Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ύπατος (Αρχαία Ρώμη)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο όρος «ύπατος» χρησιμοποιείται στο παρόν λήμμα και για τους πραίτορες της περιόδου προ του 305 π.Χ.
Ο Φλάβιος Αναστάσιος Πρόμπος, ύπατος της Ανατολικής Αυτοκρατορίας κατά το 537. Ανάγλυφο από το υπατικό του δίπτυχο, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας.

Ο ύπατος (λατινικά: consul) ήταν αξίωμα της Αρχαίας Ρώμης. Κάθε χρόνο εκλέγονταν δύο ύπατοι, οι οποίοι αναλάμβαναν από κοινού - με δικαίωμα αρνησικυρίας του ενός στις αποφάσεις του άλλου - τη διακυβέρνηση της πόλης και της ιταλικής χερσονήσου. Αλλά και οι εκτός Ιταλίας περιοχές, οι αποκαλούμενες επαρχίες, πολύ συχνά διοικούνταν από πρώην υπάτους.

Κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο οι ύπατοι ήταν οι ανώτατοι άρχοντες του κράτους για το έτος της θητείας τους, το οποίο έπαιρνε τα ονόματά τους. Σε καιρό ειρήνης είχαν διευρυμένες αρμοδιότητες στους τομείς της διοίκησης, της νομοθεσίας και της δικαιοσύνης. Ασκούσαν επίσης συγκεκριμένα θρησκευτικά καθήκοντα που απαιτούσαν υψηλόβαθμο κρατικό στέλεχος. Στον πόλεμο ήταν οι αρχηγοί του στρατού και αυτοί που ερμήνευαν τους θεϊκούς οιωνούς πριν ξεκινήσει η μάχη.

Κατά την αυτοκρατορική και βυζαντινή εποχή οι περισσότερες εξουσίες του θεσμού αφαιρέθηκαν (ιδιαίτερα όσες είχαν να κάνουν με τον στρατό) και πέρασαν στην αρμοδιότητα του αυτοκράτορα. Το αξίωμα εξακολούθησε να υφίσταται με υψηλό ηθικό κύρος αλλά μειωμένη πολιτική - στρατιωτική ισχύ.

Ιστορία του θεσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την παράδοση, μετά την εκδίωξη του τελευταίου Ετρούσκου βασιλιά της Ρώμης (509 π.Χ.) και την εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, οι Ρωμαίοι αντικατέστησαν τον βασιλιά με δύο εκλεγμένους άνδρες, τους πραίτορες (praetor: ηγέτης, στρατηγός). Το 305 π.Χ. οι πραίτορες μετονομάσθηκαν σε υπάτους - ο τίτλος του πραίτορα παρέμεινε σε χρήση, αλλά με εντελώς διαφορετικές αρμοδιότητες και περιεχόμενο (βλ.λ. πραίτορας).

Οι ύπατοι εκλέγονταν από την Comitia Centuriata, ένα όργανο που αποτελείτο σχεδόν αποκλειστικά από πλούσιους γαιοκτήμονες. Αρχικά επιλέξιμοι ήταν μόνο οι πατρίκιοι άνω των 41 ετών, μέχρι που το 367 π.Χ. ορίσθηκε ότι τουλάχιστον ένας εκ των δύο έπρεπε να είναι πληβείος. Η αποκλειστική επιλεξιμότητα των πατρικίων τον πρώτο καιρό αμφισβητείται πάντως από αρκετούς ιστορικούς, οι οποίοι φέρνουν ως επιχείρημα ότι το 30% των υπάτων στην προ-367 εποχή έχει ονόματα που παραπέμπουν σε οικογένειες πληβείων. Ενδέχεται δηλαδή να μην ίσχυε ποτέ αποκλεισμός των κατωτέρων τάξεων από το αξίωμα, αλλά απλά οι πατρίκιοι να το μονοπωλούσαν, δεδομένου μάλιστα ότι κυριαρχούσαν στο σώμα που εξέλεγε τους υπάτους.

Μέχρι τον 1ο αι. π.Χ., καθ' όλη δηλαδή τη ρεπουμπλικανική περίοδο, η θέση του υπάτου ήταν το κορυφαίο κρατικό αξίωμα και συνήθως αποτελούσε το επιστέγασμα μιας επιτυχημένης πολιτικής-στρατιωτικής σταδιοδρομίας. Στη συνέχεια εκφυλίσθηκε - συχνά κάποιος ύπατος έβλεπε το αξίωμα ως σκαλοπάτι για να διορισθεί ευκολότερα έπαρχος (ανθύπατος ή λεγάτος αντιστράτηγος). Υπάρχουν έτσι περιπτώσεις αξιωματούχων που υπηρέτησαν για λίγες μόνο ημέρες, με αποκορύφωμα το 190 μ.Χ. όταν από τις δύο θέσεις υπάτων πέρασαν 25 διαφορετικοί άνδρες.

Κατά τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετακίνησε τον έναν ύπατο από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Όταν εν συνεχεία ο Θεοδόσιος Α' χώρισε την αυτοκρατορία σε δύο μέρη, ο διορισμός κάθε υπάτου πέρασε στην αρμοδιότητα του αντίστοιχου αυτοκράτορα. Το αξίωμα διατηρήθηκε με λίγες αρμοδιότητες στην Πόλη, ανάμεσα σε αυτές η απόδοση δικαιοσύνης[1], έως την εποχή του Λέοντος του Σοφού, ο οποίος το μετέβαλε σε τίτλο ευγενείας, αποδιδόμενο συνήθως σε ηγεμόνες υποτελών περιοχών.

Ύπατος αποδεδειγμένος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον τίτλο ύπατος αποδεδειγμένος (λατινικά: consul designatus‎‎[2][α] αρχαία ελληνικά: ὕπατος ἀποδεδειγμένος‎‎[2][β][5]) ονομαζόταν ο αξιωματούχος, ο οποίος είχε ήδη εκλεγεί ή επανεκλεγεί στη θέση του υπάτου και ανέμενε τον επίσημο διορισμό του, αλλά δεν είχε αναλάβει ακόμη υπηρεσία[6]. Η συντομευμένη γραφή στα λατινικά ήταν ένα «d.» ή «COS. DES.»[2]. Στα αρχαία ελληνικά ο όρος αποδεδειγμένος χρησιμοποιούνταν εν προκειμένω, με την έννοια είτε του υποδεικνυόμενου, είτε του επιβεβαιωμένου με αποδεικτικά στοιχεία ή/και με την «αίσθηση του διορισμού»[7].

Ύπατος επικατασταθείς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επικατασταθείς ύπατος (consul suffectus) ονομάζονταν ο ύπατος που εκλέγονταν στη θέση ενός τακτικού (consul ordinarius) ύπατου που είχε πεθάνει κατά τη διάρκεια της θητείας του.

Υποσημειώσεις και παραπομπές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. [...] "Tum D. Iunius Silanus primus sententiam rogatus, 'quod eo tempore consul designatus erat, de iis, qui in custodiis tenebantur, et praeterea de L. Cassio, P. Furio, P. Umbreno, Q. Annio, si deprehensi forent, supplicium sumundum decreverat"[...][3]
  2. [...] "Καλέσας δὲ Κλαύδιος τοὺς πρέσβεις ἔφη ταῦτα συγχωρεῖν καὶ ἐκέλευεν αὐτοὺς Ἀγρίππᾳ χάριν εἰδέναι, ταῦτα γὰρ ἐκείνου ποιεῖν ἀξιώσαντος, ἐπί τε ταῖς ἀποκρίσεσιν τοιαύτην ἐπιστολὴν ἔδωκεν· [11] ‘Κλαύδιος Καῖσαρ Γερμανικὸς δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ πέμπτον ὕπατος ἀποδεδειγμένος τὸ τέταρτον αὐτοκράτωρ τὸ δέκατον πατὴρ πατρίδος Ἱεροσολυμιτῶν ἄρχουσι βουλῇ δήμῳ Ἰουδαίων παντὶ ἔθνει χαίρειν". [...][4]
  1. Γκουτζιουκώστας, Ανδρέας (2004, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)), Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες): τα δικαιοδοτικά όργανα και τα δικαστήρια της πρωτεύουσας Αρχειοθετήθηκε 2017-05-22 στο Wayback Machine., σελ. 10
  2. 2,0 2,1 2,2 INDEX V, Magisterial Titles, Offices, Etc., and Honorary Distinctions
  3. Sallustio, «Bellum Catilinae», 50
  4. Ιώσηπος, «Ιουδαϊκή αρχαιολογία», Βιβλίον κ΄, 11
  5. Inscriptiones graecae ad res romanas pertinentes avctoritate et impensis Academiae inscriptionvm et litterarvm hvmaniorvm collectae et editae, René Cagnat, Jules Toutain, Académie des inscriptions & belles-lettres (France), Georges Lafaye, Victor Henry, vol. 1, p. 247.
  6. λήμμα designato, εγκυκλοπαίδεια treccani
  7. Allen Brent, Ignatius of Antioch and the Second Sophistic: A Study of an Early Christian Transformation of Pagan Culture, Mohr Siebeck, 2006. Στα Google books, σελ. 238, βλ. και υποσημ. 16