Η άλλη γρηά έφερε ένα ποτήρι κ’ ένα ξύλινο κουτάλι.
Το γέμισε νερό μέσαθε από το ποτήρι και τόφερε στα
60 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

χείλη της ετοιμοθάνατης. Ανέβηκε έπειτα κ’ εκάθισε στο


κρεββάτι βαστώντας το ποτήρι στο ένα χέρι και το κου-
τάλι στάλλο, και για καμπόση ώρα εκοίταζε σκεφτικά
το κίτρινο πρόσωπο της άρρωστης που σε λίγο θ’ άφινε
τον κόσμο. Τέλος εκούνησε πικρά το κεφάλι κ’ είπε:
«Καημένη Αγγέλω! πας κ’ εσύ, πας με τσου πολλούς!
Ήσουνε καλή γυναίκα, κι’ ας είχες τσι παραξενιές σου…
Πας ως τόσο διορθωμένη, ξεμολοημένη και κοινωνημέ-
νη. Και ο άντρας σου δε σούχει κατάβαρος, γιατί τον
ετίμησες όμως! Κρίμα που δεν τούκαμες κι’ αυτουνού
του κακομοίρη ένα παιδί για τα γεράματά του! Ποιος
θα τόνε γεροκομήσει; Έχει ανιψίδια, ναι, τα παιδιά μου,
μα δεν είναι το ίδιο· αυτός ως τόσο σ’ ευχαρίστησε απ’
όλα και καθ’ όλα, και στη ζωή και στο θάνατο!».
Ο τρόμος ετίναξε πάλι την ετοιμοθάνατη σύγκορμη.
Τα μάτια της επλημμύρισαν δάκρυα, και με σβημένη
πνοή τα χείλη της εψιθύρισαν: «Πεθαί…». Κι’ ακολού-
θησε ένας βόγγος βαθύς.
«Τώρα θα της κοπεί η καρδιά», είπε η άλλη γρηά
με χτυποκάρδι.
Κι’ ανάμειναν τα δύο αδέρφια από στιγμή σε στιγμή
το τέλος. Παντού η σιωπή εβασίλευε. Μία σιωπή που
την άκουαν κ’ οι δύο σα βουή μέσα στ’ αυτιά τους. Το
λυχνάρι εσπιθηροβόλησε· εχαμήλωσε το φως του, εκά-
πνισε, ανάλαμψε πάλι, κ’ η κόκκινή του φλόγα εβάλθηκε
να χορεύει…
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 61

Μακρυά μακρυά ακούστηκε το αλίχτισμα ενού σκύ-


λου. Μέσα στο καλύβι του Θωμά ή στο στάβλο του
Αργύρη κάποιο ζω αναταράχτηκε· στη στέγη του σπιτιού
κάποιο ποντίκι επερπάτησε κάνοντας να κυλήσει ένα
απάσβεστο κ’ ύστερα πάλι η σιωπή εβασίλεψε, μία
σιγαλιά που ακουότουν αδιάκοπα.
«Δεν τέλειωσε ακόμα!» είπε ανυπόμονα ο Θωμάς.
«Ακόμα!» αποκρίθηκε η αδερφή του· «ο Θεός θέλει
να την παιδέψει σε τούτην τη ζωή για νάβρει ανοιχτή
σε λίγο την πόρτα της παράδεισος!».
Η ετοιμοθάνατη εδάκρυσε πάλι.
«Μας ακούει!» είπε ο Θωμάς.
«Μας ακούει!» είπε η αδερφή του αδιάφορα. «Θέλει
δε θέλει θα πεθάνει!»
Τώρα η ετοιμοθάνατη ανακινήθηκε όλη, τα χέρια
της έπαιξαν, άνοιξε περίτρομα τα θολωμένα μάτια της,
εκοίταξε το Θωμά και την αδερφή του, και, σα νάχε
ξαναδυναμώσει άξαφνα, έρριξε πρώτα δεξιά κι’ αριστε-
ρά το λυωμένο κεφάλι της, επήρε δύο τρεις φορές την
πνοή της, εκατάπιε με δυσκολία, κ’ είπε: «Δε μπορώ!
δε μπορώ!… φφ! φφ!».
Κ’ επροσπάθησε του κάκου να σηκωθεί και να κα-
θίσει στο κρεββάτι.
«Μα δε μπορώ! φφ… φφ!…» ξανάπε ιδρώνοντας.
«Σε λίγο ησυχάζεις και για πάντα!» της είπε σοβαρά
η άλλη γρηά κουνώντας το κεφάλι· «σε λίγο!…». Και
62 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

της έπιασε το χέρι για να μη χτυπιέται. «Στον άλλον


κόσμο δεν είναι ούτε πόνοι, ούτε λύπες, εκεί που θα
πας! Σε λίγο…»
«Δε μπορώ, μα δεν μπορώ!…» ξανάπε αδυνατισμέ-
νη η ετοιμοθάνατη κι’ απλώθηκε σα λιγοθυμημένη στο
κρεββάτι.
«Απέθανε;» ερώτησε ο άντρας της.
«Όχι», είπε η αδερφή του.
Κι’ ακολούθησε πάλι νεκρική σιωπή. Επρόσεχαν κ’
οι δύο πώς έπαιρνε άταχτα την πνοή της, κάθε μορφα-
σμό πώκαναν τα φρυμένα χείλη της, κάθε κίνημα του
λαρυγγιού της, κάθε μικρό ανοιγόκλεισμα του ματιού
της, προσμένοντας κ’ οι δύο το γλίγωρο τέλος της. Και
για μία στιγμή η σιγαλιά της νύχτας εζωντάνεψε. Σε
κάποια γειτονιά του χωριού ένας πετεινός ελάλησε, μία,
δύο, τρεις φορές, κ’ εσώπασε. Και του αποκρίθηκαν σε
μία στιγμή από διάφορα μέρη δύο, έπειτα τρεις, έπειτα
κι’ άλλοι πολλοί πετεινοί, και το λάλημα όλο εσίμωνε
από γειτονιά σε γειτονιά, σ’ όλο το χωριό, και τώρα
ακούστηκαν ξάστερα και βροντερά τα λαλήματα του
πετεινού της γειτονιάς τους, και πλιο ξάστερα ακόμα
εβγήκαν μέσα από το στάβλο του Αργύρη δυνατά και
χαρμόσυνα. Κ’ έπειτα της γειτονιάς τα ορνίθια εσίγασαν,
κι’ ακούστηκαν πάλι τα μακρυνώτερα λαλήματα, ως που
σε λίγο πάλι η σιγαλιά απλώθηκε κ’ εβασίλεψε.
«Πρώτο λάλημα ορνιθιού!» είπε ασυλλόγιστα ο Θωμάς.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 63

H ετοιμοθάνατη άνοιξε τα μάτια, κ’ είδε τον άντρα


της σιμά της. Τον εκοίταξε καμπόσες στιγμές κατάμμα-
τα, και τούπε με αδύνατη φωνή, βραχνά, βραχνά: «Μ’
έβαλες αποκάτου από τη γης, Καραβέλα!».
Εκείνος, ακούοντας αυτό τόνομα, εβγήκε αμέσως
από τα όριά του, εκοίταξε θυμωμένος τριγύρω του,
άκουσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι, εκατάπιε
με δυσκολία και, μη μπορώντας να κρατηθεί, εσήκωσε
ψηλά το γρόθο του, άνοιξε τα μάτια του, έκαμε δύο
βήματα οπίσω, κ’ είπε: «Ως κ’ εδώ! μα ως κ’ εδώ που
θα σκατοψοφήσεις, θα με πειράξεις! Ανάθεμα την ψυχή
που θα δώκεις του Διαόλου!».
«Όξω απόδω!» εφώναξε τρομαγμένη η αδερφή του·
«τόνε μελετάς εδώ, τέτοια ώρα, που θα της βγει η ψυχή!
Ο αναθεματισμένος κάθεται τώρα κάπου εδώ τρογύρου
για να την αρπάξει, αν μπορέσει, την αμαρτωλή ψυχή!…
Φτου του, φτου του!… Κ’ εσύ τόνε κράζεις; Μα δεν
ξέρεις τι χάρη τούκαμες!… Φτου του, φτου του!».
Τα μάτια της ετοιμοθάνατης εθόλωσαν. «Καραβέλα!»
ξανάπε με σβημένη πνοή.
Αυτός ξαναθύμωσε, έτριξε τα δόντια, εσήκωσε το χέρι
του για να τη χτυπήσει, μα, μετανοιώνοντας ολομεμιάς,
έτρεξε κι’ άνοιξε την πόρτα σα νάθελε να φύγει.
«Εκεί που θα πας», είπε, «δεν ξέρω πού, πες του
πατέρα σου, πες της μάννας σου που ακόμα ως τα
σήμερα τους αναθεματίζω!…». Κ’ εκίνησε για να φύγει.
64 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«Πού πας;» τούπε η αδερφή του κατεβαίνοντας από


το κρεββάτι και πιάνοντάς τον από τον ώμο· «μοναχή
μου εδώ δε μένω, γιατί σκιάζομαι!… Μα, καημένε Θωμά,
γιατί τήνε ξεσυνερίζεσαι; ούτε ξέρει πλια τι λέει, ούτε
σ’ ακούει πλια!…».
«Ααχ!» έκαμε ο Θωμάς σφίγγοντας τα δόντια του.
«Καραβέλα!» ξαναψιθύρισε η άρρωστη από το κρε-
βάτι.
Η άλλη γρηά τής έφραξε το στόμα.
«Ανάθεμά σε, ανάθεμα τον πατέρα σου, ανάθεμα τη
μάννα σου», ετραγούδησε ο Καραβέλας, σηκώνοντας
τη φωνή σα νάψαλλε και χτυπώντας με το πόδι του το
ρυθμό. «Ανάθεμά σε!»
Κ’ έμεινε ορθός στην πόρτα του, κοιτάζοντας ένα ένα
ταστέρια. Έβλεπε λίγα μονάχα, σ’ ένα μικρό κομμάτι
τουρανού, γιατί το πλάι της ράχης, με τα ψηλά μαύρα
κυπαρίσσια και τάλλα τα δέντρα, που αυτήν την ώρα
εφαινόνταν χαμηλωμένα, σα σκοταδερές μάζες μέσα στο
διάχυτο φως της αστροφεγγιάς, τούκρυβε το περσότερο
μέρος. Έμεινε έτσι καμπόση ώρα. Μέσα στο σπίτι τώρα
κανένας πλια δεν εμιλούσε. Αφοκράστηκε κι’ ανάμεινε,
περιμένοντας ν’ ακούσει από το στόμα της αδερφής
του το τέλος. Ανάμεινε ακόμα, και στο ύστερο είπε
ανυπόμονος: «Απέθανε;».
«Ακόμα», απάντησε η άλλη· «δε θ’ αργήσει πολύ!».
«Τι ώρα νάναι;» ερώτησε τον εαυτό του στενοχω-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 65

ρημένος, κ’ εξανακοίταξε τάστρα… «Ως κ’ οι πετεινοί


σφάλλουνε!» εμουρμούρισε. «Κάποτες λαλούνε τρεις
ώρες πριν φέξει! Ως κ’ οι πετεινοί!»
Ταστέρια πώβλεπε δε τα γνώριζε· και τάλλα δεν
εφαινόνταν. Μα ολομεμιάς είχε ησυχάσει κι’ ανάπνεε
μ’ όλη του τη δύναμη τον ψυχρό καθαρόν αέρα της
νύχτας. Από τες σούδες έκραζαν χιλιάδες βατράχοι, όλοι
με μία φωνή, αφίνοντας κάθε τόσο στιγμές χωρίς κανένα
κράξιμο· πάνου στα δέντρα ετρίλλιζαν οι γρύλλοι.
«Τι ώρα νάναι;» ξανάπε σκεφτικός. Κ’ εθύμωσε
άξαφνα, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει. Κ’ είπε
πειραγμένος: «Οι εληές του κόσμου, οι άκλερες, και τα
περιβόλια του αρχόντου, ανάθεμα τον πατέρα του, μας
κρύβουνε ως και τάστρα!». Μα εμετάνοιωσε άξαφνα
για την κατάρα και ξανάπε σε μία στιγμή: «Γατί τον
αναθεμάτισα, τούτην την ώρα, τον καλό τον άνθρωπο;».
Κ’ εθυμήθηκε το γέρον άρχοντα, με την ώμορφη κ’ ευ-
γενικιά θωριά του, με τα κάτασπρα γένεια του, με τους
γλυκούς του τρόπους, με το αγαθό χαμόγελο και την
αγαθή, συμπονετική ματιά του. «Τέτοια ώρα!» ξανάπε
με το νου του· «σε λίγο η Αγγέλω θα τον απαντήσει στον
άλλον κόσμο, κι’ αν μ’ άκουσε, θα του το πει!… Μα εκεί,
παναπεί, αυτή θάναι κυρά, κι’ ο άρχοντας δούλος! Έτσι
λέει το Βαγγέλιο!».
Και βγήκε όξω, κ’ έκαμε το γύρο του σπιτιού, κ’
εσταμάτησε στον κήπο του για να ιδεί στην Ανατολή
66 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

αν έβγαινε ο Αυγερινός, και πασκίζοντας από άλλους


αστερισμούς να μαντέψει τη θέση της Πούλιας, γιατί
τα γέρικα μάτια του δεν έβλεπαν πλια τα μικρά της
αστέρια.
«Είναι», είπε τέλος, ξαναμπαίνοντας στο σπίτι,
«τρεις ώρες να φέξει!… Τρεις ώρες ακόμη!…».
Εκοίταξε ολόγυρά του. Η άρρωστη ανάπνεε ακόμη
ξαπλωμένη στο κρεββάτι. Η αδερφή του είχε ξανακα-
θίσει σιμά στη γωνιά, κ’ έπαιρνε πάλι κάποιον ύπνο.
Αυτός έβγαλε από το ζωνάρι του μερικά φύλλα καπνού
τυλιγμένα κ’ ένα μικρό μαχαίρι, εκάθισε στου στρίποδου
την άκρη, που έξεχε από το κρεββάτι, έσπρωξε με το
κορμί του το στρώμα τόσο που εφάνηκε μια σανίδα,
επλάκωσε με τα τρία δάχτυλα του ζερβιού χεριού του
τον καπνό, και με το δεξί του χέρι εβάλθηκε να τον
κόφτει ψιλά ψιλά, στο κόκκινο φως του λυχναριού. Κι’
όταν ετέλειωσε, τον έμασε μ’ επιμέλεια σε μία του
φούχτα και τον έβαλε στη μεγάλη τσέπη της γιακέτας
του. Έπειτα έβγαλε από την ίδια τσέπη ένα κομμάτι
τσιγαρόχαρτο, και με τα τρίμματα, πούχαν απομείνει
απάνου στο σανίδι, έφτιασε ένα χοντρό καμπούρικο τσι-
γάρο, που τόβαλε στο στόμα κ’ εσηκώθηκε και τάναψε
στη φλόγα του λυχναριού. Ετράβηξε τέλος δύο τρεις
ρουφηξιές, εκοίταξε πάλι την άρρωστη, κ’ ήρθε κι’ αυτός
κ’ εκάθισε στη γωνιά, ξάγναντα στην αδερφή του, κι’
ακουμπώντας στο χέρι το κεφάλι του, εκάπνιζε.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 67

Κι’ ως τόσο η ετοιμοθάνατη έλεγε τώρα πάλι λόγια


δικά της. Εμιλούσε με τον πατέρα της, με τη μάννα της,
με τα πεθαμένα της ταδέρφια. Έλεγε πως ήταν ακόμη
παιδάκι, έκραζε τάλογό τους, που είχε ψοφήσει είκοσι
χρόνους πίσω, και κάθε τόσο εβογγούσε και κάθε τόσο
έκλαιγε. Κι’ αυτός την άκουε αδιάφορος.
Τώρα είχε ανοίξει το μάτι της κ’ έλεγε πάλι: «Ένα
αστέρι! ω ένα αστέρι!… Λάμπει από ανάμεσα από τα
κεραμίδια… Εδώ βέβαια το σπίτι θα στάξει… Είναι
καρφωμένο στον ουρανό, μα εγώ το βλέπω… και δεν
προβατεί… στέκεται ασάλευτο… Γιατί δεν προβατεί και
κείνο; Μάννα, πού είσαι; γιατί, γιατί, μάννα, σ’ έδιωξε ο
Θωμάς; για να μη μ’ αλλάξεις ούτε συ, και να με φάνε
ζωντανή τα σκουλήκια, πριν κατεβώ στον τάφο… Είμαι
μικρή κοπέλλα ακόμα… μικρή η καημένη· πώς να του
φύγω από τούτη τη φυλακή;… Γιατί πετούνε εδώ γύρω
στο φως του καντηλιού τόσες λευτερίδες;… θέλουνε να
το σβήσουνε, και θα το σβήσουνε, πάει!… Μα στη φλόγα
καίνε τα φτερά τους!… Ω πόσες μαύρες αράχνες εδώ
μέσα· μου δαγκάνουνε τα μάτια· ω, πώς τες φοβούμαι!
ω, ω! Μου φεύγει το κεφάλι… θα μου το πάρεις και θα
το κυλήσεις από την κορφή της ράχης ως την αμμουδιά·
ε; Άσπλαχνε Χάρε!… Δεν είναι κανένας κοντά μου; Ω,
ω!…»
Κ’ η κόκκινη φλόγα του λυχναριού ανεβοκατέβαινε κ’
εκάπνιζε, κ’ έρριχνε το τσιμπλιασμένο φυτίλι κάθε τόσο
68 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

μικρές σπιθούλες και κάθε τόσο εχαμήλωνε το φως. Μία


χοντρή καύτρα, σαν αναμμένο κόκκινο κάρβουνο, είχε
σταθεί πάνω στο φυτίλι, κ’ έκανε λιγώτερο λαμπρή της
φλόγας τη λάμψη. Και κάθε φορά που το φως εψήλαινε,
κατέβαινε έπειτα περισσότερο, σα νάθελε μονομιάς να
σβήσει, κι’ ανέβαινε πάλι σα να μην ήθελε ούτε κείνο
να πεθάνει. Κι’ ο Θωμάς, που εκάπνιζε πάντα το τσι-
γάρο του, όλο αποφάσιζε να σηκωθεί να ξεφυτιλήσει το
λυχνάρι και να του δώσει λίγο λάδι, κι’ όλο ανάβαλλε
τη στιγμή, κρίνοντας πως το φως του ημπορούσε ακόμα
να βαστάξει λίγη ώρα, και σα να εφοβότουν μήπως μ’
αυτό το λάδι εμάκραινε και τη ζωή της ετοιμοθάνατης·
και τα μάτια του ως τόσο ήταν βαρειά από τον ύπνο,
κ’ εκλειούσαν γλυκά ανάμεσα σε μία τραβηξιά και σε
μίαν άλλη.
Και η ετοιμοθάνατη εσώπαινε καμπόσες στιγμές και
ξανάρχιζε· και το φως όλο ανεβοκατέβαινε· κ’ είχε γίνει
τώρα σαν ένας μικρός σκοτεινός αέρας γύρω στο καρ-
βουνιασμένο φυτίλι, και τέλος δεν έπαιζε πλια, πάρεξ
ήταν παρέτοιμο να χωνέψει, δίπλα σ’ εκείνη τη ζωή
που μαζή του εσβηνότουν. Και το τσιγάρο έπεσε από
το στόμα του Θωμά, και το κεφάλι του ακούμπησε στον
τοίχο. Αποκοιμήθηκε βαρειά κ’ ερουχάλιζε…
Τον ξύπνησε η αδερφή του, που τον εσκούντησε δυ-
νατά. Μέσα στο σπίτι ήταν σκοτάδι άφεγγο, και μόνο
κάποια χαραμάδα δειλά δειλά εφώτιζε.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 69

«Δεν ακούεται», τούπε· «θάχει πεθάνει!».


«Χαράζει!» είπε ο Θωμάς κοιτάζοντας τη στέγη·
«γλυκοχαράζει!». Κ’ εσηκώθηκε ορθός μες στο σκοτάδι,
ετανύστηκε κ’ εχασμουρήθηκε δυνατά.
«Κάμε φως!» του ξανάπε η αδερφή του.
Αυτός δεν απάντησε, και νυσταγμένος ακόμα επήγε
κι’ άνοιξε το παράθυρο. Η ανατολή γλυκόφεγγε πάνου
από τα σκοτεινά βουνά, που έκρυβαν τα ουρανοθέμελα.
Κάποιο σύγνεφο στον ουρανό ερόδιζε ωχρά ωχρά. Στα
δέντρα άρχιζαν να λαλούν κάποια πουλιά. Τα ορνίθια
του χωριού εκοκόριζαν πάλι από γειτονιά σε γειτονιά.
Εδώ κι’ εκεί πατήματα ακουόνταν στου χωριού το δρό-
μο. Στη γειτονιά τους κάποια πόρτα άνοιγε· κάποιος
γείτονας έβηχε· σε κάποιο σπίτι εκουβέντιαζαν κι’ όλας.
Μέσα στο σπίτι όμως εμπήκε φως πολύ λίγο. Το
μικρό παράθυρο μόνο εσκεδιάστηκε τετράγωνο στη μαυ-
ρίλα του σκοταδιού και δεν εξεχωριζότουν τίποτα, ούτε
άνθρωπος, αν περπατούσε. Κ’ η αδερφή του Θωμά είχε
σιμώσει ως τόσο το κρεββάτι, και ψαχουλευτά έπιασε
το χέρι της Αγγέλως, κ’ είπε αναστενάζοντας: «Έχει
κρυώσει! ο Θεός σχωρέσ’ τηνε! απέθανε!».
Και σε μία στιγμή ξανάπε: «Κάμε φως! Εγώ πάω
να κράξω τη σαβανώτρα για να τη ντύσουμε· δε μπορώ
μοναχή μου!».
Κ’ εύρηκε την πόρτα κ’ ήταν έτοιμη να βγει όξω. Μα
εσταμάτησε μία στιγμή και του ξανάπε μιλώντας σιγά
70 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

σιγά, σα για να μην την ακούσουν: «Ως τόσο ό,τι έχεις να


κρύψεις, κρύψε το. Να, ξημερώνει. Και σε λίγο θάναι δω
οι κληρονόμοι της, κι’ ό,τι ήτανε δικό της θα το πάρουνε…
Μα γιατί να το πάρουνε εκείνοι, χωρίς να κοπιάσουνε,
χωρίς να τη βοηθήσουνε ούτε και στα τελευταία;…».
«Μην έχεις έγνοια», της απάντησε βρίσκοντας στον
τοίχο το λυχνάρι, και ξεκρεμώντας το· «η συχωρεμένη
μούκαμε γράμματα στο νοδάρο· κ’ έτσι δεν παίρνει
κανένας τίποτα».
Κι’ ως τόσο είχε βάλει λάδι στο στεγνό λυχνάρι, κ’
είχε γύρει τες πλάτες στο λείψανο για να μην το ιδεί
μονομιάς, όταν θα πρωτάναβε το φως, κ’ έτριψε ένα
σπίρτο στο κουτί του.
«Κανένας τίποτα», ξανάπε πονηρά, βάζοντας στο νου
του πως κ’ η αδερφή του τον ορμήνευε για να πάρει της
γρηάς του τα ρούχα για τες θυγατέρες της.
Κι’ ως τόσο το φως είχε αναλάμψει καθάριο τώρα.
Όλα ήταν όπως πριν στη θέση τους, μόνο από το κρεββάτι
δεν έβγαινε πλια κανένας βόγγος, κανένα μουρμούρισμα.
Η γυναίκα έφυγε, κι’ ο Καραβέλας εκουνούσε κα-
τόπι της το κεφάλι. Κ’ έπειτα, αποφεύγοντας ακόμη
να τηράξει το λείψανο που ήταν τόσο σιμά του, ήρθε
στο παράθυρο, έστριψε πάλι ένα χοντρό καμπούρικο
τσιγάρο, κ’ έσκυψε όξω, πιθώνοντας το κορμί του στους
αγκώνες του. Δεν αιστανότουν ούτε λύπη, ούτε στενοχώ-
ρια, μα ούτε και χαρά για το θάνατο της Αγγέλως του.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 71

Ήξερε μόνο πως αυτός ο θάνατος θάταν η αιτία που


θάλλαζε τέλεια τη ζωή του. Θα καλυτέρευε, θα χειρο-
τέρευε; Ποιος τόξερε; Το βέβαιο ήταν πως η αρρώστεια
της γρηάς είχε σταθεί μακρυνή, πολύ μακρυνή μάλιστα
για το μικρό τους το σπίτι κι’ αφού έπρεπε να τελειώσει
με θάνατο. Τώρα ως κι’ αυτή είχε λυτρωθεί, κι’ ο ίδιος
είχε λευτερωθεί. Είχαν βασανιστεί κ’ οι δύο τους. Έτσι
εσκεφτότουν, κι’ ως τόσο δεν τολμούσε να κοιτάξει ακό-
μα το λείψανο, παρά το φανταζόταν με κάποιον αόριστο
φόβο ξαπλωμένο στο κρεββάτι, με μισοανοιγμένα μάτια,
με ανοιχτό το στόμα, ξεχτένιστο, σ’ όλη του τη γεροντική
ασκημάδα.
Όξω τώρα όλη η Ανατολή είχε ασπρίσει. Χιλιάδες τα
πουλιά εκελαδούσαν απάνου σ’ όλα τα κλαριά. Το χωριό
είχε ξυπνήσει. Παράθυρα και πόρτες ανοίγονταν κάθε
στιγμή. Ακουόνταν φωνές ανθρώπων, γυναικώνε που
έκραζαν τα ορνίθια τους να τα ταγίσουν, που εμαύλιζαν
τ’ αρνιά τους, που εμάλωναν τα παιδιά τους· αντρώνε
που εκεντούσαν στο δρόμο τάλογα, που εγελούσαν στου
χωριού τα μαγαζιά· παιδιώνε που έκλαιγαν. Ήταν τέ-
λος πάντων μέρα. Και ο ήλιος σε λίγο θάβγαινε. Κι’ ο
Καραβέλας δεν εφοβότουν τώρα πλια μη τον ζύγωνε
πισώπλατα το φάντασμα της γυναικός του, μα, χωρίς να
το θέλει, εσυλλογιζότουν ακόμα την περασμένη ζωή τους,
μία ολάκαιρη ζωή!… Και τώρα αυτή ήταν στον άλλον
κόσμο, σ’ έναν κόσμο καλύτερον βέβαια από τούτον,
72 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

μα τον κόσμο αυτόν ο ίδιος δεν ήθελε να τόνε γνωρίσει


ακόμα, κ’ επροτιμούσε να μην τον γνωρίσει ποτέ, αλλά,
όταν τέλος θα τον έβλεπε και θ’ αντάμωνε εκεί την
πεθαμένη γυναίκα του, αυτή άλλη γνώρα δε θα τούδινε
παρά ένα χαιρέτιο: «Κάπου μ’ είδες, κάπου σ’ είδα!».
Για την ώρα όμως ήτανε ξαπλωμένη, νεκρή, στο κρεβ-
βάτι τους. Πού θα κοιμότουν αυτός το βράδυ, μέσα σ’
εκείνο το ίδιο σπίτι, όπου είχε ξεψυχήσει; Κι’ ακόμη
δεν την είχε κοιτάξει. Ω, θα την έβλεπε· πώς δε θα την
έβλεπε; Είχε την ώρα του. Ας έβγαινε πρώτα ο ήλιος.
Άξαφνα ο γάιδαρός του εγγάριξε στον κήπο. «Το δύ-
στυχο το ζω», είπε με το νου του, «α δεν του ρίξω λίγο
χόρτο, θα μείνει δεμένο νηστικό όλη μέρα!». Κ’ ελησμό-
νησε τότες κάθε άλλη του σκέψη κ’ εγύρισε άξαφνα για
να βγει από την πόρτα· και τότες πρωτόπεσαν αθέλητα
τα μάτια του απάνου στο λείψανο. Ήτανε άσκημο, όσο
το φανταζότουν, κι’ ασκημότερο ακόμη. Η γρηά του είχε
ξεψυχήσει μ’ αναγυρμένο το κεφάλι, στραμμένη προς
τον τοίχο, και το στόμα της είχε ζαβώσει, είχε ανοίξει κ’
είχε βαθουλώσει κ’ είχε ακόμη ανοιχτά τα γυάλινα μάτια
της και το πρόσωπό της ήταν μαύρο και τα πιθέματά
της μολογούσαν την τρομερή αγωνία.
«Αχ!» αναστέναξε ο Θωμάς, κ’ εσταυροκοπήθηκε,
κ’ έσκυψε και της εφίλησε το άσαρκο κίτρινο μέτωπο.
Κ’ έπειτα της εσκέπασε το πρόσωπο με τη δίπλα του
λερού σεντονιού, κ’ εβάδισε προς την πόρτα. Όταν άξαφ-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 73

να εσυλλογίστηκε πως η αδερφή του με τη σαβανώτρα


θ’ άνοιγαν την κασέλα, γιατί έπρεπε να ντύσουν το λεί-
ψανο, και θα μπορούσαν αυτές να κλέψουν ό,τι ήθελαν
από τα προικιά της. Κ’ έτσι ξανάρθε πάλι στο κρεββάτι,
έβαλε τα χέρια του κάτου από τα σκεπάσματα, επήρε
από τη ζώνη της πεθαμένης τα κλειδιά, επήγε κι’ άνοιξε
ο ίδιος την κασέλα, εδιάλεξε ανάμεσα στα στιβασμένα
φορέματα τ’ ασπρόρουχα που έπρεπε να της φορέσουν,
ξανακλείδωσε τέλος, έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη του,
εκοίταξε παντού μην ήταν τίποτα παραιτημένο, εφύλαξε
στου τραπεζιού το συρτάρι το ξύλινο κουτάλι και δύο
χοντρά πιάτα, έβαλε στο ράφι το γυάλινο ποτήρι, έχυσε
από το παράθυρο το τελευταίο γιατρικό, ξανάβαλε το
φλασκί στο ράφι, κ’ εβγήκε για να ταγίσει το ζω του.
Μα εγύρισε οπίσω αμέσως με την αδερφή του και τη
σαβανώτρα, μίαν άλλη γρηά, δυνατή γυναίκα κι’ άσκημη
στο πρόσωπο, κ’ εστάθηκε στην πόρτα. Οι δύο γρηές
άρχισαν αμέσως το άχαρο έργο τους. Ανασήκωσαν την
πεθαμένη, και μία αηδιαστική οσμή εχύθηκε σ’ όλο το
σπίτι, τόσο άσκημη που κ’ οι τρεις τους αθέλητα εσφά-
λισαν τη μύτη τους.
Έπειτα οι γυναίκες άρχισαν να τη γδύνουν. Και σε
κάθε κίνημά τους το νεκρό κεφάλι έγερνε από τη μία
μεριά, έπεφτε στην άλλη, έσκυφτε εμπρός ή αναποδογερ-
νότουν, και από το πεθαμένο στήθος έβγαινε κάποτε ένας
βόγγος. Άξαφνα οι δύο γυναίκες την άφησαν να πέσει
74 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

κ’ ετράβηξαν με τα δύο χέρια τους τα μάγουλά τους.


«Ω, ω, δυστυχία της!» είπαν.
«Γιατί;» είπε ο Θωμάς.
«Ω, ω Θωμά!» είπε η σαβανώτρα· «την άφηκες και
την έφαγαν ζωντανή τα σκουλήκια!».
«Εγώ;» είπε ο Θωμάς.
«Γι’ αυτό εμύριζε!» είπε αναστενάζοντας η αδερφή
του.
Ο Θωμάς έφτυσε κατά γης κ’ εβγήκε όξω αηδιασμέ-
νος για να ταγίσει το ζω του. Κ’ έμεινε πολληώρα στον
κήπο του. Κι’ όταν τέλος ξανάρθε μέσα, το λείψανο
ήταν συγυρισμένο, ξαπλωμένο απάνου σ’ ένα κάτασπρο
σεντόνι, καλοχτενισμένο, ντυμένο όλο στάσπρα. Πάνου
στο σεντόνι και στα φορέματα ήταν σκορπισμένα λεμο-
νόφυλλα και φύλλα από ένα άλλο βότανο που εμύριζε
σα ρόδο. Κι’ αυτήν τη στιγμή η σαβανώτρα έσκυψε στ’
αυτί της πεθαμένης, και χαμηλόφωνα της είπε τρεις
φορές:
«Βάστα, Αγγέλω, το λαό σου, μη ντροπιάσεις τη γενιά
σου!».
«Τι τση λέει;» ερώτησε ο Θωμάς την αδερφή του.
«Την ξορκάει», του αποκρίθηκε, «για να μην της
σπάσει η ψειροθήκη».
ΙV

Ηταν akoma πρωι. Ο Καραβέλας εκαθότουν στο πέτρινο


χαλασμένο σκαλοπάτι της πόρτας του, που ήταν τώρα
ορθάνοιχτη, κ’ εκάπνιζε σιωπηλός ένα χοντρό καμπού-
ρικο τσιγάρο. Μπροστά του εστεκότουν ορθός ο Αργύ-
ρης, χοντρός, ωχρός, παχύς, μεγάλος, ακουμπώντας στο
χοντρό ραβδί του, που το κρατούσε με τόνα του χέρι πι-
σώπλατα, κ’ εκοίταζε ολόγυρά του κ’ επρόσεχε τι εγε-
νότουν μέσα στο σπίτι· ήταν γεμάτο κόσμο. Ο Αντρέ-
ας και η Αμαλία εκαθόνταν στην πόρτα του μαγειριού,
επειραζόνταν, ετσιμπιόνταν κ’ εγελούσαν. Τα δύο αγό-
ρια της Μαρίας έπαιζαν με τα χώματα στο προαύλι· η
Όλγα και η Αγλαΐα, η θυγατέρα της Χρυσάνθης, εμαύ-
λιζαν τα ζώα για να τα πάρουν στον κάμπο.
Μέσα στο σπίτι του Καραβέλα, στο κρεββάτι, ήταν
ξαπλωμένο το λείψανο, μικρό, άσκημο, κιτρινόμαυρο, με
βαθουλωμένα μάγουλα, με στραβό το στόμα, κι’ όλο ντυ-
μένο στάσπρα. Τέσσερις γυναίκες γρηές με σοβαρό πρό-
σωπο, εστεκόνταν γύρω στο κρεββάτι κ’ επαρατηρούσαν
το λείψανο κ’ εκουνούσαν κάθε τόσο πικρά το κεφάλι.
Πάνου στ’ άσπρα σάβανα και μάλιστα στη μπόλια
του κεφαλιού έτρεχαν ανήσυχες ένα πλήθος ψείρες πα-
ρόμοιες σ’ άσπρα μερμήγκια· ένα κερί έκαιε σιμά στο
κρεββάτι· το μαυρισμένο κόνισμα ήταν απάνου στο λεί-
ψανο. Το σπίτι εμύριζε από νεκρολίβανο κι’ από χυμένο
76 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

κρασί· κανένας δεν έκλαιγε.


«Τι καλή γειτόνισσα!» έλεγε η Χρυσάνθη, και το κε-
φάλι της έτρεμε. «Την εχάσαμε! ο Θεός σ’χωρέσ’ τηνε!
ο Θεός σ’χωρέσ’ σε, Αγγέλω!»
«Τι καλή γυναίκα! τι καλή νοικοκυρά!» έλεγε η
αδερφή του Καραβέλα, εκείνη που την είχε περιποιη-
θεί· «καλή για τον άντρα της, καλή!».
«Ήμαστε», έλεγε μία άλλη γρηά, μικρή και καμπου-
ριασμένη, «πέντε αδερφάδες· τώρα απόμεινα εγώ μονα-
χή μου στον κόσμο· όλες τσ’ άλλες τσ’ έκοψε ο Χάρος!
Τσι τρεις ανύπαντρες είναι χρόνια και χρόνια, μάννα
μου! Κι’ από τη σκλήθρα του πατέρα μας μοναχή εγώ
έχω παιδιά, ζωή νάχουνε! Η καημένη η Αγγέλω μου ήτα-
νε στείρα, η σκοτεινή! Η μάννα μας την έδωκε του Θωμά
και δεν του τόπε· κ’ έκαμε άσκημα η συχωρεμένη, γιατί
ετράβηξε πολλά μ’ αυτήν την αιτία η Αγγέλω μου. Είχε
δίκηο ο άνθρωπος! επαντρεύτηκε για να κάμει παιδιά.
– Τώρα ησύχασες Αγγέλω για πάντα! Ο Θεός σ’χωρέσ’
σε!». Κ’ εκουνούσε πικρά το κεφάλι.
«Ωχ, ωχ!» είπε η σαβανώτρα· «όλοι έτσι θα πάμε!
Έχουνε περάσει τόσες και τόσες από τα χέρια μου! Και τι
παίρνει ο άνθρωπος μαζή του; Την κακοσύνη του μοναχά
ή και τα καλά του τα έργα. Ό,τι λέμε τουτηνής, αύριο θα
μας το πούνε και μας, από πάνου μας! Αν είχε στο νου
του ο άνθρωπος το θάνατο, δε θάκανε ποτέ του το κακό!».
Σιμά στη σβημένη γωνιά εκαθότουν, πάνω στο χο-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 77

ντρό ξύλο, ο Γιάννης, παχύς, ροδοκόκκινος, με μισόκλει-


στα μάτια και παρέτοιμος πάντα να μιλήσει· και μαζή
του εστέκονταν τρεις νέοι, οι ανιψιοί του Καραβέλα και
της πεθαμένης.
Πάνου στη μαύρη κασέλα, στα πόδια του κρεββα-
τιού, εκαθότουν με κρεμάμενα τα πόδια της η Μαρία
και σιμά της η αδερφή της η παπαδιά, μία γυναίκα μι-
σόκοπη, με ζαρωμένο πρόσωπο, με λίγα δόντια και ξε-
θωριασμένο της στόμα, ζωηρή και περήφανη. Οι δύο
αδερφάδες εκουβέντιαζαν για τες δουλειές τους. Εμι-
λούσαν μπερδευτά κ’ οι δύο, τόσο που ένας ξένος δύ-
σκολα θα τες εκαταλάβαινε.
«Για τη μοιρασιά», εψιθύρισε η Μαρία, «εμιλήσαμε
με τον Αργύρη».
«Με τον Αργύρη!» είπε η παπαδιά κοιτάζοντας
άγρια την αδερφή της· «και δε μου λες, τι μπαίνει ο
Αργύρης στα ιντερέσα μας; Εκουτιάθηκες κ’ εσύ, μωρή,
εκεί μέσα!».
«Μα δεν το ξέρεις παπαδιά», της απάντησε μ’ ένα
κούνημα του κεφαλιού της, «που αυτός ο μπόγιας ορίζει
όλα; Ο άντρας μου δε θέλει να μοιράσει με τον αδερφό
του, γιατί, λέει, το σπίτι πάει καλά, όπως πάει· κ’ είναι,
παναπεί, η αλήθεια. Κάθε μέρα κάτι αποχτάει ο χαντα-
κωμένος ο Αργύρης! Ο άντρας μου δουλεύει ο κακομοί-
ρης, μα στα χέρια του, αν ήτανε αυτός νοικοκύρης, θα
γενόντανε όλα καπνός! Είναι χαλαστής ο Γιάννης μου,
78 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

και το ξέρει, και γι’ αυτό φοβάται να πάει χώρια του·


φοβάται, λέει, μην πεινάσουμε· ξέρεις το Γιάννη μου,
είναι άνθρωπος χρυσός!».
«Και του παίρνει», είπε πειραχτικά η παπαδιά, «το
ρώτημα κι’ όταν θα σε κοιμηθεί;».
«Oυφ! όλο από φτα έχεις στο νου σου, σαν παπαδιά
πούσαι. Δε βλέπεις μπροστά σου το λείψανο; Πω, πω,
πω!» Κ’ ηθέλησε να γελάσει.
«Και φυσικά», είπε η παπαδιά κουνώντας το κεφάλι
της, «θέλει ως και σπίτι ο σιορ Αργύρης, για να μη σας
δώκει από το πατρικό τους! Είναι μεγάλος, γλέπεις, πα-
χύς, ψηλός, χοντρός, και το μισό δεν τόνε χωράει. Όλος
σαπούρα είναι!».
«Όχι, μας αποζημιώνετε, λέει, με χτήμα».
«Θα τα πω του παπά!» είπε η παπαδιά, και κοιτά-
ζοντας το λείψανο αναστέναξε ως κ’ εκείνη. Και κου-
νώντας πικρά το κεφάλι της ξανάπε δυνατά: «Σε λίγο
θάναι εδώ οι παπάδες και θα τήνε πάρουνε, μάτια! και
θα τήνε θάψουνε αποκάτου από τη γης, εκεί που θα
πάμε όλοι μας!».
«Όλοι μας!» είπε κ’ η Μαρία αναστενάζοντας.
«Σε λίγο!» είπε σκεφτικά η αδερφή της πεθαμένης,
σα να την είχε ξαφνίσει αυτός ο λόγος. Κ’ εκοίταξε
ολόγυρά της κ’ εκάρφωσε τα μάτια της στην κασέλα κ’
έκραξε: «Θωμά!».
«Τι μ’ ορίζεις;» της αποκρίθηκε αυτός από την πόρτα,
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 79

όπου εκαθότουν, γυρίζοντας το κεφάλι του προς το σπίτι


και βγάζοντας από το στόμα ένα πυκνό σύγνεφο καπνού.
Η γυναίκα τον εσίμωσε σιγά σιγά, προχωρώντας
σκυμμένη ως την πόρτα. «Θωμά», τούπε, «πού είναι
τα κλειδιά της κασέλας;».
O Kαραβέλας ευρέθηκε ολομεμιάς ορθός, ανέβηκε το
σκαλί, την εκοίταξε κατάμματα και θυμωμένος τής είπε,
χτυπώντας την τσέπη της χοντρής του γιακέτας: «Εδώ
είναι· εδώ μέσα!».
«Ξέρεις», τούπε η γρηά, «κι’ ας μη σου βαρυφαίνε-
ται, ξέρεις, το πράμα τση συχωρεμένης είναι τώρα δικό
μας· ό,τι κι’ αν είχε· και δε θα σου κάμουμε ξεσυνέρι-
ες, αν λείπει κάτι απ’ όσα επήρε. Είναι εδώ τα παιδιά
για να κουβαλήσουνε τα πράματά της».
«Α, οι κληρονόμοι της», είπε περγελαστικά ο Θωμάς.
«Και δεν είναι ξένοι!» είπε γλυκότροπα η γρηά γυ-
ναίκα· «είναι από το αίμα της… Αφού παιδιά δεν έκα-
με, αυτοί θα την…»
«Κάτι σκατά σάς άφηκε!» την αντίσκοψε απότομα
ο Θωμάς θυμωμένος.
«Αδιάντροπε! ξετσίπωτε!» τούπε εκείνη αναστενά-
ζοντας. «Είδες διάκριση, είδες πράμα! Ούτε το λείψανο
δε σέβεται ο αφορεσμένος. Ποιος ξέρει πώς την εκατά-
φερε! Αυτός την έβαλε αποκάτου από τη γης, την κα-
κομοίρα! Μα έγνοια σου, Θωμά, θα βρεθείς κακά στα
ύστερά σου!»
80 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Κ’ έπειτα από μία στιγμή τού ξανάπε κουνώντας


απάνου κάτου το ένα της χέρι, σα νάθελε κάτι να κόψει:
«Καραβέλα σε λένε, και Καραβέλας είσαι!».
«Καραβέλας! Καραβέλας!» είπε εκείνος κοκκινίζο-
ντας ολομεμιάς και μη μπορώντας να κρατήσει τον εαυ-
τό του· «ω, που να γένω Καραβέλας για να κόψω τα
κεφάλια των παιδιώνε σου! Εμέ με λένε Θωμά, Θωμά
Καψάλη. Καραβέλα λένε το μπόγια, το ξέρεις! Μας εκό-
πιασε κ’ η αφεντιά της εδώ, κληρονόμα, με τα παιδιά
της, για να μας βρίσει!». Κ’ εσήκωσε το μεγάλο δάχτυ-
λο του δεξιού χεριού του και το χόρευε μαζεύοντας τες
πλάτες.
«Μάλιστα, μάλιστα! Και δεν κοπιάζει να ρωτήσει
πρώτα το νοδάρο και να ιδεί τι γράμματα είναι καμω-
μένα!»
Κι’ ολομεμιάς ησύχασε και καθίζοντας πάλι στο σκα-
λί του ξακολούθησε με την πλιο γλυκειά του φωνή: «Ο
καημένος ο πατέρας τσ’ Αγγέλως μου, ο Θεός σ’χωρέσ’
τονε, ήταν κερατάς! φυσικός κερατάς! Ένα ώμορφο κέ-
ρατο του το φύτεψα εγώ του καημένου μες στη μέση
από το μέτωπό του· εκεί! Μχ! Η καημένη μου η Αγγέλω
μ’ αγάπησε, γλέπεις! Ας αφήκουμε κατά μέρος τσι δόξες
τσ’ άλλης αδερφής σας… πφ! πφ! και με τον ξάδερφό
σας το μακαρίτη, και με τον άρχοντα, και με ποιόνε δεν
ακούστηκε!… Πού να τα λέμε τώρα! Πού! Και οι άλλες
οι αδερφάδες σας που εμείνανε ανύπαντρες κι’ απε-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 81

θάνανε; ακόμα σέρνεται στον κόσμο τόνομά τους. Πώς


να λησμονηθεί! Α, καλά πέταυρα και κείνες! μμ! μμ!».
Κ’ έκλεισε τα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού του
και τανεβοκατέβαζε γυρμένα προς τα πάνου.
«Και παλαιόθε όλες οι θειες σας κ’ οι παλαιές σας;
όλες μία σειρά, οι καημένες! Φυσικό είναι· πού πέφτου-
νε τα μήλα; Αποκάτου από τη μηλιά! Λίγο παρέκει, λίγο
κατά κει, μα πάντα αποκάτου, πάντα!…»
Μέσα στο σπίτι μετά βιας εκρατούσαν τα γέλοια.
Η αδερφή της πεθαμένης, ωχρή και θυμωμένη, δεν ήξε-
ρε πλια τι να κάμει. Εκοίταξε όλους, τον έναν κατόπι
στον άλλον, σα να ζητούσε προστασία, έκαμε νόημα
στα παιδιά της που αμέσως εσηκωθήκαν από τη γωνιά,
όπου ακόμα εκαθόνταν, ήρθε σιμά στο λείψανο, έκαμε
το σταυρό της, έσκυψε κ’ εφίλησε την εικόνα πρώτα και
κατόπι, με πολλή προφύλαξη, γιατί εσιχαινότουν, ανά-
λαφρα το μέτωπο της πεθαμένης κ’ εβγήκε από το σπί-
τι. Τα παιδιά της την ακολούθησαν.
«Αδιάντροπε Καραβέλα», του ξανάπε θυμωμένη
φεύγοντας και φτυόντας κατά γης.
Αυτός ξανάρχισε πάλι το βρίσιμο στον ίδιον τρόπο
με χαϊδευτική φωνή, και τέλος τής είπε: «Σταμάτα, να
χαρείς τα μάτια σου, νοικοκυρά μου! Νάτος ο νοδάρος,
ρώτησέ τονε αν σας άφηκε τίποτα». Κ’ έδειξε με το δά-
χτυλο το δρόμο που ανέβαινε τη ράχη.
Και πραγματικά ανέβαιναν τώρα τον ανήφορο κα-
82 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

μπόσος κόσμος. Πρώτοι πρώτοι, τέσσεροι άντρες νέοι,


γιορτιάτικα ντυμένοι με φράγκικα ρούχα, έφερναν το
νεκροκρέββατο, βαστώντας το μ’ ένα χέρι καθένας, κι’
αστειευόνταν κ’ εγελούσαν μεταξύ τους. Κατόπι τους,
και με καμπόση απόσταση, ερχόνταν οι τρεις παπάδες
του χωριού, με το μαλακό, σταυρωτό σκούφο στο κε-
φάλι, με τα παληωμένα ράσα τους, που η πολυκαιρία
τάχε πρασινίσει, και μαζή τους, τέταρτος, ο νοδάρος, ο
πατέρας της Μαρίας και της παπαδιάς, ένας άνθρωπος
πολύ γέρος, ψηλός, σκευρωμένος με ένα χοντρό ραβδί
στο χέρι, με μία μεγάλη παλιά αρχοντική ψάθα στο κε-
φάλι. Ήταν κι’ αυτός φράγκικα ντυμένος. Η παληά του
γιακέτα είχε σταθεί κάποτες καστανή, κ’ ήταν ξεφτι-
σμένη, σε πολλά μέρη, και μπαλωμένη σε πολλά μέρη,
και μάλιστα στους αγκώνες, με ρούχο από άλλο χρώ-
μα, πρασινωπό, από κάποιο παληό ράσο του γαμπρού
του, και τα σειρωτά πανταλόνια του ήταν μπαλωμένα
και κείνα στα γόνατα κι’ από πίσω, στον ίδιον τρόπο.
Κ’ ήταν στεγνός πολύ ο νοδάρος, και το πετσί του ήταν
διάφανο, και τα μάγουλά του ροδοκόκκινα από χίλιες
φλεβίτσες που εφαινόνταν σα δίχτυ από τριχάρια κάτου
από το διάφανο δέρμα του· κ’ ήταν κόκκινη κι’ όλας η
άκρη της μεγάλης κ’ ίσιας μύτης του, που όσο ανοιγο-
κλειούσε, καθώς έπαιρνε τη πνοή του. Και οι κώχες των
ματιών του, που ήταν ακόμη ζωηρά και μαύρα, και τα
μηλίγγια του, δίπλα στ’ άσαρκο ζαρωμένο μέτωπό του,
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 83

ήταν βαθουλωμένα πολύ, καθώς και τα στεγνά μάγουλά


του· κ’ ήταν κόκκινα τα ψιλά του χείλη και ψαλιδισμέ-
νο το μικρό κάτασπρο μουστάκι του. Οι τρεις παπάδες
εμιλούσαν με το νοδάρο σοβαρά και μεγαλόπρεπα, κ’
εμεγαλοφωνούσαν κάνοντας διάφορες χειρονομίες, κ’
εξέταζαν εκείνην την ώρα το μεγάλο και φριχτό μυστή-
ριο του θανάτου.
Κατόπι τους ερχόνταν καμπόσα παιδιά, ξυπόλητα τα
περσότερα και ξεμανίκωνα, που εγελούσαν κ’ εμετωρι-
ζόνταν μεταξύ τους. Ένα εβαστούσε το ασημένιο θυμια-
τήρι, ένα άλλο τον ασημένιο σταυρό βγαλμένον από το
κοντάρι του, που το κρατούσε παραμάσκαλα· κι’ άλλα
παιδιά έφερναν τα χρωματιστά άμφια των παπάδων δι-
πλωμένα και γυρισμένα ανάποδα και τ’ αγιασματάρια
τους· και τέλος ανέβαιναν μαζή το δρόμο μία εικοσαριά
άνθρωποι για ν’ ακολουθήσουν το ξόδι.
Και η αδερφή της πεθαμένης, βλέποντας τον κόσμο,
εστάθηκε για να μην περάσει ανάμεσα στους άντρες
στο στενό το δρόμο, κ’ επερίμεινε. Τώρα οι παπάδες κι’
ο νοδάρος μαζή τους είχανε φτάσει μαζή με το νεκρο-
κρέββατο στην πόρτα του Καραβέλα· κ’ ενώ οι τέσσεροι
άντρες τόμπαζαν στο σπίτι, τούτος, πριν ακόμα χαιρετή-
σει, εφώναξε: «Κυρ νοδάρε, ξήγησε της νοικοκυράς εδώ
αν έχει δικαιώματα· ξήγησέ της, γιατί με φορτώνεται·
θέλει, ναι και ναι, νάναι αυτή κληρονόμα!».
Κι’ ο νοδάρος με την ψιλή, τρεμάμενη, σβημένη φωνί-
84 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

τσα του, που μετά βιας ακουότουν και που έβγαινε σαν
ανάλαφρη πνοή από τα ροδοκόκκινα μικρά του χείλη,
ενώ όλο το πρόσωπό του εφαινότουν να γελάει, γιατί
τέτοια ήταν η όψη του ως κι’ όταν ήταν λυπημένος ή θυ-
μωμένος, είπε: «Εγώ, εγώ έκαμα το ζωντοβούλι, επέρσυ,
επέρσυ σαν τώρα! είναι, είναι καθολικός κληρονόμος ο
Θωμάς, ο Θωμάς στα παντοία αγαθά της! Μάλιστα!».
«Βλέπεις;» είπε ο Καραβέλας, «μούκαμε διάταξη
που δεν τήνε κόφτει ούτε η Όστρια!».
Τώρα οι παπάδες είχανε φορέσει τα φελόνια τους
μπρος στην πόρτα, κ’ ένας ένας ιεροφορεμένος έμπαινε
στο σπίτι. Το λείψανο ήταν κι’ όλας ξαπλωμένο στο χα-
μηλό μαύρο νεκροκρέββατο, και οι τέσσεροι καλοντυμέ-
νοι νέοι ήταν στη θέση τους, παρέτοιμοι να το σηκώσουν.
Οι παπάδες έβηξαν, ευλόγησαν, εθυμιάτησαν, παίρνο-
ντας θέση γύρω στο λείψανο, κ’ είπαν καθένας ένα τρι-
σάγιο, ενώ οι γυναίκες κ’ οι άντρες που ήταν μέσα στο
σπίτι, εσταυροκοπιόνταν αδιάκοπα κι’ αναστέναζαν. Ο
Καραβέλας είχε μείνει όξω κ’ οι ανθρώποι πούχαν έρθει
με τους παπάδες τούδιναν ένας ένας το χέρι, βγάνοντας
με τάλλο την ψάθα από το κεφάλι. Το παιδί, πούχε το
σταυρό, τον έστησε στο κοντάρι, εκείνο με το θυμιατήρι
έτρεξε και το γέμισε αθράκια στο μαγειριό του Αργύρη,
και το πήρε μέσα στο σπίτι.
Κατόπι άρχισαν οι συνηθισμένες ψαλμουδιές, κι’ ο κό-
σμος εστάθηκε ξεσκούφωτος. Εσταυροκοπήθηκαν όλοι,
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 85

κι’ όλα τα στόματα είπαν: «Ο Θεός σ’χωρέσ’ την!». Κ’


ύστερα από λίγες στιγμές ξαναφάνηκαν όξω οι παπάδες,
επήραν θέση πίσω από το σταυρό, σε μια γραμμή κ’ οι
τρεις τους, ο καθένας μ’ ένα χοντρό σβημένο καινούργιο
κερί στο ζερβί χέρι και μ’ ένα λιανό κι’ αναμμένο στο δεξί
τους. Το παιδί με το θυμιατήρι έτρεξε και τόδωκε του
ψηλού παπά, που ήταν στη μέση, και του φίλησε το χέρι.
Μία στιγμή ανάμειναν όλοι· και τέλος εβγήκε από την
πόρτα το αλαφρό νεκροκρέββατο στον ώμο των τέσσε-
ρων ανθρώπων, πηγαίνοντας απάνου κάτου καθώς τού-
τοι κατέβαιναν το χαλασμένο σκαλοπάτι.
— Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια! άρχισαν ψάλ-
λοντας οι τρεις παπάδες, και το ξόδι εξεκίνησε.
Ο κόσμος ανάμεινε ακόμη μία στιγμή, για ν’ ακολου-
θήσει πρώτος ο Καραβέλας. Και τούτος ετήραζε τώρα
ολόγυρά του, είδε το λείψανο με τους παπάδες, που
έφευγε στον κατήφορο, κ’ εστενοχωρήθηκε· και, σα νά-
παιρνε στη στιγμή απόφαση, εφώναξε βιαστικά μέσα
στο σπίτι: «Καλές νοικοκυρές, κοπιάστε τώρα στην ευκή
του Θεού! Σπολλάητή σας· θα κλείσω το σπίτι μου· ποι-
όνε θα παρηγορήσετε εδώ μέσα!».
Οι γυναίκες εκοίταξαν η μία την άλλη για μία στιγ-
μή, αναποφάσιστες, και τέλος ακολούθησαν όλες μαζή
κάποιαν που ξεκίνησε πρώτη. Έβγαιναν όλες πιάνοντας
μία μία το χέρι του γερόντου, που ανυπομονούσε, και
λέγοντάς του: «Ζωή σε λόγου σου».
86 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Κι’ αυτός εχαιρετούσε με τόνα χέρι, κ’ εβαστούσε


με τάλλο την πόρτα από το μεγάλο κλειδί της. Απ’ όλες
ύστερη έβγαινε τώρα η αδερφή του, που και κείνη τον
ευκήθηκε και, σταματώντας σιμά του, τούπε με παρά-
πονο: «Τόσες μέρες Θωμά, την εβαΐλεψα εγώ· και με
διώχνεις έτσι τώρα; Το ελάχιστο άφησέ με να πάρω τα
φορέματά της!».
Ο Θωμάς άνοιξε θυμωμένος τα μάτια του.
«Άφησέ με να κλείσω», της είπε· «εφύγανε· δε βλέ-
πεις; Είναι τώρα η στιγμή; ουφ, ουφ! Έρχεσαι άλλη
ώρα!». Κ’ εβλαστήμησε χαμηλόφωνα.
Η γρηά αδερφή του επέρασε αργά αργά από μπρος
του, στρέφοντας αλλού το πρόσωπο· κι’ ο γέρος, άμα
την είδε όξω, ετράβηξε μ’ ορμή την πόρτα του, την έκλει-
σε με θόρυβο, την εκλείδωσε βιαστικά και μουρμουρί-
ζοντας, κ’ έτρεξε να σμίξει το ξόδι που κατέβαινε τον
κατήφορο της ράχης. Κι’ ο κόσμος σιωπηλός τον ακο-
λούθησε.
V
Ειχε περασει κι’ ολασ το μισο καλοκαιρι, κ’ ήτανε αργά
προς το βράδυ. Ο Βοριάς εφυσούσε δροσερός, κι’ ο ου-
ρανός ήταν γαλάζιος όλος και χωρίς ούτε ένα σύγνεφο.
Πέρα η θάλασσα εφαινότουν αφρισμένη, και τα βουνά
απόπερα θαμπά, ηλιολουσμένα, με σκοτωμένο κίτρινο
χρώμα. Το χορτάρι είχε ξεραθεί παντού κ’ εκυμάτιζε
συρίζοντας. Τα κυπαρίσσια εχτυπιόνταν τόνα με τάλλο,
σκύφτονας κάθε τόσο προς τη γη.
Κι’ ο Καραβέλας εκαθότουν στη δροσιά, μοναχός του,
στο πέτρινο χαλασμένο σκαλοπάτι της πόρτας του. Εφο-
ρούσε μακρυά άσπρα γένεια, γιατί εβαστούσε ακόμη τη
λύπη της γυναίκας του, κ’ εκεί που εκαθότουν εσκάλιζε
με το στρογγυλό κοπίδι του μία ρόκα. Είχε ξύσει πρώ-
τα μ’ επιμέλεια το ίσιο, χλωρό, εληίτσινο βλαστάρι, κι’
από τη μέση κι’ απάνου είχε χαράξει πέντε ζωνάρια,
ανασηκωτά τα τρία, βαθουλά τάλλα δύο, και με προσοχή
εσκάλιζε τώρα στα τέσσερα πατώματα, με τη μύτη του
κοπιδιού, λοξές γραμμές που αντισταυρωνόνταν και μέ-
σαθε από τα μικρά τετράγωνα που σκηματίζονταν έτσι,
έβγαζε μικρά κομματάκια από το ξύλο. Κι’ όλο δουλεύ-
οντας, ετραγουδούσε μονότονα:
Ώμορφο πούναι τώμορφο πέντε φορές και δέκα,
Κι’ απ’ όλα το καλύτερο ο άντρας με τη γυναίκα.
88 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Και ξανάρχιζε αδιάκοπα το ίδιο τραγούδι.


Ήταν εκεί καθισμένος από πολλή ώρα. Κ’ ήταν η ώρα
που του χωριού οι γυναίκες επήγαιναν στη βρύση. Κ’
ένα μπουλούκι επρόβαλε στην κορφή της ράχης. Ερχό-
νταν από την πίσω μεριά του χωριού, για να κατεβούν το
δρόμο που περνούσε μπρος στην πόρτα του Καραβέλα.
Οι γυναίκες εγελούσαν μεταξύ τους κ’ εμιλούσαν μεγα-
λόφωνα. Είχαν όλες δίπλα την άδεια στάμνα τους στο
κεφάλι, κοπέλλες ανύπαντρες οι περσότερες, νέες γυ-
ναίκες κάποιες, και μία ηλικιωμένη προεστή μαζή τους·
κι’ αυτή εφαινότουν σα να οδηγούσε όλες τες άλλες.
«Τα απανωμερίτια!» είπε με το νου του ο Καραβέ-
λας· «η χάβρα και η λάβρα! Είχα λησμονήσει που θα
διαβαίνανε κι’ απόψε!». Κι’ ακούοντας τες φωνές τους,
η πρώτη του ορμή ήταν να σηκωθεί και να μπει αμέσως
μέσα στο σπίτι, μα δεν τόκανε γιατί δεν ήθελε να φανεί
πως τες εξέφευγε. «Αν αρχίσω έτσι» ξανάπε με το νου
του «θα με πάρουνε στο μεζέ και τότες; Καλό ξημέρω-
μα!». Και ξακολούθησε τη δουλειά του και το τραγούδι,
κάνοντας πως δεν τες προσέχει:
Ώμορφο πούναι τώμορφο πέντε φορές και δέκα,
Κι’ απ’ όλα το καλύτερο ο άντρας με τη γυναίκα!
Οι γυναίκες μία στιγμή είχαν σταματήσει, και μία
κοπέλλα ανήλικη ακόμη, μαυρειδερή, ξυπόλητη, λιγνή,
μικρή και άσκημη είπε άξαφνα: «Μωρές κοπέλλες! ο
Καραβέλας μωρές!… Γιά τονε!». Και ξεκαρδίστηκε στα
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 89

γέλοια και τον έδειξε με το δάχτυλο εκεί που εκαθό-


τουν. Εγέλασαν τότες κ’ οι άλλες.
«Μωρές, τσωπάστε, μωρές, που είναι ντροπή! Τσω-
πάστε, που να σας πιάσει το γλυκύ σας!» είπε μιλώντας
με τη μύτη και γελώντας η γρηά, μία γυναίκα κατακόκ-
κινη στο πρόσωπο, ξυπόλητη, ξεχτένιστη και που εφο-
ρούσε μίαν αντρίκια γιακέτα τρίπαληα, πάρα μεγάλη,
με σκισμένες όλες τες τσέπες. «Είναι ντροπή, μωρές, και
θα μας βρίσει! κ’ είναι γέροντας άθρωπος! Καθίστε, λέω,
φρόνιμες! Ω πολύ κακό σήμερα· εγώ γυρίζω πίσω!» Κ’
εγελούσε δυνατά και κείνη.
Εχυθήκαν όλες μαζή στο στενό μονοπάτι που κατέ-
βαινε το πλάι, κ’ εροβόλησαν, πηδώντας και γελώντας,
τη ράχη, ως τα πρώτα σπίτια. Και τότες μία άλλη ψηλή
νέα με κανονικά πιθέματα και με ζωηρά μάτια, αλλά
μαύρη πολύ στο χρώμα, εφώναξε πασκίζοντας ν’ αντι-
κρατήσει το χαχάρισμά της: «Καλησπέρα σου, Θωμά·
ρόκες φτιάνεις;».
«Θα μου χαρίσεις μίανε», του φώναξε κάποια άλλη.
«Είναι ντροπή, είναι ντροπή!» είπε πάλι με τη μύτη
η γρηά, κρύβοντας με τη λερή της μπόλια ένα πονηρό
χαμόγελο. «Μην πειράζετε, μωρές, τον ξένο νοικοκύρη!
Προβατείτε, γεια σας! προβατείτε!»
«Απόχηρος, καλόγερος τώρα ο κακομοίρης ο Καρα-
βέλας!» είπε μία μικρή ώμορφη γυναίκα, δαγκάνοντας
τη μπόλια της.
90 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Όλες εξέσπασαν τότες σε δυνατά γέλοια, ενώ η γρηά


τούς ξανάλεγε: «Προβατείτε, μωρές!». Και με τους αγκώ-
νες εσκουντούσε δύο τρεις που ευρισκόνταν σιμά της.
Μα ως τόσο ο γέρος, που δεν είχε δώσει απάντηση,
άφηκε ολομεμιάς τη δουλειά του, επέταξε με θυμό το
κοπίδι και τη ρόκα που εσκάλιζε, έκοψε στη μέση το
τραγούδι του, εκοκκίνισε, κ’ εκατάλαβε πως του ήταν
αδύνατο να βαστάξει τον εαυτό του, μ’ όλο που ήξε-
ρε πως θα συγχιζόνταν περσότερο. Και της αποκρίθηκε
καλότροπα, κάνοντας τάχα πως εγελούσε:
«Απόχηρος! τι να γένει; ως που να σε πονέσει η
καρδιά και νάρθεις εσύ, καλή μου κοπέλλα, για να μου
κάμεις συντροφιά στο κρεββατάκι μας! Δε θα πάθεις
κανένα κακό, κοκόνα μου! αλήθεια σού λέω, κανένα!».
Και λέγοντας έτσι, όλο εχαμογελούσε κι’ όλο εκου-
νούσε το κεφάλι του. Μα βλέποντας πως όλες εξεραι-
νόνταν στα γέλοια, ξανάπε: «Ελάτε, ελάτε όλες σας, ως
και η αφεντιά σου που είσαι γρηά — δεν πειράζει· ελά-
τε να σας μάθω εγώ σκολείο, μεγάλο σκολείο, από κεί-
νο που δεν είναι ουδέ στην Αθήνα! Ναι, ναι είναι κρίμα
να πάτε αγράμματες στο γαμπρό, όταν θα σας πιάσει
στα χέρια του!… Είμαι γέροντας εγώ, μα σας λέω άγια
λόγια, καλύτερα από του Βαγγέλιου!…».
Κι’ ολομεμιάς μη κρατώντας πλια το θυμό του, εφώ-
ναξε: «Ανάθεμα την πίστη που πιστεύετε!».
«Μη χολεύεσαι έτσι, Θωμά!» τούπε η γρηά καλότρο-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 91

πα, ενώ οι άλλες εξακαρδιζόνταν, «και μην κολάζεσαι!


Συμπάθησέ τες, Θωμά μου· είναι ανέμυαλες αυτές, και
συ γέροντας, γνωσεμένος άνθρωπος!».
«Μη θυμώνεις, Καραβέλα μου!» τούπε πειραχτικά
κάποια.
«Έλα, Κατερινιό, σπίτι μου, έλα μέσα», της απάντη-
σε, «έλα να ιδείς αν είμαι γέροντας όπως με λέτε, να
ιδείς! σούχω φυλαμένη ρακή και κουνιά, να πιεις όσο
σου αρέσει. Κ’ η σουκιά μου είναι γιομάτη σύκα· θ’ ανε-
βείς απάνου να τα φας όλα μαγάρι! κ’ εγώ θα κάθομαι
αποκάτου σου και θα τηράζω· χα, χα, χα!». Και λέγο-
ντας έτσι εκουνούσε το κεφάλι του.
Άξαφνα εφάνηκε στην πόρτα του ο Αργύρης, παχύς,
χοντρός, μεγάλος και κατακίτρινος. Εχτύπησε θυμωμέ-
νος το χοντρό ραβδί του στο πέτρινο κατώφλι του, κι’
όλες εσώπασαν στη στιγμή.
«Μωρές παληογαϊδάρες», επάσκισε να φωνάξει με
τη ψιλή του φωνή, «δεν έχετε καμία ντροπή; Τι είναι
αυτά που κάνετε; διαβαίνετε τες ξένες γειτονιές για να
περιπαίζετε τον κόσμο στο σπίτι του; Θα σας καταγγεί-
λω! και θα πάτε φυλακή! Δεν ντεπόσαστε κι’ όλας! Λέτε
πως δεν έχει υπεράσπιση ο γέρος άνθρωπος; εγώ τον
έχω σαν πατέρα μου: ξέρετέ το, κι’ αμέτε να χαθείτε!».
Οι γυναίκες επήραν ντροπιασμένες τον κατήφορο
τρέχοντας όλες μαζή, και σε μία στιγμή δεν εφαίνο-
νταν πλια.
92 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«Σπολλάητή σου!» είπε χαμογελώντας ο Καραβέλας


μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό.
«Μα κ’ η αφεντιά σου», τούπε σοβαρά ο Αργύρης,
«γιατί δεν μπορείς να κάνεις τον κουφό;».
«Όταν ακούω αυτό τόνομα, ανάθεμα τον πατέρα του
που μου το πρωτόβγαλε, δεν ξέρω τι μου γένεται! Μούρ-
χεται ολομεμιάς να κλάψω, να γελάσω, χολεύομαι, πα-
θιάζω, θέλω να ξεσκιστώ, να κοπώ όλος σαν το μέρμη-
γκα! Ακούω το αίμα μου να βράζει, μου ανεβαίνει από
τα πόδια στο κεφάλι, και πρέπει κάτι να πω, ή θυμω-
μένος, ή γελαστά, ή σα νάκλαιγα! Τι να κάμω; Κι’ απ’
όταν απέθανε η συχωρεμένη, επαραπήρανε θάρρος αυτά
τα τσουρδέλια! Πρώτα τήνε σκιαζόντανε, φαίνεται, τώρα
κάθε βράδυ έχω αυτήν τη ζωή! Κάθε βράδυ! Είναι θάμα
να περάσει μία μέρα χωρίς να με πειράξουνε!… Αχ, απ’
όταν μου πέθανε η συχωρεμένη, όλα μού πάνε ζαβά· και
το σπίτι μου ρουμπαραρούμ!»
Και λέγοντας έτσι έστρεφε τα χέρια του, τόνα γύρω
στ’ άλλο.
«Λείποντας εσύ», ξανάπε έπειτα από μία στιγμή,
«θάμουνα τώρα ψόφιος τση πείνας· το ψωμί που μου
δίνεις με βαστάει!».
«Δεν είναι κ’ έτσι!» είπε χαμογελώντας ο Αργύρης
και κλειόντας τα μικρά του τα μάτια· «δεν είσαι κ’ έρη-
μος! Γέρος είσαι, παιδιά δεν έχεις· τι θα πείραζε κι’ αν
εξέκανες λίγο χτήμα;».
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 93

«Γέρος; γέρος;… Μα όχι και τόσο! Η καρδιά μου εί-


ναι σαν του μικρού παιδιού, και, μα την αλήθεια, μου
φαίνεται πως ακόμα παιδί είμαι! Τόσα χρόνια και δεν
εκατάλαβα ποτέ μου πως εγίνηκα άντρας κ’ έπειτα γέ-
ροντας. Και τώρα ακόμα, που μου λένε πως εγέρασα,
μου φαίνεται πως είμαι το παιδί που έπαιζε στη γει-
τονιά μας, όπως τώρα τα δικά σου! Μου φαίνεται πως
θα βγει ο πατέρας μου για να με κράξει, η μάννα μου
για να με ταγίσει, κι’ αντίς αυτοί είναι στον άλλον κό-
σμο! Στον κόσμο της αλήθειας! Δε μπορώ λοιπόν να το
πιστέψω πως πραγματικά είμαι γέροντας!… Κ’ έπειτα
εγώ θα ζήσω πολλά πολλά χρόνια ακόμα. Και θέλω να
ζήσω· μ’ αρέσει η ζωή! Εγώ δεν έχω κακοσύνες μέσα
μου, που να με τήζουνε. Δεν είμαι παθητικός άνθρωπος
για να χτικιάσω! Α, όχι! Όπως μούρχεται η χολή, με μίας
κι’ όλας μου φεύγει. Ησυχάζω με μίας, κ’ εσωτερικό
δε βαστάω. Καταλαβαίνεις· ε; Θυμάσαι τον άρχοντα;
επήγε ενενήντα χρονώ· ο θεός σ’χωρέσ’ τονε· κι’ ο πα-
πάς, που ζει κάπου στο βουνό, είναι εκατόν τεσσάρω.
Αν αρχινήσω λοιπόν να ξεκάνω, σε λίγα χρόνια δε θάχω
τίποτα· και τι θα γένω, όταν αλήθεια έρθουνε τα γερά-
ματα; Κ’ έπειτα ντρέπομαι να πουλώ το πράμα μου!
Κι’ αλίμονό του εκεινού που γλυκαθεί και βάλει χέρι·
σε λίγο γένονται όλα μπάμπαλα! Φφ!» Κ’ εφύσησε στην
ανοιχτή του παλάμη.
«Καλά λες», τούπε πονηρά ο Αργύρης ξανακλειό-
94 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ντας τα μάτια του· «για νάσαι σίγουρος για τα γερά-


ματα, θάπρεπε να βρεις κανέναν ταχτικόν άνθρωπο και
να του κάμεις μίαν ισόβια πρόσοδο για νάχεις ένα τόσο
την ημέρα όσο ζεις και νάσαι ξέγνοιαστος απ’ όλα και
καθόλα. Είσαι της ιδέας μου; Πώς τη βρίσκεις, ε;».
Κ’ επειδή ο Καραβέλας δεν απαντούσε, ξακολούθη-
σε: «Μα αυτός ο κάποιος δεν πρέπει νάναι τανιψίδια
σου! όχι, βέβαια! κι’ ούτε κανένας δικός σου· όχι! Τι θα
τους κάμεις εκεινώνες, αν λείψουνε από το δόσιμο, κι’
όχι γιατί δε θα θέλουνε να το πλερώνουνε, μα γιατί δε
θάχουνε; Κι’ αλήθεια αυτοί δεν έχουνε ποτέ τους! Πώς
θάχουνε; Είναι τόση φαφίλια, ένας σωρός κόσμος! Ό,τι
κι’ αν μπει σπίτι τους, είναι μία στάλα νερό στη θάλασ-
σα· μικρά παιδιά, γέροι, γρηές γυναίκες, όλο αδύνατα
μέρη!… Όχι λοιπόν σ’ ένανε από αυτουνούς. Μα θα βρεις
έναν ξένονε, έναν τέλεια ξένονε, που νάχει φυσικά θεο-
σύνη! Καταλαβαίνεις τι σου λέω, να πιστεύει Θεό!…».
«Για εφέτος», είπε σκεφτικός ο Καραβέλας, «εγώ δε
θάχα ανάγκη! Μα έτυχε η αρρώστεια της. Τόσον καιρό
στο κρεββάτι, με γιατρούς, με γιατρικά, μ’ άφηκε ’πί ξύ-
λου. Ίδε άνθρωπος! Στο ύστερο επούλησα και ταρνιά της
και το γέννημα. Έλεγα να κάμω πατάτες· μου μείνανε
ασκάλιστες· κ’ είδες τι έβγαλα. Να τες!». Κ’ έδειξε με το
δάχτυλο ένα σωρούλι σε μίαν άκρη του σπιτιού. «Αυτές
είναι όλες όλες: ούτε για φυτό… Κ’ έπειτα που πέθανε,
επιάκανε οι βροχάδες. Βρέξε, διάολε, βρέξε! Κάθε μέρα
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 95

αυτή η ζωή! Και το ταμπακοχώραφο μούμεινε χέρσο!


Δεν είχα, βλέπεις, να βάλω μεμιάς εργάτες και να το
προφτάσω κάποια μέρα πώκαμε ήλιο· κ’ οι γυναίκες οι
δικές σου είχανε να κάμουνε το δικό τους. Έπεσε όλη
η δουλειά σ’ ένα χέρι, κ’ έτσι, αντίς από καπνός, εγίνη-
κε σανός για τα πρόβατα του κόσμου, και πατιέται το
χωράφι όλη μέρα· είναι μία φλίψη να το γλέπει κανείς·
τέτοιο σώχωρο αγρίωμα!… Κ’ έτσι το σπίτι μου πάει
ρουμπαραρούμ!… Έλεγα τουλάχιστο να κάμω τίποτα
γέννημα· μοναχός μου άνθρωπος, θάχα ψωμί από το
δικό μου έξη, εφτά μήνες. Επήγανε και μου το κλέψα-
νε!… Όρσε!» Και με τα χέρια του εμούτζωξε τον αέρα.
«Κάποιος συγγενής σου βέβαια!» τούπε πονηρά ο
Αργύρης· «ποιος άλλος;».
«Δεν είδα, και δε μαρτυράω! Ας έχει την κατάρα
του Θεού!»
«Σκέψου τη δουλειά που σούπα! Οι εληές σου, τα χω-
ράφια και το σπίτι, με το να κάθεσαι και μέσα, αξίζου-
νε, μα την αλήθεια! Μπορείς νάβρεις κ’ ένα τάλλαρο την
ημέρα· ένα ταλλαράκι! Και στο σπίτι να κάθεσαι ώστε
ζεις, α θέλεις. Και ξεγνοιασιά! κι’ από καιρούς, κι’ από
κλέφτες, κι’ απ’ όλα! Και να μη δουλεύεις. Να κάθεσαι,
σαν πασάς, και να φουμάρεις το τσιγάρο σου! Ως και
στη χώρα ζεις μ’ ένα τάλλαρο την ημέρα!… Σκέψου!»
«Ένα τάλλαρο;» είπε ξαφνισμένος ο Καραβέλας κι’
ανοίγοντας τα μάτια του.
96 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«Μάλιστα!»
«Και πού θα βρεθεί ο άνθρωπος;»
«Ε, θα ξετάσουμε.»
«Θα το κάνατε σεις;» ερώτησε ο Καραβέλας μ’ ένα
πονηρό γέλοιο. «Για σας το σπίτι μου αξίζει, γιατί το
ενώνετε μία μέρα με το δικό σας και τα κάνετε μαζή
ένα σεράγι.»
«Ωχ», τούπε ο Αργύρης αδιάφορος· «τι θα θέλου-
με τα πολλά τα σπίτια! Ο παλαιός ο μύθος λέει: Χτήμα
όσο βλέπεις, σπίτι όσο σε χωράει! Τα σπίτια είναι έξο-
δο. Με τες οικοδομές όλοι οι χωριάτες καταχαλιούνται.
Είναι κουτοί ανθρώποι. Άμα τύχει κ’ έχουνε δύο όβολα
ζηλεύουνε απαλάτια… Μάλιστα… Μα άφησε να μιλήσω
και ταδερφού μου· ως κι’ αυτός φυσικά ορίζει, όπως και
γω· και σου δίνουμε απάντηση».
«Ο Γιάννης;» χαμογέλασε πάλι πονηρά ο Καραβέλας·
«ο Γιάννης είναι του λόγου σου, και του λόγου σου είσαι
ο Γιάννης! Κ’ εγώ εσκεφτόμουνα αντίς αλλοιώς. Έλεγα
να ξαναπαντρευτώ, και σύντομα μάλιστα· όσο βαστιέ-
μαι ακόμα. Μπορεί νάκανα και κανένα παιδί, ποιος ξέ-
ρει!… μα κι’ ας μην έκανα· θάχα γυναίκα κοντά μου·
θάχα δούλα χάρισμα».
«Και ποια σε παίρνει, καημένε;» τούπε αμέσως ο
Αργύρης, που αυτή η ιδέα τον ανησύχησε. «Βέβαια, ποια
σε παίρνει; Ας αφήσουμε τα αστεία, τα χρόνια είναι
χρόνια. Και πάλε μπορεί να βρεθεί καμία γρηά, καμία
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 97

φτωχιά που να θέλει ν’ ακουμπήσει το κεφάλι της, μία


σαν την Αντριάνα, ας πούμε, την κουτσή, ή καμία παρό-
μοια! Μα τι έκαμες τότες; Μία τρύπα στο νερό! Θάχεις
πάλε γυναίκα για να τήνε γεροκομάς! Τα ίδια πάλε! Κ’
οι νέες δε σε παίρνουνε, βέβαια! Εξόν από καμία απελ-
πισμένη, του ριξιμιού, ή καμία που να της γράψεις εσύ
ό,τι κι’ αν έχεις, δικό της. Έτσι ναι. Μα για σκέψου τι
μπορεί να σου φυλάει η τύχη, αν το κάμεις!… Χμ! χμ!»
Κ’ εσώπασαν καμπόσες στιγμές κ’ οι δύο.
«Σε καλό σου, Θωμά!» είπε μπερδευτά με την ώμορ-
φη φωνή της η Μαρία, που ευρέθηκε άξαφνα μπροστά
τους· «για παντρειά μού είσαι! Και θέλεις και κοπέλλα,
ε; Χα, χα! Η παντρειά θέλει αντρειά, καημένε Θωμά!
Και δε βλέπεις οι κοπέλλες πώς σε σταυρώνουνε; Για-
τί; γιατί δε σε φοβούνται! Κι’ αυτή που θα πάρεις θα
γελάει, ως κι’ αυτή, μαζή σου με τσ’ άλλες αντάμα, και
σε κάνα δύο χρόνια θα σ’ έχει συγυρισμένονε! Μ! μ!
μ!». Κι’ ανεβοκατέβαζε μ’ ορμή το γρόθο της πάνου
από το μέτωπό της, κρατώντας απλωμένα το δεύτερο
και το μικρό δάχτυλο. «Φυλάξου, καημένε Θωμά», ξα-
κολούθησε, «μην τύχει και σε μπλέξουνε με καμίανε και
το μετανοιώσεις. Μα θάναι τότες αργά. Εδώ στο χω-
ριό μας υπάρχουνε γαλαντόμοι όσοι θέλεις, μπερκέτι!»
Κ’ εστριφογύρισε γλίγωρα απλωμένο το δεξί της χέρι.
«Έλεγα», είπε δειλά ο Καραβέλας· «απόφαση, πα-
ναπεί, δεν επήρα!».
98 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«Άλλους από μας δεν έχεις, καημένε Θωμά», τούπε


πάλι η Μαρία. «Όχι; Τα παιδιά τα δικά μας είναι τα
μοναχά που σ’ αγαπούνε, το βλέπεις! Έχεις παράπονο;
Δε μπορεί νάχεις παράπονο, μα τον Άγιο! Είναι τα μο-
ναχά στο χωριό, που δε σου κάνουνε πείραξη. Πες την
αλήθεια. Χα, χα! Τα σκοτώνω στο ξύλο, αν ακούσω και
σου πούνε τίποτα! Και, με μας που έντεσες, δε σου λεί-
πει τίποτα, γιατί σ’ αγαπούμε όλοι μας και σ’ εμάθαμε
τώρα. Πες την αλήθεια! Από τον καιρό που σου πέθανε
η Αγγέλω σου, ο Θεός σ’χωρέσ’ τηνε, σούλειψε κάτι; Μην
το φαΐ; μην το πιοτό; μην το πλύσιμο; μην το συγύριο
σου, το μπάλωμα, το ράψιμο, ό,τι κι’ αν σούλαχε; πες!»
«Κ’ εγώ σάς δουλεύω σ’ ό,τι μπορώ», της αποκρίθη-
κε περήφανα· «τα χέρια μου βαστούνε ακόμα. Και με
το γάιδαρό μου σας κάνω τα θελήματά σας. Καλωσύνη
σας, παναπεί, που με θέλετε· μα το ψωμί μου το βγά-
ζω, δε ζημιονόσαστε!».
«Πάω και ξανάρχομαι», είπε άξαφνα ο Αργύρης σι-
άνοντας στο κεφάλι του την ώμορφη ψάθα του· «πρέπει
να πάω, γιατί έχω θέλημα. Θα συφωνήσω ένα χωράφι
για να τ’ αγοράσουμε· πέστε τα και ξεδιαλύνετέ τα οι
δύο σας. Κι’ αν έρθει, νύφη, η παπαδιά, κοίταξέ σου να
μη κάμεις τίποτα, χωρίς εγώ να ξέρω, γιατί ο γαμπρός
σου ο παπάς δεν είναι κανένας κουτός άνθρωπος. Όταν
θα μιλήσετε, θέλω νάμαι κ’ εγώ εκεί!…».
Και, λέγοντας έτσι, επήρε τον κατήφορο, χαμογε-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 99

λώντας. Κ’ η Μαρία είπε μιλώντας με τον εαυτό της:


«Κάνε, κάνε, μωρέ Αργύρη βωζιασμένε· όσα αποχτάς δε
θα τα χαρείς, γιατί είσαι σάπιος, μωρέ! Μα είναι ανυ-
πόφερτο πράμα, δε μας αφίνεις ούτε να κινηθούμε! Τι
μπαίνεις η αφεντιά σου στο δικό μας, στο πράμα του
πατέρα μου; μα τι μπαίνεις; Καλά μού τα λέει η αδερ-
φή μου η παπαδιά! Μα!».
Κ’ έτσι λέγοντας εβγήκε από την πόρτα και κείνη, κ’
εμπήκε στο σπίτι του Καραβέλα, κ’ εβάλθηκε αμέσως
να του συγυρίζει το κρεββάτι. Έτσι έκανε κάθε βράδυ.
Κι’ ο Καραβέλας την ακολούθησε γελαστός, περπατώ-
ντας σιγά σιγά, και χαϊδεύοντας τάσπρα του τα γένεια.
Η Μαρία τον εκοίταξε κ’ έβαλε τα γέλοια.
«Όσο βαστιέσαι ακόμα», τούπε, «πας καλά έτσι, αμή
έπειτα; Έπειτα έρχονται οι κακές μέρες! Στον πάτο γρά-
φει η πόρτα!».
«Σαν το βάλω στο νου μου», αποκρίθηκε σοβαρός,
«τότες λέω πως πρέπει να πάρω σύντροφο, γιατί…»
«Μ! μ! μ!» του ξανάκαμε η Μαρία με τα δύο δάχτυ-
λα πάνου από το μέτωπό της.
«Το ξέρω», της ξανάπε, «μα τι να σου πω, μου μπο-
ρεί ακόμα η γυναίκα!…».
«Είσαι λύξουρος!» τούπε και ξεκαρδίστηκε στα γέ-
λοια.
«Κ’ έπειτα», είπε ο Θωμάς κοιτάζοντάς την με πόθο,
«δε μου χρειάζεται νάναι και τρυφερούδι. Να! μία γυ-
100 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ναίκα νοικοκυρά, γερή… σαν την αφεντιά σου, ας πού-


με!… που σου στάζει, να μην αβασκαθείς, το αίμα από
το μάγουλο!…» Και λέγοντας έτσι, σιγά σιγά την εζύ-
γωνε.
Η Μαρία ξαναγέλασε δυνατά και, ρίχνοντάς του μία
λοξή ματιά, τούπε: «Α Θωμά, α Θωμά! είσαι πάρα πο-
νηρός, εγώ σε ξέρω, καημένε μου! Παιγνίδια μού θέλεις·
ε; Χα, χα, χα! Μα ξέρεις τι λέει ο μύθος: “Παίζει ο νιος
με την κοπέλλα; άφησ’ τους κι’ ας παίζουνε! Παίζει ο
γέρος με τη νια; την… την έκαμε, την έκαμε ό,τι ήθελε
με μια!” Καημένε Θωμά, το ξέρω, το ξέρω, που σου αρέ-
σω! Χα, χα! Εμάς τω γυναικώνε αυτό δε μας ξεφεύγει…
Μα αυτή η δουλειά έχει κόκκαλα!…»
«Άκουσε, Μαρία», της είπε, και τα μάτια του εσπι-
θήρισαν· «άκουσε! Δεν είμαι νιος, μα η καρδιά μου είναι
σα δεκοχτώ χρονώ παιδιού! Αλήθεια σού λέω!».
«Σαν τράγος που είσαι!» ξαναγέλασε η Μαρία, κου-
νώντας τα τέσσερα δάχτυλά της κάτου από το πηγού-
νι της.
«Θα τα κόψω», της απάντησε πιάνοντας τα γένεια
του· «αύριο, πούναι Σαββάτο, θα τα ξουρίσω. Ω Μαρία,
πού είναι κείνος ο καιρός! Ήσουνε κοπέλλα, κ’ εγώ με-
γαλύτερός σου πολύ και παντρεμένος· και σ’ εκαμάρωνα
σαν εδιάβαινες το χωριό, ανάμεσα στες άλλες γυναίκες,
με τη στάμνα σου, ώμορφη, ώμορφη: ναι, η πιλιό ώμορ-
φη!… Ήθελα νάχα χηρέψει τότες· ω, θα σ’ είχα πάρει·
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 101

μα η τύχη μου, ανάθεμά τηνε, αποφάσισε αλλοιώτικα…


Κ’ εχάρηκα τόσο, όταν είχα ακούσει πως σ’ έκανα γει-
τόνισσα, σαν επήρες το Γιάννη, γιατί έτσι θα μπορούσα
να σε βλέπω όσο ήθελα· μα εζήλευα κι’ όλας το Γιάν-
νη που σ’ έπαιρνε… Και τώρα έχουνε περάσει χρόνια,
και τα ξαναθυμούμαι όλα αυτά, και δεν ξέρω τι γίνεται
μέσα μου… Ξανανιώνω, Μαρία, όταν σε κοιτάζω, όταν
είσαι κοντά μου, και φαντάζομαι τι θάτανε, αν ίσως…»
Και, λέγοντας έτσι, ο Καραβέλας την είχε ζυγώσει
σιμά στο κρεββάτι του, κι’ ολομεμιάς τής έρριξε γύρω της
το δυνατό του χέρι και την έσφιξε απάνου του με πόθο.
«Ω ψυχή μου!…» εμουρμούρισε.
Εκείνη τον αγριοκοίταξε πρώτα, μα δεν εμπόρεσε να
κρατήσει τα γέλοια που την έπνιξαν, και του φώναξε
ξεκαρδισμένη: «Κάτου το φαουσόχερό σου! Άφησέ με
αμέσως, κακομοίρη μου! Είσαι γέροντας, και σε σιχαί-
νομαι! Έλα, σου λέω, άφησέ με!». Κ’ έφτυσε κατά γης.
Μα ο Καραβέλας δεν την άφινε ακόμα· κ’ η Μαρία
εθύμωσε. Τον εκοίταξε άγρια στο πρόσωπο, που τώρα
ήταν σιμά στο δικό της και πούχε κοκκινίσει, και δεν
εμπόρεσε πάλι να βαστάξει τα γέλοια: «Δεν κόβεις, καη-
μένε, τα γένεια σου, πούσαι σαν τράγος!» τούπε. «Το
στόμα σου είναι χωράφι· δεν έχεις δόντι! και θέλεις και
γυναίκα! Χα, χα, χα! Τι θα σου ζηλέψουμε;»
Kαι, λέγοντας έτσι και γελώντας, όλο προσπαθούσε
να του ξεφύγει, κινώντας όλο της το κορμί.
102 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«Άφησέ με, λέω, γιατί φωνάζω! Φτάνουνε ταστεία!


Άφησέ με, Θωμά! Δε βλέπεις, καημένε, τι παλληκάρι με
κοιμάται; Είσαι γέροντας, είσαι άσκημος, είσαι σιχαμε-
ρός. Φτου, φτου!»
Και, κάνοντας μία δυνατή προσπάθεια, εκατάφερε
να λευτερωθεί από το σφίξιμό του, κ’ ήρθε σιμά στην
πόρτα.
«Α τέτοιος είσαι!» του ξαναφώναξε. «Δε θα πατήσω
πιλιό στο σπίτι σου· δε θα με ιδείς πιλιό εδώ μέσα!»
Εκείνος αναστέναξε και την εκοίταξε σα δαρμένο
σκυλί και δεν της απάντησε. Ήταν κουρασμένος από
το πάλεμα και πικραμένος. Η Μαρία ξαναγέλασε από
καρδιάς, και σα μετανοιωμένη τού ξανάπε γελώντας:
«Και πάλε ποιος ξέρει… σαν ιδώ που αγαπάς στ’
αλήθεια! Ε, τότες μπορεί να μη με βαστάξει η καρδιά!
Αλλοιώς, τι σε θέλω; Καλύτερος δεν είσαι από το Γιάν-
νη μου! Δε σ’ αφίνω όμως να κάμεις το κέφι σου και να
γελάς μαζή μου, έτσι, χάρισμα! Α όχι, καμία δουλειά,
Θωμά μου». Και τούκανε όχι με το δάχτυλο και με το
κεφάλι. «Θα ιδώ πρώτα, θα ιδώ την αγάπη σου· μα αγά-
πη μία φορά!… Αλλοιώς, χτήμα έχεις και παντρέψου,
μαγάρι αύριο. Γυναίκα βρίσκεις, είπες! Αμή τι! Πας για
να με γελάσεις· ε; Δεν το ξέρεις που είμαι πουλί πονη-
ρό, Θωμά; Κι’ αύριο να μου φέρεις εδώ μέσα καμίαν
άλληνε και να τη βλέπω σπίτι σου και να γελάτε μαζή
και να μου κάνετε πείσματα! Αυτό γυρεύεις να μου κά-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 103

μεις! Έξυπνος που είσαι, Θωμά! Μα αυτά μαζή μου δεν


περνάνε! Όχι, όχι!»
«Κάνω ό,τι θέλεις», της απάντησε ο Καραβέλας, χά-
νοντας τα λογικά του και σμίγοντας τα χέρια· «έλα,
Μαρία, κι’ ας είναι όλα δικά σου! Έλα, κ’ έχε με έπειτα
για δούλο σου στο σπίτι μου, και δίνε μου μονάχα ογ-
γιά το ψωμί κι’ ογγιά το νερό· ό,τι έχω και κατέχω πάρ’
το! Μα έλα, ψυχή μου! Σου τα παραδίνω όλα· κι’ αν το
θέλεις, κάνω σαν το Γλαβοστάθη πώκανε τα μαϊκά και
που παράδωκε του Διαόλου ως και την ψυχή του, και
δεν εβάσταξε για τον εαυτό του παρά μισό κουτάλι στο
ζωνάρι του. Ω μη μου φύγεις! Δε με ψυχοπονιέσαι;».
Η Μαρία εγελούσε πάντα. Ο αλαλιασμένος γέροντας
την εδιασκέδαζε· και τώρα δεν τον εφοβότουν. Πισώ-
πλατά της ήταν η πόρτα.
«Θα ιδούμε», τούπε· «στο χέρι σου είναι!». Και, σα να
εντρεπότουν, έκρυψε με τη μπόλια της το πρόσωπό της.
Κι’ αυτήν τη στιγμή την έκραξε απ’ όξω ο άντρας
της που ξαναγύριζε από τη δουλειά του στο σπίτι, χο-
ντρός, δυνατός, νέος.
«Ορίστε», του απάντησε, κατεβαίνοντας με χαρά τα
χαλασμένα σκαλοπάτια του σπιτιού του Καραβέλα, κ’
ευρέθηκε όξω.
«Τα ξαναλέμε», εφώναξε του Καραβέλα, που, ακο-
λουθώντας την, έβγαινε κ’ εκείνος από το σπίτι του τα-
ραγμένος και λυπημένος.
104 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Ο Γιάννης εστεκότουν ορθός στο κατώφλι του σπιτιού


του, και η Μαρία τούπε γελώντας: «Γιάννη, Γιάννη, τι
επήγες να πάθεις σήμερα! Λίγο έλειψε, μα πολύ λίγο!
κι’ ο Θωμάς σ’ εκεράτωνε! Ωωω, κάπρος!».
Ο άντρας της εταράχτηκε μία στιγμή, εκοίταξε πρώ-
τα το Θωμά, που εβάλθηκε να τρέμει και που κατέβα-
σε το βλέμμα, κ’ έπειτα κατάμματα τη γυναίκα του, με
τα αγαθά του μισοκλεισμένα μάτια. Η Μαρία δεν είχε
πάψει ακόμα το γέλοιο της κ’ εκοίταζε περιφρονητικά
το γέροντα. Κι’ ο Γιάννης τότες εβάλθηκε ως κι’ αυτός
να γελάει δυνατά, κ’ έγνεψε της Μαρίας να τον ακο-
λουθήσει.
Κι’ ο Καραβέλας εκούνησε πονηρά το κεφάλι του, κ’
είπε σα να μιλούσε με τον εαυτό του, μα αρκετά μεγα-
λόφωνα ώστε να τον ακούνε κ’ οι άλλοι: «Μα τον άγιο
Σπυρίδωνα, ο Αργύρης μούδωκε σήμερα την καλύτερη
ορμήνεια! Είμαστε σύφωνοι όλοι! και θα κάμω ό,τι μου
λέει. Θα ρωτήσω το νοδάρο άμα τον ιδώ. Έτσι θα φχα-
ριστηθεί, λέω, κ’ η Μαρία!… και…»

Ηταν ενα αλλο απογιομα, κ’ ήταν ακόμη καλοκαίρι. Ο
ήλιος επήγαινε να βασιλέψει, χρυσώνοντας όλες τες κορ-
φές των βουνών. Στο σπίτι του Αργύρη ήταν, αυτήν την
ώρα, μονάχη η Χρυσάνθη στη μεγάλην την κάμαρη, κ’
εσυγύριζε κ’ εμιλούσε μονάχη της, κ’ έτρεμε το κοκκα-
λιάρικο και γερασμένο κεφάλι της. Κ’ έλεγε, μιλώντας
μοναχή της: «Τον εφάγανε οι έγνοιες τον καημένο τον
Αργύρη μου, τον καλό νοικοκύρη, τον καλό τον άνθρω-
πο! Όλο για το σπίτι του δουλεύει ο νους του, και του
δίνουνε κάθε μέρα το σπολλάητη· ησυχία δεν έχει ποτέ,
ούτε μέρα, ούτε νύχτα. Δώσε από δω, πάρε από κει,
κάμε τούτο, άφηκε τάλλο· αν ησυχάζει κ’ η θάλασσα,
ησυχάζει και το κεφάλι του. Και το άσμα του έτσι όλο
πάει χειρότερα, κάθε μέρα και χειρότερα! Και φαίνε-
ται αντίς τόσο γερός! Θερίο! Παχύς παχύς, κι’ ώμορφος
ώμορφος! Μα τόσο-δα να χολευτεί, ένα μικρό ανηφορά-
κι να κάμει, όποια άλλη δουλειά να πιάσει, κάτι να μην
του πάει ίσια, και γένεται ευτύς σαν πεθαμένος, και λα-
χανιάζει, και λέχεται, σαν το σκύλο τώρα το καλοκαίρι!
Ζωή κι’ αυτή! Κ’ εκείνη η άλλη στρυνάρι! Τρώει, πίνει,
κοιμάται τον άντρα της, φωνάζει, κάνει, δαιμονίζεται,
τίποτα! Γερός πηλός! κι’ ο Γιάννης της, γερός· κι’ όλο
106 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

γελάει, όλο γελάει, σα χάχας! Και δεν την βάζει τίποτα


τη μύτη κάτου! Πάει στην εκκλησιά, κι’ όλες γυρίζου-
νε και τήνε κοιτάζουνε, και τη ζηλεύουνε, τόσο που την
πιάνει συχνά το κακό το μάτι· φορεί τα χρυσάφια της
στο χορό, και λάμπει, ανάθεμά τηνε, όλος ο τόπος! Και
μη δεν έχουμε τα ίδια στολίδια; Όσα έχει αυτή, τάχω και
γω· όπως τα φορεί αυτή, και γω· όπου πάει αυτή, είμαι
και γω! Μα εγώ τώρα, αχ! εγέρασα! Πάει τώρα! Πώς να
πολεμήσω με τα χρόνια; τα μαλλιά μου ασπρίσανε, τα
δόντια μού πέφτουνε, το κεφάλι μου τρέμει, εγιόμισα
ζάρες· πάνε οι καλοί καιροί, πάνε! Κι’ αυτή ξανανιώνει!
Στάζει αίμα το μάγουλό της· θυμώνει και γένεται κόκκι-
νη, φωτιά! δουλεύει κ’ ιδρώνει, και γερεύει περσότερο,
και δεν αρρωστάει ποτέ της… Αχ!». Κ’ έτσι λέγοντας
έσπρωχνε σκυμμένη τα σκουπίδια όξω από την πόρτα
με μία χαμηλή σκούπα από κλαρί μυρτιάς.
Σε λίγο μία γυναίκα ερχότουν γνέθοντας σπίτι τους.
Την εχαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο και της είπε: «Καλώς
όρισες, παπαδιά μου!».
«Καλό στη συμπεθέρα!» της απάντησε η παπαδιά,
σταματώντας μπροστά της και στρίφοντας το αδράχτι.
«Όρισε μέσα να καθίσεις. Μέσα είναι δροσιά καλύ-
τερη, γιατί μπαίνει κι’ από τα παράθυρα αέρας.»
Εμπήκαν κ’ οι δύο μέσα. Η παπαδιά έβγαλε από τη
ζώνη της τη ρόκα και την απίθωσε σε μία γωνιά σιμά στο
παράθυρο, κ’ ήρθε κ’ εκάθισε απάνου στη μεγάλη κασέλα.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 107

«Επήρα», είπε, «τη ρόκα μου για να μη διαβώ από


το φόρο με κρεμάμενα τα χέρια· καματερή είναι. Και οι
άντρες αφορμή γυρεύουνε για να μιλούνε· κάθονται και
ξετιμώνουνε όποιανε περνάει… Αμή η Μαρία;».
«Όπου κι’ αν είναι, επλάκωσε», της αποκρίθηκε η
Χρυσάνθη τρέμοντας με το κεφάλι και καθίζοντας σε
μία καρέκλα σιμά στο τραπέζι. «Πάει στο χωράφι μας
για θέλημα κ’ εμίλησε να τήνε προσμένεις. Παίρνεις
καφέ, παπαδιά;»
«Mην πειραχτείς!… Πού θα πας τώρα;»
«Εγώ πουθενά. Στο μαγειριό είναι η θυγατέρα μου.
Εγύρισε από το πλύμα και κάνει τη μπουγάδα της. Φω-
τιά έχει αναμένηνε. Καμία πείραξη δεν είναι!» Κ’ έκρα-
ξε: «Αγλαΐα, έλα να κάμεις τον καφέ τση παπαδιάς·
κάμε μου και μένανε!».
«Σε λίγο θάναι εδώ κι’ ο παπάς μου κι’ ο πατέρας
μου», είπε.
«Για κείνην τη δουλειά, βέβαια· ε; Καλώς νάρθουνε.»
«Για τη δουλειά μας!» είπε η παπαδιά, πειραγμέ-
νη λίγο και βρίσκοντας πως η Χρυσάνθη δεν έπρεπε να
γνοιάζεται για την ξένη υπόθεση.
«Α ναι», είπε η Χρυσάνθη· «κι’ ο νοικοκύρης μου το
λέει· οι δουλειές καλό είναι να τελειώνονται σύντομα·
ευρέθηκε τώρα τρόπος;».
Aυτήν τη στιγμή εμπήκε μέσα η Αγλαΐα, μία ώμορ-
φη χοντρή κοπέλλα, δεκαπέντε χρόνων, ξυπόλητη, δίχως
108 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

μπόλια στο κεφάλι και με ανασηκωμένα τα μανίκια·


εχαιρέτησε την παπαδιά, επήρε δύο φλιτζάνια από το
ράφι, και ξαναβγήκε αμέσως.
«Ο Αργύρης», είπε η παπαδιά, «είναι ξένος, και δε
μπορεί νάχει γνώμη. Το όλο είναι ο Γιάννης. Αυτός ορί-
ζει την αδερφή μου, κι’ αυτός θα της πει τι έχει να κά-
μει: αν θα πει το ναι ή το όχι!».
«Δεν το ξέρεις, παπαδιά», είπε πειραγμένη η Χρυ-
σάνθη, «που ο Αργύρης μου, ζωή νάχει, είναι του σπιτιού
το τεμόνι; Ο Γιάννης, χωρίς να του πάρει το ρώτημα,
δεν κάνει ούτε τόσο-δα!». Κ’ έδειξε την άκρη του δά-
χτυλού της. «Και σωστό είναι: γιατί ο Αργύρης μου, το
λέει όλο το χωριό, έχει περσότερο μυαλό, αυτός ξέρει κι’
ορμηνεύει ως και τους ξένους, έρχονται εδώ ανθρώποι
και ρωτιώνται σ’ αυτόνε, σα να πηγαίνανε στον αβου-
κάτο! Το Γιάννη τόνε ρωτάει για τον τύπο… γιατί είναι
τυπικός άνθρωπος ο Αργύρης μου. Και, ξέρεις, παπα-
διά, τα δύο αδέρφια είναι αγαπημένα σα δύο αγγέλοι,
όσο και να μαλώνουμε εμείς οι γυναίκες. Και φυσικό
είναι: από μικρά τα κυνηγήσανε τάλλα τους ταδέρφια
από άλλη μάννα, κι’ ο Γιάννης αφοκράστηκε τη μάννα
του κι’ απακουμπίστηκε στον Αργύρη κι’ αυτός, πες, τον
εκουνάρησε, αυτός τον επάντρεψε, τούκαμε τα στολίδια
της γυναίκας του, όσα έχω και γω… Ο πατέρας τους τον
είχε αφήκει μικρόνε, κι’ ο Αργύρης μου τον επήρε μαζή
του με τη μάννα τους· κ’ επήγανε χώρια κ’ οι τρεις τους·
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 109

κ’ έτσι ο Γιάννης τόνε θεωρεί ακόμα σαν πατέρα του.»


Η Αγλαΐα έφερε αυτήν τη στιγμή τον καφέ, κρατώ-
ντας τα φλιτζάνια ένα σε κάθε χέρι, τον επρόσφερε στες
δύο γυναίκες, και ξαναβγήκε αμέσως χωρίς να μιλήσει.
Η παπαδιά την ακολούθησε με το βλέμμα. «Καλή
κοπέλλα» είπε· «δεν ακούεται σε τίποτα!».
«Τσι κοπέλλες μας», είπε με καμάρι η Χρυσάνθη, «τσι
μαθαίνουμε γρέτζικα. Ο νοικοκύρης μου, πούναι φρόνι-
μος, δε θέλει μεγαλοπρέπειες! Θέλει να μάθουνε όλα τα
θελήματα από το πρώτο στο ύστερο, θέλει να μη βαριού-
νται, να μη ντρέπονται τη δουλειά. Μόνο που δεν ξενο-
δουλεύουνε. Αυτό όχι. Και θέλει έτσι, για να μπορούνε να
πάρουνε κ’ έναν άνθρωπο πλιο δεύτερο, αν τους λάχει.
Οι μεγάλοι θέλουνε προικιά πολλά και δεν είναι πάντα οι
καλύτεροι. Πολλές φορές προκόβουνε καλύτερα οι προ-
στυχώτεροι. Κι’ αν καρτερούμε μοναχά μεγάλους, μπορεί
να μείνουνε ανύπαντρες σαν τσι θειες τους που εγεράσα-
νε έτσι!… Και, ξέρεις, παπαδιά, είμαστε όλοι με τη γνώ-
μη του νοικοκύρη μου. Φυσικά, αυτός είναι το τεμόνι!».
«Το τεμόνι», είπε η παπαδιά πειραγμένη και μ’ ένα
χαμόγελο.
«Το τεμόνι!» είπε βεβαιώνοντας η άλλη. «Κ’ είμαστε
όλοι σύφωνοι και σ’ αυτό και σ’ ό,τι άλλο πει· γιατί ό,τι
λέει είναι για το καλό του σπιτιού· κ’ είμαστε αγαπη-
μένοι, όπως θέλει ο Θεός!… Τι μπαίνει που κάποτες…»
Η παπαδιά άνοιξε ξαφνισμένη τα μάτια της: «Αγα-
110 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

πημένοι!» είπε· «μα με την αδερφή μου ούτε δε μιλεί-


τε, και μαλώνετε κάθε στιγμή, συμπεθέρα μου! Είσαστε
παράξενες και οι δύο! Και μοναχά την ημέρα που θα
μεταλάβετε, αγαπιόσαστε για καμία ώρα, και την ίδια
μέρα αρχίζετε πάλε τα ίδια!…».
«Μην τα λογαριάζεις αυτά! η γρίνια δε μας χωρί-
ζει. Και ποια φαμίλια δεν έχει γρίνια; Πάμε μπροστά
έτσι τόσα χρόνια!… για το ιντερέσο όμως είμαστε πά-
ντα σύφωνες! Είδες ταδέρφια, σαν είναι μικρά παιδιά,
τσακώνονται όλη μέρα, δέρνονται όλη μέρα… έτσι κι’ ο
Αργύρης μου έδινε ξύλο του αδερφού του όσο θέλεις·
κάθε μέρα!… Σαν εμεγαλώσανε όμως, λησμονηθήκανε
όλα, κ’ είναι τώρα μέλι γάλα. Το ίδιο και μεις, να ζή-
σεις!… κ’ οι άντρες μας δε μας ακούνε.»
Ως τόσο είχαν πιει κ’ οι δύο τον καφέ τους· η παπα-
διά αναποδογύρισε το φλιτζάνι της πάνω στο πιατάκι
του και το απίθωσε στο τραπέζι· η Χρυσάνθη σηκώ-
θηκε, το πήρε, και μαζή με το δικό της το φύλαξε στο
ράφι. Έπειτα ήρθε στο παραθύρι κ’ εκοίταξε πέρα το
δρόμο. Κ’ οι δύο γυναίκες ξακολούθησαν την ατέλειω-
τη ομιλία τους.
Σε λίγο η Χρυσάνθη είπε: «Η Μαρία επλάκωσε!».
«Ναι;» της αποκρίθηκε η παπαδιά, σκύφτοντας από
τάλλο παράθυρο.
Κάτου από τα μάτια τους, ομπρός τους, δεξιά κι’
αριστερά, απλωνότουν το μεγάλο χωριό, με τη μεγάλη
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 111

κίτρινη εκκλησιά του στη μέση, με τες ανώμαλες μαυ-


ρισμένες στέγες του· πολλά κεραμίδια εκάπνιζαν αυτήν
την ώρα. Και τα σπίτια ήταν χτισμένα πυκνά πυκνά στη
μέση του χωριού, σε ανηφόρια, σε σιάδια και σε λακ-
κώματα, άλλα μικρά κι’ άλλα μεγάλα, όλα με μικρο-
στά παράθυρα, παληά και καινούργια, σοβαντισμένα κι’
ασοβάντιστα, άλλα λοξά απάνω στα στριφτά σοκάκια,
άλλα με την πρόσοψη στο δρόμο, κι’ άλλα με μόνο το
ένα αγκωνάρι τους· κι’ αραιώναν προς το έβγα και προς
τες άκρες του χωριού, χτισμένα μέσα στους κήπους τους,
ανέβαιναν μία χαμηλή ράχη ανάμεσα σε καλαμιώνες, κ’
εκατέβαιναν ως τα σώχωρα, εκεί που στα λαγγάδια οι
εληές άπλωναν τ’ αργυροπράσινο φουντωτό κλαρί τους.
Ο αμαξωτός δρόμος έσκιζε το χωριό στη μέση, από
άκρη σ’ άκρη, αλλά από τα παράθυρα του Αργύρη δεν
εφαινότουν, παρά έκανε σαν ένα χάσμα ανάμεσα στες
μαυρισμένες στέγες, κ’ εφανερωνότουν μόνο στο έβγα
του χωριού, σ’ ένα γύρισμα, όθε επερνούσε πλατύς πλα-
τύς, κατηφορητός και κάτασπρος, στα ριζά της άλλης
ράχης με τα σπίτια και τους καλαμιώνες, κ’ εκατέβαινε
ίσιος καμπόσο για ν’ αφανιστεί πέρα, πίσω από ένα βου-
νάκι φυτεμένο όλο μ’ αργυροπράσινες εληές και μαύ-
ρα κυπαρίσσια και πούχε στην κορφή του μίαν ώμορφη
μικρή κίτρινη εκκλησιά, μ’ ένα χαμηλό καμπαναριό με
τρεις μικρές καμπάνες.
Σ’ εκείνον τον πλατύ το δρόμο ανέβαιναν τώρα ως
112 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

διακόσια πρόβατα, όλα ένα κοπάδι, συντρυμωγμένα όλα,


το ένα σιμά στάλλο, ξαλλάζοντας ρυθμικά και γλίγω-
ρα τα μικρά τους πόδια και κουνώντας χαμηλά το φο-
βιτσιάρικο γυμνό τους κεφάλι· κι’ ανάκατες μέσα στο
ομοιόμορφο κοπάδι εφαινόνταν καμπόσες γίδες, που
προβατούσαν μ’ ορθό το μισίδι, κοιτάζοντας δεξιά κι’
αριστερά, παρέτοιμες να τρέξουν. Κ’ έμενε πίσω από
το κοπάδι ένα διάστημα δρόμου άδειο, όθε εσηκωνό-
τουν σκόνη πολλή· κι’ ακολουθούσε ένα πλήθος γυναί-
κες, κάθε ηλικίας, γρηές, νιες, κι’ ανύπαντρες, ως και
ανήλικες κοπέλλες και παιδιά μικρά μαζή τους, άλλες
με στρογγυλά καλάθια στο κεφάλι, άλλες με σκισμένα
ξύλα, άλλες με γιομάρια κλαρί, κρατώντας κάποιες στην
αγκαλιά το παιδάκι τους, κι’ άλλες γνέθοντας τη ρόκα
τους ή κεντώντας ομπρός τους το φορτωμένο υποζύγιό
τους· κι’ όλες εκουβέντιαζαν αναμεταξύ τους, μπουλού-
κια μπουλούκια, και μεγαλόφωνα τόσο, που η χλαλοή
ακουότουν ως το χωριό. Κ’ έπειτα έμενε πάλι ο πλατύς
δρόμος άδειος. Και κατόπι ένας άνθρωπος, μ’ ένα άλα-
τρο στον ώμο, οδηγούσε στο χωριό το μαύρο καματε-
ρό του, δεμένο από τα στρογγυλά κέρατα· και καθαυτό
στο γύρισμα, κάτου από το βουνάκι με τες εληές και
την εκκλησιά, επρόβαλε τώρα στη μέση του δρόμου ο
γάιδαρος του Καραβέλα φορτωμένος κλαρί από τη μία
μεριά του σαμαριού και με τη Μαρία καθισμένην απά-
νου στη ράχη του, κι’ ο ίδιος ο Καραβέλας κατόπι, ξυ-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 113

ρισμένος, με καινούργια ψάθα στο κεφάλι, με καινούρ-


για τσαρούχια στα πόδια· κι’ αυτός με το χοντρό ραβδί
του εκεντούσε από πίσω το ζώο.
Από τα παράθυρα καλά δεν εφαινόνταν, μα η Χρυ-
σάνθη τούς εμάντεψε.
Και το κοπάδι όλο εσίμωνε προς το χωριό αφίνοντας
σκόνη κατόπι του. Τώρα ακουόνταν τα πρώτα ζώα, που
έβλιαζαν· και η χλαλοή εγενότουν δυνατώτερη. Τέλος
το κοπάδι έφτανε στο έμπα του χωριού, και κάτου από
την πρώτη ράχη με τα σπίτια, στην αρχή του ανηφόρου
που ανέβαινε σ’ εκείνην τη γειτονιά, ένα μέρος από τα
πρόβατα εσταμάτησε, εξέμεινε πίσω, εξεχωρίστηκε από
το κοπάδι, κ’ ερρίχτηκε μ’ ορμή προς το ανηφόρι, πιλα-
λώντας γοργά. Κάποιες γυναίκες τούς επήγαν κατόπι
κι’ ανέβηκαν μαζή τους τη ράχη. Και τα επίλοιπα ζώα
ακολούθησαν το δρόμο τους. Και καθώς το κοπάδι περ-
νούσε από του χωριού τα σπίτια, όλο εμίκραινε, γιατί
πολλά ζώα εξέμεναν πίσω, ή σταματώντας στο σπίτι
τους ή παίρνοντας του χωριού τα σοκάκια· κ’ έτσι δεν
έφτασαν ούτε τα μισά στην αρχή του ανηφόρου που
ανέβαζε στο σπίτι του Αργύρη.
Στο σπίτι πρωτόφτασαν τα πρόβατα κ’ εσταμάτη-
σαν κάτου από την κληματαριά βελάζοντας. Η Αγλαΐα
επήγε κι’ άνοιξε το στάβλο, κ’ εμπήκαν τα ζώα μέσα.
Και σε λίγο έφτασαν κ’ οι δύο θυγατέρες της Μαρίας,
φορτωμένες στο κεφάλι και κείνες, η Αμαλία με ξύλα
114 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

σκισμένα, η Όλγα μ’ ένα γιομάρι χλωρό κλαρί, φορώ-


ντας κ’ οι δύο πισώπλατα στη ζώνη τους ένα τσεκούρι·
και μαζή τους ήταν ο Αντρέας που, χαμογελώντας και
δείχνοντας έτσι τα μεγάλα του δόντια, ψηλός, λιγνός,
ξανθός, σκευρωμένος και άνοστος, τους έδωκε χέρι για
να ξεβοηθήσουν κι’ άδραξε την αφορμή για ν’ αρπάξει
την Αμαλία από τον κόρφο. Τέλος έφτασε κάτω από
την κληματαριά κ’ η Μαρία, με τον Καραβέλα κατόπι.
Εσταμάτησαν το γάιδαρο, που ήθελε να πάει παρέκει,
στο μικρό καλύβι του Καραβέλα, κάνοντάς τους σσσς!
με τα χείλη, και λυγερή επήδησε από τη ράχη του κ’
ετίναξε τα φορέματά της. Κι’ ο Καραβέλας, βαστώντας
το ζώο από το καπίστρι, την εκοίταζε μ’ ένα βλέμμα
ανήσυχο που όλο εσπιθήριζε, κ’ εχάιδευε το άσπρο του
μουστάκι, κ’ έρριχνε κι’ όλας ματιές στον εαυτό του μ’
ένα πικρό πονηρό χαμόγελο.
Εκείνη τούπε γελώντας και ρίχνοντάς του μία κο-
ροϊδευτική ματιά: «Καλό νάχεις, Θωμά! που μ’ έφερες
καβαλλαριά!».
Κι’ ο Καραβέλας εγέλασε ευχαριστημένος. «Να ξε-
φορτώσουμε το γάιδαρο», είπε του Αντρέα.
Η Μαρία εγύρισε τες πλάτες κ’ εχάθηκε πίσω από
το αγκωνάρι του σπιτιού για ν’ ανεβεί απάνου, ενώ ο
γέρος με το παιδί ελυούσαν τα μακρυά σαμαρόσκοινα.
«Ξέντεσε», τούπε ο Αντρέας, «το σκοινί από το
σκαρβέλι!».
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 115

Ο Θωμάς εκοκκίνισε, τον εκοίταξε αγριεμένος και


παρέτοιμος να βγει από τα όριά του, αλλά ημπόρεσε
να βασταχτεί, βλέποντας πως το παιδί δεν είχε γνώμη
να τον πειράξει.
«Από το σκαρβέλι, από το σκαρβέλι!…» τούπε.
«Ω Θωμά! διαμαρτυρήθηκε το παιδί φοβισμένο· «δε
σούπα τίποτα! από το σκαρβέλι της σαμάρας, ναι, αυτό
είπα… μη με κάμεις να φάω απόψε καμπόσο ξύλο!».
«Α ξέρεις!» τούπε ησυχάζοντας και σηκώνοντας το
χέρι, σα νάθελε να τόνε χτυπήσει, και του χαμογέλασε.
Ως τόσο η Μαρία είχε φτάσει απάνου και, πριν προ-
φτάσει να μπει μέσα στο σπίτι, εξέσπασε σ’ ένα δυνα-
τό γελοκόπι. Ετράβηξε με τα δύο χέρια της τα κόκκινα
μάγουλά της κ’ εφώναξε χωρίς να βλέπει ποιος ήταν
μέσα: «Ο Καραβέλας, μάτια! μάτια! δεν έχει πλια βα-
σταγμό! Μάτια, πώς κάνει! Σαν κάπρος! Χα, χα, χα!».
Και βλέποντας την παπαδιά, την εκαλησπέρισε χωρίς να
κόψει το γέλοιο της, κ’ έγυρε το κεφάλι της Χρυσάνθης.
«Τι είναι αυτά που λες και που κάνεις!» της είπε
σοβαρά η παπαδιά, που χωρίς να το θέλει αντισήκωνε
το φέρσιμο του αντρός της. «Μου κάζεται που βουρλί-
στηκες, καημένη Μαρία!» Κ’ εκούνησε πολλές φορές το
κεφάλι σφίγγοντας το στόμα της.
«Σαν καπρί!» ξανάπε η Μαρία και ξαναγέλασε δυ-
νατά.
Η Χρυσάνθη χαμογέλασε της παπαδιάς φχαριστημέ-
116 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

νη. «Τανιψίδια μου», είπε με κακοσύνη, «θα κληρονο-


μήσουνε τον Καραβέλα!».
Η Μαρία τής ξαναγύρισε το κεφάλι κ’ είπε πειρα-
χτικά: «Όπως είναι τα μούτρα του ανθρώπου, είναι κ’
η καρδιά του! Ο κίτρινος άνθρωπος, παπαδιά μου, δεν
είναι ποτέ του καλός· είναι η κακοσύνη που τόνε κιτρι-
νίζει και του φέρνει την κεφαλοτρέμουσα!… Εγώ η δύ-
στυχη ακολουθώ την ορμήνεια του Αργύρη, του σοφού
του ανθρώπου!… Ίσια ίσια, αν πω όχι!».
Η Χρυσάνθη δεν της αποκρίθηκε κ’ εσώπασαν κα-
μπόσες στιγμές κ’ οι τρεις τους.
Τέλος στο προαύλι ακούστηκε η φωνή του Γιάννη,
πώλεγε στα παιδιά του, πασκίζοντας να φαίνεται σοβα-
ρός, χωρίς και να το καταφέρνει: «Απόψε καθίστε ήσυχα
με την Αγλαΐα· έχουμε απάνου κάποια ομιλία, και μη
μπαινοβγαίνεται κάθε στιγμή στο σπίτι! Αδεμή θα σας
ξυλίσει η μάννα σας! Φυλαχτείτε!». Κ’ εγέλασε. Εγέλα-
σαν και τα δύο αγόρια μαζή του κ’ εκρεμάστηκαν από
τα χέρια του κι’ από τα ρούχα του, προσπαθώντας να
τον σταματήσουν, ενώ αυτός ανέβαινε τα σκαλιά του
σπιτιού τους, μ’ ένα χαμόγελο χαράς στα χείλη, κάτου
από το μακρύ κρεμαστό του μουστάκι, και με μισοκλει-
σμένα μάτια.
«Κάτσετε όξω!» είπε στα παιδιά του, σπρώχνοντάς
τα γλυκά με τα χέρια.
Κ’ η Μαρία, άμα τον είδε, του φώναξε γελώντας δυ-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 117

νατά: «Μα το Θεό, Γιάννη, ο Καραβέλας θέλει να σου


φορέσει τα κέρατα! Πάρε τα μέτρα σου! Δεν έχει πιλιό
βασταγμό! Ω να τον ιδείς πώς κάνει! Πω, πω! μάννα
μου! σαν κάπρος!».
«Χα χα χα!» εγέλασε ο Γιάννης κ’ εμπήκε μοναχός
στο σπίτι κ’ εκαλησπέρισε.
118 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Εικόνα από την παλιά Κέρκυρα.


VΙΙ
Ειχαν συναχτει ολοι μεσα στο μεγαλο δωματιο, και μόνη
η Χρυσάνθη είχε αποτραβηχτεί στο μαγειριό από διάκρι-
ση, γιατί η δουλειά δεν ήταν δική της. Οι δύο αδερφάδες,
η παπαδιά κ’ η Μαρία, εκαθόνταν απάνω στη μεγάλη
σκαλισμένη κασέλα, στην άκρη η μία, στηρίζοντας τόνα
της πόδι στο πάτωμα, στη μέση η άλλη, με κρεμάμε-
να και τα δύο πόδια, που κάθε τόσο τα κουνούσε, όταν
ήθελε να μιλήσει. Ο Γιάννης είχε καθίσει σ’ ένα χαμηλό
μπαγκούλι στα πόδια της γυναίκας του, ξεμανίκωτος, μ’
ανοιχτό το μαλλιερό του στήθος, με μισόκλειστα μάτια,
σα νυσταγμένος, κ’ είχε βγάλει την ψάθα του από το
κεφάλι, και πότε την έπαιζε στα χέρια του, πότε έκανε
μ’ αυτήν αέρα στο πρόσωπό του. Σ’ ένα σκαμνί σιμά
του ήταν ο νοδάρος, πιο γέρος ακόμη εκείνο το βράδυ,
λιγνός, με διάφανο πετσί, με κόκκινα μάγουλα, με το
χαμόγελό του, που δε μπορούσε ποτέ να σβηστεί, ούτε
όταν εθύμωνε, σκυφτός απάνου στο χοντρό ραβδί του
που το βαστούσε με τα δύο του χέρια ανάμεσα στα πό-
δια του. Ο Αργύρης ανάπνεε με δυσκολία, ξαπλωμένος
σε μίαν άλλη καρέκλα, γέρνοντας τες πλάτες του στο
μεγάλο τραπέζι, που ήταν στη μέση της κάμαρας, στρω-
μένο μ’ ένα μάλλινο σειρωτό μεσάλι, γαλάζιο, άσπρο και
120 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

κόκκινο, κ’ εκοίταζε κάθε τόσο από τη μία μεριά κι’ από


την άλλη, ανοιγοκλειόντας τα μικρά ζωηρά του μάτια.
Και τέλος, ξάγναντα στο νοδάρο, ήταν καθισμένος με
μεγαλοπρέπεια ο ώμορφος παπάς, ο γαμπρός του, ένας
άντρας ψηλός με κοντά γένεια, που άρχιζαν ν’ ασπρί-
ζουν, με μεγάλα ωραία μάτια κάτου από τα σταχτυά
του φρύδια, μ’ ευγενικό πρόσωπο, με μαλακό σκούφο
στο κεφάλι, και ντυμένος με καθαρά μαύρα ράσα και
με κόκκινο ζωνάρι. Εβαστούσε απανωτά τα δύο του
πόδια κάτου από το πρασινισμένο σώρασό του, και το
δεξί του χέρι περασμένο πάνουθε από το ακουμπιστή-
ρι της καρέκλας του· κ’ είχε ψηλά το κεφάλι, σαν όταν
ελειτουργούσε μέσα στο άγιο βήμα της εκκλησιάς του.
«Συμφωνήστε», έλεγε ο νοδάρος με τη φωνή του που
μετά βιας ακουότουν και πώβγαινε σα σβημένη πνοή μέ-
σαθε από τα ροδοκόκκινα χείλη του· «συμφωνήστε σαν
αδερφάδες, σαν εδικοί που είμαστε όλοι μας. Εγώ δε
θέλω να βαστάξω για τον εαυτό μου τίποτα· ξέρω πως
τα γεράματά μου είναι ασφαλισμένα. Πόσο ακόμα θα
ζήσω; Δύο, τρία χρόνια; Ναι και όχι! Η αγιωσύνη του
είναι ιερωμένος άνθρωπος· πώς θα μ’ αφήκει να πεθά-
νω στη ρούγα; Απ’ ό,τι τρώει θα μου δώκει κ’ εμένα·
κι’ αν πάλε σπίτι του δεν είμαι φχαριστημένος, έρχομαι
δω στης Μαρίας μου, να μου δώκει ένα κομμάτι ψωμί.
Πώς θα μου τ’ αρνηθεί; Ας έχει δόξα ο Θεός, έχει για
να θρέψει δέκα σαν κ’ εμένα!…»
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 121

Κ’ έπειτα είπε ο Αργύρης κλειόντας τα μικρά του τα


μάτια: «Αυτό θέλει κ’ η δικαιοσύνη! Στον πάτο της γρα-
φής η αγιωσύνη του είχε ως τα σήμερα όλο το χτήμα!».
Η παπαδιά τούριξε μία λοξή ματιά, κι’ ανυπόμονα
είπε: «Ακούς, Γιάννη, τι μας λέει ο πατέρας μας; Μίλιε
εσύ· η διαφορά μας στέκεται μόνο στο σπίτι! Αλλά εγώ
θέλω να κουβεντιάσουμε με σε· ακούς, Γιάννη;».
O Γιάννης εγέλασε και δεν αποκρίθηκε.
«Μα την ευκή», είπε ο παπάς με μεγαλοπρέπεια,
χοντραίνοντας τη φωνή του σαν εκεί που κήρυχνε στην
εκκλησιά το Βαγγέλιο, «το σπίτι έτσι, όπως είναι τώρα,
είναι κάτι· μα, αν ίσως μοιραστεί σε τρία — γιατί φυ-
σικά θα βαστάξει κ’ η αφεντιά του, ο πατέρας μας, ένα
μέρος για το καγκέλο του· δε μπορεί, μα την αλήθεια
που είναι ο Θεός, να γράφει στο δρόμο… ε;…»
«Βέβαια, βέβαια!» είπε βιαστικά ο Γιάννης, που ενό-
μισε πως έπρεπε να μιλήσει, γιατί δε μπορούσε ν’ ακο-
λουθήσει τη δύσκολη φρασεολογία του παπά.
«Πώς βέβαια;» τούπε, κουνώντας με θυμό το κεφάλι
της η Μαρία, «έχουμε…»
«Το σπίτι», την αντίσκοψε η παπαδιά, «είναι σ’ άλλη
γειτονιά· τι θα το κάμετε; Νάταν εδώ σιμά, το κατα-
λάβαινα».
«Βέβαια!» ξανάπε αμέσως ο Γιάννης χαμογελώντας
και θέλοντας να δίνει και κείνος κάποια απάντηση.
Η Μαρία τούγυρε θυμωμένη το κεφάλι και τον άγγι-
122 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ξε με το πόδι της. «Έχουμε», είπε, «δύο παιδιά αρσε-


νικά· ο καιρός περνάει· αύριο παντρεύουμε το ένα, του
δίνουμε σπίτι εκεί κάτω, κ’ έτσι δε σκάζουμε εδώ από
τη στενοχώρια! Πού να χωρέσουμε όλοι μας εδώ μέσα,
σούρδου-μούρδου, σαν τους Γύφτους!».
«Βέβαια, βέβαια!» είπε ολομεμιάς ο Γιάννης, γελώ-
ντας φχαριστημένος.
«Ω ίσαμε τότες», είπε με μεγαλοπρέπεια ο παπάς,
«ο Θεός έχει! Ποιος γνωρίζει τα θελήματά του;». Κ’
εσταυροκοπήθηκε. «Ως κ’ εγώ πατρικό σπίτι δεν έχω·
τάφηκα του αδερφού μου, αφού εύρηκα το καλύτερο!
του τάφηκα έτσι, για την αμαρτωλή μου ψυχή, του το
δώρισα! Αποζημίωση σε χτήμα δεν του πήρα, παρά μόνο
έναν καφέ, κάποια ριζοληά, ξέρω και γω, για να λέω
πως κάτι έλαβα και γω από τον πατέρα μου. Ναι, μα
την αλήθεια!…»
Ο Αργύρης εκοίταζε ολόγυρά του ανήσυχος.
«Το σπίτι», είπε με τη σβημένη φωνή του ο νοδάρος,
«καλό είναι να μείνει ένα καθώς είναι· ας τόχει η πα-
παδιά με τα παιδιά της· και θα μένω μέσα ως κ’ εγώ.
Τόφερε η μοίρα να γένει πάλι ένα στο πρόσωπό μου,
δε θέλω κι’ όλας να μοιραστεί στο πρόσωπό μου. Καλά
που πρέπει ν’ αλλάξει νοικοκύρη, μα και να γένει πίσω
πάλε τετάρτια;…»
Kαι ξακολούθησε αναστενάζοντας κι’ όλο χαμογε-
λώντας χωρίς να το θέλει: «Ο Θεός δεν ηθέλησε να μου
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 123

αφήκει το αρσενικό μου παιδί, τον αδερφό σας… είναι


τώρα χρόνια πεθαμένος, μα δεν τον αλησμόνησα, μ’ έκα-
ψε αυτός ο θάνατος! Θάτανε άντρας τώρα, πατέρας, ή
και πάππους ίσως… αυτός θα τόπαιρνε όλο· κι’ αντίς θα
πάω με τον καημό του στον Άδη. Ήμαστε τρεις αδερ-
φοί· ο πατέρας μας έκαμε και τους τρεις νοδάρους, όπως
ήτανε και κείνος. Μας έμαθε λίγα γράμματα· είχε τότες
τα μέσα με τους αρχόντους και με τους Άγγλους, και τα
κατάφερε. Έπειτα ο μεγάλος μας αδερφός, ο Μάρκος,
εγίνηκε παπάς, την ευκή του νάχουμε, επήγε χώρια του
και του δώκαμε το σπίτι της μάννας μας· εμείναμε έτσι
δύο, κι’ ο πατέρας μας τρεις, νοδάροι στο σπίτι. Απέ-
θανε σε λίγο κ’ η μάννα μας· απέθανε και το μονάκριβο
παιδί του αδερφού μου, ένας νέος ίσιαμε κει πάνου!…
έπιε φαίνεται νερό ιδρωμένος, επήρε μία πούντα, και
σ’ έξη μήνες κάτου! Η νύφη μου δεν έκανε άλλα παι-
διά. Κ’ έπειτα ήρθε η σειρά του αδερφού μου, επήγε κ’
εκείνος! κ’ έμεινα νοικοκύρης εγώ σ’ όλο το σπίτι και
στο χτήμα, όταν ο πατέρας μας, εκατό χρονώ, έκλεισε
τα μάτια. Κ’ είχα εσάς τες δύο και το παιδί τ’ αρσενι-
κό· κ’ ήρθε τότες στο χωριό το σπυρί στο λαιμό, σα θα-
νατικό· έκοψε κάπου εβδομήντα παιδιά, όλα τανήλικα…
και το δικό μας!… Αχ! Και γω τότες έκλεισα τα βιβλία
μου, και σας παράτησα με τη μάννα σας, κ’ εξενιτεύτη-
κα για να ξεδώκω τη λύπη μου, και δεν εγύρισα παρά
έπειτα από δέκα χρόνους, ίσια ίσια για να κλείσω τα
124 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

μάτια της μάννας σας και για να σας παντρέψω!… Ωχ!


είδα τόσους θανάτους! Είδανε τα μάτια μου πολλά! Στην
ξενιτειά όμως είχα δυστυχέψει πολύ!…»
«Ας έρθουμε στην ομιλία μας», είπε ο Αργύρης βλέ-
ποντας πως η ώρα περνούσε και ξέροντας πως ο νο-
δάρος, όταν άρχιζε να διηγέται τα παληά του τα πάθη,
δεν εύρισκε ποτέ το τέλος· «κι’ ας παραδεχτούμε…»
«Μίλησε, Γιάννη, εσύ!» τον αντίσκοψε η παπαδιά
γέρνοντάς του το πρόσωπο.
«Η κουμπάρα μου», είπε με τη σβημένη φωνή του
ο νοδάρος.
«Η κουμπάρα σου!» είπε σοβαρός ο παπάς· «ανα-
φέρνεις αυτήνε μπροστά μου; Είμαι παπάς, είμαι και
πνεματικός! πρέπει να βαστάω τη θέση μου!».
«Τα γεράματα», έκαμε η παπαδιά σα για να δικαι-
ολογήσει τον πατέρα της, «αδυνατίζουνε το νου του αν-
θρώπου! Συμπάθησέ τονε παπά!».
«Η κουμπάρα μου», ξανάπε ο νοδάρος, «μ’ ορμη-
νεύει να μη σας μοιράσω το χτήμα, και μου λέει να μην
αδικήσω καμίανε· σας αγαπάει και τες δύο όμοια!».
«Αυτή», είπε πικρογελώντας η Μαρία, «από την αρχή
της σ’ εκατάστρεψε. Θέλει να σου τρώει αυτή! Δε σ’
άφηκε ποτέ λεφτό στην τσέπη. Θάσουνε σήμερα μέγας
και πολύς, και μεις πλούσιες, γιατί όβολα έβγαλες κα-
ταδίκη».
«Αφήστε αυτήν την ομιλία! έκαμε πάλι σοβαρός ο
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 125

παπάς, απλώνοντας το μεγάλο του χέρι.


«Αυτή», είπε ο νοδάρος με την ξεψυχισμένη φωνή
του, που έτρεμε, «είναι γυναίκα που για μένανε εσυκο-
φαντήθηκε όσο καμία άλλη, εμισήθηκε από τον κόσμο
κι’ από σας, κ’ εκαταφρονέθηκε για με. Κ’ επούλησε για
με το χτήμα της, όταν εδυστύχεψα, και μ’ έχει δεκαπέ-
ντε χρόνους τώρα στα χέρια της, κ’ εγέρασε στα δικά
μου τα χέρια· και δε μου ζήτησε ποτέ της τίποτα, ούτε
στεφάνι! κι’ αν ήθελε θα την έπαιρνα, γιατί εβολούσε·
κι’ όσες φορές την άκουσα, επήγα καλά, κι’ όταν δεν
την άκουσα, εύρηκα τα λόγια της μπροστά μου! Μα εγώ
δεν την ακούω, επίτηδες, για να μην το παίρνει απάνου
της, και να μη λέει πως αυτή ορίζει!…»
«Τότες», είπε ο παπάς στενοχωρημένος, «κόπιασε
να κουβεντιάσεις την κουμπάρα σου· περιττό είναι που
εσυναχτήμακε εδώ!».
«Έχει δίκιο!» είπε ζωηρά η Μαρία.
«Αχ!» αναστέναξε η παπαδιά· «τα γεράματα τον
εκάμανε να χάσει τη ντροπή».
«Μα δε λέει και τίποτα», είπε γελώντας με καλωσύ-
νη ο Γιάννης. «Ο καημένος ο πεθερός μου θέλει κι’ αυτός
ένα μπουκούνι γυναίκα στα γεράματά του. Τι παναπεί
πούναι γέροντας; Καλά κάνει. Χα, χα, χα!». Κ’ έτσι λέ-
γοντας εχόρευε την ψάθα του στα χέρια.
Κανένας δεν εγέλασε, κ’ οι γυναίκες εκοίταξαν τον
παπά σα φοβισμένες.
126 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Κι’ ο Αργύρης κλειόντας τα μικρά του τα μάτια είπε


του Γιάννη: «Θα κουβεντιάσετε τη δουλειά σας ή όχι;
Εσκοτείνιασε! ανάφτε το φωτερό».
Η Μαρία επήγε στο ράφι, εκατέβαζε μία μπρούτζινη
λάμπα του λαδιού, πούχε τέσσερα φυτίλια, την απίθω-
σε απάνω στο τραπέζι, την εγέμισε λάδι, της έσιαξε τα
φυτίλια, επήρε σπίρτα από τον άντρα της και της άναψε
τα δύο. Σιγά σιγά το σπίτι εφωτίστηκε, ενώ τα παράθυ-
ρα έφεγγαν ακόμη, κι’ όλοι εκοίταξαν ο ένας τον άλλον.
Κι’ ο νοδάρος είπε απαντώντας στον Αργύρη: «Μίαν
άλλη στιγμή τελειώνουμε».
«Εθυμήθηκε», είπε η Μαρία, «την κουμπάρα του, κ’
εμετάνοιωσε· θέλει τώρα να την ακούσει».
Ο Αργύρης εσήκωσε τες πλάτες του, κοιτάζοντας τον
παπά· ο νοδάρος ηθέλησε να σηκωθεί.
«Κάθισε πατέρα», τούπε η παπαδιά, «μπορεί και
να συμφωνήσουμε».
«Ας παραδεχτούμε», είπε η Μαρία, «πως σας αφί-
νουμε το σπίτι, δε θα μας αποζημιώσετε;».
«Bέβαια», είπε αμέσως η παπαδιά.
Ο παπάς ανυπομόνησε. «Βέβαια», είπε· «μα πώς βέ-
βαια; Δε θα πάμε φυσικά με τους παληούς, και δε θα το
ξετιμώσουμε κατά το σύστημά τους, κάνοντας και τους
λογαριασμούς τους! Το σπίτι, σα να πούμε, έχει τόσα
τράβα: τόσο το ένα, κάνουνε τόσο. Τόσες σανίδες: τόσο
η μία, τόσο. Τόσα κεραμίδια: τόσο τη χιλιάδα, τόσο. Τό-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 127

τες οργιές τοίχο, τόσο. Τόσα παράθυρα, τόσες πόρτες,


τόσο! Και πού να τα λέω όλα!…» Και, λέγοντας έτσι,
εχτυπούσε κλειστά τα δύο πρώτα δάχτυλα του ενού χε-
ριού του στην παλάμη του άλλου.
«Αμή πώς;» ερώτησε ο Γιάννης, νομίζοντας πως
έπρεπε κάτι να πει και κείνος.
«Όχι έτσι!» είπε ο παπάς· «μα θα πούμε: το σπίτι
είναι τώρα παληό, κι’ αξίζει ένα τόσο».
Κι’ ο Αργύρης είπε άξαφνα: «Για το μισό σπίτι, θα
δώσεις, παπά, της νύφης μου την κατοικιά σου, στο
Φανό, καλύβι και χωράφι και μαζή τις δεκαπέντε ρι-
ζοληές!…».
«Την κατοικιά, μάλιστα!» είπε βιαστικός ο Γιάννης
κ’ εγέλασε.
Ο παπάς εταράχτηκε. «Μα η κατοικιά», είπε, «είναι
δικό μου χτήμα, τι μπαίνει με την προίκα της παπαδιάς
μου!». Κι’ έπειτα από μία στιγμή ξανάπε σκεφτικός:
«Ωχ, δεν κάνουμε τίποτα! ας αφήκουμε τώρα το σπί-
τι ανεμοίραγο, κι’ ας το διατάξει ο πατέρας μας, όπως
βούλεται και θέλει, στη διαθήκη του! Ή κι’ ας μείνου-
νε τα πράγματα όπως είναι». Κ’ εσηκώθηκε, πιάνοντας
όλο το ύψος της χαμηλής κάμαρας.
«Όχι!» είπε ο νοδάρος, αλλάζοντας άξαφνα γνώμη.
«Της κουμπάρας μου θα της περάσει η ιδέα πως την
ακούω. Ας τελειώνουμε! Κ’ έπειτα δεν είναι δίκηο νάχει
όλο το χτήμα η παπαδιά, κ’ η Μαρία μου νάναι ξώπροι-
128 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

κη! Άλλο πράμα όσο διεύτυνα εγώ: η καθεμία είχε την


προίκα της, τα ρέστα ήτανε για με, τάκανα ό,τι ήθελα!»
Ο παπάς ξανακάθισε.
«Μα γιατί», είπε η παπαδιά, «δε μιλεί ο Γιάννης,
γιατί δε μιλεί η αδερφή μου, παρά μόνο του λόγου σου,
κυρ Αργύρη; Μη σου βαρυφαίνεται, συμπέθερέ μου! Θα
σ’ άρεσε να κουβεντιάζω εγώ για την προίκα της Χρυ-
σάνθης;».
«O Γιάννης», είπε ο Αργύρης, «είναι βαρύσκοπος και
δεν ξέρει παρά να λέει ναι, όλο “σοι Κύριε”!».
Ο Γιάννης εγέλασε.
«Δε θέλω», είπε ο παπάς, κουνώντας το ένα του πόδι,
«δε θέλω να με λένε πλεονέχτη, γιατί είμαι ιερέας του
Υψίστου! Ας παραδεχτούμε πως για το μισό σπίτι εγώ
δίνω από το δικό μου την αποζημίωση, όχι βέβαια το
χτήμα στο Φανό, μα αλλού… αν βρεθεί τρόπος, κι’ ας
μιλήσουμε τώρα για τάλλα τα χτήματα…».
«Θα βάλετε τα προικιά σας κάτω», είπε ζωηρά ο
Αργύρης.
«Κάτω!» είπε γελώντας ο Γιάννης, που η σοβαρή
ομιλία τον εδιασκέδαζε.
«Όχι!» είπε ο παπάς πεισμωμένος.
«Χωρίς τα προικιά σας το φτωχικό μου είναι λίγο!»
είπε ο νοδάρος.
Εσυζήτησαν ακόμα πολλές ώρες, εμεγαλοφώνησαν,
εθύμωσαν, εμίλησαν όλοι μαζή, και τέλος ευρέθηκαν
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 129

σύμφωνοι. Για το περίφημο μισό σπίτι, η Μαρία θάπαιρ-


νε την κατοικιά του παπά στο Φανό, το καλύβι και το
χωράφι, αλλά όχι τες δεκαπέντε εληές. Τότες είπε χα-
μογελώντας ο Αργύρης: «Από αύριο λοιπόν ο καθένας
γένεται κύριος στο δικό του. Φέρε τώρα, Μαρία, κρασί,
για να βλογήσει ο παπάς τη συμφωνία· κράξε εδώ και
τη Χρυσάνθη!».
«Δεν της μιλώ!» είπε η Μαρία σουφρώνοντας το μέ-
τωπο.
Κι’ αυτήν τη στιγμή εφανερώθηκε στην πόρτα του
σπιτιού ο Καραβέλας, κοιτάζοντας μέσα το σπίτι, σα να
ζητούσε να μιλήσει με κάποιον. Ο Αργύρης τον εκάλεσε
να πιει και κείνος μαζή τους, κι’ ο Καραβέλας εμπήκε
μέσα και τους εκαλησπέρισε.
«Ο νοδάρος», τούπε ο Αργύρης, «εμοίρασε τώρα το
χτήμα του στες θυγατέρες του. Γέροντας άνθρωπος εί-
ναι κι’ αυτός· δε μπορούσε πλια να το δουλεύει. Έλα
να πιεις και του λόγου σου στην υγειά του!».
Ο Καραβέλας εχαμογέλασε πονηρά. «Όλο του το
πράμα», είπε, «στες θυγατέρες του!».
«Ναι», είπε ο Αργύρης ανήσυχος.
«Στες θυγατέρες του;» ξανάπε ο Θωμάς, κουνώντας
το κεφάλι του και κοιτάζοντας κατάμματα τη Μαρία·
«όλο του το πράμα; Ώστε τώρα δε μπορεί πλια να που-
λήσει τίποτα! Μα ούτε και πριν δε μπορούσε, γιατί φυ-
σικά οι γαμπροί δε θ’ άφιναν! Και πώς να μπει ξένος
130 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

σε τέτοια μπερδέματα!… Και το σπίτι;…».


«Κ’ εκείνο», τούπε γελώντας η Μαρία γιατί όλο την
εκοίταζε.
«Μα γιατί στες θυγατέρες του;» είπε ο Καραβέλας·
«δεν εύρισκε έναν ξένον; Αν αύριο οι θυγατέρες του
τόνε βαρεθούνε, τι θα κάμει αυτός, γέροντας άνθρωπος;
Καλύτερα ο ξένος παρά οι εδικοί· δεν μου τόπες έτσι,
Αργύρη; Μπορεί και να μετανοιώσει!».
«Παρατρέχεις, Θωμά», τούπε με μεγαλοπρέπεια ο
παπάς.
«Έχεις δίκηο», είπε γλυκά ο Αργύρης· «μα όλα τα
δάχτυλα δεν είναι ίσια! Οι θυγατέρες του είναι παιδιά
του, εσύ είσαι άτεκνος!…».
«Ο άνθρωπος», είπε πικρά ο Καραβέλας, «που δεν
έχει κρέας δικό του, είναι σαν το πουλί στο κλαρί! Έτσι
και γω. Ξέρω τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάμω.
Ξέρω τι είναι αυτό που θα με κάμει να μετανοιώσω…
μα ο νους δεν ορίζει πάντα! κι’ ο άνθρωπος δεν ακούει
πάντα την καλή του ορμήνεια, αλλά κάνει το ανάποδο,
αυτό που ξέρει πως θα του φέρει κακό!… Ήρθα εδώ,
Αργύρη, να σε παρακαλέσω να μου κάμεις την ισόβια
πρόσοδο κατά πώς εμιλήσαμε! Ο νοδάρος είναι εδώ και
θα μας ορμηνέψει!».
«Τι;» είπε η Μαρία θυμώνοντας· «ο Αργύρης θα σου
πάρει το χτήμα;».
«Κ’ οι δυο μας», είπε χαμογελώντας ο Γιάννης· «δεν
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 131

είμαστε αδέρφια; Γιατί εγώ, κι’ όχι ο Αργύρης; γιατί ο


Αργύρης, κι’ όχι εγώ;…».
«Πολύ καλή σκέψη», είπε ο παπάς με μεγαλοπρέ-
πεια· «πού να κυνηγιέσαι, γέρος άνθρωπος τώρα, με
χτήματα, με δουλειές, αφού δεν μπορείς να δουλέψεις
ο ίδιος! Έχεις ένα τόσο, βρέξει χιονίσει, κ’ ησυχάζεις».
Η Μαρία εκοίταξε το Θωμά και τον Αργύρη θυμωμέ-
νη· κι’ αυτός εκατάλαβε πως δεν ευχαριστιότουν. «Να
σου τα γράψω της ίδιας;» της είπε παρακαλώντας.
«Η γυναίκα», είπε με σβημένη φωνή ο νοδάρος, κα-
τεβάζοντας τα μάτια σα ντροπιασμένος, «δε μπορεί να
κάμει ούτε το παραμικρό, χωρίς το θέλημα του αντρός
της! Δεν μπορεί ούτε να κουνηθεί! Και τι ασφάλεια θά-
χες από την υποχρέωση μιανής παντρεμένης γυναίκας;».
«Kαι γω», είπε ο Γιάννης, «δεν κάνω τίποτα χωρίς
τον αδερφό μου! Πώς θα πλερώνω; Αυτός βαστάει του
σπιτιού το τεμόνι!».
Ο παπάς με μια ματιά του τον επαίνεσε.
«Μα», είπε ο Αργύρης, κλειόντας τα μάτια του, «ένα
τάλλαρο την ημέρα, όχι! α όχι! Αφού θάχεις το φαΐ σου,
απ’ ό,τι τρώγω και γω, το πιοτό σου, απ’ ό,τι πίνω και
γω, το συγύριο σου, τα φορέματά σου, και… κι’ ό,τι
άλλο θέλει η καρδιά σου… τι άλλο; Δεν αξίζουνε όλα
αυτά το τάλλαρο; Και πάλε ας σου δώσουμε χαρτζιλί-
κι κ’ ένα φράνκο την ημέρα, να το χαλάς για την ψυχή
σου· τι άλλο; Ας πούμε στρογγυλά εβδομήντα τάλλαρα
132 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

το χρόνο! τι λες; είναι καλά; Και μόνο αν σου καταλεί-


ψουμε το χρειαστό σου, θάχεις το δικαίωμα να ζητάς
το τάλλαρο· κι’ αυτό γιατί περπατούμε στον κόσμο με
ζωή και με θάνατο! Μπορεί εγώ να πεθάνω, κ’ οι κλη-
ρονόμοι μου να μη σ’ ευχαριστούνε… Σου μιλώ ίσια, κι’
άγια! Τι λες;».
«Ναι, βέβαια! είπε πονηρά ο παπάς κι’ εσηκώθηκε
από την καρέκλα του.
«Όπως θέλετε», είπε πονηρά ο Καραβέλας, κοιτάζο-
ντας τη Μαρία. Αυτή τού χαμογέλασε.
VΙΙΙ
Λιγεσ μερες επειτα η ισοβια προσοδο είχε υπογραφτεί.
Κ’ είχε περάσει καιρός. Και μία μέρα ο Αργύρης απο-
φάσισε να γκρεμίσει το σπίτι του Καραβέλα, να το ξα-
ναχτίσει μ’ ένα πάτωμα, και να το ενώσει με το δικό
του. Κ’ είχε αγοράσει δύο οργυιές πέτρα, που τώρα ήταν
ξεφορτωμένη στην αμμουδιά, είχε διορίσει στο βουνό τα
μάρμαρα για τες πόρτες και τα παράθυρα, είχε ρίξει
καμπόσα κυπαρίσσια, δικά του κάποια, κι’ άλλα αγο-
ρασμένα, είχε κράξει τους πριονιστάδες να του βγάλουν
τα δοκάρια και τες σανίδες, είχε φέρει άμμο κι’ ασβέ-
στη· κ’ οι γυναίκες του σπιτιού, οι δύο συνυφάδες και
οι θυγατέρες τους, εκουβαλούσαν τα υλικά στο κεφάλι·
κι’ ο ίδιος ο Καραβέλας εκουβαλούσε με το γάιδαρό του
κ’ εκείνος από την αμμουδιά την πέτρα, πέντε στράτες
την ημέρα, γιατί ήθελε να φχαριστήσει, όσο μπορούσε,
τη Μαρία. Κ’ η πέτρα εμαζευότουν γύρω στο σπίτι του
σωρός, που κάθε μέρα εμεγάλωνε στο προαύλι του, στο
μικρό τον κήπο· και κάθε βράδυ ερχόνταν οι χλωρές κυ-
παρισσένιες σανίδες, γεμίζοντας μοσκοβόλια στον αέρα,
κ’ εστιβαζόνταν σ’ ένα μαγαζί του σπιτιού του Αργύρη·
κ’ οι χωριανοί, όταν απαντούσαν τον Αγρύρη στο δρόμο,
τον εσυχαίρονταν μ’ ένα χαμόγελο στο στόμα, ενώ από
134 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

μέσα τους τον εφτονούσαν· κι’ όλο το χωριό μ’ ένα στό-


μα κατηγορούσε τον Καραβέλα, και τον έβριζε, γιατί είχε
αδικήσει τ’ ανίψια του κ’ είχε προτιμήσει τους ξένους.
Οι μήνες του καλοκαιριού είχαν περάσει, μα ο καιρός
δεν είχε χαλάσει ακόμη. Κ’ ήτανε μία ώμορφη, οχτωβρι-
άτικη μέρα, ηλιόλουστη, κ’ εκόντευε το μεσημέρι. Κι’
ο Καραβέλας ανέβαινε αυτήν την ώρα, κεντώντας από
πίσω το γάιδαρό του, τον ανήφορο, που ερχότουν από
τη θάλασσα στο χωριό, κι’ ο δρόμος εκείνος περνούσε
πρώτα μέσα από έναν ελαιώνα, σ’ ένα καταπράσινο
πλάγι. Οι εληές θεώρατες, πολύκλωνες, ψηλές, αργυρο-
πράσινες, εβάιζαν από το βάρος του βλογημένου καρ-
πού τους, που εχρύσιζε κ’ εγυάλιζε ανάμεσα στα μικρά
φύλλα. Κ’ ήταν ο ελαιώνας εκείνος σαν περιβόλι, χωρίς
σφαλιές κι’ αγκάθια, χωρίς άγρια χόρτα και ρείκια κά-
του από τα δέντρα, γιατί οι νοικοκυρέοι, αναμένοντας
να πέσει ο πλούσιος καρπός, είχαν ψιλώσει όλον τον
τόπο, κ’ εσκέπαζε μόνο τη γη το νωπό χορτάρι και την
εστόλιζε. Κι’ ο δρόμος ήταν ένας παλαιός δρόμος, από
τον καιρό των Ελλήνων, στρωμένος με στρογγυλές με-
γάλες άσπρες πέτρες, κ’ επερνούσε φιδωτός ανάμεσα
στες μεγάλες εκείνες εληές. Από αιώνες τώρα κανείς δεν
τον έφτιανε κι’ ως τόσο καταλυμό δεν είχε· μα σε πολλά
μέρη έλειπαν οι πέτρες, αλλού ήταν χωσμένος ο μισός
από τα χώματα, που επέφταν από τους ψηλούς όχτους
και που με τα χρόνια ελόγγιαζαν. Κ’ έπειτα έμπαινε σ’
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 135

ένα μικρό φαράγγι, ανάμεσα σε δύο ψηλές ράχες, που,


ορθές κι’ απόγκρεμες, έδειχναν τες σκληρές φλέβες της
γης στις αποτιλιές τους, χωρίς ούτε ένα χορτάρι, φαγω-
μένες από τους ήλιους και τες βροχές, και κατακίτρινες.
Και το μικρό υπομονητικό φορτίκι του Καραβέλα
ανέβαινε με κόπο τον αψύν ανήφορο, φορτωμένο με δυο
βαρειές μεγάλες πέτρες, δεμένες από τη μια μεριά του
σαμαριού κι’ από την άλλη· κ’ εσταματούσε κάθε τόσο
για ν’ αλλάξει το πάτημά του, ή για να πάρει φόρα και
ν’ ανεβεί κάποιο σκαλοπάτι του χαλασμένου δρόμου, ή
για να διαλέξει το πλιο ίσιο κ’ εύκολο μέρος· κι’ από
πίσω ο Καραβέλας, σκυφτός, ιδρωμένος, κόκκινος, με
ριχτή τη γιακέτα του στον έναν ώμο, εκεντούσε με το
χοντρό ραβδί του το ζώο, το βοηθούσε στα κακά πατή-
ματα να σηκώσει το βάρος, σπρώχνοντας με το ένα χέρι
από του σαμαριού τα σκαρβέλια ή πιάνοντας και με τα
δύο του χέρια το σαμάρι, κι’ όλον το δρόμο αδιάκοπα
του φώναζε: «Δε δω, δε δω», και του μιλούσε κι’ όλας:
«Προβάτει, προβάτει, μωρέ γάιδαρε, ως που να ψο-
φήσεις κ’ εσύ, κακομοίρη μου!… Και μ’ όλα τούτα η ζωή
σου είναι από τη δική μου καλύτερη!… Δε δω!». Και
τον χτυπούσε με το χοντρό ραβδί. «Δε δω! Έχεις ακόμα,
μωρέ, να κουβαλήσεις πέτρα και πέτρα! Από τα τώρα
εδείλιασες;… Δε δω!… Θα γένει κοτζάν σαράγι το σπίτι
μου… το σπίτι τους!… Θα ενώσει με τάλλο, θάχει έτσι
κι’ άλλα δύο παράθυρα, θα γένει άλλη μία κάμαρη με-
136 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

γαλύτερη από τη μεγάλη τους την κάμαρη! και θα την


πάρει φυσικά η Μαρία στο μερτικό της, όταν θα μοιρά-
σουνε!… Εκεί λοιπόν θα κοιμάται με τον άντρα της!…
Αχ, αχ! Γερασμό δεν έχει· το μάγουλό της στάζει αίμα·
γυναίκα μία φορά! Με το μάτι τρώει τον άνθρωπο!…
Δε δω! Μα ως τα τώρα ακόμα τίποτα· ως πότε; με ξε-
φεύει, μου κάνει νάζια. Τώρα το δικό μου το πήρανε!
Πάει! Και τα παιδιά τους, ανάθεμά τα, αρχίζουνε τώρα
και με παρανομίζουνε μέσα στο σπίτι τους κι’ όλας, και
δεν τους λέει κανένας τίποτα! Γιατί έτσι, γιατί; Θέλει
να με γελάσει, και με γελάει!… Γι’ αυτό έδωκα το δικό
μου;… Μα έτσι λέει με το νου της!… Α, θα γένω κ’ εγώ
κακός… η καλωσύνη δε φελάει!… Θα τήνε πιάσω, κι’ όθε
τα βγάλει η άκρη!… Δε δω!… Όθε τα βγάλει η άκρη!…
Και το στανιό ο Θεός τόδειξε!»
Τώρα έμπαινε στο μικρό φαράγγι· και το ζώο εγλι-
γώρεψε το πάτημά του, γιατί ο δρόμος ήταν ίσιος πλια
κι’ άστρωτος στην ψιλή του αμούσα. Κι’ ο Καραβέλας
χαμογελούσε, σα νάβλεπε ομπρός του ένα ώμορφο όνει-
ρο, κ’ εβάλθηκε με ψιλή φωνή να τραγουδάει το συνη-
θισμένο τραγούδι του:
Ώμορφο πούναι τώμορφο πέντε φορές και δέκα,
Κι’ απ’ όλα το καλύτερο ο άντρας με τη γυναίκα.
Kι’ όλο μεμίας, από την κορφή της μίας ράχης μία
παιδιάστικη, σαν ασημένια, φωνή έκραξε δυνατά: «Κα-
ραβέεεελα!».
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 137

Κι’ ο γέρος ανατινάχτηκε άξαφνα, εσταμάτησε το


γάιδαρό του, άφησε να πέσει χάμου η γιακέτα του, άνοι-
ξε τα κοκκινισμένα του μάτια, εκοίταξε ψηλά κι’ολόγυ-
ρα, εκοκκίνισε, κ’ εκατάλαβε πως έβγαινε από τα όριά
του. Κι’ αποκρίθηκε χωρίς να βλέπει πουθενά κανέναν
και μισογελώντας: «Παιδί μου, εδώ είμαι, εδώ είμαι! τι
θέλει η μάννα;».
Και θυμωμένος έδειρε το γάιδαρό του, βλαστημώντας
τον, εσήκωσε τη γιακέτα του και του φώναξε: «Δε δω!…
Τάχα και τα δέντρα αποχτάνε τώρα λαλιά;».
Kι’ από την άλλη ράχη μία άλλη παιδιάστικη φωνή
τον ξανάκραξε: «Καραβέεεελα!».
Κι’ ο γέρος έχασε τότες τέλεια τα λογικά του. «Παι-
διά μου! παιδιά μου!» ξαναφώναξε· «γιατί με κράζετε,
παιδιά μου;».
Κ’ εξεθύμανε πάλι με το γάιδαρό του καταφέρνοντάς
του μία δυνατή ραβδιά και προφέρνοντας άλλη μία φο-
βερή βλαστήμια. «Δε δω! Διάολος μέσα σου! Δε δω!».
Ένα γέλοιο ακούστηκε και στες δύο ράχες, κι’ ο Κα-
ραβέλας εκατάλαβε πως εκεί είχαν μαζευτεί πολλά παι-
διά και τον είχαν προσμείνει ως που θα περνούσε. «Ω
Θεέ μου!» αναστέναξε.
Και τώρα πάλι μία τρίτη φωνή τον έκραξε: «Καρα-
βέλα! Σε βλέπω, σε βλέπω!…».
«Έχετε δίκηο», αποκρίθηκε γελώντας και τρίζοντας
τα λίγα του δόντια, «δίκηο, δίκηο μεγάλο· εγώ φταίω
138 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ο κακοκέφαλος! εγώ που σας έβαλα στον κόσμο! εγώ,


παιδιά μου! εγώ, μούλοι μου!».
«Καραβέλα», ξανάκραξαν δύο τρεις φωνές μαζή,
έπειτα από ένα δυνατό γελοκόπι.
«Δε δω! το Θεό σου!» είπε κ’ εράβδισε το ζώο. «Δε
δω!… Εδώ παρακάτου, στη μεγάλη τη σούδα, εκεί μέσα,
ναι, χαροκοπούσαμε με τη μάννα σας! Εκεί σας έσπει-
ρα! Ας είχα τότες το μυαλό μου! Τώρα, καλά μού κά-
νετε, παιδιά μου, και με κράζετε! Καλά μού κάνετε!…»
Κι’ άκουσε πάλι των παιδιών τα γέλοια, που του ερ-
χόνταν κατόπι, ψηλά, στην κορφή της ράχης. Κι’ απελ-
πισμένος εβιαζότουν να βγει από το στένωμα, ελπίζο-
ντας πως στο μεγάλο δρόμο θάβρισκε την προστασία
κανενός ανθρώπου· κι’ ως τόσο εκοίταζε απάνου, προ-
σπαθώντας να ιδεί μέσα στα κλαριά κανένα πρόσωπο
παιδιού και να το γνωρίσει, για να το χτυπήσει στερ-
νώτερα, όταν θα το ανάμωνε.
Και κάποιο τούπε: «Σε βλέπω, μα δε με βλέπεις!».
Κ’ είπανε άλλα ξεσπώντας στα γέλοια: «Καραβέλα!
σε βλέπω, σε βλέπω!».
Κι’ αυτός τούς απάντησε πάντα στον ίδιο τρόπο κά-
νοντας πως γελάει.
Τέλος εβγήκε στο μεγάλον το δρόμο και τα παιδιά
εσώπασαν. Αλλά για ώρα άκουε ακόμη το γέλοιο τους,
που όλο εμάκραινε, γιατί έφευγαν και κείνα τρέχοτας
μέσα στο αγρίωμα. Κι’ αναστέναξε ο Καραβέλας από
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 139

τα βάθη της καρδιάς του κ’ είπε: «Τι τυράγνιο!» και τα


μάτια του εμόσκεψαν. «Όλο εμένα, όλο εμένα βρίσκουν
να πειράζουν, κανέναν άλλονε μέσα σ’ ένα χωριό! Γιατί;
μα γιατί;…» K’ εράβδισε το γάιδαρό του.
Κι’ αυτήν τη στιγμή είδε μπροστά του την αδερφή
του κ’ η πρώτη του ορμή ήταν να πάρει άλλο δρόμο,
γιατί την εντράπηκε άξαφνα· κ’ ενόμισε πως ήθελε να
μαλώσει μαζή του, γιατί την είχε διώξει την ημέρα της
θανής της γυναικός του και κρυφά είχε κάμει την ισόβια
πρόσοδο σε ξένους. Από την ημέρα πούχε χηρέψει, δεν
την είχε ξαναϊδεί. Και του φάνηκε πως η γρηά γυναίκα
είχε γεράσει ακόμη περισσότερο· στο φως της ημέρας το
πρόσωπό της ήταν πλιο ωχρό, πλιο ζαρωμένο, πλιο στε-
νό και πλιο άσκημο, με τ’ ανήσυχα, ξεθωριασμένα και
βαθουλωμένα μάτια, που ήταν κόκκινα από τα δάκρυα.
«Ω Θωμά!» τούπε, «Θωμά!».
Εκείνος την εκοίταξε αλαλιασμένος κ’ εσταμάτησε,
ενώ ο γάιδαρος ξακολούθησε υπομονητικά το δρόμο
του. «Στασιά!» της είπε, μην ξέροντας τι άλλο έπρεπε
να της μιλήσει.
«Έσκαψες», τούπε εκείνη, «ο ίδιος το λάκκο σου!
Και μου πονεί, γιατί είσαι αδερφός μου και μας εγέν-
νησε μία μάννα. Κ’ εκατέβηκα επίτηδες ως εδώ, για να
σ’ ανταμώσω και να σου τα πω! Μα είναι πολύ αργά
τώρα! Τι έκαμες, Θωμά! γιατί έτσι;».
Την εκοίταξε άγρια. «Κάτι σε παραγνοιάζει!» της
140 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

είπε. «Α ξέρω, ξέρω!… τάθελες για τα παιδιά σου, τα


καημένα! α! α!».
«Ήθελα να μην καταφρονιέσαι!» τούπε, και το μάτι
της πάλι εβούρκωσε.
Την ξανακοίταξε κατάμματα κ’ εκατάλαβε αυτήν τη
στιγμή πως κανείς άλλος στον κόσμο δεν τον τήραζε με
το ίδιο βλέμμα, κανείς άλλος δεν εδάκρυζε για κείνον.
«Τώρα εγίνηκε!» της είπε βραχνά μ’ έναν αναστεναγ-
μό. «Μα γιατί νάμαι εγώ το θέατρο του χωριού; Κάθε
βράδυ, όταν είμαι σπίτι μου και περνούνε για νερό οι
κοπέλλες, όλο μού φωνάζουνε· τώρα και στο δρόμο, όλοι
οι παληόμουλοι! Δεν έχω ζωή. Γιατί; μα γιατί;»
«Γιατί έμεινες έρημος κι’ απροστάτευτος!»
«Απ’ όταν απέθανε η γυναίκα μου!»
«Κι’ άκουσες τες ορμήνειες του Αργύρη, του αιμα-
τοφάη! και μας έδιωξες!»
«Απ’ όταν έμεινα έρημος!» είπε πικρά και κουνώ-
ντας το κεφάλι του.
«Από τότες!… και τώρα, πώδωκες εκεί μέσα το έχει
σου, έχασες κάθε υπόληψη! ο κόσμος ξέρει, γιατί τόδω-
κες!… Σ’ επήρε αυτή η πουτάνα στο λαιμό της και σε
γελάει!»
«Η πουτάνα;» είπε αγριεύοντας ο Καραβέλας.
«Ποια; ποια;»
«Μη θυμώνεις!» τούπε, «μη θυμώνεις μαζή μου! Εγώ
δε θέλω παρά το καλό σου, κι’ ας μας έδιωξες· εγώ,
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 141

μοναχή εγώ στον κόσμο· εκείνη γελάει μαζή σου, και


πισώπλατά σου παινεύεται και σε βρίζει! Ω Θωμά!…».
Δεν της απάντησε κ’ εβάλθηκε να προβατεί γλίγωρα
για να προφτάσει το ζώο, πούχε προχωρήσει καμπόσο,
ξέροντας το δρόμο του. Κ’ εκείνη τον ακολούθησε.
«Και θα πας από κακού σε χειρότερο, κακομοίρη
μου», του ξανάπε, «μ’ αυτήν την ιδέα που σου μπήκε
στο μυαλό! Είναι πράματα για να κάνει ένας γέροντας
άνθρωπος; Κ’ έχασες το ίρτζι σου, την υπόληψή σου! Για
τούτο εγίνηκες του χωριού το κορόιδο;».
Tην εκοίταξε πάλε απελπισμένος. «Ω», της είπε,
«έτσι δε θα πάει ομπρός για πολύν καιρό αυτή η ζωή!
Σαν ιδώ τα πάρα στενά δίνω μία και τελειώνω!».
Κ’ έπιασε με τα δύο του δάχτυλα το λαρύγγι του,
τόσφιξε, κ’ έκαμε «Κλ!» γρυλλώνοντας τα μάτια.
«Έτσι σ’ εκατάφερε ο κυρ Αργύρης, για να σε κλη-
ρονομήσει ανέξοδα!» τούπε.
Κ’ έκαμαν έπειτα σιωπηλοί καμπόσο δρόμο. Εκείνη
έγνεθε, σαλιώνοντας και με τα δύο της χέρια το φάδι,
πώβγαινε πλατύ κι’ αγανό από την μάλλινη τουλούπα
κ’ εστριφότουν κ’ εδυνάμωνε, καθώς το αδράχτι εγύ-
ριζε, κατεβαίνοντας από την άκρη της ρόκας, ως που
κοντοάγγιζε τη γης, κ’ εκείνος έσπρωχνε το ζώο για να
πηγαίνει γοργώτερα στον ανήφορο του μεγάλου δρόμου.
Τέλος η γρηά τού ξανάπε: «Καλά που θάκανες να
μη δίνεις καμίαν απάντηση, όταν σε παρανομίζουν, για-
142 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

τί ο κόσμος, βλέπεις, είναι τόσο κακός, κι’ όσο του λες,


τόσο γελάει! Κ’ έπειτα λες ως και συ τόσο παράξενα
λόγια, σε τόσο παράξενον τρόπο, που με το στανιό κά-
νεις τους ανθρώπους να γελούνε και γένεσαι μπαίγνιο!
Δεν το καταλαβαίνεις; Αν θέλεις να κάμεις κάτι, πιά-
σε κανένα παιδί, και σπάσε του το κεφάλι ή το ποδάρι,
κι’ άμε στη φυλακή· κι’ άμα βγεις από τη φυλακή, βλέ-
πεις πώς θα σε φοβούνται! Αμή έτσι; δεν είσαι παρά
συ στο χωριό μας· και, μα το Θεό, όλοι έχουνε τα πα-
ρατσούκλια τους, άντρες γυναίκες, για να γνωρίζονται,
μα όπως εσύ δεν κάνει κανένας! Μπα, μπα, μπα!». Κ’
εσταυροκοπήθηκε.
Την εκοίταξε πάλι, κουνώντας απελπισμένα το κε-
φάλι.
Κ’ έπειτα εκείνη τού μίλησε για τα παιδιά της. Ο
ένας της γιος επήγαινε τώρα στρατιώτης· η κοπέλλα της
η μεγάλη είχε όλα τα προικιά της έτοιμα· δεν επείρα-
ζε τίποτα που ο μπάρμπας της δεν της είχε δώκει ούτε
μία κλωστή απ’ όσα είχε αφήκει η θεία της· τίποτα!
Αυτά βέβαια θα του τάχανε πάρει η φαμίλια του Αρ-
γύρη, η Χρυσάνθη, που ήτανε σαν ξεροσταφίδα, και η
κυρά Μαρία, η κυρά Μαρία! για την Αμαλία τους και
την Αγλαΐα τους! Φυσικά, φυσικά!… Μα εγενότουν ως
και η Αμαλία ένα λουλούδι, πρώτης γραμμής! ανώτερη
ακόμη από την κυρά μητέρα της! Όλη μέρα, όλη μέρα
ετσιμποτραβιότουνε με τον ξάδερφό της· κάθε μέρα και
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 143

κάποιος την έβλεπε! έγνοια της και κεινής! Μα της Στα-


σιάς, η κοπέλλα της, ήταν φρόνιμη, αθώα, τίμια και καλή!
καλή όπως όλα της τα παιδιά! Το ένα καλύτερο από τ’
άλλο! Την εσεβόντανε όλα· κ’ ήτανε όλα δουλευτάδες· οι
πρώτοι δουλευτάδες! κ’ η γης τούς έδινε το καθημερνό
τους, κι’ ας είχανε λίγη· επήγαιναν κιόλας κ’ εξενοδού-
λευαν, κ’ έτσι δεν είχανε ανάγκη ούτε να χρεώνονται,
ποτέ ούτε ένα τάλλαρο! Και τώρα επάντρευε την θυγα-
τέρα της μ’ ένα καλό παιδί που της την είχε ζητήσει· η
χαρά θα γενότουν τες αποκριές· και θαρχότουνε βέβαια
κι’ ο Θωμάς στη χαρά για να γλεντήσει κ’ εκείνος· θα
σφάζανε ένα αρνί· ταρνί που θα γεννούσε το Νοέμβρη
η προβατίνα τους…
Κι’ ως τόσο έφταναν τώρα στο περικλάδι που ανέ-
βαινε τη ράχη του σπιτιού του Καραβέλα. Ο γάιδαρος
έκαμε δύο τρία γλίγωρα πατήματα, παίρνοντας φόρα
για ν’ ανεβεί του μονοπατιού τον ανήφορο· και η γρηά
αποχαιρέτησε τον αδερφό της.
«Καθώς σου μίλησα», τούπε γνέθοντας· «μη δίνεις
απάντησες τέτοιες. Θυμήσου το!».
«Σα χολευτώ», της απάντησε, «λέω ό,τι μούρχεται
στο στόμα· δε μπορώ να κάμω αλλοιώς! Και τότες ο
νους μου γεννάει τα παράξενα, και πρέπει να τα πω!
δεν ξέρω πώς διάολο είμαι καμωμένος!…».
Κι’ ανέβηκε τον ανήφορο κατόπι στο γάιδαρο· και
στο μισόν το δρόμο εγύρισε κ’ εκοίταξε την αδερφή του,
144 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

που κ’ εκείνη είχε ξεκινήσει για το σπίτι της κ’ επήγαι-


νε σκυφτά σκυφτά, μιλώντας μοναχή της. Κ’ είπε τότες
με το νου του: «Ποιος ξέρει α θάμουνα καλύτερα μαζή
τους, αν ίσως τότες δεν τους είχα διώξει!… Τανιψίδια
μου θα με συμπονούσαν καλύτερα από τους ξένους, και
θα με υπεράσπιζαν! Μα ήξερα και γω που αληθινά η
Στασιά μ’ αγαπούσε; Πού τόξερα! Είχα βάλει στο νου
μου το κακό, γιατί είμαι κακός άνθρωπος!». Κι’ ανα-
στέναξε. «Κ’ έπειτα η Μαρία!…»
ΙΧ
Εσταματησε κατω απο την κληματαρια, που άρχιζε
τώρα να χάνει τα φύλλα της κ’ εκιτρίνιζε. Κ’ εκοίταξε
ολόγυρά του κ’ έκραξε: «Μαρία!».
«Έχω άλλο διάολο στο κεφάλι μου, και μη σου ειπώ
πού αλλού!» του αποκρίθηκε εκείνη θυμωμένη από πά-
νου· «ως και συ ευρέθηκες τώρα να με σκοτίσεις; Ξε-
φόρτωσε όπως μπορείς! εκεί είναι η διχάλα!».
Και ξακολούθησε με μουγγή φωνή βρίζοντας τη συ-
γάμπρισσά της: «Μας άκουσε! μας άκουσε! Τι μου κά-
νεις, μωρή μούμια, τι μου κάνεις!».
Ο γέρος αναστέναξε· εστήριξε με την ξύλινη διχάλα
τη μία μεριά του σαμαριού, έλυσε από την άλλη μεριά
τη χοντρή πέτρα, και την άφηκε μεμιάς να πέσει χάμου
με θόρυβο. Κι’ ως τόσο η Χρυσάνθη απαντούσε στη Μα-
ρία: «Δεν είναι δικά μας, μωρή, όλα τα καλά του Θωμά·
έχουμε και μεις τα μισά. Μας τ’ απόχτησες, η καημένη,
με το κορμί σου! ούτε το γέροντα δεν εσιχάθηκες από
την αλαιμαργία σου!… Σου το φωνάζει όλο το χωριό!…»
«Μωρή χτικιάρα!» της εφώναξε η Μαρία, «με συκο-
φαντάς, και το ξέρεις!… Εγώ, μωρή, με τον Καραβέλα;».
«Mε τον Καραβέλα!» είπε ο γέροντας από κάτου,
ενώ άφινε να πέσει και η άλλη πέτρα από την άλλη με-
146 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ριά του ζώου. «Με τον Καραβέλα!» Και δύο δάκρυα


του κύλισαν από τα μάτια. «Κ’ έλεγα νάχω από σας την
υπεράσπισή μου και την ψυχοπόνια!… κι’ αδίκησα για
σας τανιψίδια μου, πούναι από το αίμα μου· κι’ αντίς…
κι’ αντίς, ως κι’ από σας τα περγέλοια, όπως κι’ απ’
όλον τον κόσμο!… Αχ, αχ! Σας άφησα ό,τι κι’ αν είχα,
όλα, όλα· και χωρίς νάχω το χρέος, κάθομαι και δου-
λεύω όλη μέρα· για σένα, Μαρία· αντίς να τρώγω και
να πίνω και να ησυχάζω!… Ω τι έπαθα, τι έπαθα, ο κα-
κοκέφαλος! Αυτό είναι το σπολλάητη που μου δίνεις!…»
«Τώρα που νάρθει ο Γιάννης μου!» είπε η Μαρία της
Χρυσάνθης φοβερίζοντας. «Θα του τα ειπώ όλα, μα όλα!
Α κακή γυναίκα! το στόμα σου θα βγάλει σκουλήκια! Μα
θα γλυτώσουμε από τα χέρια μας! για να γλυτώσουμε,
θάκανα και τη δημόσια στη χώρα! ναι, ναι! Ακούς εκεί να
μου μελετάει τον Καραβέλα! Ποιόνε; τον Καραβέλα!…»
Ο γέρος από κάτου εβάλθηκε άξαφνα να γελάει πι-
κρά. «Ω δεν το ξέρει, χα, χα, χα! δεν το ξέρει η κυρά-
τσα Μαρία που μπορώ να της ανοίξω τα παληά κατά-
στιχα και να της ψάλω τον εξάψαλμο, και να της πω με
το νυ και με το σίγμα όσα έκαμε, ένα ένα, και κοπέλλα
και παντρεμένη!… Χα, χα, χα! ή λέει πως δεν τα ξέρω;
Και θάρθει τότες παρακαλώντας, όπως ήρθε για να μας
πάρει το χτήμα! Ναι, ναι, Χρυσάνθη, καλά τής λες, ναι
ναι! Τούτα τα χέρια του γερόντου της αγκαλιάσανε, την
εμαλάξανε. Χα, χα! αυτές οι βούλλες δε σβήνονται ποτέ
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 147

τω καιρώ! Μα ποτέ! Χα, χα! Ναι, εκεί μέσα στο σπίτι


μου και κάτω στο Φανό, στο καλύβι! Παρανόμιζε, Μα-
ρία μου, όσο θέλεις μα έχεις κομμένη την ορά σου, κομ-
μένη με το ψαλίδι μου! Χα, χα!»
«Ακούς; ακούς;» της είπε με κακία η Χρυσάνθη·
«σου τα λέει και μπροστά μου! Μου τάκρυβες ε; και
μούκανες την άγια! Ντροπή σου! ου, ου!…»
«Οχιά!» της φώναξε η Μαρία ξεφρενιασμένη από
τη χολή της.
Κ’ εβγήκε στο παράθυρο. Κ’ επάσκιζε να ιδεί το
γέροντα μέσα από τα κλαριά και τα φύλλα της κλημα-
ταριάς, που αυτήν την ώρα ο μεσημεριάτης τη σάλευε.
«Άτιμε Καραβέλα», τούπε· «τι είναι αυτές οι συκο-
φαντίες; τι βγάζεις από το βρωμόστομό σου; Δε φοβά-
σαι ούτε το Θεό, ούτε τον άντρα μου; Δεν περνάει, μωρέ,
η μπογιά σου!». Και, κοπανίζοντας με τον ένα γρόθο
την παλάμη της, ξακολούθησε: «Κακομοίρη μου! εγώ σ’
έβαλα στο σακκί και σ’ έχω μέσα δεμένονε! Καλή ιδέα
σού μπήκε στο μυαλό, μα βγάλε τήνε! Και τα σίδερα
να τρως, περιττό είναι! Δε θα σου γένει η χάρη, και δε
σου γίνηκε! Λέγε, λέγε όλη μέρα· δεν κάνεις τίποτα! τί-
ποτα! Και σ’ έχω στα χέρια μου κακομοίρη! σ’ εκατά-
φερα όπως ήθελα εγώ! Δεν έχεις πλια ούτε μνήμα! και
το σπίτι σου θα το κάμω ένα σεράγι, για να κάθομαι
μέσα εγώ και τα παιδιά μου και ο άντρας μου, να μου
ζήσει. Σήμερα αύριο εσύ πεθαίνεις, γιατί είσαι γέροντας
148 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

παμπάλαιος, κ’ εμείς θα ζήσουμε, μωρέ Καραβέλα!…»


«Ως και συ, ως και συ!» αναστέναξε, και στα μάγου-
λά του εκύλισε άλλο ένα δάκρυ.
«Δε μπορώ να κακολογιώμαι για σε!» του φώναξε.
Αυτός εβάλθηκε πάλι να γελάει. «Χα, χα, χα! Καλά
κάνεις, καλά κάνεις και ντρέπεσαι τον κόσμο και δε θέ-
λεις να ξέρει άλλος όσα εκάμαμε, όσα κάνουμε! Ω έχεις
δίκηο! Δικό σου είναι το δίκηο… Μα ούτε σ’ αντρόγυνο
χολή, ούτε σ’ αδέρφια αμάχη!… Χα, χα! Κι’ αντρόγυνο
δεν είμαστε; Δεν είσαι η Μαρία μου; Αμή τι! Θ’ αγαπη-
θούμε πάλε και θα περάσουμε όπως θέλει ο Θεός! Ναι,
ναι! Χα, χα, χα! Έχεις δίκηο!…»
«Άτιμε Καραβέλα!» του ξαναφώναξε, τρέμοντας από
το θυμό της· «μέτρα τα λόγια σου! Τώρα που νάρθει ο
άντρας μου, θα σε κάμει λιανά στο ξύλο! Σκάφτεις μο-
νάχος σου το λάκκο σου! Μα τούτο το σταυρό (κ’ εσταυ-
ροκοπήθηκε) δε θα σε ζυγώσω πιλιό μου! Ποτέ, ποτέ!
ούτε σα θα ψυχομαχήσεις! Δε μου πρέπουνε αυτές οι
βρισιές, γιατί όσα μού λες δεν τάκαμα! Μα σου πρέ-
πει να τιμωρηθείς, να ψηθείς για τη γλώσσα σου! Πιλιό
ούτε νερό από τα χέρια μου! Δε θ’ ανοίγω εγώ το στό-
μα του κόσμου! Αμή τι! Δε σ’ άρεσε να ζήσεις ήσυχος
στα χέρια μας, αμή έβαλες ιδέες στο νου σου! Βγάλ’ τες!
βγάλ’ τες! Θα πας με τον καημό σου, δε θα σου περάσει
τίποτα, ούτε ένα τόσο! Τ’ ακούς; τ’ ακούς; Και μη σου
περάσει η ιδέα πως θα χαλάσεις τα γραμμένα! Α μπα,
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 149

πάει τώρα! Κι’ αν θέλεις, κάθεσαι ήσυχος, και κλεις το


στόμα σου, αδεμή, ή πεινάσεις, ή διψάσεις, δε θα γνοια-
στεί κανείς για σε, και σ’ αφίνουμε, όταν αρρωστήσεις,
να βρωμέψεις στο κρεββάτι, όπως άφηκες την κακομοί-
ρα τη γυναίκα σου! Έτσι σου πρέπει! Ναι, ναι! Τι σου
πέρασε από το νου πως είναι οι γυναίκες του κόσμου;
Δεν το είδες πώς επλέρωσες τη ζούρλια σου; Θέλεις να
πλερώσεις κι’ άλλα; Δε σου κάθομαι! Σκάσε, σκάσε!».
Και λέγοντας έτσι εκοπάνιζε την παλάμη της.
Αυτή τη στιγμή έμπαινε στο σπίτι ο Αργύρης, ψηλός,
παχύς, κατακίτρινος, λαχανιασμένος κ’ ιδρωμένος όλος·
κ’ ήρθε κ’ έπεσε σε μία καρέκλα σιμά στο τραπέζι, κι’
άπλωσε τα πόδια του. Η Μαρία εσώπαινε, ενώ ο Καρα-
βέλας τής απαντούσε ακόμη από κάτου· και ο Αργύρης
δεν μπορούσε από το δρόμο κι’ από το θυμό να μιλήσει,
παρά εστριφογύριζε τα μικρά του τα μάτια.
«Αέρα, αέρα», εψιθύρισε, ξεκουμπώνοντας το στή-
θος του.
Η Χρυσάνθη ήρθε σιμά του ανήσυχη, δακρυσμένη,
τρέμοντας με το κεφάλι· έβγαλε αμέσως τη μπόλια της
και τούκανε αέρα στο πρόσωπο. Και ρίχνοντας της Μα-
ρίας μία ματιά γεμάτη μίσος τής είπε: «Τι μούκαμες,
μωρή χαμένη; τι μούμακες; ο Θεός θα σου τα πλερώ-
σει!… Θα μου τόνε πεθάνεις τον καλό μου τον άντρα!…»
«Ακουόσαστε», είπε δειλά ο Αργύρης, «ως το φόρο!
κ’ εστέκονταν οι ανθρώποι ορθοί να σας ακούνε. Τι επά-
150 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

θατε πάλε; Μα δεν έχετε καμία ντροπή; Και τι βρωμό-


λογα λέτε, ούτε στα πορνοστάσια! Στιά και φλόγα εί-
σαστε κ’ οι δύο! Κ’ εχρειάστηκε ν’ ανεβώ τρέχοντας τον
ανήφορο· και να τι μου κάματε! Θα σκάσω… Να σας τα
πλερώσει ο Θεός!…»
«Αυτή η πύξια, αυτή η δείξια!» είπε κλαίοντας η
Χρυσάνθη.
«Όρσε!» της είπε η Μαρία, μουτζώνοντάς την με τα
δύο χέρια και βγαίνοντας από το σπίτι.
Από κάτου ο Καραβέλας όλο εμουρμούριζε. Είχε ξε-
φορτώσει το γάιδαρό του, κ’ εστεκότουν ορθός μπροστά
στο ζώο και το κοίταζε, σα να πρόσμενε από κείνο προ-
στασία. Και σε λίγο ο Αργύρης είχε ησυχάσει, κ’ εβγή-
κε ως κι’ αυτός στο παράθυρο και τον έκραξε: «Θωμά,
γιατί εσήκωσες τόση επανάσταση και κακολογάς έτσι
τη νύφη μου;».
«Τι άλλο προσμένω από το σόι σας, ανάθεμά το;»
τούπε ο Καραβέλας.
«Επήγες με κακές ιδέες!» του φώναξε ο Αργύρης.
«Βγάλ’ τες από το νου σου, καημένε, είσαι γέροντας».
«Ω μ’ εβάλατε στο σακκί. Μου τόπε η Μαρία. Αν
είσαι τίμιος άνθρωπος, πάμε να χαλάσουμε τα γράμ-
ματα! Δε θέλω νάμαι στην εξουσία σας! Έλα, Αργύρη
να τα χαλάσουμε…»
«Δε χαλιώνται», του αποκρίθηκε ο Αργύρης χαμο-
γελώντας. «Σούλειψε καμία μέρα τίποτα; το φαί σου;
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 151

το πιοτό σου; τα ρούχα σου; το φράνκο σου; το συγύ-


ριο σου; Τι να σου κάμω, σαν επήγες μ’ άλλες ιδέες και
δεν επίτυχες;» Κ’ εγέλασε, και ξαναμπήκε μέσα, και
ξανακάθισε.
«Φέρε μου να γευτώ», είπε της Χρυσάνθης σε λίγο.
Εκείνη τον άκουσε αμέσως. Κι’ ο Αργύρης έμεινε
καμπόση ώρα μοναχός, κι’ άκουε το μουρμουρητό του
Καραβέλα χωρίς να του δίνει απάντηση.
Άξαφνα εμπήκαν στο σπίτι ο αδερφός του μαζή με
τον παπά και η Μαρία κατόπι τους. Ο παπάς είχε λη-
σμονήσει τη μεγαλοπρέπειά του· ήτανε θυμωμένος κι’
εκείνος, ωχρός και ιδρωμένος. Ο Γιάννης, ξεμανίκωτος
και μ’ ανοιχτό το στήθος, χαμογελούσε με μισόκλειστα
μάτια· η Μαρία εκοίταζε τριγύρω της ανήσυχη κ’ εδά-
γκανε τη μπόλια της, θυμωμένη ακόμη με τον Καραβέλα.
«Τι τρέχει, παπά;» είπε ο Αργύρης κλειόντας τα μι-
κρά του τα μάτια, αφού τον εχαιρέτησε.
«Ακούς εκεί, Μαρία», είπε ο παπάς, μιλώντας γλί-
γωρα, κι’ ανεμίζοντας τα ράσα του, χωρίς ούτε να καλη-
μερίσει· «ακούς εκεί! ο πατέρας σας έχασε το νου του.
Είναι σα μικρό παιδί. Η αρχή τού πήρε τα χαρτιά του,
το ξέρετε· και με το δίκηο της. Δεν έβλεπε, δεν μπο-
ρούσε πλια να γράφει, γιατί τρέμει το χέρι του· τα συ-
βόλαιά του δε μπορεί κανένας άνθρωπος να τα διαβά-
σει, ούτε και ο ίδιος· πώς θάναι έτσι νοδάρος; Και δεν
είχε τάξη καμία… Και τώρα τι θέλει; Τι μπορεί, λες, να
152 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

θέλει; Αφού λέει, δεν ξετάζει πιλιό, για να φέρνει της


κουμπάρας του να χορταίνει, θέλει — ακούς; — θέλει
να μας τήνε κουβαλήσει στο σπίτι μας. Ναι, σπίτι μας…
Σκεφτείτε σε τι θέση μάς βάζει… Να κάθομαι τώρα εγώ,
παπάς, να κάνω το δραγάτη και να ξαλλάζομαι με τα
παιδιά μου και με την παπαδιά μου, για να μη μας τήνε
θρονιάσει σπίτι μας… Μα σκεφτείτε το… Εγώ παπάς,
και να θέλει να με βάλει να καθίσω μ’ αυτήν την πόρ-
νη… Μα είναι ανυπόφερτο το πράμα… Ανυπόφερτο…».
«Πωπώ βουρδούλια!» είπε η Μαρία, τραβώντας
τα μάγουλά της. «Τα γεράματα δεν έρχονται μοναχά
τους…»
«Τώρα θάρθει εδώ, και πάρτε τα μέτρα σας!» ξα-
νάπε ο παπάς.
«Χα, χα, χα!» εγέλασε ο Καραβέλας· «το σπίτι είναι
δικό του· το κάνει ό,τι θέλει. Έχει δίκηο. Χα, χα, χα!…»
«Τράβα τη δουλειά σου, Καραβέλα», του φώναξε ο
παπάς θυμωμένος.
«Ο χότζας!» είπε πικρογελώντας ο Καραβέλας, «ο
χότζας! Χα, χα! παρανομίζει κι’ όλας! Δε θυμάται που ο
Δεσπότης δεν ήθελε να τόνε κάμει παπά, γιατί ελέγανε
πως το σκεύος ερράγη!».
Κι’ ως τόσο έλεγε ο Γιάννης γελώντας και με μισο-
κλεισμένα μάτια: «Θέλει κι’ αυτός ένα μπουκούνι γυ-
ναίκα· γιατί όχι; γιατί είναι γέροντας; Χα, χα!».
Ο παπάς τούρριξε μία λοξή ματιά. «Τώρα», είπε,
«αφού βλέπει πως δεν τήνε θέλουμε, μας φοβέρισε πως
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 153

θα στεφανωθεί την κουμπάρα του. Και λέει πως έτσι


θα μας τήνε φέρει σπίτι… Μα δε μπορεί να γένει ούτε
αυτό. Πώς θα βάλω αυτήν τη γυναίκα, μία τέτοια, μαζή
με την παπαδιά μου, μαζή με τες θυγατέρες μου; Μία
τέτοια! Α όχι! Κι’ αν το κάμει, θα βρει την πόρτα κλει-
στή. Πάρτε και σεις τα μέτρα σας· κανένας δε θα ειπεί
πως έχουμε άδικο. Κανένας!…».
«Καλά λέει ο παπάς», είπε σοβαρά η Μαρία. «Μωρέ,
μέρα που μου ξημέρωσε!».
«Χα, χα!» ακούστηκε να γελάει ο Καραβέλας· «κι’ ο
νοδάρος γαμπρός! Χα, χα! Μα καλά σάς κάνει!».
«Πωπώ βουρδούλια!» ξανάπε η Μαρία, «θα γελάνε
ως κ’ οι πέτρες!».
«Θάρθει εδώ», είπε ο παπάς, «να γυρέψει αποκού-
μπι· μην τον ακούσετε! Εγώ δεν του αρνιέμαι τίποτα!
Για τον εαυτό του ό,τι θέλει· μα την κουμπάρα του δεν
θέλω να τήνε ξέρω! Έχετε γεια!». Και, λέγοντας έτσι,
εβγήκε θυμωμένος βιαστικά από το σπίτι.
Ο Καραβέλας ξαναγέλασε.
«Αφήσετέ με να τα ξεδιαλύνω εγώ, όταν έρθει!» είπε
ο Αργύρης. «Μα τώρα ας φάμε!»
Η Μαρία εβγήκε όξω και κείνη· ο Γιάννης εκάθισε
σιμά στον αδερφό του· και τα δυο αδέρφια εμίλησαν
καμπόση ώρα για τες δουλειές τους: για το νιόργο-
το χωράφι, για τες εληές που ώρμαζαν, για το δαμάλι
που ο Γιάννης έμελλε να σφάξει, για την εκκλησιά που
154 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

έφτιανε το χωριό στο καινούργιο κοιμητήριο. Ο Αργύ-


ρης ήταν επίτροπος. Και τέλος ξανάρθαν μέσα οι δύο
γυναίκες, φέρνοντας το φαγητό και το πιοτό, απίθωσαν
όλα απάνου στο τραπέζι και ξαναπήγαν στο μαγειριό
για να γευτούν κ’ εκείνες με τα παιδιά τους. Ο Γιάν-
νης έτρωγε λαίμαργα, σκύφτοντας απάνου στο χοντρό
πιάτο του, αλείφοντας ζουμιά τα κρεμαστά μουστάκια
του, κάνοντας θόρυβο με τα χείλη του και με τα δόντια
του· ο Αργύρης αντίς εγευότουν σιγά σιγά, παίρνοντας
μικρές μπουκιές στο στόμα και αναπνέοντας πάντα με
δυσκολία. Και τα δύο αδέρφια δεν εμιλούσαν. Τέλος ο
Αργύρης είπε:
«Nάχα, καημένε Γιάννη, την όρεξή σου! Είδες η ξε-
γνοιασιά τι κάνει! θάσουνε έτσι αν επήγαινες χώρια
σου;».
«Χώρια μου;» είπε γελώντας ο Γιάννης· «μα δεν
τόχω στο νου μου; Η Μαρία το λέει, μα ας λέει! ποιος
άντρας είναι κείνος που ακούει τη γυναίκα του; Χα,
χα!».
Κ’ έπειτα αποτέλειωσαν σιωπηλοί το φαγητό τους.
«Να κι’ ο νοδάρος!» είπε σε καμπόσο χαμογελώντας
ο Αργύρης· κ’ εσηκώθηκε για να του δώσει το χέρι.
Ψηλός, λιγνός, σκευρωμένος, με βαθουλωμένα μη-
λίγγια και βαθουλωμένα κόκκινα μάγουλα, ο γέροντας
εμπήκε μέσα στο σπίτι και τους εχαιρέτησε με τη σβημέ-
νη πνοή του. Τα ζωηρά του μάτια ήταν ανήσυχα και κι-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 155

τρινισμένα, μα το στόμα του εφαινότουν να γελάει με τα


πάρα κόκκινα χείλη του. Η Μαρία τον είχε ακολουθήσει.
«Αφέντη νοδάρε!» τούπε ο Αργύρης.
«Καλό στον πατέρα», είπε ο Γιάννης.
«Θέλεις να γευτείς, νοδάρε;» του ξανάπε ο Αργύρης.
«Όχι», απάντησε με την αδύνατη φωνή του· «δεν
έφαγα, μα δε θέλω! Εκείνη είναι νηστικιά!». Και, λέγο-
ντας έτσι, εκουνούσε πικρά το κεφάλι του.
Όλοι έκαμαν πως δεν άκουσαν, κι’ ο νοδάρος ξανάρ-
χισε, χαμογελώντας χωρίς να το θέλει και φέρνοντας από
δω κι’ από κει το ανήσυχο βλέμμα του: «Παιδιά μου, το
χωριό μας είναι κακό! σαν τα Σόδομα! Γιατί ο Θεός δε
ρίχνει φωτιά να το κάψει; Για να μην κάψει και τες εκ-
κλησιές, πούναι ορθόδοξες! Αχ, τι τούκαμα εγώ του κό-
σμου για να με συκοφαντήσει; τι; γιατί να πάει αυτός ο
κόσμος στον εισσαγελέα και να τόνε κάμει να ξοδευτεί
και νάρθει εδώ από τη χώρα με την άμαξα και να μου
κάμει επιθεώρηση; γιατί; Και μ’ έβαλε ο εισαγγελέας
να διαβάσω τα γράμματά μου, πούγραψα, και δε μπο-
ρούσα να τα βγάλω, γιατί τα γυαλιά μου επαληώσανε
και δε φελούνε πλια· κι’ ούτε αυτός δε μπόρεσε να τα
διαβάσει, μ’ όλο που ξέρει πολλά γράμματα, γιατί δεν
έχει συνηθίσει στο χαραχτήρα μου!… Και δεν εύρηκε σε
τάξη το χαρτί το βουλωμένο, γιατί κάθε μέρα στην Αθή-
να κάνουνε καινούργιους νόμους! κ’ εύρηκε έτσι αφορ-
μή και μου πήρε τα χαρτιά, και μ’ έπαψε!… Τώρα…»
156 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«Τώρα;» είπε η Μαρία.


«Τώρα… τώρα… τώρα… δεν ξετάζω πλια τίποτα…
ούτε ένα ψωμί την ημέρα! και τι θα της παίρνω εκεινής;
θα πεθάνει της πείνας!…»
«Ποιανής;» είπε αδιάφορη η Μαρία.
Ο γέρος εκοίταξε ανήσυχος ολόγυρά του, και τα κόκ-
κινα μάγουλά του άχνισαν λίγο· μα το χαμόγελό του δεν
εμπόρεσε να σβήσει από τα χείλη του. Εφοβήθηκε να
προφέρει τόνομα της γυναίκας, σα νάταν βλαστήμια· μα
στο τέλος επήρε την απόφαση:
«Της… κουμπάρας μου!» είπε κλειόντας τ’ ανήσυ-
χα μάτια του.
«Α εκεινής!» είπε περγελαστικά η Μαρία. «Πφ!»
«Ω Μαρία», είπε παρακαλεστικά ο γέροντας· «τι
μου γύρεψε; να της παίρνω ένα κομμάτι ψωμί, όσο για
την πνοή! Κι’ ο παπάς, κ’ η θυγατέρα μου μου το αρ-
νήθηκαν, γιατί δεν την έχω, λένε, γυναίκα μου! Δεν την
έχω τίποτα! Ω ο παπάς, ο παπάς! να μπει το δαιμόνιο
μέσα του! Κ’ η θυγατέρα μου, την κατάρα μου νάχει!
Μ’ εβάλανε τώρα στο δρόμο! Γιατί πώς θα είμαι εγώ
χορταμένος και πεινασμένη εκείνη, η γυναίκα που εγέ-
ρασε στα χέρια μου; Θε μου, πάρε μου τα δίκηα! Και
τους είπα: θα τη στεφανωθώ και θάναι έτσι στεφανω-
τικιά μου γυναίκα, και θα μπορούσα έτσι να τήνε φέρω
στο σπίτι, πούναι δικό μου! Και μούπανε όχι! Και με
πικράνανε ίσια με την καρδιά, και περπατώ αναστενά-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 157

ζοντας και καταριέμαι! Δε θα λάβει καλό η παπαδιά!


Τα γγόνια μου θα της πεθάνουνε· θα την πικράνει κι’
αυτήνε ο Θεός, όπως με πίκρανε αυτή κ’ εμένα!». Και
τα δάκρυα εκυλούσαν στα βαθουλωμένα μάγουλά του.
«Ω αν ήτανε πλούσια η κουμπάρα μου», ξακολούθησε
σε μία στιγμή, «αν είχε κι’ αυτή χτήματα και τάλλαρα,
θα βλέπατε πώς θα την ηθέλανε, θα βλέπατε!».
«Πατέρα», τον αντίσκοψε η Μαρία· «έλα στα σύγκα-
λά σου, και μη ζητάς το αδύνατο από έναν παπά, και μη
θελήσεις, γέροντας εσύ, να γενείς ρεζίλι…».
«Μαρία», της αποκρίθηκε τρέμοντας, «εσύ είσαι
καλή, εσύ, την ευκή μου νάχεις, εσύ σέβεσαι τα γε-
ράματά μου· εσύ θάσαι ευτυχισμένη εδώ μέσα με τον
άντρα σου, με τα παιδιά σου! Δε θα πικράνεις και συ
τον πατέρα σου! Δε θα με διώξεις καθώς ο παπάς, δε
θα μ’ αρνηθείς το κομμάτι ψωμί που σου ζητώ σα για
λεημοσύνη για κείνην τη δύστυχη! Δε θα κάμεις σαν την
παπαδιά! Και θα θυμηθείς πως η γυναίκα εκείνη, στη
δυστυχία, στους δύσκολους καιρούς, όταν είχε πεθά-
νει η μάννα σας, εβάσταξε το σπίτι σας, σας έκαμε όλα
τα θελήματα, σας αγάπησε σα μάννα! κ’ εφτώχυνε για
μας, κ’ εξέκαμε το φτωχικό της για να μην ακουστού-
με πως πουλούμε το δικό μας!… Κι’ όταν θάναι τουλά-
χιστο γυναίκα μου, δε θα την αφήκεις να πεθάνει της
πείνας, γιατί η καρδιά σου, εσέ, είναι καλή, και θάχεις
μαζή με τα παιδιά σου, την ευκή μου!». Κ’ εβάλθηκε
158 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

πάλι να κλαίει.
«Χα, χα, χα!» εγέλασε ο Καραβέλας από κάτου· «ο
νοδάρος γαμπρός! και τι νέος! ογδοήντα χρονώνε! και
ζητάει της θυγατέρας του ένα κομμάτι ψωμί για να κά-
μει δύναμη! Χα, χα! Πεινάει το αντρόγυνο πριν κάμου-
νε παιδιά! Χα! χα! χα!… Νοδάρε, εσμίξανε δυο τρελλοί
εδώ μέσα! Εχαρίσαμε κ’ οι δύο το δικό μας της θυγα-
τέρας σου! Χα, χα!».
Κι’ ο Γιάννης είπε: «Μαρία, δε μας ζητάει κανένα
πράμα μεγάλο! Τούχουμε το χτήμα του! Αν ήθελε το
πουλούσε!».
Ο νοδάρος τον ευχαρίστησε με μία ματιά· μα η Μα-
ρία τότες αγρίεψε: «Πατέρα», είπε, «για το καλό που
σου θέλω, παράτησέ την αυτήν τη γυναίκα· αυτή σε χά-
λασε! Θάσουνε σήμερα αφέντης, πνιμένος στα τάλλαρα,
χωρίς αυτήνε! Παράτησέ τηνε και μη γνοιαστείς πλια
για κείνηνε. Θα βρει τον τρόπο να ζήσει· στο νησί μας
δεν απέθανε ακόμα ούτε ένας της πείνας. Γύρισε σπίτι
σου, και θα σε δεχτεί ο παπάς κ’ η παπαδιά, σαν παι-
διά σου πούναι. Γύρισε μοναχός σου, και μην κάμεις το
κακό που μελετάς στο νου σου. Τήνε ντρεπόμαστε».
«Έτσι;» είπε ο νοδάρος, ανοίγοντας τα μάτια και
τρέμοντας όλος, ενώ τα χείλη του, πούχαν χλωμιάσει,
αδιάκοπα χαμογελούσαν, χωρίς να το θέλει· «έτσι;…»
Kαι ο Αργύρης σοβαρός τούπε: «Ούτε η παπαδιά,
ούτε η Μαρία δεν έχουνε καμία υποχρέωση για κείνην
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 159

τη γυναίκα. Τώρα δε μπορούνε να την ξέρουνε· και αν


τη στεφανωθείς δε θέλουνε, γιατί τήνε ντρέπονται. Δε
θα κάμεις λοιπόν καλά, κυρ νοδάρε».
«Ω», απάντησε, «ας έχετε την κατάρα μου… Αργύ-
ρη, εσύ τάκαμες όλα! ήτανε δικό σου το σκέδιο, πλεο-
νέχτη…». Κ’ εσηκώθηκε κ’ εβάδισε προς την πόρτα κ’
εβγήκε στο δρόμο. «Την κατάρα μου νάχεις, Μαρία!»
ξακολούθησε, παίρνοντας τον κατήφορο. «Σ’ επαράδω-
κε ο Αργύρης στα χέρια του Καραβέλα, για να του πά-
ρει κ’ εκεινού το χτήμα και το σπίτι· δε θα ιδείτε ούτε
σεις καλό…»
Κ’ ενώ εκατέβαινε το ρόβολο, τα μάτια του όλο εδά-
κρυζαν. «Θα πάω να διακονέψω», έλεγε, «ένα κομμάτι
ψωμί για μένα και για τη γυναίκα μου… Οι ξένοι θα με
σπλαχνιστούνε καλύτερα…».
Κι’ ο Καραβέλας τον είδε να κατεβαίνει, τον ακολού-
θησε με το βλέμμα, κ’ εξέσπασε σ’ ένα δυνατό γελοκόπι:
«Χα, χα, χα! Έφυγε ο ένας τρελλός! ο άλλος μένει εδώ,
σιμά στο γάιδαρό του». Κ’ έπειτα έσυρε το ζώο από το
σκοινί προς το σπίτι του. Κ’ ενώ επήγαινε, τον ετσάκισε
άξαφνα ένα κατάκαρδο κλάμα, άφησε το ζώο κ’ εμπή-
κε σπίτι του, κ’ εξαπλώθηκε πίστομα στο κρεββάτι του:
«Ω Μαρία, Μαρία! κ’ εμέ και τον πατέρα σου, ω για-
τί μας επότισες τόσο φαρμάκι; ω Μαρία, Μαρία, Μα-
ρία!». Κ’ έκλαιγε.
Χ
Ειχε ξαναρθει παλι η ανοιξη, ο καιρός της δουλειάς. Κ’
ήτανε μεσημέρι. Στο χωριό, μαγαζιά και σπίτια ήταν όλα
κατάκλειστα· στο μεγάλο δρόμο σπάνιοι διαβάτες επερ-
νούσαν· κανένα ζώο δεν ακουότουν. Κι’ από το σπίτι του
Αργύρη έλειπαν όλοι εκείνην την ημέρα, γιατί είχαν ερ-
γατιά στα χωράφια τους, κ’ είχαν πάει να μαζέψουν τες
εληές, πούχε στρώσει στη γης η τελευταία φουρτούνα.
Μόνη η Μαρία ήταν εκεί. Είχε μείνει στο χωριό για
να μαγειρέψει για τους εργάτες. Και τώρα ανακάτεψε
για ύστερη φορά το φαγητό με τη μεγάλη κουτάλα, την
εγέμισε, το κοίταξε, τόφερε σιμά στο στόμα της, το φύ-
σηξε, το δοκίμασε με την άκρη του χειλιού της, τόβρηκε
έτοιμο, κ’ εκατέβασε από το σιδερένιο τριπόδι το με-
γάλο μαύρο λεβέτι.
«Ας δώσω πρώτα τη μερίδα του Καραβέλα», είπε με
το νου της παίρνοντας από ένα ράφι ένα χοντρό πιάτο
και γεμίζοντάς το κόκκινο φαγητό. Έπειτα έκοψε ένα
μεγάλο κομμάτι ψωμί, το πήρε παραμάσκαλα, και με
το πιάτο στο χέρι εβγήκε από το μαγειριό.
Κι’ αυτήν την ημέρα δεν τ’ απίθωσε, σαν τες άλλες
μέρες, στο κατώφλι του Καραβέλα, και δεν του χτύπησε
απ’ όξω την πόρτα για να τον ειδοποιήσει, αλλά εμπή-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 161

κε στο σπίτι του φωνάζοντάς τον με τόνομά του. Και τον


εύρηκε καθισμένον απάνω στην παληά κασέλα του και
συλλογισμένον. Τον εχαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο. Ήταν η
πρώτη φορά που τον κουβέντιαζε από την ημέρα πού-
χαν μαλώσει.
«Καλώς εκόπιασες!» ανάκραξε ο γέρος βλέποντάς
την. «Καλό στα μάτια της.» Και το πρόσωπό του εξά-
νοιξε από χαρά. Κ’ ευρέθηκε ολομεμιάς ορθός, της επήρε
από τα χέρια το ψωμί και το πιάτο, και της είπε: «Δώσε
μού το, το βλοημένο, να το πιθώσω απάνου στην κασέ-
λα». Κ’ έμεινε ορθός μπροστά της, την εκοίταξε με πά-
θος καμπόσες στιγμές, κ’ έπειτα τα μάτια του έπεσαν
απάνου στην πόρτα, σα να αναμετριότουν αν επρόφται-
νε να της φράξει το δρόμο.
Του είπε: «Θωμά, το βλέπεις: ο κόσμος είναι κακός
και μιλεί κακά· κι’ αυτήν την οχιά εδώ μέσα την ακούς
πώς κάνει».
«Θέλεις να της βγάλω τα μάτια;» απάντησε κοκκι-
νίζοντας.
«Γι’ αυτό δεν ερχόμουνα. Κ’ είχα όρκο να μη σου μι-
λήσω ποτέ. Επαραπήρες θάρρος! Κ’ εγώ, το ξέρεις, δεν
τα θέλω τα ρεζιλίκια. Ό,τι εγίνηκε, εγίνηκε· μα ούτε πα-
ρέκει, ούτε πάρα πέρα. Πρέπει τα στόματα του κόσμου
να κλείσουνε. Σ’ άφινα καμία φορά να κάνεις αστεία,
γιατί σ’ έπαιρνα για γέροντα, για πατέρα μου, μα άλλα
είναι τα αστεία κι’ άλλα τα σοβαρά. Κι’ αν θέλεις νά-
162 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

χουμε ομόνοια, πάρε το απόφαση, κ’ ησύχασε, και μην


κάνεις αυτά τα τεράστια, ειδεμή, το βλέπεις, βγαίνεις
ζημιωμένος ο ίδιος.»
«Ω Μαρία!» της είπε δακρύζοντας.
«Το κακό είναι, που δεν ξέρω πώς να φερθώ μαζή
σου. Αν σε βρίζω, κατηγοράει ο κόσμος, γιατί έχουμε το
δικό σου στα χέρια μας· αν σ’ έχω με τα καλά, μας κα-
κολογάνε, και παίρνεις θάρρος ως και συ, και τότες…»
«Aπό κείνην την ημέρα», της είπε πικρά, «με κοροϊ-
δεύετε όλοι. Η ίδια δε με ονοματίζεις ποτέ αλλοιώτι-
κα· κ’ εδώκετε το ελεύτερο στα παιδιά σας να με πει-
ράζουνε, όλα, όλα, και ξεκαρδίζονται στα γέλοια, όταν
θυμώνω. Τι ζωή μού κάνετε εδώ μέσα! Δεν έχετε κρίμα;
δεν έχετε κρίμα;». Kι’ αναστέναξε με βαρύ παράπονο.
«Πώς θα ζήσω έτσι;»
«Αυτά πας και τα λες στα μαγαζιά, κι’ ο κόσμος
βογγάει ενάντια σε μας, και μας βγάζεις κακό όνομα».
«Τι άλλο να κάμω;» απολογήθηκε αναστενάζοντας.
«Και χτες μας έκραξε ο κυρ Αργύρης και μας εμά-
λωσε όλους και μ’ έβρισε· κι’ αυτή η οχιά τούπε πως
εγώ ορμηνεύω τα παιδιά να σε πειράζουνε και τ’ αφίνω
να σε παρανομίζουνε. Κι’ αν τόκανα στ’ αλήθεια, τόκα-
να γιατί μ’ ερεζίλευες, όπου κι’ αν ευρισκόσουνε. Και
δε θέλω να πιστεύει ο κόσμος πως είσαι αληθινά αγα-
πητικός μου και πως έτσι σε κατάφερα να μας δώκεις
το χτήμα σου, γιατί θέλω να το ξέρουνε όλοι πως εγώ
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 163

αγαπάω τον άντρα μου. Ω είναι τόσο καλός και τέτοιο


παλληκάρι, να μου ζήσει… Ο κόσμος, που λες, έχει στό-
μα και μιλεί, κι’ ας είσαι γέροντας… Άφησε που του
ανοίγεις ο ίδιος τα μάτια.»
«Με τυράγνησες, Μαρία», της είπε με πόνο· «τι μου
γύρεψες και δεν τόκαμα; Κ’ ήθελα να σε δουλεύω σα
ραγιάς, σα σκλάβος, χάρισμα… Μα τι μούπες; ποια ήτα-
νε η συμφωνία μας; Κι’ ολομεμιάς άμα απόγραψα την
πράξη, άλλαξες γνώμη, και με μίσησες, κι’ ούτε φανερά
ούτε κρυφά δε μένεις ούτε μία στιγμή σιμά μου, ούτε
μία στιγμή… Κι’ από τα παιδιά, ω κι’ από κείνα, είμαι
κυνηγημένος… Ως κ’ η μικρότερη, η Όλγα σου, τι μου
κάνει, τι μου κάνει…».
Τον εκοίταξε μία στιγμή με συμπονητικό βλέμμα και
του χαμογέλασε με την άκρη του χειλιού της και τού-
πε: «Δύστυχε».
Και η όψη του Καραβέλα εξαστέρωσε μεμιάς, ένας
αναστεναγμός παρηγοριάς εβγήκε από τα στήθη του,
εκοίταξε για πολλή ώρα τη Μαρία, και το μάτι του
εδάκρυσε.
«Μα η Όλγα μου», είπε η Μαρία, «δεν το πιστεύω,
αυτή σε λυπιέται και κλαίει όταν οι άλλοι σε θυμώνου-
νε».
«Είναι η χειρότερη! κι’ από τη Χρυσάνθη χειρότερη,
που σε κάνει νάσαι θεριό μαζή μου. Με ζυγώνει, το λι-
γόχρονο, με το μέλι στο στόμα, σα φοβισμένη πάντα, και
164 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

δε μου λέει ποτέ το παρανόμι, και δε βρίζει· μα ξέρει κ’


η ίδια που φταίει και γι’ αυτό με φοβάται. Κ’ η ψυχο-
πόνια της είναι ψέμα κ’ υποκρισία, κι’ ας είναι ακόμα
ανήλικη. Πώς την έμαθες έτσι, Μαρία; και τι οπωρικό θα
σου γένει, ανάθεμά το! Όσες φορές μού φέρνει αυτή το
φαΐ μου, δεν τρώεται! και σκύλος να τότρωγε, θα λύσ-
σιαζε από τα πιπέρια· τα λάχανα χωρίς λάδι, γιομάτα
τρίχες και βρώμες· στον καφέ κολυμπάνε ψείρες… Μου
τα κάνει όλα αυτά για να με πεθάνει· μα θα τη σκοτώ-
σω στο ξύλο καμία μέρα! σου το λέω για να το ξέρεις.
Κ’ έρχεται σιμά μου με τόση γλυκάδα, που κάθε φορά
με γελάει. Γιατί έτσι, Μαρία; Ως και τσιγάρο μούφερε
από καβαλίνα. Αυτή, αυτή…»
«Τα παιδιά», τούπε συλλογισμένη, «ξέρουνε τι ζητάς
από μένα, για τούτο δε σ’ αγαπάνε. Έχουνε δίκηο κι’
αυτά, γιατί εβάλθηκες να μας ντροπιάσεις. Μα η Όλγα,
δεν το πιστεύω. Θα τήνε στέλνει ο Αντρέας· αυτός με
την Αμαλία τα σκαρφίζονται όλα τα παιδέματα, και
στέλνουνε το μικρό, και κάθονται στην άκρη και γελά-
νε». Κ’ εγέλασε.
«Γελάς κ’ εσύ;» της είπε αγριεύοντας άξαφνα πάλι.
«Κι’ όταν τα βλέπεις, τα καμαρώνεις· ε; Μα θα γελά-
σω, ως και γω, σε λίγο, θα γελάσω…»
Κι’ ως τόσο είχε καταφέρει νάχει πισώπλατά του την
πόρτα, φράζοντας έτσι το διάβα… Κι’ ολομεμιάς, χωρίς
η Μαρία να το προσμένει, της έρριξε ολόγυρα στη μέση
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 165

τα δύο δυνατά του χέρια και την έσφιξε όσο μπορούσε,


κ’ επροσπαθούσε να τη σπρώξει προς το κρεββάτι. «Και
στου Θεού τον κόρφο να πας», της είπε, «δε θα μου ξε-
φύγεις. Δε θα μου ξεφύγεις». Κ’ επάσκιζε να τη φιλήσει.
Εκείνη μία στιγμή εσαλεύτηκε· έκαμε ένα λοξό βήμα,
σπρώχνοντας κι’ αυτή τον Καραβέλα προς την πόρτα,
κ’ εμάκρυνε το κεφάλι της από το πρόσωπό του, για να
μη δεχτεί το φίλημα, κόκκινη από το θυμό της κι’ ανοί-
γοντας τα μάτια. Έφερε τόνα της χέρι στο μέτωπο του
Καραβέλα και τούσπρωχνε μ’ όλη της τη δύναμη το κε-
φάλι, ενώ, με τάλλο διπλωμένο πάνου στο στήθος της,
τον κρατούσε, όσο μπορούσε, μακρυά της· και τούπε με
μίσος τρίζοντας τα δόντια της: «Καραβέλα, άφησέ με!
άφησέ με, γιατί φωνάζω! άφησέ με να φύγω!». Κι’ όλο
επάλευε κι’ ακατάπαυτα του αντιστεκότουν.
«Κάμε ό,τι θέλεις», της είπε μ’ ένα δαιμονικό γέ-
λοιο, φιλώντας την στο χέρι, «δεν είναι κανένας εδώ!
Κ’ έχω δικαιώματα! Μου πήρατε το χτήμα μ’ αυτήν τη
συμφωνία!».
Κι’ αντιστυλώνοντας το ένα του πόδι, είχε καταφέ-
ρει να τη ρίξει άλλο ένα βήμα οπίσω, προς το κρεββάτι·
κ’ ήταν ανεβασμένο στο πρόσωπό του όλο του το αίμα
κ’ εβαστούσε την πνοή του γι’ άλλη μια προσπάθεια.
Εκείνης τής έλειψε μια στιγμή η δύναμη, κ’ εφοβήθηκε
πως ο γέρος θα την ενικούσε· η καρδιά της χτυπούσε
μέσα στα στήθη της, το πρόσωπό της άλλαζε κάθε στιγ-
166 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

μή χρώμα, σταξιές ίδρου τής έβρεχαν το μέτωπο· και


με το χέρι που του κρατούσε το μέτωπο του στρέβλωνε
το κεφάλι, του το τίναζε, κ’ επροσπαθούσε να του δίνει
κατάστηθα αγκωνιές με τάλλο· και μ’ όλη τη δύναμη
του κορμιού της αναδευότουν για να στρίψει τον Κα-
ραβέλα και να μη βρεθεί ανάσκελα στο κρεββάτι, αν ο
γέρος κατόρθωνε να την πισωδρομήσει ακόμη ένα βήμα,
κ’ έσφιγγε τα δόντια της κ’ ετρόμαζε, κ’ έπαιρνε δύ-
σκολα την πνοή της.
Μ’ άλλα δύο λοξά πατήματα την είχε σπρώξει ακόμη
στα οπίσω· κ’ εκατάλαβε πως εκιντύνευε. Σε μια στιγ-
μή θα την ενικούσε και θα την εξάπλωνε. Και τότες η
δύναμή της επέρσεψε. Το πρόσωπό της εγίνηκε μαυρο-
κόκκινο· τον ετίναξε δυνατά, του άνοιξε τα μάτια, του
έδειξε τάσπρα αφρισμένα δόντια της στρίζοντάς τα, και
τούπε με μουγγή φωνή: «Άτιμε Καραβέλα, όχι, όχι! δε
θα σου γένει το χατήρι! Σε καρυκιάζω καλύτερα».
Και μία στιγμή τού άφηκε το μέτωπο. Εκείνος ενόμι-
σε πως είχε νικήσει, κ’ εγέλασε. Αλλά μεμιάς τον έπια-
σε από το λαιμό, και με τα δάχτυλά της τούσφιγγε και
τούστριψε το κοκκαλιάρικο λαρύγγι. «Άτιμε Καραβέ-
λα, έτσι, ε!»
Ο γέρος επάσκισε να ξεφύγει το σφίξιμο, έστριψε το
μισό κορμί του προς τη μια μεριά, το ξέστριψε προς την
άλλη, εκυκλογύρισε μαζή της από τη μια μεριά κι’ από
την άλλη, έκαμε ένα μικρό βήμα οπίσω, έπειτα δύο με-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 167

γαλύτερα, την έφερε πάλι σιμά στο κρεββάτι, κ’ ευρέθη-


κε μαζή της έως την πόρτα, ετινάχτηκε, έρριξε πίσω το
κεφάλι, την έσφιξε, την ξανάφερε στη μέση του σπιτιού·
αλλά δεν τον άφινε. Κ’ αιστανότουν στο λαιμό του ένα
δυνατόν πόνο, και τούλειπε η πνοή, και το σταματημένο
αίμα τού φούσκωνε όλες τες φλέβες του προσώπου και
το μαύριζε, και τα μάτια του γρυλλωμένα έβγαιναν από
τες κώχες τους, τα αυτιά του εβούιζαν, ενόμιζε πως το
καύκαλό του θάσπαζε κι’ αθέλητα έβγαλε το ένα χέρι
από τη μέση της Μαρίας κι’ άδραξε το χέρι που τον
έπνιγε. Εκείνη ημπόρεσε τότες να κινηθεί πλιο ελεύ-
τερα, και, χωρίς να του αφήσει το λαιμό, τον έσπρωξε
στα οπίσω μ’ όλη της τη δύναμη, κ’ ευρέθηκε ολομεμιάς
όξω από τα χέρια του, ενώ ο Καραβέλας εσωριαζότουν
απάνου στην κασέλα του. Η Μαρία έκαμε ακόμη ένα
πήδημα, εσταμάτησε στην πόρτα, κ’ εστάθηκε και τον
εκοίταζε, λαχανιασμένη από το πάλεμα και φχαριστη-
μένη από τη νίκη. Αυτός εκαθότουν τώρα ντροπιασμέ-
νος με το κεφάλι κάτου, χωρίς πνοή, κουρασμένος και
πονεμένος, κ’ επάσκιζε να καταπιεί το σάλιο του, που
δε μπορούσε να περάσει από το λαιμό του.
«Άτιμε Καραβέλα», τον έβρισε, «δε σου τόπα πως
δεν περνάνε μαζή μου τ’ αστεία;».
O γέρος εβάλθηκε να τρέμει σύγκορμος· τώρα πάλι
το καταραμένο παρανόμι τον έκανε να βγαίνει από τα
όριά του κ’ εθύμωνε ακόμη περσότερο, γιατί δε μπο-
168 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ρούσε να της δώσει αμέσως την απάντηση και να ξεθυ-


μάνει, τώρα που δεν είχε πλια πνοή.
«Θα σου ψήσω, Καραβέλα, το στάρι στ’ άχυρο», του
ξανάπε με μίσος· «θα σε ψοφήσω».
Αυτός εμετρήθηκε αν μπορούσε ξανά να την αδράξει.
Ξεροκατάπιε δύο φορές, την εκοίταξε καλά στα μάτια,
και της είπε πικρά: «Καραβέλα; ε; έπειτα που μούφα-
γες όλα! ε;».
Κ’ έφερε στο λαιμό του τα δάχτυλά του, και τον
έτριψε. Κ’ έπειτα όλο μεμίας εγέλασε, και γελαστά τής
είπε: «Μια φορά κ’ έναν καιρό η Κουτσασημίνα, του
Σπαθάρου η γυναίκα, εφαρμάκωσε τον αγαπητικό της,
κ’ έκαμε άλλα εφτά φονικά στο χωριό μας. Κ’ εβγήκε
απόφαση και την εδέσανε από τα χέρια κι’ από τα πό-
δια από την ορά τεσσάρων αλόγωνε, γυμνή ολόγυμνη, κ’
έδειχνε στον ήλιο την καταφρόνια της! Και τάλογα την
εκάμανε τέσσερα τετάρτια, και τα θάψανε στες τέσσερις
άκρες του χωριού· και οι σταυροί ακόμα βρίσκονται για
παράδειγμα. Την ίδια διαστρεμμένη ψυχή έχεις και συ,
Μαρία, κ’ έπρεπε να δουλεύει ακόμα εκείνος ο άγιος ο
νόμος και να σου γένει και σένα το ίδιο!». Κι’ αναστέ-
ναξε. «Γιατί είσαι τόσο κακή;»
«Δε σε θέλω παλιόγερε! Φτου σου, Καραβέλα· θα
σκάσεις με τον καημό σου! Φτου σου!»
Ο γέρος εβάλθηκε άξαφνα να κλαίει θρηνητικά, κι’
από τα μάτια τούπεφταν χοντρές σταξιές τα δάκρυα,
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 169

και της είπε: «Ως και συ, Μαρία, όπως όλος ο άλλος
κόσμος, ως και συ με μάχεσαι, ως και συ μ’ απελπίζεις!
ήξερες πως ήμουνα γέροντας, κ’ ήξερες πόση ήτανε η
αγάπη μου, και μ’ έκαμες και γίνηκα πένητας! και με
καλόπιασες, ως να με καταφέρεις, και τώρα με κατα-
φρονάς, τώρα με ψένεις, τώρα με βρίζεις! Καραβέλα; ε;
Το πρωί τα παιδιά από τες ράχες, τα κορίτσια τη βρα-
δειά, τα παιδιά σας όλη μέρα, κάθε στιγμή, τώρα ως
και συ! και καμία ευχαρίστια, καμία! Αχ, μα έτσι δεν
τήνε θέλω τη ζωή, μα δεν τήνε θέλω!». Και με το γρόθο
εχτύπησε δυνατά το κεφάλι του.
Η οργή της έπεσε άξαφνα, τούδωκε μία ματιά από
συμπάθεια, λησμονώντας μία στιγμή ό,τι της είχε κά-
μει, κ’ αιστάνθηκε πως η καρδιά της απάλαινε. «Κα-
κομοίρη!» τούπε.
Ο Θωμάς την εκοίταξε θλιβερά για πολλήν ώρα με
δακρυσμένο μάτι σα να εζητούσε έλεος· τέλος τής είπε:
«Ω Μαρία, ένας λόγος δικός σου, ένα ναι, θα μ’ έκανε
να ιδώ ζωντανός τον Παράδεισο! Ω νάμουνα μία στιγμή
νέος, μία στιγμή μοναχά και ν’ απεθίνησκα αμέσως! Ω,
θα μ’ ήθελες τότες!… Μα έτσι, μα έτσι!».
Αυτή εγέλασε πρώτα κ’ εξαναθύμωσε: «Μα ξέρεις
τι μου ζητάς; Και δε βλέπεις τι κοτζάμ άντρα πώχω και
πόσο τον αγαπάω;».
«Κ’ η συμφωνία;» της είπε δειλά, κατεβάζοντας τα
μάτια.
170 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Δεν του απάντησε. Και τώρα τα μάτια του Καραβέ-


λα εστέγνωσαν μεμιάς κ’ εσπιθήρισαν. Εθύμωσε πάλι
κ’ εκείνος, και της είπε με μίσος: «Θάμαι εχτρός σου,
εχτρός του σπιτιού σου, των παιδιώνε σου! Θα σου θέλω
το κακό, θα σου το κάνω, γιατί μ’ αδίκεψες! Θέλω να
χαλάσω αυτήν την ισόβια πρόσοδο!».
«Ω δε χαλιέται», τούπε γελώντας πειραχτικά, «δε
χαλιέται, κακομοίρη Καραβέλα!». Κ’ εκουνούσε τα δά-
χτυλα του ενός χεριού της ανάποδα κάτου από το πη-
γούνι της.
Αυτός δεν ήξερε τώρα πλια τι της έλεγε: «Καραβέ-
λα, ε; Καραβέλα με λένε, ε; Τα λησμόνησες, φαίνεται, τα
περασμένα χρόνια, που ήσουνε ακόμα κοπέλλα, ακόμα
μικρή! Είχα και τότες ένα γάιδαρο, κ’ επερνούσα κάθε
μέρα από τες εληές μου, σιμά στην κατοικιά μου. Μη
μου κοκκινίζεις, Μαρία! Σου τα λέω, γιατί τάπραξες!…
Και σ’ εύρηκα μέσα στη σούδα με τον ξάδερφό σου, κ’
ήσουνε μισόγυμνη! Χα, χα, χα! όπως κάνει τώρα κ’ η
Αμαλία σου με τον Αντρέα σας, να σου ζήσουνε!… Πό-
σες φορές τούς είδα κι’ αυτουνούς, και δε ντρέπονται
πλια! Χα, χα, χα! Και τους έδωκα θάρρος, έτσι, γιατί
μ’ αρέσει να ντροπιαζόσαστε! Και μ’ εσέ το ίδιο! ο ξά-
δερφός σου έφυγε τότες τρέχοντας κι’ ακόμα τρέχει! κ’
εγώ επήδηξα μέσα στη σούδα, και από λίγο θα σ’ έπια-
να στα χέρια μου, και θα καλοπερνούσες, γιατί τότες
ήμουνα νέος ακόμα κι’ ας ήμουνα παντρεμένος! Μα δε
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 171

σ’ άρπαξα παρά τη μπόλια σου, και σου την επήρα! Κ’


επήγες ξεγιάδετη στο σπίτι σου· και την εκρέμασα από
ένα δέντρο μπαντιέρα στην κατοικιά μου, και την είδε
όλος ο κόσμος, κ’ ήρθε η μάννα σου στη γυναίκα μου,
και την επήρε, και σ’ έβρισε τότες η γυναίκα μου, κ’ η
μάννα σου σ’ έβρισε! Τώρα έμαθες και βρίζεις ως και
συ! Πώς τα λησμόνησες αυτά;…».
«Α Καραβέλα!» τούπε με μίσος.
«Από μικρή ήσουνε μαθημένη στην πουτανιά, σαν τη
θυγατέρα σου!…»
«Είμαι τρελλή που κάθομαι και σ’ ακούω! Κάτου με
προσμένει η φαμιλιά μου κ’ η εργατιά μου· ανάθεμά σε,
Καραβέλα, μ’ εχασομέρησες!» Κ’ έκαμε ένα κίνημα για
να φύγει, μα ο θυμός της δεν την άφηκε. «Καραβέλα!»
του ξανάπε από το προαύλι· «είσαι κακός άνθρωπος,
κακός! τι θα κάμεις μ’ αυτά που μου λες; δε σου περ-
νάει, παληόγερε! Την κοπέλλα μου να την αφήκεις ήσυ-
χη και να μην τήνε μελετάς, ακούς! και να σκάζεις από
τον καημό σου χωρίς να μιλείς! γιατί εμείς στο σπίτι
μας θα χαροκοπάμε, κ’ επίτηδες, για να ψένεσαι εσύ!».
«Αγαπάει τάχατες τον άντρα της!» είπε γελώντας
ο Καραβέλας και δείχνοντάς την με το δάχτυλο· «και
τόνε γελάει ως τόσο και κείνονε! Εγώ τα ξέρω, θα σου
τα πω όλα, όλα, όλα!…».
Η οργή τότες της εγέμισε τα στήθη, όλο το αίμα της
ανέβηκε στο κόκκινο πρόσωπό της, ερρίχτηκε να χυθεί
172 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

απάνω του και να τόνε χτυπήσει· μα ο γέρος την εκοί-


ταζε πειραχτικά και της γελούσε.
«Ξέρεις, Καραβέλα», τούπε, «πως φέρνω το τσεκού-
ρι και σου παίρνω το κεφάλι, σαν τ’ Άη Γιαννιού; Φτου
σου, φτου σου, φτου σου!». Και τον εφοβέριζε με το δά-
χτυλο και τον εφτυούσε. Αυτός άνοιξε, προσκαλώντας
την, τα δύο του χέρια. Και η οργή της επέρσεψε ακόμη.
Άξαφνα εβάλθηκε να φωνάζει ξεφρενιασμένη: «Ο Κα-
ραβέλας θέλει να με ληστέψει! Ο Καραβέλας!».
Κι’ ο γέρος εφοβήθηκε, κατέβηκε από την κασέλα,
κ’ εκοίταξε ολόγυρά του, αλλά συνεπαρμένος από την
ξαφνική συγκίνησή του δεν έκοψε το γέλοιο του, ενώ τα
μάτια του εδάκρυζαν. Και η Μαρία πνιγμένη από την
οργή και μην ξέροντας πλια τι κάνει, ολομεμιάς εσήκω-
σε μπροστά του το φουστάνι της και, για νάχει τα χέρια
ελεύτερα, το βάσταξε με τη πηγούνι. Και, πιάνοντας τη
μέση της, εστάθηκε ομπρός του, και τούπε δείχνοντας
τη γύμνια της, ενώ τα μάτια της έβγαζαν σπίθες από
μίσος και το στόμα της άφριζε:
«Εδώ είμαι, εδώ είμαι, γυμνή μπροστά σου! Δε σε
ντρέπομαι, άτιμε Καραβέλα, γιατί είσαι γέροντας! Κοί-
τα, κοίτα! Το κορμί μου τόχω φυλαμένο για τον άντρα
μου, για το παλληκάρι μου, να το χαίρεται, ναι, μωρέ!
Σκάσε εσύ από τον καημό σου!». Κι’ αφίνοντας τα φο-
ρέματά της να ξαναπέσουν, έσκυψε και τον έφτυσε στο
πρόσωπο: «Φτου σου, φτου σου!».
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 173

Κι’ ο γέρος εκιτρίνισε, έπαψε το πειραχτικό του γέ-


λοιο, εβάλθηκε να τρέμει, κι’ έπεσε πρώτα γονατιστός
χάμου, και ξαπλώθηκε έπειτα πίστομα κατά γης, κρύ-
βοντας το πρόσωπό του μέσα στα χέρια, κ’ εβάλθηκε
να κλαίει.
Η Μαρία τώρα είχε ξαναβγεί στο προαύλι, κ’ εκεί
ξακολουθούσε να φωνάζει: «Γειτόνοι, τρεχάτε, τρεχάτε!
ο Καραβέλας θέλει να με ληστέψει!».
Και σε λίγο εμαζευτήκαν εκεί, άντρες, γυναίκες, παι-
διά, πολύς κόσμος, κ’ εγελούσαν όλοι, κ’ εκατάκρεναν,
κ’ έβριζαν τον Καραβέλα, κ’ ήθελαν να μάθουν ένα ένα
όσα είχαν συνέβει. Η μία έλεγε της Μαρίας: «Kαι δεν
τούβγαζες τα μάτια του Καραβέλα;».
«Εγώ σού τόπα», έλεγε μία άλλη· «επήγαινε με σκο-
πό, όταν σας έκαμε την ισόβια πρόσοδο».
«Μα εύρηκε να παίξει, ο παληόγερος», είπε μία τρί-
τη.
«Γέρος άνθρωπος, και το καταδέχτηκε!» είπε ένας
γέροντας.
«Ας τόνε διώξει ο Αργύρης από το σπίτι σας», είπε
ένας άλλος.
«Καλά που γλύτωσες!» είπαν άλλοι. «Κανένας δε
θα τόνε σπλαχνιστεί!»
Και τα παιδιά, που γελούσαν κ’ επαραμόνευαν από
την πόρτα τον Καραβέλα μέσα στο σπίτι του, του φώ-
ναζαν: «Ου, ου, Καραβέλα! Ου, ου, Καραβέλα!».
174 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Κι’ αυτός είχε σηκωθεί τώρα κ’ είχε ξανακαθίσει πε-


ρίλυπος πάνου στην παληά του κασέλα, και δεν εμιλού-
σε, μα από τη στενοχώρια του έσφιγγε ένα με τάλλο τα
χέρια, μην ξέροντας πώς να φύγει από κείνην την κόλα-
ση, και κάθε τόσο ένα δάκρυ τούσταζε από τα μάτια.
Κάθε στιγμή το παρατσούκλι τουρχότουν στ’ αυτιά σα
μία δυνατή βεργιά και τον ντρόπιαζε.
Και τώρα ανάμεσα στον κόσμο εφανερώθηκε κι’ ο
άντρας της. Ήτανε πεινασμένος κ’ είχε αφήσει την ερ-
γατιά στο χωράφι κ’ είχε έρθει να ιδεί, γιατί δεν εκατέ-
βαινε η γυναίκα του. Και βλέποντας εκεί τόσον κόσμο,
μ’ ένα χαμόγελο ερώτησε τι συνέβαινε σπίτι του, και με
μισόκλειστα μάτια άκουσε τη γυναίκα του, που μεγαλό-
φωνα και με μεγάλες χειρονομίες τού ξήγησε θυμωμένη
πως ο Καραβέλας την είχε χυμήσει για να τήνε ληστέψει.
Ο κόσμος άκουε με προσοχή τα λόγια της. Πολλοί
εφοβέριζαν τον Καραβέλα, τα παιδιά τον περγελούσαν.
Μα ο Γιάννης εβάλθηκε ακράτητα να γελάει, κ’ είπε:
«Όλο αυτό ήτανε; Μα είναι τόσο γέροντας· τι μπορού-
σε να κάμει;». K’ εμπήκε στο μαγειριό για να πραΰνει
την πείνα του.
Αλλά η Μαρία ήθελε να ερεθίσει τον άντρα της κ’
εφώναζε απ’ όξω θυμωμένη: «Ο άτιμος ο Καραβέλας
δεν είναι και τόσο αδύνατος· λίγο ακόμη και μ’ αναπο-
δόγερνε στο κρεββάτι του, και θα σε στόλιζε έτσι φο-
βερά, καημένε Γιάννη μου! Κάνε, κάνε τον αδιάφορο!».
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 175

Αυτήν τη στιγμή ευρέθηκε στη μέση του κόσμου κι’ ο


Αργύρης, λαχανιασμένος, ψηλός, παχύς, κίτρινος, με το
χοντρό ραβδί του στο χέρι, και κατόπι του ο γέροντας
νοδάρος, σουρωμένος, σκευρωμένος, με τα κόκκινα θολά
μάγουλά του, με το άσβηστο χαμόγελο στα κόκκινα χεί-
λη του, και με τα ζωηρά ανήσυχα μάτια του, που ήταν
τώρα γεμάτα περιέργεια. Ο Αργύρης εκατάλαβε σε μία
στιγμή τι έτρεχε, κ’ εμπήκε αμέσως στο σπίτι του Κα-
ραβέλα. Κι’ ο γέροντας εσηκώθηκε από την κασέλα του
αλαλιασμένος κ’ εκοίταξε γύρω του σα να ζητούσε βοή-
θεια, κ’ είπε με βραχνή τρεμάμενη φωνή, κοκκινίζοντας
όλος: «Ω Αργύρη, ας χαλάσουμε την ισόβια πρόσοδο!».
«Δε χαλιέται», του απάντησε σοβαρά ο Αργύρης με
την ψιλή κι’ άσκημη φωνή του και πασκίζοντας να χα-
μογελάσει· «δε χαλιέται! Εκάμαμε στο κτήμα σου τόσα
έξοδα!… Μα γιατί δεν είσαι φχαριστημένος; το φαΐ σου,
το πιοτό σου, τη ντυμασιά σου, το συγύριο σου, όλα δεν
τάχεις; γυρεύεις πράματα άλλα, ε; μα αυτά δε σου γέ-
νονται! Δε σου γένονται!». Και ξαναβγήκε, γελώντας,
από το σπίτι.
Ο κόσμος ως τόσο έφευγε κ’ εσκορπιζότουν καλο-
καρδισμένος. Κι’ ο Αργύρης άκουσε το νοδάρο πώλεγε
του κόσμου με τη σιγαλή αδύνατη φωνή του: «Έλεγα
πως είχε πιάσει η κατάρα μου, κ’ είχε πεθάνει κάποιος
εδώ μέσα, ο γαμπρός μου, ο Αργύρης, τα παιδιά τους!
κ’ έτρεξα. Μα όχι, μην τους ακούτε· ως να του πάρου-
176 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

νε το πράμα, η θυγατέρα μου τον ήθελε· έτσι την είχε


ορμηνέψει ο Αργύρης, ανάθεμα τον πατέρα του! Τώρα
του κάνουνε αυτά για να τόνε διώξουνε από το σπίτι
του, και να τόχουνε χωρίς βάρος! Έτσι μου κάμανε κ’
εμέ οι γαμπροί μου, και διακονεύω, και ψωμοζητάω, για
με και για τη γυναίκα μου! Την εστεφανώθηκα. Και δε
μας θέλουνε σπίτι μου οι γαμπροί μου! Δε μας θέλουνε!
Ο παπάς, να μπει ο διάολος μέσα του, και ο Αργύρης,
αυτός τάκαμε όλα! Παρακαλώ το Θεό να μη μείνει ψυχή
σπίτι τους, να πεθάνουνε όλα τα γγόνια μου!».
Και, λέγοντας έτσι, ο γέροντας εκατέβαινε πάλι τον
κατήφορο ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, που αδιά-
κοπα εγελούσαν, χωρίς να δώκει απάντηση στον Αργύρη,
που τον έκραζε από την πόρτα του σπιτιού του.
ΧΙ
Ειχαν περασει μερες. Κ’ ένα πρωί ο Καραβέλας εση-
κώθηκε αγριεμένος από το κρεββάτι του, κ’ εφώναξε
ολομεμιάς γρυλλώνοντας τα μάτια του: «Θα γένω Πει-
ρασμός!».
Και σκύφτοντας το κεφάλι του εβάλθηκε να περπα-
τεί βαρειά βαρειά μέσα στο σπίτι του, κ’ η απελπισία
ήταν ζωγραφισμένη στο κόκκινο πρόσωπο του γέρου.
«Αχ! θα γένω κακός!» ξανάπε. «Μου φταίνει όλοι
οι ανθρώποι· όλοι, όλοι! Είμαι μάρτυρας σ’ αυτόν τον
κόσμο, με μισήσανε όλοι, είμαι του χωριού το κορόιδο!
Εγώ κορόιδο! Αχ! αχ! Καραβέλα, από δω· Καραβέλα,
από κει· Καραβέλα, κ’ η Μαρία! Ως κ’ η Μαρία!… Οι
γυναίκες το βράδυ, ο κόσμος στο χωριό, τα παιδιά από
τες ράχες! Ως κ’ η Μαρία!…»
Κ’ ενώ έλεγε έτσι, η καρδιά του, πούθελε να βγει
από τα στήθη του, ελίγωνε, και μέσα στα σπλάχνα του
αγροικούσε σα μία δίψα να κάμει κάτι που θα τον ελευ-
τέρωνε από τη στενοχώρια, κάτι που θα τον έκανε φο-
βερό στους άλλους ανθρώπους και που θα εσίγαζε τον
αχόρταστο πόθο του· κι’ όλο περπατώντας έτριζε τα
λίγα του δόντια, και πότε εκλειούσε σφιχτά τα μάτια
του, σα να ήθελε να ιδεί στο σκοτάδι, που εγενότουν
178 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ομπρός του, ονειροφάνταστη εικόνα από κείνο πούθε-


λε να κάμει, πότε τάνοιγε πάλι φοβισμένος, κ’ εσταμα-
τούσε για μία στιγμή το περπάτημα, και πότε ανάσαινε
βαθειά, πότε εβαστούσε λυπημένος την πνοή του, πότε
εχτυπούσε τες παλάμες του στα πόδια, και πότε εκοί-
ταζε απελπισμένος τα ουράνια. Εθυμότουν κιόλας την
πεθαμένη γυναίκα του, το θάνατό της, τη ζωή του μαζή
της, τα νειάτα του. Τότες πούχε τη δύναμη, ποιος εκο-
τούσε να τον πειράξει; Οι άνθρωποι ήξεραν όλοι πως κ’
εκείνος ημπορούσε να κάμει το κακό, αν ήθελε· κ’ οι άν-
θρωποι φοβούνται ο ένας τον άλλο, και μοναχά γι’ αυτό
δεν τρώγονται σαν τους λύκους! Μα τώρα τον ελογάρια-
ζαν όλοι αδύνατον, άκακον άνθρωπο, και γι’ αυτό τον
τυραννούσαν· γι’ αυτό τυραννούν πάντα τους γέρους,
τους άτυχους γέρους, που τούμοιαζαν! Η αδερφή του
τον είχε καλά ορμηνέψει, τούχε πει το σωστό. Καλύτερα
είναι, είπε, που οι γέροι πεθνήσκουν! Κ’ εσυλλογίστηκε
πως οι ανθρώποι πούχαν τα χρόνια του ήταν όλοι, πες,
ήσυχοι μέσα στον τάφο τους αυτήν την ώρα, και δεν
εδοκίμαζαν πλια τες πίκρες του κόσμου και την κακο-
σύνη του· μα άξαφνα εφοβήθηκε το θάνατο, το σκοτεινό
και κρύον Άδη, το ατέλειωτο κοιμήσι, που δεν είχε ξυ-
πνημό, και που άδραζε στανικώς τον άνθρωπο, όσο και
ν’ αντιστεκότουν, τον επάγωνε σιγά σιγά, και τούπαιρ-
νε την πνοή, βυθίζοντάς τον ποιος ξέρει πού, σε ποιους
άγνωρους και τρομερούς κόσμους, ή και στο τίποτα!…
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 179

Κ’ η απελπισία του εγίνηκε αβάσταχτη, γιατί δεν εύρι-


σκε λύτρωση, ούτε μες στην καρδιά του ούτε στον όξω
κόσμο· και του πλημμύρισε τα στήθια το φαρμάκι του
φτόνου. Οι άλλοι είχαν τριγύρω τους γελαστά κι’ αγα-
πημένα πρόσωπα, ημπορούσαν να χορταίνουν αγάπη!
Ως κι’ ο Αργύρης, ο κακός ο άνθρωπος, μ’ όλη του την
αρρώστεια, ως κι’ ο νοδάρος μ’ όλη του τη φτώχεια,
μ’ όλη την ελεεινή ζωή του! Κι’ ο Γιάννης; ω ο Γιάννης
εδοκίμαζε όλες τες ευτυχίες, όλες, όλες, αυτός!… Και
τόσοι και τόσοι άλλοι, όπου κι’ αν έστρεφε τα βλέμμα-
τά του· παντού ναι ήταν πίκρες και στενοχώριες, μα η
ζωή είχε φυλαμένο για καθένα κ’ ένα χαμόγελο γλυκό,
μίαν αγάπη, ένα έλεος· και μόνος αυτός σ’ όλο το χωριό
ήταν ορφανός κ’ έρημος και μισημένος! Όλοι μπορούσαν
να ζουν, όλοι να λησμονούν την πίκρα του θανάτου, και
μόνος αυτός έπρεπε αδιάκοπα να συλλογίζεται το τέ-
λος του, να παλεύει κάθε στιγμή με το Χάρο, γιατί σαν
τον θάνατο ήτανε φαρμακερή η ζωή του. «Φαρμακερή!
φαρμακερή!» αναστέναξε.
Κ’ εθύμωσε. «Ας επικραίνονταν και οι άλλοι τουλά-
χιστο!» εψιθύρισε. Θα υπόφερναν πάντα λιγώτερό του,
λιγώτερό του! Μα το κακό θα τον ευχαριστούσε, θα του
γλύκαινε του άτυχου την καρδιά, και μάλιστα αν εύρι-
σκε εκείνους που τον είχαν αδικέψει, μα κι’ όποιους άλ-
λους· έφτανε νάταν άνθρωποι κ’ ήταν εχθροί του!… Σ’
έναν τέτοιον άδικον κόσμο, η καλωσύνη δεν είχε καμία
180 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ανταμοιβή· δε θάχε ούτε το κρίμα καμία τιμωρία! Δεν


ήταν αυτός κουτός για ν’ αφοκράζεται τα παραμύθια
των παπάδων! Ήξερε καλά γιατί αυτοί εμιλούσαν όπως
εμιλούσαν! Τους έβλεπε ομπρός του πώς εφέρνονταν·
έβλεπε, έβλεπε το σύγαμπρο του Γιάννη, τον πλεονέχτη,
που επίκραινε τόσο ένα γέροντα, ενώ εζούσε ευτυχισμέ-
νος με γυναίκα, με παιδιά, με χτήματα· κ’ εγελούσε τον
αθώο τον κόσμο με το φόβο του θανάτου, με την κό-
λαση, κ’ εκήρυχνε ο υποκριτής μετάνοια κι’ αγάπη! Το
άδικο παντού εβασίλευε! Για τούτο ως κι’ αυτός ήθελε
να κάμει το κακό.
«Θα γείνω Πειρασμός», ξανάπε, «Πειρασμός!».
Ο νους του επέταξε αλλού. Εκεί κάτω στο καλύβι
του, ο γείτονας του Αργύρη είχε δύο καματερά μεγάλα
σα στοιχειά! Ήταν ένας καλός άνθρωπος· ποτέ του δεν
τον επαρανόμιζε· εζούσε ήσυχος με τη φτωχή φαμιλιά
του, σκυμμένος όλη μέρα στη δουλειά, ποτίζοντας τη γη
με τον ίδρωτά του, χαρούμενος πάντα!… Μα γιατί εζού-
σε ευτυχισμένος εκείνος, ενώ αυτός ο ίδιος είχε τέτοια
ζωή; ω τον εμισούσε κ’ εκείνον αυτήν τη στιγμή, γιατί κ’
εκείνος ήταν άνθρωπος, γιατί ο άνθρωπος τούχε φταίξει!
Τούθελε το κακό του κ’ εκεινού! Τα δυο μεγάλα καμα-
τερά θ’ αναχάραζαν τώρα ήσυχα-ήσυχα κάτου από τες
εληές· ω, να του τα ψοφούσε, και να τον έβλεπε έτσι δυ-
στυχισμένον ως κ’ εκείνον!… Να μία χαρά της ζωής που
μπορούσε να τη δοκιμάσει!… Θάκλαιγε ο γείτονας, θα
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 181

χτυπούσε τα στήθια του… ξαπλωμένα τα ζώα!… Θάκρα-


ζε τον καταφρονεμένο το Θωμά να του δώκει βοήθεια,
το Θωμά! Χα, χα, χα! εγέλασε. Λίγα βελόνια περασμένα
στ’ άχυρα, και τα ζώα σε δύο τρεις μήνες θάταν ψόφια!…
Κ’ ήξερε να κάμει κι’ άλλα κακά, κάθε λογής κακά,
όχι αυτό μοναχά, ο Θωμάς, ο αδύνατος ο Θωμάς, ο κα-
ταφρονεμένος ο Θωμάς! Θα μπορούσε ν’ ανοίξει πόλε-
μο μ’ όλον τον κόσμο, χωρίς να πάθει ο ίδιος ούτε ένα
τίποτα! Σωστός Πειρασμός! Γιατί μονάχα με το γείτονα;
Και με τον Αργύρη τον πλεονέχτη όχι; και με τη Μαρία
όχι; Πόσα τούχε κάμει αυτή!… Μα ο Γιάννης, ο Γιάν-
νης ήταν άλλος άνθρωπος, αυτός δεν είχε κακοσύνες!…
Μα, μα ο Θεός δεν κάνει σεισμούς, καταποντισμούς, μα
δε ρίχνει αστραπές, και δε χαλάει έτσι αδιάφορα τους
άδικους και τους δίκαιους; Έτσι θάκανε κι’ ο Θωμάς!
Ας έπαιρνε και το Γιάννη το σκέδιο! Μα τι δύναμη είχε
αυτός, ο έρημος, ο κυνηγημένος, που κάθε μέρα έσκυ-
φτε και περσότερο προς τη γη, κάτου από το βάρος της
δυστυχίας και του κατατρεγμού του;
Αναστέναξε, κ’ έπειτα αμέσως εγέλασε: «Χα, χα! Ο
Θεός εχάρισε του ανθρώπου μυαλό! Το βώδι το κυβερ-
νάει ένα μικρό παιδάκι· τάλογο υποτάσσεται μ’ ένα μι-
κρό χαλινάρι… Θα σας παιδέψει κι’ ο Θωμάς, ο Θωμάς
ναι! Ως τα τώρα η μεγάλη καλωσύνη δεν του φέλεσε·
θα τον οδήγαε τώρα αργά το κρίμα σ’ ευτυχία;… Πει-
ρασμός σωστός θάναι ο Θωμάς! Θα τόνε λένε τότες με
182 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

δίκηο Καραβέλα, μπόγια παναπεί, και δε θα πειράζε-


ται! Δε θα πειράζεται; Μμ!… Μμ!…»
Κ’ έτσι λέγοντας, εβγήκε από το σπίτι σκυφτός σκυ-
φτός, κ’ επήγε στο μικρό καλύβι του κήπου του, όπου
ήταν δεμένος ο γάιδαρός του. Το υπομονητικό ζώο εκοι-
τότουν κατά γης και, καθώς τον είδε, οκνά οκνά εσηκώ-
θηκε και τον εκοίταξε.
«Μωρέ Αργύρη!» τούπε (έτσι τόκραζε τώρα από κα-
μπόσο καιρό) «ακόμα δεν εψόφησες, ανάθεμα τον πατέ-
ρα σου!» Και τούρριξε ομπρός του μίαν αγκαλιά άχυρο
από μίαν άκρη του καλυβιού.
«Πάρε, κακομοίρη, κ’ εσύ!» του ξανάπε· «δε μου
απομένεις παρά συ στον κόσμο· δε μ’ ακούς παρά συ!».
Κ’ έπειτα επήρε ένα άλλο μικρό χερόβολο από το
ξερό φλέστρο, και ξαναμπήκε στο σπίτι του γελώντας
διαβολικά. Εκεί άνοιξε την παληά μαύρη κασέλα, που
ήταν ακόμη φορτωμένη με τα ρούχα της γυναικός του,
κι’ ανάμεσα στα παληά τα πράματα εζήτησε κ’ εύρη-
κε σε καμπόση ώρα ένα μικρό μαύρο πανί, όπου ήταν
ακόμη τσιμπημένα ένα πλήθος σκουριαμένα βελόνια της
πεθαμένης. Κ’ εκάθισε χάμου στη μέση του σπιτιού, κ’
ένα ένα τα περνούσε προσεχτικά μέσα στα φλέστρα. Κ’
είπε με το νου του: «Αυτά είναι για τα βώδια του κα-
λού γειτόνου· θα τα φάνε, και σε δύο μήνες θάναι ψόφια
και τα δύο, κι’ ας είναι σα στοιχειά!». Κι’ αναστέναξε,
φοβισμένος από την κακοσύνη του.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 183

Κ’ έπειτα ξανασηκώθηκε με το ίδιο διαβολικό χα-


μόγελο στα χείλη κι’ ανακάτεψε πάι τα παλαιά ρούχα,
βάζοντας το χέρι του ως το βάθος της κασέλας, κι’ ανά-
συρε σε λίγο ένα μικρό άσπρο πουγγί δεμένο μ’ επι-
μέλεια. Τόλυσε. Ήταν γεμάτο πολύ μικρούς κίτρινους
σπόρους. «Να που ήρθε η ώρα να χρειαστούνε!» είπε
με το νου του. «Γι’ αυτό τούς εμάζευα το καλοκαίρι.
Είναι εκατομμύρια τα σπιριά, και φυτρώνουνε όλα! Ο
γούννιερας έχει αυτήν τη χάρη. Τόνε βλογάει, βλέπεις, ο
Διάολος, γιατί φαρμακώνει τη γης η ρίζα του· πάει έξη
οργυιές του βάθου. Και θα τριοντίσει μεθαύριο μέσα στ’
αμπέλι του Αργύρη, κ’ εγώ θα γελάω με τη χολή του
Αργύρη, και θα υποχρεωθεί να χαλάσει τ’ αμπέλι.» Κ’
είδε με το νου του τώμορφο αμπέλι με τα ζωηρά κλή-
ματα, στο πλάι της ηλιόλουστης ραχούλας· ήταν τώρα
γεμάτο μαύρα μεγάλα σταφύλια που επρόσμενεν του
τρυγητή το κοπίδι. Κι’ άξαφνα ο Καραβέλας εθύμωσε:
«Όχι, όχι!» είπε αγριεμένος, «ούτε εφέτος ας μην τρυ-
γήσουν! Θα περνάσω από μέσα, από ορδίνι σ’ ορδίνι, μ’
έναν ασπάλαθρα και δε θ’ αφήσω ούτε ρόγα, ούτε μία
ρόγα! Χειρότερα παρά αν επερνούσε χαλάζι! Θα ιδούνε
τότες αν αξίζει κάτι η κακοσύνη του Θωμά, και θα βάλει
έτσι γνώση η κυρά Μαρία, που τον επίκρανε, που τον
εγέλασε! Τον εγέλασε!…» Κ’ εβάλθηκε να γελοκλαίει…
Η φωνή της Όλγας τον έκραξε από το προαύλι. Χωρίς
να το θέλει, έκρυψε μέσα στη μεγάλη παλάμη του το σπό-
184 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ρο, εκλείδωσε αμέσως την κασέλα, κι’ αγριεμένος εβγήκε


στην πόρτα. «Τι με κράζεις, λιγόχρονο;» της είπε με μίσος.
Και βλέποντας που εκατέβαζε το βλέφαρο παρέτοι-
μη να κλάψει: «Λες που αλησμόνησα» της ξανάπε, δεί-
χνοντάς της τα λίγα του δόντια και κοιτάζοντάς την μ’
ένα μάτι κόκκινο από την οργή· «εσύ, εσύ με κυνηγάς
χειρότερα απ’ όλους εδώ μέσα, κι’ ας μου κάνεις την
καλή με την ψεύτικη ταπεινοσύνη σου! Το φαΐ σας, όσες
φορές μού το φέρνεις εσύ, δεν τρώεται από τα πιπέρια,
από τες ακαθαρσίες που μου ρίχνετε μέσα, στον καφέ
κολυμπάνε οι ψείρες, ως και τσιγάρο από καβαλίνα μού-
φερες! Συμφωνάτε με τάλλα τα παιδιά και μούρχεσαι
τότες εσύ! Θα σε σακατέψω, θα το ιδείς!».
«Εγώ, μπάρμπα Θωμά», τούπε με παράπονο, «εγώ σού
παίρνω πάντα τα δίκηα!». Κ’ ήταν παρέτοιμη να δακρύσει.
«Χάσου από δω!» της εφώναξε ο γέρος με μίσος.
«Μου ’πε ο Αντρέας…» εψιθύρισε αναστενάζοντας.
«Χάσου από δω, στρίγλα», της ξαναφώναξε θέλοντας
να ριχτεί καταπάνω της.
Ο Αντρέας εφανέρωθηκε τότες οπίσω της, σοβαρός
σοβαρός στην όψη, μα το βλέμμα του εγελούσε, και μετά
βιας δεν εξεσπούσε σε γέλοια.
«Φεύγα, μωρή!» της είπε σα με θυμό. «Έχει δίκηο ο
Θωμάς! έχει όλα τα δίκηα!»
Η μικρή τον εκοίταξε με παράπονο κ’ ετραβήχτηκε
κλαίοντας.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 185

«Θωμά», ξακολούθησε εκείνος, «θα πάρω το γάι-


δαρό σου· θα κουβαλήσουμε κάτι γέννημα· το θερίσα-
νε σήμερα».
«Πάμε μαζή!» του απάντησε χαμογελώντας.
Ο Αντρέας έφερε το ζώο από το καλύβι και το σαμά-
ρωσε, ενώ ο γέρος έκρυβε μέσα στο τάγιστρο τον άγριο
σπόρο και τ’ άχυρο με τα βελόνια, κ’ εκλείδωσε έπειτα
το σπίτι του. Και σε λίγο ήτανε κ’ οι δύο στο δρόμο, κα-
βαλλάρης ο Καραβέλας απάνου στο μικρό ζώο και σιμά
του πεζός ο Αντρέας, και εκουβέντιαζαν. Τώρα έλεγε ο
γέρος: «Θάχες έναν άνθρωπο γνωστικό σιμά σου, και
η ζωή σου, μωρέ παιδί, θάτανε αλλοιώτικη! Αμή τι! Μα
ως και συ, μωρέ παιδί, βάνεσαι και με σκάζεις, όλο με
τα παρανόμια, μωρέ, όλο με τα πειράγματα, κι’ αν όχι
εσύ, αφίνεις τάλλα τα μικρά να μου λένε ό,τι τους έρθει
στη γλώσσα, και γελάς μωρέ…».
«Εγώ!» είπε υποκριτικά ο Αντρέας, βαστώντας μετά
βιας ένα γέλοιο, και χτυπώντας δυνατά με την παλάμη
του τα καπούλια του ζώου.
«Κ’ εσύ ναι, κ’ η Αμαλία, ναι, ναι! Κ’ έπρεπε, μωρέ
παιδί, να την ορμηνέψεις την Αμαλία να μη δίνει αέρα
των παιδιώνε, γιατί εγώ, μωρέ, σας θέλω το καλό σας,
και θα μ’ έχετε εμέ μυστικόνε, και θα σας φυλάω, και
θα περάσετε ζωή χαρισάμενη!» Και λέγοντας έτσι τού-
ριξε μία πονηρή ματιά.
Ο Αντρέας εγέλασε ανοιχτόκαρδα. «Δε δω!» εφώ-
186 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ναξε του ζώου.


«Νάμουνα εγώ νιος», ξακολούθησε, «και νάχα, μωρέ,
τέτοιαν ξαδέρφη, ω δεν την άφινα να μου ξεφύγει, και
να μου την πάρει αύριο κανένας άλλος! Θάμουνα κου-
τός, μωρέ! Ακόμα δεν ηξέρεις τι είναι η γυναίκα, μωρέ!
Ένα πλάσμα όλο ζάχαρη! Το λέει και το τραγούδι! Τρυ-
φερούδι, μωρέ, η Αμαλία, ίσια ίσια για σένανε! Καλά,
καλά κάνεις! ποιος θα σε κατηγορήσει; Εγώ θάκανα
περσότερα· ε, ε, θα την είχα σα γυναίκα μου, γιατί εγώ
δε θάθελα να χτικιάσω! Γιατί να χτικιάσω; Kαλό, μωρέ,
θα τση κάμεις κ’ εκεινής. Εγώ είμαι τώρα γέρος άν-
θρωπος· εμίλησα με πολύν κόσμο, με χειρότερούς μου,
με καλύτερούς μου, και ξέρω περσότερά σου! Η πρώτη
αρχή του χτικιού, μωρέ παιδί, είναι ο έρωτας. Βάνονται
τα παιδιά και ρωτεύονται, και δεν κάνουνε σαν που ορ-
μηνεύει το φυσικό, μόνε κάθονται και τήζουνε με τον
καημό τους το κορμί τους, και έτσι χτικιάζουνε και πάνε
αποκάτου από τη γης! Κ’ οι κοπέλλες, μωρέ, λησμονάνε
και χορεύουνε και παντρεύονται!… Φυλάξου, μωρέ, μη
χτικιάσεις ως και συ· είσαι αδύνατος κ’ είναι κρίμα! Την
αγαπάς; μην ακούς τι λένε οι γρηές κ’ οι μασκαράδες
οι παπάδες! Τώρα κιόλας εβγήκε από τη σύνοδο, λένε,
καινούργια διάταξη και τα ξαδέρφια παίρνονται! Και
πάλε αστεφάνωτοι τι παναπεί; Μία ιδέα είναι κι’ αυτή·
σε λίγα χρόνια δε θα στεφανώνεται κανένας! Κ’ έπειτα
με την Αμαλία δεν τρέχεις κανέναν κίνδυνο, κανένανε!
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 187

Τι θα σου κάμουνε; Θα σε σκοτώσει ο πατέρας της; τ’


αδέρφια της; Χα, χα! Στο κρεββάτι που κοιμάσαι, θα
κοιμάσαι μαζή της! Να η διαφορά!… Μα τι διαφορά, ε;
Βάλ’ τηνε καλά στο νου σου! Χα, χα, χα!… Και λες που
δε σου θέλω το καλό σου, εγώ, μωρέ!… Λίγες φωνές θα
κάμει ο πατέρας σου, μπορεί να τούρθει το πολύ καμία
δείλια, αφού είναι κι’ άρρωστος· μα ο μπάμπας σου ο
Γιάννης θα γελάσει, δε μπορεί να κάμει αλλοιώς· τόνε
ξέρουμε! η μάννα της η Μαρία είναι κομμάτι δύστρο-
πη, θα φωνάξει καμπόσο, είναι το ιδίωμά της· μα ποιος
λογαριάζει, μωρέ, τσι γυναίκες! Ας λένε! Γελάει μονα-
χά μ’ αυτές ο κόσμος! Τα λόγια μια φορά πληγή δεν
ανοίγουνε! Ας λέει, ας λέει, ας βρίζει, εσύ θα γελάς και
θα διασκεδάζεις με τη θυγατέρα της! Καρφί δε θα σου
καίεται! Κι’ ως τόσο έρχεται η σοδειά και θα σας έχου-
νε ανάγκη, και θάρθουνε παρακαλιώντας! Πφφ! Άκου-
σέ με εμένανε: αφού τα πράματα είναι έτσι, πάρ’ τηνε
γυναίκα σου, κι’ αναθεμάτισέ με, α δε σου λέω καλά!
Σήμερα κάλλιο παρά αύριο. Θα την ανταμώσουμε κά-
του, κι’ αποφάσισέ το».
Ο Αντρέας τον άκουε σοβαρός· είχε κατεβάσει το
βλέμμα, κ’ είχε λησμονήσει να χτυπά το γάιδαρο.
«Αλήθεια», είπε κοκκινίζοντας· «την αγαπάω εγώ
την Αμαλία».
«Λες και δεν το ξέρω, μωρέ παιδί;» του απάντησε
αμέσως. «Σας είδα πώς κάνετε τόσες φορές. Γιατί σ’
188 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ορμηνεύω; Ήθελα νάμαι εγώ νιος και να την είχα ξα-


δέρφη, θάβλεπες… Έμπα της, μωρέ, και τέλειωνε! α δε
μη σήμερα, αύριο σου την παίρνουνε, και τότες από τον
καημό σου θα χτικιάσεις, άσφαλτα! ακούς;»
«Την αγαπάω», ξανάπε ο Αντρέας χωρίς να το θέ-
λει. Κ’ αιστάνθηκε πως τα λόγια του γέρου τού άναβαν
μέσα στα στήθη έναν ακράτητον πόθο, που σαν αψιά
φωτιά τον έκαιε και που του σκότιζε το νου. Η Αμαλία
θα τον έκανε να γνωρίσει αλλοιώς τη ζωή, ο γέρος που
τον ορμήνευε είχε δίκηο, γιατί την άφινε ακόμη; γιατί
θα την άφινε να του ξεφύγει, αφού αυτός την είχε πρω-
τοαγαπήσει; και πόσο ώμορφη ήταν κιόλας η Αμαλία!
Κ’ εφαντάστηκε πως ήταν κι’ όλας σιμά της, πως την
είχε ζυγώσει μ’ όλην την τρεμούλα του πόθου του! Στην
αγκαλιά της σε λίγο, μαζή της, θα γευότουν για πρώτη
φορά το νέο κρασί της ζωής, την αδοκίμαστη ευτυχία
του έρωτα, θα μάθαινε και θα της έδειχνε τη μέθη της
αγάπης που σκοτίζει το νου!…
«Το βλέπεις;» τούπε πονηρά ο Καραβέλας, κ’ εγέ-
λασε.
«Ναι, ναι» αποκρίθηκε ο Αντρέας, σα να ονειρευό-
τουν.
Κ’ έπειτα εβάδισαν βιαστικά, σιωπηλοί κ’ οι δύο,
σ’ έναν κατήφορο που περνούσε μέσα από θεώρατες
εληές βαγισμένες από τον ευλογημένο καρπό τους. Ο
γάιδαρος κατέβαινε με προφύλαξη τον άσκημο δρόμο,
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 189

κι’ ο γέρος κάθε τόσο τον εφώναζε, τον εχτυπούσε με


το ραβδί του, κι’ όλο έδινε κρυφές ματιές του Αντρέα
που αλαλιασμένος ακολουθούσε, κι’ όλο χαμογελούσε
ευχαριστημένος. Εγευότουν κι’ αυτός για πρώτη φορά
τη γλύκα της εγδίκησης. Το πάθος του εξεθύμανε τώρα.
Θα τιμωρούσε ως κι’ αυτός τη Μαρία, και θα γελούσε
με το θυμό της και με την απελπισία της. Έτσι λοιπόν
η ζωή τούχε φυλάξει κ’ εκεινού κάποια παρηγοριά, κά-
ποια χαρά, κάποιο καλοκάρδισμα;
Έφταναν τώρα στο καλύβι. Κ’ επερνούσαν αυτήν τη
στιγμή από την κατοικιά του γειτόνου. Τα δύο μεγά-
λα βώδια του αναχάραζαν πλαγιασμένα κάτου από μία
μεγάλη εληά, διώχνοτας με το μεγάλο κεφάλι τους τες
μύγες. Κι’ ο Καραβέλας τα κοίταξε μία στιγμή με χαι-
ρέκακο βλέμμα, κ’ εκούνησε φοβερίζοντάς τα το κεφάλι.
Πλιο πέρα απλωνότουν, σ’ όλο το ρόβολο, καταπρά-
σινο το αμπέλι του Αργύρη φορτωμένο τώρα με μαύρα
σταφύλια και σ’ ένα σιάδι, εκεί που τέλειωνε τ’ αμπέλι,
ήταν τα καλύβια του, ενώ στα ριζά της ράχης απλωνό-
τουν ένα πλούσιο λαγγάδι, όπου τώρα μερικές γυναίκες
εθέριζαν. Με το δάχτυλό του ο Καραβέλας τες έδειξε
του νέου και τούπε: «Ιδές τηνε! κει κάτου είναι!». Κ’
επέζεψε από το ζώο.
«Ναι», είπε ο Αντρέας κοκκινίζοντας, και τα μάτια
του έβγαλαν σπίθες.
«Αν τη φέρεις εδώ πάνου», τούπε χαμηλόφωνα «εγώ
190 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

σάς κλειώ μες στο καλύβι, και κάθομαι απ’ όξω και σας
φυλάω! Μη φοβάσαι, καημένο παιδί! Και για να μη με
ντραπεί, κρύβομαι, όταν θάρθει!».
Κ’ εγέλασε.
Ο Αντρέας επήρε τρέχοντας τον κατήφορο, κι’ ο γέ-
ρος τον εκοίταζε με μίσος. «Σε κατάφερα» είπε με το
νου του· «θα το κάμεις τώρα το σημείο! Και θα γελάω,
ω πώς θα γελάω!». Κ’ έπειτα εκοίταξε ολόγυρά του.
Ήτανε μοναχός. Έβγαλε μέσα από το τάγιστρο τον άγριο
σπόρο, τον ανακάτεψε με ξερό χώμα, εμπήκε στ’ αμπέλι,
έκοψε δύο σταφύλια και με μίαν άγρια λάμψη στα μά-
τια τον άφινε να πέφτει ανάμεσα στα κλήματα, προβα-
τώντας σιγά σιγά στα ορδίνια. «Του χρόνου» είπε πάλι
με το νου του, «δεν τρυγάτε ούτε ρόγα, ο γούννιερας
θάχει πνίξει τα κλήματα. Μα ούτε εφέτος, ούτε εφέτος!
βράδυ, βράδυ, ο ασπάλαθρας θα τα διορθώσει! Θα σας
κάμω εγώ να πικραθείτε από πολλές μεριές! Έγνοια
σας, έγνοια σας!».
Κ’ έπειτα εγύρισε προς το χωράφι του γείτονα. Τα
ζώα αναχάραζαν ακόμα κάτου από την εληά τους, κι’
ο Καραβέλας τα κοίταξε σκεφτικός καμπόση ώρα, σα
να εζύγιζε μέσα του την πράξη που εμελετούσε, και τέ-
λος είπε με το νου του: «Α όχι! δεν μούφταιξαν, ούτε
ο γείτονας, ούτε τα καημένα τα ζα του! Ω φτάνει, φτά-
νει, ό,τι έκαμα!». Κ’ ένα δάκρυ εκύλησε άξαφνα στα
μάγουλά του, κ’ εθυμήθηκε την ώρα του θανάτου που
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 191

για κείνον κάθε στιγμή εσίμωνε· τα χρόνια του, οι μέρες


του, οι στιγμές του ήτανε μετρημένες! Και τούρθε στο
νου η φριχτή αγωνία της γυναικός του, την ύστερή της
νύχτα. Κι’ όμως εκείνη ήταν δίκαιη και άκακη γυναίκα,
και καμία πράξη κακή δεν την εβάραινε· είχε ζήσει σαν
άνθρωπος. Κι’ αυτός ο ίδιος είχε γένει πειρασμός τώρα!
Είχε καταστρέψει τα κόπια των ανθρώπων, χαλώντας το
βλογημένο αμπέλι, είχε πάρει στο λαιμό του την Αμαλία,
κ’ εμελετούσε κι’ άλλα κι’ άλλα πράματα. Πώς θα μπο-
ρούσε να βγει η άθλια ψυχή του την ύστερη ώρα από το
αμαρτωλό του κορμί; Αλλά αμέσως ήρθαν στο νου του
κι’ όλα τα μαρτύρια πούχε υποφέρει, το μίσος των αν-
θρώπων πούχε δοκιμάσει, και η καρδιά του εσκλήρυνε
πάλι. Με μίσος εκοίταζε το χαλασμένο αμπέλι, που ήταν
φορτωμένο μαύρα σταφύλια, και κάτου στον κάμπο τες
γυναίκες που εθέριζαν, και τον Αντρέα που προσπαθούσε
νάναι πάντα σιμά στην Αμαλία και να την πειράζει όταν
εμπόρειε. Κ’ εγέλασε πάλι ευχαριστημένος. Έπειτα εκά-
θισε κάτου από ένα δέντρο, κι’ ανάμεινε, κι’ ανάμεινε…
Κάτου στο χωράφι οι γυναίκες έκοφταν τα κίτρινα
στάχυα, κ’ εγέμιζαν τα κανίστρια. Κι’ ο Αντρέας τάδει-
αζε σ’ ένα σωρό, στη ρίζα μιανής μεγάλης συκιάς, στου
χωραφιού την άκρη. Κάπου κάπου η Αμαλία άφινε το
θέρισμα, κ’ επήγαινε κάτου από τες εληές για να στρω-
νίσει τα πρόβατά της, και την ακολουθούσε εκεί ο Αντρέ-
ας για να τη βοηθήσει τάχα, και την εκουβέντιαζε. Ούτε
192 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ο Γιάννης, ούτε ο Αργύρης, δεν είχαν φανεί στο χωράφι.


Τέλος προς το μεσημέρι ο Αντρέας ανέβηκε στο κα-
λύβι για να κατεβάσει το ζώο, ενώ οι γυναίκες εγέμι-
ζαν τα σακκιά και τάδεναν. Θα εκουβαλούσαν όλο όλο
τέσσερις στράτες, κι’ όλες εκείνο το απόγεμα, γιατί το
χωριό ήταν σιμά.
Πρωτόφυγαν οι δύο συνυφάδες, η Χρυσάνθη πρώτη,
με το φορτωμένο ζώο, περπατώντας σιγά σιγά και τρέ-
μοντας με το κεφάλι, και πολύ κατόπι η Μαρία με την
Αγλαΐα, μ’ ένα γιομάρι κλαρί στο κεφάλι τους. Η Αμα-
λία έμεινε με τα πρόβατά της κάτου από τες εληές, και
ο Αντρέας είχε έρθει να καθίσει σιμά στον Καραβέλα
για να φυλάει το θερισμένο γέννημα.
Σε λίγο ο γέρος έκλεισε πονηρά το μάτι, και χαμογε-
λώντας τούπε χαμηλόφωνα: «Κράξε τήνε! Τώρα είναι η
καλή στιγμή! Άκουσέ με που είμαι γέροντας!».
Ο Αντρέας τον άκουσε, κ’ έκραξε δυνατά την ξαδέρ-
φη του. Αυτή δεν ετόλμησε να μην υπακούσει. Την εί-
δαν και οι δύο που ανέβαινε τη ράχη, μέσα στο αμπέλι.
«Βλέπεις», του ξανάπε ο Καραβέλας, «που έρχεται;
Βλέπεις; Λένε πως, αν οι γυναίκες δεν είχανε τη ντρο-
πή για να τες βαστάει, θα κάνανε αυτές χειρότερα από
τους άντρες, γιατί ο πόθος τους είναι αψύτερος! Χα,
χα, χα! Δε βλέπεις, μωρέ, που η Αμαλία είναι μες στην
ώρα της;».
Ο νέος τον εκοίταξε και το αίμα ανέβηκε στο πρό-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 193

σωπό του. Εκοίταξε έπειτα ξελογιασμένος την Αμαλία,


πούχε κι’ όλας ζυγώσει σιμά τους, κι’ άξαφνα την έπια-
σε αποφασισμένος από το χέρι και την τράβηξε προς
το καλύβι. Αυτή αντιστάθηκε λίγο, μα τον ακολούθησε.
Κι’ ο Καραβέλας ξαναγέλασε και της είπε: «Μη με
ντρέπεσαι, παιδί μου, Αμαλία μου· εγώ, που με βλέπεις
εδώ, τα ξέρω όλα τα μυστικά σας, και δε λέω τίποτα
από καιρό, το ξέρετε. Τι θα κερδίσω για να σας χαλά-
σω το κέφι σας; Είμαι άνθρωπος κ’ εγώ, και ξέρω τι
του χρειάζεται τ’ ανθρώπου! Καλά κάνετε παιδιά μου·
πολύ καλά, με γεια σας! Διασκεδάστε όσο είσαστε νέοι·
εγώ θα κάθομαι εδώ να σας φυλάω!». Και το πρόσω-
πό του έπαιρνε μίαν αγαθή όψη κ’ εκουνούσε πατρικά
το κεφάλι.
Οι δύο νέοι εμπήκαν τέλος στο καλύβι. Κι’ ο Καρα-
βέλας εγέλασε δυνατά, κ’ εσηκώθηκε αμέσως κ’ ήρθε
σκυφτός σκυφτός στην πόρτα και την έκλεισε με το χο-
ντρό μάνταλο. Κ’ έπειτα ανέβηκε χαρούμενος στο με-
γάλο δρόμο κι’ ανάμεινε. Κάποιοι διαβάτες περνούσαν·
γυναίκες με τα πρόβατά τους, άντρες με φορτωμένα
άλογα ή με τες αξίνες στον ώμο. Κι’ ο Καραβέλας τούς
σταματούσε και, φεγγοβολώντας από τη χαρά του, τους
έλεγε: «Τάκλεισα μέσα στο καλύβι, τα ξαδέρφια! Χα,
χα, χα! Ο Αντρέας έκαμε τώρα γυναίκα του την Αμαλία!
Πηγαίνετε κ’ ιδέτε!».
«Τα καταραμένα!» έλεγαν κάποιες γυναίκες.
194 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«Τα αιμομίχτικα!» έλεγαν άλλες.


Κ’ εγελούσαν από καρδιάς οι άντρες, γιατί οι περισ-
σότεροι εμισούσαν τον Αργύρη. Κ’ εβιαζόνταν όλοι να
φτάσουν στο χωριό, για να σπείρουν οι ίδιοι το λόγο.
Και σε λίγο ο Καραβέλας είδε από μακρυά τη Μαρία
βιαστικά να κατεβαίνει από το χωριό και από τα κουνή-
ματά της εκατάλαβε πως ήταν πολύ θυμωμένη. Κατόπι
της ερχόνταν ο Γιάννης, παχύς παχύς, σαν κουρασμέ-
νος, και δεν ημπόρειε να τη φτάσει στο περπάτημα, κ’
ύστερα εβάδιζε σιγά και σκευρωμένη η Χρυσάνθη κοντά
στη θυγετέρα της, που έσερνε πίσω της το γάιδαρο. Η
Μαρία τον εσίμωσε πρώτη, κ’ εσταμάτησε μία στιγμή
κατακόκκινη στο πρόσωπο και ιδρωμένη. Κι’ αυτός την
εκοίταξε αντρόπιαστα κ’ εβάλθηκε να γελάει.
«Άτιμε Καραβέλα!» τούπε αφρίζοντας· «εσύ, εσύ τά-
καμες όλα! Μου την εκακομοίριασες για πάντα! Φτου
σου!».
Μα ο γέρος εξακολούθησε να γελάει, και δεν εκατέ-
βαζε τ’ αδιάντροπο βλέμμα του. Και η Μαρία δεν εμπό-
ρεσε πλια να βασταχτεί στο θυμό της· έβγαλε τη μπόλια
της, έρριξε κάτου τες μέρζες του κεφαλιού της κ’ εζύ-
γωσε τον Καραβέλα· και τον έπιασε από τα φορέματα,
και τον ετίναξε μ’ όλη τη δύναμή της, και στρίζοντας τα
δόντια της τον εκτύπησε στο πρόσωπο δύο τρεις φορές.
«Πάρε, πάρε, αθεόφοβε!» τούλεγε.
Μα ο γέρος δεν της αντιστάθηκε, και ξακολούθησε το
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 195

γέλοιο του, μαζεύοντας μόνο σα φοβισμένος τες πλάτες


του. Κ’ η Μαρία ήθελε να τον αποτελειώσει· αλλά στο
θυμό της εσυλλογίστηκε πως έχανε με το γέρο ακριβές
στιγμές, κ’ επήρε πάλι τρέχοντας τον κατήφορο, προς
το καλύβι, χωρίς να πάψει το βρίσιμο.
«Άτιμε άνθρωπε! άτιμε Καραβέλα!» εφώναζε.
Και ο γέρος την ακολούθησε από μακρυά, σκυφτός
σκυφτός και χαρούμενος. Την είδε ν’ ανασέρνει το μά-
νταλο και να μπαίνει στο καλύβι. Σε μία στιγμή ευρι-
σκότουν κι’ αυτός ορθός στην πόρτα. Τα δύο παιδιά
έτρεμαν από το φόβο τους, κ’ εβαστιόνταν ακόμα αγκα-
λιασμένα, γιατί δεν είχαν προφτάσει να ξεχωριστούν· κ’
η Μαρία τώρα ερρίχτηκε απάνω τους με μεγάλο θυμό,
τα χτύπησε όσο μπόρεσε με τα χέρια και με τα πόδια,
τάφτυσε, και τα καταριότουν.
«Τα θεοκατάρατα, τα αιμομίχτικα!» τους εφώναζε.
«Μωρέ Καραβέλα, τι μας έκαμες! μας εβουρδούλισες!»
Τα παιδιά όμως δεν έκαναν καμίαν αντίσταση. Κ’
εμπήκε τότες ο Γιάννης στο καλύβι, κόκκινος, ιδρωμέ-
νος, με το αιώνιο χαμόγελό του κάτου από τα κρεμαστά
του μουστάκια. Εγέλασε μία στιγμή, εκοίταξε σκεφτι-
κός τριγύρω του, και τέλος είπε της Μαρίας: «Άφησέ
τους τώρα, να τσου πάρει ο διάολος! Τα πράματα εσύ
τα κάνεις χειρότερα, πολύ χειρότερα. Ησύχασε τώρα! Η
Αμαλία έκαμε κακό μοναχά του εαυτού της! Θάπαιρνε
έναν πλούσιο του χωριού μας ή από άλλο χωριό· τώρα,
196 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

δευτερωμένη, θα πάρει έναν κατώτερο, ένα φτωχόνε,


γιατί έχασε την πρώτη τιμή της. Αυτή θα χτυπήσει το
κεφάλι της!». Κ’ εκοίταξε τον Καραβέλα κ’ εγέλασαν
μαζή κ’ οι δύο.
Και η Μαρία παύοντας άξαφνα να δέρνει τους εκοί-
ταξε άγρια. Ο θυμός της εγίνηκε απελπισία, και τα κοκ-
κινισμένα μάτια της επλημμύρισαν δάκρυα. «Μωρέ Στα-
τήρη, μαθημένε στην ατιμία!» είπε του αντρός της, και
με τους γρόθους της εχτύπησε το κεφάλι της, επέταξε
χάμου τη μπόλια της κ’ εβάλθηκε να κλαίει.
Η Χρυσάνθη εμπήκε ως κι’ αυτή στο καλύβι, τρέμο-
ντας όλη, σκευρωμένη, χλωμή, μη μπορώντας ούτε να
φωνάξει, γιατί ένας κόμπος τής έσφιγγε το λαιμό, και
μόνο τα χείλη της εσάλευαν. «Α Καραβέλα», εψιθύρι-
σε, «μας έχασες τα παιδιά μας! εσύ μας τα κάνεις αυτά
εδώ μέσα! έτσι μας δίνεις το σπολλάητη!».
«Μωρή παληομούμια!» της είπε η Μαρία· «τέτοιον
υγιό εκουνάρησες, μωρή!». Κ’ εβάλθηκε πάλι να ξυλο-
κοπά τον Αντρέα.
«Φταίει η θυγατέρα σου που σου μοιάζει», της απά-
ντησε η Χρυσάνθη.
Κ’ έπειτα εφώναζαν όλοι μαζή: τα δύο παιδιά που
ανελέητα εδερνόνταν, η Μαρία που άφριζε από το θυμό
της, ο Καραβέλας που γελώντας αντίφτιανε τη φωνή των
παιδιών σε κάθε ξυλιά που έπεφτε, ο Γιάννης που ήθε-
λε να τελειώσει η άγρια σκηνή και να ησυχάσει, ο γεί-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 197

τονας πούχε τα βώδια· κ’ η Χρυσάνθη, κίτρινη όλη και


τρέμοντας πολύ με το κεφάλι, επάσκιζε να προστατέ-
ψει τον υγιό της, μπαίνοντας στη μέση και τρώγοντας
χτυπησιές κ’ εκείνη.
Τέλος εφάνηκε κι’ ο Αργύρης. Εμπήκε μέσα χοντρός,
ψηλός, ιδρωμένος, κατακίτρινος, παίρνοντας δύσκολα
την πνοή του. Με το χοντρό του μαγγούρι εκατάφερε
πρώτα μία δυνατή ξυλιά του γιου του και τον έκαμε να
φύγει από το καλύβι. Το χείλι του εκιτρίνισε, κ’ είπε
λαχανιασμένος: «Αυτά λοιπόν μας έκαμες, Καραβέλα!
Πρέπει να σε διώξω τώρα από το σπίτι μου, πήγαινε
στα δικαστήρια για να χαλάσεις την ισόβια πρόσοδο.
Σπίτι μου έθρεφα έναν όφη που με δάγκασε! Κάμετε
ησυχία, γυναίκες!».
Κ’ εσωριάστηκε χάμου σα λιγοθυμισμένος. Εσώπα-
σαν όλοι· κ’ η Χρυσάνθη εβάλθηκε αμέσως να του κάνει
αέρα με τη μπόλια της κ’ εθρηνούσε κλαίοντας.
Κι’ ο Καραβέλας εξέσπασε σ’ ένα δυνατό γελοκόπι,
κ’ επήρε του χωριού το δρόμο.
ΧΙΙ
Ειχε περασει καιροσ. Η Μαρία, η Αμαλία και η Αγλα-
ΐα εκουβαλούσαν από το πρωί νερό, με τες στάμνες στο
κεφάλι, από του χωριού το πηγάδι, σπίτι τους. Ο Γιάν-
νης ξεμανίκωτος, ξυπόλητος, με ανασηκωμένο το βρακί
ως το γόνατο, μ’ ένα άσπρο μαντήλι γύρω στο λαιμό για
να μην τον καίει ο ήλιος και γεμάτος όλος πιτσιλιές από
ασβέστη, ανακάτευε στο προαύλι, γελαστός και ακούρα-
στος, με την αξίνα ένα μεγάλο σωρό λάσπη· δύο μαστό-
ροι εδούλευαν, ανεβασμένοι στες ψηλές σκαλωσιές, νέος
ο ένας, ντυμένος φράγκικα, με μεγάλη ψάθα στο κεφάλι
και μία πατσαβούρα ομπρός του, ξανθός, με μάτια γλα-
ρά, σαν πεθαμένου, και με κόκκινη μύτη από το πολύ
κρασί· γέρος ο άλλος, με χωριάτικη βράκα, ψηλός και
κείνος και με παράξενο πρόσωπο, που δεν ήξερε κανείς
πότε ήταν σοβαρό και πότε χαρούμενο. Ο πρώτος επε-
λεκούσε μίαν ανώμαλη πέτρα, της έστρωνε απάνου στον
καμωμένο τοίχο ένα κρεββάτι από λάσπη, την έρριχνε
μέσα, τη χτυπούσε δυνατά με το σφυρί για να καθίσει
στη φωλιά της και την επλέριωνε στη θέση της, μπήγο-
ντας βύσσαλα και πέτρινες αγκίδες σ’ όλες τες χαραμά-
δες· και ο άλλος ως τόσο εστιούσε με υπομονή τον ορθό
της πόρτας, ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο, που αγκαλιά-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 199

ζοντάς το τόστριφε, το γύριζε, το ανασήκωνε και το ζύ-


γιζε έπειτα με το βολύμι, κλειόντας το ένα του μάτι για
να βρει το ίσιο. Ο Αντρέας, μισόγυμνος και κείνος, έδι-
νε υλικό στους δύο μαστόρους· και ο Αργύρης, χλωμός,
παχύς, ανασαίνοντας με δυσκολία, εκαθότουν απάνου σε
μία μεγάλη πέτρα στη μέση του σπιτιού που εχτιζότουν,
κρατώντας ανάμεσα στα παχειά του πόδια το χοντρό ρα-
βδί του, κ’ εκοίταζε με τ’ ανήσυχα μάτια του, πότε εδώ,
πότε εκεί, φροντίζοντας να γένεται κανονικά το έργο. Η
Χρυσάνθη ακουότουν στο μαγειριό, όπου εμαγείρευε.
Ξεκαινούργιωναν το σπίτι του Καραβέλα κ’ η οικο-
δομή εκόντευε να τελειώσει.
Τώρα ο Αργύρης εσήκωσε το χοντρό ραβδί του, άγγι-
ξε το μάρμαρο και με την ψιλή φωνή του είπε, χαμογε-
λώντας, του γέρου που προσεχτικά το ζύγιζε: «Πρόσεχε,
μάστορα! γιατί αλλοιώς, κάθε φορά που οι μαραγγοί θα
κάνουν τα φύλλα της πόρτας θα σ’ αναθεματίζουν!».
«Δε θέλω ορμήνειες», του αποκρίθηκε παράξενα ο
γέρος· «άφησέ με να δουλέψω, όπως ξέρω γω, ειδέ πάρε
τα σύνεργα και χτίσε ο ίδιος το σπίτι!… Εγώ έχω κάμει
σπίτια και καμπαναριά, μήτε εγώ δεν ξέρω πόσα! κι’
όπου βάλω το χέρι μου, γένεται χτίριο αναιώνιο! Τόνο-
μά μου είναι αθάνατο!».
«Θα μας λείψει ο άμμος πάλε», εφώναξε βήχοντας ο
Γιάννης κ’ εστάθηκε μία στιγμή ορθός με μισόκλειστα
μάτια, κρατώντας και με τα δύο του χέρια την αξίνα·
200 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«πρέπει αύριο να βάλουμε δύο άλογα για να μας κου-


βαλήσουνε. Μα τ’ αγώγια είναι ακριβά».
Αυτήν τη στιγμή ξανάρθαν από το πηγάδι οι γυναίκες
κι’ άδειασαν τες στάμνες τους σ’ ένα ξεφούντωτο βαρέ-
λι. Εκάθισαν έπειτα κ’ οι τρεις τους κατά γης στον ίσκιο.
«Εβράχηκα όλη», είπε η Μαρία, φέρνοντας το χέρι
της στο κεφάλι.
«Ο Καραβέλας με το γάιδαρό του μας ήτανε χρήσι-
μος», είπε σκεφτικός ο Αργύρης.
«Πού να πήγε;» είπε η Μαρία δαγκάνοντας το χείλι
της. «Αδίκως εθυμώσαμε! Τι παναπεί που τα ξαδέρφια
ήτανε κλεισμένα στο καλύβι; τάχε κλείσει αυτός· μονα-
χά τους δεν ήτανε για πρώτη φορά, κ’ είναι μαζή όλη
μέρα κι’ όλη νύχτα. Φυσικά!»
«Το παρακάματε», είπε σοβαρά ο Αργύρης.
«Ωχ!» είπε ο πλιο νέος από τους δύο μαστόρους,
χτυπώντας δυνατά με το σφυρί μίαν άλλη πέτρα· «είναι
τόσο παράξενος! είναι σα ζουρλός! Δεν το ξέρει που όσο
κάνει έτσι, τόσο είναι χειρότερα; Τα παιδιά το βρίσκουνε
παιγνίδι και τόνε σταυρώνουνε· και λέει πράματα τόσο
αφύσικα που κ’ οι μεγάλοι γελούνε και διασκεδάζουνε·
και βάζουνε απάνου τα παιδιά να τόνε πειράζουνε, και
γένονται γέλοια!… σα θέατρο».
«Νάμουνα εγώ σαν το Θωμά», είπε ο Γιάννης, «θάχα
γκρεμιστεί, α δε μπορούσα να κάμω άλλο κακό!».
«Εσακάτεψε κι’ όλας την Όλγα μας», είπε η Μα-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 201

ρία. «Ήτανε εδώ καθισμένος στην πόρτα του, και σιμά


του, μέσα στο σπίτι, είχε κρυμμένο ένα μακρύ καλάμι.
Η Όλγα τον εζύγωσε αθώα· την είχε από καιρό παρα-
ματιού, και μπάγκα της, μπάγκα της! Γι’ αυτό εγίνηκε
καπνός». Εγέλασαν όλοι. «Αν έμενε εδώ κάποιο παιδί,
θα το σκότωνε… Κι’ ως τόσο όλο έκλαιγε… Τόνε λυ-
πούσε η κακία του!»
«Ο Καραβέλας», είπε τώρα ο πλιο γέρος από τους
δύο μαστόρους που έχτιζε και κείνος, «είναι κακός άν-
θρωπος! Εμισήθηκε απ’ όλον τον κόσμο! Πείτε μου ένανε
που να τον αγαπάει! Γέρος είμαι και γω και παράξε-
νος! μα γιατί δε μου λένε παρανόμια; Κάτι δηλοί αυτό,
μα την αλήθεια!».
«Θα ξανάρθει», είπε σκεφτικός ο Γιάννης.
«Εγώ στοιχηματίζω», είπε ο νέος μάστορας, «που ως
απόψε, ως αύριο θάναι εδώ σα γαμπρός, απάνου στο
γάιδαρό του! Πού θα πάει;… Και βρίσκει ευτύς δουλειά
έτοιμη! Χα, χα, χα! Καλοπιάσετέ τον, ως να κουβαλή-
σει τον άμμο!…».
Τα δύο αγόρια της Μαρίας ήρθαν αυτήν τη στιγ-
μή από το σκολειό με τα παληά, λερωμένα βιβλία τους
στο χέρι κ’ εμπήκαν πηδώντας μέσα στο ακάμωτο σπί-
τι. Εκοίταξαν με καμάρι και κείνα την οικομομή που
εγενότουν, τάσπρο κατώφλι, τους χοντρούς τοίχους· κ’
έδειχναν, το ένα του άλλου, τον τόπο όπου θάβαζαν τα
λίγα τους έπιπλα· κ’ εδοκίμασαν να χτίσουν ως κ’ εκεί-
202 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

να μικρές πέτρες στον καμωμένον τοίχο.


«Μεσημέρι!» είπε σκεφτικός ο Αργύρης· «πάει κι’
όλας η μέρα! Δουλειά εγίνηκε λίγη! Τ’ ανώφλια είναι
άβαλτα ακόμα».
Οι μαστόροι τον εστραβοκοίταξαν. Κι’ αυτήν τη στιγ-
μή εφάνηκε η Χρυσάνθη απ’ όξω από τους τοίχους, και
με χαμηλή φωνή είπε: «Όταν θέλετε, κοπιάστε. Είναι
έτοιμο».
Οι μαστόροι άφησαν αμέσως τα σύνεργά τους απά-
νου στον τοίχο που έχτιζαν, και εσφούγγισαν τα χέρια
τους. Κι’ ο πλιο νέος από τους δύο εκοίταξε, όπως το
συνήθιζε πάντα, το μεγάλο δρόμο του χωριού, και σε
μία στιγμή εγέλασε από καρδιάς κ’ είπε: «Ο Καραβέ-
λας επλάκωσε! να τονε! ω πω, πω!».
«Να τονε!» είπε γελώντας κι’ ο άλλος μάστορας, κ’
έδειξε με το δάχτυλο το δρόμο.
Οι τρεις γυναίκες ερρίχτηκαν στον κήπο, κ’ εστάθη-
καν κ’ οι τρεις στην αράδα, κοιτάζοντας με περιέργεια.
Ο γέρος ερχότουν αληθινά, καθισμένος στον οκνό γάιδα-
ρό του, σκυφτός, αδυνατισμένος, με λερωμένα και σκι-
σμένα ρούχα, με το χοντρό ραβδί του στο χέρι, με κα-
τεβασμένα μάτια, κι’ αναστέναζε κάθε στιγμή και δεν
εκοίταζε κανέναν. Κ’ οι γυναίκες εγέλασαν.
Και στο χωριό ευρισκόνταν καμπόσοι άντρες, καθι-
σμένοι κι’ ορθοί, όξω από τα μαγαζιά, και τον εκοίτα-
ζαν όλοι με περιέργεια και μ’ ένα κρυφό χαμόγελο που
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 203

ήταν έτοιμο να ξεσπάσει σε γέλοιο. Ο γάιδαρος προβα-


τούσε σιγά σε μίαν άκρη του δρόμου, κι’ ο γέρος κάθε
τόσο τον έδερνε με το χοντρό ραβδί του, ή τον κλωτσού-
σε με τα πόδια, μουρμουρίζοντας κάποια βλαστήμια.
Κι’ άξαφνα ένα παιδί οπίσω του έπαιξε μ’ έναν τενεκέ
το ταμπούρλο κ’ εφώναξε: «Καλώς τον Καραβέλα!».
Και του χωριού οι ανθρώποι ξεκαρδιστήκαν στα γέ-
λοια. Αυτός εταράχτηκε κ’ εκοκκίνισε. Ανασήκωσε το
πρόσωπό του, εκοίταξε με μίσος τον κόσμο, αναστέναξε
βαρειά, έδωκε μία δυνατή ραβδιά του ζώου και κατε-
βάζοντας πάλι το βλέμμα τούπε: «Προβάτει, μωρέ Αρ-
γύρη, ανάθεμα τον πατέρα σου! Εσύ μου τάκαμες όλα,
που να σου τα πλερώσει ο Θεός!… Δε δω».
Οι ανθρώποι ξαναγέλασαν, κ’ εμουρμούρισαν κάτι
αναμεταξύ τους. Κι’ ο γέρος ως τόσο προχωρούσε προς
το σπίτι κ’ έλεγε: «Μα τι κόσμος, τι κόσμος!… Ως την
ύστερη στιγμή θα με σταυρώνουν!… Κ’ είναι όλοι τους
σύμφωνοι… όλοι, όλοι! Αυτή η ζωή πρέπει να λάβει ένα
τέλος, είναι ώρα, είναι ώρα!… Δε δω!».
Ένα άλλο γέλοιο τού αποκρίθηκε. Και το παιδί ξα-
ναχτύπησε τον τενεκέ, φωνάζοντας πάλι: «Kαραβέλα!».
Μα ο γέρος, που ανέβαινε τώρα τον ανήφορο της ρά-
χης, δεν αποκρίθηκε, παρά έσκυψε περσότερο απάνου
στο γάιδαρό του, κι’ αρχίνησε να κλαίει με βαρύ παρά-
πονο. Κ’ η Μαρία χωρίς να το θέλει είπε μ’ ένα χαμό-
γελο: «Ο κακομοίρης!».
204 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Τώρα ο γέρος εσταμάτησε κάτου από την κληματα-


ριά του σπιτιού τους, κ’ έδεσε εκεί το ζώο, κ’ εκοίταξε
περίεργα ολόγυρά του. Ο τόπος είχε αλλάξει. Το παληό
του το σπίτι δεν ήταν πλια στη θέση του, και στο ίδιο το
μέρος εσηκωνότουν περήφανο το καινούργιο το χτίριο
με τα δύο παράθυρά του. Έμεινε μία στιγμή αναποφά-
σιστος, και στο τέλος εκούνησε με αδιαφορία το κεφά-
λι. Κι’ ο Αργύρης τον εζύγωσε τότες βαρύς βαρύς και,
χαμογελώντας με το ωχρό του χείλι, τον εκαλησπέρισε·
μα ο γέρος δεν του αποκρίθηκε.
«Πού ήσουνε, Θωμά;» τον ερώτησε· «εμείς ερίξα-
με το σπίτι σου, το ξαναχτίσαμε παλάτι, και δεν ήσουν
εδώ!». Και, κοιτάζοντάς τον, με κακοφανισμό, ξακολού-
θησε σοβαρά: «Σε τι κατάσταση είσαι· σκισμένος, λερω-
μένος, ελεεινός! πώς εγίνηκες έτσι; Είναι να φορείς αυτά
τα ρούχα; ή το κάνεις επίτηδες για να μας ντροπιάζεις;»
«Ναι», του απάντησε, σφίγγοντας τα χαλασμένα δό-
ντια του και κοιτάζοντάς τον με πάθος.
«Μα πού ήσουνε τόσες μέρες;» του ξανάπε ο Αργύ-
ρης, αλλάζοντας κουβέντα.
«Ωχ», είπε αναστενάζοντας ο γέρος· «τι ζωή ήτανε
αυτή εδώ μέσα στο σπίτι σας! Τα παιδιά σας, όλα, κι’
αυτή η Όλγα, πόσα μού κάνανε! Κ’ η Μαρία μ’ εφαρμά-
κωσε, κ’ η ισόβια πρόσοδο δε χαλιέται, κ’ εγίνηκα κακός,
κ’ εκόλασα την ψυχή μου! Είναι όλα δικά σας, που να
μην τα χαρείτε! Κ’ εχτίσατε το σπίτι μου, σα νάχα πε-
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 205

θάνει κι’ όλας, χωρίς να μου πάρετε ούτε το ρώτημα…


Κ’ έφυγα από δω, κ’ επήγα στα ανιψίδια μου, και με
διώξανε, με το δίκηο τους. Είναι άνθρωποι φτωχοί, αλλά
τίμια παιδιά και καλά. Κ’ εδώ πάλε όλο Καραβέλα, και
δος του Καραβέλα, και δος του!… Ω αδικητάδες! Όλη
μέρα, όλη μέρα, και τη νύχτα! Κ’ έδωκα μία κ’ έφυγα
με το γάιδαρό μου τον κακομοίρη. Κ’ ηθέλησα να μπω
στο φτωχοδοχείο, στη χώρα, και δε με δεχτήκανε ουδέ
κει, γιατί δεν είμαι, λένε, φτωχός! Και δεν επούλησα το
γάιδαρό μου, γιατί ήτανε το μοναχό που μου απόμενε
στον κόσμο και δε μ’ επίκραινε! Κ’ εβγήκα να ζητιανέ-
ψω στη χώρα, και κανένας δε μούδινε τίποτα, τίποτα,
τίποτα! γιατί είμαι δυνατός και μπορώ ακόμα να δου-
λέψω! Κ’ εκόντεψε να ψοφήσω της πείνας κ’ εγώ κι’ ο
γάιδαρός μου, ο κακομοίρης! Και τι να κάμω; Nάμαι
πάλε εδώ, στα χέρια σας! Ήρθα για να τελειώσω εδώ τη
ζωή μου! Το κρίμα μου όμως θα σας κυνηγάει!».
«Ησύχασε», τον αντίσκοψε ο Αργύρης· «έλα να φας,
να πιεις, να χορτάσεις. Θα ζήσεις καλά μαζή μας, Θωμά·
θάσαι φρόνιμος, και κανένας δε θα σε πειράζει. Το σπίτι
σου το ρίξαμε, το κάμαμε παλάτι, μα θάναι δικό σου, θα
κατοικήσεις μέσα ώστε ζεις… Για την ώρα σού βάλαμε
σ’ αυτό το μαγαζί το κρεββάτι σου. Πάμε!».
Ο Καραβέλας εχαμογέλασε αδιάφορα και ακολού-
θησε τον Αργύρη στο ακάμωτο σπίτι, λησμονώντας για
μία στιγμή την απόφασή του. Η Μαρία ήταν στην πόρ-
206 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

τα. Την εκοίταξε βαρύθυμος, αναστέναξε κ’ εβάλθηκε


να τρέμει. Στην άκρη του χειλιού της είδε σαν ένα χαμό-
γελο, που η γυναίκα, θυμωμένη με τον εαυτό της, επά-
σκισε να το κρύψει· κ’ ενόμισε πως ήθελε πάλι να τον
κοροϊδέψει, όπως κι’ όλοι οι άλλοι χωριανοί του από τη
στιγμή πούχε πατήσει το χωριό.
«Α εξαναγύρισες!» τούπε με κακοσύνη· «και σε τι
κατάσταση!».
«Υπάρχει», της αποκρίθηκε, «ένας Θεός και για τους
αδικημένους».
Τον εκοίταξε τώρα με θυμό και τούπε: «Λησμονάς
όσα μούκαμες! θέλεις νάχεις και δίκηο, Καραβέλα!».
Αυτός εκοκκίνισε, αναστέναξε βαθειά, της έρριξε μια
σκληρή ματιά και, χωρίς να χάσει το νου του, της είπε:
«Καραβέλα, ε; Καραβέλα πάλι! Δεν πειράζει! Όλα έχουν
ένα τέλος! Μα πώς να το πω; πώς να το πω;… Ω Μα-
ρία, εμεταχειρίστηκες την αγάπη για να με κάμεις δια-
κονάρη, και μ’ εκαταφρόνεσες, και μ’ έχεις απελπίσει!…
Πώς να το πω!».
Κ’ εβάλθηκε να κλαίει με δάκρυα πολλά. Κ’ έφυγε με
βιαστικά πατήματα, κ’ εμπήκε στο μαγαζί, αφίνοντας δε-
μένο το γάιδαρό του κάτου από την κληματαριά, λησμο-
νώντας να του ρίξει την τροφή του. Άκουσε τους μαστό-
ρους, που εγευόνταν απάνου, και τα βήματα του Αργύρη,
που επήγαινε να καθίσει μαζή τους. Το κρεββάτι του ήταν
στρωμμένο κ’ έτοιμο. Και ξαπλώθηκε κι’ αναστέναξε. Κι’
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 207

άκουε τη φωνή της Μαρίας, που ακατάπαυτα μιλούσε


στους μαστόρους, κι’ όλο τον ανάφερνε με το παρατσού-
κλι, θέλοντας να βρει το δίκηο της από τον ξένον κόσμο.
Ο ήλιος τέλος εβασίλεψε· κι’ αυτός δεν εσάλευε. Μα
δεν είχε κοιμηθεί. Εκατάλαβε πως οι μαστόροι ασκόλαι-
ναν, τους άκουσε να μπαίνουν στο σπίτι για να δειπνή-
σουν· είδε έπειτα, χωρίς να προφέρει λέξη, την Αμαλία,
που σιωπηλή και με προφύλαξη εμπήκε στο μαγαζί, και
τούφερε το φαγητό του· την είδε που άναψε το καντή-
λι· την είδε να προσμένει μία στιγμή, σα να καρτερού-
σε να της μιλήσει, και τέλος να φεύγει· κι’ άκουσε όξω
από την πόρτα το γέλοιο της και τη φωνή του Αντρέα,
που της έλεγε: «Άφησε τον Καραβέλα να κουρεύεται,
κ’ έλα δω να καθίσεις σιμά μου· θα λένε απάνου πως
περιμένεις να πάρεις πίσω τα πιάτα… αυτοί δειπνούνε,
και δε θα καταλάνουνε τίποτα!».
Κ’ έπειτα την είδε να προβάλλει πάλι από την πόρτα
το κεφάλι: ήταν κουκουλωμένος με τον γιακά του και
με την ψάθα του. Κ’ η κόρη εβάλθηκε πάλι να γελάει
μουγγά· κι’ ο γέρος αναστέναξε, γιατί εθυμήθηκε όλα
τα πειράγματά τους.
Απάνου αποτέλειωναν το δείπνο· οι μαστόροι έφευγαν.
Και, κουρασμένοι όλοι από τους κόπους της ημέρας, επή-
γαιναν ενωρίς στο κρεββάτι. Άκουσε πρώτα στο πάτωμα
τα πατήματα του Γιάννη που εγδυνότουν, επετούσε τα πα-
πούτσια του, κ’ εχασμουριότουν νυσταγμένος· και σε μία
208 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

στιγμή, όταν αυτός ήταν πλια στο κρεββάτι, εκατάλαβε


πως κ’ η Μαρία επήγαινε να πλαγιάσει σιμά του. Κ’ εστε-
νοχωρήθηκε τόσο, που βαθειά αναστέναξε, κ’ εβόγγηξε.
Και η Μαρία από πάνου, σα να τον είχε ακούσει και
νάχε καταλάβει την αφορμή του πόνου του, του χτύπησε
το πάτωμα με το τακούνι, και του φώναξε: «Kαραβέ-
λα! άκου! Τώρα πέφτω να κοιμηθώ το παλληκάρι μου!
Άκουέ μας! και σκάζε από τον καημό σου».
Δεν της έδωκε απάντηση, παρά εβάλθηκε πάλι να
κλαίει απελπισμένος, σα μικρό παιδάκι, και τέλος εψι-
θύρισε: «Αμέσως θα σας κάμω την αδειά!… αχ, αχ!».
Κ’ εσηκώθηκε από το κρεββάτι.
ΧΙΙΙ
Την αλλη μερα, άμα είχε βγει ο ήλιος, ήρθαν πάλι οι μα-
στόροι, για να ξαναρχίσουν το έργο τους. Είχαν κ’ οι δύο
καλή όρεξη, κ’ εχαμογελούσαν. Εφυσούσε ανάλαφρα το
πρωινό αεράκι, κι’ ο ουρανός ήταν ξάστερος, χωρίς κανέ-
να σύννεφο. Οι γυναίκες είχαν σηκωθεί σύσκοτα, κι’ ως
εκείνην την ώρα είχαν κι’ όλας γεμίσει νερό το βαρέλι.
Ο Γιάννης είχε κιόλας έτοιμον ένα μεγάλο σωρό λάσπη,
δύο άλογα ξένα είχαν κουβαλήσει μία στράτα άμμο, κι’ ο
Αντρέας είχε φορτώσει πέτρες και τούβλα την ψηλή σκα-
λωσιά των μαστόρων. Τα δύο αγόρια της Μαρίας εκοι-
μούνταν ακόμη· η Χρυσάνθη έκανε στο μαγειριό τον καφέ.
Σε λίγο άρχισε το έργο. Ακουστήκαν οι σφυριές και
το φάφλασμα της λάσπης και οι ομιλίες των μαστόρων
απάνου στις σκαλωσιές τους· και σε μία στιγμή εμπήκε
βαρύς βαρύς κι’ ο Αργύρης μέσα στο ακάμωτο σπίτι, πα-
τώντας με προφύλαξη στες ξεκάρφωτες παλιές σανίδες,
κ’ ήρθε κ’ εκάθισε στη μέση, απάνου σε μία κασέλα, ανά-
ποδα γυρμένην, κ’ εκαλημέρισε. Εκοίταξε έπειτα ολόγυρά
του την οικοδομή, κ’ εχαμογέλασε με τα ωχρά του χείλη.
Τώρα οι γυναίκες άδειαζαν πάλι τες στάμνες τους.
Και η Αγλαΐα έλεγε με πόνο: «Αχ η κληματαριά μας εί-
ναι μαραμένη. Δεν την είδες, θεια;».
210 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«Μαραμένη;» της αποκρίθηκε η Μαρία· «και πώς;


ω κρίμα τα σταφύλια!».
«Μαραμένη;» είπε ανήσυχα η Χρυσάνθη και τρέμο-
ντας με το κεφάλι· α να την κόψουμε ευτύς, πριν ξερα-
θεί τέλεια· τόχω σε κακό σε ξεραίνεται μοναχό του ένα
δέντρο στο σπίτι, γιατί κάποιος από τους νοικοκυρέους,
ο θεός φυλάξει, πεθαίνει στο χρόνο. Να την κόψουμε
ευτύς, ας πέσει απάτου της το κακό!».
«Και πώς εμαράθηκε;» είπε βγαίνοντας στην πόρτα
και κακοφανισμένος ο Αργύρης, πούχε φυτέψει ο ίδιος
το κλήμα.
«Εγώ λέω», είπε σκεφτικά η Μαρία, «πως ο γάιδα-
ρος του Καραβέλα έφαγε το κλήμα. Τι μας έκαμε πάλε,
κακώς ψυχρός εκόπιασε! Δεν εκαθότανε στον τσακισμό
του, εκεί που ήτανε; Καλά ήμαστε εδώ χωρίς αυτόνε!».
«Τον άφηκε όξω θεονήστικόνε όλη νύχτα! Κρίμας
όμως», είπε πάλι κακοφανισμένος ο Αργύρης.
Ο Αντρέας εκατέβηκε με δύο πηδήματα την ανεμό-
σκαλα, έκαμε τρέχοντας το γύρο του σπιτιού, ετσίμπη-
σε περνώντας την Αμαλία, και σε μία στιγμή ακούστη-
κε η φωνή του που έβριζε το ζώο, και ο κρότος από το
ξυλοκόπι που τούδινε.
«Δε σας είπα γω;» είπε η Μαρία. «Εγώ μαντεύω
πάντα!».
«Κάλλιο να πρόβλεπες!» της είπε χαμογελώντας ο
Γιάννης.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 211

Τώρα ξαναφάνηκε στο προαύλι ο Αντρέας με τα δύο


κορίτσια, συνοδεύοντας το γάιδαρο. Ο Αντρέας κρατού-
σε το ζώο από το καπίστρι, και κάθε τόσο το γροθοκο-
πούσε στο κεφάλι: «Να ιδείτε πώς τόκαμε!» είπε· «το
ξεφλούδισε όλο· το κλήμα θα ξεραθεί!».
«Κρίμα τα σταφύλια!» ξανάπε η Μαρία· «τα καμά-
ρωνα! Μας έκανε κ’ έναν ίσκιο!… Τώρα!…».
«Μη βαρείς, παιδί μου, έτσι το ζώο», είπε ο Γιάννης,
μισοκλειόντας τα μάτια του· «αυτό δεν έχει γνώση. Δώσ’
του καλύτερα μίαν αγκαλιά σανό!… θα μας δουλέψει
έπειτα. Δεν το βλέπεις; ελύσσαξε από την πείνα του…
Μην το δέρνεις· αν τούχαμε από τα ψες την έγνοια δε
θα μας χαλούσε το κούρβουλο!».
«Καλά σού λέει», είπε ο Αργύρης. «Αλλοιώς δε θάχει
τη δύναμη να δουλέψει· και τώρα που θα σηκωθεί ο Κα-
ραβέλας, θα στρωθούνε κ’ οι δύο στη δουλειά. Θα τόνε
στείλω για τον άμμο». Και με προφύλαξη εσηκώθηκε
κ’ ήρθε στο νιόχτιστο παραθύρι κ’ εκοίταξε την κλημα-
ταριά, που τα φύλλα της ήταν όλα θλιβερά μαραμένα.
«Κρίμα! κρίμα!» ξανάπε.
«Και θα σου πάει τάχα;» είπε ο Γιάννης.
«Θα τόνε ιδείς», είπε η Μαρία· «θα πάει σαν το αρνί·
θα του το πω εγώ, τώρα που θα σηκωθεί».
Kαι βάζοντας τη στάμνα της, δίπλα, στο κεφάλι, είπε
στες κοπέλλες: «Πάμε!». Κ’ εξεκίνησε πάλι μαζή τους
για το πηγάδι.
212 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Καμπόση ώρα οι ανθρώποι εδούλεψαν χωρίς να μι-


λούν. Κι’ ο ήλιος είχε αρχίσει να καίει. Ο πλιο νέος από
τους μαστόρους εφόρεσε γύρω στον ηλιοκαμένο λαιμό
του το μαντίλι του κ’ είπε γελώντας: «Αύριο βάζουμε
τα ξύλα στη σκεπή! Έχε έτοιμη, κυρ Αργύρη, τη σημαία·
τι καλά θα μας δέσεις στα μαντίλια;».
«Έγνοια σας», του αποκρίθηκε κλειόντας τα μικρά
του μάτια. «Θα φχαριστηθείτε!»
«Και μας πρέπει», είπε ο πλιο γέρος· το σπίτι σούρ-
χεται σα χάρισμα. Όσο που πλερώσατε τα μεροδούλια
μας, τα μάρμαρα, και… Τι άλλο έξοδο εκάματε;».
«K’ η πέτρα· κι’ ο ασβέστης· κι’ ο άμμος;» είπε ο
Αργύρης.
«Και το χτήμα του Καραβέλα;» είπε γελώντας ο γέ-
ρος· «ό,τι τρώει το πλερώνει ο άχαρος με τη δουλειά
του».
«Λάσπη!» εφώναξε ο άλλος χτυπώντας με το μι-
στρί μια σανίδα· «μη μας χασομεράτε· αλλοιώς αύριο
δε σκεπάζουμε!».
Ο Αντρέας ανέβηκε την ανεμόσκαλα, φορτωμένος
στον έναν ώμο με μια μεγάλη κεραμίδα γεμάτη λάσπη,
κ’ ήρθε στη σκαλωσιά, και την άδειασε πάνου στον τοίχο
που εχτιζότουν σε μια σανίδα, σιμά στους μαστόρους.
Η Χρυσάνθη εκοίταζε τρέμοντας με το κεφάλι κ’
εκαμάρωνε το καινούργιο χτίριο, εκοίταζε κι’ όλας με
θαμασμό τον Αργύρη, πούχε ξανακαθίσει στη μέση του
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 213

σπιτιού, κ’ είπε: «Το καινούργιο το σπίτι, το καλότυχο,


θα πέσει βέβαια στο μερτικό μας, ε; Αργύρη; Μου αρέ-
σει καλύτερα από τάλλο!».
Ο Αργύρης τής έρριξε μία λοξή ματιά. «Αν σ’ ακού-
σει», της είπε, «αυτή η άλλη, θάχουμε πάλι μαλώματα
κ’ ιστορίες!».
Οι μαστόροι εγέλασαν κ’ εμουρμούρισαν κάτι. Κι’ ο
Γιάννης τής απάντησε με καλωσύνη: «Τι εκείνο, τι τού-
το, δεν είναι το ίδιο;».
K’ εδούλεψαν όλοι πάλι καμπόση ώρα με ζήλο, σα να
βιαζόνταν να τελειώσουν την ίδια μέρα την οικοδομή. Ο
Γιάννης ανακάτευε με την αξίνα τη λάσπη· οι μαστόροι
επελεκούσαν με το σφυρί τους τες πέτρες, τες έστρω-
ναν στον τοίχο· οι μιστριές ακουόνταν ρυθμικά, πότε του
ενού, πότε του άλλου· και ο Αντρέας, χωρίς να καθίζει
ούτε στιγμή, ανεβοκατέβαινε, φορτωμένος, τη σκαλωσιά.
Αυτήν την ώρα ξανάρθαν από το νερό κ’ οι γυναίκες,
κι’ άδειασαν τες στάμνες τους. Κ’ η Χρυσάνθη έδωκε
της κάθε μιανής ένα κομμάτι ψωμί. Εκείνες, αμίλητες,
εκάθισαν στον ίσκιο για να ξαποστάσουν· κ’ ήταν έτοι-
μες πάλι να ξεκινήσουν, ρουκανίζοντας ακόμη τα τελευ-
ταία κομμάτια του ψωμιού, όταν ο Αργύρης εφάνηκε
ορθός στο νιόχτιστο κατώφλι, και τες εκοίταξε.
«Κι’ ο Καραβέλας;» τον ερώτησε η Μαρία· «ακόμα;».
«Τι τόνε θέλεις;» την ερώτησε γελώντας ο πλιο νέος
από τους δύο μαστόρους.
214 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«Τον αγαπάω!» απάντησε, χωρίς να πειραχτεί κι’


ακροκοκκινίζοντας. «Τι τόνε θέλω; Μα δε βλέπεις την
κληματαριά μου; είναι μία θλιψη! Πώς να μην τόνε φω-
νάξω;»
«Τώρα!» της είπε ο Αργύρης. «Άφησέ τονε, στη ζωή
σου, μη φύγει πάλι και μας κατακρίνει ο κόσμος!»
«Γιατί δεν εσηκώθηκε ακόμα;» είπε ο Γιάννης.
«Θα μούδιασε εχτές όλη μέρα», είπε ο γέρος μάστο-
ρας· «ποιος ξέρει από πότε παραδέρνει στο δρόμο!».
«Πήγαινε, Αμαλία, να ιδείς από την πόρτα», είπε ο
Αργύρης. «Μπορεί και να μη θέλει να βγει από το σπί-
τι, γιατί είναι κόσμος εδώ, και φοβάται ίσως μην αρχί-
σουνε πάλι τα πειράγματα… Ή μην είδε την κληματα-
ριά μαραμένη, ε;»
Η Αμαλία εσηκώθηκε, μουρμουρίζοντας κάποια κα-
τάρα, και ξεκίνησε σιγά σιγά.
«Εκατάντησε βαρετός», είπε αηδιάζοντας η Μαρία.
«Τον εκάμαμε έτσι», είπε ο Γιάννης.
«Επρόσμεναν τώρα όλοι το γυρισμό της Αμαλίας. Κι’
άξαφνα άκουσαν μία στριγγιά φωνή της.
«Τι έχεις και φωνάζεις», ανάκραξε η Μαρία. «Έρχο-
μαι, έρχομαι! Κάτι της έκαμε ο αφορεσμένος!»
Κ’ έτρεξε να βοηθήσει. Η Χρυσάνθη εβάλθηκε να
κλαίει φοβισμένη, ζυγώνοντας τον Αργύρη, που εκιτρί-
νισε και κείνος· ο Γιάννης άφησε τη δουλειά του· κι’ ο
Αντρέας επήδησε βιαστικός από τη σκαλωσιά για να
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 215

τρέξει σιμά της. Αλλά ήταν κι’ όλας γυρισμένη· ήταν


ωχρή, τρομαγμένη, εφώναζε ακόμη, κ’ εδάγκανε την
άκρη της μπόλιας της.
«Τι σούκαμε ο καταραμένος;» τη ρώτησε ανήσυχη
η Μαρία.
Μα αυτή δε μπορούσε ν’ απαντήσει. Η Αγλαΐα τής
έπιασε τα χέρια, κι’ ο Αντρέας ταραγμένος τής είπε:
«Σ’ αχύμησε;».
«Ο Καραβέλας… ο Καραβέλας…» είπε τέλος η Αμα-
λία φωνάζοντας.
«Θα του πάρω το κεφάλι σαν τ’ Άη Γιαννιού!» είπε
θυμωμένη η Μαρία.
«Ο Καραβέλας εκρεμάστηκε!» αποτέλειωσε η Αμα-
λία.
Όλοι εκοιταχτήκαν αναμεταξύ τους.
«Τι λες;» είπε ο Αργύρης κιτρινίζοντας.
«Ω τρομάρα του!» εφώναξε η Μαρία.
«Τι λες;» είπε ο Γιάννης ανοίγοντας τούτην τη φορά
τα μάτια του.
«Ναι», είπε η Αμαλία· «η πόρτα ήταν αμπωγμένη
μονάχα· και μπροστά στην πόρτα αυτός είναι κρεμα-
σμένος από το πατερό, και τον εσκιάχτηκα!…».
Οι δύο μαστόροι επήδησαν από τη σκαλωσιά· ο Αρ-
γύρης εκατέβηκε από το καινούργιο κατώφλι· εκοιτα-
χτήκαν πάλι ο ένας με τον άλλον, και τέλος όλοι μαζή
ακολούθησαν τον Αργύρη. Και σε μία στιγμή ευρέθη-
216 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

καν κάτου από τη μαραμένη κληματαριά. Η Αμαλία


είχε αφήσει ανοιχτή την πόρτα και τον είδαν αμέσως
όλοι. Ήταν κρεμασμένος από το λαιμό, με το κεφά-
λι ζαβό, γιατί το σκοινί είχε συρθεί και περνούσε τε-
ντωμένο σιμά στο ένα αυτί του. Τα γυάλινα μάτια του
ήταν ανοιχτά, χωρίς βλέμμα πλια και ξεπεταγμένα από
τες βαθειές τους κώχες· η γλώσσα του εκρεμότουν όξω
από το στόμα, πούχε χοντρύνει κι’ άφινε να φαίνονται
τ’ άσκημα δόντια του· κ’ ήταν το πικρό πρόσωπό του
μαυροκόκκινο. Κι’ όλο του το κορμί, ασάλευτο τώρα,
εφαινότουν μακρύτερο, γιατί ο θάνατος τόχε τεντώσει·
και τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών του ακροάγγιζαν
τη γης· και γύρω στα πόδια του ήταν σκορπισμένα με-
ρικά τούβλα, που φυσικά τάχε βάλει απανωτά, για να
περάσει το σκοινί στο λαιμό του, και τάχε σκορπήσει
κατόπι με τα πόδια του. Μία στιγμή κανείς δεν εμίλη-
σε παρά εσταθήκαν όλοι και τον εκοίταξαν. Κ’ η Μα-
ρία πρώτη εδάγκασε τα χείλη της, εκούνησε το κεφάλι
της, τον εκοίταξε πάλι με θυμό, και είπε: «Τι έκαμε το
κακοθάνατο, ανάθεμά το!».
Κ’ οι δύο μαστόροι έβαλαν τα γέλοια.
«Καλά τον εκατάφερε ο Πειρασμός!» είπε ο πλιο
γέρος.
Ο Αργύρης όμως εφαινότουν στενοχωρημένος κ’
έπαιρνε δύσκολα την πνοή του. «Τι μας έκαμε!» είπε
σκεφτικός· «θα φωνάξει όλο το χωριό».
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 217

«Μα τι φταίτε!» είπε περιφρονητικά ο άλλος μά-


στορας. «Θα τον αναθεματίσει κ’ η Εκκλησία. Αυτός
επήρε το χέρι του Θεού! και ο άνθρωπος δεν έχει τέ-
τοια εξουσία!»
«Πώς τόνε λυπιέμαι», είπε ο Γιάννης· «μα πάει
τώρα! Τι να του κάμουμε;».
«Είδες, είδες», είπε η Χρυσάνθη, «τι μας έκαμε!
Τώρα τη νύχτα θα μας σκιάζει!».
Ο Αντρέας άγγιξε χαμογελώντας το λείψανο και τό-
καμε να κουνηθεί. Κ’ εκείνο το κούνημα του φάνηκε
παράξενο τόσο, που ξαναγέλασε πλιο δυνατά κ’ ύστε-
ρα είπε: «Ετσίρωσε!».
«Είναι μαύρος σαν Πειρασμός!» είπε η Αμαλία σα
με φόβο, κ’ εγέλασε.
«Μωρέ τέλος πόλαβε ο Καραβέλας μας!» είπε ακρο-
γελώντας η Αγλαΐα.
«Και θα μας σκιάζει τη νύχτα», ξανάπε τρέμοντας η
Χρυσάνθη· «δε θα μπορούμε ούτε να βγαίνουμε όξω!».
«Χρεία που τον έχουμε!» είπε η Μαρία. «Είμαστε
χριστιανοί και βαφτισμένοι! κι’ όταν κάμουμε το σταυ-
ρό μας, ό,τι λάχει να ιδούν τα μάτια μας χάνεται ευτύς
από μπρος μας. Χρεία που τον έχουμε!»
Κ’ εμούτζωξε με τα δύο της χέρια τον πεθαμένο.
«Φέρτε τη σκάλα να τον ξεκρεμάσουμε!» είπε ο πλιο
γέρος από τους δύο μαστόρους.
Ο Αντρέας ερρίχτηκε να φέρει τη σκάλα, μα ο Αρ-
218 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

γύρης τον εκράτησε κ’ είπε: «Μην τον αγγίξετε! νάρθει


πρώτη η αρχή!».
«Ας πάει ένας να την κράξει», είπε ο ίδιος μάστορας.
«Τι θα τόνε κάμετε αυτόν τον βρικόλακα;»
Tα δύο αγόρια της Μαρίας κατέβηκαν τώρα κ’ εκείνα
κ’ ήρθαν σιμά στη μητέρα τους, κ’ εκοίταζαν περίεργα
τον κρεμασμένον σα να μην καταλάβαιναν.
«Γιατί εκρεμάστηκε;» είπε το ένα.
«Γιατί εβαρέθηκε τη ζωή που του κάναμε», αποκρί-
θηκε γελώντας το πλιο μεγάλο.
«Αμέτε σκολειό σας!» τους είπε σοβαρά η μητέρα
τους.
Μα εκείνα δεν έφυγαν.
Σε λίγο ήταν εκεί όλοι οι γειτόνοι. Ο νέος μάστορας,
πούχε πάει να ειδοποιήσει την αρχή, έσπερνε περνώ-
ντας παντού την είδηση, κ’ εδιηγότουν γελώντας το τέ-
λος του Καραβέλα. Κ’ έτσι τώρα ήταν όλοι εκεί: οι γυ-
ναίκες με τη γρηά που τον επείραζαν, όταν εδιάβαιναν
από την πόρτα του, πηγαίνοντας για νερό, τα παιδιά
που χτυπούσαν τους τενεκέδες, όταν εδιάβαινε από το
χωριό με το γάιδαρό του, και που τον έκραζαν από τες
ράχες με το παρατσούκλι του, οι άντρες που εδιασκέ-
δαζαν βλέποντάς τον να θυμώνει· και κανένα πρόσωπο
δεν ήταν λυπημένο.
«Τι έπαθες, κακομοίρη Καραβέλα!» έλεγε η μαυ-
ρειδερή νέα.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 219

«Τι θάνατο έλαβες!» έλεγε η γρηά που φορούσε την


αντρίκια σκισμένη γιακέτα.
«Φτου σου!» είπε η μικρή γυναίκα με τώμορφο πρό-
σωπο· «ήθελες να πειράζεις τσι γυναίκες, και παραδό-
θηκες γεροπόδαρα του Πειρασμού! Φτου σου!».
«Είδες; είδες;» είπαν πολλές άλλες.
Κι’ ολομεμιάς τον έφυσαν πολλά στόματα μαζή κι’
άλλα είπαν: «Ανάθεμά σε, Καραβέλα, ανάθεμά σε».
Και τα παιδιά του χωριού αποκρενόνταν γελώντας:
«Ου, ου! Καραβέλα! ου! Καραβέλα!».
Κ’ εγέλασαν τότες και τα δύο αγόρια της Μαρίας.
Ανάμεσα στον κόσμο τώρα εφάνηκε ένας ψηλός, πα-
χύς, ξένος ενωματάρχης, του χωριού ο αστυνόμος. Εγε-
λούσε και κείνος. Ο κόσμος τούκαμε τόπο για να διαβεί
και να παρατηρήσει τον κρεμασμένον. Και τον εκοίταξε
αδιάφορος παίζοντας με μία σιδερένια αλυσσίδα, που
την εστριφογύριζε στο ένα του χέρι.
«Καλά καλά», είπε σε μία στιγμή, «ξεκρεμάσετέ τον·
στην εκκλησιά θα τον ιδεί ο γιατρός!».
«Στην εκκλησιά!» ανάκραξε ο πλιο γέρος μάστορας,
«στην εκκλησιά αυτόν το βρικόλακα; Ας τόνε ρίξουνε
στον τράφο!».
«Θα τόνε θάψετε βέβαια στο κοιμητήριο!» είπε ο
’νωματάρχης.
«Όχι με τους άλλους απεθαμένους μας», είπε ο ίδιος
μάστορας· «σαράντα οργυιές μακρυά από τα μνήματα
θέλει ο νόμος της Εκκλησίας!».
220 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«Εκεί λοιπόν θάρθει κι’ ο γιατρός», είπε ο ’νωμα-


τάρχης.
Ως τόσο ο Αντρέας είχε φέρει από το καινούργιο σπί-
τι την ανεμόσκαλα και την είχε στηρίξει στο ανώφλι από
μέσα. Κι’ ο πλιο νέος από τους μαστόρους ανέβηκε κα-
μπόσα σκαλιά, κ’ επάσκιζε του κάκου να λύσει τους κό-
μπους του σκοινιού, γιατί το βάρος του κρεμασμένου το
τέντωνε, και το σαπούνι τόκανε να γλυστράει από τα χέ-
ρια. Και, βλέποντας σε λίγο πως οι προσπάθειές του ήταν
περιττές, εφώναξε: «Ως και δω θα με παιδέψεις, μωρέ
Καραβέλα! Φέρτε μου ένα μαχαίρι για να τελειώνουμε!».
Ο Αντρέας τούδωκε αμέσως το μαχαίρι· κι’ αυτός
εβάλθηκε να κόψει το σκοινί, που δεν άργησε να σπά-
σει. Κι’ ολομεμιάς το σώμα του Καραβέλα ακούμπησε
βαρύ βαρύ στα δύο πόδια του, έμεινε μια στιγμή ορθό,
σα νάχε ζωντανέψει, κ’ έπειτα εξαπλώθηκε μ’ ορμή
ανάσκελα χάμου, κάνοντας ένα παράξενο θόρυβο, κι’ ο
αέρας, που ήταν ακόμα κλεισμένος στο στήθος του, του
βγήκε τότες από το στόμα, γιατί το σκοινί είχε χαλαρώ-
σει, και το λείψανο εβόγγηξε σαν νάταν ακόμη ζωντανό.
«Έσκουξε! τον ακούσατε;» είπε κάνοντας το σταυ-
ρό της η γρηά γυναίκα, που εφορούσε την αντρίκια σκι-
σμένη γιακέτα.
Και μία στιγμή όλος ο κόσμος έμεινε σιωπηλός σα
φοβισμένος· κ’ έπειτα εγέλασαν όλοι, και τα παιδιά εσυ-
ντρυμωχτήκαν ανάμεσα στες γυναίκες, για να βλέπουν
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 221

ξαπλωμένον τον άνθρωπο, και του ξαναφώναξαν: «Ου,


ου! Καραβέλα!».
«Οπίσω μου», είπε η Χρυσάνθη τρέμοντας με το κε-
φάλι και σα να ξορκούσε το λείψανε, «κακό να μην ιδού-
με, κι’ αν το ιδούμε, να μην το σκιαχτούμε!».
Τέσσεροι ανθρώποι ξυπόλητοι, μ’ ανασηκωμένα τα
βρακιά τους ως το γόνα, ξεστήθωτοι, χωρίς γιακέτα, ξε-
σκούφωτοι, ξεχτένιστοι και με γάνες στο πρόσωπο, έφε-
ραν βιαστικοί και γελώντας το νεκροκρέββατο. Ήταν
εκείνοι οι ίδιοι πούχαν σηκώσει άλλοτες τη γυναίκα του
Καραβέλα. Και σε μία στιγμή αυτοί εξάπλωσαν στο νε-
κροκρέββατο το λείψανο, το φόρτωσαν στον ώμο τους,
εβγήκαν από την πόρτα κ’ επήραν τρέχοντας τον κατή-
φορο. Κανένας δεν ακολούθησε κατόπι παρά εκοίταζαν
όλοι από το προαύλι. Από το λαιμό του Καραβέλα εκρε-
μότουν μακρύ το σκοινί. Και τα παιδιά ερριχτήκαν στους
κήπους, κ’ εροβόλησαν από τους όχτους, για ν’ αντισταυ-
ρώσουν το λείψανο στο μεγάλο δρόμο του χωριού.
Οι ανθρώποι που τόπαιρναν εξακολουθούσαν να τρέ-
χουν. Κι’ απ’ όξω από τα μαγαζιά, που δεν είχαν κλεί-
σει, εστεκόνταν οι χωριανοί: κάποιοι εκοίταζαν αδιάφο-
ροι, άλλοι τον αναθεμάτιζαν, άλλοι εφτυούσαν την ώρα
που διάβαινε από μπρος τους, και κάποιος τον εκατα-
φρόνησε με τα λόγια που ο κόσμος φωνάζει στα οβρέι-
κα λείψανα, που τα τρέχουν κ’ εκείνα: «Λαγός, λαγός,
του διαβόλου κυνηγός!».
222 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

Και οι τέσσεροι ανθρώποι, που τον έπαιρναν, εβαλθή-


καν τότες να τρέχουν περισσότερο· και τα παιδιά εχτύ-
πησαν τους τενεκέδες, καθώς τόκαναν κι’ όταν εζούσε
και του φώναξαν. «Ου, ου, Καραβέλα! Ου, Καραβέλα!».
Και καθώς ο λείψανο περνούσε όξω από τη μεγά-
λη εκκλησία του χωριού, στο δρόμο ευρέθηκε ο παπάς,
ο σύγαμπρος του Γιάννη, και δεν το βλόγησε ούτε κεί-
νος, αλλά στρέφοντας αλλού το μεγαλόπρεπο πρόσω-
πό του, τούπε περήφανα: «Θεός σ’χωρέσ’ σε κατά τα
έργα σου!».
Ενώ, τρέχοντας τώρα κατόπι, τα παιδιά ξακολούθη-
σαν να φωνάζουν: «Ου, ου, Καραβέλα! ου, Καραβέλα!».
Κ’ ετραβούσαν κάποια το γλυστερό σκοινί που εκρεμό-
τουν από το λαιμό του!
Έτσι το θλιβερό ξόδι εβγήκε από το χωριό κ’ έφτασε
τέλος στο κοιμητήριο. ένα μεγάλο ανώμαλο αγρίωμα,
γεμάτο αγκάθια κι’ άγρια ξερά χόρτα, σε μία χαμηλή
ράχη που δεν ήταν μακρυά από τα ύστερα σπίτια. Τα
μνήματα ήταν λίγα, ανάμεσα στους αμέτρητους τάφους
που δεν είχαν ούτε σταυρό. Μία μικρή καινούργια εκ-
κλησιά, χωρίς καμπαναριό, ήταν στη μέση· το κοιμη-
τήριο δεν είχε τοίχους τριγύρω. Και φτάνοντας εκεί οι
τέσσεροι με το λείψανο, απίθωσαν στον ήλιο το νεκρο-
κρέββατο κ’ εβαλθήκαν αμέσως να σκάφτουν τον τάφο,
μακρυά από την εκκλησιά και παράμερα, σ’ ένα μέρος
όπου άρχιζε το πλάι.
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 223

Κ’ ήρθε τότες εκεί του χωριού ο γιατρός με τον ενω-


ματάρχη, και τους ακολουθούσε ο γέρος νοδάρος, σκυ-
φτός, άσαρκος, αδύνατος, ακουμπώντας στο χοντρό ρα-
βδί του, με το αναιώνιο, αθέλητο χαμόγελο στα κόκκινα
χείλη του.
Κι’ ο γιατρός εσίμωσε το λείψανο, έσκυψε απάνου
του, του ξεκούμπωσε το σταυρωτό τζιπούνι και το πο-
κάμισο, εκοίταξε μία στιγμή, κι’ αδιάφορος εσήκωσε
τες πλάτες του. Ήταν τώρα παρέτοιμος να φύγει, όταν
ο ενωματάρχης ετράβηξε από τον κόρφο του πεθαμένου
ένα χαρτί, το ξετύλιξε με προσοχή, κι’ από μέσα εβγή-
καν δύο εικοσιπεντάρικα.
«Είναι δικά μου!» είπε χαρούμενος ο γιατρός.
«Θα πληρωθούν οι νεκροθάφτες με το ένα!» είπε ο
αστυνόμος.
«Είχε λοιπόν χρήμα ο Καραβέλας;» είπε ένας από
τους ανθρώπους. «Κ’ επήγε κ’ εκρεμάστηκε!»
«Δεν καταλαβαίνεις;» είπε πονηρά ο άλλος· «του τά-
βαλε απάνου του ο κυρ Αργύρης για να του βρεθούνε
και να μην έχει έτσι κατηγορία πως τον εστέρευε. Ιδές:
το χαρτί είναι καινούργιο!»
Κι’ αυτήν τη στιγμή ευρέθηκε ομπρός τους ο γέρος
νοδάρος και με τη σβημένη φωνή του είπε χαμογελώντας
χωρίς να το θέλει: «Αφέντη γιατρέ, αφέντη γιατρέ, ο Αρ-
γύρης μα το Θεό τον εκρέμασε. Ο Αργύρης, ανάθεμα τον
πατέρα του! για να τόνε κληρονομήσει! Αυτός τάκαμε
224 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

όλα από την αρχή!… όλα αυτός! Έκαμε τον γαμπρό μου
το Γιάννη, τον αδερφό του, κερατά, γιατί ο Καραβέλας
είχε τη θυγατέρα μου, το ξέρω εγώ, και τάκαμε όλα για
να τόνε κληρονομήσει!… Τα ίδια μού κάμανε και με!
Εσυμφωνήσανε με το γαμπρό μου τον παπά, να μπει ο
διάολος μέσα του, και μ’ έχουνε στο δρόμο, και ζητια-
νεύω, εγώ νοικοκύρης άνθρωπος!… Παρακαλώ το Θεό
να μη μείνει ψυχή σπίτι τους, να πεθάνουνε όλα τα γγό-
νια μου! Αληθινά σάς λέω, ο Αργύρης τον εκρέμασε!…».
Ο γιατρός, ο αστυνόμος κ’ οι νεκροθάφτες ξεκαρδι-
στήκαν στα γέλοια. Κι’ ο τάφος ήταν τώρα έτοιμος. Και
μία γρηά ζύγωσε τότες το λείψανο, εκάθισε μία στιγ-
μή αμίλητη ομπρός του, εδάκρυσε και τούπε: «Έχασες,
καημένε Θωμά, τη ζωή σου και την ψυχή σου! Καημέ-
νε Θωμά, τι σου κάμανε!…». Κ’ αναστέναξε. Ήταν η
αδερφή του.
Και τώρα δύο από τους νεκροθάφτες έπιασαν τον
πεθαμένο, τον έφεραν στον τάφο, όπου είχαν κατέβει
οι δύο άλλοι, και οι τέσσεροι μαζή εκατέβασαν μέσα
το λείψανο.
Κι’ ο νοδάρος είπε τότες με τη σβημένη φωνή του,
χαμογελώντας αδιάκοπα: «Βάλτε χώμα μπόλικο απάνου
του, για να μη μπορεί να σηκωθεί και να βρικολακιάσει
και να σκιάζει τον κόσμο! Θάψετέ τονε βαθειά βαθειά!».
Και ο ένας από τους νεκροθάφτες αποκρίθηκε, ενώ
και οι τέσσεροι επετούσαν βιαστικά τα χώματα μέσα
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ 225

στον τάφο: «Οι επιτρόποι θα σιάξουνε το κοιμητήριο·


θα δουλέψουμε εμείς, μας είπε ο Αργύρης, πούναι επί-
τροπος· κι’ όλα τα χώματα θα τα ρίξουμε απάνου του.
Σε δύο τρεις μέρες δε θα ξέρει κανείς πού τον έχουμε
θαμμένονε!…».
ΓΛΩΣΣΆΡΙΟ*
αγανός, -ή, -ό: αραιός, χαλαρός, έχει μείνει γυμνό.
λεπτός, όχι σφιχτά πλεμένος ή αρίδα, η: 1. εργαλείο του μα-
υφασμένος. ραγκού, μικρό τρυπάνι του
αγγειό, το: μαγειρικό σκεύος, χεριού. 2. κνήμη, ποδάρι. 3.
δοχείο υγρών. μτφ. τριβέλισμα, έμμονη ιδέα.
αγκωνή, η: γωνία. άσμα, το: άσθμα.
ανθράκι, το: αναμμένο κάρβου- ασπάλαθρας, ο και ασπαλά-
νο. θρι, το: θάμνος αγκαθερός
αλιμάνκου: τουλάχιστον, τέλος με όμορφα κίτρινα λουλού-
πάντων, επιτέλους, κάπως. δια, κατάλληλος μονάχα για
αμούσα, η: γη με ψιλό αφράτο φράχτες.
χώμα.
αμπωγμένος, -η, -ο: σπρωγμέ- βαΐζω: λυγίζω από τον πολύ
νος, παραμερισμένος. καρπό.
αντισηκώνω: αντιγράφω, μιμού- βαϊλεύω: εξυπηρετώ, φροντίζω,
μαι. νταντεύω, γεροκομάω.
αντισκόφτω: εμποδίζω, διακό- βαρύσκοπος, -η, -ο: αργόστρο-
φτω, δεν επιτρέπω. φος, κουτός.
αντισταυρώνω: συναντώ κά- βλιάζω: βελάζω.
ποιον έτσι που οι πορείες μας βολύμι, το: μολύβι.
να κάνουν σταυρό. βουρδούλια, τα: ντροπή, ντρό-
αντιφτιάνω: κάνω το ίδιο, μι- πιασμα, διασυρμός, ρεζίλεμα.
μούμαι. βουρδουλίζω: ντροπιάζω, ξε-
απάσβεστο, το: κομμάτι σοβά. φτελίζω, ατιμάζω.
αποτιλιά, η: μέρος στον γκρεμό βούρλιασμα, το: το πέρασμα, το
που δε φυτρώνει τίποτα και αρμάθιασμα του καπνού στη

* Καταρτίστηκε από τη Γεωργία Παπαγεωργίου, για το βιβλίο «Η ζωή και


ο θάνατος του Καραβέλα», εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1990.
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ 227

βελόνα κι από κει στο σπάγ- Καραβέλας: μπόγιας.


γο, για να γίνει η βουλιά (= η κάρλακας, ο: βάτραχος.
αρμάθα του καπνού, μάκρος καρυκιάζω: πνίγω σφίγγοντας
μια οργιά). τον λαιμό με τα χέρια.
βύσσαλο, το: οπτή πλίνθος, τού- κατοικιά, η: καλύβι ή σπιτό-
βλο· θραύσμα πλίνθου ή και πουλο με μακρινά χτήματα,
κεράμου, όστρακο. για αποθήκη και καμιά φορά,
βωζιασμένος, -η, -ο: πρησμένος, στην ανάγκη, για ύπνο.
φουσκωμένος. κατσουλώνομαι: κουκουλώνομαι.
κέλπα, η: νεροκολοκύθα.
γάνα, η: μουντζούρα. κορδιάλο, το: τονωτικό φάρμα-
γιάδεμα, το: κάλυμμα κεφαλής. κο.
γιομάρι, το: δεμάτι ξύλα, όσα κουναρώ: ανατρέφω, φροντίζω
μπορεί να κουβαλήσει στην να μεγαλώσει το παιδί ή το
πλάτη της μια γυναίκα. ζώο.
γρέτζικα: τραχιά, σκληρά. κουνιά, η: το κονιάκ.
γρυλλωμένος, -η, -ο: γουρλω- κούρβουλο, το: κορμός αμπε-
μένος. λιού και κατ’ επέκταση ολό-
κληρο το φυτό, το κλήμα.
δείλια, η: λιγούρα, λιποθυμία.
δειλιάζω: λιποθυμάω, λιποψυ- λευτερίδα, η: μικρή πεταλούδα.
χάω, με πιάνει λιγούρα. λέχομαι: λαχανιάζω.
λουτρουβειό, το: ελαιοτριβείο.
ζωντοβούλι, το: διαθήκη.
λύξουρος, -η, -ο: φιλήδονος.
ίρτζι, το: σεβασμός.
μέριζα και μέρζα, η: κορδέλα
καγκέλο, το: γραφείο ψηλό με άσπρη ή χρωματιστή πλεγμέ-
αραιό τορνεμένο ξύλινο πλέγ- νη στο χέρι, από μπαμπάκι,
μα στην κορυφή του. δυο πήχες μάκρος και δυο
καματερή, η: εργάσιμη μέρα. δάχτυλα πλάτος, με φούντες
καματερό, το: βόδι που έχει γί- μισό μπράτσο μάκρος. Τη
νει πέντε χρονώ και μπορεί να στερέωναν στο πίσω μέρος
ζευτεί και να κάμει χωράφι. του κεφαλιού στη μέση και
228 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

την πλέκανε μαζί με τα μαλ- ντένω και ντένομαι: μπλέκομαι,


λιά σε δύο κοτσίδες. Γυρίζανε μπερδεύομαι, αγκιστρώνομαι.
την υπόλοιπη στο μπροστινό ντραντάς, ο: μαντράχαλος.
μέρος του κεφαλιού στο μέ-
τωπο, τη δένανε κόμπο και ξατρεχαρίκια, τα: κυνηγητό.
μετά γυρίζανε κάθε κλωνί ξεγιάδετος, -η, -ο: χωρίς κάλυμ-
της μέρζας δεξιά κι αριστερά μα στο κεφάλι, ασκεπής.
στο κεφάλι μέχρι να τελειώ- ξετιμώνω: εκτιμώ τον καρπό, το
σει. Τότε τύλιγαν τις φούντες χτήμα, το χωράφι.
γύρω από τη μέρζα, μία σε ξεφούντωτος, -η, -ο: χωρίς φού-
κάθε μεριά και τις σφίγγανε ντι (= πάτος βαρελιού).
δένοντάς τες με μία κορδέλα. ξυλοπάντουρο, το: ελιά που δεν
μεσάλι, το: τραπεζομάντιλο. καλλιεργείται, μισοξεράθηκε
μετωρίζομαι: αστειεύομαι. και δε δίνει πια καρπό.
μισίδι, το: χαραχτηριστικό του ξωθιό: για τα μάτια! Τάχα!
προσώπου.
μπαγκούλι, το: σκαμνί. ορδίνι, το: η γραμμή, η αράδα
μπάμπαλο, το: 1. σκουπιδάκι. 2. στο φύτεμα.
ξερόχορτα και αγκάθια που ορθός, ο: παραστάτης της πόρτας.
μαζεύονται σωρό, όταν ψιλώ-
νουνε τις ελιές, και καίγονται. πατερό, το: το οριζόντιο δοκάρι
μπαντιέρα, η: ο θύσσανος της της οροφής ή του πατώματος.
κορφής του καλαμποκιού, που παχτώνω: μισθώνω το χτήμα
τον κόβουν πριν ωριμάσει το μου.
αστάκι. πέταυρο, το: σανίδα πάνω στην
μπόλια, η: μαντίλι άσπρο, δύο οποία κοιμούνται οι κότες·
μπράτσα μάκρος. κάθε σανίδα, κοντάρι.
μπουκούνι, το: μπουκιά, μικρό πιθέματα, τα: χαρακτηριστικά,
κομμάτι. ιδιαίτερα γνωρίσματα.
πιθώνω και απιθώνω: αποθέτω,
νεγότσιο, το: εμπόριο, συναλ- αφήνω, τοποθετώ.
λαγή. πίστομα: μπρούμυτα.
νότια, η: υγρασία. πλεριώνω: στεριώνω, θεμελιώνω.
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ 229

σειρωτός, -ή, -ό: υφαντό με χρω- τριοντάω: μοσκοβολάω, μοσκο-


ματιστές γραμμές. μυρίζω.
σέπω: σαπίζω. τσιρώνω: παγώνω, ξυλιάζω.
σιάδι, το: ίσιωμα, ισιωμένο μέ- τσουρδέλι, το: ελαφρόμυαλο
ρος. θηλυκό, ανόητο, ανυπάκουο
σκαρβέλι, το: ξύλινο εξάρτημα και κακομαθημένο· πουτανο-
του σαμαριού, όπου δένονται θήλυκο.
τα σχοινιά.
σκεπετιά, η: ντουφεκιά. φάουσα, η: κακόηθες έλκος.
σπολλάητη, το: το φχαριστώ, η φλάρης, ο: καθολικός παπάς.
ανταμοιβή. φλέρονας, ο και φλερόνι, το:
στρωνίζω και στρωνάω: 1. γυ- πουλί.
ρίζω από το άλλο πλευρό στο φλέστρο, το: 1. η καλαμιά του
κρεβάτι. 2. γυρίζω το κοπάδι σταριού που μένει στο χω-
σ’ άλλη κατεύθυνση. ράφι μετά τον θέρο. 2. μτφ.
σφαλιά, η: λόχμη. πολύ αδύνατο παιδάκι.
φόρος, ο: πλατεία του χωριού.
τράβο, το: μεγάλο δοκάρι της φρύγομαι: 1. ξεραίνομαι. 2. δι-
στέγης ή του πατώματος. ψάω.
τράκος, ο: καβγάς, τσακωμός,
συμπλοκή. χαριτώνω: δίνω χάρισμα, κάνω
τράφος, ο: μικρό χαντάκι, ξερο- δωρεά.
πόταμο.
Η ΚΡΙΤΙΚΉ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΘΕΟΤΟΚΗ
«Η αφηγηματική πεζογραφία του Θεοτόκη τον ιδιαίτερο
χαρακτήρα της τον διαμορφώνει, πρώτα - πρώτα, χάρη σε δυο
αντίστροφες ροπές που τη διατρέχουν: τη νηφαλιότητα του πνεύματος
και την ορμητικότητα του πάθους –και σωστά το σημείωσε ο Τέλλος
Άγρας, πως “αν του είχε λείψει η ισχυρή, θα ’λεγα η παντοδύναμη,
πειθαρχία, το έργο του θα είχε μιαν αμορφία ηφαιστειακή”. Μα
το πνεύμα δαμάζει πάντα μορφικά το πάθος. Έτσι, το σχέδιο, η
δομή αναπτύσσονται ήρεμα, ισορροπημένα, ενώ, απ’ την άλλη μεριά,
αισθάνεται κανείς το περιεχόμενο να σαλεύει από μέσα εκρηκτικό,
πιέζοντας να σπάσει τα τοιχώματα και να τιναχτεί ελεύθερο και
ασχεδίαστο, χωρίς ποτέ να το κατορθώνει, καθώς η φράση επιμένει
να ξετυλίγεται αργά και σταθερά, με μια συλλογιστική βραδύτητα,
μ’ εκείνα τα απανωτά “και”, που γεφυρώνουν τις αποστάσεις,
περιχαρακώνοντας τα όρια της πορείας του λόγου, σάμπως ο
συγγραφέας να καθυστερεί σκόπιμα, για να μη χάσει απ’ τα μάτια
του τον έλεγχο.
Ο Θεοτόκης είχε δομικό ένστικτο, ικανό να συνθέσει μεγάλους
πίνακες ζωής, αν και πιο επιτυχημένος αποδείχτηκε τελικά σε
μερικές συνθέσεις με μικρότερη έκταση, σε όποιες προπάντων δεν
ξεπερνούν τα όρια μιας πιο εκτεταμένης νουβέλας, όπως το “Η
ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα”. Ακόμα όμως και στα λιγότερο
ενδιαφέροντα για τον ένα ή τον άλλο λόγο κομμάτια του πετυχαίνει
μια τέλεια ενορχήστρωση και μια σοφή αρχιτεκτονική διάταξη
του υλικού, που, αν δεν διασώζει παντού τη δημιουργική πνοή,
εξασφαλίζει τη στερεότητα του οικοδομήματος. Δεν ξέρω πολλούς
Έλληνες συγγραφείς με τόσο πειθαρχημένο σχέδιο πάνω σ’ ένα τέτοιο
εκρηκτικό περιεχόμενο –και τούτο, σε συνδυασμό με το ουσιαστικό
του βάρος, είναι ό,τι δίνει την αντοχή. Στα μεγαλύτερα ιδίως έργα
υπάρχει μια συμφωνική ανάπτυξη, ενώ στα μικρότερα η αφαίρεση
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ 231

κάθε περιττού συνοψίζει τη διήγηση γύρω απ’ το θεματικό άξονα, με


καίρια συντομία, δίχως να ξεφεύγει απ’ τις κύριες γραμμές. Αλλά,
όπως παρατήρησε κι ο Γιάννης Δάλλας, “παρά τη μετωπικότητα
της ματιάς του ξέρει να πλαγιάζει συχνά την αφήγηση, παρά την
προσήλωση στη ραγδαία δράση μπορεί να κλιμακώνει την ένταση,
παρά την αγάπη των δυνατών και των υπεράνθρωπων συνηθίζει να
εισάγει και τα δευτερεύοντα πρόσωπα”.
Ο Θεοτόκης είναι ο πιο καθαρόαιμος εκπρόσωπος του κοινωνικού
ρεαλισμού ανάμεσα στους συνοδοιπόρους του κι ο εισηγητής του
κοινωνιστικού μυθιστορήματος, αυτός που εύρυνε ουσιαστικότερα
από κάθε άλλον σύγχρονό του τα όρια της ηθογραφίας και της έδωσε
καινούργια αίγλη, διατηρώντας από τα χαρακτηριστικά του είδους
μονάχα το πλαίσιο και χρωματίζοντας τη γλώσσα του με το κερκυραϊκό
ιδίωμα, όπου οφείλει κι ένα μέρος από την εκφραστικότητα του
ύφους του, έτσι ώστε ο όρος ηθογραφία να μη σημαίνει πια στην
περίπτωσή του ό,τι συνήθως για πολλούς απ’ τους προηγούμενους.
Ο ουσιαστικός προβληματισμός του, η πνευματική ανησυχία και το
πάθος του, κι απ’ την άλλη μεριά, η θητεία του στον Νίτσε, στα ινδικά
κείμενα, στον Φλωμπέρ, στον Μπαλζάκ, τον Ζολά, τον Μεριμέ, τον
Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι και την άλλη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, και
ταυτόχρονα η μελέτη του μαρξισμού και του σοσιαλισμού, αποτέλεσαν
τους βασικούς παράγοντες που τον οδήγησαν να διαμορφώσει τη
συγγραφική του προσωπικότητα και να δώσει στο περιφρονημένο
αυτό είδος, όπως θεωρείται από μερικούς η ηθογραφία, βάθος
και περιεχόμενο όχι λιγότερο ουσιαστικό απ’ όσο της είχαν δώσει
νωρίτερα ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης, ανακατεύοντας μέσα στο
νατουραλισμό του αδιόρατες συμβολιστικές αποχρώσεις, ίσα - ίσα για
να γίνει πιο υποβλητικός, βαθαίνοντας στην ψυχολογία των προσώπων
και πλάθοντας ζωντανούς ανθρώπινους χαρακτήρες».

Στεργιόπουλος Κώστας, Περιδιαβάζοντας, τ. Β΄,


Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας, Κέδρος,
Αθήνα 1986, σσ. 166-167, 171-172
232 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

«Τα δύο μυθιστορήματα τα οποία αξιοποιούν το ηθογραφικό


πλαίσιο που είχε κυριαρχήσει ήδη από τα τέλη του δέκατου ένατου
αιώνα, και με τα οποία η παράδοση αυτή θεωρείται ότι τελειώνει,
είναι Ο Κατάδικος (1919) και Η Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα
(1920). Το καθένα συγκροτείται γύρω από έναν παραδειγματικό
κεντρικό ήρωα, και αυτή η μάλλον ελάχιστα υποσχόμενη “συνταγή”
διασώζεται από τον πλούτο της ρεαλιστικής απεικόνισης με την
οποία αναπαριστάνονται οι πρωταγωνιστές και οι συνθήκες ζωής
τους. Ο Τουρκόγιαννος στον Κατάδικο έγινε αντικείμενο ιδιαίτερου
θαυμασμού από τους συγγραφείς του 1930, που αναγνώρισαν την
ειδολογική του ομοιότητα με τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Αντίθετα,
ο ηλικιωμένος άνδρας με το παρατσούκλι “Καραβέλας”, στο ομώνυμο
μυθιστόρημα, εκφράζει ό,τι πιο σκληρό και διεστραμμένο μπορεί
να εκδηλωθεί στην ανθρώπινη φύση. Το ισχυρότερο όμως στοιχείο
αυτής της αποτρόπαιης ιστορίας είναι ο δεξιοτεχνικός τρόπος με
τον οποίο η ενστικτώδης ροπή για το κακό, που διακρίνει τον
πρωταγωνιστή, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους
συγχωριανούς του, και ιδιαίτερα από τους δύο σχετικά πλούσιους
αδελφούς, που χειρίζονται με πονηριά τη φιλάργυρη φύση του, για να
του στερήσουν την περιουσία του και τελικά και την ίδια τη ζωή του.
Με την περιγραφή τόσο των δύο αδελφών όσο και των οικογενειών
τους στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, υπονοείται ότι ο βαρύς και
ασθματικός Αργύρης, που είναι ο εξυπνότερος στην οικογένεια
και δεν του απομένει να ζήσει για πολύ ακόμη, αντιπροσωπεύει
τον καπιταλισμό, ενώ ο ξένοιαστος Γιάννης, που είναι πιο δυνατός
απ’ όσο ο ίδιος νομίζει, αντιπροσωπεύει το προλεταριάτο. Στο
μυθιστόρημα, το μοντέλο της κοινωνίας που εκφράζουν οι αδελφοί
καταφέρνει να καταστρέψει με επιτυχία το πρωτόγονο θύμα, τον
λεγόμενο “Καραβέλα” (μπόγια). Αλλά το μόνο πρόσωπο που ο
“Καραβέλας” εκτελεί είναι ο εαυτός του».

Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία,


Νεφέλη, Αθήνα 1996, σσ. 146-147
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ 233

«Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης δεν κατηγορήθηκε ποτέ από την


κριτική ως ηθογράφος, αν και το μεγαλύτερο μέρος του έργου του
το αποτελούν απεικονίσεις της ζωής του κερκυραϊκού χωριού. Ο ίδιος
διεκδίκησε, μαζί με τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, την τιμή να λέγεται
ηθογράφος στα τέλη της δεκαετίας του 1910, όταν η ηθογραφία
ήταν μια τέχνη που από καιρό δεχόταν τα πυρά των κριτικών. Η
στάση αυτή σχετίζεται με τη μεταστροφή του στον σοσιαλισμό, και
η ηθογραφία του ενέχει πάντα μια κριτική απόχρωση.
Ωστόσο, η αντικειμενική τεχνική του, το γεγονός δηλαδή ότι
ελάχιστα παρεμβαίνει στον μυθοπλαστικό κόσμο με συγγραφικά
σχόλια –πράγμα σπάνιο στις ελληνικές αφηγηματικές παραδόσεις–,
το γεγονός ακόμα ότι συστηματικά δημιουργεί έναν κόσμο περίπλοκο,
όπου το καλό και το κακό είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένα, έχουν
προκαλέσει ερμηνείες του έργου του κάποτε αντίθετες μεταξύ τους.
Η ιδεολογική ταυτότητα των έργων του –νιτσεϊσμός, σοσιαλισμός ή
τολστοϊσμός–, καθώς και η ειδολογική τους ταυτότητα, δηλαδή σε
τελευταία ανάλυση η σχέση του Θεοτόκη με την τέχνη, είναι ζητήματα
που δεν έχουν ακόμα εντελώς διευκρινιστεί.
Αντιφατικός και αμφίσημος ο ίδιος –χριστιανός σοσιαλιστής
και ειρηνόφιλος επαναστάτης– έχει το προσόν να μην έχει απόλυτα
ξεκαθαρισμένες ιδέες. Αν στο παρελθόν τον έψαξαν γι’ αυτό τον
λόγο, σήμερα η αμφίρροπη στάση του, συνδυασμένη βέβαια με την
υψηλή καλλιτεχνική του ποιότητα, αποτελεί πηγή γοητείας για μας».

Καστρινάκη Αγγέλα, Η φωνή του γενέθλιου τόπου.


Μελέτες γα την ελληνική πεζογραφία του 20ού αιώνα,
Πόλις, Αθήνα 1997, σσ. 29-30

«Ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές στα Διηγήματα του


Θεοτόκη φαίνεται να είναι ένας απρόσωπος και ανώνυμος κόσμος, ο
οποίος έχει τη σθεναρή απαίτηση να γίνονται σεβαστές οι συνήθειες
και τα έθιμα της κοινότητας. Άλλοτε μπορεί να είναι ένα πρόσωπο,
234 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

το οποίο λειτουργεί ως τοποτηρητής της κοινωνικής τάξης και ως


εμπροσθοφυλακή για την διαφύλαξη της κοινωνικής νόρμας, όπως ας
πούμε, ο Θοδόσης στο «Ακόμα;» (1904), κι άλλοτε μπορεί να είναι
το ανώνυμο πλήθος ως χορός αρχαίας τραγωδίας».

Απόσπασμα από τη μελέτη της Μαίρης Μικέ «Τα απύλωτα και


δύσφημα στόματα του κόσμου: Λειτουργίες της “Κοινής γνώμης”
σε νεοελληνικά πεζογραφικά κείμενα (1870-1920)», στο: Κροντίρη
Τίνα και Κίτση-Μυτάκου Κατερίνα (επιμ.), Η λογοτεχνία και
οι προϋποθέσεις της. Τιμητικό αφιέρωμα στην Τζίνα Πολίτη,
University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 214
Εικόνα από την παλιά Κέρκυρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη,


Αθήνα 1996.

Καστρινάκη Αγγέλα, Η φωνή του γενέθλιου τόπου. Μελέτες γα την


ελληνική πεζογραφία του 20ού αιώνα, Πόλις, Αθήνα 1997.

Μικέ Μαίρη, «Τα απύλωτα και δύσφημα στόματα του κόσμου: λει-
τουργίες της “κοινής γνώμης” σε νεοελληνικά πεζογραφικά κείμενα
(1870-1920)», στο: Κροντίρη Τίνα και Κίτση-Μυτάκου Κατερίνα
(επιμ.), Η λογοτεχνία και οι προϋποθέσεις της. Τιμητικό αφιέρω-
μα στην Τζίνα Πολίτη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999.

Πολίτης Λίνος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.ΕΤ., Αθήνα,


2012.

Στεργιόπουλος Κώστας, Περιδιαβάζοντας, τ. Β΄, Στο χώρο της παλιάς


πεζογραφίας μας, Κέδρος, Αθήνα 1986.

Vitti Mario, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα,


1978.
Στη σειρά
ΚΛΑΣΙΚΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
κυκλοφορούν από τις εκδόσεις μας:
1 – Ποίηση, Κ. Π. Καβάφης
2 – Η φόνισσα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
3 – Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Ίων Δραγούμης
4 – Θάνατος παλληκαριού και άλλα διηγήματα,
Κωστής Παλαμάς
5 – Ο δωδεκάλογος του Γύφτου, Κωστής Παλαμάς
6 – Η Τρισεύγενη και άλλα διηγήματα, Κωστής Παλαμάς
7 – Η ασάλευτη ζωή, Κωστής Παλαμάς
8 – Όταν ήμουν δάσκαλος και άλλα διηγήματα,
Ιωάννης Κονδυλάκης
9 – Πρώτη αγάπη και άλλα διηγήματα, Ιωάννης Κονδυλάκης
10 – Λόγια της πλώρης, Ανδρέας Καρκαβίτσας
11 – Πασχαλινά διηγήματα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
12 – Ποιήματα και πεζά, Διονύσιος Σολωμός
13 – Τα παλικάρια τα παλιά και άλλα διηγήματα,
Γιάννης Βλαχογιάννης
14 – Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα,
Κωνσταντίνος Θεοτόκης
15 – Το αμάρτημα της μητρός μου και άλλα διηγήματα,
Γεώργιος Βιζυηνός
16 – Τα ρόδινα ακρογιάλια και άλλα διηγήματα,
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
17 – Βαρδιάνος στα σπόρκα και άλλα διηγήματα,
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
18 – Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, Αλέξ. Παπαδιαμάντης
19 – Το έγκλημα του Ψυχικού και άλλα διηγήματα,
Παύλος Νιρβάνας
20 – Τα ψηλά βουνά, Ζαχαρίας Παπαντωνίου
21 – Ποιήματα, Κώστας Καρυωτάκης
22 – Ποιήματα, Ναπολέων Λαπαθιώτης
Εκδόσεις