An Entity of Type: chemical substance, from Named Graph: http://dbpedia.org, within Data Space: dbpedia.org

β-Methylamino-L-alanine, or BMAA, is a non-proteinogenic amino acid produced by cyanobacteria. BMAA is a neurotoxin and its potential role in various neurodegenerative disorders is the subject of scientific research.

Property Value
dbo:abstract
  • β-Methylamino-L-alanin, zkráceně BMAA, je aminokyselina působící jako neurotoxin. Ukládá se v semenech cykasů. Je derivátem aminokyseliny alaninu. Vytváří ho sinice rodu Nostoc, které žijí v kořenech rostlin. Otrava dobytka tímto jedem po spasení rostlin rodu Macrozamia se nazývá kejáková motolice. Vzhledem k tomu, že cykasy slouží i jako zdroj potravy, používají domorodci různé metody vyplavovaní tohoto jedu před konzumací, který může způsobovat otravu cykasy. Dalším jedem vytvářeným cykasy je cykasin. (cs)
  • β-Methylamino-L-alanin, oder BMAA, ist eine nichtproteinogene Aminosäure, die von Cyanobakterien produziert wird. BMAA ist ein Neurotoxin, dessen potentielle Beteiligung an verschiedenen neurodegenerativen Erkrankungen Gegenstand wissenschaftlicher Forschung ist. (de)
  • Η β-Ν-μεθυλαμινο-L-αλανίνη (BMAA) είναι ένας δευτερογενής μεταβολίτης και ειδικότερα ένα νευροτοξικό μη πρωτεϊνικό αμινοξύ που παράγεται από κυανοβακτήρια, δινομαστιγωτά και διάτομα. Η απορρόφηση του BMAA από τα κυανοβακτήρια ακολουθείται από σημάδια χλώρωσης, ενώ η βιοσύνθεση φαίνεται να συνδέεται με συνθήκες έλλειψης αζώτου και η αύξηση του τελευταίου στο περιβάλλον οδηγεί σε μείωση της τοξίνης. Από τον συνδυασμό αυτών των δύο καταστάσεων, προέκυψε ότι η εξωγενής προσθήκη ΒΜΑΑ στο περιβάλλον, επηρεάζει τον κύκλο του αζώτου αναστέλλοντας τη δράση του ενζύμου συνθετάση της γλουταμίνης (GS) , που αποτελεί ένζυμο «κλειδί» στο μηχανισμό αφομοίωσης αζώτου, καθώς είναι υπεύθυνο για την ενσωμάτωση αζώτου σε γλουταμινικό οξύ ώστε να επέλθει ο σχηματισμός της γλουταμίνης. Προκειμένου να διερευνηθεί η επίδραση του BMAA στον κύκλο του αζώτου και συγκεκριμένα στη δράση της GS, χρησιμοποιήθηκαν στελέχη Synechococcus, τα οποία δεν βιοσυνθέτουν την τοξίνη. Τα στελέχη αυτά αναπτύχθηκαν σε κυτταροκαλλιέργειες που βρίσκονταν σε συνθήκες έλλειψης αζώτου ή και έκθεσης σε ΒΜΑΑ, και σε συνθήκες πλήρους τροφοδότησης με άζωτο. Προβλέφθηκαν και εξετάστηκαν όλες οι πιθανές παράμετροι διασφάλισης ορθών αποτελεσμάτων (πχ. προσδιορισμός αρχικής ποσότητας BMAA την στιγμή t0 στο μέσο ανάπτυξης των κυττάρων και προσδιορισμός της ποσότητας ΒΜΑΑ στο τέλος της καλλιέργειας, ώστε να επιβεβαιωθεί η αφομοίωση της ουσίας από τα στελέχη Synechococcus). Ακόμη πέρα από τις δύο μακροχρόνιες εκθέσεις (24,48 και 96 ωρών) των καλλιεργειών, πραγματοποιήθηκαν και τρεις βραχυπρόθεσμες εκθέσεις (180 λεπτών) σε BMAA ώστε να γίνει η αξιολόγηση της δραστικότητας της GS. Η δραστικότητα της GS προσδιορίστηκε in situ και ποσοτικοποιήθηκαν τα ενδοκυτταρικά επίπεδα των αμινοξέων γλουταμίνης και γλουταμικού. Ακόμη, έγινε φασματοφωτομετρικός προσδιορισμός φωτοσυνθετικών χρωστικών ουσιών και προσδιορισμός πρωτεϊνών. Από την έρευνα αυτή προέκυψε ότι το BMAA επηρεάζει την οδό αφομοίωσης αζώτου στο Synechococcus. Αυτή η απόκριση φαίνεται να εξαρτάται από το εάν υπάρχει διαθεσιμότητα αζώτου ή έλλειψη στο μέσο καλλιέργειας. Μετά από μακροχρόνια έκθεση, το BMAA δεν είχε καμία αρνητική ή θετική επίδραση στη φυσιολογία των κυττάρων , υποδηλώνοντας ότι η διαταραχή του κύκλου GS/GOGAT ήταν παροδική και ότι το BMAA μεταβολίζεται και / ή συσσωρεύεται. (el)
  • β-Methylamino-L-alanine, or BMAA, is a non-proteinogenic amino acid produced by cyanobacteria. BMAA is a neurotoxin and its potential role in various neurodegenerative disorders is the subject of scientific research. (en)
  • La beta-metilamino-L-alanina, también llamada BMAA, es un aminoácido no proteinogénico, es decir no es uno de los 20 aminoácidos que los organismos vivos utilizan para fabricar proteínas. Actúa como neurotoxina que causa efectos adversos en la función del tejido del cerebro, la médula espinal y los nervios periféricos. Se ha propuesto la hipótesis de que esta sustancia sea la causa de una enfermedad neurológica que se presenta en la Isla de Guam, conocida como Lytico-Bodig o complejo 'esclerosis lateral amiotrófica/demencia parkinsoniana' (del inglés amyotrophic lateral sclerosis/parkinsonism–dementia complex (ALS/PDC)).​ La beta-metilamino-L-alanina es producida por las cianobacterias presentes tanto en agua del mar como en agua dulce.​​​ También se ha encontrado en organismos acuáticos, en determinadas plantas como las cicadaceas, y en animales que se alimentan de ellas, como algunos murciélagos frugívoros del género Pteropus, conocidos comúnmente como zorros voladores.​​​​ (es)
  • La β-N-méthylamino-L-alanine (ou BMAA) est un acide aminé non-protéique, neurotoxique, relativement stable, produit par des cyanobactéries, dont certains nostocs. Elle est également trouvée dans le cerveau de patients morts de certains types de dégénérescence du système nerveux central. On a montré dans l'île de Guam que la BMAA peut être dans la nature fortement accumulée dans certaines parties de végétaux (nodules racinaires, fruits, graines) ayant établi une symbiose racinaire avec des cyanophycées, puis dans les animaux (dont l'homme) qui consomment ces végétaux. (fr)
  • 3-Metyloamino-L-alanina, BMAA – organiczny związek chemiczny z grupy aminokwasów, neurotoksyna obecna w nasionach niektórych gatunków sagowców. BMAA jest aminokwasem niebiałkowym, produkowanym przez cyjanobakterie z rodzaju Nostoc żyjące w korzeniach sagowców. Istnieją przesłanki by sądzić, że BMAA ma udział w patogenezie choroby degeneracyjnej znanej jako stwardnienie zanikowe boczne zachodniego Pacyfiku endemicznie występującej na wyspie Guam. Dzieje się tak, gdy BMAA zastępuje serynę w łańcuchu dysmutazy ponadtlenkowej SOD-1, zmieniając jej kształt. (pl)
  • BMAA, beta-metylamino-L-alanin, är ett neurotoxin som kopplas till en ökad risk för (amyotrofisk lateralskleros, Parkinsons sjukdom, demens). BMAA finns både i landmiljöer och i akvatiska miljöer. BMAA produceras av cyanobakterier samt kiselalger och dinoflagellater. (sv)
  • β-甲氨基-L-丙氨酸(英文β-methylamino L-alanine,簡稱BMAA),是一種神經毒素,能在蘇鐵科植物種子中找到。這一種非蛋白胺基酸,與非必要胺基酸丙氨酸(alanine)十分相似,是由念珠藻屬的藍藻產生,而這些藍藻大多生長於植物的根部。 (zh)
dbo:alternativeName
  • 2-Amino-3-methylaminopropanoic acid (en)
dbo:iupacName
  • (2S)-2-Amino-3-(methylamino)propanoic acid (en)
dbo:thumbnail
dbo:wikiPageID
  • 7067420 (xsd:integer)
dbo:wikiPageLength
  • 25750 (xsd:nonNegativeInteger)
dbo:wikiPageRevisionID
  • 1122471918 (xsd:integer)
dbo:wikiPageWikiLink
dbp:imagefile
  • 3 (xsd:integer)
dbp:imagename
  • Stereo, skeletal formula of beta-methylamino--alanine (en)
dbp:imagesize
  • 160 (xsd:integer)
dbp:name
  • β-Methylamino--alanine (en)
dbp:othernames
  • 2 (xsd:integer)
dbp:pin
  • -2 (xsd:integer)
dbp:verifiedfields
  • changed (en)
dbp:verifiedrevid
  • 437837247 (xsd:integer)
dbp:watchedfields
  • changed (en)
dbp:wikiPageUsesTemplate
dct:subject
gold:hypernym
rdf:type
rdfs:comment
  • β-Methylamino-L-alanin, zkráceně BMAA, je aminokyselina působící jako neurotoxin. Ukládá se v semenech cykasů. Je derivátem aminokyseliny alaninu. Vytváří ho sinice rodu Nostoc, které žijí v kořenech rostlin. Otrava dobytka tímto jedem po spasení rostlin rodu Macrozamia se nazývá kejáková motolice. Vzhledem k tomu, že cykasy slouží i jako zdroj potravy, používají domorodci různé metody vyplavovaní tohoto jedu před konzumací, který může způsobovat otravu cykasy. Dalším jedem vytvářeným cykasy je cykasin. (cs)
  • β-Methylamino-L-alanin, oder BMAA, ist eine nichtproteinogene Aminosäure, die von Cyanobakterien produziert wird. BMAA ist ein Neurotoxin, dessen potentielle Beteiligung an verschiedenen neurodegenerativen Erkrankungen Gegenstand wissenschaftlicher Forschung ist. (de)
  • β-Methylamino-L-alanine, or BMAA, is a non-proteinogenic amino acid produced by cyanobacteria. BMAA is a neurotoxin and its potential role in various neurodegenerative disorders is the subject of scientific research. (en)
  • La β-N-méthylamino-L-alanine (ou BMAA) est un acide aminé non-protéique, neurotoxique, relativement stable, produit par des cyanobactéries, dont certains nostocs. Elle est également trouvée dans le cerveau de patients morts de certains types de dégénérescence du système nerveux central. On a montré dans l'île de Guam que la BMAA peut être dans la nature fortement accumulée dans certaines parties de végétaux (nodules racinaires, fruits, graines) ayant établi une symbiose racinaire avec des cyanophycées, puis dans les animaux (dont l'homme) qui consomment ces végétaux. (fr)
  • 3-Metyloamino-L-alanina, BMAA – organiczny związek chemiczny z grupy aminokwasów, neurotoksyna obecna w nasionach niektórych gatunków sagowców. BMAA jest aminokwasem niebiałkowym, produkowanym przez cyjanobakterie z rodzaju Nostoc żyjące w korzeniach sagowców. Istnieją przesłanki by sądzić, że BMAA ma udział w patogenezie choroby degeneracyjnej znanej jako stwardnienie zanikowe boczne zachodniego Pacyfiku endemicznie występującej na wyspie Guam. Dzieje się tak, gdy BMAA zastępuje serynę w łańcuchu dysmutazy ponadtlenkowej SOD-1, zmieniając jej kształt. (pl)
  • BMAA, beta-metylamino-L-alanin, är ett neurotoxin som kopplas till en ökad risk för (amyotrofisk lateralskleros, Parkinsons sjukdom, demens). BMAA finns både i landmiljöer och i akvatiska miljöer. BMAA produceras av cyanobakterier samt kiselalger och dinoflagellater. (sv)
  • β-甲氨基-L-丙氨酸(英文β-methylamino L-alanine,簡稱BMAA),是一種神經毒素,能在蘇鐵科植物種子中找到。這一種非蛋白胺基酸,與非必要胺基酸丙氨酸(alanine)十分相似,是由念珠藻屬的藍藻產生,而這些藍藻大多生長於植物的根部。 (zh)
  • Η β-Ν-μεθυλαμινο-L-αλανίνη (BMAA) είναι ένας δευτερογενής μεταβολίτης και ειδικότερα ένα νευροτοξικό μη πρωτεϊνικό αμινοξύ που παράγεται από κυανοβακτήρια, δινομαστιγωτά και διάτομα. Η απορρόφηση του BMAA από τα κυανοβακτήρια ακολουθείται από σημάδια χλώρωσης, ενώ η βιοσύνθεση φαίνεται να συνδέεται με συνθήκες έλλειψης αζώτου και η αύξηση του τελευταίου στο περιβάλλον οδηγεί σε μείωση της τοξίνης. Από τον συνδυασμό αυτών των δύο καταστάσεων, προέκυψε ότι η εξωγενής προσθήκη ΒΜΑΑ στο περιβάλλον, επηρεάζει τον κύκλο του αζώτου αναστέλλοντας τη δράση του ενζύμου συνθετάση της γλουταμίνης (GS) , που αποτελεί ένζυμο «κλειδί» στο μηχανισμό αφομοίωσης αζώτου, καθώς είναι υπεύθυνο για την ενσωμάτωση αζώτου σε γλουταμινικό οξύ ώστε να επέλθει ο σχηματισμός της γλουταμίνης. Προκειμένου να διερευνηθε (el)
  • La beta-metilamino-L-alanina, también llamada BMAA, es un aminoácido no proteinogénico, es decir no es uno de los 20 aminoácidos que los organismos vivos utilizan para fabricar proteínas. Actúa como neurotoxina que causa efectos adversos en la función del tejido del cerebro, la médula espinal y los nervios periféricos. Se ha propuesto la hipótesis de que esta sustancia sea la causa de una enfermedad neurológica que se presenta en la Isla de Guam, conocida como Lytico-Bodig o complejo 'esclerosis lateral amiotrófica/demencia parkinsoniana' (del inglés amyotrophic lateral sclerosis/parkinsonism–dementia complex (ALS/PDC)).​ (es)
rdfs:label
  • Beta-methylamino-L-alanin (cs)
  • Β-Methylamino-L-alanin (de)
  • Β-Ν-μεθυλαμινο-L-αλανίνη (el)
  • Beta-Methylamino-L-alanine (en)
  • Beta-metilamino-L-alanina (es)
  • Β-N-Méthylamino-L-alanine (fr)
  • 3-Metyloamino-L-alanina (pl)
  • Beta-metylamino-L-alanin (sv)
  • Β-甲氨基-L-丙氨酸 (zh)
owl:sameAs
prov:wasDerivedFrom
foaf:depiction
foaf:isPrimaryTopicOf
foaf:name
  • β-Methylamino--alanine (en)
is dbo:wikiPageRedirects of
is dbo:wikiPageWikiLink of
is foaf:primaryTopic of
Powered by OpenLink Virtuoso    This material is Open Knowledge     W3C Semantic Web Technology     This material is Open Knowledge    Valid XHTML + RDFa
This content was extracted from Wikipedia and is licensed under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 Unported License