Ρωμαίος έπαρχος
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Έπαρχος (λατινικά: rector provinciae) ονομαζόταν στη ρωμαϊκή διοίκηση ο κυβερνήτης μιας επαρχίας, δηλαδή ενός ρωμαϊκού εδάφους έξω από την ιταλική χερσόνησο. Αποτελούσε την ανώτατη αρχή στις κατακτημένες περιοχές, λογοδοτούσε μόνο στο όργανο που τον είχε διορίσει και η θητεία του ήταν συνήθως ενιαύσια αλλά μπορούσε να ανανεωθεί. Πρόκειται για ένα από τα ανώτερα αξιώματα του ρωμαϊκού θεσμικού οικοδομήματος επί πολλούς αιώνες, το οποίο έχασε τη σημασία του μόλις στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. με τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού.
Μορφές του θεσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας, οι έπαρχοι διορίζονταν ουσιαστικά από τη Σύγκλητο με την τυπική σύμφωνη γνώμη των λαϊκών συνελεύσεων. Συνήθως ένας νέος έπαρχος ήταν απερχόμενος ύπατος ή πραίτορας στην πόλη της Ρώμης, οπότε ονομαζόταν επίσης proconsul (ανθύπατος) ή propraetor (αντιστράτηγος). Κατά κανόνα οι πρώτοι στέλνονταν σε ταραχώδεις επαρχίες, όπου χρειάζονταν κυβερνήτες με υψηλή στρατιωτική εμπειρία, ενώ οι δεύτεροι σε ειρηνικές.
Στην αυτοκρατορική εποχή οι επαρχίες χωρίσθηκαν σε δύο κατηγορίες. Οι «συγκλητικές» συνέχισαν να κυβερνώνται από επάρχους εκλεγμένους κατά τον παραδοσιακό τρόπο, αλλά επρόκειτο για τις ελάσσονος σημασίας επαρχίες. Οι σημαντικότερες, δηλαδή οι πιο πλούσιες κι αυτές που στέγαζαν πολύ στρατό, χαρακτηρίσθηκαν «αυτοκρατορικές» και πέρασαν στην άμεση δικαιοδοσία του αυτοκράτορα, ο οποίος τις διοικούσε τοποθετώντας έμπειρους λεγάτους. Οι λεγάτοι αυτοί έφεραν τον τίτλο legatus propraetor (λεγάτος αντιστράτηγος) και ήταν ντε φάκτο (εκ των πραγμάτων) έπαρχοι, αν και δεν έφεραν τυπικά το αξίωμα.
Επίσης, όταν ο στρατός κατακτούσε νέες περιοχές, κάποιος από την τάξη των Ιππέων (equites, δηλαδή χαμηλόβαθμοι πατρίκιοι) διοριζόταν συνήθως ως αυτοκρατορικός έφορος (procurator) από τον αυτοκράτορα. Ο έφορος ήταν και αυτός ντε φάκτο έπαρχος, μέχρι η περιοχή να οργανωθεί σε επαρχία και να γίνει συγκλητική ή αυτοκρατορική. Μοναδική εξαίρεση ήταν η Αίγυπτος, η οποία θεωρείτο προσωπικό κτήμα του εκάστοτε αυτοκράτορα και διοικείτο πάντα από Ιππέα. Ο διασημότερος έφορος της ιστορίας είναι ο Πόντιος Πιλάτος.
Αρμοδιότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Συνοπτικά οι αρμοδιότητες του επάρχου ήταν οι ακόλουθες:
- Οικονομικά: επέβαλλε τους φόρους, επέβλεπε τη συλλογή τους από τους φοροσυλλέκτες, ήλεγχε τις δαπάνες του κρατικού μηχανισμού και των δημοσίων έργων στην επαρχία του. Μπορούσε επίσης να κόψει νόμισμα και να διαπραγματευθεί εξ ονόματος του κράτους με πλούσια ιδρύματα (π.χ. ναούς) και ιδιώτες για οικονομικά ζητήματα.
- Δικαιοσύνη: ήλεγχε την εφαρμογή των νόμων και την απονομή της δικαιοσύνης από τα εντεταλμένα όργανα. Συνήθως ήταν ο φυσικός δικαστής των πολύ σημαντικών υποθέσεων, αφού ήταν ο μοναδικός που μπορούσε να επιβάλει τη θανατική ποινή. Οι αποφάσεις του μπορούσαν να ανακληθούν μόνο από τους εν ενεργεία πραίτορες της Ρώμης ή τον αυτοκράτορα, με μια διαδικασία πρακτικά αδύνατη για το μέσο καταδικασμένο.
- Στρατός: ήταν ο ανώτατος διοικητής της τοπικής λεγεώνας. Σε καιρό ειρήνης μπορούσε να την χρησιμοποιεί και για αστυνομικά καθήκοντα χωρίς την έγκριση ανώτερης αρχής. Η ιδιότητά του ως ανώτατου στρατιωτικού διοικητή ήταν ο βασικός λόγος που οι αυτοκράτορες κράτησαν για τους εαυτούς τους το αξίωμα στις σημαντικές επαρχίες, αφού ένας έπαρχος με πολύ στρατό μπορούσε να εξελιχθεί σε απειλή για το θρόνο.
Για να κυβερνήσει αποτελεσματικά την επαρχία του, στην υπηρεσία του επάρχου ετίθετο ένας αριθμός από κόμητες (από το comes που σημαίνει σύντροφος) με προκαθορισμένες αρμοδιότητες, οι οποίοι λειτουργούσαν περίπου σαν υπουργοί του. Τέλος, σε επαρχίες με μεγάλη στρατιωτική παρουσία στελνόταν επίσης ως βοηθός του ένας κυέστορας (quaestor), στέλεχος με εξειδίκευση στην οικονομική διαχείριση που όμως μπορούσε να λειτουργήσει και ως υποδιοικητής της λεγεώνας.