Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άγραφα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Άγραφα (αποσαφήνιση).
Άγραφα


Άποψη των Αγράφων

Άγραφα is located in Ελλάδα
Άγραφα
Άγραφα
Ύψος 2.184 μέτρα
Κορυφή Καράβα
Γεωγραφικά στοιχεία
Γεωγραφικό Διαμέρισμα Στερεά Ελλάδα,
Θεσσαλία
Οροσειρά Πίνδος

Τα Άγραφα είναι ιστορική περιοχή και οροσειρά της κεντρικής Ελλάδας, η νότια απόληξη της Πίνδου. Καταλαμβάνουν όλο το βόρειο τμήμα του νομού Ευρυτανίας και το δυτικό του νομού Καρδίτσας και χωρίζονται σε Θεσσαλικά Άγραφα και Ευρυτανικά Άγραφα. Η ψηλότερη κορυφή τους είναι η Καράβα με υψόμετρο 2.184 μέτρα[1]. Συνολικά τα Άγραφα έχουν 7 κορυφές με υψόμετρο πάνω από 2.000 μέτρα[1]. Αυτές είναι η Καράβα (2.184 μ.), το Ντελιδίμι (2.163 μ.), το Βουτσικάκι (2.154 μ.), η Φτέρη (2.128 μ.), η Λιάκουρα (2.043 μ.), η Μαράθια (2.042 μ.) και τα Καλύβια (2.018 μ.)[1]. Επίσης έχουν πολλές άλλες με υψόμετρο πάνω από 1.900 μέτρα.

Τα βουνά των Αγράφων είναι δασωμένα. Σε μεγάλο υψόμετρο κυριαρχεί το έλατο. Από τα Άγραφα πηγάζουν οι ποταμοί Ταυρωπός και Αγραφιώτης.

Θεσσαλικά Άγραφα

Τα Θεσσαλικά Άγραφα αποτελούν το βόρειο τμήμα της οροσειράς των Αγράφων. Ανατολικά καταλήγουν στον Θεσσαλικό κάμπο. Ανήκουν κυρίως στον νομό Καρδίτσας. Η υψηλότερη κορυφή των Θεσσαλικών Αγράφων είναι η Καράβα με υψόμετρο 2.184 μέτρα, η οποία είναι και η ψηλότερη κορυφή ολόκληρης της οροσειράς[1]. Στην περιοχή των Θεσσαλικών Αγράφων βρίσκεται η λίμνη Πλαστήρα.

Ευρυτανικά Άγραφα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Ευρυτανικά Άγραφα βρίσκονται στην Περιφερειακή Ενότητα Ευρυτανίας, βόρεια του όρους Τυμφρηστός, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί τμήμα τους. Είναι η πιο δύσβατη περιοχή της Ελλάδας, καθώς οι πολυάριθμες πανύψηλες βουνοκορυφές και οι βαθείς χαράδρες καθιστούν τις συγκοινωνίες δύσκολες. Γι' αυτό τον λόγο ελάχιστο τμήμα του οδικού δικτύου της περιοχής είναι ασφαλτοστρωμένο, ενώ ακόμα χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους παλιά μονοπάτια και γεφύρια. Η ψηλότερη κορυφή των Ευρυτανικών Αγράφων είναι το Ντελιδίμι , με υψόμετρο 2.163 μέτρα[1].

  • Πιθανότερη εκδοχή είναι το όνομα της περιοχής να προέρχεται από το αρχαίο Ελληνικό φύλο των Αγραίων, που κατοικούσε κυρίως μεταξύ των ποταμών Αχελώος και Αγραφιώτης. Τ'όνομα των Αγραίων ετυμολογείται δια της λέξεως "ἄγρα"[2], που σημαίνει "κυνήγι". Δεν είναι τυχαίο ότι προστάτιδα Θεά των Αγραίων ήταν η Αγραία Άρτεμις (η οποία αποτελεί και έμβλημα του Δήμου Αγράφων[3]), που ως γνωστόν ήταν και Θεά του κυνηγιού. Δεδομένου των προαναφερθέντων, ενδιαφέρον είναι ότι σήμερα ορισμένοι κάτοικοι των Αγράφων και των Τζουμέρκων χαρακτηρίζονται ως Κατσακιώρηδες από τους πεδινούς πληθυσμούς της Θεσσαλίας, και πολύ πιθανόν τ'όνομά τους να ετυμολογείται δια της Ιταλικής λέξεως "caccia"[4] που σημαίνει "κυνήγι", όπως και το "ἄγρα".
Το βουνό Βουτσικάκι, με υψόμετρο 2.154 μ., είναι το τρίτο ψηλότερο βουνό της οροσειράς των Αγράφων.
  • Σύμφωνα με τον χρονικογράφο Μιχαήλ Ψελλό η περιοχή απέκτησε το όνομά της την περίοδο της εικονομαχίας, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Κωνσταντίνος Ε΄. Οι κάτοικοι της περιοχής αρνήθηκαν την εφαρμογή του διατάγματος για την αφαίρεση των εικόνων από τους ναούς και θανάτωσαν τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα. Τότε ο Κωνσταντίνος εξοργισμένος διέγραψε την περιοχή από τους χάρτες της Αυτοκρατορίας.[5]
  • Σύμφωνα με μία διαδεδομένη προφορική παράδοση η περιοχή απέκτησε το όνομά της εξαιτίας της αδυναμίας των αρχών (των Τουρκικών αρχών κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας) να εισπράξουν φόρους, οπότε διέγραψαν την περιοχή από τους φορολογικούς καταλόγους, εξ ου και Άγραφα, δηλαδή μη εγγεγραμμένα.

Ιστορικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Φυλετικές περιοχές των Αγράφων στην αρχαιότητα, τα οποία κατοικούνταν από τα Ελληνικά φύλα των Αγραίων, Απεραντίων, Ευρυτάνων και Δολόπων.

Την αρχαιότητα στη περιοχή των Αγράφων ήταν εγκατεστημένα τα Ελληνικά φύλα των Αγραίων, Απεραντίων, Ευρυτάνων, και Δολόπων.

Μεσαιωνική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παλιό γεφύρι στην περιοχή των Αγράφων

Στις αρχές του μεσαίωνα ο πληθυσμός της περιοχής παρουσίαζε αραίωση. Το πληθυσμιακό κενό κάλυψε πολύ μικρής έκτασης εγκατάσταση Σλάβων οι οποίοι αναμίχθηκαν και αφομοιώθηκαν πλήρως με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Οι πρώτες ομάδες φαίνεται πως εγκαταστάθηκαν τον 6ο αιώνα, όταν εισέβαλαν στον ελλαδικό χώρο συνοδεύοντας τους Αβάρους και στη συνέχεια τον 8ο αιώνα μ.Χ, σε μία περίοδο εκτεταμένης διείσδυσης Σλάβων στον ελλαδικό χώρο. Την παρουσία των Σλάβων μαρτυρούν αρκετά σλαβικά τοπωνύμια που συναντώνται στη περιοχή με τις χαρακτηριστικές καταλήξεις - ίτσα, - όβο. [5]

Κατά την διάρκεια της δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του 12ου και αρχές 13ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Θεσσαλίας πληθυσμοί Βλάχων. Η εγκατάσταση των Βλάχων στα Άγραφα ήταν περιορισμένη καθώς ελάχιστα Βλάχικα τοπωνύμια συναντώνται. Αργότερα, κατά την Τουρκοκρατία υπήρξε εγκατάσταση Σαρακατσάνων στην περιοχή .

Οι πρώτοι αιώνες της Τουρκοκρατίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Έλληνας Κλεφταρματολός

Τα Άγραφα γνώρισαν ακμή την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι Οθωμανοί έκριναν ασύμφορη την εγκατάσταση φρουράς για τον στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής, θεωρώντας προτιμότερο να παραχωρήσουν στην περιοχή καθεστώς αυτονομίας και να εισπράττουν μία σταθερή φορολογία. Προχώρησαν λοιπόν το 1525 μ.Χ. στην υπογραφή της συνθήκης του Ταμασίου με την οποία παραχωρήθηκε αυτονομία στην περιοχή των Αγράφων, με αντάλλαγμα την υποχρέωση των κατοίκων να καταβάλλουν ετήσια φορολογία 50.000 γρόσια. Έδρα της αυτόνομης περιοχής των Αγράφων, που απλωνόταν από τα όρια του κάμπου της Καρδίτσας μέχρι τον ποταμό Αχελώο, ορίστηκε το Νεοχώρι. [6].

Στα μέσα του 17ου αιώνα, Έλληνες της περιοχής των Αγράφων, συνολικά 32 οικογένειες, λόγω των δύσκολων συνθηκών ζωής στις ορεινές περιοχές μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Προύσας της Μικράς Ασίας, όπου δημιούργησαν τον οικισμό Δεμιρδέσι (Ντεμερντέσι).[7][8][9][10]

Τα χρόνια που ακολούθησαν η περιοχή αναπτύχθηκε οικονομικά γεγονός που αποτυπώνεται στις μεγάλες εκκλησίες και μοναστήρια που χτίστηκαν αυτή την περίοδο. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η τέχνη της αγιογραφίας με τους ντόπιους αγιογράφους να δημιουργούν αξιόλογα εργαστήρια αγιογραφίας.[11] Λόγω του κλίματος μεγαλύτερης ελευθερίας και της οικονομικής ανάπτυξης που επικρατούσε, τα Άγραφα προσέλκυσαν ανθρώπους του πνεύματος όπως ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός που ίδρυσε το Ελληνομουσείο Αγράφων, ανώτατη σχολή γραμματικών και θρησκευτικών σπουδών.[12]

Παράλληλα η περιοχή συγκέντρωσε πολλούς φυγάδες που αντιμετώπιζαν προβλήματα με τις οθωμανικές αρχές οι οποίοι συγκρότησαν μαζί με ντόπιους οπλαρχηγούς σώματα κλεφτών. Σε ορισμένους οπλαρχηγούς αυτών των σωμάτων ανατέθηκε από τους Τούρκους η ασφάλεια της περιοχής. Οι ομάδες αυτές αποτέλεσαν τα σώματα των αρματολών.

Τυπικό τοπίο των Αγράφων

Σημαντικότερος κλέφτης των Αγράφων ήταν ο Κατσαντώνης που έδρασε την περίοδο 1802-1808. Για τη σύλληψη του οργανώθηκαν από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων πολλές επιχειρήσεις που αποτύγχαναν για αρκετά χρόνια. Τελικά συνελήφθη το 1808 ενώ ήταν βαριά άρρωστος και μεταφέρθηκε στα Ιωάννινα όπου θανατώθηκε. Από τα Άγραφα καταγόταν και ο οπλαρχηγός της ελληνικής επανάστασης του 1821 Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ανέλαβε το αρματολίκι των Αγράφων μέχρι το 1824 και στην συνέχεια ορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης μέχρι τον θάνατό του το 1827.

Με τον σχηματισμό του ελληνικού κράτους και την διαμόρφωση των ελληνικών συνόρων στην γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού με την συνθήκη του Λονδίνου του 1832 η ιστορική ενότητα των Αγράφων διασπάστηκε καθώς ένα τμήμα τους εντάχθηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος (Ευρυτανικά Άγραφα) ενώ ένα άλλο παρέμεινε κάτω από Οθωμανικό έλεγχο (Θεσσαλικά Άγραφα).

Το ξέσπασμα του Κριμαϊκού πολέμου το 1854 αποτέλεσε σημαντική ευκαιρία των περιοχών που είχαν παραμείνει έξω από τα ελληνικά σύνορα να επαναστατήσουν και να πετύχουν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Σύντομα στις επαναστατημένες περιοχές έσπευσαν συμμορίες ανταρτών από τον ελλαδικό χώρο για να βοηθήσουν τους επαναστάτες και οι κυριότερες επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία. Με επέμβαση τελικά των Άγγλων και των Γάλλων οι οποίοι επέβαλλαν ναυτικό αποκλεισμό στην Ελλάδα, την υποχρέωσαν να ανακαλέσει τα σώματα που είχαν σταλεί στις τουρκοκρατούμενες περιοχές και σύντομα οι Τούρκοι κατέστειλαν την επανάσταση και προχώρησαν σε λεηλασίες και καταστροφές χωριών στις περιοχές αυτές.[6]

Το 1877 με αφορμή το ξέσπασμα του νέου Ρωσοτουρκικού πολέμου προκλήθηκε νέος αναβρασμός στις τουρκοκρατούμενες περιοχές κοντά στα ελληνικά σύνορα. Η ελληνική κυβέρνηση της εποχής αποφάσισε αποστολή στρατεύματος στη Θεσσαλία αλλά λίγο μετά επήλθε συνθηκολόγηση και λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Ο ελληνικός στρατός αποσύρθηκε από την περιοχή και τα τουρκικά στρατεύματα προχώρησαν σε καταστροφές χωριών των Θεσσαλικών Αγράφων. Στο Συνέδριο του Βερολίνου αποφασίστηκε τελικά η παραχώρηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα που οριστικοποιήθηκε το 1881 με την Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Πλέον ολόκληρη η περιοχή των Αγράφων συμπεριλήφθηκε στο ελληνικό έδαφος.

Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στρατεύματα των Τούρκων κατέλαβαν την Θεσσαλία και παρέμειναν στην περιοχή μέχρι τις αρχές του 1898, οπότε και επήλθε συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο πλευρές.[6] Μετά το τέλος του πολέμου ο πληθυσμός των Αγράφων παρουσίασε μείωση λόγω της μετανάστευσης των κατοίκων προς το εξωτερικό ή προς μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας.

Η περιοχή των Αγράφων υπήρξε μία από τις σημαντικότερες εστίες της Εθνικής Αντίστασης. Στην περιοχή δραστηριοποιήθηκε ο ΕΛΑΣ, με τη δράση του οποίου, τα Άγραφα υπήρξαν από τις πρώτες ελεύθερες περιοχές της Ελλάδας. Από τις 9 Αυγούστου 1943 λειτούργησε στο οροπέδιο της Νεβρόπολης (στον χώρο που καλύπτει σήμερα η λίμνη Ταυρωπού) αεροδρόμιο ελεγχόμενο από τους αντάρτες, με το οποίο εξασφαλίστηκε ανεφοδιασμός των αντάρτικων σωμάτων από τις συμμαχικές δυνάμεις.[13]. Η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης που σχηματίστηκε για τη διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών, στεγάστηκε στη Βίνιανη στα νότια των Αγράφων.[14]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 δημιουργήθηκε στα Θεσσαλικά Άγραφα η τεχνητή λίμνη Ταυρωπού ή λίμνη Πλαστήρα. Η λίμνη προσέφερε δυνατότητες τουριστικής ανάπτυξης στα κοντινά χωριά μετά την δεκαετία του 1990 βοηθώντας να συγκρατηθεί ο πληθυσμός στην περιοχή. Τα Ευρυτανικά Άγραφα παρέμειναν περισσότερο απομονωμένα και μόνο τα τελευταία χρόνια δημιουργείται στην περιοχή ασφάλτινο οδικό δίκτυο δίνοντας τη δυνατότητα στην περιοχή να βγει από την απομόνωση.

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Ελληνικό Πανόραμα, τ. 83, σελ. 109
  2. «ἄγρα - Βικιλεξικό». el.wiktionary.org. 
  3. «Και εγένετο… Αγραία Άρτεμις. Τι συμβολίζει το νέο έμβλημα του Δήμου Αγράφων που ψηφίστηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο». www.evrytanika.gr. 
  4. «caccia - Wiktionary». en.wiktionary.org. 
  5. 5,0 5,1 «Ιστορικά των Αγράφων». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2010. 
  6. 6,0 6,1 6,2 «ιστορία του Ελληνόπυργου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Μαρτίου 2010. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2010. 
  7. Ο Μικρασιάτης δημοδιδάσκαλος και αντιστασιακός Κώστας Καζάνας, ergasia-press.gr, 27/12/2020
  8. Από τους άγνωστους αγώνες των Μικρασιατών - Κωνσταντίνος Καζάνας: ο Μικρασιάτης δημοδιδάσκαλος και αντιστασιακός
  9. Μικρασιατικά Χρονικά, 1959, σελ. 114-115.
  10. Πώς ξεχάστηκε η αντιστασιακή πράξη του δάσκαλου που υπέστειλε τη βουλγαρική σημαία στη Μακεδονία εν μέσω Κατοχής, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 04.09.2024
  11. Λεόντιτο, ιστορία των Αγράφων
  12. «Αγραφιώτης, Ελληνομουσείο Αγράφων». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Αυγούστου 2010. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2010. 
  13. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Πτυχιακή Εργασία της Βαρλάμη Ελευθερίας Αρχειοθετήθηκε 2012-04-17 στο Wayback Machine. «Η τοπική ιστορία και ο πολιτισμός της Καρδίτσας», σελ 107,108
  14. Ριζοσπάστης Εδώ «γεννήθηκε» η Κυβέρνηση του Βουνού

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]