02 Chapter 1

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 8

1.

Ο ελληνισμός από την πτώση του Χάνδακα ως την ίδρυση του


ελληνικού κράτους (1670-1830): το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο

Σύνοψη
Σε αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο γίνεται η ιστορική επισκόπηση των πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και
πολιτισμικών συνθηκών του ελληνισμού στη διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου. Η Βιομηχανική Επανάσταση
στην Αγγλία και η Γαλλική Επανάσταση θα αλλάξουν την εικόνα της Ευρώπης και του κόσμου. Η επιστημονική
και τεχνολογική πρόοδος είναι ραγδαία, ενώ οι ιδέες του Διαφωτισμού εξαπλώνονται σε όλη την Ευρώπη. Κατά
την περίοδο αυτή ο ελληνισμός βρίσκεται στο μεγαλύτερο μέρος του υπό οθωμανική κυριαρχία με εξαίρεση τη
βενετική κυριαρχία σε λιγοστές περιοχές. Ο ελληνικός πληθυσμός υπό οθωμανική κυριαρχία υπάγεται στο μιλέτ
των ορθοδόξων (το μιλέτ των Ρουμ) με αρχηγό τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος, εκτός από θρησκευτικές,
αναλαμβάνει και διοικητικές αρμοδιότητες. Στον κυρίως ελλαδικό χώρο οι ορθόδοξοι είναι οργανωμένοι σε
κοινότητες διοικούμενες από εκλεγμένους προκρίτους ή προεστούς. Οι Φαναριώτες διεισδύουν στην οθωμανική
διοίκηση και αναλαμβάνουν την ηγεμονία στην ημιαυτόνομη Μολδοβλαχία. Συγχρόνως εξελίσσεται η άνοδος
της εμπορικής τάξης και αναπτύσσεται ο παροικιακός ελληνισμός (Βενετία, Βιέννη, Βούδα, Πέστη, Παρίσι κ.α.).
Αυτές οι οικονομικές, γεωπολιτικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό και στον ελληνικό
χώρο θα συμβάλουν, ώστε να διαμορφωθεί στους Έλληνες ισχυρή εθνική συνείδηση, η οποία με τη σειρά της
βρήκε την ιστορική έκφραση και δικαίωσή της στην Ελληνική Επανάσταση.

1.1 Ιστορικές και πολιτισμικές εξελίξεις στην Ευρώπη


Για την Ευρώπη ο 18ος είναι ο «Αιώνας των Φώτων». Κοσμογονικές ανατροπές εξελίσσονται σε ποικίλα
πεδία, κυρίως όμως σε εκείνο των ιδεών και των νοοτροπιών.
Από το τέλος του 17ου αιώνα στη δυτική Ευρώπη παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στο
οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Στην οικονομία, η καταλυτική εξέλιξη είναι η Βιομηχανική
Επανάσταση, πρώτα στην Αγγλία, η οποία κορυφώνεται τη δεκαετία του 1780. Τα μέσα παραγωγής
αλλάζουν. Με τις μηχανές οι πρώτες ύλες μεταμορφώνονται σε προϊόντα (δευτερογενής παραγωγή) έτοιμα να
διατεθούν προς πώληση. Ανάλογα αλλάζουν και οι σχέσεις παραγωγής. Καθώς οι αγροτικοί πληθυσμοί
συγκεντρώνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα, δεν έχουν τί άλλο να προσφέρουν για τον βιοπορισμό τους παρά
την ίδια την εργασία τους σε εκείνους που κατέχουν τα μέσα παραγωγής (τις μηχανές). Η ανάπτυξη της
δευτερογενούς παραγωγής, η αναζήτηση πρώτων υλών για τη βιομηχανία και αγορών για τη διάθεση των
βιομηχανικών προϊόντων έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του εμπορίου και την άνοδο της αστικής τάξης.
Κατά συνέπεια, η «κεφαλαιοκρατική» (καπιταλιστική) οικονομία αποκτά προτεραιότητα έναντι των
παλαιότερων γαιοκτητικών οικονομικών δομών.
Με αυτά τα δεδομένα ο μερκαντιλισμός, δηλαδή ο κρατικός παρεμβατισμός και προστατευτισμός,
κρίθηκε αναχρονιστικός και ανασχετικός της οικονομικής ανάπτυξης. Η οικονομική θεωρία που επικρατεί
είναι ο οικονομικός φιλελευθερισμός, τον οποίο θεμελίωσε θεωρητικά ο σκοτσέζος Adam Smith (1723-
1790). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, μοναδικός ρυθμιστικός κανόνας της οικονομικής ζωής είναι ο νόμος της
προσφοράς και της ζήτησης, ενώ το κράτος οφείλει να μην παρεμβαίνει με δασμούς και φόρους στη
διακίνηση των αγαθών. Το δόγμα αυτό συνοψίζεται στη γνωστή φράση «laissez faire, laissez passer»
(ελευθερία εμπορικής και επιχειρηματικής δράσης, ελευθερία διακίνησης προϊόντων).
Μέσα σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον, οι θρησκευτικοί πόλεμοι που συγκλόνισαν τον 17ο
αιώνα έδωσαν τη θέση τους στον οικονομικό και γεωστρατηγικό ανταγωνισμό, ιδίως μεταξύ της Αγγλίας και
της Γαλλίας, τις κύριες μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Οι συνθήκες αυτές, συνεπώς, ενίσχυαν τον
ιμπεριαλισμό.
Στο πολιτικό επίπεδο, η απόλυτη μοναρχία γίνεται το κυρίαρχο πολιτειακό σύστημα του 18ου αιώνα,
περιορίζοντας τις φυγόκεντρες τάσεις τοπικών ηγεμόνων και ευγενών φεουδαρχών. Η πιο ισχυρή εκδοχή της
απόλυτης μοναρχίας εμφανίζεται στη Γαλλία στον φθίνοντα 17ο αιώνα. Είναι ενδεικτικό πως ο Λουδοβίκος
ΙΔ΄ (1638-1715) προβάλλεται ως αντιπρόσωπος του Θεού και προσφωνείται «βασιλιάς ήλιος». Ο
δεσποτισμός, οι απαράβατες κοινωνικές ιεραρχήσεις και η συντήρηση διαφόρων κεκτημένων αποτελούσαν
εμπόδιο στον δυναμισμό και στις επιδιώξεις της αστικής τάξης. Οι αστοί διεκδικούσαν τη συμμετοχή τους

14
στην πολιτική εξουσία, εφόσον κατείχαν πια την οικονομική εξουσία. Στο τέλος του 18ου αιώνα η κορύφωση
αυτών των ζυμώσεων είναι φυσικά η Γαλλική Επανάσταση (1789), που συνιστά τη βίαιη προαγωγή νέων
πολιτικών αντιλήψεων για ισονομία, ανεξιθρησκία και, σε κάποιες περιπτώσεις, αυτοδιάθεση εθνών από
πολυεθνικά αυτοκρατορικά σχήματα.
Η Γαλλική Επανάσταση είναι ένα ιστορικό γεγονός που οδήγησε στην ανατροπή του «παλαιού
καθεστώτος» (Ancien Régime). Εξελίχθηκε σε διάφορες φάσεις, όμως αναμφίβολα η στιγμή κορύφωσης
υπήρξε η 14η Ιουλίου 1789, όταν ο λαός του Παρισιού, οργισμένος από την απροθυμία του βασιλιά να
συναινέσει στην υιοθέτηση συντάγματος και με σύνθημα «liberté, égalité, fraternité» (ελευθερία, ισότητα,
αδελφοσύνη), κατέλαβε τη Βαστίλη, δεσμωτήριο των αντιφρονούντων και σύμβολο του δεσποτισμού.
Επόμενη φάση της Επανάστασης ήταν η Τρομοκρατία (1791-1794), όπου εκδηλώνεται ένας βίαιος
ριζοσπαστισμός που οδηγεί ακόμη και στην εξόντωση των διαφωνούντων. Στη συνέχεια, όμως, η αντίδραση
στις ακρότητες της Τρομοκρατίας οδήγησε στην επάνοδο σε πιο μετριοπαθείς, φιλελεύθερες και φιλοαστικές
επιλογές. Μετά την εδραίωση της Επανάστασης στο εσωτερικό της Γαλλίας, ξεκίνησε μια μακρά περίοδος
«εξαγωγής» της στην υπόλοιπη Ευρώπη με πρωταγωνιστή τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη (1769-1821). Ως
επικεφαλής των γαλλικών επαναστατικών στρατευμάτων αρχικά και ως αυτοκράτορας αργότερα επέβαλε τη
γαλλική ισχύ σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, αλλάζοντας τη γεωπολιτική εικόνα της. Η περίοδος
αμφισβήτησης των μοναρχικών δυνάμεων διήρκεσε ως το 1815, όταν ο Ναπολέων ηττήθηκε οριστικά.
Έκτοτε αρχίζει μια περίοδος παλινόρθωσης του παλαιού καθεστώτος (Εποχή της Παλινόρθωσης, 1815-1830)
και «επιστροφής στη νομιμότητα». Η νέα τάξη που προέκυψε εκφράστηκε στις αποφάσεις του Συνεδρίου της
Βιέννης (1815), μέσα από το οποίο προέκυψε η Ιερά Συμμαχία (συνασπισμός Ρωσίας, Αυστρίας και
Πρωσίας), που είχε ως στόχο τη διαφύλαξη της μοναρχικής σταθερότητας.

Εικόνα 1.1 Η εξάπλωση της κυριαρχίας των γαλλικών στρατευμάτων του Ναπολέοντα το 1812 (Πηγή:
https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Europe_1812_map_en.png).

Ωστόσο, οι αποφάσεις του Συνεδρίου αμφισβητήθηκαν πολύ σύντομα, καθώς έρχονταν σε αντίθεση
με ώριμες διεκδικήσεις, πολιτικές (παραχώρηση συντάγματος, κατοχύρωση δικαιωμάτων κ.λπ.) και εθνικές
(αυτοδιάθεση εθνικά προσδιορισμένων ομάδων κ.λπ.). Ήδη την περίοδο 1820-1821 έχουμε το πρώτο κύμα

15
ανατροπών στην Ευρώπη, ως απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης, με τις επαναστάσεις στην Ισπανία (1820),
στην Ιταλία (1820-1821) και στην Ελλάδα (1821). Τις επόμενες δεκαετίες η Ευρώπη δεν θα πάψει να
συγκλονίζεται από εξεγέρσεις και επαναστάσεις είτε με εθνικό είτε με κοινωνικό στόχο. Και σε όλες τις
περιπτώσεις μπορεί κανείς να διακρίνει την παρακαταθήκη της Γαλλικής Επανάστασης.
Ο άγγλος ιστορικός Eric John Hobsbawm (2002, σελ. 83) περιγράφει εύγλωττα τη σημασία των
εξελίξεων αυτών για την ανάδυση της εποχής της νεωτερικότητας: «Αν η οικονομία του κόσμου, τον 19ο
αιώνα, δημιουργήθηκε κατά κύριο λόγο με την επίδραση της βρετανικής Βιομηχανικής Επανάστασης, η πολιτική
και η ιδεολογία του διαμορφώθηκαν κυρίως με την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης. Η Βρετανία πρόσφερε
το πρότυπο για τους σιδηροδρόμους και τα εργοστάσια, την εκρηκτική ύλη στον τομέα της οικονομίας, που
τίναξε στον αέρα τις παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές του μη ευρωπαϊκού κόσμου· αλλά η
Γαλλία δημιούργησε τις επαναστάσεις του και του έδωσε τις ιδέες του, σε σημείο που παραλλαγές της τρίχρωμης
σημαίας της έγιναν το έμβλημα σχεδόν όλων των νέων εθνών, ενώ η ευρωπαϊκή (αλλά και η παγκόσμια)
πολιτική μεταξύ του 1789 και του 1917 ήταν σε μεγάλο βαθμό αγώνας υπέρ ή κατά των αρχών του 1789, ή των
πιο εμπρηστικών ακόμη του 1793».
Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, το μανιφέστο της Επανάστασης του
1789, αποτελεί ένα εξαιρετικά προωθημένο πολιτικό κείμενο. Στο πρώτο άρθρο της ορίζεται το πολιτικό
πλαίσιο του νέου κόσμου: «Οι άνθρωποι γεννιούνται και ζουν ελεύθεροι και ίσοι απέναντι στους νόμους».
Ανατρέπονται έτσι οι κοινωνικές ιεραρχίες αιώνων: βασιλιάς/ηγεμόνας – ευγενείς – υπήκοοι. Τη θέση τους
παίρνουν (θεωρητικά τουλάχιστον) οι νομοκρατούμενες κοινωνίες ισότιμων πολιτών. Τίποτε δεν ήταν και δεν
μπορούσε να είναι το ίδιο πια στην ανθρώπινη ιστορία. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το είχε αντιληφθεί καλά:
«Η Γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμην μου να ανοίξει τα μάτια του κόσμου.
Πρωτύτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τούς ενόμιζαν ως θεούς της γης, και ό,τι και αν έκαμναν το
έλεγαν καλά καμωμένο. Διά αυτό και είναι δυσκολώτερο να διοικήσεις τώρα λαόν» (Hobsbawm, 2002, σελ.
137).
Οι πολιτικές εξελίξεις, ωστόσο, διευκολύνονται από τις μεγάλες ανατροπές σε ιδεολογικό και
πολιτισμικό επίπεδο. Είναι η εποχή που ένα νέο πνευματικό κίνημα, ο Διαφωτισμός, θα διαμορφώσει το
κοσμοείδωλο του νεωτερικού ανθρώπου. Αν και με αργές διαδικασίες, καθώς το παραδοσιακό αντιστέκεται,
πάντως μια γενική εκκοσμίκευση αναπτύσσεται στην ανθρώπινη συνείδηση, πέρα από θεοκρατικές
αντιλήψεις. Ο άνθρωπος θεωρείται ότι είναι ο δημιουργός της Ιστορίας και όχι όργανο της Θείας Πρόνοιας.
Εδραιώνεται η πίστη στον ορθό λόγο και στις νοητικές και κριτικές ικανότητες. Εδραιώνεται επίσης η πίστη
στον «φυσικό» νόμο, πέρα από τις κοινωνικοπολιτικές στρεβλώσεις και προλήψεις, και αναπτύσσεται το
ενδιαφέρον για την υλική διάσταση του κόσμου και του ανθρώπου, πέρα από την αγωνιώδη προσπάθεια για
σωτηρία της ψυχής. Καλλιεργείται και αναπτύσσεται η επιστήμη, που οδηγεί παράλληλα και σε σημαντικά
τεχνολογικά επιτεύγματα (ατμομηχανή, αερόστατο κ.ά.). Ο «φόβος» δίνει τη θέση του στην «περιέργεια».
Παράλληλα, δίνεται προτεραιότητα στη σκέψη (φιλοσοφία – επιστήμη) έναντι της λογοτεχνίας.

1.2 Ο ελληνικός κόσμος στον αιώνα των Φώτων

1.2.1 Η ανθρωπογεωγραφία του ελληνικού κόσμου


Για τις ιστορικές εξελίξεις στον ελληνικό κόσμο κατά τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα, οι οποίες
παρουσιάζονται στη συνέχεια, αντλείται υλικό από τις μελέτες των Βακαλόπουλου (1973), Clogg (1992),
Κρεμμυδά (2001) και Παναγιωτόπουλου (2003), καθώς και από την Ιστορία του ελληνικού έθνους (1975).
Χρήσιμη και κατατοπιστική, επίσης, είναι η Ιστορία της Οθωμανικής περιόδου στην ιστοσελίδα του
Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού (http://www.ime.gr/chronos/11/gr.html).
Μετά την κατάληψη του Ηρακλείου (Χάνδακα) το 1669 η οθωμανική αυτοκρατορία επέβαλε την
κυριαρχική θέση της στην Ανατολή. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), με
την οποία οι Βενετοί εγκατέλειψαν οριστικά την Πελοπόννησο. Έτσι ο μεγαλύτερος όγκος ελληνικού
πληθυσμού ήταν πια υπό οθωμανική κυριαρχία, με εξαίρεση τα Επτάνησα που παρέμειναν βενετική κτήση.
Ήδη αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) οι Οθωμανοί οργάνωσαν τα υπόδουλα
έθνη με βάση την αρχή των μιλέτ (millet), ομάδων με νομική και διοικητική υπόσταση αποτελούμενων από
μη μουσουλμάνους. Συνεπώς, η οργάνωση των υπηκόων γινόταν με βάση το θρήσκευμα και όχι με βάση τη
φυλετική τους καταγωγή. Κάθε μιλέτ είχε έναν αρχηγό (millet basi), ο οποίος εκτός από τις θρησκευτικές είχε

16
και ορισμένες διοικητικές, δικαστικές, εκπαιδευτικές και οικονομικές δικαιοδοσίες. Για το μιλέτ των
Ορθοδόξων (το μιλέτ των Ρούμ) αρχηγός εθεωρείτο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης.
Συνεπώς, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε φορέας όχι μόνον
θρησκευτικής αλλά και πολιτικής εξουσίας, σε στενή εξάρτηση με τον αλλόθρησκο επικυρίαρχο.
Σε αποκεντρωμένο επίπεδο, ωστόσο, φορείς τοπικής οργάνωσης και εξουσίας υπήρξαν οι κοινότητες,
οι οποίες είχαν και αυτές δικαιοδοσίες φορολογικές, εκπαιδευτικές κ.ά. Οι πρόκριτοι ή προεστοί, που
ασκούσαν τη διοίκηση, εκλέγονταν από τα μέλη της κοινότητας. Μέσα από τη μακρά εμπειρία τους στη
διοίκηση είχαν αποκτήσει οικονομική και πολιτική δύναμη και συχνά ασκούσαν επιρροή και σε τοπικούς
τούρκους άρχοντες.

Εικόνα 1.2 O Ιωάννης Λογοθέτης, πρόκριτος της Λιβαδειάς. Πίνακας του Louis Dupré (Πηγή:
https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Ioannis_Logothetis.jpg).

Παράλληλα, σταθερή υπήρξε από τα τέλη του 17ου αιώνα η άνοδος και ισχυροποίηση μιας αστικής
τάξης που σχηματίστηκε μέσα από την ενασχόληση με το εμπόριο αγαθών και τις μεταφορές, τόσο τις
χερσαίες στη βαλκανική ενδοχώρα όσο και τις θαλάσσιες στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Οι έλληνες έμποροι
και πλοιοκτήτες κατάφερναν να επωφελούνται από τις διάφορες ευνοϊκές πρόνοιες των διεθνών συνθηκών
που αναγκαζόταν να συνάπτει η οθωμανική αυτοκρατορία, όπως τη Συνθήκη του Kάρλοβιτς το 1699 ή τη
Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774. Η τελευταία συνθήκη ιδιαίτερα έδωσε σημαντική ώθηση στην
ελληνική ναυτιλία των νησιών του Αιγαίου. Έτσι, οι έλληνες έμποροι κατόρθωσαν να έχουν σημαντικό ρόλο
στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, του Εύξεινου Πόντου και των Βαλκανίων, ως την κεντρική και
ανατολική Ευρώπη (για τη δράση του «βαλκάνιου πραματευτή», βλ. Κρυωνάς, 2001). Δημιούργησαν μεγάλες
περιουσίες και υπήρξαν από τους κύριους εκφραστές του εθνικού ευεργετισμού, αλλά και υποστηρικτές των
νέων ιδεών, καθώς αναπτύχθηκε ένα πυκνό δίκτυο εμπορικών ανταλλαγών και γινόταν πιο συχνή η επαφή με
τη «φωτισμένη» Ευρώπη. Ο ελληνικός πληθυσμός, φυσικά, παρέμεινε στην πλειονότητά του αγροτικός,
ωστόσο οι έμποροι, οι βιοτέχνες και οι πλοιοκτήτες υπήρξαν το πιο δυναμικό τμήμα του, που έπαιξε
καταλυτικό ρόλο στην πνευματική αναγέννηση και στον αγώνα για εθνική αυτοδιάθεση.
Η ηγετική ομάδα με τη μεγαλύτερη επιρροή τον 18ο αιώνα είναι οι Φαναριώτες. Πρόκειται για
ελληνικές ή εξελληνισμένες οικογένειες με οικονομική ισχύ, που από τα μέσα του 17ου αιώνα παραμέρισαν
την παλαιά βυζαντινή αριστοκρατία. Η κατοικία τους ήταν στο Φανάρι, συνοικία της Κωνσταντινούπολης και
έδρα του Πατριαρχείου. Καθώς στην οθωμανική αυτοκρατορία τα αξιώματα αγοράζονταν, οι Φαναριώτες
συχνά χρηματοδοτούσαν και έλεγχαν τους υποψήφιους πατριάρχες, αποκομίζοντας με τη σειρά τους μεγάλα

17
οφέλη από την εκμετάλλευση εκκλησιαστικών προσόδων και αξιωμάτων. Η μόρφωση και η γλωσσομάθεια
τούς επέτρεψε να καταλάβουν σημαντικές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση. Πρώτος Φαναριώτης που
ανέλαβε ανώτατο οθωμανικό αξίωμα ήταν ο Παναγιωτάκης Νικούσιος, που έγινε μεγάλος δραγουμάνος
(διερμηνέας), διαμεσολαβητής του Σουλτάνου με τους ξένους πρεσβευτές, ανώτατο διπλωματικό αξίωμα που
έκτοτε δινόταν συστηματικά στους Φαναριώτες. Από τις αρχές του 18ου αιώνα θα τους παραχωρείται το
αξίωμα του ηγεμόνα (οσποδάρου) στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Πρώτος φαναριώτης ηγεμόνας έγινε το
1709 ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1680-1730). Ο πατέρας του, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1641-1709),
κατείχε το αξίωμα του Μεγάλου Δραγουμάνου, διαπραγματεύθηκε με την Αυστρία τη Συνθήκη του
Κάρλοβιτς (1699) και έγινε «εξ απορρήτων» (σύμβουλος) του Σουλτάνου. Έτσι, με τους Φαναριώτες το
ελληνικό στοιχείο αποκτά πολιτική ισχύ και διεισδύει στις Ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας, που θα
αποτελέσουν κέντρα πνευματικών και ιδεολογικών ζυμώσεων. Η Κωνσταντινούπολη και οι πρωτεύουσες των
παραδουνάβιων Ηγεμονιών, το Βουκουρέστι και το Ιάσι, συνθέτουν τον φαναριώτικο χώρο, το πεδίο
δράσης του φαναριώτικου κόσμου. Και φυσικά αυτός ο φαναριώτικος κόσμος δεν περιλαμβάνει μόνον τους
γόνους των μεγάλων αρχοντικών οικογενειών, που κατέλαβαν τις υψηλές θέσεις και τα αξιώματα, αλλά και
ένα πλήθος υφιστάμενων υπαλλήλων, γραμματέων, λογίων, διδασκάλων, εμπόρων, τραπεζιτών κ.ά. από
διάφορα μέρη του ελληνικού κόσμου, οι οποίοι στελέχωσαν τον μηχανισμό εξουσίας και συνέδραμαν τους
Φαναριώτες στην εκτέλεση του ιθύνοντα ρόλου τους. Σε μεγάλο βαθμό, οι Φαναριώτες ενστερνίστηκαν τις
αρχές της φωτισμένης δεσποτείας, δηλαδή το πρότυπο του διαλλακτικού ηγεμόνα που φροντίζει για την
προκοπή των υπηκόων του. Σε αυτό το πλαίσιο ασχολήθηκαν με νομοθετικά και εκπαιδευτικά ζητήματα, ενώ
υπήρξαν φορείς των ιδεών του Διαφωτισμού. Όμως, μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, οπότε οι νέες
ιδέες πήραν ριζοσπαστική πολιτική κατεύθυνση, οι Φαναριώτες άρχισαν να αποστασιοποιούνται και να
υιοθετούν πιο συντηρητικές θέσεις.

Εικόνα 1.3 Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο «εξ απορρήτων» (Πηγή:


https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Alexandros_Maurokordatos_o_ex_aporiton.JPG).

Καταλυτική συμβολή στις εξελίξεις είχε ο παροικιακός ελληνισμός (Κατσιαρδή-Hering, 1986·


Κατσιαρδή-Hering, Χασιώτης & Αμπατζή, 2006· Σειρηνίδου, 2011). Οι οικονομικές εξελίξεις, όπως η
αποκατάσταση των εμπορικών συναλλαγών της οθωμανικής αυτοκρατορίας με τις χώρες της δυτικής
Ευρώπης και η ανάπτυξη εμπορικών δικτύων, αλλά και άλλες πολιτικές και κοινωνικές αιτίες, όπως
πολεμικές συρράξεις κ.λπ., είχαν ως αποτέλεσμα από τα τέλη του 17ου και κυρίως τον 18ο αιώνα να
προκληθούν ροές οικονομικής μετανάστευσης. Στο τέλος του 18ου αιώνα είχαν σχηματιστεί πολυπληθείς
ελληνικές παροικίες σε πόλεις της δυτικής, ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, στα Βαλκάνια και στη νότια
Ρωσία. Όταν οι παροικίες αποκτούσαν πιο οργανωμένη συγκρότηση, ήταν σε θέση να αναγνωριστούν από τις
αρχές της χώρας υποδοχής, να διεκδικήσουν δικαιώματα και να εξασφαλίσουν την οικονομική ευημερία και
την επιβίωσή τους. Στο πλαίσιο των επιδιώξεων των παροικιακών κοινοτήτων ήταν η ανέγερση εκκλησίας,
κοινωφελών ιδρυμάτων και σχολείων για τη διατήρηση της γλώσσας και του δόγματος, ενώ συντηρούνταν
και οι δεσμοί με την πατρίδα. Τέτοιες παροικίες σχηματίστηκαν, εκτός από τη Βενετία όπου είχε ήδη μια
μακρά παρουσία από τους προηγούμενους αιώνες, στη Βιέννη, στην Τεργέστη, στη Βουδαπέστη, στη
Μασσαλία, στην Οδησσό και αλλού. Οι παροικίες αποτέλεσαν σημαντικές εστίες, όπου ρίζωσαν,
αναπτύχθηκαν και στη συνέχεια διαδόθηκαν προς τις οθωμανοκρατούμενες περιοχές οι νεωτερικές ιδέες.
Όπως θα δούμε σε επόμενα κεφάλαια, στις πόλεις αυτές πραγματοποιήθηκε σημαντικό μέρος της

18
συγγραφικής, εκδοτικής και εκπαιδευτικής δράσης εκπροσώπων του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Από τις
παροικίες, τέλος, ξεκίνησαν και καλλιεργήθηκαν οι επαναστατικές ιδέες: η περίπτωση της Φιλικής Εταιρείας,
της μυστικής επαναστατικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από έλληνες πάροικους, είναι η
πιο ενδεικτική.

Εικόνα 1.4 Κρυπτογραφημένο έγγραφο με το έμβλημα της Φιλικής Εταιρείας και τα αρχικά «Ή Ε[λευθερί]Α Ή
[θάνατ]ΟΣ» (Πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/File%3ASymboloFilikisEtairias.jpg).

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι την περίοδο αυτή έχουμε μια εξαιρετικά μεγάλη γεωγραφική
διασπορά του ελληνικού κόσμου, η οποία συνοδεύεται και από μια ανάλογη ποικιλία πολιτισμικών
προτύπων. Εκτός από τον φαναριώτικο χώρο της Κωνσταντινούπολης και των παραδουνάβιων Ηγεμονιών,
και τις παροικίες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης και της νότιας Ρωσίας, ο ελληνικός κόσμος εμφανίζει
αξιοπρόσεκτη κινητικότητα και σε περιοχές του κυρίως ελληνικού χώρου. Τα Επτάνησα, τόπος υποδοχής
κρητικών προσφύγων μετά το 1669, παρέμειναν βενετική κτήση και συνέχισαν να επηρεάζονται από την
ευρωπαϊκή παιδεία και τη δυτική πολιτισμική παράδοση, όροι που ευνόησαν και μια ανάλογη άνθηση των
γραμμάτων. Μετά την κατάλυση της Βενετίας από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα, τα Επτάνησα θα
αποτελέσουν επίσης εστία καλλιέργειας και διάχυσης των επαναστατικών ιδεών. Οικονομική άνθηση που
συνοδεύεται από πολιτισμική δραστηριότητα παρατηρείται επίσης στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας
και της Ηπείρου. Η επίκαιρη θέση της δυτικής Μακεδονίας στη Βαλκανική ευνοεί την ανάπτυξη του
εμπορίου. Η Θεσσαλονίκη, η Κοζάνη, η Καστοριά επικοινωνούν με τη δυτική Ευρώπη μέσω των χερσαίων
εμπορικών συναλλαγών που αναπτύχθηκαν τον 18ο αιώνα. Συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης είναι η
πνευματική άνοδος της περιοχής. Η Ήπειρος λόγω της γειτνίασης με την Ιταλία διατηρεί δεσμούς με τη
Βενετία, στην οποία έχουν εγκατασταθεί από τον 16ο αι. πολλοί Ηπειρώτες. Τα Ιωάννινα από τις αρχές του
18ου αιώνα αποτελούν σημαντικό διαμετακομιστικό, εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο. Στο τέλος του 18ου
αιώνα, με την παρουσία του Αλή πασά, γίνονται πρωτεύουσα της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Αλβανίας και
μέρους της Μακεδονίας. Αναδεικνύονται σε πνευματικό κέντρο του ελλαδικού χώρου που ακτινοβολεί έξω
από τα όρια της Ηπείρου.

1.2.2 Η πορεία προς την Επανάσταση


Τη δυναμική προς την Επανάσταση ευνόησε η προϊούσα παρακμή του οθωμανικού κράτους σε όλη τη
διάρκεια του 18ου αιώνα. Η περιχαράκωση των Οθωμανών στην ισλαμική κουλτούρα δεν τους επέτρεψε να

19
επωφεληθούν από την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο της Δύσης. Ακόμα και για τις διεθνείς σχέσεις
τους ήταν υποχρεωμένοι να προσφεύγουν στις υπηρεσίες αλλόθρησκων υπηκόων, όπως οι Φαναριώτες. Η
αξιοκρατία ήταν ανύπαρκτη, καθώς τα αξιώματα ήταν αντικείμενο πλειοδοσίας. Τα δημόσια οικονομικά
κατέρρεαν, αφού η είσπραξη των φόρων υπενοικιαζόταν από ιδιώτες, με την υποχρέωση να αποδίδουν στην
κεντρική διοίκηση ένα ποσό. Η οθωμανική ελίτ παραδοσιακά είχε στρατιωτικό προσανατολισμό και γι’ αυτό
αδιαφόρησε για την οικονομική επιχειρηματικότητα. Εξάλλου, με το καθεστώς των διομολογήσεων (δηλαδή
των προνομιακών και πάντα ετεροβαρών εμπορικών συμφωνιών του οθωμανικού με τα ευρωπαϊκά κράτη) η
αυτοκρατορία έμοιαζε μάλλον με οικονομική αποικία των δυτικών δυνάμεων. Σε πολιτικό επίπεδο η εξουσία
του Σουλτάνου μειωνόταν προς όφελος των αξιωματούχων της Αυλής, ενώ στην περιφέρεια εκδηλώνονταν
τακτικά αποσχιστικές τάσεις τοπικών αξιωματούχων που είχαν απεγκλωβιστεί από την επιρροή της κεντρικής
διοίκησης, όπως για παράδειγμα ο Αλή πασάς στα Γιάννενα ή ο Πασβάνογλου, πασάς στο Βιδίνι στη
βορειοδυτική Βουλγαρία.
Ο επεκτατισμός της Ρωσίας σε βάρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που είχε εγκαινιαστεί από τον
τσάρο Μεγάλο Πέτρο (1672-1725) και οδήγησε σε τακτικούς πολέμους κατά τον 18ο αιώνα, ευνόησε επίσης
την πορεία του ελληνισμού προς την αυτοδιάθεση. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και τα Ορλοφικά του 1770,
η ανεπιτυχής ελληνική εξέγερση στην Πελοπόννησο με ρωσική υποκίνηση και καθοδήγηση των ρώσων
αδελφών Ορλώφ. Αποτέλεσμα της ρωσικής πολιτικής ήταν επίσης η Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή
(1774), με την οποία οι ορθόδοξοι πληθυσμοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας απολάμβαναν καθεστώς
προστασίας, ελεύθερης ναυσιπλοΐας, εγκατάστασης και οικονομικής δράσης, εγγυημένο από την ομόδοξη
Ρωσία. Η συνθήκη αυτή θεωρείται ορόσημο για τις κατοπινές ιστορικές εξελίξεις, καθώς εκτός των άλλων οι
επαναστατημένοι Έλληνες του 1821 βρέθηκαν να διαθέτουν έναν σημαντικό εμπορικό στόλο έτοιμο να
μετατραπεί σε πολεμικό.
Από μια τελείως διαφορετική ιδεολογική, πολιτισμική και γεωγραφική αφετηρία οδηγούσαν στον ίδιο
στόχο οι νέες φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού, ο πανευρωπαϊκός αντίκτυπος της Γαλλικής Επανάστασης
και η εμφάνιση του εθνικισμού στην Ευρώπη ως αποτέλεσμα των Ναπολεόντειων Πολέμων. Ιδιαίτερα η
προέλαση των γαλλικών επαναστατικών στρατευμάτων του Ναπολέοντα προς τη νοτιοανατολική Ευρώπη
αναπτέρωσε τις ελπίδες των Ελλήνων, που είδαν στο πρόσωπο του γάλλου στρατηγού τον απελευθερωτή του
έθνους από τον οθωμανικό δεσποτισμό. Τα επαναστατικά σχέδια του Ρήγα και οι πατριωτικοί ύμνοι του
Κοραή και του Μαρτελάου αποτελούν εκδηλώσεις αυτής της ιστορικής εμπειρίας. Με τη Συνθήκη του
Campo-Formio (1797) τα Επτάνησα, η Πάργα και η Πρέβεζα απαλλάσσονταν από τη βενετική κυριαρχία και
γίνονταν έδαφος της επαναστατικής Γαλλίας. Ο ντόπιος πληθυσμός της Ζακύνθου έκαψε το μισητό Libro
d’Oro, το βιβλίο με τα προνόμια και τα οικόσημα των ευγενών, και φύτεψε το «δένδρο της ελευθερίας» σε
κεντρικές πλατείες, ενώ ελληνικές εκδοχές της «Μασσαλιώτιδας» τραγουδιούνταν παντού.
Όλοι αυτοί οι οικονομικοί, γεωπολιτικοί, ιδεολογικοί και πολιτισμικοί παράγοντες θα συνεχίσουν να
τείνουν με αύξουσα δυναμική προς την Επανάσταση κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, περίοδο
του ώριμου και πιο μαχητικού νεοελληνικού Διαφωτισμού. Όταν τον Μάρτιο του 1821 ξεκίνησε ο αγώνας για
την ανεξαρτησία, στο γένος των Γραικών (ή Ρωμαίων/Ρωμιών) είχε πια, σε μεγάλο βαθμό, σχηματιστεί η
συνείδηση του έθνους των Ελλήνων. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν η μόνη από τα ευρωπαϊκά
επαναστατικά κινήματα της περιόδου που είχε επιτυχία. Ο ηρωικός αγώνας με τα διαδοχικά περιστατικά
αυτοθυσίας και μαρτυρίου, η επίκληση προς τους ευρωπαϊκούς λαούς για βοήθεια, το ρεύμα του
φιλελληνισμού, αλλά και οι εμφύλιες συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες ομάδες των επαναστατημένων
(Φαναριώτες, προεστοί, στρατιωτικοί) τροφοδότησαν ακατάπαυστα τη λογοτεχνική παραγωγή, η οποία πια
περνούσε στη νεότερη (και νεωτερική) περίοδό της.

Βιβλιογραφία/Αναφορές

Βακαλόπουλος, Α. Ε. (1973). Ιστορία του νέου ελληνισμού. Τόμ. 4: Τουρκοκρατία 1669-1812. Η οικονομική
άνοδος και ο φωτισμός του γένους. Θεσσαλονίκη.
Clogg, R. (1992). A Concise History of Greece. Cambridge: Cambridge University Press (ISBN
9781107612037).

20
Κρυωνάς, Α (2001). Βαλκάνιος πραματευτής. Οι δρόμοι του ελληνισμού στα Βαλκάνια [Ντοκιμαντέρ 6
επεισοδίων]. Αθήνα: ΕΡΤ.
Hobsbawm, E. J. (2002). Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848. Μετάφραση Μ. Οικονομοπούλου. 4η
ανατύπωση. Αθήνα: ΜΙΕΤ (ISBN 960-250-006-9).
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ελληνική Ιστορία στο διαδίκτυο: Οθωμανική περίοδος.
Ιστορία του ελληνικού έθνους (1975). Τόμ. 11: Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669-1821):
Τουρκοκρατία, λατινοκρατία. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών (ISBN 960-213-106-3, ISBN-13 978-960-
213-106-0).
Κατσιαρδή-Hering, Ο. (1986). Η ελληνική παροικία της Τεργέστης, 1750-1830. Τόμ. 1-2. Αθήνα: ΕΚΠΑ,
Φιλοσοφική Σχολή (Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου, αρ. 52).
Κατσιαρδή-Hering, Ο., Χασιώτης, Ι. & Αμπατζή, Ε. (Επιμ.) (2006). Οι Έλληνες στη Διασπορά (15ος-21ος
αι.). Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων (ISBN 960-560-087-0, ISBN-13 978-960-560-087-7).
Κρεμμυδάς, Β. (2001). Νεότερη ιστορία ελληνική και ευρωπαϊκή. Αθήνα: Τυπωθήτω (ISBN 960-8041-54-6,
ISBN-13 978-960-8041-54-7).
Παναγιωτόπουλος, Β. (Επιμ.) (2003). Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000. Τόμ. 1: Η οθωμανική
κυριαρχία 1770-1821. Πολιτική πραγματικότητα – Οικονομική και κοινωνική οργάνωση. Τόμ. 2: Η
οθωμανική κυριαρχία 1770-1821. Διαφωτισμός – Ιστορία της παιδείας – Θεσμοί και δίκαιο. Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα (ISBN 960-406-540-8, ISBN-13 978-960-406-540-0).
Σειρηνίδου, Β. (2011). Έλληνες στη Βιέννη (18ος – μέσα 19ου αιώνα). Αθήνα: Ηρόδοτος (ISBN 978-960-485-
009-9).

21

You might also like